Τρίτη, Αυγούστου 27, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Αυγούστου 27, 2013 | Permalink
"Σε μισώ γιατί δεν είσαι σαν κι εμένα..."


Μοιάζει με θρίλερ κατασκόπων το οποίο θα σε παρασύρει σε μια μακρόσυρτη υπνωτιστική πλοκή, ξεχνώντας πως στην ουσία διαβάζεις ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο με τη μορφή μυθιστορήματος. Αυτή είναι η αίσθηση που αποκομίζεις διατρέχοντας τις σελίδες του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου του (αμφιλεγόμενου αλλά έξοχου στυλίστα) Ινδού συγγραφέα Salman Rushdie (Βομβάη,1947), με τίτλο «ΤΖΟΖΕΦ ΑΝΤΟΝ» («JOSEPH ANTON»), (Εκδ. Ψυχογιός, μετάφρ. Χρ.Καψάλης & Ε.Συλογίδου, σελ.561).


Χρησιμοποιώντας τριτοπρόσωπο αφηγηματικό στυλ, ο Ρούσντι περιγράφει μετά τις πρώτες 100 και κάτι σελίδες, την περιπέτειά του που κράτησε πάνω-κάτω μια δεκαετία. Μια δεκαετία πλήρους παραλογισμού, που δημιουργήθηκε από την «καταδίκη» του σε θάνατο («φετφάς») από τον Ιρανό ηγέτη, Αγιατολάχ Χομεϊνί, εξαιτίας του μυθιστορήματός του, με τίτλο «Οι Σατανικοί στίχοι»

Ήταν η ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, και είναι το 1989. Ο Ρούσντι έχει γνωρίσει την καταξίωση και την αναγνώριση μετά το πολυβραβευμένο (αριστουργηματικό) μυθιστόρημα του, «Ταπαιδιά του μεσονυκτίου», έχει γράψει το πολύ καλό «Όνειδος», αισθάνεται σίγουρος πλέον για την συγγραφική του πορεία μετά από χρόνια ανασφάλειας και απορρίψεων. Του παίρνει γύρω στα 4 χρόνια να γράψει αυτό που θεωρούσε ότι θα ήταν το «magnum opus» του, το «μεγάλο» του μυθιστόρημα, ένα βιβλίο γύρω από την δημιουργία του Ισλάμ, όπου παρουσιάζει τον Προφήτη ως άνθρωπο με αδυναμίες και ελαττώματα και όχι ως Θεϊκή μορφή – ήταν ένα βιβλίο γραμμένο από τη μεριά ενός άθεου, μια μυθοπλασία. Αρκούσε όμως αυτό για να ανοίξει ο «ασκός του Αιόλου» και να παρασύρει στο διάβα του ότι βρισκόταν μπροστά του. Τόσο παράλογο που γίνεται γκροτέσκο, τόσο παρανοϊκό που λογικά θα έπρεπε να προκαλεί γέλια αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένας κυριολεκτικός εφιάλτης.

«Ενημερώνω τον υπερήφανο μουσουλμανικό λαό όλου του κόσμου ότι ο συγγραφέας του βιβλίου των Σατανικών Στίχων, το οποίο είναι εναντίον του Ισλάμ, του Προφήτη και του Κορανίου, καθώς και όσοι συμμετείχαν στην έκδοσή του και γνωρίζουν το περιεχόμενό του, καταδικάζονται σε θάνατο. Ζητώ απ’όλους τους μουσουλμάνους να τους εκτελέσουν όπου τους βρούν.»… «Δεν ήταν μια καταδίκη που εξέδωσε κάποιο αναγνωρισμένο από τον ίδιο δικαστήριο, ή έστω από κάποιο δικαστήριο που είχε οποιαδήποτε δικαιοδοσία επάνω του. Ήταν το διάταγμα που έβγαλε ένας άκαρδος και ετοιμοθάνατος ηλικιωμένος άντρας. Ταυτόχρονο όμως, ήξερε πολύ καλά πως οι παλιές του συνήθειες ήταν πια άχρηστες. Τώρα ήταν ένας νέος άνθρωπος. Ήταν ο άνθρωπος που βρισκόταν στο μάτι της καταιγίδας· δεν ήταν πια ο Σαλμάν που γνώριζαν οι φίλοι του αλλά ο Ρούσντι, συγγραφέας Σατανικών Στίχων – ένας τίτλος έμμεσα αλλοιωμένος από την παράληψή του αρχικού άρθρου. Οι Σατανικοί Στίχοι ήταν ένα μυθιστόρημα. Μα πλέον γινόταν λόγος για «σατανικούς στίχους», κι εκείνος ήταν ο σατανικός συγγραφέας τους, ο «Σατανάς Ρούσντι», το κερασφόρο πλάσμα που εμφανιζόταν στα πλακάτ των διαδηλωτών στους δρόμους κάποιας μακρινής πόλης, ένας κρεμασμένος άντρας με κόκκινη γλώσσα που προεξείχε στα άτεχνα σκίτσα που κράδαιναν. Κρεμάστε τον Σατανά Ρούσντι! Πόσο εύκολο ήταν να διαγραφεί το παρελθόν ενός ανθρώπου και να κατασκευαστεί μια νέα εκδοχή του, μια κυρίαρχη εκδοχή, απέναντι στην οποία κάθε αντίσταση φάνταζε αδύνατη.»

Οι αρχές ασφαλείας της Μ.Βρετανίας κινητοποιούνται, οι απειλές είναι συνεχείς. Η ζωή του Ρούσντι αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Θα πρέπει να χρησιμοποιεί άλλο ονοματεπώνυμο στις συναλλαγές του με τις τράπεζες και τους οργανισμούς. Επιλέγει το πρώτο όνομα του Κόνραντ (Τζόζεφ) και το πρώτο όνομα του Τσέχοφ (Άντον), δύο λογοτεχνικών γιγάντων, ειδώλων του. Ζει ως φάντασμα, περιπλανιέται από κρησφύγετο σε κρησφύγετο, ζει σαν απόκληρος, σαν φυγάς. Δεν μπορεί να δεί τον γιό του και ακόμα και οι απλούστερες κινήσεις απαγορεύονται – το να ανοίξεις ένα παράθυρο, ένας κινηματογράφος, μια εκδρομή, ακόμα και μια βόλτα στον κήπο σου. Η γυναίκα του δεν αντέχει, θα γυρίσει στις Η.Π.Α. και θα προσπαθήσει να χτίσει την συγγραφική της καρριέρα λοιδορώντας τον, θα γνωρίσει την Ελίζαμπεθ μια νεαρή επιμελήτρια, θα ερωτευθούν και παρά τις δυσκολίες θα ζήσουν μαζί. Τα μέτρα επιφυλακής κάποια στιγμή χαλαρώνουν αλλά όχι πολύ, θα αρχίσει να επισκέπτεται άλλες χώρες, σε κάποιες από αυτές θα αναπνεύσει λίγο πιο ελεύθερα (όπως στις προ 11/9 ΗΠΑ), σε άλλες θα νιώσει τον παραλογισμό των μέτρων ασφαλείας, όπως στη Γαλλία.


Ο περιορισμός είτε εν οίκω, είτε γενικότερα θα κρατήσει γύρω στα 10 χρόνια, ο φετφάς τυπικά 13. Ο Ρούσντι ήταν 42 χρονών όταν άλλαξε η ζωή του. Στο βιβλίο περιγράφεται με πολλή λεπτομέρεια η καθημερινότητά του ως «διωκόμενου», οι σχέσεις του με τους αστυνομικούς που τον φυλάνε, οι συνθήκες ζωής του, ο συνεχής φόβος μπροστά στον άλλοτε ορατό και άλλοτε αόρατο κίνδυνο, το πείσμα του και η πίστη του ότι θα τα καταφέρει να βγεί νικητής από αυτήν την ιστορία, όπως και για την δημιουργία των επόμενων έργων του και την προσπάθειά του να εκδοθούν χωρίς προβλήματα.
  
Διαβάζουμε για τους συναδέλφους του που στάθηκαν δίπλα του από την αρχή μέχρι το τέλος, τον Χίτσενς, τον Έιμις, τον ΜακΓιούαν, την Σόνταγκ, τον Πίντερ. Αλλά και γι’αυτούς που τον κόντραραν από την αρχή, όπως τον Λε Καρρέ και την πλειονότητα του βρετανικού Τύπου, από τις σοβαρές Independent και Guardian μέχρι τις λαϊκές φυλλάδες. Ακόμα και τις μέρες που βίωνε τον έρωτά του για την στωική και πανέμορφη Ελίζαμπεθ, υπήρχαν δημοσιεύματα ή ειδήσεις να τον κάνουν να εξοργίζεται και να τρέμει, ενώ παρακολουθούσε ανήμπορος την πρώτη του σύζυγο να αρρωσταίνει από καρκίνο, αλλά και τις επιπτώσεις που είχαν όλα αυτά πάνω στον (δεκάχρονο κατά την έναρξη των προβλημάτων) γιό του Ζαφάρ.


«Καμίας γυναίκας η αγάπη δεν μπορούσε εύκολα να καταπραϋνει τον πόνο από τόσα «μαύρα βέλη». Πιθανότατα εκείνη τη στιγμή σε ολόκληρο τον κόσμο δεν υπήρχε αρκετή αγάπη για να επουλώσει τις πληγές του. Το νέο του βιβλίο είχε κυκλοφορήσει και την ίδια ημέρα η βρετανική κυβέρνηση είχε ανοίξει πάλι παρτίδες με τους επίδοξους δολοφόνους του. Στα ένθετα για το βιβλίο δεχόταν επαίνους και στις σελίδες των ειδήσεων αντιμετωπιζόταν σαν κακούργος. Τη νύχτα άκουγε: Σ’αγαπώ, όμως οι ημέρες ωρύονταν: Ψόφα

Ο Ρούσντι επιλέγει να δει αποστασιοποιημένα τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί την τριτοπρόσωπη αφήγηση, σαν να παρακολουθούμε ένα ντοκιμαντέρ και να ακούμε τη φωνή ενός αφηγητή. Βεβαίως όλα τα γεγονότα παρουσιάζονται τελείως υποκειμενικά, υπό το πρίσμα ενός ανθρώπου που δεν μπορούσε κάτω από αυτές τις συνθήκες να έχει στη διάθεση του μια σφαιρικότερη άποψη – στο κάτω-κάτω αφορούσε τη ζωή του. Διαβάζουμε για τις κοινωνικές αντιδράσεις που προκαλούσαν τα τεράστια έξοδα φύλαξής του επί τόσα χρόνια, για την αντιπάθεια που προκαλούσε ως χαρακτήρας ή για την πολλές φορές προβληματική του συμπεριφορά κυρίως στις συντρόφους του, αλλά όλα αυτά είναι φιλτραρισμένα και με στενό ορίζοντα – όχι ότι οι αντιδράσεις ήταν δικαιολογημένες, πολλές φορές δείχνουν παντελώς ανόητες, αλλά αυτό δεν αναιρεί τις ενστάσεις που μπορεί να έχει ο αναγνώστης.

Προσωπικά απόλαυσα το ακατάσχετο name-dropping του βιβλίου, τους αναρίθμητους συγγραφείς, πολιτικούς, εκδότες, ηθοποιούς, μοντέλα, tv περσόνες που παρελαύνουν από τις σελίδες του. Ο Ρούσντι, εξαιρετικός στυλίστας και ικανότατος συγγραφέας περιγράφει με πολύ χιούμορ, τις συναντήσεις του με την Θάτσερ, τον Μέιτζορ, τον Κλίντον, τον Μπλερ, τις συζητήσεις με συναδέλφους συγγραφείς, τις αντιδράσεις από απλούς ανθρώπους που ξαφνικά τον έβλεπαν μπροστά τους, την δημιουργία των επόμενων βιβλίων του, την στήριξη που του παρείχε ο Μπόνο με τους U2 που οδήγησε στη δημιουργία του «Ο κόσμος κάτω από τα πόδια της», ενώ είναι ξεκαρδιστικές οι σκηνές όπως αυτή με το φιλί στο στόμα που του έδωσε ο Χιού Γκραντ, το (τελείως αποτυχημένο) «προξενιό» που του κανόνισαν με την Μεγκ Ράιαν, ή η αμηχανία που προκαλούσε στους διάφορους σελέμπριτις του Λ.Α., όταν εμφανιζόταν με την εκπάγλου καλλονής Πάντμα για την οποία χώρισε την Ελίζαμπεθ και το μετάνιωσε πικρά.

Το βιβλίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και αξιοθαύμαστη δομή έτσι ώστε παρά τον όγκο του (που αρκετές φορές κουράζει), να διαβάζεται σαν θρίλερ, σαν μια ιστορία καταδίωξης και εγκλεισμού. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πρώτες 100 σελίδες του όταν ο συγγραφέας εξιστορεί τα παιδικά του χρόνια στην Ινδία, τα χρόνια του σχολείου στην Αγγλία, τις ξένοιαστες ημέρες που δούλευε ως διαφημιστής. Είναι όμως πάνω απ’όλα ένα βιβλίο επίκαιρο και αιχμηρό που τονίζει (και υπενθυμίζει) τον κίνδυνο του φανατισμού, την αδιαπραγμάτευτη αξία της ελευθερίας (κυρίως στη σκέψη), που μας προκαλεί να σκεφτούμε για τα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, για τον ρόλο της λογοτεχνίας ανά τους αιώνες, για τον παραλογισμό των πολιτικών αποφάσεων, για τα επικίνδυνα παιχνίδια επί χάρτου που κάποιοι παίζουν στις πλάτες μας.

 
 
Κυριακή, Αυγούστου 18, 2013
posted by Librofilo at Κυριακή, Αυγούστου 18, 2013 | Permalink
Armadale


Εάν ψάξουμε να βρούμε τον κυριότερο λόγο ύπαρξης ενός μυθιστορήματος σαν το «ΑΡΜΑΝΤΕΪΛ» («ARMADALE») του τεράστιου συγγραφέα Wilkie Collins (Αγγλία,1824-1889), (Εκδόσεις Gutenberg, (εξαιρετική) μετάφρ. Σ.Παπαϊωάννου, σελ.1214), είναι για να χρησιμεύει ως παράδειγμα του πόσο συναρπαστική μπορεί να είναι η Βικτωριανή λογοτεχνία (την οποία ο περισσότερος κόσμος θεωρεί βαρετή), και πως ένας συγγραφέας καταφέρνει να καθηλώσει τον αναγνώστη για πάνω από 1000 σελίδες (είναι το ογκωδέστερο βιβλίο που έγραψε ο Γ.Κολινς), με μία πλοκή που δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από το πλέον ευφάνταστο σύγχρονο θρίλερ. Αυτά όμως είναι για το «επικοινωνιακό» κομμάτι που αφορά αυτό το τόσο σημαντικό μυθιστόρημα, ή για το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης,  διότι ουσιαστικά έχουμε μπροστά μας ένα ολοζώντανο αριστουργηματικό κείμενο, το οποίο περικλείει στις σελίδες του, ένα έντονο κοινωνικοφιλοσοφικό υπόβαθρο, μια ανατομία της εποχής, μια ψυχογραφία ολκής.


22 χρόνια πριν τη δημοσίευση της (ανυπέρβλητης κατά τ’άλλα) νουβέλας του Ρ.Λ.Στήβενσον «Δρ Τζέκυλ και Κος Χάιντ» και καμιά σαρανταριά χρόνια πριν την διατύπωση της «Θεωρίας του ασυνείδητου» από τον Σ.Φρόιντ, εμφανίζεται ο Κόλλινς με τον «Αρμαντέιλ». Ο διχασμός της ανθρώπινης φύσης, η φανερή και η κρυφή μας πλευρά είναι τα «κλειδιά» στην συγκλονιστική ιστορία που περιγράφει ο συγγραφέας και που τόσο μπέρδεψε και αναστάτωσε τους κριτικούς της εποχής που ήταν συνηθισμένοι σε πιο straight forward καταστάσεις, σε καθαρούς διαχωρισμούς «καλού» και «κακού» στις ιστορίες, στην «ηθική» καταδίκη των ενόχων, στις «Χριστιανικές αξίες» και στα ατελείωτα «παντρολογήματα». Στο «Αρμαντέιλ» έχουμε μια απίστευτη ηρωίδα που δολοπλοκεί συνεχώς και με αχαλίνωτη φαντασία και ευρηματικότητα, πανέμορφη και πανέξυπνη που αιχμαλωτίζει ακόμα και τον πιο αδιάφορο αναγνώστη, χαρακτήρες που κάποιοι από αυτούς ισορροπούν μεταξύ καλού και κακού, βαθιά ανθρώπινους, με τις αδυναμίες τους και τα παραστρατήματά τους.

Ένα μυστικό θαμμένο για χρόνια. Ένα φονικό που διεπράχθη στη θάλασσα σκιάζει τις ζωές δύο νέων που έχουν το ίδιο όνομα. Ο Άλαν Αρμαντέιλ 20άρης, ξέγνιαστος, αρκετά αφελής και πάντα χαρωπός, ζει με την μητέρα του Τζέιν Μπλάνκχαρτ-Αρμαντέιλ, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Αγγλίας μια ήσυχη ζωή. Ασχολείται με το ιστιοπλοϊκό του, κάνει παρέα με τον τοπικό εφημέριο. Δεν έχει ιδέα για τις συνθήκες θανάτου του πατέρα του, δεκαεννέα χρόνια πριν σε ένα μοιραίο ναυάγιο από τον ξάδερφό του που έφερε το ίδιο όνομα μ’αυτόν. Ούτε γνωρίζει ότι ο πατέρας του είχε οικειοποιηθεί ένα όνομα που του είχε αφαιρεθεί καθώς είχε αποκληρωθεί από τον δικό του πατέρα. Ο δε ξάδερφός του κληρονόμος του ονόματος Άλαν Αρμαντέιλ τον είχε σκοτώσει γιατί είχε αποσπάσει με δόλο την αγάπη της δεσποινίδος Μπλάνκχαρτ και μετανοημένος σε μια επιστολή-διαθήκη είχε εκμυστηρευτεί τα πάντα στον σχεδόν νεογέννητο γιό του, Άλαν Αρμαντέιλ κι αυτόν, λίγο προτού πεθάνει.

Η επιστολή καθιστούσε σαφές στον αθώο γιό του, ότι δεν πρέπει να έρθει σε επαφή με τον ξάδερφό του με το ίδιο όνομα. «Απόφυγε τη χήρα του ανθρώπου που σκότωσα· αν η χήρα ζεί ακόμα. Απόφυγε την καμαριέρα, της οποίας το άνομο χέρι διευκόλυνε το δρόμο για τον γάμο· αν η καμαριέρα είναι ακόμα στην υπηρεσία της. Και πάνω απ’όλα, απόφυγε τον άνθρωπο που έχει το ίδιο όνομα μ’εσένα. Δυσαρέστησε τον μεγαλύτερο ευεργέτη σου, αν η επιρροή του ευεργέτη εκείνου σας φέρει σε επαφή τον έναν με τον άλλον. Άφησε τη γυναίκα που σ’αγαπά, αν η γυναίκα εκείνη είναι σύνδεσμος ανάμεσα σ’εσένα και σ’εκείνον. Κρύψου απ’αυτόν χρησιμοποιώντας πλαστό όνομα. Βάλε βουνά και θάλασσες ανάμεσά σας· προτίμησε να φανείς αγνώμων, να φανείς ανελέητος, να φανείς ό,τι πιο αταίριαστο με την ευγενική σου φύση, προτιμότερο παρά να ζήσεις κάτω από την ίδια στέγη και ν’ανασάνεις τον ίδιο αέρα μ’εκείνον τον άνθρωπο. Μην αφήσεις ποτέ τους δυό Άλαν Αρμαντέιλ να συναντηθούν σ’αυτόν τον κόσμο. Ποτέ, ποτέ, ποτέ!»
Η Τζέιν Μπλάνκχαρτ-Αρμαντέιλ σε μια εξομολόγησή της στον εφημέριο είχε κάνει σαφές το ίδιο πράγμα και για τον δικό της γιό. Τα δύο παιδιά, φορείς του προπατορικού αμαρτήματος, ο ένας γιός ενός απατεώνα, σφετεριστή και ο άλλος γιός ενός δολοφόνου και ανθρώπου που κουβαλούσε ένα όνομα που δεν ήταν δικό του, δεν πρέπει να συναντηθούν. Όπως δεν πρέπει να συναντήσουν την διαβολική νεαρή καμαριέρα, που είχε βοηθήσει την δεσποινίδα (τότε) Μπλάνκχαρτ να πλαστογραφήσει μια υπογραφή για να βοηθήσει τον εραστή και μετέπειτα σύζυγο της (έστω και για λίγο) και να κοροϊδέψουν τον πατέρα της που νόμιζε ότι η κόρη του παντρευόταν τον φέρελπι Άλαν Αρμαντέιλ και όχι τον αποκληρωμένο.

Ο πραγματικός χρόνος που λαμβάνει χώρα η ιστορία είναι αρχές της δεκαετίας του 1850 και οι δύο νέοι είναι λίγο πάνω από τα 20. Η μοίρα θα τους φέρει κοντά αλλά ο ένας θα έχει διαφορετικό όνομα αφού είναι εκείνος που ξέρει το παρελθόν. Θα εμφανιστεί με το περίεργο όνομα Οζίας Μιντγουίντερ και έχοντας ζήσει μια ζωή ταλαίπωρη και προβληματική προσπαθώντας να ξεφύγει από την ειμαρμένη και τα δύο αγόρια θα γίνουν κολλητοί φίλοι αλλά ανάμεσά τους θα μπει η διαβολική Λύντια Γκουίλτ με την εκθαμβωτική ομορφιά και τα κατακόκκινα μαλλιά που κάποτε συνέβαλε καθοριστικά στην εξαπάτηση του Κου Μπλάνκχαρτ και τώρα επιζητεί την «δικαίωσή της» με το να γίνει μια μέρα Κα Αρμαντέιλ.

Η πλοκή είναι καταιγιστική και δεν σε αφήνει να διακόψεις την ανάγνωση. Ο Κόλινς στήνει αριστοτεχνικά την ιστορια του δίνοντας τις «σωστές» δόσεις αγωνίας και τις συνεχείς ανατροπές από κεφάλαιο σε κεφάλαιο (ας μη ξεχνάμε ότι το μυθιστόρημα, όπως τα περισσότερα της εποχής, δημοσιεύονταν σε συνέχειες στο περιοδικό «Cornhill» από το 1864 για δύο χρόνια), κρατώντας τον αναγνώστη καθηλωμένο μέχρι το εκπληκτικό φινάλε-κάθαρση. Οι τρείς κεντρικοί χαρακτήρες, ο Άλαν Αρμαντέιλ, ο Οζίας Μιντγουίντερ και η Λύντια Γκουίλτ, ολοζώντανοι και στιβαροί, ανθρώπινοι και διχασμένοι ανάμεσα στις επιλογές της μοίρας και στην συμβατικότητα και τον συντηρητισμό της κοινωνίας που τους περιβάλλει θα μπορούσαν να αποτελέσουν – από μόνος του ο καθένας – ήρωες ενός αυτόνομου μυθιστορήματος ίσης γοητείας με το «Αρμαντέιλ».

Το μυθιστόρημα του Κόλινς – μελόδραμα καθαρό και χωρίς φιοριτούρες – είναι κυρίως μια τοιχογραφία της Βικτωριανής εποχής. Γάμοι από συμφέρον, άκρατη υποκρισία της κοινωνίας, στεγανά που δεν σπάνε με τίποτα, θρησκοληψία και συντηρητισμός, επιδειξιομανία και καταπίεση. Ο Κόλινς τα ανατρέπει όλα αυτά, σχολιάζοντας τα με χιούμορ και στυλ μοναδικό, δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην «απόλυτα κακή» ηρωίδα του, η οποία με την βοήθεια της συμβουλάτορά της, της γηραιάς κυρίας Όλντερσο, χειρίζεται τις καταστάσεις και τους ανθρώπους κατά τέτοιο τρόπο που όλοι (σχεδόν ανεξαιρέτως) τυλίγονται στον ιστό της αράχνης που έχει πλέξει γύρω τους. Η ανατροπή για τα δεδομένα της εποχής είναι συγκλονιστική, καθώς έχουμε μια γυναίκα, μια ηρωίδα να αποδεικνύεται εξυπνότερη και ικανότερη από τους άντρες – κάτι που έγινε «κοινός τόπος» στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, αλλά για την εποχή ήταν κάτι ιδιαιτέρως ανατρεπτικό.

Ο έτερος εξίσου ενδιαφέρων χαρακτήρας της ιστορίας είναι ο αινιγματικός και βαθιά διχασμένος Οζίας Μιντγουίντερ, ψευδώνυμο του (δεύτερου ή πρώτου ανάλογα πως το βλέπει κανείς) Άλαν Αρμαντέιλ. Ένας άνθρωπος βασανισμένος από τη σκληρή ζωή, χτυπημένος από την μοίρα, που προσπαθεί να πάει κόντρα στην ειμαρμένη, να αποτινάξει το προπατορικό αμάρτημα. Ο Κόλινς παρουσιάζει τον χαρακτήρα του να ισορροπεί μεταξύ νευρικού κλονισμού και πνευματικής εγρήγορσης, απεριόριστης καλοσύνης και έμφυτης τάσης για βία που προσπαθεί συνεχώς να καταπνίξει, ένας ήρωας χαρακτηριστικός των μεγάλων μυθιστορημάτων της εποχής που σου μένει αξέχαστος.

Το βιβλίο λοιδωρήθηκε στον καιρό του, «ένα αισθηματικό ανάγνωσμα με θηλυκά καθάρματα, που σκαρφίζονται τις χειρότερες παλιανθρωπιές» (Athenaeum,2/6/1866) ή «ένας σκοτεινός και τρομακτικός λαβύρινθος εξωφρενισμών» (The Saturday Review, 16/6/1866), υποτιμήθηκε έναντι των 2 δημοφιλέστατων (αριστουργηματικών και αυτών) βιβλίων του συγγραφέα, «Η γυναίκα με τα άσπρα» (1859-60) και «Η Φεγγαρόπετρα» (1868), παρά την δήλωση του Κόλινς ότι «το «Αρμαντέιλ» είναι παρασάγγας το καλύτερο έργο μου. Κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του» ίσως γιατί το συγκεκριμένο μυθιστόρημα χρησιμοποιούσε τις συμβάσεις της εποχής για να τις υπερβεί, να τις υποσκάψει με τρόπο πρωτοποριακό, που ταίριαζε στον 20ο αιώνα, γι’αυτό άλλωστε αγαπήθηκε σιγά-σιγά κατακτώντας επάξια τη θέση του στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ελπίζω το ελληνικό κοινό, να υπερβεί τις επιφυλάξεις για τον όγκο του (και την ακριβή του τιμή που δικαιολογείται εν μέρει από τον αριθμό των σελίδων αλλά, πάνω από 30 ευρώ, είναι πολλά όπως και να το κάνουμε, όταν πλέον αυτό το ποσό είναι μεγαλύτερο από μεροκάματο για τους περισσότερους), και να αποπειραθεί να το διαβάσει – βοηθάει και η ρέουσα μετάφραση της Σ.Παπαϊωάννου σ’αυτό. 

 
 
Παρασκευή, Αυγούστου 02, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Αυγούστου 02, 2013 | Permalink
Beautiful losers


«Πρέπει να μάθουμε να έχουμε τη γενναιότητα να σταματάμε στην επιφάνεια. Πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε τα προσχήματα»

Το εμβληματικό μυθιστόρημα του σπουδαίου Καναδού τραγουδοποιού, ποιητή και λογοτέχνη Leonard Cohen (Μόντρεαλ, 1934), με τίτλο «ΥΠΕΡΟΧΟΙ ΑΠΟΚΛΗΡΟΙ» («Beautiful Losers»), ένα βιβλίο-θρύλος, σημείο αναφοράς για την δεκαετία του ’60 και το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στη χώρα μας (Εκδ. Κέδρος, (ωραία) μετάφραση Α.Καλοφωλιά, σελ.325), είναι ένα παραληρηματικό και αθυρόστομο, εμμονικό και ιδιαίτερα στοχαστικό έργο το οποίο απευθύνεται σε αναγνώστες που θέλουν από την λογοτεχνία να τους ταρακουνήσει, να τους βγάλει από την «άνεση» τους, να πάει το συναίσθημά τους ένα βήμα παραπέρα.

Μια ινδιάνα που αγιοποίησε η Καθολική Εκκλησία, η οποία έζησε στα τέλη του 17ου αιώνα και ένα ερωτικό τρίγωνο που ζει στο Μόντρεαλ την δεκαετία του ’60 είναι οι ήρωες του μυθιστορήματος του Κοέν. Ο αφηγητής έχει εμμονή με την Κατρίν Τεκακουίθα (1656-1680), την αποκαλούμενη «Παρθένα των Ιροκουά». Είναι λαογράφος που εξειδικεύεται στις ινδιάνικες φυλές και προσπαθεί να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από την ιστορία της ζωής της μικρής και άσπιλης ιθαγενούς που εκχριστιανίστηκε από τους Ιησουίτες και έγινε διάσημη μετά θάνατον (ως τις μέρες μας) για τα θαύματά της. Από την άλλη βρίσκεται ενώπιον της αυτοκτονίας της αγαπημένης του Εντίθ, μιας νεαρής κοπέλας, ινδιάνικης καταγωγής. Καθώς αναπολούν την νεκρή με τον παιδικό του φίλο και περιστασιακό εραστή του, τον Φ., μέσα από τον θρήνο και το μεθύσι, ο δεύτερος εξομολογείται στον αφηγητή ότι διατηρούσε σεξουαλική σχέση με την Εντίθ και προσπαθούσε να την βοηθήσει να ξεπεράσει τα αδιέξοδά της.

Στο μυθιστόρημα, μέσα από την αφήγηση της ζωής της Τεκακουίθα, περνάει η ιστορία της κατάκτησης του Καναδά, η εισβολή με τη βία της Καθολικής Εκκλησίας στις φυλές των ινδιάνων (ίδιες φυλές με αυτές των Η.Π.Α., απλά στον Καναδά λέγονται αλλιώς), τα βασανιστήρια και οι φρικιαστικοί φόνοι, τα σεξουαλικά έθιμα των ιθαγενών και η κατάπνιξη των αρχέγονων ενστίκτων τους από τους Ιησουίτες. Και οι τρείς πρωταγωνιστές του ερωτικού τριγώνου, ο αφηγητής, ο Φ. και η Εντίθ ερωτευμένοι όλοι μεταξύ τους, έχουν φαντασιώσεις με την αγιοποιημένη ινδιάνα, διακωμωδούν τις καταστάσεις που επικρατούσαν στην «βάρβαρη» εποχή, ταυτίζονται άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο με την αγία Κατρίν ενώ στο υπόβαθρο παρατηρούμε τις πολιτικές αναταραχές με την προσπάθεια του Κεμπέκ για ανεξαρτησία, την έντονη εμπλοκή του Φ. στην πολιτική και τις διαδηλώσεις που συντάραζαν το Μόντρεαλ εκείνα τα χρόνια.

Η πλοκή είναι δευτερεύουσα και δεν έχει ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του μυθιστορήματος. Κυριαρχεί η φαντεζί γραφή, ο χωρίς όρια ερωτισμός, τα άφθονα ναρκωτικά κάθε είδους, οι διάλογοι, άλλοτε φιλοσοφικοί και πνευματικοί και άλλοτε καθαρά σεξουαλικοί, η αναζήτηση νοήματος και ιστορικής συνέχειας σε μια χώρα «επισκεπτών» όπου έχουν έρθει να κατοικήσουν φυλές από κάθε άκρη της γης, εξοντώνοντας τους αυτόχθονες κατοίκους των τεράστιων δασών της.

«Πάντα ήθελα να αγαπηθώ από το Κομμουνιστικό Κόμμα και τη Μητέρα Εκκλησία. Ήθελα να ζήσω μέσα σε μια φολκ μπαλάντα όπως ο Τζο Χιλλ. Ήθελα να χύσω τα δάκρυα μου για τους αθώους που θα σακάτευε η βόμβα μου. Ήθελα να ευχαριστήσω τον αγρότη πατέρα που μας ανέθρεψε κυριολεκτικά «στο δρόμο». Ήθελα να κυκλοφορήσω με το άδειο μανίκι μου διπλωμένο και καρφιτσωμένο στο στήθος και να βλέπω τους ανθρώπους να χαμογελούν ενώ τους χαιρετάω με το λάθος χέρι. Ήθελα να πολεμήσω τους πολούσιους, έστω κι αν μερικοί απ’αυτούς ήξεραν τον Δάντη: λίγο πριν τον χαμό του, ένας απ’αυτούς θα μάθαινε πως ήξερα κι εγώ τον Δάντη. Ήθελα το πρόσωπό μου να μεταφερθεί στο Πεκίνο, με ένα ποίημα γραμμένο στον ώμο μου. Ήθελα να καταστρέψω το εγώ μου κοπανώντας το πάνω στους σκληρούς του τοίχους. Ήθελα να αντιμετωπίσω τις μηχανές του Μπρόντγουεϊ. Ήθελα η Πέμπτη Λεωφόρος να ξαναθυμηθεί τα ινδιάνικα μονοπάτια της. Ήθελα να φύγω από μια πόλη ανθρακωρύχων, με τους κακούς τρόπους και τις πεποιθήσεις μου κληρονομιά από έναν άθεο θείο, έναν μεθύστακα που ήταν το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Ήθελα να διασχίσω την Αμερική μέσα σε ένα ερμητικά σφραγισμένο τρένο, να είμαι ο μόνος λευκός που οι Νέγροι θα δεχτούν στις διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη. Ήθελα να παρευρεθώ σε κοκτέιλ πάρτι ζωσμένος με ένα πολυβόλο. Ήθελα να πω σε μια παλιά μου φιλενάδα που αποστρέφεται τις μεθόδους μου ότι οι επαναστάσεις δε γίνονται σε μπουφέδες, ότι δεν μπορείς να διαλέξεις το ένα ή το άλλο, και να δω την ασημένια τουαλέτα της να υγραίνεται χαμηλά στον καβάλο. Ήθελα να πολεμήσω ενάντια στην παντοκρατορία της Μυστικής Αστυνομίας, αλλά μέσα από τους κόλπους του Κόμματος. Ήθελα μια γηραιά κυρία που είχε χάσει τους γιούς της στον πόλεμο να με μνημονεύσει στην προσευχή της σε μια εκκλησία φτιαγμένη από λάσπη, εκπληρώνοντας την επιθυμία των γιών της. Ήθελα να σταυρωθώ σε ένα σταυρό από βρωμόλογα. Ήθελα να ανεχτώ παγανιστικά υπολείμματα σε αγροτικές τελετές, διαφωνώντας με την Κουρία. Ήθελα να διαχειριστώ μυστικά αγοραπωλησίες ακινήτων, ενεργώντας σαν πράκτορας αειθαλών, ανώνυμων δισεκατομμυριούχων. Ήθελα να γράψω καλά λόγια για τους Εβραίους. Ήθελα να τουφεκιστώ μαζί με άλλους βάσκους αγωνιστές επειδή μετέφερα το σώμα του Χριστού στο πεδίο της μάχης κατά τον Φράνκο. Ήθελα να κάνω κήρυγμα περί γάμου από τον απόρθητο άμβωνα της παρθενίας, παρατηρώντας τις μαύρες τρίχες στα πόδια των νυφών. Ήθελα να γράψω σε μια μπροσούρα ενάντια στον έλεγχο των γεννήσεων σε πολύ απλά αγγλικά, ένα φυλλάδιο για να πωλείται στο φουαγέ, εικονογραφημένο με δίχρωμες ζωγραφιές διαττόντων αστέρων και αιωνιότητας. Ήθελα να απαγορεύσω τον χορό για κάποιο διάστημα. Ήθελα να γίνω ένα πρεζάκι-ιερέας που ηχογραφεί ένα δίσκο για την εταιρία Folkways. Ήθελα να μεταφερθώ σε άλλες φυλακές για πολιτικούς λόγους. Έχω μόλις ανακαλύψει ότι ο Καρδινάλιος_________ έχει δωροδοκηθεί με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από ένα γυναικείο περιοδικό, έχω δεχτεί σεξουαλική επίθεση από τον εξομολογητή μου, έχω δεί τους χωρικούς να προδίδονται για έναν ευνόητο λόγο, αλλά απόψε οι καμπάνες ηχούν, είναι άλλο ένα βράδυ στον κόσμο του Θεού, και υπάρχουν πολλοί που πρέπει να τραφούν, πολλά γόνατα που λαχταρούν να λυγίσουν, κι έτσι ανεβαίνω τα φθαρμένα σκαλοπάτια φορώντας την κουρελιασμένη δικαστική μου τήβεννο.»

Οι "Υπέροχοι απόκληροι", είναι ουσιαστικά μια αναζήτηση ταυτότητας, και μια νοσταλγική επιστροφή στις ρίζες, στο μεδούλι του Καναδά. Η ιστορία της Τεκακουίθα και η έντονη αντίθεση των «αγρίων» του Καναδά με τους «πολιτισμένους» Ευρωπαίους που κατέσφαξαν και προσηλύτισαν δια της βίας, ουσιαστικά εξοντώνοντας τους ιθαγενείς, λειτουργεί ως πρόσχημα στον πάντα ευαίσθητο στις κοινωνικές αλλαγές Λ.Κοέν να μιλήσει για την ανάγκη της εποχής που γράφτηκε το βιβλίο (1966), και της διαδεδομένης τότε «ιδεολογίας» για επιστροφή στη φύση, προσέγγισης με το παρελθόν, συμφιλίωσης μ’αυτό και ταυτόχρονα υπέρβασής του με τρόπους απελευθερωμένους από πρότυπα και κατεστημένα. Μπορεί σε κάποια σημεία του να φαίνεται «ξεπερασμένο» και «ερμητικό» αλλά καλύτερα κάποιος που δεν θα εντυπωσιασθεί ιδιαίτερα από το ύφος του να το δει και ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της δεκαετίας του ΄60 με τις υπερβολές και την αφέλειά της, την ροπή της προς τον εντυπωσιασμό και την ψυχεδέλεια.

Το βιβλίο εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς όταν κυκλοφόρησε, σε σημείο από τη μια να θεωρείται ένα από τα «μεγάλα Καναδικά μυθιστορήματα», ενώ ο συγγραφέας του να παρομοιάζεται με τον Τζόυς. Δεν είναι ένα εύκολο ανάγνωσμα και ζητάει την υπομονή και την επιμονή του αναγνώστη να αποκρυπτογραφήσει το παθιασμένο κείμενο. Ο Κοέν λυρικός και με χιούμορ, ανορθόδοξος και ασεβής μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο, σε πολλά κεφάλαια ακολουθεί ένα είδος αυτόματης γραφής, όπου παρακολουθούμε ένα παραλήρημα λέξεων και προτάσεων, εννοιών και ύβρεων, σεξουαλικών σκηνών, αυνανιστικών παραληρημάτων και ονειρώξεων. Το «ταξίδι» του, η καταβύθιση στην ιστορία και στα αρχέγονα ένστικτα όπου όλοι μπορούμε να είμαστε «άγιοι» και «αμαρτωλοί» ταυτόχρονα σαγηνεύουν τον αναγνώστη και τον καθηλώνουν στην απόλαυση του κειμένου.



_____________________________________________________

Το blog θα «ξεκουρασθεί» από την αβάσταχτη καθημερινότητα για περίπου 2 εβδομάδες. Τα καλύτερα όμως, έρχονται…