Κυριακή, Απριλίου 26, 2020
posted by Librofilo at Κυριακή, Απριλίου 26, 2020 | Permalink
Πίνοντας μέχρι θανάτου ("Πλατεία Χανγκόβερ")
Ο
Βρετανός συγγραφέας Patrick Hamilton (Sussex 1904 – Norfolk 1962), μού ήταν άγνωστος μέχρι πριν από δύο
χρόνια, που διάβασα το υπέροχο «Σκλάβοι της Μοναξιάς», αποτελώντας μια από τις ωραίες
αναγνωστικές εκπλήξεις εκείνης της χρονιάς. Με το ακόμα καλύτερο (και
διασημότερο) «ΠΛΑΤΕΙΑ ΧΑΝΓΚΟΒΕΡ» («Hangover square»), που εκδόθηκε στη χώρα μας πριν από μερικούς μήνες,
από τις εκδόσεις Στερέωμα (σελ. 422), σε (έξοχη) μετάφραση της Κατ. Σχινά (και επίμετρο
του Ν. Μάντη), η πεποίθηση ότι διαβάζουμε έναν σπουδαίο συγγραφέα ενισχύθηκε
ακόμα περισσότερο. Ισορροπώντας μεταξύ μαύρης κωμωδίας και στιβαρού δράματος, η
«Πλατεία Χανγκόβερ» είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, που απεικονίζει μια
ολόκληρη εποχή με μοναδικό τρόπο.
Ο
ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ο Τζορτζ Χάρβεϊ Μπόουν, ένας τριανταπεντάχρονος
πανύψηλος και παχουλός, αφελής και αδέξιος άνδρας, άνεργος και μελαγχολικός, που
τριγυρνάει και πίνει όλη τη μέρα στο Λονδίνο του 1939. Ο Μπόουν δεν
αντιμετωπίζει μεγάλο οικονομικό πρόβλημα καθώς «χρηματοδοτείται» από μια θεία
του, που ζει μόνη μακριά από το Λονδίνο. Έχει κάνει διάφορες αποτυχημένες
επιχειρηματικές προσπάθειες και τώρα ζει σε ένα ξενοδοχείο και ο μόνος σκοπός της
ζωής του είναι να μπορέσει να κατακτήσει την Νέττα, μια όμορφη σταρλετίτσα, που
προσπαθεί να εισχωρήσει στον χώρο του θεάματος χωρίς να την παίρνει κανείς στα
σοβαρά. Ο Μπόουν έχει εμμονή με την Νέττα, αλλά η συνεχείς απορρίψεις της, η
ξεκάθαρη περιφρόνησή της προς το πρόσωπό του, και η απροκάλυπτη εκμετάλλευση
που του κάνει χωρίς φραγμό, τον φέρνει σε μια τρομερή ψυχολογική πίεση, που τον
οδηγεί σε μια κατάσταση καταληψίας, μιας φυγής από την πραγματικότητα, όπου
γίνεται ένας «άλλος», ένας άνθρωπος που κατακλύζεται από την επιθυμία να
σκοτώσει την Νέττα και ψάχνει τρόπο να το κάνει. Όταν συνέρχεται δεν θυμάται
τίποτα.
«Μπορούσε
να δει μέσα τους και, φυσικά, τους απεχθανόταν. Απεχθανόταν και τη Νέττα, το
ήξερε από καιρό. Πιθανόν να απεχθανόταν τη Νέττα περισσότερο απ’ όλους. Το ότι
ήταν τρελός για κείνην, ότι την ποθούσε σαρκικά, ότι λάτρευε το χώμα που
πατούσε και τον αέρα που ανέπνεε, ότι δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτ’ άλλο όλη
μέρα, δεν είχε καμιά σχέση με το υπόγειο ρεύμα της περιφρόνησης που τον
διαπερνούσε όταν σκεφτόταν τον χαρακτήρα της. Θα μπορούσες να πεις ότι δεν ήταν
πραγματικά έρωτας αυτό που ένιωθε για κείνην – ότι ήταν μίσος. Ήταν το ίδιο
πράγμα – η ίδια εμμονή από την ανάποδη. Ήταν παγιδευμένος στο δίχτυ του μίσους όπως
ακριβώς και στο δίχτυ του έρωτα. Νέττα: Νέττα: Νέττα!... Θε μου, πόσο την αγαπούσε!»
Ο
Μπόουν είναι ένας βαθιά πληγωμένος άνθρωπος, που έχει χάσει την αγαπημένη του
αδελφή και τους γονείς του, τα ψυχολογικά του προβλήματα τον συνόδευαν
ανέκαθεν, όπως και η έντονη μελαγχολία του. Το βλέπει ότι βουλιάζει σε μια ζωή
χωρίς προοπτική, καθώς διαρκώς παρασύρεται από την Νέττα και την παρέα της, σε
ένα καθημερινό πρόγραμμα που ξεκινάει με μπυροποσίες σε μια παμπ και
συνεχίζεται συνήθως στο διαμέρισμα της μοιραίας γυναίκας με την κατανάλωση διάφορων
ποτών. Χορηγός πάντα ο άβουλος Μπόουν, που ανέχεται τις προσβολές και τις κοροϊδίες
σε βαθμό εξευτελιστικό από την παρέα των διαφόρων τυχάρπαστων που κουβαλάει
μαζί της η Νέττα. Όταν πέφτει στις «νεκρές φάσεις του», που μπορεί να διαρκούνε
ακόμα και μέρες, γίνεται ακόμα πιο παθητικός, φτιάχνοντας σενάρια στο μυαλό
του, πώς να σκοτώσει το αντικείμενο του πόθου του.
Ο
Μπόουν είναι ένας γεννημένος λούζερ, είναι ένας αποξενωμένος άνθρωπος που έχει
επίγνωση της κατάστασής του αλλά δεν κάνει τίποτα να την αλλάξει, «αιχμαλωτισμένος»
από αυτήν. Έντονα μοναχικός και μελαγχολικός, προκαλεί άλλοτε τον οίκτο και την
συμπάθεια, άλλοτε την οργή του αναγνώστη. Η Νέττα από την άλλη είναι ένας «εγκληματικός
χαρακτήρας» (όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας). Αδίστακτη και χωρίς αισθήματα,
είχε ως μοναδικό σκοπό της, την καλοπέραση και την κάλυψη των καθημερινών της αναγκών
που ήταν να περιφέρεται, προκαλώντας τα βλέμματα των ανδρών, να πίνει και να
τρώει. Ήθελε να κάνει καριέρα στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, αλλά δεν έκανε τίποτα
για να το καταφέρει, καθώς ουδείς την έπαιρνε στα σοβαρά. Γύρω τους, διάφοροι
τύποι του περιθωρίου που μάζευε η Νέττα και πίνανε μέχρι λιποθυμίας,
απομυζώντας τον αφελή μέχρι εκνευρισμού Μπόουν.
«Η
Νέττα Λόνγκτον σκεφτόταν τα πάντα με έναν παράξενα στοιχειώδη σχεδόν ζωώδη
τρόπο, και τις περισσότερες φορές ενεργούσε ενστικτωδώς. Ήταν απόλυτα, ή μάλλον
αλλόκοτα, στερημένη από όλα τα χαρίσματα που το πρόσωπο και το σώμα της διαλαλούσαν
– στοχαστικότητα, χάρη, ζεστασιά, ευστροφία, ομορφιά. (…) Η πνευματική της υπόσταση
(…) δεν διέφερε πολύ από εκείνη ενός ψαριού. Έμοιαζε με ένα από τα πλάσματα που
βλέπουμε να πλέουν σε ενυδρείο, απορροφημένα από τον εαυτό τους, ψυχρά, να
κινούνται γαλήνια προς τον στόχο τους ή να λοξοδρομούν από την πορεία τους μ’
ένα απότομο τίναγμα της ουράς τους, χωρίς πλήρως συνειδητό κίνητρο. Προφανώς
δεν είχε καμιά εγγενή προδιάθεση προς τη σκέψη ή τη δράση και τα βιώματά της τα
πρώτα χρόνια τής ζωής της φαίνεται πως την είχαν πείσει ότι και η σκέψη και
δράση ήταν περιττές. «Κακομαθημένη» από παιδί λόγω της ομορφιάς της, έκανε
φασαρία, ζητούσε τα πάντα, της έκαναν όλες τις χάρες, η εκπλήρωση των επιθυμιών
της γινόταν αυτόματα τη στιγμή ακριβώς που τις εξέφραζε, κι έτσι κατέληξε
εντελώς απαθής: η σκέψη και η δράση είχαν ατροφήσει. Μη διαθέτοντας έμφυτη
γενναιοδωρία, μη έχοντας το ένστικτο να «κακομάθει» κάποιον σε ανταπόδοση της εύνοιας
που έχει δεχτεί, είχε καταντήσει όμοια με ψάρι.»
Το
μυθιστόρημα του Χάμιλτον, συναισθηματικά «εκβιάζει» τον αναγνώστη, που κάποιες
φορές ταυτίζεται με τον ήρωα, άλλες φορές εκνευρίζεται, παρακολουθεί τα δρώμενα,
αγωνιώντας για την κατάληξη αυτής της «ψυχοβγαλτικής ιστορίας» με την συνεχή κατάσταση
αναμονής που εμπεριέχει. Η «Πλατεία Χανγκόβερ», έχει την φήμη της «μαύρης
κωμωδίας» αλλά ουσιαστικά είναι ένα βιβλίο, διαποτισμένο με έντονη μελαγχολία, έξοχο
ατμοσφαιρικό και ψυχολογικό θρίλερ, που θυμίζει έντονα τις καλύτερες στιγμές
των μυθιστορημάτων του Γκράχαμ Γκριν αλλά και του δικού του θεατρικού έργου Gaslight (που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον
G. Cukor το ’44). Ολοζώντανο
και φρέσκο το μυθιστόρημα, έχει αντέξει στη φθορά του χρόνου, όπως
και κάθε αυθεντικό κλασσικό λογοτεχνικό έργο, αποδεικνύοντας πόσο μεγάλος συγγραφέας ήταν ο ξεχασμένος τόσα χρόνια Χάμιλτον, και πόσο σαγηνευτικό είναι το στυλ του. Να μη λησμονήσουμε βέβαια να πούμε ότι είναι πραγματικά τυχερός ο
αναγνώστης που το απολαμβάνει σ’ αυτή την ωραία έκδοση και με την μετάφραση της
Κ. Σχινά.
Βαθμολογία
83 / 100