Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2023
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2023 | Permalink
Τίνος είσαι εσύ
«Έχω τους γονείς μου που δεν προέρχονται απ’ το ίδιο
γενεαλογικό δέντρο
κι εσύ προσπαθείς να το μεγαλοποιήσεις
το αίμα, τον δεσμό, το κληροδότημα
των γενεών.
«Όλοι έχουμε τις αντιφάσεις μας
κι αυτοί που έχουν τη μύτη της μαμάς τους και τα μάτια του
μπαμπά τους
τις έχουν∙
το αίμα δεν λύνει τη σύγχυση
μα παραδέχομαι τη δική μου αντίφαση
θέλω να ξέρω το αίμα μου.
 
Ξέρω το αίμα μου.
Είναι σκούρο κόκκινο κι έρχεται
τακτικά και χρησιμοποιώ ταμπόν.
Ξέρω το αίμα μου όταν κόβω το δάχτυλό μου.
Ξέρω πώς μοιάζει το αίμα μου.»
Jackie Kay “Χαρτιά υιοθεσίας»(εκδόσεις Loggia, μετάφρ. Μ. Μπλάνα)
 
Η έννοια της καταγωγής, η δύναμη του αίματος και η μοίρα του ανθρώπου, διαπερνούν το μυθιστόρημα της Μάρως Κακαβέλα (Αθήνα, 1967) «ΤΙΝΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ» - (εκδόσεις Στερέωμα, σελ. 188), στη δυναμική και εντυπωσιακή πρώτη της εμφάνιση στην πεζογραφία. Μέσα σε ένα μυθιστόρημα, μικρό σε έκταση μεν, που όμως αποτελεί τη σύνθεση μιας οικογενειακής saga, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για ένα έπος εκατοντάδων σελίδων, η συγγραφέας επιτυγχάνει να γράψει ένα βιβλίο, με θαυμαστή οικονομία λόγου, που θίγει πολλά θέματα για συζήτηση και προβληματισμούς.


Ο Πέτρος Κατσαντώνης είναι ένας κατεστραμμένος άνθρωπος που γνωρίζει ότι δεν έχει πολύ χρόνο ζωής μπροστά του. Είναι στη μέση της έβδομης δεκαετίας της ζωής του, αλλά οι ασθένειες που τον ταλαιπωρούν, σε συνδυασμό με την μέθη στην οποία βρίσκεται καθημερινά από το πολύ ποτό – ενώ υποφέρει από κίρρωση του ήπατος -, τον κάνουν καθημερινό υποψήφιο για τα επείγοντα περιστατικά κάποιου νοσοκομείου. Η δε οικονομική του κατάσταση συμβαδίζει με την υγεία του, αφού στη τσέπη του, έχει όλη του την περιουσία, λίγο πάνω από 60 ευρώ. Τα νέα όμως που έρχονται, με τη μορφή μιας ψυχρής συμβολαιογράφου, του αλλάζουν, τώρα στο τέλος, τη ζωή. Μαθαίνει ότι η γυναίκα που τον μεγάλωσε, τον αγάπησε και τον λάτρεψε, δεν είναι η βιολογική του μητέρα, ότι έχει έναν αδερφό, τον Ρήγα Σαλούστρο, που ζει σε ένα νησί, κι ότι είναι κληρονόμος – εξ ημισείας – με αυτόν τον «άγνωστο», της περιουσίας της θείας του – της αδερφής του πατέρα του -, με μόνη προϋπόθεση, να βρει τον αδερφό του και να του το ανακοινώσει ο ίδιος, αλλιώς κανείς δεν θα λάβει τίποτα και τα χρήματα και η ακίνητη περιουσία, θα πάνε σε ιδρύματα.
 
Ο Πέτρος Κατσαντώνης, υπήρξε ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους δημοσιογράφους της χώρας. Έζησε ημέρες πλήρους διασημότητας, είχε χρήματα, γυναίκες, εξουσία. Τώρα – εδώ και μερικά χρόνια – είναι ένα τίποτα, μετά την ολική αποκαθήλωσή του και τον εξευτελισμό που ακολούθησε την μεγάλη άνοδο. Γεννήθηκε και έζησε μέχρι την εφηβεία του σε ένα ορεινό χωριό της Θεσσαλίας. Ήταν το μοναδικό παιδί του Βλάση και της Θεοδώρας – της στέρφας, όπως την αποκαλούσαν στο χωριό, αλλά εκείνος δεν αναρωτήθηκε ποτέ, γιατί. Με τον Βλάσση είχε μια απρόσωπη σχέση, κάπου τον φοβότανε αυτόν τον σκληρό και λιγομίλητο αγρότη, που δεν είχε πολλά – πολλά με κανέναν. Τώρα μαθαίνει ότι είναι παιδί της Σοφίας, της συζύγου, του κολλητού του πατέρα του, του Νικόλα, που είχε ένα όνειρο, να φύγει για την Τσεχοσλοβακία – την οποία θεωρούσε ιδανικό μέρος για να μείνει. Ο Νικόλας αμετανόητος αριστερός, που βασανίστηκε, φυλακίστηκε και γύρισε στο χωριό να παντρευτεί τη Σοφία που τον περίμενε. Γέννησαν τον Ρήγα και μετά εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Όλοι θεώρησαν ότι έφυγε για τον τόπο του ονείρου του, αλλά μερικούς μήνες αργότερα γεννήθηκε ο Πέτρος από την Σοφία που πέθανε στη γέννα. Το νεογέννητο αμέσως υιοθετήθηκε από το ζευγάρι του Βλάση και της Θεοδώρας, και λίγο αργότερα, ο Ρήγας που ήταν 2 ετών, υιοθετήθηκε από το ζεύγος Σαλούστρου, με τη μεσολάβηση της θείας Τούλας, αδερφής του Βλάση και έτσι τα δύο αδέρφια, δεν γνώρισαν ποτέ ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Τώρα θα πρέπει να ενωθούν ξανά 60 και κάτι, χρόνια αργότερα.
 
«Μετά έγινα ο αποδιοπομπαίος τράγος και το μαύρο πρόβατο. Όχι ότι είχαν άδικο, απλώς οι τόνοι λάσπης και τα σκατά, κάτω από τα οποία τάφηκε η καριέρα μου και εγώ ο ίδιος, είχαν λάθος ταμπέλα κι αφορμή. Έκανα πολύ καιρό να βγω από αυτόν τον τάφο, και μπορεί τελικά να μη βγήκα και ποτέ, αλλά τώρα πια, δεν αναπολώ τίποτα από εκείνα τα χρόνια της μεγάλης μπάζας και της ακόμα μεγαλύτερης παραζάλης. Ίσως και να είμαι ο μόνος σε τούτη τη χώρα που δεν τα αναπολώ. Ποιος ξέρει. Κι εκεί που το είχα πάρει απόφαση ότι το έβλεπα το φως στην άκρη του τούνελ, αυτό το φως που επιτέλους θα με λύτρωνε από τον ίδιο μου τον εαυτό και τις πράξεις μου, ήρθε ένας πεθαμένος, ένας άγνωστος σε μένα πατέρας, να μου κάνει την ερώτηση στην οποία ο ίδιος θα έπρεπε να είχε απαντήσει τόσες δεκαετίες πριν. Τίνος είσαι εσύ, ρε; Έλα μου ντε. Τίνος;»
 
Η Κακαβέλα, εντάσσει στο ύφος του βιβλίου της, το οποίο εναλλάσσεται από πρωτοπρόσωπο σε τριτοπρόσωπο, στοιχεία από ειδήσεις από εφημερίδες, συνταγές μαγειρικής, έναν κανονισμό κοιμητηρίου, ενώ υπάρχουν και φωτογραφίες αλλά και μια κριτική ταινίας. Η αποφόρτιση του βάρους της πλοκής με αυτόν τον τρόπο κάποιες φορές λειτουργεί θετικά, ενώ κάποιες άλλες δείχνει άκαιρη και χωρίς σκοπό.
 
Τι ακριβώς καθορίζει τη μοίρα ενός ανθρώπου, αναρωτιέται στο μυθιστόρημά της, η συγγραφέας. Ο τόπος; Οι άνθρωποι; Η δύναμη του αίματος και η διαδρομή του; Τι ρόλο παίζει το παρελθόν; Οι δύο ήρωές της, ο κεντρικός χαρακτήρας που είναι ο Πέτρος, αλλά και ο Ρήγας, είναι δύο άνθρωποι που διαμορφώθηκαν μόνο από τις περιστάσεις ή έπαιξαν κι άλλα πράγματα τον ρόλο τους; Ποιος τελικά θεωρείται γονιός; Αυτός που γεννάει ή αυτός που μεγαλώνει ένα παιδί; Στο βιβλίο έχουμε δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ανθρώπων που μεγαλώνει από θετούς γονείς.


Η Κακαβέλα περιγράφει το σκληρό πρόσωπο της ελληνικής επαρχίας, σε ένα (αφιλόξενο ως σκηνικό) χωριό, όπου ο εμφύλιος έχει αφήσει τα σημάδια του, όπως είναι η περίπτωση του άτυχου Νικόλα, όπως είναι η περίπτωση του εγγενώς σκληρού Βλάση που δεν μιλάει ποτέ για τίποτα, όπως ακόμα είναι η περίπτωση της άλλοτε ψυχοκόρης θείας Τούλας – του από μηχανής Θεού κατά την αρχαιοελληνική έννοια στην οικογενειακή τραγωδία -, που φεύγει μικρή από τον τόπο της, συνοδεία του μεγάλου της αδερφού του Βλάση, και δεν ξαναγυρνάει ποτέ πίσω, ούτε καν ως επισκέπτρια. Εικόνες και σκηνές που μένουν έντονα χαραγμένες στο μυαλό του αναγνώστη, δοσμένες με κινηματογραφική μορφή, εναλλάσσονται με τη μοναξιά που διακατέχει τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, του Πέτρου που μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα βαδίζει προς τη συνάντηση με τον άγνωστο αδερφό του, και του Ρήγα, που τα γνωρίζει όλα – και το ποιος είναι και από πού προέρχεται, μέσα στην ηθελημένη μοναξιά του στις εσχατιές της Κρήτης.
 
Η σχέση πατέρα-γιου, κυριαρχεί επίσης στο μυθιστόρημα. «Να είσαι σωστός» είναι η συνεχής προτροπή-παραίνεση του Βλάση προς τον γιο του, τονίζοντας μ’ αυτόν τον ειρωνικό τρόπο, πόσο λάθος ήταν εκείνος σε όλη του τη διαδρομή, αλλά και πόσο λάθος ήταν ο Πέτρος, στην επαγγελματική και προσωπική του πορεία. Η Κακαβέλα αντιμετωπίζει με σκληρότητα τους ήρωές της, τους αφήνει γυμνούς μπροστά στον αναγνώστη του βιβλίου – κυρίως ο Πέτρος που θυμίζει έντονα την περίπτωση Κωστόπουλου, και ο οποίος μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος, παραμένει ένα ερείπιο χωρίς μετάνοια, χωρίς σωτηρία. Αντίθετα φέρεται με συμπάθεια στους (εξαιρετικούς) γυναικείους χαρακτήρες του βιβλίου της. Στην τρυφερή και συνετή Θεοδώρα που θα δώσει τα πάντα για τον γιο της τον Πέτρο, ακόμα και στέλνοντάς τον στο Παρίσι να σπουδάσει, στην άτυχη και καθοριστική στην εξέλιξη της ιστορίας Σοφία, που προλαβαίνει να ζήσει ελάχιστα με τον Νικόλα και θα υποκύψει πάνω στην απελπισία της, στο πάθος του Βλάσση.
 
Σε αυτή την αναζήτηση ταυτότητας που είναι κατά βάση το βιβλίο, υπάρχει το στοιχείο συγκίνησης που δεν πέφτει σε μελοδραματικές ευκολίες, όπως και της αγωνίας που διακατέχει μια αστυνομική ιστορία. Μυθιστόρημα στιβαρό και με άψογο ρυθμό, το «ΤΙΝΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ» (με τίτλο που παραπέμπει στη γνωστή έκφραση που χρησιμοποιείται στα χωριά), με ζωντανούς και αληθινούς διαλόγους (δείγμα της θητείας της συγγραφέως στην κατασκευή σεναρίων και στον θεατρικό λόγο) και με ωραία κλιμάκωση της πλοκής, δεν δείχνει με τίποτα, ότι έχουμε μπροστά μας, ένα πρωτόλειο λογοτεχνικό έργο.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
 
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2023 | Permalink
Malamud "Ο Βοηθός"
Με πολλή συγκίνηση, ξαναδιάβασα μετά από πολλές δεκαετίες, ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα των νεανικών μου χρόνων, το εμβληματικό «Ο ΒΟΗΘΟΣ» («The Assistant») του σπουδαίου Αμερικανοεβραίου συγγραφέα Bernard Malamud (Νέα Υόρκη 1914-1986), που εκδόθηκε ξανά μέσα στη χρονιά, μετά από πολλές δεκαετίες, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε (ωραία) μετάφραση της Κατ. Σχινά (σελ.318). Το βιβλίο είχε πρωτοεκδοθεί στα ελληνικά από τις (πολύ καλές) εκδόσεις Α.Σ.Ε. στα τέλη της δεκαετίας του ’70 (μεταφρασμένο από τον Θ. Ελισσαίο) και με είχε συγκλονίσει, το δάνειζα από δω κι εκεί, τελικά δεν μου επεστράφη ποτέ! 


«Ο Βοηθός», έχει όλα τα στοιχεία ενός νατουραλιστικού μυθιστορήματος, ενός δράματος για την καθημερινή επιβίωση στη μεγαλούπολη, για τον καθημερινό αγώνα των μεταναστών σε μια πόλη που είναι εχθρική γι’ αυτούς. Είναι όμως κι ένα βιβλίο με μεγάλο συμβολικό χαρακτήρα, σε μια ιστορία που θα παρασύρει τον αναγνώστη της, με τον ρυθμό και την αφηγηματική μαεστρία του δημιουργού της.

Οι κεντρικοί χαρακτήρες στο βιβλίο του Μάλαμουντ, είναι τρεις. Ο 60άχρονος εβραίος μπακάλης Μόρις Μπόμπερ , που διατηρεί ένα μικρό παντοπωλείο στο Μπρούκλιν, η κόρη του Έλεν, μια νεαρή κοπέλα που εργάζεται για να συνεισφέρει στην οικογένεια, ενώ έχει σαν όνειρο της, να φοιτήσει Λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο, και ο (Ιταλικής καταγωγής) Φρανκ Αλπάιν που η παρουσία του θα παίξει κυρίαρχο ρόλο στην ιστορία. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και το παντοπωλείο του Μόρις φυτοζωεί, παρά τη σκληρή δουλειά του Μόρις και της συζύγου του Άιντα (που φτιάχνει τις χειροποίητες σαλάτες), τα έσοδα όλο και λιγοστεύουν. Τα νέα πιο μοντέρνα μπακάλικα στην περιοχή παίρνουν την πελατεία και παρά τις καλές σχέσεις που έχει ο Μόρις με όλους, βλέπει καθαρά ότι η επιχείρησή του δεν έχει μέλλον. Μια νύχτα καθώς ετοιμάζεται να κλείσει (το σπίτι του ήταν πάνω από το κατάστημα), και μετράει τις πενιχρές εισπράξεις της ημέρας, δύο μασκοφορεμένοι λωποδύτες, ληστεύουν το μαγαζί, ενώ χτυπάνε τον Μόρις τραυματίζοντάς τον. Όσο εκείνος είναι στο κρεβάτι, το μαγαζί αναλαμβάνει η Άιντα. 

«Έφερε στον νου του τις δυσκολίες που είχε περάσει, τώρα όμως τα πράγματα πήγαιναν χειρότερα από παλιά: τώρα ήταν ανυπόφορα. Το μαγαζί του βρισκόταν πάντα στην κόψη του ξυραφιού, σήμερα πάνω, αύριο κάτω , όπως φυσούσε ο άνεμος. Μέσα σε μια νύχτα, οι δουλειές μπορούσαν να καταποντιστούν σε τέτοιο βαθμό που να σε αρρωστήσουν. Πάντοτε, όμως – αυτός ήταν ο κανόνας -, ανέκαμπταν – αν και μερικές φορές έμοιαζε να περνάει αιώνας ώσπου να συμβεί κάτι τέτοιο – κι έπαιρναν τα πάνω τους, μολονότι ποτέ δεν απογειώνονταν. Όταν είχε πρωτοαγοράσει το μπακάλικο, ήταν ό,τι έπρεπε για τη γειτονιά ∙ είχε αρχίσει να ξεπέφτει όταν ξέπεσε και η γειτονιά. Παρ’ όλα αυτά, πριν από ένα χρόνο, αν έμενε ανοιχτά εφτά μέρες τη βδομάδα, δεκαέξι ώρες τη μέρα, μπορούσε ακόμα να βγάζει όσα χρειαζόταν για να ζει. Αλλά να ζει πως; Να φυτοζωεί – αλλά τουλάχιστον να ζει. Τώρα, μολονότι μοχθούσε το ίδιο σκληρά, με το ίδιο εξουθενωτικό ωράριο, βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, και η υπομονή του είχε εξαντληθεί.» 


Μια μέρα, εμφανίζεται ένας νέος άνδρας, που συστήνεται ως Φρανκ Άλπάιν και ζητά δουλειά, πείθοντας τον δύσπιστο Μόρις ότι θα εργαστεί δωρεάν για να αποκομίσει εμπειρίες και να ανοίξει στο μέλλον δικό του παντοπωλείο. Ο Μόρις θα τον πάρει δοκιμαστικά και από την αρχή βλέπει ότι ο Φρανκ κερδίζει πελάτες με τον τρόπο του, καθώς δουλεύει νυχθημερόν. Ο Φρανκ όμως είναι ένας από τους δύο που λήστεψαν μερικά βράδια νωρίτερα το παντοπωλείο, και μη έχοντας «που την κεφαλή κλίναι», και γεμάτος ενοχές για την πράξη του, βλέπει ότι με αυτόν τον τρόπο ανταποδίδει εν μέρει τη ζημιά που προκάλεσε. Ο Μόρις κάποιο βράδυ, αντιλαμβανόμενος θόρυβο στο υπόγειο, ανακαλύπτει ότι ο Φρανκ κοιμάται εκεί τα βράδια, αφού αδυνατεί να νοικιάσει σπίτι. Του προσφέρει ένα δωματιάκι που είναι εντός του σπιτιού ενός νεαρού ζευγαριού που νοικιάζει ένα διαμέρισμα στο κτίριο από τον Μόρις, παραβλέποντας τις αντιρρήσεις της συζύγου του, που δεν εμπιστεύεται τον «εθνικό» Φρανκ και θεωρεί ότι οι πωλήσεις αυξάνονται επειδή οι πελάτες προτιμούν να συναλλάσσονται με κάποιον που δεν είναι εβραίος. Ο Φρανκ από τη μια εργάζεται σκληρά και οι πωλήσεις (άρα και τα έσοδα) αυξάνονται, από την άλλη βάζει χέρι στο ταμείο, παίρνοντας μικροποσά για τις καθημερινές του «ανάγκες». Προσπαθεί να πείσει τον Μόρις να βάλουν κι άλλα πράγματα στο μαγαζί, ενώ φλερτάρει την Έλεν, στην αρχή διακριτικά και αργότερα εντονότερα. Εκείνη αρχικά, δεν ανταποκρίνεται αλλά την συγκινεί το ενδιαφέρον του Φρανκ, που παρά την σπασμένη του μύτη, είναι ένας όμορφος άνδρας. Η εμφάνιση του συνεταίρου του στη ληστεία, του Γουόρντ, θα περιπλέξει την κατάσταση όχι μόνο στο παντοπωλείο αλλά και στην ήδη διαφαινόμενη σχέση του Φρανκ με την Έλεν, δίνοντας ένα δραματικό τόνο στην ιστορία. 

«Διάβασε ένα βιβλίο για τους Εβραίους, μια συνοπτική ιστορία τους. Είχε δει πολλές φορές αυτό το βιβλίο σ’ ένα από τα ράφια της βιβλιοθήκης και δεν το είχε κατεβάσει ποτέ, μια μέρα όμως το ξεφύλισσε για να ικανοποιήσει την περιέργειά του. Διάβασε το πρώτο μέρος μ’ ενδιαφέρον, αλλά μετά τις Σταυροφορίες και τη Ιερά Εξέταση, όταν άρχισαν οι Εβραίοι να δοκιμάζονται σκληρά, χρειάστηκε να πιέσει τον εαυτό του για να συνεχίσει το διάβασμα. Πήδηξε τις αιμοσταγείς περιγραφές, αλλά διάβασε αργά και προσεκτικά τα κεφάλαια που αφορούσαν τον πολιτισμό και τα επιτεύγματά τους. Διάβασε επίσης για τα γκέτο, όπου οι μισοπεθαμένοι από την πείνα, γενειοφόροι έγκλειστοι ξόδευαν τη ζωή τους προσπαθώντας να καταλάβουν γιατί ήταν ο Περιούσιος Λαός. Κι εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει γιατί, αλλά δεν τα κατάφερνε. Δεν μπόρεσε να τελειώσει το βιβλίο και το επέστρεψε μισοδιαβασμένο στη βιβλιοθήκη.» 

Το μυθιστόρημα του Μάλαμουντ, είναι ρεαλιστικό και ο συγγραφέας, δεν ενδιαφέρεται να εφαρμόσει μοντερνιστικές μεθόδους στη περιγραφή της ιστορίας του. Αφήνει την πλοκή και την καθαρότητα στη δύναμη αυτών που περιγράφει να μιλήσουν, καθώς αναπτύσσεται κλιμακωτά και με ακρίβεια, η δράση για να φτάσει στο έξοχο φινάλε που (χωρίς να περιέχει καμία ανατροπή), αφήνει τον αναγνώστη με το στόμα ανοιχτό. Η ιστορία των ανθρώπων που ζουν στο περιθώριο ή στη σκιά του ιστορικού γίγνεσθαι, με τα καθημερινά προβλήματα για επιβίωση να τους απασχολούν πρώτιστα (και ολοκληρωτικά), δίνει στον Μάλαμουντ την ευκαιρία να θίξει με σαφήνεια και διαύγεια την ζωή αυτών των ανθρώπων που αναζητούν μια καλύτερη τύχη (είτε είναι μετανάστες, είτε όχι) και οι γενικότερες συνθήκες δεν τους το επιτρέπουν. Οι χαρακτήρες του βιβλίου, αγωνίζονται για μια «καλύτερη ζωή» - κάτι που βέβαια εκλαμβάνεται αλλιώς από τον καθένα (κυρίως από την Έλεν – τον πιο σύνθετο χαρακτήρα του μυθιστορήματος), ενώ ο Φρανκ, ένας ήρωας «Ντοστογιεφσκικού τύπου» που λυγίζει από το βάρος των ενοχών του και της προσπάθειάς του για ανέλιξη, είναι ένας τόσο ισχυρός μυθιστορηματικός χαρακτήρας, που κερδίζει τις εντυπώσεις μέχρι το τέλος. 


Το βιβλίο κινείται μέσα σε ένα βαθιά συμβολικό πλαίσιο. Το μικρό και παρακμάζον παντοπωλείο, δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο, παρά την κατάσταση των εβραίων σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Το δέσιμο, η εξάρτηση του Μόρις από το μαγαζί, είναι η προσπάθειά του να γίνει αποδεκτός, να επιβιώσει σε ένα κόσμο που δεν συμπαθεί την παρουσία του. Αλλά και σε υπαρξιακό επίπεδο, βλέπουμε το παντοπωλείο, να αποτελεί, ένα είδος λαβυρίνθου μέσα στον οποίο έχουν μπλεχτεί η οικογένεια Μπόμπερ αλλά και ο νεοαφιχθείς Φρανκ, που αργά αλλά σταθερά, παγιδεύεται εντός του, χωρίς δυνατότητα απόδρασης από αυτόν. Αν όμως το μαγαζί είναι ένα τούνελ, ένας λαβύρινθος, η Βιβλιοθήκη στην οποία καταφεύγει η Έλεν, είναι η ελπίδα, είναι ο άλλος κόσμος, είναι το «ιδανικό» το οποίο ονειρεύεται. 

«Ο Βοηθός» όμως είναι ένα μυθιστόρημα και (ίσως κυρίως) για την αναζήτηση ταυτότητας. Ο Φρανκ θα θελήσει να γίνει εβραίος, για να ταυτιστεί με τον Μόρις – που δεν χρησιμεύει ως πρότυπο, αλλά περισσότερο ως έμπνευση ζωής για τον νεαρό λωποδύτη. Η Έλεν αναζητάει κι εκείνη την ταυτότητά της. Βλέπει τα λάθη που έκανε παλαιότερα στον ερωτικό τομέα, όταν είχε ερωτευτεί έναν πολύφερνο γαμπρό της περιοχής και του σχολείου της, βλέπει το αδιέξοδο της ζωής της και διακρίνει ένα φως ελπίδας σε αυτόν τον αποσυνάγωγο Φρανκ που έχει μάτια μόνο γι’ αυτήν. Οι δύο ήρωες, θα ωριμάσουν με την εξέλιξη της ιστορίας, καθώς ο ιδιοφυής συγγραφέας, τούς αναπτύσσει μεθοδικά. 

Παρατηρούμε λοιπόν, ότι «Ο Βοηθός», είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που η βαθιά ανθρωπιά που το κατακλύζει και η αφηγηματική μαγεία του Μάλαμουντ, το καθιστούν απολαυστικό. Είναι ένα απίστευτα σαγηνευτικό βιβλίο για την αξιοπρέπεια και την αγάπη, για την αποδοχή και την ενσυναίσθηση, για την ανθρώπινη δύναμη και τα βάσανα της ύπαρξης, για την ενσωμάτωση των μεταναστών, για το τι σημαίνει να είσαι «έντιμος και καλός» σε έναν απάνθρωπο κόσμο. Απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε λάτρη της λογοτεχνίας, και τώρα που έχω μεγαλώσει (αρκετά) και ανατρέχω διαρκώς στο παρελθόν, οφείλω να πω, πώς «Ο ΒΟΗΘΟΣ» - όπως τον είχα διαβάσει στα νιάτα μου -, είναι ένα από τα μυθιστορήματα που διαμόρφωσαν την αναγνωστική μου συνείδηση. 

Υ.Γ. Το βιβλίο γνώρισε μια μέτρια αλλά προσεκτική μεταφορά στον κινηματογράφο, το 1997 από τον Ντάνιελ Πέτρι, με τους εξαιρετικούς Arnie Mueller-Stahl και Joan Plowright στους πρωταγωνιστικούς ρόλους του ζεύγους Μπόμπερ

Βαθμολογία 88 / 100