Εάν
ψάξουμε να βρούμε τον κυριότερο λόγο ύπαρξης ενός μυθιστορήματος σαν το
«ΑΡΜΑΝΤΕΪΛ» («ARMADALE») του τεράστιου συγγραφέα Wilkie Collins (Αγγλία,1824-1889), (Εκδόσεις Gutenberg, (εξαιρετική) μετάφρ.
Σ.Παπαϊωάννου, σελ.1214), είναι για να χρησιμεύει ως παράδειγμα του πόσο
συναρπαστική μπορεί να είναι η Βικτωριανή λογοτεχνία (την οποία ο περισσότερος
κόσμος θεωρεί βαρετή), και πως ένας συγγραφέας καταφέρνει να καθηλώσει τον
αναγνώστη για πάνω από 1000 σελίδες (είναι το ογκωδέστερο βιβλίο που έγραψε ο
Γ.Κολινς), με μία πλοκή που δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από το πλέον
ευφάνταστο σύγχρονο θρίλερ. Αυτά όμως είναι για το «επικοινωνιακό» κομμάτι που
αφορά αυτό το τόσο σημαντικό μυθιστόρημα, ή για το πρώτο επίπεδο
ανάγνωσης, διότι ουσιαστικά έχουμε
μπροστά μας ένα ολοζώντανο αριστουργηματικό κείμενο, το οποίο περικλείει στις
σελίδες του, ένα έντονο κοινωνικοφιλοσοφικό υπόβαθρο, μια ανατομία της εποχής,
μια ψυχογραφία ολκής.
22
χρόνια πριν τη δημοσίευση της (ανυπέρβλητης κατά τ’άλλα) νουβέλας του
Ρ.Λ.Στήβενσον «Δρ Τζέκυλ και Κος Χάιντ» και καμιά σαρανταριά χρόνια πριν την
διατύπωση της «Θεωρίας του ασυνείδητου» από τον Σ.Φρόιντ, εμφανίζεται ο Κόλλινς
με τον «Αρμαντέιλ». Ο διχασμός της ανθρώπινης φύσης, η φανερή και η κρυφή μας
πλευρά είναι τα «κλειδιά» στην συγκλονιστική ιστορία που περιγράφει ο
συγγραφέας και που τόσο μπέρδεψε και αναστάτωσε τους κριτικούς της εποχής που
ήταν συνηθισμένοι σε πιο straight forward καταστάσεις, σε καθαρούς
διαχωρισμούς «καλού» και «κακού» στις ιστορίες, στην «ηθική» καταδίκη των ενόχων,
στις «Χριστιανικές αξίες» και στα ατελείωτα «παντρολογήματα». Στο «Αρμαντέιλ»
έχουμε μια απίστευτη ηρωίδα που δολοπλοκεί συνεχώς και με αχαλίνωτη φαντασία
και ευρηματικότητα, πανέμορφη και πανέξυπνη που αιχμαλωτίζει ακόμα και τον πιο
αδιάφορο αναγνώστη, χαρακτήρες που κάποιοι από αυτούς ισορροπούν μεταξύ καλού
και κακού, βαθιά ανθρώπινους, με τις αδυναμίες τους και τα παραστρατήματά τους.
Ένα
μυστικό θαμμένο για χρόνια. Ένα φονικό που διεπράχθη στη θάλασσα σκιάζει τις
ζωές δύο νέων που έχουν το ίδιο όνομα. Ο Άλαν Αρμαντέιλ 20άρης, ξέγνιαστος,
αρκετά αφελής και πάντα χαρωπός, ζει με την μητέρα του Τζέιν Μπλάνκχαρτ-Αρμαντέιλ,
σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Αγγλίας μια ήσυχη ζωή. Ασχολείται με το
ιστιοπλοϊκό του, κάνει παρέα με τον τοπικό εφημέριο. Δεν έχει ιδέα για τις
συνθήκες θανάτου του πατέρα του, δεκαεννέα χρόνια πριν σε ένα μοιραίο ναυάγιο
από τον ξάδερφό του που έφερε το ίδιο όνομα μ’αυτόν. Ούτε γνωρίζει ότι ο
πατέρας του είχε οικειοποιηθεί ένα όνομα που του είχε αφαιρεθεί καθώς είχε
αποκληρωθεί από τον δικό του πατέρα. Ο δε ξάδερφός του κληρονόμος του ονόματος
Άλαν Αρμαντέιλ τον είχε σκοτώσει γιατί είχε αποσπάσει με δόλο την αγάπη της
δεσποινίδος Μπλάνκχαρτ και μετανοημένος σε μια επιστολή-διαθήκη είχε
εκμυστηρευτεί τα πάντα στον σχεδόν νεογέννητο γιό του, Άλαν Αρμαντέιλ κι αυτόν,
λίγο προτού πεθάνει.
Η
επιστολή καθιστούσε σαφές στον αθώο γιό του, ότι δεν πρέπει να έρθει σε επαφή
με τον ξάδερφό του με το ίδιο όνομα. «Απόφυγε τη χήρα του ανθρώπου που σκότωσα· αν η χήρα ζεί ακόμα. Απόφυγε την καμαριέρα, της
οποίας το άνομο χέρι διευκόλυνε το δρόμο για τον γάμο· αν η καμαριέρα είναι ακόμα στην υπηρεσία της. Και
πάνω απ’όλα, απόφυγε τον άνθρωπο που έχει το ίδιο όνομα μ’εσένα. Δυσαρέστησε
τον μεγαλύτερο ευεργέτη σου, αν η επιρροή του ευεργέτη εκείνου σας φέρει σε
επαφή τον έναν με τον άλλον. Άφησε τη γυναίκα που σ’αγαπά, αν η γυναίκα εκείνη
είναι σύνδεσμος ανάμεσα σ’εσένα και σ’εκείνον. Κρύψου απ’αυτόν χρησιμοποιώντας
πλαστό όνομα. Βάλε βουνά και θάλασσες ανάμεσά σας· προτίμησε να φανείς αγνώμων, να φανείς ανελέητος, να φανείς ό,τι πιο
αταίριαστο με την ευγενική σου φύση, προτιμότερο παρά να ζήσεις κάτω από την
ίδια στέγη και ν’ανασάνεις τον ίδιο αέρα μ’εκείνον τον άνθρωπο. Μην αφήσεις
ποτέ τους δυό Άλαν Αρμαντέιλ να συναντηθούν σ’αυτόν τον κόσμο. Ποτέ, ποτέ,
ποτέ!»
Η Τζέιν
Μπλάνκχαρτ-Αρμαντέιλ σε μια εξομολόγησή της στον εφημέριο είχε κάνει σαφές το
ίδιο πράγμα και για τον δικό της γιό. Τα δύο παιδιά, φορείς του προπατορικού
αμαρτήματος, ο ένας γιός ενός απατεώνα, σφετεριστή και ο άλλος γιός ενός
δολοφόνου και ανθρώπου που κουβαλούσε ένα όνομα που δεν ήταν δικό του, δεν
πρέπει να συναντηθούν. Όπως δεν πρέπει να συναντήσουν την διαβολική νεαρή
καμαριέρα, που είχε βοηθήσει την δεσποινίδα (τότε) Μπλάνκχαρτ να πλαστογραφήσει
μια υπογραφή για να βοηθήσει τον εραστή και μετέπειτα σύζυγο της (έστω και για
λίγο) και να κοροϊδέψουν τον πατέρα της που νόμιζε ότι η κόρη του παντρευόταν
τον φέρελπι Άλαν Αρμαντέιλ και όχι τον αποκληρωμένο.
Ο
πραγματικός χρόνος που λαμβάνει χώρα η ιστορία είναι αρχές της δεκαετίας του
1850 και οι δύο νέοι είναι λίγο πάνω από τα 20. Η μοίρα θα τους φέρει κοντά
αλλά ο ένας θα έχει διαφορετικό όνομα αφού είναι εκείνος που ξέρει το παρελθόν.
Θα εμφανιστεί με το περίεργο όνομα Οζίας Μιντγουίντερ και έχοντας ζήσει μια ζωή
ταλαίπωρη και προβληματική προσπαθώντας να ξεφύγει από την ειμαρμένη και τα δύο
αγόρια θα γίνουν κολλητοί φίλοι αλλά ανάμεσά τους θα μπει η διαβολική Λύντια
Γκουίλτ με την εκθαμβωτική ομορφιά και τα κατακόκκινα μαλλιά που κάποτε
συνέβαλε καθοριστικά στην εξαπάτηση του Κου Μπλάνκχαρτ και τώρα επιζητεί την
«δικαίωσή της» με το να γίνει μια μέρα Κα Αρμαντέιλ.
Η πλοκή
είναι καταιγιστική και δεν σε αφήνει να διακόψεις την ανάγνωση. Ο Κόλινς στήνει
αριστοτεχνικά την ιστορια του δίνοντας τις «σωστές» δόσεις αγωνίας και τις
συνεχείς ανατροπές από κεφάλαιο σε κεφάλαιο (ας μη ξεχνάμε ότι το μυθιστόρημα,
όπως τα περισσότερα της εποχής, δημοσιεύονταν σε συνέχειες στο περιοδικό «Cornhill» από το 1864 για δύο χρόνια),
κρατώντας τον αναγνώστη καθηλωμένο μέχρι το εκπληκτικό φινάλε-κάθαρση. Οι τρείς
κεντρικοί χαρακτήρες, ο Άλαν Αρμαντέιλ, ο Οζίας Μιντγουίντερ και η Λύντια
Γκουίλτ, ολοζώντανοι και στιβαροί, ανθρώπινοι και διχασμένοι ανάμεσα στις
επιλογές της μοίρας και στην συμβατικότητα και τον συντηρητισμό της κοινωνίας
που τους περιβάλλει θα μπορούσαν να αποτελέσουν – από μόνος του ο καθένας –
ήρωες ενός αυτόνομου μυθιστορήματος ίσης γοητείας με το «Αρμαντέιλ».
Το
μυθιστόρημα του Κόλινς – μελόδραμα καθαρό και χωρίς φιοριτούρες – είναι κυρίως
μια τοιχογραφία της Βικτωριανής εποχής. Γάμοι από συμφέρον, άκρατη υποκρισία
της κοινωνίας, στεγανά που δεν σπάνε με τίποτα, θρησκοληψία και συντηρητισμός,
επιδειξιομανία και καταπίεση. Ο Κόλινς τα ανατρέπει όλα αυτά, σχολιάζοντας τα
με χιούμορ και στυλ μοναδικό, δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην «απόλυτα κακή»
ηρωίδα του, η οποία με την βοήθεια της συμβουλάτορά της, της γηραιάς κυρίας
Όλντερσο, χειρίζεται τις καταστάσεις και τους ανθρώπους κατά τέτοιο τρόπο που
όλοι (σχεδόν ανεξαιρέτως) τυλίγονται στον ιστό της αράχνης που έχει πλέξει γύρω
τους. Η ανατροπή για τα δεδομένα της εποχής είναι συγκλονιστική, καθώς έχουμε
μια γυναίκα, μια ηρωίδα να αποδεικνύεται εξυπνότερη και ικανότερη από τους
άντρες – κάτι που έγινε «κοινός τόπος» στη λογοτεχνία του 20ου
αιώνα, αλλά για την εποχή ήταν κάτι ιδιαιτέρως ανατρεπτικό.
Ο έτερος
εξίσου ενδιαφέρων χαρακτήρας της ιστορίας είναι ο αινιγματικός και βαθιά
διχασμένος Οζίας Μιντγουίντερ, ψευδώνυμο του (δεύτερου ή πρώτου ανάλογα πως το
βλέπει κανείς) Άλαν Αρμαντέιλ. Ένας άνθρωπος βασανισμένος από τη σκληρή ζωή,
χτυπημένος από την μοίρα, που προσπαθεί να πάει κόντρα στην ειμαρμένη, να
αποτινάξει το προπατορικό αμάρτημα. Ο Κόλινς παρουσιάζει τον χαρακτήρα του να
ισορροπεί μεταξύ νευρικού κλονισμού και πνευματικής εγρήγορσης, απεριόριστης
καλοσύνης και έμφυτης τάσης για βία που προσπαθεί συνεχώς να καταπνίξει, ένας
ήρωας χαρακτηριστικός των μεγάλων μυθιστορημάτων της εποχής που σου μένει
αξέχαστος.
Το
βιβλίο λοιδωρήθηκε στον καιρό του, «ένα αισθηματικό ανάγνωσμα με θηλυκά
καθάρματα, που σκαρφίζονται τις χειρότερες παλιανθρωπιές» (Athenaeum,2/6/1866) ή «ένας σκοτεινός και
τρομακτικός λαβύρινθος εξωφρενισμών» (The Saturday Review, 16/6/1866), υποτιμήθηκε έναντι
των 2 δημοφιλέστατων (αριστουργηματικών και αυτών) βιβλίων του συγγραφέα, «Η γυναίκα με τα άσπρα» (1859-60) και «Η Φεγγαρόπετρα» (1868), παρά την δήλωση του
Κόλινς ότι «το «Αρμαντέιλ» είναι παρασάγγας το καλύτερο έργο μου. Κανένα δεν
μπορεί να συγκριθεί μαζί του» ίσως γιατί το συγκεκριμένο μυθιστόρημα
χρησιμοποιούσε τις συμβάσεις της εποχής για να τις υπερβεί, να τις υποσκάψει με
τρόπο πρωτοποριακό, που ταίριαζε στον 20ο αιώνα, γι’αυτό άλλωστε
αγαπήθηκε σιγά-σιγά κατακτώντας επάξια τη θέση του στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Ελπίζω το ελληνικό κοινό, να υπερβεί τις επιφυλάξεις για τον όγκο του (και την
ακριβή του τιμή που δικαιολογείται εν μέρει από τον αριθμό των σελίδων αλλά,
πάνω από 30 ευρώ, είναι πολλά όπως και να το κάνουμε, όταν πλέον αυτό το ποσό
είναι μεγαλύτερο από μεροκάματο για τους περισσότερους), και να αποπειραθεί να
το διαβάσει – βοηθάει και η ρέουσα μετάφραση της Σ.Παπαϊωάννου σ’αυτό.