Μέχρι
πριν λίγα χρόνια, οι δυστοπίες θεωρούντο ότι, περιέγραφαν καταστάσεις
γκροτέσκες και αρκετά εξωπραγματικές. Με όσα συμβαίνουν τα δύο τελευταία χρόνια
στον πλανήτη, ο όρος «δυστοπία», τουλάχιστον στη λογοτεχνία, αγγίζει
περισσότερο τον ρεαλισμό παρά την Επιστημονική Φαντασία.
Μια περίπτωση βιβλίου που έχει καταταχθεί στις δυστοπίες αλλά περισσότερο «φλερτάρει» με άλλα λογοτεχνικά είδη, έχουμε με το γραμμένο πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια (το 1994), νεανικό μυθιστόρημα της Γιαπωνέζας συγγραφέως Yoko Ogawa (1962, Okayama), «Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ» («Hisoyaka na Kessho»). Εξάλλου ποιο βιβλίο της περίφημης συγγραφέως μπορεί να καταταχθεί κάπου;
Η
Ογκάουα, είναι μια (ιδιαίτερα δημοφιλής στο βιβλιοφιλικό κοινό) συγγραφέας, που
είχαμε πολλά χρόνια να δούμε να μεταφράζεται έργο της στη χώρα μας, επανέρχεται
στα καθ’ ημάς με ένα βιβλίο της, που άργησε πολύ να μεταφραστεί στη Δύση –
παρότι είναι από τα πλέον mainstream – που έχει γράψει
η εξαιρετική συγγραφέας, ενώ βραβεύτηκε με το American Book Award του 2020. "Η αστυνομία της μνήμης", άργησε να έρθει και στην χώρα
μας, όπου κυκλοφόρησε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς από τις εκδόσεις
Πατάκη, σε μετάφραση (από τα Αγγλικά) της Χίλντας Παπαδημητρίου (σελ.372).
Μοτίβα
που γνωρίζουμε από άλλα μυθιστορήματα ή διηγήματα της Ογκάουα, που έχουν
κυκλοφορήσει στα ελληνικά, επανέρχονται και στην «Αστυνομία της Μνήμης». Η
γκροτέσκα ατμόσφαιρα που τοποθετείται μεταξύ ονείρου (ή εφιάλτη) και οι
ασυνήθιστες καταστάσεις. Ο εγκλεισμός, η καταπίεση της εξουσίας, η έμφαση στις
λεπτομέρειες, η γυναικεία (και όχι μόνο) αποξένωση, το σώμα, η πατριαρχική
κοινωνία, το ψυχολογικό υπόβαθρο. Όλα αυτά και άλλα πολλά που συναντάμε στο
έργο της Ογκάουα βρίσκονται και σε αυτό το φαινομενικά απλό (στη σύνθεσή του)
μυθιστόρημα. «
«Δε νιώθω σαν να μου έχουν ξεριζώσει τις αναμνήσεις. Ακόμα κι όταν ξεθυμάνουν,
κάτι παραμένει. Σαν σποράκια που ίσως βλαστήσουν ξανά όταν πέσει η βροχή. Ακόμα
κι αν μια ανάμνηση εξαφανιστεί τελείως, η καρδιά διατηρεί κάτι. Ένα ελαφρύ
ρίγος ή πόνο, μια στάλα χαράς, ένα δάκρυ».»
Σε
ένα νησί χωρίς όνομα διάφορα πράγματα εδώ και 15 χρόνια, εξαφανίζονται
σταδιακά. Η εξουσία του νησιού ανήκει στην Αστυνομία της Μνήμης, που αποφασίζει
ποια πράγματα θα εξαφανιστούν και πότε. Όποιος δεν υπακούσει και κρατήσει
κρυμμένα τα «απαγορευμένα» αντικείμενα ή οτιδήποτε άλλο, όποιος δεν τα ξεχάσει
για πάντα, συλλαμβάνεται με απρόσμενες συνέπειες. Όταν το αντικείμενο που
αποφασίζεται να χαθεί, είναι υλικό, τα ενθύμια συγκεντρώνονται και καίγονται σε
μια μεγάλη φωτιά ή πετιούνται στο ποτάμι. Οι άνθρωποι στενοχωριούνται για λίγο,
αλλά μετά το ξεχνάνε και η ζωή τους συνεχίζεται. Η
ανώνυμη αφηγήτρια της ιστορίας, είναι μια συγγραφέας που είδε την γλύπτρια
μητέρα της, να συλλαμβάνεται και να εξαφανίζεται. Η μητέρα της είχε
συγκεντρώσει ενθύμια από τα πράγματα που εξαφανίστηκαν. Ένα μπουκάλι με άρωμα, ένα
γραμματόσημο, μια κορδέλα αλλά το κυριότερο διατηρούσε τις αναμνήσεις τους, τις
μυρωδιές τους, την υφή τους. Ο πατέρας της ορνιθολόγος στο επάγγελμα, πέθανε κι
αυτός, λίγο αργότερα χάθηκαν και τα πουλιά. Η συγγραφέας προσπαθεί να
διατηρήσει πράγματα χαμένα στη μνήμη της, αλλά αποδεικνύεται σχεδόν αδύνατο,
όλα είναι ρευστά, θολά σαν να έχει μπλοκάρει το μυαλό της.
«…
«Μπορεί να νομίζεις ότι οι αναμνήσεις χάνονται κάθε φορά που συμβαίνει μια
εξαφάνιση, αλλά δεν είναι αλήθεια. Επιπλέουν σε μια λιμνούλα όπου δεν φτάνει
ποτέ το φως του ήλιου. Το μόνο που χρειάζεται είναι να βουτήξεις το χέρι σου
μέσα και σίγουρα θα βρεις κάτι. Κάτι που θα επαναφέρεις στο φως. Πρέπει να
προσπαθήσεις».» Ο
μοναδικός άνθρωπος που διατηρεί τη μνήμη του, σαν την νεκρή μητέρα της, είναι ο
επιμελητής των βιβλίων της, ένας νέος άνδρας, ο Ρ! Ενώ όλο και περισσότεροι
άνθρωποι εξαφανίζονται ή το σκάνε για το εσωτερικό του νησιού ή για κρυμμένα
καταφύγια, η αφηγήτρια αποφασίζει να κρύψει τον Ρ. σε ένα μυστικό και καλά
προφυλαγμένο δωμάτιο του απομακρυσμένου σπιτιού της. Σε αυτό το εγχείρημα την
βοηθάει ένας γέρος, ο μοναδικός άνθρωπος που την γνωρίζει από παλιά. Με τον Ρ.
δουλεύουν το βιβλίο που γράφει (και υπάρχει σαν παράλληλη αφήγηση στο
μυθιστόρημα), μιλάνε για πράγματα που έχουν οριστικά χαθεί, όπως τα εισιτήρια
των μέσων μεταφοράς, τα μουσικά κουτιά, ενώ τα πράγματα που έχει φυλάξει η
μητέρα της μέσα σε μικρά γλυπτά, βοηθάνε στην διατήρηση της μνήμης. Πράγματα
συνεχίζουν να εξαφανίζονται σε καθημερινή βάση. Τα τριαντάφυλλα, τα ψάρια, τα
ψαλίδια. Οι κάτοικοι του νησιού βυθισμένοι στην απάθειά τους, δεν μιλάνε πια γι’
αυτά και μετά από λίγες ημέρες δεν τους απασχολούν πια. Ακόμα και η απόφαση να
κλείσει τον Ρ σε αυτό το δωμάτιο και να μιλάνε για το βιβλίο που γράφει ή για
τα πράγματα που έχουν χαθεί, δεν έχει τίποτα το ηρωικό, είναι μια πράξη
παθητικότητας, είναι μια κίνηση απελπισίας. Κάποια στιγμή θα απαγορευτούν και
τα βιβλία, η μεγάλη φωτιά της κεντρικής πλατείας θα καίει για ώρες, ενώ μετά
ακολουθούν τα ανθρώπινα μέλη. Μένει ο φόβος για τους ανθρώπους με τις βαθυπράσινες
στολές που εισβάλλουν σε σπίτια, σέρνουν ανθρώπους που αργότερα εξαφανίζονται,
επιβάλλουν τους νόμους τους. «…«Πρώτιστο
καθήκον μας εδώ είναι να φροντίζουμε να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στη
διαδικασία και οι άχρηστες αναμνήσεις να εξαφανίζονται γρήγορα κι εύκολα. Είμαι
σίγουρος ότι θα συμφωνήσεις πως δεν έχει νόημα να τις κρατάμε. Όταν το μεγάλο
δάχτυλο του ποδιού σου μολυνθεί από γάγγραινα, το κόβεις όσο πιο σύντομα
μπορείς. Αν δεν κάνεις τίποτα, στο τέλος θα χάσεις ολόκληρο το πόδι. Η
θεμελιώδης αρχή είναι η ίδια. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν μπορείς να πιάσεις ή
να δεις τις αναμνήσεις, δεν μπορείς να μπεις στις καρδιές όπου φυλάσσονται. Ο
καθένας από μάς τις κρατάει κρυφές. Έτσι, μια και ο αντίπαλος είναι αόρατος,
αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιούμε τη διαίσθησή μας. Είναι εξαιρετικά λεπτή
δουλειά. Προκειμένου να αποκαλύψουμε αυτά τα αόρατα μυστικά, να τα αναλύσουμε,
να τα ξεσκαρτάρουμε και να τα ξεφορτωθούμε, πρέπει να δουλεύουμε μυστικά, να
προστατευόμαστε. Νομίζω ότι με καταλαβαίνεις».» Η
Ογκάουα σε συνεντεύξεις της, τονίζει ότι πηγή έμπνευσης στο μυθιστόρημά της,
ήταν «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ», αυτή η σπαρακτική αληθινή ιστορία
εγκλεισμού του Β παγκοσμίου πολέμου και όντως υπάρχουν στοιχεία στην ιστορία
που θυμίζουν ναζιστικές πρακτικές, όπου η εξουσία σβήνει και διαγράφει
αναλόγως, εκμεταλλευόμενη τον φόβο που εισέρχεται αργά αλλά σταθερά στον
άνθρωπο και τον καθιστά ανίκανο για κάθε αντίδραση μπροστά στη δύναμη του
αυταρχισμού.
Περισσότερο
«Καφκικό» παρά δυστοπικό, το μυθιστόρημα της Ογκάουα, είναι βαθιά αλληγορικό
και ιδιαίτερα ελεγειακό και μελαγχολικό, περιγράφοντας έναν κόσμο που σβήνει
σιγά σιγά, χωρίς δυνατότητα αντίδρασης μπροστά στα παράλογα που συμβαίνουν. Η
γνώριμη ατμόσφαιρα της Ογκάουα, καθορίζει τα τεκταινόμενα, με την σημασία στην
κάθε λεπτομέρεια, στην κάθε κίνηση, που έχει μεγαλύτερη σημασία από την πλοκή.
Είναι ένα σύμπαν που εξετάζεται μέσα από μικροσκόπιο, ένα σύμπαν που συγγενεύει
με συγγραφείς του παραλόγου (Μπέκετ, Ιονέσκο) παρά με αυτούς που γνωρίζουμε
μέσα από διάσημες και εμβληματικές δυστοπίες (Όργουελ, Χάξλεϊ, Άτγουντ και άλλους).
Η Γιαπωνέζα συγγραφέας, δεν ενδιαφέρεται για το τι θα γίνει, ποια μορφή αντίδρασης θα
υπάρξει, αλλά για το τι συμβαίνει εδώ και τώρα και αυτό καθιστά το βιβλίο περισσότερο
τρομακτικό και αγωνιώδες. Μπορεί
κάποιοι από τους χαρακτήρες να είναι «χάρτινοι» και ορισμένοι διάλογοι αφελείς
και αδιέξοδοι, ενώ τα περισσότερα ερωτήματα που προκύπτουν μένουν αναπάντητα, αλλά
η «Αστυνομία της μνήμης» είναι ένα υπέροχο και κυρίως βαθιά εφιαλτικό βιβλίο
που σε στοιχειώνει. Είναι ένα απαισιόδοξο βιβλίο για το τέλος του κόσμου, χωρίς
κρότο αλλά με λυγμό, μια αλληγορία για την αναμνήσεις και την μνήμη, την λήθη,
την αποξένωση, την εξαφάνιση της ανθρωπιάς και της συντροφικότητας, τον
αυταρχισμό και τον παραλογισμό της εξουσίας, την απώλεια και τον θάνατο. «
«Υποθέτω ότι οι αναμνήσεις ζουν διάσπαρτες μέσα στο σώμα (…). Αλλά είναι
αόρατες, έτσι δεν είναι; Και όσο υπέροχη κι αν είναι η ανάμνηση, εξαφανίζεται
αν την αφήσεις στην ησυχία της, αν δεν της δίνεις σημασία. Δεν αφήνουν ίχνη,
ούτε απόδειξη ότι κάποτε υπήρξαν».» Βαθμολογία
83 / 100