Κυριακή, Απριλίου 26, 2020
posted by Librofilo at Κυριακή, Απριλίου 26, 2020 | Permalink
Πίνοντας μέχρι θανάτου ("Πλατεία Χανγκόβερ")

Ο Βρετανός συγγραφέας Patrick Hamilton (Sussex 1904 – Norfolk 1962), μού ήταν άγνωστος μέχρι πριν από δύο χρόνια, που διάβασα το υπέροχο «Σκλάβοι της Μοναξιάς», αποτελώντας μια από τις ωραίες αναγνωστικές εκπλήξεις εκείνης της χρονιάς. Με το ακόμα καλύτερο (και διασημότερο) «ΠΛΑΤΕΙΑ ΧΑΝΓΚΟΒΕΡ» («Hangover square»), που εκδόθηκε στη χώρα μας πριν από μερικούς μήνες, από τις εκδόσεις Στερέωμα (σελ. 422), σε (έξοχη) μετάφραση της Κατ. Σχινά (και επίμετρο του Ν. Μάντη), η πεποίθηση ότι διαβάζουμε έναν σπουδαίο συγγραφέα ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο. Ισορροπώντας μεταξύ μαύρης κωμωδίας και στιβαρού δράματος, η «Πλατεία Χανγκόβερ» είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, που απεικονίζει μια ολόκληρη εποχή με μοναδικό τρόπο.


Ο ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ο Τζορτζ Χάρβεϊ Μπόουν, ένας τριανταπεντάχρονος πανύψηλος και παχουλός, αφελής και αδέξιος άνδρας, άνεργος και μελαγχολικός, που τριγυρνάει και πίνει όλη τη μέρα στο Λονδίνο του 1939. Ο Μπόουν δεν αντιμετωπίζει μεγάλο οικονομικό πρόβλημα καθώς «χρηματοδοτείται» από μια θεία του, που ζει μόνη μακριά από το Λονδίνο. Έχει κάνει διάφορες αποτυχημένες επιχειρηματικές προσπάθειες και τώρα ζει σε ένα ξενοδοχείο και ο μόνος σκοπός της ζωής του είναι να μπορέσει να κατακτήσει την Νέττα, μια όμορφη σταρλετίτσα, που προσπαθεί να εισχωρήσει στον χώρο του θεάματος χωρίς να την παίρνει κανείς στα σοβαρά. Ο Μπόουν έχει εμμονή με την Νέττα, αλλά η συνεχείς απορρίψεις της, η ξεκάθαρη περιφρόνησή της προς το πρόσωπό του, και η απροκάλυπτη εκμετάλλευση που του κάνει χωρίς φραγμό, τον φέρνει σε μια τρομερή ψυχολογική πίεση, που τον οδηγεί σε μια κατάσταση καταληψίας, μιας φυγής από την πραγματικότητα, όπου γίνεται ένας «άλλος», ένας άνθρωπος που κατακλύζεται από την επιθυμία να σκοτώσει την Νέττα και ψάχνει τρόπο να το κάνει. Όταν συνέρχεται δεν θυμάται τίποτα.

«Μπορούσε να δει μέσα τους και, φυσικά, τους απεχθανόταν. Απεχθανόταν και τη Νέττα, το ήξερε από καιρό. Πιθανόν να απεχθανόταν τη Νέττα περισσότερο απ’ όλους. Το ότι ήταν τρελός για κείνην, ότι την ποθούσε σαρκικά, ότι λάτρευε το χώμα που πατούσε και τον αέρα που ανέπνεε, ότι δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτ’ άλλο όλη μέρα, δεν είχε καμιά σχέση με το υπόγειο ρεύμα της περιφρόνησης που τον διαπερνούσε όταν σκεφτόταν τον χαρακτήρα της. Θα μπορούσες να πεις ότι δεν ήταν πραγματικά έρωτας αυτό που ένιωθε για κείνην – ότι ήταν μίσος. Ήταν το ίδιο πράγμα – η ίδια εμμονή από την ανάποδη. Ήταν παγιδευμένος στο δίχτυ του μίσους όπως ακριβώς και στο δίχτυ του έρωτα. Νέττα: Νέττα: Νέττα!... Θε μου, πόσο την αγαπούσε!»

Ο Μπόουν είναι ένας βαθιά πληγωμένος άνθρωπος, που έχει χάσει την αγαπημένη του αδελφή και τους γονείς του, τα ψυχολογικά του προβλήματα τον συνόδευαν ανέκαθεν, όπως και η έντονη μελαγχολία του. Το βλέπει ότι βουλιάζει σε μια ζωή χωρίς προοπτική, καθώς διαρκώς παρασύρεται από την Νέττα και την παρέα της, σε ένα καθημερινό πρόγραμμα που ξεκινάει με μπυροποσίες σε μια παμπ και συνεχίζεται συνήθως στο διαμέρισμα της μοιραίας γυναίκας με την κατανάλωση διάφορων ποτών. Χορηγός πάντα ο άβουλος Μπόουν, που ανέχεται τις προσβολές και τις κοροϊδίες σε βαθμό εξευτελιστικό από την παρέα των διαφόρων τυχάρπαστων που κουβαλάει μαζί της η Νέττα. Όταν πέφτει στις «νεκρές φάσεις του», που μπορεί να διαρκούνε ακόμα και μέρες, γίνεται ακόμα πιο παθητικός, φτιάχνοντας σενάρια στο μυαλό του, πώς να σκοτώσει το αντικείμενο του πόθου του.

Ο Μπόουν είναι ένας γεννημένος λούζερ, είναι ένας αποξενωμένος άνθρωπος που έχει επίγνωση της κατάστασής του αλλά δεν κάνει τίποτα να την αλλάξει, «αιχμαλωτισμένος» από αυτήν. Έντονα μοναχικός και μελαγχολικός, προκαλεί άλλοτε τον οίκτο και την συμπάθεια, άλλοτε την οργή του αναγνώστη. Η Νέττα από την άλλη είναι ένας «εγκληματικός χαρακτήρας» (όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας). Αδίστακτη και χωρίς αισθήματα, είχε ως μοναδικό σκοπό της, την καλοπέραση και την κάλυψη των καθημερινών της αναγκών που ήταν να περιφέρεται, προκαλώντας τα βλέμματα των ανδρών, να πίνει και να τρώει. Ήθελε να κάνει καριέρα στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, αλλά δεν έκανε τίποτα για να το καταφέρει, καθώς ουδείς την έπαιρνε στα σοβαρά. Γύρω τους, διάφοροι τύποι του περιθωρίου που μάζευε η Νέττα και πίνανε μέχρι λιποθυμίας, απομυζώντας τον αφελή μέχρι εκνευρισμού Μπόουν.

«Η Νέττα Λόνγκτον σκεφτόταν τα πάντα με έναν παράξενα στοιχειώδη σχεδόν ζωώδη τρόπο, και τις περισσότερες φορές ενεργούσε ενστικτωδώς. Ήταν απόλυτα, ή μάλλον αλλόκοτα, στερημένη από όλα τα χαρίσματα που το πρόσωπο και το σώμα της διαλαλούσαν – στοχαστικότητα, χάρη, ζεστασιά, ευστροφία, ομορφιά. (…) Η πνευματική της υπόσταση (…) δεν διέφερε πολύ από εκείνη ενός ψαριού. Έμοιαζε με ένα από τα πλάσματα που βλέπουμε να πλέουν σε ενυδρείο, απορροφημένα από τον εαυτό τους, ψυχρά, να κινούνται γαλήνια προς τον στόχο τους ή να λοξοδρομούν από την πορεία τους μ’ ένα απότομο τίναγμα της ουράς τους, χωρίς πλήρως συνειδητό κίνητρο. Προφανώς δεν είχε καμιά εγγενή προδιάθεση προς τη σκέψη ή τη δράση και τα βιώματά της τα πρώτα χρόνια τής ζωής της φαίνεται πως την είχαν πείσει ότι και η σκέψη και δράση ήταν περιττές. «Κακομαθημένη» από παιδί λόγω της ομορφιάς της, έκανε φασαρία, ζητούσε τα πάντα, της έκαναν όλες τις χάρες, η εκπλήρωση των επιθυμιών της γινόταν αυτόματα τη στιγμή ακριβώς που τις εξέφραζε, κι έτσι κατέληξε εντελώς απαθής: η σκέψη και η δράση είχαν ατροφήσει. Μη διαθέτοντας έμφυτη γενναιοδωρία, μη έχοντας το ένστικτο να «κακομάθει» κάποιον σε ανταπόδοση της εύνοιας που έχει δεχτεί, είχε καταντήσει όμοια με ψάρι.»

Μεταφορικός ο τίτλος του βιβλίου, που ουσιαστικά δίνει στην κατάσταση που περιέρχεται κάποιος μετά από πολλά ποτά, τον τόπο που βρίσκεται ο ήρωάς του, σε αυτό το ψυχολογικό αδιέξοδο που έχει περιέλθει, από το οποίο μόνο μια ενέργεια μπορεί να τον λυτρώσει. Ο Χάμιλτον περιγράφει τη ζωή αυτών των περιθωριακών ανθρώπων, σε ένα Λονδίνο που ψυχολογικά προετοιμάζεται για τον Β Παγκόσμιο πόλεμο, με το Φασιστικό κόμμα να έχει μεγάλη διείσδυση με τις ιδέες του στην κοινωνία▪ με τον κόσμο του θεάματος να έχει τους δικούς του κώδικες, ενώ το ποτό ρέει άφθονο στις παμπ του Έρλς Κορτ (περιοχή που εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της ιστοριας), σαν να μην υπάρχει αύριο. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τους ήρωές του, να πίνουν, να μεθάνε και να συζητάνε περί ανέμων και υδάτων σε μια εκπληκτική αναπαράσταση εποχής και χαρακτήρων. Οι χαρακτήρες που σκιαγραφεί αντιπροσωπεύουν τον άνθρωπο λίγο πριν την καταστροφή, που άβουλος και χωρίς αντιστάσεις θα πορευτεί προς την επερχόμενη σφαγή, προς το τέλος ενός κόσμου που θα αλλάξει δια παντός σε μερικούς μήνες.

Το μυθιστόρημα του Χάμιλτον, συναισθηματικά «εκβιάζει» τον αναγνώστη, που κάποιες φορές ταυτίζεται με τον ήρωα, άλλες φορές εκνευρίζεται, παρακολουθεί τα δρώμενα, αγωνιώντας για την κατάληξη αυτής της «ψυχοβγαλτικής ιστορίας» με την συνεχή κατάσταση αναμονής που εμπεριέχει. Η «Πλατεία Χανγκόβερ», έχει την φήμη της «μαύρης κωμωδίας» αλλά ουσιαστικά είναι ένα βιβλίο, διαποτισμένο με έντονη μελαγχολία, έξοχο ατμοσφαιρικό και ψυχολογικό θρίλερ, που θυμίζει έντονα τις καλύτερες στιγμές των μυθιστορημάτων του Γκράχαμ Γκριν αλλά και του δικού του θεατρικού έργου Gaslight (που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον G. Cukor το ’44). Ολοζώντανο και φρέσκο το μυθιστόρημα, έχει αντέξει στη φθορά του χρόνου, όπως και κάθε αυθεντικό κλασσικό λογοτεχνικό έργο, αποδεικνύοντας πόσο μεγάλος συγγραφέας ήταν ο ξεχασμένος τόσα χρόνια Χάμιλτον, και πόσο σαγηνευτικό είναι το στυλ του. Να μη λησμονήσουμε βέβαια να πούμε ότι είναι πραγματικά τυχερός ο αναγνώστης που το απολαμβάνει σ’ αυτή την ωραία έκδοση και με την μετάφραση της Κ. Σχινά.

Βαθμολογία 83 / 100






 
Τετάρτη, Απριλίου 22, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 22, 2020 | Permalink
Περί υπολήψεων

«Η μνήμη έχει τη θαυμαστή ικανότητα ν’ αναθυμάται τη λήθη, την ύπαρξή της, την καραδοκία της, κι έτσι μας επιτρέπει να είμαστε σ’ εγρήγορση όταν δεν θέλουμε να ξεχάσουμε, και να ξεχνάμε όποτε θέλουμε.»

Τρείς λέξεις στο παραπάνω απόσπασμα, η μνήμη, η λήθη, η ύπαρξη, συνοψίζουν την ουσία, της νουβέλας «ΥΠΟΛΗΨΕΙΣ» («Reputaciones»), του έξοχου Κολομβιανού συγγραφέα Juan Gabriel Vasquez (Μπογκοτά, 1973) – (εκδ. Ίκαρος, (ωραία) μετάφρ. Αχ. Κυριακίδης, σελ. 190), ενός εξαιρετικού βιβλίου που εντυπωσιάζει με την πυκνότητα, την στοχαστικότητα και τους προβληματισμούς που θέτει.

Ο Χαβιέρ Μαγιαρίνο είναι ο πιο διάσημος πολιτικός γελοιογράφος της Κολομβίας. Είναι πλέον 65 ετών και πρόκειται να τιμηθεί (σε ένα γύρισμα της μοίρας), από μια κυβέρνηση που έχει κριτικάρει πολλές φορές σε μια επίσημη τελετή, μάλιστα δε, είναι η πρώτη φορά που απονέμεται τέτοιου είδους βραβείο σε γελοιογράφο, απόδειξη της φήμης που τον συνοδεύει και της γενικότερης εκτίμησης που απολαμβάνει από φίλους και εχθρούς. Στον δρόμο για την εκδήλωση, νομίζει ότι είδε ένα φάντασμα, τον θρυλικό γελοιογράφο Ρικάρδο Ρεντόν, που πάνω στη δόξα του, είχε αυτοκτονήσει για άγνωστη αιτία την δεκαετία του ’30, αυτοπυροβολούμενος σε ένα μπαρ. Ο Ρεντόν ανέκαθεν αποτελούσε πρότυπο για τον Μαγιαρίνο, τώρα βέβαια κανείς πλέον δεν τον θυμάται και για τους περισσότερους είναι ένα όνομα τελείως άγνωστο, γεγονός που δίνει την αφορμή στον τιμώμενο γελοιογράφο να σκεφτεί ότι η φήμη και η υπόληψη ενός ανθρώπου, είναι κάτι παροδικό.

«Υπάρχουν γυναίκες που δε διατηρούν, στο χάρτη του προσώπου τους, κανένα ίχνος του κοριτσιού που υπήρξαν κάποτε, ίσως επειδή έχουν κάνει μεγάλες προσπάθειες ν’ αφήσουν πίσω τους την κοριτσίστικη ηλικία – τις ντροπές της, τα τραύματά της, τις απανωτές απογοητεύσεις της -, ίσως επειδή κάτι έχει συμβεί στο μεταξύ, ένας απ’ αυτούς τους προσωπικούς κατακλυσμούς που δε διαπλάθουν έναν άνθρωπο αλλά τον ισοπεδώνουν, σαν κτίριο, και τον αναγκάζουν ν’ ανοικοδομηθεί εκ θεμελίων.»

Ο Μαγιαρίνο είναι ένας άνθρωπος μονήρης και ιδιόρρυθμος, που ζει στην εξοχή, χωρισμένος εδώ και χρόνια και με μια κόρη που βλέπει σπάνια πια, ο οποίος θεωρεί ότι, δεν έκανε ποτέ συμβιβασμούς στη δουλειά του, συνεχώς απειλούμενος από όσους ενοχλούσε με τα σκίτσα του, κάποια στιγμή δε, η δύναμή του ήταν τόση, ώστε μπορούσε να καταστρέψει τη ζωή ενός ανθρώπου, μόνο με ένα σκίτσο του. Μετά την τελετή, κατά την διάρκεια της δεξίωσης, τον πλησιάζει μια νέα γυναίκα που του συστήνεται ως δημοσιογράφος και του ζητάει συνέντευξη. Το όνομα της είναι Σαμάντα Λεάλ και κανονίζουν να περάσει από το σπίτι του, το οποίο εκείνη επιμένει να επισκεφτεί, για να μιλήσουν. Κατά την διάρκεια της επίσκεψης της γυναίκας σπίτι του, ο Μαγιαρίνο αντιλαμβάνεται ότι οι ερωτήσεις είναι σχηματικές και δεν οδηγούν πουθενά, όταν όμως η Σαμάντα του ζητάει να της δείξει τα δωμάτια και σ’ ένα από αυτά στέκεται μπροστά από έναν πίνακα, ένα σκίτσο του Ντομιέ, του ομολογεί την αλήθεια.

Ο λόγος της επίσκεψής της, είναι για να συζητήσει μαζί του και να διευκρινίσει εντός της, ένα γεγονός που συνέβη πριν 28 χρόνια σε ένα πάρτι στο ίδιο σπίτι, μια σεξουαλική παρενόχληση που μπορεί και να μην έγινε ποτέ, δυο επτάχρονα κοριτσάκια που μέθυσαν πίνοντας ότι υπόλοιπα έβρισκαν στα ποτήρια κατά τη διάρκεια του πάρτι, το κρεβάτι που μοιράστηκαν έχοντας απολέσει τις αισθήσεις τους, ένας συντηρητικός γερουσιαστής που είχε πάει στο σπίτι του Μαγιαρίνο εκείνη τη μέρα να διαμαρτυρηθεί και τον είδαν να βγαίνει από το δωμάτιο χωρίς να μπορεί να δικαιολογήσει τι γύρευε εκεί. Γεγονότα συγκεχυμένα, που η μνήμη του διάσημου γελοιογράφου είχε απωθήσει, γεγονότα που στάθηκαν καθοριστικά για να αμαυρωθεί η υπόληψη ενός ανθρώπου που αργότερα οδηγήθηκε στην αυτοκτονία, γεγονότα που συνέβαλαν στην δημιουργία μιας διάσημης γελοιογραφίας που στάθηκε μοιραία.

Η νουβέλα του Βάσκεζ χωρίζεται σε δύο μέρη, όπου στο πρώτο, ο ευφυέστατος συγγραφέας περιγράφει τις στιγμές του θριάμβου του διάσημου γελοιογράφου, την υπεροψία αλλά και την κούραση του, την ικανοποίησή του για μια πορεία που του προέκυψε σχεδόν τυχαία αφού το όνειρό του ήταν να γίνει ζωγράφος. Στο δεύτερο (εκπληκτικό) μέρος, ο Μαγιαρίνο βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Θυμάται πως ενήργησε 28 χρόνια πριν, πως δίκασε χωρίς να έχει αποδείξεις, πως ο εγωισμός του και η μεγαλομανία του, τον εμπόδισαν να δει κάποια πράγματα. Τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν, τον οδηγούν στην αναθεώρηση των πραγμάτων και στην επανεκτίμησή τους. Θυμάται αυτά που του είχε πει η σύζυγός του τότε, πριν τον εγκαταλείψει, και για πρώτη φορά παραδέχεται τα λάθη του και την σχετικότητα της αλήθειας που νόμιζε ότι αντιπροσωπεύει.

«…και τώρα χώριζαν, φθαρμένοι κι αυτοί απ’ τις διάφορες στρατηγικές που διαθέτει η ζωή για να φθείρει τους ερωτευμένους, απ’ τα υπερβολικά ταξίδια ή την υπερβολική παρουσία, απ’ το συσσωρευμένο βάρος των ψεμάτων ή των ανοησιών ή των προσβολών ή των λαθών, των πραγμάτων που λέγονται τη λάθος στιγμή και με άμετρα ή ακατάλληλα λόγια, ή αυτά που, μη βρίσκοντας ίσως κατάλληλα ή μετρημένα λόγια, δεν ειπώθηκαν ποτέ, ή, επίσης, φθαρμένοι από μια κακή μνήμη, ναι, απ’ την ανικανότητα να θυμηθούν το ουσιώδες και να ζήσουν μέσα σ’ αυτό (να θυμηθούν τι ήταν αυτό που κάποτε έκανε τον άλλο ευτυχισμένο: πόσοι και πόσοι εραστές δεν είχαν υποκύψει σ’ αυτή τη ληθη), αλλά κι απ’ την ανικανότητα να προσπεράσουν όλη αυτή τη φθορά και την επιδείνωση, να προσπεράσουν τα ψέματα, τις ανοησίες, τις προσβολές, τα λάθη, τα πράγματα που δεν έπρεπε να ειπωθούν και τις σιωπές που έπρεπε ν’ αποφευχθούν: να το δουν όλο αυτό, να το δουν να’ ρχεται απ’ το βάθος, να το δουν να’ ρχεται και να κάνουν στην άκρη και να το νιώσουν να περνάει σφαίρα από δίπλα τους σαν μετεωρίτης σύρριζα στον πλανήτη. Να το δουν να’ ρχεται, σκέφτηκε ο Μαγιαρίνο, και να κάνουν στην άκρη. Για μια φυλή ιθαγενών στην Παραγουάη (ή στην Βολιβία), το παρελθόν είναι αυτό που βρίσκεται μπροστά μας, γιατί μπορούμε να το βλέπουμε και το γνωρίζουμε, ενώ αντίθετα το μέλλον είναι αυτό που βρίσκεται πίσω μας: αυτό που δεν βλέπουμε και δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Ο μετεωρίτης έρχεται πάντα από πίσω, δεν τον βλέπουμε, δεν μπορούμε να τον δούμε. Πρέπει να τον δούμε, να τον δούμε να’ ρχεται, και να κάνουμε στην άκρη. Πρέπει ν’ αντικρύσουμε το μέλλον. Είναι πολύ φτωχή η μνήμη που δουλεύει μόνο προς τα πίσω.»

Το παρελθόν δεν είναι ακίνητο, αλλά μπορεί να μεταβληθεί λέει ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του. Η ρευστότητα της μνήμης και η λήθη που τα επικαλύπτει όλα (σύνηθες μοτίβο στα μυθιστορήματα του Βάσκεζ), η επιρροή του Τύπου και η εξουσία του, οι υπερβολές του στην αποθέωση και στην καταστροφή ανθρώπων, οι φήμες που μπορούν να πάρουν διαστάσεις χιονοστιβάδας, το φαίνεσθαι που κυριαρχεί με την δύναμη της εξωτερικής εικόνας, η διαστρεβλωμένη εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, για τις πράξεις μας. Ο Μαγιαρίνο συνειδητοποιεί όπως αναπτύσσεται η ιστορία, ότι ένα σκίτσο του, μια γραμμή από εδώ, μια γραμμή από εκεί ήταν ικανά να κάνουν έναν άνθρωπο να πηδήξει από ένα παράθυρο. Συνειδητοποιεί για πρώτη φορά στη ζωή του, ότι υπήρξε ένας άνθρωπος επικίνδυνος.

Υπέροχη και πολύ καίρια νουβέλα «Οι Υπολήψεις», μπορεί να μην έχουν έντονο το στοιχείο της δράσης, αλλά είναι ίσως το στοχαστικότερο βιβλίο του Βάσκεζ. Είναι ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα ιδεών, το οποίο αναπτύσσεται έξοχα μέσα από το ευδιάκριτο αφηγηματικό ύφος, του Κολομβιανού δημιουργού και θέτει συνεχώς ερωτήματα, οδηγεί σε σκέψεις, φέρνοντας διαρκώς τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τον εαυτό του.

Βαθμολογία 82 / 100

















































 
Πέμπτη, Απριλίου 16, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 16, 2020 | Permalink
"Ο διάβολος στη Λευκή Πόλη"

Από το Βερολίνο του 1933 στο εκπληκτικό "Κήπο με τα θηρία", στον τορπιλισμό του Λουζιτάνια το 1915 στο θαυμάσιο "Βουβό κύμα", έως το Σικάγο της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα. Ο εξαίρετος συγγραφέας, ιστορικός και δημοσιογράφος Erik Larson (Νέα Υόρκη, 1954), διατρέχει τις εποχές, με την μοναδική γλαφυρότητα που τον διακρίνει στην περιγραφή μοναδικών ιστοριών, που είναι άγνωστες για τους περισσότερους ή έχουν περάσει στη λήθη της ιστορίας. Το παλαιότερο βιβλίο του, το οποίο όμως εκδόθηκε στη χώρα μας στα μέσα της περασμένης χρονιάς, με τίτλο "Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΗ ΠΟΛΗ" ("The Devil in the White City") - (εκδ. Διόπτρα, μετάφρ. Τ. Σπερελάκη, σελ. 654), είναι μια τρανή απόδειξη της αξίας του. Ένα μοναδικό ιστορικό γεγονός, καθοριστικό για την πορεία μιας μεγαλούπολης και ταυτόχρονα η παρουσία ενός σίριαλ-κίλερ, δημιουργούν μια καθηλωτική λογοτεχνική σύνθεση.


Σικάγο 1890, μια πόλη που αναπτύσσεται ταχύτατα και άναρχα. Πόλη των σφαγείων και των εργοστασίων, ήταν ήδη η δεύτερη πολυπληθέστερη πόλη των Η.Π.Α. και προς μεγάλη έκπληξη όλων, κερδίζει την ψηφοφορία για την διοργάνωση της Διεθνούς Έκθεσης, έναντι του μεγάλου φαβορί που ήταν η Νέα Υόρκη. Έχει περάσει μόλις ένας χρόνος από την εξαιρετικά επιτυχημένη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού (το 1889) και η ανάθεση στο Σικάγο για την Έκθεση του 1893, εκτός από το βάρος της διοργάνωσης που προβλέπεται να προσελκύσει εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες, κουβαλάει και το γεγονός της (αναπόφευκτης) σύγκρισης με μια Έκθεση, όπου παρουσιάστηκε ένα κολοσσιαίο έργο όπως ήταν "Ο Πύργος του Άιφελ".

Οραματιστής της απόπειρας αυτής, ο διάσημος ήδη αρχιτέκτονας Ντάνιελ Μπέρναμ, ένας άνθρωπος που δεν είχε κάνει σοβαρές σπουδές αλλά σιγά σιγά μέσα από τη δουλειά του, είχε ένα πολύ επιτυχημένο γραφείο μαζί με τον Τζον Ρουτ – που ήταν πιο καλλιτεχνικό πνεύμα -, και θεωρούντο οι επιφανέστεροι αρχιτέκτονες της πόλης με την ανέγερση ψηλών κτισμάτων – τον πρώτο ουρανοξύστη της χώρας κλπ. Το Σικάγο ήταν μια νέα πόλη αφού είχε ξανακτιστεί σε μεγάλο μέρος μετά την πυρκαϊά του 1871 («The night Chicago died» που λέει και το τραγούδι), είχε ήδη πάρει τα πρωτεία στον χώρο του εμπορίου και των κατασκευών, αλλά και πάλι μπροστά στο «Μεγάλο Μήλο», θεωρείτο επαρχιακή και άσχημη. Η Έκθεση θα ήταν μια καλή ευκαιρία να προσελκύσει κόσμο, επενδύσεις, να μεγαλώσει αλλά και να ομορφύνει κάπως.

Τον ίδιο καιρό φτάνει στο Σικάγο, κι ένας άνθρωπος που θα γίνει διάσημος για άλλους λόγους. Είναι ο δρ Χέρμαν Γ. Μάτζετ που πλέον χρησιμοποιεί το όνομα Χ.Χ.Χόλμς και θα τον μάθει όλος ο κόσμος μετά από λίγα χρόνια ως τον πιο διαβόητο κατά συρροή δολοφόνο που εμφανίστηκε μέχρι τότε. Ο Χολμς ήταν γιατρός και μετά από αποτυχημένες απόπειρες στη γενέτειρά του, φθάνει στο Σικάγο με λίγα χρήματα στη τσέπη για να εργαστεί σε ένα προαστιακό φαρμακείο. Ήταν γοητευτικός με καλούς τρόπους και ιδιαίτερα ευχάριστος άνθρωπος, ενώ οι γυναίκες δεν μπορούσαν να αντισταθούν στα γαλάζια του μάτια και στους αβρούς του τρόπους. Όπως γράφει ο Λάρσον στον πρόλογο του βιβλίου: «ήταν προάγγελος του αστικού κατά συρροή δολοφόνου».

Οι δύο άνδρες, ο οραματιστής Μπέρναμ και ο δολοφόνος Χολμς, δεν θα συναντηθούν ποτέ. Ο Λάρσον με μια μοναδική αφήγηση, θα περιγράψει τα γεγονότα και τις ζωές δύο ανθρώπων που κινούνται σε παράλληλη τροχιά το ίδιο χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για την Διεθνή Έκθεση μέχρι το τέλος της. Σε ένα Σικάγο που αλλάζει συνεχώς και από βρωμερή πόλη με την έντονη μυρωδιά των Σφαγείων, μεταμορφώνεται σε μια μεγαλούπολη έτοιμη να μπει θριαμβευτικά στον 20ο αιώνα, πίσω από τις κουρτίνες γίνονται εγκλήματα που φαίνονται ακόμα και τώρα αδιανόητα.

Η έκθεση θα ονομαστεί «Διεθνής Κολουμπιανή Έκθεση», διότι ο επίσημος σκοπός της ήταν, να τιμήσει την 400η επέτειο της ανακάλυψης της Αμερικής από τον Κολόμβο, αλλά θα μείνει γνωστή ως «Λευκή Πόλη», διότι ο Μπέρναμ (ορθώς μάλλον σκεπτόμενος), αποφάσισε σε συνεργασία με τους πιο διάσημους αρχιτέκτονες των Η.Π.Α., που έπεισε να συνεργαστούν μαζί του, να χτίσει μια πόλη που θα εντυπωσιάσει με την αισθητική και την μεγαλοπρέπειά της, αντί να φτιάξει κάτι που θα συναγωνιζόταν τον Πύργο του Άιφελ και δεν ήταν καθόλου σίγουρο αν θα τα κατάφερνε. Γι’ αυτό άλλωστε αρνήθηκαν τις υπηρεσίες του Άιφελ (προς μεγάλη του απογοήτευση), στηριζόμενοι καθαρά σε Αμερικανικά χέρια και μυαλά για την υλοποίηση του πρότζεκτ. Το στάδιο της κατασκευής ήταν εφιαλτικό για τους συμμετέχοντες στο έργο, αφού τίποτα δεν πήγαινε καλά, ο καιρός του Σικάγου δεν είναι ο καλύτερος, τα προβλήματα ήταν τεράστια και όλα έγιναν τελευταία στιγμή. Το μεγαλύτερο επίτευγμα ίσως να ήταν τελικά, η πραγματοποίηση της Έκθεσης, όταν πλέον όλοι είχαν απογοητευτεί. Ο κάποτε σκουπιδότοπος της πόλης, που καλείτο κατ΄ευφημισμό Τζάκσον Παρκ, μετατράπηκε σε μια ονειρική πόλη που αναδυόταν κάτασπρη και καθρεφτιζόταν στη λίμνη - ήταν ένα θέαμα που ουδείς από τους επισκέπτες λησμόνησε. 28 εκατομμύρια επισκέπτες πέρασαν τις πύλες της μέσα στους έξι μήνες λειτουργίας της, δηλαδή κάτι παραπάνω από το 1/3 του τότε πληθυσμού της χώρας. Η Έκθεση καταλάμβανε μια έκταση περίπου ενός τετραγωνικού μιλίου και περιελάμβανε διακόσια κτίρια, τα περισσότερα σε διαστάσεις τεράστιες που όμοιά τους δεν είχαν ξαναγίνει, ενώ εκεί πρωτοδοκιμάστηκε μια τεράστια ρόδα που στην αρχή όλοι την είχαν απορρίψει αλλά τελικά αποτέλεσε το μεγάλο γεγονός της Έκθεσης. Από τις πύλες της πέρασαν είτε ως επισκέπτες, είτε ως άμεσα εμπλεκόμενοι, ονόματα που έμειναν στην ιστορία, όπως ο Τέσλα και ο Έντισον, ο Γουέστινγκχάουζ και ο Μπούφαλο Μπιλ, ο Θίοντορ Ντράιζερ που περιέγραψε το Σικάγο εκπληκτικά στην «Κάρι», ο πατέρας του Γουόλτ Ντίσνεϊ δούλεψε εκεί και περιέγραφε στον έκπληκτο γιο του τα επιτεύγματα, κάτι που φάνηκε στις ταινίες του αργότερα, και πολλοί άλλοι.


«Κάποιες τυχαίες συναντήσεις δημιουργούσαν μαγεία.
Ο Φρανκ Χέιβεν Χολ, επιστάτης του Ινστιτούτου για την Επιμόρφωση των Τυφλών του Ιλινόι, αποκάλυψε μια νέα συσκευή που παρήγε τυπογραφικές πλάκες για την εκτύπωση βιβλίων σε Μπράιγ. Ο Χολ προηγουμένως είχε εφεύρει μια μηχανή που τύπωνε σε Μπράιγ, τον Γραφέα Μπράιγ του Χολ, την οποία δεν κατοχύρωσε για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας επειδή θεωρούσε πως δεν θα έπρεπε να μολύνει με κέρδος τις υπηρεσίες που πρόσφερε στους τυφλούς. Ενώ στεκόταν δίπλα στην ολοκαίνουργια μηχανή του, τον πλησίασε ένα τυφλό κορίτσι με τη σύνοδό του. Μόλις έμαθε ότι ο Χολ ήταν ο εφευρέτης της γραφομηχανής που τόσο συχνά χρησιμοποιούσε, η κοπέλα τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά της και δίνοντάς του ένα φιλί.
Από τότε, κάθε φορά που ο Χολ εξιστορούσε πως γνώρισε την Χέλεν Κέλερ, του έρχονταν δάκρυα στα μάτια.»

Ο Μπέρναμ αφιέρωσε τη ζωή του στο γεγονός αυτό, κυριολεκτικά κοιμόταν εκεί κατά την κατασκευή της, αγωνιούσε και πληγωνόταν, διαπραγματευόταν με τα συνδικάτα, οι εφημερίδες της Νέας Υόρκης και της Ουάσινγκτον τον εξευτέλιζαν κατά την προετοιμασία, σχεδόν σίγουρες για την απόλυτη καταστροφή, αφού έβλεπαν το ανέφικτο του πράγματος, κατασκευές που είχαν φτιαχτεί με κόπο, διαλύονταν μετά από έντονα καιρικά φαινόμενα, η γκρίνια και οι απαιτήσεις των συνεργατών του ήταν τεράστιες. Για να μην απαριθμήσουμε βέβαια και τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές που ήταν αναρίθμητες. Εργάτες έχασαν τη ζωή τους κατά την κατασκευή αλλά και κατά την διάρκεια της Έκθεσης, και τραγικά γεγονότα επισκίαζαν συνεχώς την ροή των πραγμάτων. Το θαύμα όμως έγινε.

«Ξαφνικά από τον πύργο εκτοξεύτηκαν φλόγες περίπου δεκαπέντε μέτρα κάτω από τον Φιτζπάτρικ και τους άντρες του. Φρέσκος αέρας όρμησε μέσα στον πύργο. Ακολούθησε έκρηξη. Από την οπτική γωνία των πυροσβεστών, σύμφωνα με την επίσημη αναφορά του τμήματος, ήταν «σαν να είχε αναφλεγεί το αεριώδες περιεχόμενο του αεραγωγού γύρω από το φουγάρο, και ολόκληρο το εσωτερικό του πύργου είχε μετατραπεί μεμιάς σε καμίνι που κόχλαζε».
Ο πυροσβέστης Τζον Ντέιβις στεκόταν στο μπαλκόνι με τον λοχαγό Φιτζπάτρικ και τους υπόλοιπους. «Είδα πως υπήρχε μόνο μία ευκαιρία, οπότε αποφάσισα να την αρπάξω», είπε ο Ντέιβις. «Πήδησα προς τη μάνικα και είχα την καλή τύχη να την πιάσω. Τα άλλα παιδιά έδειχναν να μην μπορούν να κουνηθούν, παγωμένα από τον τρόμο».
Ο Ντέιβις και άλλος ένας άντρας κατέβηκαν κάτω πιασμένοι από τη μάνικα. Οι πυροσβέστες που είχαν παραμείνει στο μπαλκόνι ήξεραν πως η θέση τους ήταν μοιραία και άρχισαν να αποχαιρετιούνται. Αυτόπτες μάρτυρες τους είδαν να αγκαλιάζονται και να σφίγγουν τα χέρια. Ο λοχαγός Φιτζπάτρικ άρπαξε ένα σκοινί και αιωρήθηκε μέσα από τη φωτιά προς την κυρίως οροφή από κάτω, όπου προσγειώθηκε με σπασμένο πόδι, εσωτερικά τραύματα και το μισό τεράστιο μουστάκι του καμένο. Άλλοι πήδησαν και σκοτώθηκαν, μερικοί διαπερνώντας την κυρίως οροφή.
Ο αρχηγός της Πυροσβεστικής Μέρφι και άλλοι δύο πυροσβέστες ανέβηκαν σε μια σκάλα για να περισυλλέξουν τον Φιτζπάτρικ. Τον κατέβασαν με σκοινιά και τον παρέδωσαν σε συναδέλφους τους στο έδαφος. Ήταν ζωντανός αλλά ετοιμοθάνατος.
Συνολικά, λόγω της φωτιάς έχασαν τη ζωή τους δώδεκα πυροσβέστες και τρεις εργάτες. Ο Φιτζπάτρικ πέθανε στις εννιά εκείνο το βράδυ.
Την επομένη οι επισκέπτες ξεπέρασαν τους 100.000. Τα καπνισμένα ερείπια του Ψυκτικού Κτιρίου είχαν αποδειχτεί ακαταμάχητα.»


Την ίδια περίοδο, γυναίκες εξαφανίζονταν και δεν ασχολείτο κανείς. Δεν ήταν και δύσκολο άλλωστε, χιλιάδες άνθρωποι πηγαινοερχόντουσαν στο Σικάγο με τα βαρυφορτωμένα τρένα, χιλιάδες έψαχναν την τύχη τους κι ένα καλύτερο αύριο στο μόνο μέρος της χώρας που έδινε μια προοπτική εργασίας, καθώς η οικονομική κρίση στη χώρα ήταν τεράστια και οι χρεοκοπίες των τραπεζών και των επιχειρήσεων μια καθημερινότητα.
Τα χειρότερα όμως δεν είχαν αποκαλυφθεί, η κουρτίνα θα τραβιόταν μετά το τέλος της γιορτής. Ο Χολμς όχι μόνο αγόρασε το φαρμακείο όπου δούλευε, δολοφονώντας την γηραιά πρώην ιδιοκτήτρια, αγόρασε και ένα γωνιακό οικόπεδο απέναντι κι έχτισε ένα μεγάλο κτίριο, που απλωνόταν σε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, με διαμερίσματα και μαγαζιά στο ισόγειο. Ήταν δε τόσο ικανός και διαβολικός, που το σχεδίασε έτσι ώστε να έχει μέσα μυστικά δωμάτια ειδικά διαμορφωμένα για παροχή αερίου ώστε να πνίγει τα θύματά του, καταπακτές και υπόγεια για να θάβει τα πτώματα. Το κτίριο ήταν πολύ κοντά στην είσοδο της Έκθεσης, ζοφερό σαν ένα άσχημο κάστρο, αλλά τη δουλειά του, την έκανε. Νεαρές γυναίκες που έφταναν στην πόλη, έλκοντο από την γοητεία του νεαρού γιατρού, χωρίς να ξέρουν τι τις περίμενε. Οι Αρχές δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν με την αναζήτηση εξαφανισμένων προσώπων και τα απελπισμένα γράμματα των συγγενών που έφταναν στα χέρια τους. Όταν ο θόρυβος από την Έκθεση καταλάγιασε και οι φωνές δυνάμωσαν, η πραγματικότητα αποδείχτηκε τόσο εφιαλτική που κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που βγήκαν στο φως και έκαναν τα εγκλήματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη να φαντάζουν ελάχιστα.

«Ο διάβολος στη λευκή πόλη», είναι ένα εξαιρετικό non-fiction βιβλίο που (καμία έκπληξη για όποιον γνωρίζει το στυλ του Λάρσον) διαβάζεται ως μυθιστόρημα, το οποίο έχει περάσει απαρατήρητο στην Ελλάδα και, που δεν βασίζεται μόνο στην περιγραφή των γεγονότων που είναι από μόνα τους συναρπαστικά, αλλά στην εκπληκτική αφηγηματική δεινότητα του Λάρσον. Όπως και στα άλλα του (μεταγενέστερα) βιβλία, κυριαρχεί η ατμόσφαιρα που βάζει τον αναγνώστη μέσα στην ιστορία, ζωντανεύοντας τους χαρακτήρες σαν να παρακολουθείς κινηματογραφική ταινία.
Μπορεί η ιστορία του Χολμς δραματουργικά να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον – τόσοι φόνοι άλλωστε είναι ένα καλό υπόβαθρο για μια ωραία αστυνομική ιστορία -, αλλά είναι τόσο γλαφυρές οι περιγραφές της προσπάθειας του Μπέρναμ και των συνεργατών του, που κάνουν το βιβλίο αυτό ακαταμάχητο.

Υ.Γ. Πολλά χρόνια κρατάει η προσπάθεια του Ντι Κάπριο που έχει αποκτήσει τα δικαιώματα του βιβλίου, να μεταφερθεί στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση. Φαίνεται ότι με την συνεργασία του Μάρτιν Σκορσέζε, η προσπάθεια θα ευοδωθεί, αφού το εγχείρημα βρίσκει στέγη στο τηλεοπτικό κανάλι Hulu για μια σειρά 6 επεισοδίων βασισμένη στο βιβλίο.



 
Πέμπτη, Απριλίου 09, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 09, 2020 | Permalink
"Ο Δήμαρχος του Κάστερμπριτζ"

Γραμμένο στα τέλη του 19ου αιώνα (1884-1885, πρωτοεκδόθηκε το 1886), το δέκατο μυθιστόρημα του σπουδαίου Βρετανού συγγραφέα Thomas Hardy (Ντόρσετ 1840 – 1928), με τίτλο «Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΕΡΜΠΡΙΤΖ, η ζωή και ο θάνατος ενός ανθρώπου με χαρακτήρα» («The Mayor of Casterbridge, The life and death of a man of character») – (εκδ. Gutenberg, σειρά Orbis Literae, μετάφρ. Τ. Κοβαλένκο, σελ. 600), δεν είναι μόνο ένα από τα πιο γνωστά έργα του, αλλά ταυτόχρονα κι ένα από τα πιο μεστά και ολοκληρωμένα. Ένα μυθιστόρημα που παρότι έπρεπε να «υπακούσει» στους άγραφους νόμους της εποχής, δημοσιευμένο σε συνέχειες ανά εβδομάδα, δεν έχει χάσει τίποτα από τη φρεσκάδα και την ευρηματικότητά του, εντυπωσιάζοντας ακόμα και σήμερα με το βάθος και την ουσία των (ολοζώντανων) χαρακτήρων που πρωταγωνιστούν σε αυτό.


Ολόκληρο το μυθιστόρημα του Χάρντι, στριφογυρίζει γύρω από μια απαράδεκτη (αλλά όχι τόσο ασυνήθιστη για την εποχή) πράξη, που μάλιστα διαδραματίζεται στις πρώτες του σελίδες. Ο περιπλανώμενος αγρότης Μάικλ Χέτσαρντ κατάκοπος μετά από ημέρες στον δρόμο με την σύζυγο του Σούζαν, και την μικρή τους κόρη Ελίζαμπεθ-Τζέιν, σταματάει στο καπηλειό μιας ζωοπανήγυρης  να ξαποστάσει. Εκεί μεθάει με το μίγμα μπίρας και ρουμιού που σερβίρει το μαγαζί και πάνω στη θολούρα του, βγάζει την σύζυγό του σε δημοπρασία. Μέσα στο γενικό σάστισμα των (όχι σε καλύτερη κατάσταση από αυτόν) θαμώνων, ξεπροβάλλει ένας ναυτικός που κανείς δεν γνώριζε, και αγοράζει την άλαλη γυναίκα μαζί με το παιδί για πέντε λίρες. Ο Χέτσαρντ ξυπνάει τα ξημερώματα της επόμενης μέρας και πανικόβλητος αλλά και μετανιωμένος για την πράξη του, ψάχνει την οικογένειά του. Μάταια όμως▪ δεν βρίσκει τίποτα και ορκίζεται να μη βάλει σταγόνα αλκοόλ στο στόμα του για τα επόμενα 21 χρόνια, απόφαση που θα την τηρήσει μέχρι το τέλος.

Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, ο Χέτσαρντ είναι δήμαρχος του Κάστερμπριτζ, την μικρή αγροτική πόλη, στην οποία κατέφυγε μετά την αποτρόπαια πράξη του. Δούλεψε σκληρά σαν αγρότης στα σιτηρά, αργότερα έγινε έμπορος σιτηρών με μεγάλη επιτυχία και τώρα πλέον θρέφει τους καρπούς της σκληρής του δουλειάς, ανεβαίνοντας στο υψηλότερο τοπικό αξίωμα. Ουδείς στον τόπο αυτόν, γνωρίζει το παρελθόν του, είναι ένας άνδρας σκληρός και μονόχνωτος, υπερήφανος και εγωκεντρικός που δείχνει ότι έχει μια σκιά στη ζωή του. Δεν πίνει, δεν έχει περίεργες συνήθειες, κοιτάζει τη δουλειά του και πλέον δεν αναζητάει την γυναίκα στην οποία φέρθηκε τόσο άσχημα. Έχει μια ερωτική σχέση με την Λουσέτα, μια ωραία γυναίκα που μένει στα νησιά Τζέρσεϊ, την οποία κρατάει μυστική ενώ σ’ εκείνη έχει υποσχεθεί γάμο.

Εκείνες τις μέρες όμως εμφανίζονται στην μικρή πόλη, οι άνθρωποι που θα του αλλάξουν τη ζωή για μια ακόμα φορά. Πρώτα, ένας νεαρός Σκωτσέζος, ο Ντόναλντ Φάρφρι που περαστικός από τα μέρη αυτά, ως ειδικός στα σιτηρά, δίνει μερικές πολύ χρήσιμες συμβουλές για την συντήρηση τους στον Χέντσαρντ, ο οποίος διαβλέποντας τις ικανότητές του, τού προσφέρει την θέση του διευθυντή και συνεργάτη του στην εταιρία του. Την ίδια μέρα φτάνουν στο Κάστερμπριτζ, η Σούζαν και η Ελίζαμπεθ-Τζέιν, η σύζυγος και η κόρη του Χέντσαρντ, που τον αναζητούσαν μετά την εξαφάνιση του ναυτικού, με τον οποίον η Σούζαν ζούσε όλα αυτά τα χρόνια ως αντρόγυνο. Ο ναυτικός έχει να δώσει σημεία ζωής κάποια χρόνια, θεωρείται νεκρός και η Σούζαν μην έχοντας στον ήλιο μοίρα, εμφανίζεται μπροστά στον εμβρόντητο Χέντσαρντ, ο οποίος την υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο, ξεπλένει αυτό που έκανε κάποτε. Η Ελίζαμπεθ-Τζέιν, στην οποία η μητέρα της δεν είχε μιλήσει ποτέ για τα παλιά, θεωρώντας ότι επισκέπτονται έναν γνωστό ή ίσως ακόμα και παλιό έρωτα της μητέρας της, δεν υποψιάζεται ότι ο επιτυχημένος οικονομικά και κοινωνικά αυτός άνθρωπος, ήταν υπεύθυνος για τη πορεία της ζωής της. Ο Χέντσαρντ θα παντρευτεί την Σούζαν ξανά, «επισημοποιώντας» την έλευσή της, και ξαφνιάζοντας την πόλη που δεν  είχαν δει ποτέ τον ισχυρότερο άνθρωπο του τόπου τους, με κάποια γυναίκα.

Καθώς περνάει ο καιρός, η συνεργασία Χέντσαρντ-Φάρφρι αρχίζει να χαλάει. Η στενομυαλιά και ο υπέρμετρος εγωισμός του Χέντσαρντ κυριαρχούν στη σχέση τους και οι ιδέες του Φάρφρι δεν βρίσκουν έδαφος. Ο πρώτος βλέποντας την άνοδο και την αποδοχή του νεαρού Σκωτσέζου από την τοπική κοινωνία, φέρεται άσχημα και δυστροπεί συνεχώς με ότι αυτός κάνει. Ο απρόσμενος θάνατος της Σούζαν έρχεται να τροποποιήσει τα δεδομένα, αφήνοντας τον Χέντσαρντ επισήμως πλέον χήρο να ζει μαζί με την Ελίζαμπεθ-Τζέιν, η οποία έχει ξεκινήσει ένα φλερτ με τον Φάρφρι. Ο Χέντσαρντ όμως δεν θέλει να βλέπει μπροστά του, τον συνεργάτη του και οι δρόμοι τους χωρίζουν, σηματοδοτώντας την πτώση του Δήμαρχου σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Ο Φάρφρι με έξυπνες ενέργειες και πιο σύγχρονες μεθόδους, κερδίζει όλο και περισσότερους πελάτες, είναι δημοφιλέστατος και κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στην γοητεία του. Η πτώση του Χέντσαρντ θα είναι ταχύτατη και σκληρή, καθώς εκείνες τις ημέρες καταφθάνει στο Κάστερμπριτζ και η παλαιά ερωμένη του, η Λουσέτα ενώ η Ελίζαμπεθ-Τζέιν, μη μπορώντας πλέον να ανεχθεί την συμπεριφορά του Χέντσαρντ φεύγει από το σπίτι αποφασισμένη να μείνει μόνη της. Η συνέχεια της ιστορίας θα είναι δραματική και γεμάτη ανατροπές.

«Ωστόσο, το πιθανότερο ήταν πώς η τύχη έπαιζε πολύ μικρό ρόλο. Ο Χαρακτήρας ορίζει τη Μοίρα, λέει ο Νοβάλις, κι ο χαρακτήρας του Φάρφρι ήταν εκ διαμέτρου αντίθετος με τον χαρακτήρα του Χέντσαρντ, στον οποίο θα μπορούσε να εύστοχα να αποδοθεί η περιγραφή του Φάουστ: ένας κατηφής, ορμητικός άνθρωπος που δεν είχε εγκαταλείψει μεν τη ζωή των χυδαίων, μα δεν διέθετε το φως εκείνο που θα του έδειχνε τον δρόμο της αρετής.»

Ο Χέντσαρντ, αυτός ο συγκλονιστικός μυθιστορηματικός χαρακτήρας κυριαρχεί στο μυθιστόρημα του Χάρντι. Ένας bigger than life λογοτεχνικός ήρωας, που ως πρωταγωνιστής μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας σηκώνει το βάρος της πράξης του μέχρι το τέλος. Όπως γράφει η μεταφράστρια Τόνια Κοβαλένκο στον πρόλογο του βιβλίου: «Ο αναγνώστης βιώνει κατευθείαν την αριστοτέλεια κάθαρση, καθώς ξυπνά μέσα του το δέος και το έλεος. Η βάναυση αυτή πράξη του Χέντσαρντ, του κεντρικού ήρωα, σε σχέση με την υπόλοιπη πλοκή είναι ανάλογη με την προδοσία της Κορντίλια στον Βασιλιά Λιρ και τον φόνο του Λαΐου στον Οιδίποδα Τύραννο. Οι αρνητικές δυνάμεις που αφυπνίζονται με αυτή την ύβρι, δεν θα ικανοποιηθούν παρά μονάχα με τον ξεπεσμό του παραβάτη – απαιτείται η πλήρης κατάρρευσή του ώστε να αποκατασταθεί η ηθική τάξη των πραγμάτων». Ο Χέντσαρντ ένας αντιφατικός και παρορμητικός άνθρωπος, ξεροκέφαλος και εγωιστής, ματαιόδοξος και ικανός για την μεγαλύτερη κακία και κουταμάρα, αλλά και με στιγμές μεγαλείου και καλοσύνης, προσπαθεί να είναι ή να γίνει ένας αξιότιμος και σεβαστός άνθρωπος, προσπαθεί σκληρά αλλά πάντα είναι ο εαυτός του, που αποδεικνύεται ο χειρότερός του αντίπαλος, ενώ έχει και ένα εγγενές ταλέντο να δημιουργεί εχθρούς, οι οποίοι συνήθως τον εκδικούνται.

Η μοιραία πράξη, η άνοδος, η ύβρις, η πτώση, ο εξευτελισμός, ο θάνατος. Όλα περνάνε μέσα από την σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Χέντσαρντ, αλλά το βιβλίο είναι πολλά περισσότερα από αυτό. Είναι οι εκπληκτικοί και στέρεα ψυχογραφημένοι γυναικείοι χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Μπορεί κανείς να αφιερώσει κεφάλαια, στην Σούζαν και την Λουσέτα αλλά και κυρίως στην Ελίζαμπεθ-Τζέιν, που προβάλλει ως η νέα γυναίκα του 19ου αιώνα, που είναι έτοιμη να κάνει την επανάστασή της, να πατήσει στα πόδια της, απαιτώντας καλύτερες και πιο αξιοπρεπείς συμπεριφορές, με μια προσωπικότητα που διαμορφώνεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, σαν ηρωίδα ενός «μυθιστορήματος ενηλικίωσης».


Ο Χάρντι, συγγραφέας ολκής, μπορεί να δημιουργεί έξοχες ιστορίες αλλά δεν στέκεται, δεν τον παρασύρει η πλοκή τους, ασχολείται ενδελεχώς και με το κοινωνικό πλαίσιο. Η (φανταστική) πόλη του Κάστερμπριτζ περιγράφεται με συνέπεια και μεγάλη λεπτομέρεια με τις κοινωνικές διαφορές της, τους νεόπλουτους και τους παρίες, τους εργάτες και τους επιχειρηματίες, τους λούμπεν μέθυσους που θα φέρουν τα πάνω-κάτω προς το τέλος του βιβλίου. Η διαμάχη Χέντσαρντ-Φρέφρι δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η αντίθεση ανάμεσα στις παλιές και στις νέες μεθόδους, στην παλιά αγροτική κοινωνία και στον εκσυγχρονισμό και τις αρχές της βιομηχανοποίησης που φέρνει ο νεαρός και υπέρμετρα φιλόδοξος Σκωτσέζος στο απομονωμένο και ειδυλλιακό Κάστερμπριτζ.

Σε όλα τα μυθιστορήματα του Χάρντι (από τα καλύτερα του, όπως «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος», «Τζουντ ο αφανής», «Η Τες των Ντ’Αρμπανβίλ» μέχρι τα πιο αδύναμά του), κανείς δεν βγαίνει αλώβητος και χωρίς πληγές, ενώ η αποκάλυψη των μυστικών και των ψεμάτων, έχει πάντοτε συνέπειες. Στον «Δήμαρχο του Κάστερμπριτζ» μπορεί τα παιχνίδια της τύχης (ή της μοίρας) να είναι πολλά και τα απίθανα πολλές φορές να συμβαίνουν, αλλά ας μη λησμονούμε ότι ο Χάρντι θεωρείται ο πατέρας των ανατροπών (ο σύγχρονος όρος «cliffhanger» στην πλοκή είναι δικός του) και η φλυαρία όπως και οι πολλοί χαρακτήρες που μπαινοβγαίνουν στην πλοκή «συγχωρούνται» από την αναγνωστική απόλαυση που σου προσφέρει, το έξοχο λογοτεχνικό του ύφος που σε μαγνητίζει και η σύγχρονη ματιά του πάνω σε γεγονότα και καταστάσεις που εκπλήσσει και κάνει το βιβλίο να διαβάζεται αβίαστα, αντέχοντας στον χρόνο.

Υπέροχο μυθιστόρημα και πολύ χορταστικό αναγνωστικά, ο «Δήμαρχος του Κάστερμπριτζ», που έχει μεταφερθεί πολλές φορές στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο (από βουβή ταινία του 1921, έως δράμα του Μπόλιγουντ) αλλά και ως όπερα στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Αξέχαστη θα μου μείνει η τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου, το 1978 από το BBC (που είχα παρακολουθήσει στα νιάτα μου), με πρωταγωνιστή τον ιδανικό σε αυτούς τους ρόλους, Alan Bates.
Το βιβλίο ευτύχησε να εκδοθεί στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Gutenberg στην πολύτιμη σειρά Orbis Literae (που μας τροφοδοτεί με αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας), εμπλουτισμένο με δύο εισαγωγές και ένα επίμετρο, καθώς και με ημερολογιακές καταγραφές του συγγραφέα, πάνω απ’ όλα όμως τα συγχαρητήρια ανήκουν στην εξαίρετη μεταφράστρια Τόνια Κοβαλένκο που απέδωσε αξιοζήλευτα αυτό το εκπληκτικό κείμενο στη γλώσσα μας.

Βαθμολογία 86 / 100



 
Παρασκευή, Απριλίου 03, 2020
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 03, 2020 | Permalink
We're caught in a trap ("Η ιστορία ενός γάμου")

Όταν προσπαθεί ένας δημιουργός στη λογοτεχνία, το θέατρο, ή το σινεμά να περιγράψει τις συζυγικές σχέσεις, η σκιά της αριστουργηματικής ταινίας του μεγάλου Σουηδού σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν «Σκηνές από ένα γάμο» πέφτει βαριά. Η ταινία «δωματίου» του 1973 (που πρώτα προβλήθηκε ως τηλεοπτική σειρά και αργότερα με το κατάλληλο μοντάζ έγινε κινηματογραφική ταινία), που περιγράφει την ιστορία δύο επιτυχημένων και αγαπημένων ανθρώπων, οι οποίοι οδηγούνται στο διαζύγιο μετά από εικοσαετή ανέφελη σχέση, θεωρείται (και είναι) ένα αξεπέραστο έργο, μια τομή στην αποτύπωση των ανθρώπινων σχέσεων. Βέβαια ο Μπέργκμαν δεν βρήκε παρθένο έδαφος, «πάτησε πάνω» στα θεατρικά έργα του Αυγούστου Στρίνμπεργκ, ο οποίος στο τέλος του 19ου αιώνα, περιέγραψε με βασανιστικές λεπτομέρειες (με έντονο μισογυνισμό βέβαια) τις σχέσεις των δύο φύλων στα εκπληκτικά θεατρικά του έργα. Οι ανθρώπινες σχέσεις γενικώς συγκινούν και προβληματίζουν, ας μη ξεχνάμε ότι, μέσα στο 2019, είχαμε την επιτυχία της ταινίας «Ιστορία Γάμου», όπου ο πολύ καλός σκηνοθέτης Νόα Μπόμπακ (εμφανώς επηρεασμένος από τον Μπέργκμαν αλλά και τον Γούντι Άλλεν), περιγράφει την διάλυση της σχέσης δύο ανθρώπων του θεάματος με ωραίο στυλ και εξαιρετικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του.

Από τον Μπέργκμαν στον Μπόμπακ, ο δρόμος είναι μακρύς και ενδιάμεσα έχουν γίνει πολλές ταινίες, έχουν γραφτεί πολλά βιβλία γύρω από μια σχέση, ένα γάμο, τα περισσότερα υπακούουν στα στερεότυπα – ο άνδρας, η γυναίκα, οι διακριτοί ρόλοι μέσα στη σχέση κλπ. Ο Νορβηγός συγγραφέας και εκδότης Geir Gulliksen (Kongsberg, 1963), επιλέγει έναν διαφορετικό τρόπο να αφηγηθεί την ιστορία μιας συζυγικής σχέσης, στο διεισδυτικό και καίριο μυθιστόρημά του «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΓΑΜΟΥ» («Historien om et ekteskap») – (εκδ. Ποταμός, μετάφρ. Σ. Σουλιώτης, σελ. 219), περιγράφοντας την πορεία μιας σχέσης, ενός μοντέρνου και αντισυμβατικού ζευγαριού αστών, στη σύγχρονη Νορβηγία του 21ου αιώνα. Ο άνδρας είναι ο αφηγητής της ιστορίας ενός γάμου ευτυχισμένου που ξαφνικά (;) διαλύεται, χωρίς να το καταλάβουν καλά-καλά οι άμεσα εμπλεκόμενοι.


«Με κοίταζε με στοργή γεμάτη οικειότητα, μια οικειότητα τρομακτική. Όχι: για μένα δεν ήταν τόσο τρομακτική, ούτε για εκείνη ήταν, όχι τότε πάντως. Μόνο αργότερα άρχισε να βλέπει αυτήν τη στοργή που ανταλλάσσαμε, σαν ακριβώς αυτό: κάτι που ανταλλάσσαμε μεταξύ μας, πληρώναμε ο ένας τον άλλο για την εγγύτητά του.
Εκεί ήταν αυτός, σ' εκείνους τους χώρους, εκείνος που ήταν άντρας της, που την ακολουθούσε με το βλέμμα όταν εκείνη διέσχιζε τον χώρο. Τώρα εκείνη δεν θυμάται πια το πρόσωπό μου, δεν μπορεί να το φέρει στο νου της, εκτός από όταν συναντιόμαστε τυχαία. Δεν θυμάται πως την ακολουθούσε το πρόσωπό μου, πόσο δοτικός ή ανοιχτός ήμουν. Ξέρει ότι μάλλον έτσι θα ήταν, ότι την κοίταζα, καλοδιάθετα, με ανοιχτή καρδιά, θαυμασμό, έρωτα. Δεν θυμάται όμως πως ήταν να ζει κάτω από αυτό το βλέμμα αυτό το πρόσωπο.»

Από την αρχή της νουβέλας του Γκούλικσεν, γνωρίζουμε την κατάληξη της ιστορίας. Η Τίμι θα χωρίσει με τον Γιον. Ένα ζευγάρι που έζησε έναν θυελλώδη έρωτα και είχε έναν ζηλευτό και αντισυμβατικό γάμο με δύο παιδιά θα οδηγηθεί στην διάλυση της σχέσης τους. Η σχέση περιγράφεται μέσα από την ματιά του Γιον, ενός δημοσιογράφου και συγγραφέα παιδικών βιβλίων, που επιλέγει να δουλεύει από το σπίτι και να είναι αυτός που θα αναλάβει το νοικοκυριό, την φροντίδα των παιδιών, τα ψώνια, το μαγείρεμα. Η Τίμι είναι μια επιτυχημένη και πολύ οργανωτική γιατρός που λείπει αρκετές ώρες, την απασχολεί πολύ η δουλειά της και η καθημερινή της άσκηση. Η συμβίωση δείχνει (και ίσως είναι) αρμονική, υπάρχει μια μεγάλη ερωτική και σεξουαλική έλξη μεταξύ τους, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, η συμφωνία τους για ένα γάμο χωρίς συμβάσεις, μακριά από τα καθιερωμένα και βαρετά φαίνεται να λειτουργεί.

Ο Γιον θα χωρίσει εν μια νυκτί (κυριολεκτικά) από την προηγούμενη σύζυγό του, με την οποία είχε μια κόρη. Θα της ανακοινώσει ότι ερωτεύτηκε μια άλλη, θα πάρει τα πράγματά του και θα φύγει από το σπίτι, αφήνοντάς την εμβρόντητη. Είκοσι χρόνια αργότερα, και χωρίς να το περιμένει, θα μείνει αυτός ξεκρέμαστος και διαλυμένος - με την προφητεία της πρώην να υλοποιείται. Η Τίμι. όταν γνωρίζει τον Γιον, είναι μια νεαρή κοπέλα 25 ετών▪ πλέον είναι μια συγκροτημένη και ώριμη γυναίκα που βαδίζει με σίγουρα βήματα προς την επαγγελματική επιτυχία. Δεν έχουμε δηλαδή σε αυτή τη σχέση, τους «παραδοσιακούς» και στερεοτυπικούς ρόλους ενός ζευγαριού, η δε συμφωνία τους για έναν «ανοιχτό γάμο», όπου ο καθένας μπορεί να βγαίνει με όποιους θέλει μοιάζει να μην αποτελεί πρόβλημα. Ο Γιον φαντασιώνεται την σύντροφό του να κάνει έρωτα με άλλους άνδρες, προτρέπει την Τίμι να του περιγράψει πως την φλερτάρουν, τι της λένε οι άλλοι  – συνάδελφοι, φίλοι – με τους οποίους συναναστρέφεται. Όταν όμως τα πράγματα σοβαρεύουν εκείνος δεν μπορεί να το ανεχθεί, αποδεικνύοντας πως η μάχη για «εξουσία» σε μια σχέση, μπορεί να καλύπτεται όμορφα και «πολιτισμένα», αλλά όταν τα πράγματα δυσκολέψουν, ο έλεγχος πιθανότατα θα χαθεί.

«Της μιλούσα σαν να με είχε απατήσει, πράγμα που φυσικά δεν συνέβαινε. Με άκουγε να γελάω κοροϊδευτικά με αυτήν τη λέξη - απάτησε ή δεν απάτησε, ήταν, θαρρείς, κατώτερο του επιπέδου μας να χρησιμοποιούμε τέτοιες λέξεις. Της είπα ότι μπορεί να κάνει έρωτα και μ' εκείνον και με όποιον άλλον ήθελε, όσο δεν έγραφε κανονικά εμάς. Δεν ήθελα να πάψω να χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση τώρα που την βρήκα. Ένιωθα ότι με έγραφε, με άφηνε στην απέξω, αυτά με άκουγε να λέω. Αυτή η φράση αντιπροσώπευε όλα όσα είχαν αρχίσει να με στενοχωρούν. Μια άλλη φορά της εξήγησα ότι, αν τα έφτιαχνε μ' εκείνον, θα προλάβαινε να ζήσει πιο πολύ καιρό μ' αυτόν παρά μ' εμένα. Συνέχεια, ξανά και ξανά της διατύπωνα όσα φοβόμουν, έφερνα στο προσκήνιο όσα δεν ήθελα να συμβούν. Εκείνη φανταζόταν το πρόσωπό μου σφιγμένο, θυμωμένο και πληγωμένο. Εγώ στεκόμουν και άδειαζα το πλυντήριο πιάτων ενώ μιλούσα, έκλεινα με πάταγο τα ντουλάπια. Αμέσως μετά της είπα ότι ήταν ελεύθερη να κάνει ό,τι ήθελε με όποιον ήθελε. Όσο ήταν η σύντροφός μου, μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε με όποιον ήθλε, αυτό της είπα. Στεκόμουν μπροστά της, αλλά ήμουν κατακόκκινος, με μάτια θολά και έκφραση τρελού και φανατισμένου οπαδού. Κι εκείνη ήθελε απλώς να την αφήσω στην ησυχία της.»


Ο χωρισμός, η διάλυση μιας σχέσης ακόμα και της πιο αρμονικής. Πόσο κοινότοπο και «μπανάλ», αλλά και πόσο ακαταμάχητο και ελκυστικό! Από τους νταλκάδες των λαϊκών (και ελαφρολαϊκών) και ποπ τραγουδιών (καριέρες έχουν χτιστεί πάνω στο κλάμα του χωρισμού) μέχρι τις πιο «ποιοτικές» και διανοουμενίστικες απόπειρες, η ουσία είναι μία όπως θα έλεγε κι ο δυστυχής Γιον. Τα πράγματα ισορροπούν μεταξύ (grande) τραγωδίας και υστερικής κωμωδίας, ανάλογα με τον τύπο του καθενός, τα έχει τραγουδήσει ο βάρδος: «Γέλα κυρία μου, γέλα μαζί μου», τίποτε άλλο. Κι αν τα γεγονότα τα διαβάζουμε από την πλευρά ενός (αξιόπιστου ή μη δεν έχει σημασία) αφηγητή, ο οποίος προσπαθεί να κατανοήσει τη δυναμική της σχέσης, του τι οδήγησε τα πράγματα σε αυτό το σημείο, είναι μια σημαντική μεν, αλλά μικρή λεπτομέρεια.

Ο Γκούλικσεν (συνεργάτης και εκδότης του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ με ότι αυτό συνεπάγεται), με αυτή την χαρακτηριστική άνεση των Σκανδιναβών να αναλύουν τα εσώψυχά τους, ψυχαναλύεται θέτοντας διαρκώς ερωτήματα χωρίς να δίνει απαντήσεις. Μπορούν να μπουν όρια σε μια σχέση; Τι σημαίνει «μοντέρνος γάμος» και μια «ανοιχτή σχέση» περιλαμβάνει ότι ο άλλος μπορεί να ανεχθεί τα πάντα; Τι σημαίνει «ελευθερία» σε μια δέσμευση; Μήπως δεν είμαστε τόσο ανεκτικοί και τόσο χαλαροί όσο νομίζουμε; Μπορούμε να δεχτούμε ότι ο σύντροφός μας αλλάζει (όπως κι εμείς άλλωστε) κατά τη διάρκεια μιας μακρόχρονης σχέσης; Ερωτήματα συνεχή που τίθενται διαρκώς μέσα στην αφήγηση, πολλά από αυτά επαναλαμβανόμενα με διαφορετικά λόγια κάθε φορά.

«Were caught in a trap» όπως τραγουδάει ο Presley στον ύμνο «Suspicious minds», και όπως γίνεται με αυτές τις ιστορίες, το θέμα τους σε «πλακώνει» και σε στενοχωρεί απ’ όποια πλευρά και να το βλέπεις. Η αμεσότητα της γλώσσας και του ύφους του Γκούλικσεν, δεν αφήνει ασυγκίνητο τον αναγνώστη, ανεξάρτητα με τις εμπειρίες ζωής του. Σε αυτό το ευφυέστατο και ευανάγνωστο, ωραίο αλλά και  «δυσάρεστο» μυθιστόρημα, ο συγγραφέας, βάζει βαθιά το δάχτυλο στην πληγή και το στρίβει διαρκώς, αφήνοντας τον αναγνώστη στο τέλος, με μια αίσθηση πικρίας και ματαιότητας. Ο συγγραφέας κατηγορήθηκε από την πρώην σύζυγό του, ότι περιέγραψε (με λεπτομέρειες και μονομερώς) την διάλυση της σχέσης τους, εκείνη μάλιστα εξέδωσε και βιβλίο ως απάντηση, εκείνος το αρνείται κατηγορηματικά…

Βαθμολογία 81 / 100