Με πολλή συγκίνηση, ξαναδιάβασα μετά από πολλές δεκαετίες, ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα των νεανικών μου χρόνων, το εμβληματικό
Νέα Υόρκη 1914-1986), που εκδόθηκε ξανά μέσα στη χρονιά, μετά από πολλές δεκαετίες, από τις
) και με είχε συγκλονίσει, το δάνειζα από δω κι εκεί, τελικά δεν μου επεστράφη ποτέ!
«Ο Βοηθός», έχει όλα τα στοιχεία ενός νατουραλιστικού μυθιστορήματος, ενός δράματος για την καθημερινή επιβίωση στη μεγαλούπολη, για τον καθημερινό αγώνα των μεταναστών σε μια πόλη που είναι εχθρική γι’ αυτούς. Είναι όμως κι ένα βιβλίο με μεγάλο συμβολικό χαρακτήρα, σε μια ιστορία που θα παρασύρει τον αναγνώστη της, με τον ρυθμό και την αφηγηματική μαεστρία του δημιουργού της.
Οι κεντρικοί χαρακτήρες στο βιβλίο του Μάλαμουντ, είναι τρεις. Ο 60άχρονος εβραίος μπακάλης Μόρις Μπόμπερ , που διατηρεί ένα μικρό παντοπωλείο στο Μπρούκλιν, η κόρη του Έλεν, μια νεαρή κοπέλα που εργάζεται για να συνεισφέρει στην οικογένεια, ενώ έχει σαν όνειρο της, να φοιτήσει Λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο, και ο (Ιταλικής καταγωγής) Φρανκ Αλπάιν που η παρουσία του θα παίξει κυρίαρχο ρόλο στην ιστορία.
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και το παντοπωλείο του Μόρις φυτοζωεί, παρά τη σκληρή δουλειά του Μόρις και της συζύγου του Άιντα (που φτιάχνει τις χειροποίητες σαλάτες), τα έσοδα όλο και λιγοστεύουν. Τα νέα πιο μοντέρνα μπακάλικα στην περιοχή παίρνουν την πελατεία και παρά τις καλές σχέσεις που έχει ο Μόρις με όλους, βλέπει καθαρά ότι η επιχείρησή του δεν έχει μέλλον. Μια νύχτα καθώς ετοιμάζεται να κλείσει (το σπίτι του ήταν πάνω από το κατάστημα), και μετράει τις πενιχρές εισπράξεις της ημέρας, δύο μασκοφορεμένοι λωποδύτες, ληστεύουν το μαγαζί, ενώ χτυπάνε τον Μόρις τραυματίζοντάς τον. Όσο εκείνος είναι στο κρεβάτι, το μαγαζί αναλαμβάνει η Άιντα.
«Έφερε στον νου του τις δυσκολίες που είχε περάσει, τώρα όμως τα πράγματα πήγαιναν χειρότερα από παλιά: τώρα ήταν ανυπόφορα. Το μαγαζί του βρισκόταν πάντα στην κόψη του ξυραφιού, σήμερα πάνω, αύριο κάτω , όπως φυσούσε ο άνεμος. Μέσα σε μια νύχτα, οι δουλειές μπορούσαν να καταποντιστούν σε τέτοιο βαθμό που να σε αρρωστήσουν. Πάντοτε, όμως – αυτός ήταν ο κανόνας -, ανέκαμπταν – αν και μερικές φορές έμοιαζε να περνάει αιώνας ώσπου να συμβεί κάτι τέτοιο – κι έπαιρναν τα πάνω τους, μολονότι ποτέ δεν απογειώνονταν. Όταν είχε πρωτοαγοράσει το μπακάλικο, ήταν ό,τι έπρεπε για τη γειτονιά ∙ είχε αρχίσει να ξεπέφτει όταν ξέπεσε και η γειτονιά. Παρ’ όλα αυτά, πριν από ένα χρόνο, αν έμενε ανοιχτά εφτά μέρες τη βδομάδα, δεκαέξι ώρες τη μέρα, μπορούσε ακόμα να βγάζει όσα χρειαζόταν για να ζει. Αλλά να ζει πως; Να φυτοζωεί – αλλά τουλάχιστον να ζει. Τώρα, μολονότι μοχθούσε το ίδιο σκληρά, με το ίδιο εξουθενωτικό ωράριο, βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, και η υπομονή του είχε εξαντληθεί.»
Μια μέρα, εμφανίζεται ένας νέος άνδρας, που συστήνεται ως Φρανκ Άλπάιν και ζητά δουλειά, πείθοντας τον δύσπιστο Μόρις ότι θα εργαστεί δωρεάν για να αποκομίσει εμπειρίες και να ανοίξει στο μέλλον δικό του παντοπωλείο. Ο Μόρις θα τον πάρει δοκιμαστικά και από την αρχή βλέπει ότι ο Φρανκ κερδίζει πελάτες με τον τρόπο του, καθώς δουλεύει νυχθημερόν. Ο Φρανκ όμως είναι ένας από τους δύο που λήστεψαν μερικά βράδια νωρίτερα το παντοπωλείο, και μη έχοντας «που την κεφαλή κλίναι», και γεμάτος ενοχές για την πράξη του, βλέπει ότι με αυτόν τον τρόπο ανταποδίδει εν μέρει τη ζημιά που προκάλεσε. Ο Μόρις κάποιο βράδυ, αντιλαμβανόμενος θόρυβο στο υπόγειο, ανακαλύπτει ότι ο Φρανκ κοιμάται εκεί τα βράδια, αφού αδυνατεί να νοικιάσει σπίτι. Του προσφέρει ένα δωματιάκι που είναι εντός του σπιτιού ενός νεαρού ζευγαριού που νοικιάζει ένα διαμέρισμα στο κτίριο από τον Μόρις, παραβλέποντας τις αντιρρήσεις της συζύγου του, που δεν εμπιστεύεται τον «εθνικό» Φρανκ και θεωρεί ότι οι πωλήσεις αυξάνονται επειδή οι πελάτες προτιμούν να συναλλάσσονται με κάποιον που δεν είναι εβραίος.
Ο Φρανκ από τη μια εργάζεται σκληρά και οι πωλήσεις (άρα και τα έσοδα) αυξάνονται, από την άλλη βάζει χέρι στο ταμείο, παίρνοντας μικροποσά για τις καθημερινές του «ανάγκες». Προσπαθεί να πείσει τον Μόρις να βάλουν κι άλλα πράγματα στο μαγαζί, ενώ φλερτάρει την Έλεν, στην αρχή διακριτικά και αργότερα εντονότερα. Εκείνη αρχικά, δεν ανταποκρίνεται αλλά την συγκινεί το ενδιαφέρον του Φρανκ, που παρά την σπασμένη του μύτη, είναι ένας όμορφος άνδρας. Η εμφάνιση του συνεταίρου του στη ληστεία, του Γουόρντ, θα περιπλέξει την κατάσταση όχι μόνο στο παντοπωλείο αλλά και στην ήδη διαφαινόμενη σχέση του Φρανκ με την Έλεν, δίνοντας ένα δραματικό τόνο στην ιστορία.
«Διάβασε ένα βιβλίο για τους Εβραίους, μια συνοπτική ιστορία τους. Είχε δει πολλές φορές αυτό το βιβλίο σ’ ένα από τα ράφια της βιβλιοθήκης και δεν το είχε κατεβάσει ποτέ, μια μέρα όμως το ξεφύλισσε για να ικανοποιήσει την περιέργειά του. Διάβασε το πρώτο μέρος μ’ ενδιαφέρον, αλλά μετά τις Σταυροφορίες και τη Ιερά Εξέταση, όταν άρχισαν οι Εβραίοι να δοκιμάζονται σκληρά, χρειάστηκε να πιέσει τον εαυτό του για να συνεχίσει το διάβασμα. Πήδηξε τις αιμοσταγείς περιγραφές, αλλά διάβασε αργά και προσεκτικά τα κεφάλαια που αφορούσαν τον πολιτισμό και τα επιτεύγματά τους. Διάβασε επίσης για τα γκέτο, όπου οι μισοπεθαμένοι από την πείνα, γενειοφόροι έγκλειστοι ξόδευαν τη ζωή τους προσπαθώντας να καταλάβουν γιατί ήταν ο Περιούσιος Λαός. Κι εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει γιατί, αλλά δεν τα κατάφερνε. Δεν μπόρεσε να τελειώσει το βιβλίο και το επέστρεψε μισοδιαβασμένο στη βιβλιοθήκη.»
Το μυθιστόρημα του Μάλαμουντ, είναι ρεαλιστικό και ο συγγραφέας, δεν ενδιαφέρεται να εφαρμόσει μοντερνιστικές μεθόδους στη περιγραφή της ιστορίας του. Αφήνει την πλοκή και την καθαρότητα στη δύναμη αυτών που περιγράφει να μιλήσουν, καθώς αναπτύσσεται κλιμακωτά και με ακρίβεια, η δράση για να φτάσει στο έξοχο φινάλε που (χωρίς να περιέχει καμία ανατροπή), αφήνει τον αναγνώστη με το στόμα ανοιχτό. Η ιστορία των ανθρώπων που ζουν στο περιθώριο ή στη σκιά του ιστορικού γίγνεσθαι, με τα καθημερινά προβλήματα για επιβίωση να τους απασχολούν πρώτιστα (και ολοκληρωτικά), δίνει στον Μάλαμουντ την ευκαιρία να θίξει με σαφήνεια και διαύγεια την ζωή αυτών των ανθρώπων που αναζητούν μια καλύτερη τύχη (είτε είναι μετανάστες, είτε όχι) και οι γενικότερες συνθήκες δεν τους το επιτρέπουν.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου, αγωνίζονται για μια «καλύτερη ζωή» - κάτι που βέβαια εκλαμβάνεται αλλιώς από τον καθένα (κυρίως από την Έλεν – τον πιο σύνθετο χαρακτήρα του μυθιστορήματος), ενώ ο Φρανκ, ένας ήρωας «Ντοστογιεφσκικού τύπου» που λυγίζει από το βάρος των ενοχών του και της προσπάθειάς του για ανέλιξη, είναι ένας τόσο ισχυρός μυθιστορηματικός χαρακτήρας, που κερδίζει τις εντυπώσεις μέχρι το τέλος.
Το βιβλίο κινείται μέσα σε ένα βαθιά συμβολικό πλαίσιο. Το μικρό και παρακμάζον παντοπωλείο, δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο, παρά την κατάσταση των εβραίων σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Το δέσιμο, η εξάρτηση του Μόρις από το μαγαζί, είναι η προσπάθειά του να γίνει αποδεκτός, να επιβιώσει σε ένα κόσμο που δεν συμπαθεί την παρουσία του. Αλλά και σε υπαρξιακό επίπεδο, βλέπουμε το παντοπωλείο, να αποτελεί, ένα είδος λαβυρίνθου μέσα στον οποίο έχουν μπλεχτεί η οικογένεια Μπόμπερ αλλά και ο νεοαφιχθείς Φρανκ, που αργά αλλά σταθερά, παγιδεύεται εντός του, χωρίς δυνατότητα απόδρασης από αυτόν. Αν όμως το μαγαζί είναι ένα τούνελ, ένας λαβύρινθος, η Βιβλιοθήκη στην οποία καταφεύγει η Έλεν, είναι η ελπίδα, είναι ο άλλος κόσμος, είναι το «ιδανικό» το οποίο ονειρεύεται.
«Ο Βοηθός» όμως είναι ένα μυθιστόρημα και (ίσως κυρίως) για την αναζήτηση ταυτότητας. Ο Φρανκ θα θελήσει να γίνει εβραίος, για να ταυτιστεί με τον Μόρις – που δεν χρησιμεύει ως πρότυπο, αλλά περισσότερο ως έμπνευση ζωής για τον νεαρό λωποδύτη. Η Έλεν αναζητάει κι εκείνη την ταυτότητά της. Βλέπει τα λάθη που έκανε παλαιότερα στον ερωτικό τομέα, όταν είχε ερωτευτεί έναν πολύφερνο γαμπρό της περιοχής και του σχολείου της, βλέπει το αδιέξοδο της ζωής της και διακρίνει ένα φως ελπίδας σε αυτόν τον αποσυνάγωγο Φρανκ που έχει μάτια μόνο γι’ αυτήν. Οι δύο ήρωες, θα ωριμάσουν με την εξέλιξη της ιστορίας, καθώς ο ιδιοφυής συγγραφέας, τούς αναπτύσσει μεθοδικά.
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι «Ο Βοηθός», είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που η βαθιά ανθρωπιά που το κατακλύζει και η αφηγηματική μαγεία του Μάλαμουντ, το καθιστούν απολαυστικό. Είναι ένα απίστευτα σαγηνευτικό βιβλίο για την αξιοπρέπεια και την αγάπη, για την αποδοχή και την ενσυναίσθηση, για την ανθρώπινη δύναμη και τα βάσανα της ύπαρξης, για την ενσωμάτωση των μεταναστών, για το τι σημαίνει να είσαι «έντιμος και καλός» σε έναν απάνθρωπο κόσμο. Απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε λάτρη της λογοτεχνίας, και τώρα που έχω μεγαλώσει (αρκετά) και ανατρέχω διαρκώς στο παρελθόν, οφείλω να πω, πώς «Ο ΒΟΗΘΟΣ» - όπως τον είχα διαβάσει στα νιάτα μου -, είναι ένα από τα μυθιστορήματα που διαμόρφωσαν την αναγνωστική μου συνείδηση.
Υ.Γ. Το βιβλίο γνώρισε μια μέτρια αλλά προσεκτική μεταφορά στον κινηματογράφο, το 1997 από τον Ντάνιελ Πέτρι, με τους εξαιρετικούς Arnie Mueller-Stahl και Joan Plowright στους πρωταγωνιστικούς ρόλους του ζεύγους Μπόμπερ.
Βαθμολογία 88 / 100