Δευτέρα, Αυγούστου 31, 2015
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 31, 2015 | Permalink
"Μια δοξασία κι η ζωή ολάκερη νομίζω" (Ν.Δ.Καρούζος)
«Mundus vult decipi, ergo decipiatur» («Ο κόσμος αρέσκεται στην εξαπάτηση, ας τον εξαπατήσουμε λοιπόν») - Πετρώνιος

Όταν διαβάζει κάποιος πολλά (αυτό βέβαια είναι σχετικό) βιβλία, και με έναν σταθερό ρυθμό, μεταξύ κάποιων αναγνωστικών "ατυχιών", πέφτει πάνω σε ωραία, συγκλονιστικά, θαυμάσια μυθιστορήματα που τον συγκινούν και τον ενθουσιάζουν. Πόσες όμως είναι οι φορές που βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αριστούργημα με την κυριολεκτική έννοια του όρου; Πόσες φορές ένα βιβλίο μας συνεπαίρνει και μας δονεί; Ελάχιστες… Οπότε, η συνάντηση του αναγνώστη με ένα βιβλίο που από τις πρώτες του σελίδες αντιλαμβάνεται το πνευματικό του μέγεθος θα είναι αξέχαστη και σημαδιακή. Μια τέτοια «συνάντηση» με ένα βιβλίο αριστουργηματικό, μου συνέβη με την τριλογία «ΔΑΚΡΥ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ» του Αυστριακού συγγραφέα Manes Sperber (1905-1984). Τα τρία αυτόνομα μυθιστορήματα που απαρτίζουν την τριλογία, «Η ΚΑΜΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ» (σελ. 574), «ΠΙΟ ΒΑΘΙΑ ΚΙ ΑΠ’ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ» (σελ. 329), «ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ» (σελ. 423), (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ. Ε.Βαϊκούση), που διαβάστηκαν όλα μαζί κατόπιν της επιλογής μου να μη τα διαβάζω με την σειρά που εκδόθηκαν στη χώρα μας (ένα τον χρόνο) έτσι ώστε να μη χάσω την ατμόσφαιρα αλλά και την προσήλωσή μου σε αυτά, αποτελούν μια μοναδική και αλησμόνητη αναγνωστική εμπειρία.

Η τριλογία των 1300 περίπου σελίδων του magnum opus του Σπέρμπερ, είναι μια τοιχογραφία, ένα επικό ταξίδι στην ταραγμένη Ευρώπη της δεκαπενταετίας 1930-1945, όπου ο κεντρικός ήρωας Ντόινο (ή Ντένις) Φάμπερ, ιστορικός και φιλόσοφος κάποτε ηγετικό στέλεχος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και συνοδοιπόρος της Ρόζας Λούξεμπουργκ διατρέχει με την πορεία του όλες τις φάσεις του αριστερού κινήματος στην Κεντρική Ευρώπη, αντιλαμβανόμενος σχετικά νωρίς την πορεία που ακολουθεί το Σοβιετικό κράτος υπό τον Στάλιν, παίρνει τις αποστάσεις του, διαγράφεται, χαρακτηρίζεται «εχθρός» από τους πρώην συντρόφους του, βλέπει τους χειρότερους από αυτούς να καρφώνουν, και να προωθούνται από το αδίστακτο Σταλινικό κράτος, καταδιώκεται από το ναζιστικό Γερμανικό καθεστώς, διαρκώς παράνομος, συνεχώς διαφεύγοντας την σύλληψη, είναι ένας άνθρωπος ανεξάρτητος και μόνος. Από το Βερολίνο, την Κροατία, την Βιέννη και την Πράγα, θα αυτοεξορισθεί στο Παρίσι, όπου εκεί θα τον βρει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Θα πολεμήσει τον Χίτλερ με όποιον τρόπο βρει, είτε εντασσόμενος στον Γαλλικό στρατό, είτε συνεργαζόμενος με την Αντίσταση, για να βρεθεί στην Γιουγκοσλαβία ηγετικό στέλεχος μιας αυτόνομης αντιστασιακής ομάδας που μάχεται τους Κροάτες συνεργάτες των Γερμανών, υπονομευόμενη και διωκόμενη από τους αντάρτες του Τίτο. Το τέλος του πολέμου θα τον βρει στο Παρίσι κουρασμένο και ψυχικά ταλαιπωρημένο, με τις μνήμες του γεμάτες από αγαπημένους νεκρούς, άδειο και απογοητευμένο με ότι πίστεψε και αγάπησε να έχει σβήσει, χωρίς ιδεολογία, χωρίς αυταπάτες, μόνο του (όπως ουσιαστικά πάντοτε ήταν) να μετράει τις πληγές του, έτοιμο για μια νέα αρχή.

«…Πράγματι, ο θάνατος του Σωκράτη ήταν η μόνη σοβαρή νίκη που πέτυχε ποτέ η φιλοσοφία. Ο Πλάτων, που δεν το κατάλαβε αυτό ποτέ, ήθελε να νικήσει, όπως εσείς καλή ώρα. Είχε ήδη τη δύναμη να καταλύσει την εξουσία, κι ύστερα χρειάστηκε ένας σκασμός χρήματα, θυμάστε υποθέτω, για να τον εξαγοράσουν από τα δεσμά της δουλείας. Να νικήσω, λέτε, να νικήσω; Ξεχάσατε την αποδεικτική ακολουθία των συλλογισμών μου, βάσει της οποίας ακόμα και η νίκη στον πόλεμο είναι αμφιλεγόμενη, ενώ στην Επανάσταση δεν υφίσταται καν; Η καλούμενη νίκη δημιουργεί νέες συνθήκες οι οποίες την αναλίσκουν. Κάθε επανάσταση εγγίζει το ζενίθ της πριν έρθει η ώρα της νίκης· η νίκη ωστόσο είναι η αρχή της αντεπανάστασης, η οποία βεβαίως, αρχικά, λαμβάνει χώρα υπό τη σημαία της επανάστασης. Το γεγονός ότι κάποιοι πέρασαν στην Ιστορία ως νικητές, οφείλεται μόνο και μόνο στη βραχύτητα της ατομικής ζωής. Δεν έζησαν να δουν τη μεταστροφή της νίκης τους σε ήττα. Ας πούμε πως η Ιστορία ήταν ένα παιχνίδι ρουλέτας και μπορούσατε να σηκωθείτε αμέσως μετά τα πρώτα κέρδη· όμως, νεαρέ μου, είστε υποχρεωμένος να συνεχίσετε, ώσπου να χάσετε. Νίκησε ο Μέγας Αλέξανδρος, νίκησαν ο Καίσαρας, ο Ναπολέων; Νίκησε ο Μωυσής, ο Ιησούς, ο Μωάμεθ; Νίκησε ο Κρόμγουελ, ο Δανωτών ή ο Ροβεσπιέρος; Allons, mon enfant, παραδεχτείτε το επιτέλους: δεν υπάρχουν νίκες.»

Το μυθιστόρημα (η τριλογία δηλαδή), είναι πολυπρόσωπο και πολυφωνικό. Εμφανίζονται δεκάδες χαρακτήρες, όπου αρκετοί από αυτούς διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στα δρώμενα. Εξάλλου, μια πρωτοτυπία της τριλογίας (ιδιαίτερα του πρώτου τόμου) είναι ότι ο κεντρικός ήρωας, ο Ντόινο Φάμπερ δεν εμφανίζεται από τις πρώτες σελίδες, αρχίζει να ξεκαθαρίζει ο ρόλος του από το δεύτερο μέρος του πρώτου βιβλίου, δηλαδή μετά την 150η σελίδα. Η γραφή του Σπέρμπερ, καθαρά πανοραμική εξετάζει και στέκεται πάνω σε πρόσωπα, γεγονότα προτού καταλήξει να ακολουθήσει τον ήρωα της τριλογίας στις περιπλανήσεις του. Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο του πρώτου τόμου, «φευγαλέο σκοτάδι χωρίζει τη μια σκηνή από την άλλη: το φως οδηγείται όπου το χρειάζεται η δράση. Κάτι που μοιάζει με επεισόδιο, αποκαλύπτεται μετά από 300 σελίδες ως ένα ζωτικής σημασίας μέρος της θεμελίου πλοκής· ένα πρόσωπο που δίνει αρχικά την εντύπωση πρωταγωνιστικής μορφής εξελίσσεται σιγά σιγά σε δευτερεύουσα. Ολόκληρα αφηγηματικά σύνολα αποσύρονται για λίγο απ’ το προσκήνιο και αναδύονται άλλα, τα οποία στη συνέχεια υποχωρούν πάλι στο βάθος του τοπίου.»

Υπάρχουν χαρακτήρες/ήρωες του βιβλίου, που εμφανίζονται φευγαλέα, στο βάθος μιας σκηνής στον πρώτο τόμο και επανεμφανίζονται σε κάποιο επεισόδιο του τρίτου τόμου, μετά από χρόνια μυθιστορηματικής δράσης να διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο. Η δράση είναι συνεχής και παρά τον όγκο του έργου, και τις φιλοσοφικές συζητήσεις αρχικά στην Βιέννη και αργότερα στο Παρίσι, που παρεμβάλλονται μεταξύ του καθηγητή Στέτεν (ενός εκ των κυριοτέρων και σημαντικότερων ηρώων του βιβλίου) και του μαθητή του (και μονίμως διαφωνούντα επιφανειακά, αλλά ουσιαστικά συμφωνούντα μαζί του) Ντόινο Φάμπερ, η τριλογία δεν κουράζει, ούτε φλυαρεί, νιώθεις δε ότι καμία σελίδα, καμία παράγραφος δεν είναι περιττή.

Διαψευσμένα όνειρα, ματαιωμένες ελπίδες και η αίσθηση της απογοήτευσης και της ματαιότητας διατρέχει τον κορμό της τριλογίας, μέσα από τις σκέψεις και τις ενέργειες του ήρωά της. Ηρωισμοί προσωπικοί, μικροί και αχαρτογράφητοι, ανθρώπων που πίστεψαν σε μια ιδέα και προδόθηκαν ή μεταλλάχθηκαν σε κάτι φανατισμένο και εγκληματικό. Μέσα από τα βιβλία της τριλογίας, περνάνε ιστορικά επεισόδια άγνωστα στους περισσότερους, όπως ο μικρός εμφύλιος που ξέσπασε στην Βιέννη λίγο πριν το Άνσλους (την προσάρτηση της Αυστρίας στην Χιτλερική Γερμανία), τις βίαιες και πολύνεκρες μάχες μεταξύ των Ουστάσι (των Κροατών συνεργατών των Ναζί) και των αντιστασιακών ομάδων στην Γιουγκοσλαβία, οι σφαγές των Εβραίων όχι μόνο από τους Γερμανούς αλλά και από τους Πολωνούς στην ταλαιπωρημένη αυτή χώρα.

«Όχι, δεν περιφρονώ την τέχνη της ευτυχίας, το γνωρίζετε καλά αυτό, καθηγητά. Ούτε υποτιμώ την ευτυχία που μπορεί να προσφέρει μια γυναίκα, και που η εκπλήρωσή της ανατροφοδοτεί τη νοσταλγία και ξεδιπλώνει μπροστά μας ένα τοπίο που μας καθοδηγεί να το ανακαλύψουμε / και σαν μουσική μας κυριεύει αναπάντεχα, ολοκληρωτικά. Ωστόσο, χρειάζεται να σας το πω εγώ, πως μόνο η δυστυχία μας σπρώχνει να κάνουμε αυτοσκοπό τον αντίποδά της, την ευτυχία; Και πως μόνο η τραγικότητα της εικόνας του κόσμου προσδίδει τέτοια αίγλη στην ευτυχία; Απομένει η ευτυχία ως μέσον. Εδώ η αποτυχία είναι εξαρχής δεδομένη. Διότι η ευτυχία δεν είναι παρά το κακής ποιότητας ποτό της λήθης. Η μνήμη συγκρατεί ευχερώς τι είναι αυτό που μας έκανε να ξεχάσουμε. Κάνουμε σχέδια για την αιωνιότητα και αναλώνουμε τη ζωή μας σε μια μόνο στιγμή / κάνουμε σχέδια για το άπιαστο μέλλον και το μόνο που μας αναλογεί είναι μετά βίας μετρήσιμη ασημαντότητα της ύπαρξής μας. Απέναντι λοιπόν σ’ αυτή τη θλίψη της λιγοστής διάρκειας και του χαμένου μεγαλείου, που έχει θέση η ευτυχία;»

Η πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη τριλογία του Σπέρμπερ είναι ένα πολιτικό και φιλοσοφικό έργο με αξέχαστους χαρακτήρες, ακόμα και οι δευτερεύοντες είναι εξίσου σημαντικοί όπως οι πρωταγωνιστές, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η φυσιογνωμία του κάποτε "κομμουνιστοφάγου" και μετέπειτα Σταλινικού υπηρέτη, που παρουσιάζεται στην αρχή ως Μίροσλαβ Χάβιτς, ένας διαβόητος αστυνομικός επιθεωρητής γνωστός με το παρατσούκλι Σλάβκο, ο οποίος αφού υπήρξε δεινός διώκτης των Σέρβων στην περίοδο των Αψβούργων, σταδιοδρόμησε επαγγελματικά ως δεινός διώκτης των κομμουνιστών υπό τον Καραγεώργεβιτς και από το φθινόπωρο του 1941 επανεμφανίστηκε ως πράκτορας της Γκε Πε Ου, ένας από τους μυστικούς εκπροσώπους των Ρώσων στους αντάρτες, ένας πραγματικός άνθρωπος για όλες τις εποχές, από τους εκατοντάδες που σταδιοδρόμησαν σ'αυτού του τύπου τα καθεστώτα...


Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προσωπικότητα του κεντρικού ήρωα του βιβλίου, Ντόινο Φάμπερ αποτελεί ένα είδος alter-ego του συγγραφέα. Τα 3 μυθιστορήματα που απαρτίζουν την τριλογία, είναι χαρακτηριστικά της κεντροευρωπαϊκής σχολής των μεγάλων αφηγήσεων, ενώ η πολιτική τους διάσταση θυμίζει το (άλλο μεγάλο αριστούργημα) "ΜΗΔΕΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ" του Άρθουρ Καίσλερ. Εξάλλου και το "ΔΑΚΡΥ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ" γνώρισε την αποθεωτική αποδοχή κριτικής και κοινού μετά το 1970 παρότι κυκλοφόρησε στην οριστική του μορφή στα γερμανικά στις αρχές της δεκαετίας του '60 (στην Γαλλία είχε κυκλοφορήσει μια δεκαετία νωρίτερα). Στην δημοφιλία του στην Γερμανία συνετέλεσε και η ιδιαίτερα αξιόλογη τηλεοπτικήμεταφορά του, το 1970.


Εν κατακλείδι, το ΔΑΚΡΥ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ, αυτή η ελεγεία, που αποτελεί και την απόδοση στη λογοτεχνία της διάψευσης μιας ουτοπίας, ένα λογοτεχνικό αριστουργηματικό έπος, με συνεχή και στοχαστικό διάλογο, θα μείνει αξέχαστο σε όποιον το διαβάσει. Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στις εκδόσεις Καστανιώτη που αποφάσισαν να εκδώσουν αυτό το αριστούργημα, όπως και στην ικανότατη μεταφράστρια Έμη Βαϊκούση που που έκανε σπουδαία δουλειά.


 
Παρασκευή, Αυγούστου 14, 2015
posted by Librofilo at Παρασκευή, Αυγούστου 14, 2015 | Permalink
Αλήθεια
"Ποιός μιλάει για νίκη; Η αντοχή είναι το παν." Ρ.Μ.Ρίλκε

Ότι ο Peter Temple (Νότια Αφρική,1946) είναι ένας μαιτρ του αστυνομικού μυθιστορήματος που εκτείνεται σε κοινωνικά επίπεδα, το γνωρίζουμε καλά, από τα προηγούμενα βιβλία του, που έχουν εκδοθεί στη χώρα μας. Οπότε διαβάζοντας την "ΑΛΗΘΕΙΑ" ("Truth"), (εκδ. Τόπος, μετάφρ. Γ.Μπέτσος, σελ.435), η αίσθηση της αναγνωστικής απόλαυσης ήταν αναμενόμενη (και δεδομένη), διότι οι ιστορίες που αφηγείται ο εξαιρετικός αυτός συγγραφέας είναι αφοπλιστικές, με έναν ιδιαίτερα καλοκουρδισμένο ρυθμό που δεν σ' αφήνει να ηρεμήσεις.

Ο ήρωας του μυθιστορήματος του Τεμπλ, είναι ο Στίβεν Βιλάνι, επικεφαλής του τμήματος Ανθρωποκτονιών της Μελβούρνης, στην πολιτεία της Βικτόρια της Αυστραλίας. Είναι ένας άνθρωπος που με την σκληρή του δουλειά έχει φτάσει σε υψηλά αξιώματα μέσα στο σώμα, αλλά το έχει πληρώσει με την αποτυχία στην προσωπική του ζωή. Με την σύζυγό του διατηρούν μια τυπική σχέση και με τις δύο του κόρες, τις οποίες δεν βλέπει σχεδόν ποτέ, η επαφή έχει χαθεί εδώ και καιρό. Αλλά και με τον πατέρα του, ο οποίος διατηρεί μια μεγάλη φάρμα αρκετά μακριά από την πόλη, υπάρχει μια σχέση μίσους-αγάπης.

Το χρονικό πλαίσιο της δράσης είναι ένα βασανιστικό (για τους κατοίκους της Βικτόρια) καλοκαίρι της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, όπου οι πυρκαγιές κατέκαψαν τεράστιες εκτάσεις γης. Μέσα σ' αυτήν την πνιγηρή (από κάθε άποψη) ατμόσφαιρας, ο Βιλάνι βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο περίεργες υποθέσεις, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, οι οποίες όμως μπορεί να συνδέονται. Μια γυναίκα πολύ νεαρής ηλικίας βρίσκεται νεκρή από πνιγμό, γυμνή (και τα ρούχα της άφαντα), στην τουαλέτα ενός υπερσύγχρονου διαμερίσματος ενός συγκροτήματος κατοικιών, με σούπερ συστήματα ασφαλείας, κάμερες παντού, όπου φαίνεται όλα είχαν πάθει βλάβη το χρονικό διάστημα της δολοφονίας. Την επόμενη ημέρα, τρία πτώματα (γνωστών στις αρχές) εμπόρων ναρκωτικών βρίσκονται κατακρεουργημένα σε μια αποθήκη στις άκρες της πόλης.

"Ο Βιλάνι σκέφτηκε τα πτώματα που είχε δει ο ίδιος. Τα θυμόταν όλα. Πτώματα σε εργατικές κατοικίες, σε χαμηλά σπίτια με καφέ ψεύτικα επικολλημένα τούβλα, σε σύσκατα στενά, στο κηλιδωμένο τσιμέντο αυλών, σε πορτμπαγκάζ· πτώματα φρακαρισμένα σε σωλήνες αποχέτευσης, σε βόθρους, βυθισμένα σε φράγματα, σε ποτάμια, σε ποταμάκια, σε κανάλια, θαμμένα κάτω από σπίτια, ριγμένα σε πηγάδια ορυχείων, χτισμένα σε τοίχους, ταριχευμένα σε τσιμέντο· άνθρωποι που τους είχαν πυροβολήσει, τους είχαν μαχαιρώσει, τους είχαν στραγγαλίσει, τους είχαν πολτοποιήσει το κρανίο, το κορμί, δηλητηριασμένοι, πνιγμένοι, σκοτωμένοι με ηλεκτροπληξία, στραγγαλισμένοι, που τους είχαν αφήσει να πεθάνουν από ασιτία, σουβλισμένοι, κομμένοι κομματάκια, που τους είχαν πετάξει από ταράτσες, από γέφυρες. Ποτέ δεν θα κατάφερνε να ξεπλύνει τη μνήμη του από αυτά, να αποτινάξει τις αναμνήσεις, η θέα των νεκρών τον είχε σημαδέψει, όπως είχαν σημαδέψει και τον πατέρα του οι ζωές που είχε πάρει, το μακελειό που είχε δει."

Ο Βιλάνι και η ομάδα του, βρίσκουν από την αρχή ένα σωρό εμπόδια στην προσπάθειά τους να εξιχνιάσουν τις υποθέσεις αυτές. Από παντού υπάρχουν παρεμβάσεις να κλείσουν όπως όπως, οι δύο υποθέσεις, πολιτικοί από όλες τις πλευρές, πανίσχυροι δημοσιογράφοι, η εταιρία που έχει στην κατοχή της το πολυτελέστατο και πανάκριβο συγκρότημα κατοικιών και που δεν θέλουν να μαθευτεί τίποτα προς τα έξω, ώστε τα διαμερίσματα να διατηρήσουν την αξία τους, ενώ ακόμα και μέσα από την Αστυνομική διεύθυνση, τα αφεντικά ουσιαστικά του Βιλάνι, προσπαθούν να παρεμποδίσουν την πορεία των ερευνών.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η μικρότερη κόρη του Βιλάνι εξαφανίζεται από το σπίτι, μπλέκοντας με ναρκωτικά, με την σύζυγό του επέρχεται η οριστική ρήξη, η εντυπωσιακή και πασίγνωστη δημοσιογράφος με την οποία έχει ερωτική σχέση μάλλον τον χρησιμοποιεί, οι άντρες της ομάδας του αμφισβητούν ανοιχτά τις μεθόδους του, και το κτήμα που μεγάλωσε κινδυνεύει από την επέκταση της φωτιάς που μαίνεται ανεξέλεγκτη, ο δε (βετεράνος του Βιετνάμ) πατέρας του αρνείται να το εγκαταλείψει. Η ζωή του Βιλάνι είναι ένα απέραντο χάος.


Το μυθιστόρημα του Τεμπλ μπορεί να έχει αστυνομική φόρμα και να υποτάσσεται στους κανόνες του είδους, αλλά μοιάζει περισσότερο με μια πολιτικοκοινωνική δυστοπία του 21ου αιώνα. Η μεγαλούπολη είναι εφιαλτική, στους δρόμους γίνεται της μουρλής, ενώ η διαφθορά στην πολιτική αλλά και στην κοινωνική ζωή είναι διαρκώς παρούσα με τον εμφαντικότερο τρόπο.

Ο ήρωας, ο Βιλάνι είναι ένας άνθρωπος κατεστραμμένος και αποκαρδιωμένος που βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με προσωπικά και επαγγελματικά διλήμματα. Από την άλλη είναι σκληρός και πολύ ξεροκέφαλος, για να το βάλει κάτω, δεν είναι ούτε κι αυτός αθώος, έχει κάνει τις "λαδιές" του. Θα συγκρουσθεί με όλους, τις δυνατές κατασκευαστικές εταιρίες, τους πάμπλουτους που εξουσιάζουν πολιτικούς και δημοσιογράφους, τους ανωτέρους του, την ίδια του την οικογένεια.


Χαλαρό σίκουελ της αριστουργηματικής "Τσακισμένης ακτής", η "Αλήθεια", είναι ένα υπαρξιακό και ελεγειακό μυθιστόρημα με την μορφή ενός σκληρού αστικού νουάρ. Συναρπαστικό και στιβαρό, με εξαίρετη δομή και ανάπτυξη, μπορεί να μη φθάνει στα ύψη του τόσο εντυπωσιακού προηγούμενου του μυθιστορήματος, αλλά η ένταση "χτυπάει κόκκινο" κι εδώ, η προβληματική που αναπτύσσει σε όλα του τα βιβλία ο συγγραφέας, είναι διαρκώς παρούσα (πολιτική και κοινωνική διαφθορά, ρατσισμός, οικολογική καταστροφή). Είναι μεγάλος συγγραφέας ο, πολιτογραφημένος Αυστραλός πλέον, Τεμπλ, και το αποδεικνύει με κάθε βιβλίο του.


 
Δευτέρα, Αυγούστου 10, 2015
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 10, 2015 | Permalink
Πόσο αξίζει μια ανθρώπινη ζωή;
Ευτυχώς που γράφονται ακόμα βιβλία σαν το αριστουργηματικό "ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΓΩ ΟΝΟΜΑΖΩ ΛΗΘΗ" ("Ce que j'appelle oubli") του  Γάλλου πεζογράφου Laurent Mauvignier (Τουρ,1967), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Σπ.Γιανναρά, σελ. 75), κείμενα που δικαιολογούν απόλυτα όλα τα κλισέ που χρησιμοποιούνται απ' εδώ και από εκεί, όπως "γροθιά στο στομάχι" κλπ, βιβλία που αφυπνίζουν τον αναγνώστη και που διαβάζονται απνευστί όχι μόνο για μια φορά αλλά ξανά και ξανά για να συνειδητοποιήσεις τι ακριβώς διάβασες (ή τι ήταν αυτό που σου' ρθε κατακέφαλα).

Μια είδηση που συνήθως, περνάει στα "ψιλά" των εφημερίδων προέτρεψε τον Μωβινιέ να γράψει το συγκλονιστικό βιβλίο του. Ένας άνδρας βρίσκεται νεκρός μέσα σε ένα σουπερμάρκετ μετά από ξυλοδαρμό που υπέστη από την ασφάλεια του καταστήματος. Οι περισσότεροι ούτε καν βλέπουν την είδηση, την προσπερνάνε αδιάφορα, κυρίως δε, όταν ο νεκρός είναι μετανάστης σκούρου χρώματος. Στα ειδησεογραφικά sites από τα οποία ενημερώνονται πλέον οι περισσότεροι, η είδηση ενδέχεται να μην εμφανίζεται μετά από 3-4 ώρες, λόγω της συνεχούς ροής.
Ένας νεαρός έγχρωμος κλέβει μια μπίρα σε ένα Carrefour της Λυόν, το 2009. Συλλαμβάνεται από τους άνδρες της ασφάλειας του καταστήματος, μεταφέρεται στο γραφείο ασφαλείας όπου εκεί, ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου. Αδιανόητο;

"και αυτό που είπε ο εισαγγελέας είναι πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πεθαίνει για κάτι τόσο μηδαμινό, πως είναι άδικο να πεθαίνει κανείς για ένα κουτάκι μπίρα που ο τύπος κράτησε στα χέρια του τόσο ώστε να μπορέσουν οι φύλακες να τον κατηγορήσουν για ληστεία και να περηφανεύονται αργότερα πως τον εντόπισαν και τον ξεχώρισαν, εκεί, ανάμεσα στους άλλους που ψώνιζαν, τόσο ώστε εκείνος να αποπειραθεί - έτσι είναι - να προσπαθήσει να τρέξει προς τα ταμεία ή να επιχειρήσει μια χειρονομία αντίστασης, γιατί τότε θα καταλάβαινε για τι ήταν ικανοί οι φύλακες..."

Ένας ανώνυμος αφηγητής μιλάει στον αδερφό του θύματος και του εξιστορεί το γεγονός στο κείμενο του Μωβινιέ. Είναι ουσιαστικά ένας μονόλογος χωρίς διακοπή, θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλο το κείμενο είναι μία πρόταση αφού δεν υπάρχει τελεία. Ο αναγνώστης δεν παίρνει ανάσα, όχι μόνο λόγω της μορφής του κειμένου, αλλά και λόγω του περιεχομένου. Είναι ένας θρήνος και ταυτόχρονα μια καταγγελία.

Η μοναδική ικανότητα του συγγραφέα (και η μεγάλη του "μαγκιά" ταυτόχρονα) είναι η ζωντάνια της αφήγησης. Δεν διαβάζουμε μια απλή καταγραφή του γεγονότος αλλά μια απεικόνιση του σε κινηματογραφικό στυλ και με χρήση μιας "κάμερας-στιλό". Το ίδιο το γεγονός απεικονίζεται υπό διαφορετικές γωνίες, ενώ κάποιες φορές δίνει την εντύπωση μιας εικόνας σε αργή κίνηση, κάτι που τονίζει το δραματικό στοιχείο της "ιστορίας" αλλά και τον παραλογισμό της.

"...δεν αμαυρώνω την εικόνα, σου τ' ορκίζομαι, δεν αμαυρώνω τίποτα, όλα αυτά είναι αλήθεια, όπως σ' τα λέω, κι εσύ κάθεσαι και με κοιτάς σαν μαλάκας, χωρίς ούτε να ξέρεις πόσο αξίζει μια ζωή, το ξέρεις, όχι; δεν το ξέρεις; ε, κατάλαβε λοιπόν ότι εκείνος είχε τον χρόνο να αντιληφθεί την αξία της δικής του, και θα μπορούσε να το πει χωρίς να κινδυνεύει να κάνει λάθος, ούτε να βάλει τα κλάματα γιατί για κείνον ισχύει κι αυτό, πως δηλαδή η εποχή των δακρύων έχει παρέλθει, τον απάλλαξαν απ' αυτά, μα κι από τα γέλια ακόμα, οπότε θα μπορούσε να από κει που είναι να πει, αξίζω, άξιζα, μια ζωή πρέπει να αξίζει κάτι παραπάνω από μια μπίρα, μια εξάδα; μια δωδεκάδα, εικοσιτέσσερις μπίρες, όχι, δεν νομίζεις; είναι πολύ; κι αν γεμίζοντας ένα καρότσι ο εισαγγελέας αποφαινόταν πως αυτή είναι η πραγματική αξία και πως δεν άξιζε παραπάνω;"

Ο Μωβινιέ μας θέτει προ των ευθυνών μας...Πόσο αξίζει μια ανθρώπινη ζωή; Πότε ένας θάνατος είναι "δικαιολογημένος" και δεν μας εντυπωσιάζει; Με ένα καφάσι μπίρες ή με ένα κιβώτιο καλό ουίσκι; Ένα εισιτήριο λεωφορείου (για να έρθω στα δικά μας) ή μια δεσμίδα εισιτηρίων; μια βιντεοκάμερα ή πολλές; ένα τελάρο φράουλες ή καμιά δεκαριά κιλά; Το βιβλίο απευθύνεται σε όλους μας που παρασυρμένοι από την καθημερινότητά μας, το αστικό μας βόλεμα προσπερνάμε αδιάφοροι όλα αυτά που μας ενοχλούν (και είναι πολλά).



Δεν μπορείς να γράψεις πολλά ή να φλυαρήσεις γι' αυτό το αξέχαστο κείμενο. Βιβλίο παθιασμένο και συγκινητικό, συγκλονιστικό και μεγαλειώδες το μικρό αυτό τομίδιο των μόλις 60 σελίδων, που συνοδεύεται από ένα υπέροχο και κατατοπιστικότατο επίμετρο του Σπύρου Γιανναρά. Εδώ δεν μιλάμε για "απόλαυση" ή "μυσταγωγία" αλλά για αυτό το είδος της λογοτεχνίας που συνταράζει και δονεί, και που ακολουθεί με ακρίβεια την ρήση του Φραντς Κάφκα για τα βιβλία "που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας".


 
Δευτέρα, Αυγούστου 03, 2015
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 03, 2015 | Permalink
«Δεν θα ζήσω ανάμεσά σας»
Εκεί που η «Έρημος των Ταρτάρων» συναντάει το «Άλαμο», βρίσκεται το εκπληκτικό μυθιστόρημα «ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΑΛΟΓΟ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ» («Blue horse dreaming»), της πολύ αξιόλογης Αμερικανίδας συγγραφέως Melanie Wallace (New Hampshire,1949), (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Κρ.Γλυνιαδάκη, σελ.328) σε ένα ιδιότυπο γουέστερν, στοχαστικό και βίαιο, σαγηνευτικό και μυστηριώδες, το οποίο αποτέλεσε και το ντεμπούτο της στην λογοτεχνική σκηνή, το 2003.

Το σκηνικό είναι ένα οχυρό χαμένο στα βάθη της ερήμου, κάπου στη Δύση ξεχασμένο απ'όλους. Θα μπορούσε να ήταν μια αποστολή στο μακρινό διάστημα, σε έναν πλανήτη, που περιμένει δεκαετίες για μια βοήθεια…Στο μυθιστόρημα της Γουάλας βρισκόμαστε λίγο μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο στο οχυρό 2881 και ο ταγματάρχης Ρόμπερτ Κάτερ που το διοικεί, έχοντας περιπέσει σε δυσμένεια από τις Στρατιωτικές αρχές μετά το τέλος του Εμφυλίου, καταθλιπτικός και σε κατάσταση παράνοιας, απομονωμένος από την οικογένειά του καθώς έχει χρόνια επικοινωνήσει μαζί τους, έχει χάσει κάθε ελπίδα βοήθειας. Οι μερίδες φαγητού όλο και μικραίνουν, οι μικρές αποστολές με το ταχυδρομείο όπου απεγνωσμένα ζητάει βοήθεια, δεν γυρίζουν πίσω, ουδείς γνωρίζει τι απέγιναν, και ούτε κάτι έρχεται, όποια αποστολή φεύγει δεν ξαναγυρίζει. Ούτε τα καραβάνια για την Δύση δεν περνάνε πια από εκεί, καθώς έχουν χαραχτεί καινούριες διαδρομές περισσότερο ασφαλείς, πιο προστατευμένες από τις επιθέσεις των Ινδιάνων («αγρίων» όπως αποκαλούνται στο βιβλίο).

«Τι τρομερό μέρος, σκέφτεται ο Κάτερ, αδυνατώντας να βγάλει από το μυαλό του την αίσθηση ότι αυτός κι οι άνδρες του είναι ναυαγοί σε μια θάλασσα νήνεμη, δίχως δυνατότητα επιστροφής, δίχως να μπορούν να θυμηθούν ποια ρεύματα τους έφεραν ως εδώ, τους άφησαν να επιπλέουν στ’ ανοιχτά, ανήμποροι και χαμένοι σ’ένα τοπίο επικίνδυνο, απέραντο κι αφιλόξενο σαν τη θάλασσα. Πέρα από τους φράχτες του οχυρού ο κόσμος, τρομακτικά και ακατανόητα αχανής, στροβιλίζεται αδιάκοπα προς την αιωνιότητα, σαν τις εκτάσεις των ωκεανών. Τι τρομερό μέρος, ξανασκέφτεται ο Κάτερ, καταπίνει τη χολή που του καίει το λαιμό, και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Τρομερό σαν τον πόλεμο που, αφού τραβήχτηκε σαν την παλίρροια, τους παράτησε εκεί – αυτόν και το στράτευμά του – σαν επιπλέοντα συντρίμμια βγαλμένα από τον βαθύ και σκοτεινό του βυθό. Εκείνοι, εμείς, τούτο εδώ το μέρος, συλλογίζεται ο Κάτερ, είμαστε τα αποκαΐδια του πολέμου. Μια υποσημείωση.»

Κάτι αλλάζει όμως, όταν καταφθάνει στο Οχυρό, το αναγνωριστικό απόσπασμα που είχε αποσταλεί για να βρει δύο γυναίκες που είχαν απαχθεί πριν από 4 χρόνια από μια ομάδα Ινδιάνων και που ο κουνιάδος της μιας και ο σύζυγος της άλλης είχαν πιέσει τον Κάτερ να στείλει απόσπασμα για να τις ψάξουν καθώς είχαν επαρκή στοιχεία για το που βρίσκονταν. Η αποστολή επιτυγχάνει μετά από διαπραγματεύσεις (που ακολούθησαν την σφαγή των Ινδιάνων), και μαζί τους φέρνουν τις δύο γυναίκες (τις οποίες ανταλλάσσουν με 3 αιχμάλωτους Ινδιάνους), την Κόνστανς Σμιθ, η οποία έχει παραφρονήσει από τη χαρά της που διεσώθη (ώσπου τρώει μια δυνατή σφαλιάρα από τον σύζυγό της), και την Άμπιγκέιλ Μπιούελ, η οποία είναι καθισμένη πάνω σε ένα επιβλητικό γαλάζιο άλογο, είναι σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και στέκεται αμίλητη και συνοφρυωμένη κοιτάζοντας γύρω της. Η μοναδική πρόταση που ακούει ο ταγματάρχης Κάτερ να βγαίνει από τα χείλη της, είναι: «Δεν θα ζήσω ανάμεσά σας».

Η Άμπιγκέιλ δεν θα φύγει από το Οχυρό, δεν θα ακολουθήσει τον αδερφό του άντρα της, τον οποίον μισεί, θα μείνει στον στάβλο με το άλογό της, φύλακα και σύντροφό της ταυτόχρονα. Θρηνεί για την απώλεια του Ινδιάνου συντρόφου της και του μικρού αγοριού που είχε μαζί του. Ουρλιάζει μέσα στη νύχτα και οι στρατιώτες θεωρούν ότι κουβαλάει μαζί της το «πνεύμα του κακού» που θα τους αφανίσει όλους από την πείνα. Τροφή δέχεται μόνο από τα χέρια του έγχρωμου σιδηρουργού του στρατοπέδου. Θα φέρει στον κόσμο ένα ασθενικό και ετοιμοθάνατο πλάσμα, το οποίο θα πεθάνει λίγες μέρες αργότερα. Ο Κάτερ προσπαθεί να την καταλάβει, την συμπονάει, την παίρνει στο δωμάτιο του για να την προστατέψει από τους έξαλλους στρατιώτες. Η Άμπιγκέιλ είναι εξάλλου η μόνη που «βλέπει» τον εφιάλτη του, το μικρό αγόρι που κυκλοφορεί ως οπτασία στο στρατόπεδο.

Η συγγραφέας δεν ακολουθεί γραμμική αφήγηση στα γεγονότα. Από την αρχή σχεδόν του βιβλίου γνωρίζουμε ότι ο ταγματάρχης Κάτερ θα αποπεμφθεί από το στράτευμα και η Άμπιγκέιλ Μπιούελ θα καταλήξει σε άσυλο ψυχικών νοσημάτων. Ο δημοσιογράφος Γκάμπριελ που θα παρακολουθήσει την ιστορία της καθώς είχε πάει στο Οχυρό μαθαίνοντας για την εξεύρεση των δύο γυναικών (καθώς οι ιστορίες τέτοιου είδους ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς τα χρόνια εκείνα), θα είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των χρονικών περιόδων που καλύπτει το μυθιστόρημα.
Για την ίδια την Άμπιγκέιλ δεν θα μάθουμε πολλά, κόρη πόρνης, έζησε τα παιδικά της χρόνια από σπίτι σε σπίτι προϊόν συναλλαγής (αγοραπωλησίας) ώσπου ο απατεώνας που την είχε αγοράσει για να εξαπατάει εύπιστες νοικοκυρές, την πούλησε στους αδερφούς Μπιούελ για να παντρευτεί τον έναν από τους δύο, ο οποίος θα δολοφονηθεί από τους Ινδιάνους στην επιδρομή στην οποία εκείνη αιχμαλωτίστηκε από αυτούς. Στον καταυλισμό των «αγρίων» θα γνωρίσει μια κοινωνία αγνή και απλή, θα ερωτευτεί, θα γίνει ένα μ’αυτούς στην δύσκολη και κυνηγημένη ζωή τους, μέχρι να επανέλθει με βίαιο τρόπο στον «πολιτισμό».

«Ο Γκάμπριελ κρατάει το φλασκί μετέωρο, περιμένει.
Στο τέλος, το μόνο πράγμα που θα έχει σημασία είναι τι νομίζει εκείνη.
Για ποιο πράγμα;
Για όλα αυτά που πέρασε. Για το τι σήμαιναν για εκείνη οι άγριοι – για τα πάντα. Για το τι σημαίνουμε εμείς γι’αυτήν, όλα αυτά, ο πολιτισμός.
Είναι μία από εμάς.
Όχι όμως από επιλογή της, απ’ ό,τι φαίνεται. Κι αν όντως είναι μία από εμάς, δεν μπορώ να φανταστώ τι νόημα μπορεί να έχει αυτό για εκείνη.
Τι νόημα έχει για σένα;
Σε αυτό το σημείο της ζωής μου, απαντά εντέλει ο ταγματάρχης, θα έλεγα ότι σημαίνει πως είμαι μέρος μιας ανεξήγητης κτηνωδίας.»

Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου, ο Κάτερ και η Άμπιγκέιλ είναι συγκλονιστικοί μυθιστορηματικοί ήρωες και ο αναγνώστης συμπάσχει μαζί τους. Η γραφή της Γουάλας γεμάτη ευαισθησία και συναίσθημα ταυτίζεται και περιγράφει υπέροχα αυτό το ιδιότυπο ζευγάρι των ηρώων της σε ένα βιβλίο που μιλάει για το χθες της Αμερικάνικης Δύσης με πολλές παραπομπές στο σήμερα ή και στο αύριο. Οι δύο ήρωες της ταπεινώνονται κι εξευτελίζονται από τις αρχές και από τους συμπατριώτες τους οι οποίοι αδυνατούν να τους κατανοήσουν, είναι χαμένοι ο καθένας στον κόσμο του, στα οράματά του – η ζωή τους είναι αλλού, κάπου μακριά, ξέρουν ότι δεν θα την ξαναβρούν και περιμένουν το ανακουφιστικό τέλος.

Η Γουάλας ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, μεταξύ ρεαλισμού και ονειρικού πλαισίου. Από την κόλαση του στρατοπέδου, με την πείνα και την δυσωδία, ξαφνικά μεταφερόμαστε στον σουρεαλιστικό κόσμο των καταστίχων (ή και ημερολογίων) του νεκρού πλέον ανεφοδιαστή όπου ο Κάτερ προσθέτει δικά του «φιλοσοφικά» ερωτήματα, ή, στα ανεπίδοτα γράμματα στην νεκρή πλέον σύζυγό του Λαβίνια, όπου ο Κάτερ εξιστορεί τα γεγονότα και αναλύει τα οράματά του και τις σκέψεις του, ή σε εικόνες μοναδικής ομορφιάς, όπως η ομίχλη που τυλίγει το καραβάνι που εγκαταλείπει το Οχυρό έχοντας μαζί του, τον Κάτερ και την Άμπιγκέιλ οι οποίοι επιστρέφουν στον «πολιτισμό» και στον ουσιαστικό τους θάνατο.


Είναι ένα μυθιστόρημα για την απώλεια, την αναζήτηση ταυτότητας, την μοναξιά, τα όρια του πολιτισμού, την ανθρώπινη κτηνωδία. Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι η Wallace (που είχαμε εξίσου εντυπωσιασθεί από τον εξαιρετικό "Χειμώνα" της μερικά χρόνια πριν) δεν αναπτύσσει ιδιαίτερα την πλοκή και η ηρωίδα της η Άμπιγκέιλ παραμένει αινιγματική και μυστηριώδης μέχρι το τέλος, ενώ προϋποθέσεις που καλλιεργούνται με την εντυπωσιακή εισαγωγή του μυθιστορήματος δεν ανταποκρίνονται στο φινάλε που δεν στέκεται στο ίδιο ύψος. Βεβαίως αυτό είναι μια λεπτομέρεια που κάποιους θα ενδιαφέρει και άλλους όχι, διότι το βιβλίο είναι πολύ εντυπωσιακό και γοητευτικό, η ατμόσφαιρα είναι έξοχη και οι χαρακτήρες σε ακολουθούν για καιρό μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης.