Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2019 | Permalink
"Υπόγειος σιδηρόδρομος"
"Η
εξέγερση του ενός. Χαμογέλασε για μια στιγμή, πριν επαναβεβαιωθούν τα δεδομένα
του τωρινού της κελιού. Γύρω γύρω στους τοίχους σαν αρουραίος. Στα χωράφια,
κάτω από τη γη ή σε μια ψευδοροφή σοφίτας, η Αμερική παρέμενε ο δεσμοφύλακάς
της."
Για
ένα βιβλίο που κερδίζει το βραβείο Πούλιτζερ, το βραβείο US National Book award, είναι πρώτο για καιρό, στη λίστα των best-sellers των N.Y.Times, το συστήνει με τα καλύτερα λόγια ο Μπαράκ Ομπάμα, και
αποθεώνεται από την διεθνή κριτική, οι απαιτήσεις είναι πολλές, αλλά οι
αναγνωστικές προσδοκίες συνήθως διαψεύδονται (υπό την έννοια "όπου ακούς
για πολλά κεράσια...). Ευτυχώς αυτό, δεν συνέβη στην περίπτωση του
συγκλονιστικού μυθιστορήματος, του Αφροαμερικανού Colson
Whitehead (Νέα Υόρκη,1969), με τίτλο "ΥΠΟΓΕΙΟΣ
ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΣ" ("The Underground railroad")
- (εκδ. Ψυχογιός, μετάφρ. Γ. Μπλάνας, σελ.417), ενός βιβλίου που κυριολεκτικά
δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.
Ο
μύθος του "υπόγειου σιδηρόδρομου" είναι ένας λαϊκός θρύλος, που
κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα στην Αμερική της δουλοπαροικίας τον 18ο και τον
19ο αιώνα. Υπόγειος σιδηρόδρομος βέβαια δεν υπήρξε ποτέ, αλλά υπήρχε ένα αρκετά
εκτεταμένο δίκτυο συνεργατών που φυγάδευαν σκλάβους από τις Νότιες πολιτείες,
προς τον Βορρά. Στο δίκτυο αυτό συμμετείχαν "ελεύθεροι" μαύροι, αλλά
οι περισσότεροι ήταν ευαισθητοποιημένοι λευκοί που βοηθούσαν όπως μπορούσαν,
παρέχοντας καταφύγιο στους διωκόμενους φυγάδες σκλάβους που απελπισμένοι
αναζητούσαν μια καλύτερη μοίρα. Νοικοκυριά, εκκλησίες, στοές, και ότι άλλο
μπορεί να φανταστεί κανείς, χρησιμοποιούντο σε αυτή την υπέροχη, εθελοντική
συνεργασία που είχε πολλά θύματα, αλλά μπόρεσε και έσωσε πολλούς ανθρώπους.
Ο
Γουάιχεντ παίρνει αυτή την μεταφορά, τον θρύλο του "υπόγειου
σιδηροδρόμου" και ευφυώς τον χρησιμοποιεί στην ιστορία που αφηγείται ως
κανονικό μέσο διαφυγής, με ατμομηχανές και σταθμάρχες, με οδηγούς και βαγόνια,
με κρυμμένες εισόδους κι εξόδους. Το χρονικό πλαίσιο του μυθιστορήματος, είναι
τα μέσα του 19ου αιώνα, λίγο πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος. Κεντρικός
χαρακτήρας της ιστορίας, είναι μια νεαρή σκλάβα, η Κόρα που ζει σε μια φυτεία
της Τζόρτζια («Τζόρτζα» την θέλει ο μεταφραστής, για περίεργο λόγο – προφοράς
των σκλάβων ίσως;), από μικρή μόνη της γιατί η μητέρα της, η Μέιμπελ κατάφερε
να αποδράσει χωρίς να την βρουν ποτέ, κάτι πρωτόγνωρο (και θεωρούμενο ως κατόρθωμα) καθώς το 99% των δραπετών
συλλαμβάνονταν μετά από μια δυο μέρες. Η Κόρα δέχεται την πρόταση του Σίζαρ να
αποδράσουν από την φυτεία καθώς η κατάσταση εκεί όσο πάει και γίνεται πιο
αφόρητη, με αναίτια μαστιγώματα και τιμωρίες, ενώ και η ίδια αισθάνεται εδώ και
χρόνια (από την απόδραση της μητέρας της) εκτός κλίματος, μη μπορώντας να
συμβιώσει με τους υπόλοιπους σκλάβους του κτήματος.
"Ο
υπόγειος σιδηρόδρομος είναι μεγαλύτερος από τους ανθρώπους που τον διευθύνουν -
είναι κι όλοι εσείς. Τα μικρά παρακλάδια, οι μεγάλες υπεραστικές γραμμές.
Έχουμε τις πιο καινούργιες ατμομηχανές και τις πιο απαρχαιωμένες κι έχουμε
χειράμαξα σαν εκείνο. Πηγαίνει παντού, σε μέρη που ξέρουμε και σε μέρη που δεν
ξέρουμε. Έχουμε αυτήν εδώ την σήραγγα, που περνάει από κάτω μας και κανένας δεν
ξέρει που οδηγεί. Αν κρατάμε τον σιδηρόδρομο σε λειτουργία και κανένας μας δεν
μπορεί να ξέρει που τελειώνει, ίσως μπορέσεις εσύ."
Η
Κόρα (που έχει πάντα στο μυαλό της να βρει την μητέρα της μετά από χρόνια όπου κι αν έχει πάει), και ο Σίζαρ δραπετεύουν και πάνω στην προσπάθεια διαφυγής τους, σε μια
συμπλοκή με κάποιους αγρότες που τους κυνηγούν, η Κόρα σκοτώνει έναν νεαρό. Πλέον
εκτός από φυγάδες θεωρούνται και «φονιάδες», κάτι που οξύνει την κατάσταση.
Βρίσκουν καταφύγιο στο σπίτι ενός λευκού γηραιού μάστορα, φίλου του Σίζαρ που
γνωρίζει έναν από τους σταθμούς του υπόγειου σιδηρόδρομου και έτσι
επιβιβάζονται σ’ αυτόν φεύγοντας από την πολιτεία. Ο σταθμός που θα
αποβιβαστούν βρίσκεται σε μια πόλη της Νότιας Καρολίνας, όπου θα αλλάξουν
ονόματα και θα βρουν εργασία. Η ζωή τους φαίνεται να ομαλοποιείται, αλλά από τη
μια οι νόμοι που η πολιτεία προσπαθεί να εφαρμόσει στους μαύρους, με
υποχρεωτική στείρωση κλπ, και από την άλλη η καταδίωξή τους από τον Ρίτζγουεϊ,
έναν διαβόητο για την σκληρότητά του (αλλά και τις ικανότητές του) κυνηγό
σκλάβων, τους υποχρεώνει να προσπαθήσουν να διαφύγουν ξανά. Η Κόρα το
καταφέρνει, αλλά ο Σίζαρ δεν θα σταθεί τυχερός, κι έτσι μένει μόνη της, ξανά
στον υπόγειο σιδηρόδρομο, πηγαίνοντας βόρεια και προσπαθώντας να βρει όχι μόνο
προσωρινό καταφύγιο αλλά και την οριστική λύτρωση από τα δεσμά της. Ο Ρίτζγουεϊ
όμως το έχει πάρει προσωπικά, όχι μόνο για την μεγάλη αμοιβή αλλά καθώς δεν
αντέχει δεύτερη αποτυχία αφού η Κόρα είναι κόρη της μοναδικής σκλάβου που του
είχε διαφύγει τόσα χρόνια που κάνει αυτή τη δουλειά. Το κυνηγητό γίνεται ακόμα
πιο αγωνιώδες και γεμάτο ανατροπές που κρατάνε τον αναγνώστη καθηλωμένο.
"Οι
λευκοί σε κατασπάραζαν, αλλά μερικές φορές σε κατασπάραζαν και οι έγχρωμοι
επίσης."
Λεπτομέρειες
από την εποχή της δουλείας, εικόνες ασύλληπτης φρίκης, περιγραφές που σοκάρουν.
Ο Γουάιτχεντ παραθέτει ιστορικά στοιχεία, προσωπικές μαρτυρίες και συνθέτει ένα
επικό μυθιστόρημα που συγκλονίζει με την δύναμή του και τον ρυθμό του.
Περιγράφει έναν κόσμο βίαιο και απάνθρωπο, όπου η ζωή του μαύρου αξίζει λιγότερο
από ένα ζώο, λιγότερο από ένα απαραίτητο οικιακό σκεύος. Περιγράφει τον διχασμό
της μαύρης κοινότητας με ανθρώπους να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την εκάστοτε
πολιτική κατάσταση, μια κοινωνία
ρατσιστική όχι μόνο με τους μαύρους, που είναι το εύκολο θύμα, αλλά και με
άλλους μετανάστες, όπου οι πολιτοφύλακες και οι κυνηγοί κεφαλών μπορούσαν να
κάνουν ότι ήθελαν και όπως το ήθελαν. Η Κόρα, η ηρωίδα του μυθιστορήματος,
έξοχος λογοτεχνικός χαρακτήρας, θα κάνει την επανάστασή της και θα βιώσει όλη
την βία και τον ρατσισμό σε μια μεταβατική εποχή όπου η κάθε πολιτεία εφαρμόζει
διαφορετικούς νόμους, αλλά ακόμα κι εκεί που νομίζεις ότι «εδώ είναι καλύτερα
τα πράγματα», έρχονται οι περιστάσεις και σε διαψεύδουν.
Ξεφεύγοντας
μερικές φορές προς τον διδακτισμό, ο Γουάιτχεντ έγραψε ένα συναρπαστικό βιβλίο,
όπου το άκρατο μίσος συναντάει την αδελφικότητα και την συμπόνια, η βία την
τρυφερότητα. Με σκηνές που θυμίζουν τις καλύτερες σελίδες των μυθιστορημάτων του Κόρμακ Μακάρθι,
διαβάζουμε για μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της Αμερικανικής ιστορίας. Ευτυχώς
ο συγγραφέας δεν ολισθαίνει προς τον εύκολο συναισθηματισμό αλλά ελέγχοντας
απόλυτα το υλικό του, μας μεταφέρει σε μια ατμόσφαιρα ασφυξίας και απόγνωσης,
αδιεξόδου και ελπίδας, με ένα από τα πιο υπέροχα page-turner μυθιστορήματα που το απολαμβάνεις και
ταυτόχρονα σε προκαλεί να σκεφτείς κάποια πράγματα που σήμερα θεωρούνται
δεδομένα, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι.
Βαθμολογία
86 / 100