Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2009
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 27, 2009 | Permalink
Συμφωνία σιωπής
Στο χαμηλότονο και ανθρώπινο μυθιστόρημα του, «ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΙΩΠΗΣ» ο πολύ αξιόλογος Καταλανός συγγραφέας Pedro Zarraluki, (Εκδ.Μεταίχμιο, μετάφ. Β.Δαμόφλη, σελ. 307), χρησιμοποιεί έναν «περίκλειστο κόσμο» γιά να μιλήσει γιά την δύναμη και την ενέργεια που υπάρχουν μέσα μας ώστε να μπορούμε να ξεπερνάμε τις συμφορές και τις τραγωδίες που μας τυχαίνουν στη ζωή. Χρησιμοποιώντας ως κεντρικούς χαρακτήρες δύο γυναίκες ουσιαστικά μόνες, τελείως διαφορετικές μεταξύ τους που έρχονται πολύ κοντά (λόγω των συνθηκών) η μία με την άλλη, περνάει ένα πανανθρώπινο μήνυμα συμφιλίωσης, συνεργασίας και αγάπης σε ένα βιβλίο βαθειά συμβολικό και μεταφορικό που πήρε το βραβείο Nadal του 2005.

Ισπανία, 1940. Ο καταστροφικός εμφύλιος έχει τελειώσει και ο στρατηγός Φράνκο έχει θριαμβεύσει. Η υπόλοιπη Ευρώπη είναι στις φλόγες του Β Παγκόσμιου πολέμου αλλά η Χούντα έχει επιλέξει την τυπική ουδετερότητα αν και ουσιαστικά βοηθάει τις Δυνάμεις του Άξονα. Το πολύ μικρό και βραχώδες νησάκι Καμπρέρα βρίσκεται στην αρχή του συμπλέγματος των Βαλεαρίδων νήσων και είναι το πιό κοντινό σημείο στην Ευρώπη. Εκεί εξορίζεται η γοητευτική Λεονόρ με την δωδεκάχρονη κόρη της Καμίλα. Ο σύζυγος της Λεονόρ στέλεχος των Δημοκρατικών δολοφονήθηκε στην Βαρκελώνη κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και παρά τις πιέσεις του καθεστώτος, η Λεονόρ αρνείται να φύγει από την χώρα, έτσι την στέλνουν στην ερημιά μπας και αλλάξει γνώμη και τους αδειάσει τη γωνιά. Εκεί έχει σταλεί και ένας Γερμανός κατάσκοπος τον οποίο το καθεστώς υποπτεύεται γιά διπλό πράκτορα και έτσι τον ξεφορτώνονται προσωρινά σχεδιάζοντας όμως να τον δολοφονήσουν.
Το νησάκι έχει ένα «μεγάλο» στρατόπεδο και μιά ταβέρνα που οι ιδιοκτήτες της είναι ένα ζευγάρι, η δυναμική και καπάτσα Φελίσα και ο ανεπρόκοπος και (κυριολεκτικά) ελεεινός σύζυγός της, ο Πάκο που είναι μονίμως μεθυσμένος. Το ζευγάρι έχει και δυο γιούς, ο ένας, ο Αντρές είναι ένας έφηβος καθυστερημένος και ο άλλος μένει στην Μαδρίτη ανάπηρος πλέον από τον Εμφύλιο. Υπάρχει ακόμα ένας ψαράς,ο Γιουέντ που έχει την μοναδική βάρκα του νησιού και φροντίζει γιά τον ανεφοδιασμό του με ψάρια. Η συγκοινωνία με την Πάλμα ντε Μαγιόρκα που βρίσκεται απέναντι γίνεται με ένα καϊκι μιά φορά την εβδομάδα. Με αυτό το καϊκι έρχεται ο Μπενίτο Μπουρόι, πρώην αναρχικός, που του χαρίστηκε η ζωή γιά να υπηρετήσει το καθεστώς ως μυστικός εκτελεστής διάφορων «ανεπιθύμητων», όπως ο Γερμανός κατάσκοπος, τον οποίο έχει έρθει γιά να «καθαρίσει». Ο λοχαγός Μαρτίνεθ, διοικητής του στρατοπέδου ασκεί τα καθήκοντα του προσπαθώντας να «θωρακίσει» το νησάκι από μιά ενδεχόμενη Βρετανική απόβαση και είναι μονίμως μπερδεμένος μεταξύ της στρατιωτικής πειθαρχίας και της χαλαρής ατμόσφαιρας που υπάρχει σ’αυτό το μέρος που δεν έχεις τίποτα να κάνεις.

Αυτό είναι το σκηνικό πάνω στο οποίο θα διαδραματισθούν τα γεγονότα που διαρκούν όσο περίπου το καλοκαίρι. Η Λεονόρ και η Φελίσα τόσο διαφορετικές, η μία μορφωμένη αστή που θρηνεί τον αδικοχαμένο της σύζυγο και προσπαθεί με αξιοπρέπεια να αντιμετωπίσει την εξορία της ανυπόταχτη στις οχλήσεις του καθεστώτος και η Φελίσα απλή γυναίκα και αναλφάβητη, που προσπαθεί να φτιάξει φαγητό με τα λιγοστά υλικά που έχει, με έναν έμφυτο τσαμπουκά και μιά καχυποψία απέναντι σ’αυτήν την καλαναθρεμένη κυρά. Η μοίρα φέρνει κοντά αυτές τις γυναίκες που οι συνθήκες ζωής τους μέχρι τότε δεν έδειχναν ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Η τραγωδία του τόπου τους τις ενώνει και οι δυσκολίες διαβίωσης θα τις αναγκάσουν να πάρουν πρωτοβουλίες και να συνεργαστούν. Η ενέργειά τους θα ανατρέψει τα δεδομένα και θα δώσει τις λύσεις στα προβλήματα που θα προκύψουν.

Μυθιστόρημα χαρακτήρων όπου ο Θαραλούκι κεντάει στην απεικόνισή τους. Ο αναρχικός Μπουρόι με τις συνειδησιακές αμφιβολίες που έχει μπλεχτεί σε έναν ιστό της αράχνης από τον οποίο δεν μπορεί με τίποτα να βγει οδηγημένος από την δειλία του και την ανασφάλεια του. Ο λοχαγός Μαρτίνεθ λες και βγήκε από την «ΕΡΗΜΟ ΤΩΝ ΤΑΡΤΑΡΩΝ» του Μπουτσάτι, να περιμένει τον Αγγλικό στόλο που ποτέ δεν θα έρθει. Ο Γερμανός κατάσκοπος Μάρκους Βόγκελ να ζει ως ερημίτης σε μιά σπηλιά, αξιοπρεπής και ευγενικός, περιμένοντας την εκτέλεσή του από τον Μπουρόι, από τη μιά ξέρει ότι θα πεθάνει , από την άλλη κάτι μέσα του δεν τον αφήνει να υποταχτεί και ξεφεύγει συνέχεια. Ο ψαράς Γιουέντ απρόσιτος και λιγομίλητος που βρίσκει την ζεστασιά που επιθυμεί στην επαφή του με τους τόσο διαφορετικούς ανθρώπους που απαρτίζουν αυτή την περίεργη ομάδα.

Οι αρσενικοί στο βιβλίο του Θαραλούκι είναι αδύναμοι και ατελείς. Δεν κάνουν τίποτα σωστά και πνίγονται σε μιάς κουταλιάς νερό. Ξέρουν μόνο να φωνάζουν και να συζητάνε με τις ώρες. Οι δύο γυναίκες, η Λεονόρ και η Φελίσα θα πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Ο συγγραφέας είναι σαφής στο μήνυμα του: Σε χαοτικές καταστάσεις, η γυναίκα πρέπει να είναι ο «αρχηγός της φυλής», εκείνη είναι πιό δυνατή, πιό συγκροτημένη και η Λεονόρ μιά προσωπικότητα εκπληκτική θα πάρει τα ηνία και θα δώσει την λύση.

Η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος είναι εξαιρετική . Το άγριο γεμάτο βράχια τοπίο της Καμπρέρα υποβάλλει τον αναγνώστη. Πέτρες, βράχια, κύματα, ο άνεμος που φυσάει, ο φάρος στην άκρη του νησιού, σπηλιές, μικρές κρυμένες παραλίες, ένα σκηνικό που άλλες φορές είναι ειδυλιακό και άλλες φορές γίνεται εφιαλτικό και (γιατί όχι) απειλητικό αφού η θάλασσα είναι πάντα άγρια. Νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο τέλος του κόσμου ή σε ένα τοπίο μετά από μιά καταστροφή. Τα κτίρια είναι ετοιμόρροπα αφού ο κόσμος που ζούσε εκεί ή εχουν πεθάνει ή έχουν φύγει γιά τις μεγάλες πόλεις. Η Λεονόρ και η κόρη της, πρέπει να αρχίσουν από την αρχή, να μάθουν πάλι τα βασικά, να ζήσουν σε μιά εποχή διαφορετική.

Σχεδόν σε κάθε σελίδα νιώθεις ότι κάτι απειλητικό υπάρχει στην ατμόσφαιρα, κάτι πρόκειται να γίνει. Παρ’ότι ο ρυθμός του βιβλίου είναι αργός και χαλαρός, ο συγγραφέας καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη μέσα στον κόσμο που πλάθει και να τον κάνει να συμπάσχει με τους ήρωές του, ενώ ο λοχαγός-καρικατούρα Μαρτίνεθ δίνει τις απαραίτητες δόσεις χιούμορ στην πλοκή. Η δικαιοσύνη που απονέμεται στο κινηματογραφικό τέλος του βιβλίου έρχεται σε αρμονία με τα τεκταινόμενα και το happy ending το δέχεσαι φυσιολογικά χωρίς να σε ξενίσει.
 
Τρίτη, Μαρτίου 24, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 24, 2009 | Permalink
"Η ζωή είναι παρωδία και στερείται ερμηνείας" (Μπατάϊγ)
Η αλαζονεία είναι το βασικό θέμα του άκρως ενδιαφέροντος και διεισδυτικού μυθιστορήματος του πολύ καλού Αργεντίνου συγγραφέα Τόμας Ελόι Μαρτίνες, «ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ», (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Δ-Κ.Φρέρη, σελ.291). Ο συγγραφέας παραθέτοντας το απόφθεγμα του Ντένις Χέλμιγκ στην αρχή της έκδοσης καθορίζει το πλαίσιο της ιστορίας: «Η αλαζονεία είναι, τρόπον τινά, η βασίλισσα μέλισσα όλων των ελαττωμάτων και των αμαρτιών». Μυθιστόρημα που εμπνέεται από την επικαιρότητα της Αργεντινής (σε σημείο που ο Μαρτίνες να βάζει στο τέλος του βιβλίου, την απαραίτητη διευκρίνηση γιά να μην έχει προβλήματα...), το «Πέταγμα...» είναι ένα βιβλίο γιά έναν άνθρωπο που νόμιζε ότι είναι Θεός...

Ο Καμάργο είναι ένας παντοδύναμος διευθυντής μιάς μεγάλης εφημερίδας του Μπουένος Άϋρες. Ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις όποτε γουστάρει, ελέγχει τα media της χώρας και στην εφημερίδα οι συντάκτες τον τρέμουν. Βρίσκεται στα χωρίσματα με την Αμερικανίδα σύζυγό του με την οποία έχει δυό δίδυμες κόρες στην εφηβεία. Ώσπου μιά μέρα γνωρίζει μιά νεαρή δημοσιογράφο, πανέξυπνη και ικανότατη, την Ρέινα Ρέμις, η οποία τον εντυπωσιάζει με το ταλέντο της και την παράξενη ομορφιά της. Ο Καμάργο με το «έτσι θέλω» υποτάσσει την Ρέμις που κολακεύεται με την προτίμηση που της δείχνει ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος. Εκείνος τυφλώνεται από το πάθος του και της δίνει μιά μεγάλη θέση στην εφημερίδα, της δεκαπλασιάζει τις αποδοχές και την επιβάλλει στον χώρο. Από την άλλη αδιαφορεί τελείως γιά την οικογένειά του και όταν διαγνώσκεται η μοιραία αρρώστεια της μίας του κόρης, ούτε πάει να την δει στο νοσοκομείο του Σικάγου που αργοπεθαίνει.
Η Ρέμις όμως σε ένα ταξίδι της γνωρίζει έναν Κολομβιανό δημοσιογράφο και τον ερωτεύεται σφόδρα. Ο Καμάργο που όλα τα παρακολουθεί (e-mails, γράμματα, ταξίδια) δεν μπορεί να δεχτεί την απόρριψη και αρχίζει να παρακολουθεί την κοπέλα νοικιάζοντας ένα διαμέρισμα στο απέναντι κτίριο και με τηλεφακό παρακολουθεί τις κινήσεις της κάθε βράδυ προετοιμάζοντας την εκδίκηση του. Στο ενδιάμεσο απολύει την Ρέμις και της κλείνει όλες τις πόρτες στα Αργεντίνικα Μ.Μ.Ε..Θεωρεί τον εαυτό του τόσο υπεράνω του νόμου και των ανθρώπων που δεν διστάζει να υλοποιήσει μιά διαβολική επιχείρηση εκδίκησης τυφλωμένος από το μένος του κατά του μόνο ανθρώπου που τόλμησε να αμφισβητήσει την δύναμη του.

Ο Μαρτίνες χρησιμοποιεί μιά ερωτική τραγωδία που συνέβη τον Αύγουστο του 2000 στην Βραζιλία ως καμβά της ιστορίας που περιγράφει:
«Την Κυριακή 20 Αυγούστου, στις δύο και μισή το απόγευμα, ο Αντόνιο Μάρκος Πιμέντα Νέβες, 63 ετών, σκότωσε με δύο σφαίρες τη Σάντρα Γκομίντε, 32 ετών. Και οι δύο εργάζονταν στην ίδια εφημερίδα και επί τρία χρόνια διατηρούσαν ερωτικό δεσμό. Τους τελευταίους μήνες, η Σάντρα ήθελε να δώσει τέλος στη σχέση τους, όμως ο Πιμέντα, που του είχε γίνει εμμονή και ήταν άρρωστος από την απελπισία και την απόγνωση, δε δεχόταν κάτι τέτοιο. Φανταζόταν ότι εκείνη είχε ερωτευτεί κάποιον άλλο άνδρα, νεότερο, και γιά να την αιφνιδιάσει έλεγχε την ηλεκτρονική της αλληλογραφία, την καταδίωκε – τυφλωμένος από τη ζήλια – μέσα σε αυτοκίνητα που συγκρούονταν στους δρόμους, παραφύλαγε τους ίσκιους του σπιτιού της τη νύχτα, όπως ο Τζέιμς Στιούαρτ στην ταινία Σιωπηλός μάρτυρας

Ο συγγραφέας ενσωματώνει αυτό το περιστατικό στην ιστορία του, αφού ο ήρωας του μυθιστορήματος φέρεται να διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον μεγαλοδημοσιογράφο Πιμέντα. Ο Καμάργο δικαιολογεί την ενέργεια του, όπως και του Γάλλου φιλόσοφου Λουί Αλτουσέρ, ο οποίος το 1980 κάνοντας μασάζ στον λαιμό της συζύγου του, την έπνιξε και αθωώθηκε, όπως άλλωστε και ο Βραζιλιάνος συγγραφέας Ντιλερμάντο ντε Ασίς όταν σκότωσε έναν από τους γιούς του, ο οποίος προσπαθούσε να πάρει εκδίκηση γιά την λησμονημένη τιμή του πατέρα του. «Το πάθος είναι πάντοτε παράλογο και κυριεύει τους ανθρώπους με τρόπο μοιραίο και αναπόφευκτο, όπως οι ασθένειες...Γιατί να τιμωρείται ένας άνθρωπος ο οποίος παύει να είναι ο εαυτός του κι επιτρέπει για μια χρονική αναλαμπή, στο ένστικτό του να πάρει τη θέση της σκέψης του;»

Η Αργεντινή του Μένεμ ήταν μιά χώρα βουτηγμένη στη διαφθορά. Οι παράλληλες ιστορίες του Πιμέντα (αληθινή) και του Καμάργο (μυθοπλασία) επιτρέπουν στον συγγραφέα να «παίξει» με τα θέματα του ιδιωτικού και του δημόσιου, της ηθικής και της ανηθικότητας, της διαφθοράς και της αγνότητας. Ο Καμάργο που μάχεται την πολιτική διαφθορά της Αργεντίνικης εξουσίας με τις ρεμούλες και τις λαμογιές δεν είναι καλύτερος στην προσωπική του ζωή από αυτούς που κατηγορεί. Χρησιμοποιεί κάθε (μα κάθε) μέσον γιά να κυριαρχήσει επί της άμοιρης Ρέμις που απλά βρέθηκε στον δρόμο του. Αλλά δεν έβλεπε στα δύο μέτρα,είχε τυφλωθεί από το «ύψος», όπως τα λόγια του ταγκό, «Απέφυγες τα σφάλματα και νιώθεις ότι σώθηκες. Όμως υπέπεσες στο μέγιστο σφάλμα, να μη σφάλλεις». Θεωρούσε ότι «ήταν εκ γενετής υπεράνω σφαλμάτων». Ο Καμάργο και ο Πιμέντα αυτοκαταστρέφονται από το υπέρμετρο ΕΓΩ τους, την αλαζονεία τους.

Ο Μαρτίνες είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας. Ζώντας στις ΗΠΑ εδώ και μερικά χρόνια μπορεί και βλέπει την σύγχρονη Αργεντινή με άλλο μάτι. Όπως και στο υπέροχο μυθιστόρημα του, Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΤΑΝΓΚΟ, το Μπουένος Άυρες παρουσιάζεται χαοτικό και σε πλήρη παρακμή. Εμιγκρέδες ζητιάνοι στις εισόδους των πολυκατοικιών, ανεργία , διαφθορά και η ανθρώπινη ζωή να αξίζει όσο ένα διαβατήριο και ένα αεροπορικό εισιτήριο. Η διακυβέρνηση Μένεμ είχε ισοπεδώσει τα πάντα χρεοκοπώντας την χώρα όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε ηθικό επίπεδο. Η «εισβολή» του Καμάργο στην ιδιωτική ζωή της Ρέμις μέσω της παρακολούθησης της, είναι μιά αλληγορική διάσταση της παρακολούθησης της ιδιωτικής ζωής των κατοίκων της χώρας από τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις του Περόν, των Χουντικών αξιωματικών του Βιντέλα και του θεότρελλου Μένεμ – ενός γραφικού αλλά πολύ επικίνδυνου πολιτικού.

«ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ» είναι ένα μυθιστόρημα που δεν ξεχνάς εύκολα. Παρά τις αδυναμίες του στην πλοκή και τα κενά στην αφήγηση, οι σελίδες της παρακολούθησης του Καμάργο είναι εκπληκτικές και η εξουσιαστική μανία του περιγράφονται τόσο έντονα που φέρνουν ανατριχίλα στον αναγνώστη, ενώ η «εκδίκηση» του, είναι τόσο νοσηρή που σε κάνει να τον μισήσεις. Ένα βιβλίο με μεγάλη δύναμη, που ισορροπεί μεταξύ έρωτα και μίσους, δύναμης και αδυναμίας, το οποίο δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου.

«Ένας συλλογισμός του Ζιλ Ντελέζ, τον οποίο διάβασε στο βιβλίο του Διάλογοι, τον παροτρύνει να κρατήσει σημειώσεις για το σχέδιό του. Ο Ντελέζ λέει σ’αυτό το βιβλίο ότι η ουσία κάθε μυθιστορήματος, από τον Κρετιέν ντε Τρουά μέχρι τον Σάμιουελ Μπέκετ, είναι ένας αντιήρωας: ένα πλάσμα παράλογο, παράξενο και αποπροσανατολισμένο, που περιπλανιέται ακατάπαυστα απο δω κι από κει, κουφό και τυφλό. Ο ορισμός του φαίνεται υπερβολικά απλός, ίσως επειδή είναι πολύ πεζός. Γι’αυτόν, το μυθιστόρημα είναι μιά βασίλισσα μέλισσα που πετάει προς τα πάνω, στα τυφλά, οικειοποιούμενη ό,τι συναντάει στην άνοδό της, δίχως οίκτο και τύψεις, γιατί έχει έρθει σ’αυτό τον κόσμο μόνο και μόνο γι’αυτό το πέταγμα. Το να πετάει στο κενό είναι το μοναδικό της καμάρι και συνάμα η καταδίκη της.»
 
Πέμπτη, Μαρτίου 19, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 19, 2009 | Permalink
Τσακισμένες ακτές,τσακισμένοι άνθρωποι
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, όταν πρέπει να περιγράψεις το βιβλίο του Νοτιοαφρικανού συγγραφέα Peter Temple «ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΗ ΑΚΤΗ», (Εκδ.Τόπος, μετάφρ. Α.Καλοκύρη, σελ.433). Μιά λέξη αρκεί, ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ. Σού’ρχεται από κει που δεν το περιμένεις. Ένα απλό αστυνομικό κάθησα να διαβάσω και βρέθηκα μπροστά σε ένα σχεδόν τέλειο λογοτεχνικό επίτευγμα, ιδανικό παράδειγμα του πόσο έχει προχωρήσει η (κάποτε περιφρονημένη) αστυνομική λογοτεχνία στις μέρες μας και πως μπορείς χρησιμοποιώντας την φόρμα ενός θρίλερ να μιλήσεις γιά τα «μεγάλα» προβλήματα της κοινωνίας.

Η αρχή του μυθιστορήματος δεν σε προδιαθέτει γιά την συνέχεια. Μέχρι την εκατοστή σελίδα κυλάει νωχελικά, με έναν αργό ρυθμό εισάγοντας αρκετά πρόσωπα στην πλοκή, μετά όμως η ιστορία κορυφώνεται περιλαμβάνοντας φόνους, βιασμούς, αυτοκτονίες, παιδεραστία, οικολογική καταστροφή, πολιτικό αμοραλισμό και το κυριότερο την περιγραφή μιάς χώρας, μιάς κοινωνίας χωρισμένης στα δύο.

Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε μιά τουριστική περιοχή της Νότιας Αυστραλίας. Ο αστυνομικός του τμήματος ανθρωποκτονιών της Μελβούρνης, Τζο Κάσιν μετά από μιά επιχείρηση που κόντεψε να του κοστίσει τη ζωή, μετατίθεται προσωρινά στην πόλη που μεγάλωσε, το Πορτ Μονρό, ένα παραθαλάσσιο χωριό που ζωντανεύει το καλοκαίρι και νεκρώνει ουσιαστικά τον χειμώνα. Ο Κάσιν διοικεί ένα αστυνομικό τμήμα της πλάκας που ασχολείται κυρίως με προβλήματα μεθυσμένων ή μικροκλοπών στο τοπικό σουπερμάρκετ. Ο Κάσιν ψιλοβαριέται και προσπαθεί να αναστηλώσει το μισογκρεμισμένο σπίτι του παππού του με τη βοήθεια ενός άστεγου, ενός μυστηριώδους τύπου που τον βρήκε να περιπλανιέται στον δρόμο, και αντί να τον συλλάβει του προσέφερε δουλειά και ένα πιάτο φαί.Μεταξύ των δύο αντρών αναπτύσσεται ένα είδος «αντρικής φιλίας» με πολλές μπύρες,μισόλογα και επικοινωνίας χωρίς πολλά-πολλά.
Η ήρεμη κοινωνία του θερέτρου όμως διαταράσσεται από την βίαιη δολοφονία ενός πάμπλουτου υπερήλικα,του Τσαρλς Μπουργκόν που βρίσκεται νεκρός στο σαλόνι της βίλας του. Το μόνο που λείπει από το σπίτι είναι ένα ρολόι Breitling. Κύριοι ύποπτοι γιά το έγκλημα είναι τρεις νεαροί Αβορίγινες που ζουν σε ένα κοντινό χωριό,το Κένμαρ, γιά τους οποίους υπήρξε μιά καταγγελία ότι προσπαθούσαν να πουλήσουν ένα όμοιο ρολόι στην Μελβούρνη. Σε μιά επιχείρηση-οπερέτα που διοργανώνει η τοπική αστυνομική δύναμη του Κένμαρ,οι δύο από τους τρεις νεαρούς σκοτώνονται καθώς προσπαθούν να αντιδράσουν στην σύλληψη. Ο τρίτος νεαρός συλλαμβάνεται και η επικείμενη δίκη του προκαλεί τις αντιδράσεις των ντόπιων Αβορίγινων, ενώ ένα καινούριο πολιτικό κόμμα που έχει δημιουργηθεί με αρχηγό Αβορίγινα προσπαθεί να εκμεταλευτεί πολιτικά την κατάσταση. Ο μικρός όμως αυτοκτονεί πέφτοντας από έναν γκρεμό στις άγριες ακτές της περιοχής. Η υπόθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί κλεισμένη.
Ο Κάσιν, που από την αρχή κάτι δεν του πήγαινε καλά στην ιστορία, εντοπίζει κάποιες λεπτομέρειες γύρω από τον φόνο που χρειάζονται διερεύνηση και αρχίζει να «ψάχνει» λίγο παραπάνω την υπόθεση. Αφορμή του δίδεται από την ανακοίνωση ότι το κτήμα του δολοφονημένου Μπουργκόν και η παραλία μιάς παλιάς παιδικής κατασκήνωσης θα παραχωρηθούν σε μιά εταιρία γιά να χτίσει ένα τεράστιο πολυτελές ξενοδοχειακό συγκρότημα στην περιοχή. Το ψάξιμο θα τον οδηγήσει σε μιά συγκλονιστική ιστορία παιδεραστίας , οικογενειακής εκδίκησης και τεράστιας διαφθοράς.

Ο ρατσισμός είναι διαρκώς παρών στο βιβλίο του Τεμπλ. Οι Αβορίγινες θεωρούνται ζώα, «γύφτοι», σχεδόν δεν θεωρούνται ανθρώπινες οντότητες. Οι μικρές πόλεις του Πορτ Μονρό και του Κένμαρ χρησιμοποιούνται ως σκηνικά και το ειδυλιακό τοπίο των υπέροχων ακτών της περιοχής έρχεται σε αντίθεση με την βιαιότητα της τοπικής κοινωνίας απέναντι σ’αυτούς τους ανθρώπους. Δεν υπήρχε καν θέμα εάν είναι ή όχι ένοχοι οι νεαροί ιθαγενείς, γιά τους «λευκούς» κατοίκους ήταν «φυσιολογικό». Η μόνιμη επωδός των ντόπιων που συναντάει ο Κάσιν στις τοπικές παμπ και στα μαγαζιά είναι «καλά τους κάνατε και τους φάγατε»...Ο Κάσιν έχοντας ξεφύγει από τον τοπικό συντηρητισμό αντιδρά βίαια οδηγούμενος έτσι στην απομόνωση και την τοπική δυσπιστία.

Έχει κι αυτός ένα παρελθόν «τσακισμένο». Ο πατέρας αυτοκτονεί κι εκείνος το μαθαίνει τώρα από τον ομοφυλόφιλο αδερφό του που προσπαθεί να αυτοκτονήσει με τη σειρά του. Η μάνα πρώην χύπισα, έχει ξαναπαντρευτεί έναν άντρα-φυτό και το «παίζει» δήθεν προοδευτική και «άνετη». Ο ίδιος, ο Κάσιν μιά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με πολύ χιούμορ, ζει μόνος του, μη μπορώντας να δει το παιδί του, αφού η πρώην του, τον κοντράρει αρνούμενη την πατρότητά του. Άσε, που κάτι έχει κι αυτός από αίμα αβορίγινων αφού η μάνα του κρατάει από οικογένεια τέτοιων, και εκείνον τον στείλανε να ζήσει μερικά χρόνια με τα ξαδέρφια του, τους αβορίγινες όταν αυτοκτόνησε ο πατέρας του. Τώρα προσπαθεί να «αναρρώσει» σωματικά και ψυχικά με συντροφιά τα δύο του σκυλιά και τον άστεγο και κάνοντας μοναχικές βόλτες στο κτήμα του αγναντεύοντας τις ακτές της Βικτώρια.

Η φύση είναι ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος. Υπάρχουν πολλές σελίδες περιγραφής των ακτών, της Αυστραλέζικης ενδοχώρας, της οικολογικής αλλά και πολιτισμικής καταστροφής που επιτελείται με τα χρόνια. Τα κύματα σκάνε στις ακτές με την ίδια βιαιότητα που κυριαρχεί στις ψυχές των ντόπιων κατοίκων έτοιμων να σκοτωθούν μεταξύ τους γιά το παραμικρό.

«Διέσχισε το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής με την Κάλλας στη διαπασών, τη μηχανή να βρυχάται στους σκοτεινούς, γεμάτους λακκούβες δρόμους, με την όμορφη φωνή της να γεμίζει το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Ο Βραστήρας. Ένα πτώμα να επιπλέει έξω από τον Βραστήρα. Στο μεγάλο, αφρισμένο, μονίμως ταραγμένο Ριπ.
Πήγαν να τον δουν πρώτη φορά όταν ήταν έξι εφτά χρονών – όλοι ήταν υποχρεωμένοι να δουν τον Βραστήρα και τα Σκαλιά του Ντάνγκαρ. Παρόλο που στεκόταν αρκετά μακριά από την τσακισμένη άκρη της κλειδαρότρυπας, το σκηνικό τον τρόμαξε, η τεράστια θάλασσα, το γκριζοπράσινο νερό γεμάτο αφρούς, να γλιστράει, να πέφτει, να φουσκώνει, γεμάτο μικρές αιχμές και ανοίγματα, βαθουλώματα και μασούρια, η αίσθηση της ασύλληπτης δύναμης κάτω από την επιφάνεια, τρομερές δυνάμεις που μπορούσαν να σε αρπάξουν και να σε καταπιούν και να σε στριφογυρίσουν κι εσύ θα εισέπνεες το παγωμένο αλατόνερο, θα το κατάπινες, θα πνιγόσουν, η δύναμη του κύματος θα σε έσπρωχνε μέσα από το κενό στον γκρεμό κι έπειτα θα σε τίναζε στα σημαδεμένα βράχια του Βραστήρα, θα σε χτυπούσε ξανά κια ξανά μέχρι τα ρούχα σου να γίνουν κλωστές κι εσύ ένα κομμάτι μαλακωμένο κρέας.
Αυτό το μέρος της παραλίας ονομαζόταν Τσακισμένη Ακτή. Όταν ο Κάσιν ήταν μικρός, νόμιζε ότι ήταν μία λέξη – Τσακισμενακτή. Κάποια στιγμή, κάποιος του είπε ότι οι πρώτοι ναυτικοί που την αντίκρισαν την ονόμασαν έτσι εξαιτίας των τεράστιων κομματιών από ασβεστόλιθο που είχαν ξεκολλήσει απ’τον γκρεμό και είχαν τσακιστεί στη θάλασσα. Ίσως οι ναυτικοί το είχαν δει να συμβαίνει. Ίσως ήταν αρκετά κοντά και είδαν την άκρη της γης να τσακίζεται, να ενώνεται με την θάλασσα.»


Ο Τεμπλ αυξομειώνει τον ρυθμό του βιβλίου συνεχώς. Από την έντονη δράση περνάμε σε λυρικές περιγραφές των τοπίων ή των μοναχικών στιγμών του Κάσιν που κάθεται στο σπίτι του προσπαθώντας να ανακουφίσει τους πόνους από τις χειρουργικές επεμβάσεις, διαβάζοντας Κόνραντ, ακούγοντας όπερα και ενθυμούμενος το παρελθόν. Κάνει την δική του, προσωπική αντίσταση προσπαθώντας να αναστηλώσει ένα γκρεμισμένο οικογενειακό σπίτι που κανείς δεν θέλει σαν να να ρίχνει γέφυρες με το παρελθόν του και σαν να προσπαθεί να καταλάβει περισσότερο τον εαυτό του. Από το παρελθόν έρχεται και η μοναδική ουσιαστική επαφή του πρωταγωνιστή με την παλιά του συμμαθήτρια και φευγαλέα ερωμένη την δικηγόρο (πλέον) Έλεν Κάσλμαν που ανήκει σε μιά «ανώτερη τάξη» αλλά οι πολιτικές της (και όχι μόνο) φιλοδοξίες την φέρνουν να προσπαθεί να πολιτευτεί με το νέο «προοδευτικό» κόμμα. Η ερωτική προσέγγιση των δύο τόσο διαφορετικών ανθρώπων είναι προβλέψιμη αλλά η μαεστρία του συγγραφέα την δίνει τόσο φυσιολογικά και γλυκά που δένει απόλυτα με το στυλ του Κάσιν ως πρωταγωνιστή.

Τσακισμενακτές και τσακισμενάνθρωποι...Η πινακοθήκη των χαρακτήρων του Τεμπλ, έχει απ’όλα τα είδη. Από τον κατεργαράκο αβορίγινα ξάδερφο του Κάσιν που εμπορεύεται κλεμμένα είδη μέχρι την κυνική δικηγόρο του δολοφονημένου Μπουργκόν. Από την ιστορία των παιδιών των αβορίγινων που στρέφονται στον χουλιγκανισμό στην ιστορία των παιδιών των παιδικών κατασκηνώσεων των Κομπάνιονς. Ο Κάσιν που αναζητούσε σε όλη του τη ζωή έναν πατέρα να αναπληρώσει τον πατέρα του που χάθηκε χωρίς λόγο (και τώρα στη μέση της ζωής του μαθαίνει ότι αυτοκτόνησε πέφτοντας στην ίδια την ακτή) και που τον βρίσκει στο πρόσωπο του παλιού του προιστάμενου. Και η απογοήτευση του ίδιου, όταν διαπιστώνει ότι, το πρότυπο του, ο προϊστάμενος που τον «έκανε άνθρωπο», χτυπημένος πλέον από βαρειά εγκεφαλικά έχει κι αυτός ένοχο παρελθόν.
Η διαφθορά σε όλα της τα επίπεδα, κοινωνικά, πολιτικά, καθημερινής συμπεριφοράς κυριαρχεί σ’αυτό το μεγαλειώδες μυθιστόρημα. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, σε μιά κοινωνία διαβρωμένη και το κοινωνιολογικό υπαινικτικό σχόλιο του Τεμπλ είναι καίριο και ακριβές με την μορφή ενός (φαινομενικά) εύπεπτου βιβλίου. Τι καλύτερο μπορεί να περιμένει ένας αναγνώστης από την σύγχρονη λογοτεχνία;

Το μυθιστόρημα υμνήθηκε από την διεθνή κριτική, παρομοιάστηκε με την «Καρδιά του σκοταδιού» του Τζ.Κόνραντ και κέρδισε οχι μόνο το μεγάλο βραβείο της χώρας αλλά και το βραβείο από την Διεθνή Ομοσπονδία Συγγραφέων Αστυνομικού μυθιστορήματος γιά το 2007. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1946 στην Ν.Αφρική αλλά ζει στην Αυστραλία από το 1980 και αυτό ήταν το πέμπτο του βραβευμένο βιβλίο που από ορισμένους κριτικούς έχει χαρακτηρισθεί ως «το μεγάλο Αυστραλιανό μυθιστόρημα».Δεν γνωρίζω εάν είναι έτσι - προσωπικά δεν μ'αρέσουν αυτές οι μεγαλεπήβολες εκφράσεις,το σίγουρο είναι ότι το κυριολεκτικά το απόλαυσα.
 
Δευτέρα, Μαρτίου 16, 2009
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαρτίου 16, 2009 | Permalink
Όχι,δεν πρέπει να συναντηθούμε...
Η ιστορία ενός ανεκπλήρωτου πάθους, μιάς εμμονής ή μιά ευκαιρία να γραφτεί με διαφορετικό τρόπο η μεταπολεμική πορεία της Γερμανίας; Όλα αυτά μαζί συνθέτουν το έξυπνο και ενδιαφέρον μυθιστόρημα του Γερμανού συγγραφέα HELMUT KRAUSSER με τον ιντριγκαδόρικο (και εμπορικότατο) τίτλο «ΕΡΩΣ»,(Εκδ.Ίνδικτος μετάφρ.Ευαγ.Τομπορη, σελ. 445).

Ένας συγγραφέας σε κρίση δημιουργικότητας προσκαλείται από τον πολυεκατομμυριούχο βιομήχανο Αλεξάντερ φον Μπρύκεν (ο οποίος δεν ειχε εμφανιστεί πουθενά γιά περίπου είκοσι χρόνια), να περάσει ένα διάστημα στον γοτθικού ύφους πύργο του με σκοπό να μεταφέρει στο χαρτί μιά ιστορία.
«Ήρθε ο καιρός να διασώσω κάτι. Όχι απαραίτητα τη ζωή μου, αλλά την ιστορία ενός έρωτα. Του έρωτά μου. Μέχρι τώρα δεν την έχω διηγηθεί, πρέπει όμως να τη διηγηθώ, διαφορετικά θα χαθεί και θα είναι σαν να μην έχει συμβεί ποτέ. Θα ήθελα να γράψετε γιά μένα ένα βιβλίο. Ένα μυθιστόρημα...
...Ότι γραφτεί είναι από κάθε άποψη αληθινό, είναι ο τρόπος να πω δημόσια κάτι πολύ προσωπικό. Ό άνθρωπος τον οποίο αφορά, δεν θα μάθει ποτέ γι’αυτό, ωστόσο, αν το γράψετε τελικά γιά μένα, θα είναι σαν να το μάθαινε, αφού θα το μάθει ο κόσμος.»

Ο συγγραφέας γοητευμένος δέχεται την πλουσιοπάροχη προσφορά και μέσα σε οχτώ ημέρες ακούει τον φον Μπρύκεν να του ξετυλίγει μιά περίεργη ιστορία έρωτα, αυτοεξευτελισμού, διαστροφικής εμμονής και επίδειξης δύναμης η οποία όμως μπορεί και να μην είναι έτσι ακριβώς όπως την περιγράφει ο αφηγητής της...

Ο Αλεξάντερ γόνος της αριστοκρατικής οικογένειας των φον Μπρύκεν της Βαυαρίας, κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών προς το τέλος του Β Παγκόσμιου πολέμου γνωρίζει την συνομήλική του Σόφι - κόρη εργατών. Όλα γύρω του καταρρέουν αλλά, ο έφηβος και ντροπαλός Αλεξάντερ δεν έχει μάτια παρά μόνο γιά την φτωχούλα μικρή που γιά να βοηθήσει την οικογένειά της, του αποσπά 50 μάρκα γιά ένα φιλί. Όταν το Χιτλερικό καθεστώς αποσυντίθεται και οι Σύμμαχοι εισβάλλουν στο Μόναχο, ο φον Μπρύκεν πατήρ αυτοκτονεί δηλητηριάζοντας όλη την οικογένεια σε μιά οπερικού ύφους κίνηση που θυμίζει την αυτοκτονία της οικογένειας Γκαίμπελς στο καταφύγιο του Χίτλερ στο Βερολίνο. Μόνο(??) ο Αλεξάντερ την γλυτώνει και διασώζεται από το δεξί χέρι της οικογένεια,τον διευθυντή της βιομηχανίας, μπαίνοντας σε ένα αεροπλάνο που μεταφέρει διάφορους Ναζί στην Ιταλία. Το αεροπλάνο πέφτει αλλά ο μικρός σώζεται και μετά από διάφορες περιπέτειες απώλειας μνήμης,σύγχισης κλπ μετά από κάποια χρόνια γυρίζει στο σπίτι του και όταν ενηλικιώνεται αναλαμβάνει την πατρική επιχείρηση που συνεχίζει να ανθεί.
Ξεφορτώνεται τον έμπιστο του πατέρα του,τον Κεφερλόερ και κάνει δεξί του χέρι τον γιό του τον Λούκιαν, ο οποίος επιλέγει να βοηθήσει τον Αλεξάντερ παρά τον πατέρα του.
Στο μυαλό του είναι πάντα η Σόφι η οποία είναι όμως χαμένη αφού είχε φύγει από την περιοχή γιά να γλυτώσει. Με τα πολλά και αφού ξοδεύει άπειρα λεφτά και χρόνο την βρίσκει μάλλον τυχαία να ζει μιά φτωχική ζωή και να σπουδάζει παιδαγωγός. Χρησιμοποιώντας την οικονομική του δύναμη τοποθετεί γύρω της ανθρώπους που την γλυτώνουν από βίαιους γκόμενους, από περίεργες καταστάσεις αλλά αυτός δεν εμφανίζεται παρά μόνο μία φορά προσπαθώντας να την γοητεύσει με τον πλούτο του. Η Σόφι αντιδράει απότομα και τρομαγμένα από την επίδειξη πλούτου του αφελή Αλεξάντερ, προσβάλλοντάς τον. Ο φον Μπρύκεν αποφασίζει τότε να μείνει στην σκιά και να παρακολουθεί τα πάντα κρατώντας τον ρόλο του «καλού άγγελου».Τοποθετεί «δίπλα της» τον έμπιστό του Λούκιαν, τον οποίον ωθεί μέχρι και να σχετιστεί με την αγαπημένη του γιά να μπορεί να «κοντρολάρει» έστω εκ του μακρόθεν την ζωή της.

Η Σόφι έχοντας πολλές ανησυχίες, ακολουθεί τον δρόμο του πολιτικού ακτιβισμού. Στην ταραγμένη δεκαετία του 60, μπλέκει με τις τρομοκρατικές ομάδες, λειτουργεί ως καθοδηγητής των αριστεριστών, κάποιες φορές συμμετέχει και η ίδια ενεργά. Επικηρύσσεται από τις αρχές και όταν τα πράγματα σφίγγουν, η ίδια της η οργάνωση την φυγαδεύει στην Ανατολική Γερμανία όπου της αλλάζουν ταυτότητα. Η Σόφι διαπιστώνει ότι η Στάζι παρακολουθεί τα πάντα, ότι το καθεστώς εκεί, είναι χειρότερο από αυτό το οποίο πάλευε τόσα χρόνια και οι αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού που δίδασκε ως καθοδηγήτρια των αριστερίστικων ομάδων πολύ απέχουν από το «τέρας» που έχει δημιουργηθεί στην αντίπερα όχθη. Ο φον Μπρύκεν χάνει τα ίχνη της αλλά μετά από αρκετό καιρό τα ξαναβρίσκει και οργανώνει μιά απόδραση από το καταρρέον κομμουνιστικό καθεστώς. Η Σόφι βρίσκει την «ελευθερία» της,επιλέγει την φυγή προς το άγνωστο και ο φον Μπρύκεν παραμένει στο σκοτάδι...

Τις νύχτες ο συγγραφέας ακούει θορύβους. Ρωτάει τον πιστό Λούκιαν, ο οποίος φροντίζει να μη του λείπει τίποτα (παρότι διαφωνεί με τα σχέδια του αφεντικού του, να αποκαλύψει τα πάντα γιά τη ζωή του), τι είναι αυτό που ακούει...Ο Λούκιαν του αποκαλύπτει ότι ο φον Μπρύκεν χτίζει ένα τεράστιο μαυσωλείο, που πρέπει να είναι έτοιμο γιά την κηδεία του. Το μυθιστόρημα κλείνει με την κηδεία του φον Μπρύκεν αλλά και με την φιγούρα της γυναίκας με το μαύρο βέλο να τον κοιτάει αινιγματικά...

Μυθιστόρημα βαρυφορτωμένο με συμβολισμούς και αναφορές. Μερικοί είναι προφανείς... Ο φον Μπρύκεν που συμβολίζει τον οικονομικό πλούτο της Γερμανίας με την ξέφρενη ανάπτυξη των δεκαετιών 50 και 60 που προσπαθούσε να καθοδηγήσει και να «προστατέψει» τον απλό αλλά νοήμονα άνθρωπο, τον καινούριο απαλλαγμένο από τον εφιάλτη του Ναζισμού Γερμανό που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της Σόφι. Της μπερδεμένης Σόφι που από τη μιά πατάει στον έμφυτο συναισθηματισμό της και τις βάσεις της κουλτούρας της και από την άλλη προσπαθεί να αντιδράσει ακραία στον προστατευτισμό των ίδιων ανθρώπων που εξέθρεψαν το Χιτλερικό μόρφωμα της δεκαετίας του 30. Το αποτέλεσμα είναι από τη μιά ο διαχωρισμός των δύο Γερμανιών που οδήγησε στο «Τείχος» του Βερολίνου και από την άλλη η δημιουργία ενός τερατώδους καθεστώτος στην Ανατολική Γερμανία που ο ένας παρακολουθούσε τον άλλον, που "όλα τά΄σκιαζε η φοβέρα..."

Ο Κράουσερ περιγράφει με ακρίβεια τις σχέσεις της Στάζι με την RAF και τους αριστεριστές των δεκαετιών 60 και 70. Υποστηρίζει καθαρά ότι τα κινήματα χρηματοδοτούντο από το Ανατολικογερμανικό καθεστώς χωρίς απαραίτητα τα μέλη τους να το γνωρίζουν αυτό. Η «προσγείωση» της Σόφι στην σκληρή πραγματικότητα του ανατολικογερμανικού τρόπου σκέψης είναι χαρακτηριστική και πολύ ωραία σκιαγραφημένη από τον συγγραφέα.

Με πολλά δάνεια από τον κινηματογράφο και την επικαιρότητα, το βιβλίο του Κράουσερ είναι μιά διαφορετική ερωτική ιστορία, χαοτική στις λεπτομέρειές της, αφού δημιουργούνται περισσότερα ερωτηματικά στον αναγνώστη όσο προχωράει στην ανέλιξη της ιστορίας. Αυτό που με «τράβηξε» περισσότερο, είναι ότι δεν γνωρίζεις (και δεν θα μάθεις ποτέ) που λέει αλήθεια ο φον Μπρύκεν και που κρύβει ή διαστρέφει τα γεγονότα. Κυρίως η ζωή του αφηγητή στην παιδική του ηλικία και οι σχέσεις του πατέρα του με το Χιτλερικό καθεστώς είναι σχεδόν σίγουρο ότι είναι στην πραγματικότητα διαφορετικές από αυτές που εξιστορεί ο φον Μπρύκεν, ενώ η συμπεριφορά του αφηγητή πολλές φορές παραπέμπουν σε άκρατη ψυχοπάθεια που δεν δικαιολογείται από την ήρεμη αφήγηση των γεγονότων. Η φιγούρα του φον Μπρύκεν ως ένα είδος Σούπερμαν που «διασώζει» το κορίτσι την τελευταία στιγμή από τις κακοτοπιές δεν συνάδει με το ψιλορομαντικό ύφος του βιβλίου αλλά δυστυχώς σε κάποιες στιγμές οδηγεί προς μιά υπερβολή και μιά απώλεια του μέτρου.

Παρά τις ατέλειες του, το μυθιστόρημα είναι ενδιαφέρον, γοητευτικό, και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Χωρίς να συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό άλλων βιβλιόφιλων bloggers (anagnostria και alef), θα ομολογήσω ότι μιά τέτοια πολυεπίπεδη ιστορία «σηκώνει» πολλές αναγνώσεις πράγμα που την καθιστά ακόμα πιό ενδιαφέρουσα και συναρπαστική ενώ η ίντριγκα του «ναι μεν,αλλά...» που θέτει ο συγγραφέας προς το τέλος κλείνοντας το μάτι στον Orson Welles (F for Fake…) δημιουργεί ένα αίνιγμα που μπορεί να μας απασχολεί γιά καιρό μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος...

«Ο φον Μπρύκεν μου έγραψε κι ένα γράμμα στο οποίο με ευχαριστούσε για την καλή συνεργασία.
Η γραφή ήταν τρεμουλιαστή, σχεδόν δυσδιάκριτη, αλλά το περιεχόμενο της επιστολής είχε έναν χαρούμενο τόνο.
Έγραφε ότι στη ζωή υπάρχουν μερικά παράξενα γυρίσματα. Μερικοί άνθρωποι είναι σίγουρο ότι θα κάτσουν με το κοινό, κάποιοι άλλοι είναι γεννημένοι ηθοποιοί, και ακόμα και σήμερα δεν ξέρει ποιό από τα δύο αξίζει περισσότερο να επιδιώξεις. Σημαντικότερο όλων θεωρεί το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος σε ποιά πλευρά αυτού του μεγάλου θεάτρου θα καταλήξει. Είναι στο χέρι της τέχνης να φτιάχνει από ταξιθέτες ήρωες και το αντίθετο. Η ζωή είναι ένας σωρός υλικά από τα οποία γεννιέται αυτό ή εκείνο, και μερικές φορές ακόμα και τίποτα. Είναι ωστόσο ευχαριστημένος, αν και κατηγορεί γιά κάποια πράγματα τον εαυτό του. Τη ζωή του, την καθόρισε ο έρωτας, αυτή είναι μιά περίπλοκη, πολύπλευρη δύναμη, που στο τέλος σε διαλύει, με το συναίσθημα όμως ότι δεν είσαι ολομόναχος και ασήμαντος. Χάρηκε πολύ που τον άκουσα.
Να είστε καλά
 
Τρίτη, Μαρτίου 10, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 10, 2009 | Permalink
Εδώ είναι άγρια δύση, καουμπόη μου...
Οι «ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΙ» του πολύ καλού Αφροαμερικανού συγγραφέα PERCIVAL EVERETT (Εκδ.ΠΟΛΙΣ, μετάφρ. Λύο Καλοβυρνάς, σελ.280) είναι ένα μυθιστόρημα όπου στις σελίδες του πρωταγωνιστούν ένας μαύρος ραντσέρης , ένας έτερος μαύρος πρώην τρόφιμος φυλακών και ένας ομοφυλόφιλος φοιτητής σε μιά μικρή πόλη της επαρχίας του Ουαϊόμινγκ μέσα στο καταχείμωνο. Φόνοι, έρωτες και μίσος – μοναξιά, εκδίκηση και οικογενειακά προβλήματα περνάνε μέσα από την υπαινικτική γραφή του συγγραφέα ενώ ο ρατσισμός είναι διάχυτος στην ατμόσφαιρα.

Ο Τζων Χαντ είναι ένας άνθρωπος που σπούδασε σε καλά πανεπιστήμια αλλά αποφάσισε κάποια στιγμή της ζωής του να αγοράσει ένα ράντσο στην καρδιά της Αμερικής και να εκτρέφει άλογα. Είναι μαύρος και η μικρή κοινότητα του κοντινότερου χωριού τον έχει αποδεχθεί σιωπηρά στα είκοσι χρόνια που ζει ήδη εκεί. Από τότε που πέθανε η σύζυγός του, ζει μαζί με τον υπέργηρο, άρρωστο και πρώην τρόφιμο φυλακών θείο του, τον Γκας (μαύρος κι αυτός), που περισσότερο τον βοηθάει με την μαγειρική και το νοικοκύρεμα του ράντσου. Όταν ένα ομοφυλοφιλικό έγκλημα αποκαλύπτεται κάπου στο χωριό, ο κυριότερος ύποπτος είναι ένα μικρό παιδί βοηθός του Τζων, που υπό το βάρος της άδικης ενοχής και της ομολογημένης σεξουαλικής του τάσης αυτοκτονεί στο κελί του. Το θέμα γνωρίζει μιά μικρή δημοσιότητα και ο Ντέηβιντ, ο ομοφυλόφιλος γιός ενός πρώην συμφοιτητή του Τζων μαζί με τον σύντροφό του έρχονται γιά να διαδηλώσουν στην πόλη αλλά οι ντόπιοι νεοναζιστές ρίχνοντας μερικές ψιλές αποτρέπουν οποιαδήποτε τέτοια σκέψη. Ο Τζων παίρνει το ζευγάρι σπίτι και ο Ντέηβιντ έλκεται πολύ από την δύναμη της φύσης, το «εξωτικό» του πράγματος αλλά και από τον αρρενωπό ραντσέρη σε σημείο που να επιστρέψει μόλις χωρίσει από τον σύντροφό του γιά να περάσει ένα διάστημα βοηθώντας στις καθημερινές εργασίες (δλδ καθαρίζοντας τους στάβλους και βγάζοντας τα άλογα έξω με -20 βαθμούς θερμοκρασία). Αλλά οι νεοναζί της περιοχής τον έχουν σταμπάρει και θα έχει φασαρίες ενώ η ντόπια αστυνομία αδιαφορεί προκλητικά. Ο Τζων Χαντ εκτός του Ντέηβιντ έχει να ασχοληθεί και με την ερωτική του σχέση με την ωραία ραντσέρισα Μόργκαν, τις ρατσιστικές επιθέσεις στα γελάδια του ινδιάνου γείτονα του, την αρρώστεια του θείου του και τα οικογενειακά προβλήματα του νεαρού με τον πατέρα του που καταφτάνει στο ράντσο να περάσει την πρωτοχρονιά με την γκόμενά του εξοργίζοντας τους πάντες. Όταν ο Ντέηβιντ εξαφανίζεται και καταλαβαίνουν όλοι ότι είναι θύμα απαγωγής το πράγμα σοβαρεύει και ο φιλήσυχος Τζων Χαντ πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες...

Πολλά πράγματα γιά ένα τόσο συμμαζεμένο μυθιστόρημα. Δείγμα της υπαινικτικότητας της γραφής του Έβερετ. Δεν ασχολείται τόσο πολύ με το «ποιός το έκανε» ή με το «φαντεζί» στοιχείο της ιστορίας αλλά κάνει περισσότερο ένα κοινωνιολογικό σχόλιο γιά την δήθεν δημοκρατική Αμερική. Δημοκρατικότητα επιφανειακή βέβαια, γιατί μπορεί να προκαλεί κατ’αρχήν απορία η «αποδοχή» του μαύρου ραντσέρη από την κοινότητα, αλλά σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ουσιαστικά αδιαφορία του κόσμου και μιά κατά κάποιον τρόπο «κατάκτηση» του Τζων Χαντ μέσα στα είκοσι χρόνια της παρουσίας του εκεί. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας σχεδόν ιδανικός ήρωας, ένας πολύ καλός αλλά και υπερβολικά αφελής άνθρωπος που ώρες-ώρες είναι σαν να ζει αλλού. Με τις ενοχές του αφού θεωρεί (λανθασμένα) ότι φταίει γιά την αναπηρία και τον θάνατο της συζύγου του ερωτεύεται με λιτό και «δωρικό» τρόπο την γειτόνισσά του Μόργκαν – οι δε διάλογοί τους είναι υπόδειγμα του τρόπου ζωής της περιοχής.Κοφτοί και χωρίς πολλά-πολλά...
Ο ίδιος δε, είναι ένα είδος «γητευτή των αλόγων» αφού σ’αυτόν καταφεύγουν οι γύρω ραντσέρηδες γιά να τους εκπαιδεύσει τα άλογα. Ζει μιά μονότονη ζωή η οποία διαταράσσεται από την ερωτική ιστορία με την Μόργκαν αλλά και με την έλευση του Ντέηβιντ, ο οποίος τον βλέπει από τη μιά σαν πατέρα και από την άλλη ερωτικά. Ο χειρισμός όμως του θέματος από τον Χαντ είναι αφοπλιστικός μέσα στην ειλικρίνειά του, όπως και ο χειρισμός του οικογενειακού προβλήματος που αντιμετωπίζει ο μικρός ενώ η σχεδόν αναγκαστική αυτοδικία του τέλους έρχεται φυσιολογικά και μάλλον δικαιολογημένα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε την μετάλαξη του πρωταγωνιστή από cool, easy going και αφελή τύπο που ενδιαφέρεται μόνο γιά τα άλογά του σε έναν δυναμικό άνθρωπο που παίρνει την κατάσταση στα χέρια του. Μάλλον ιδανικός ρόλος γιά τον Denzel Washington!!!

Ο Έβερετ παρουσιάζεται διαφορετικός από τα άλλα βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά, το εκπληκτικό ΣΒΥΣΙΜΟ και το έξοχο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ. Ούτε διαννοούμενοι υπάρχουν εδώ, ούτε καθηγητές πανεπιστημίου, ούτε πτώματα που «ζωντανεύουν». Δεν υπάρχει δε το στοιχείο της φαντεζι γραφής του «Ονείρου», και το μαύρο χιούμορ και η παραληρηματική γραφή του «Σβησίματος». Εδώ ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται ένα πραγματικό γεγονός, την δολοφονία ενός νεαρού ομοφυλόφιλου το 98 σε ένα μπαρ του Ουαϊόμινγκ γιά να μιλήσει γιά τους rednecks που είναι κλεισμένοι στον κόσμο τους και αδιαφορούν γιά τους ανθρώπους που δεν τους μοιάζουν, που τους κοροϊδεύουν στα συνηθισμένα ρατσιστικά ανέκδοτά τους και που (άμα λάχει) τους ρίχνουν και καμιά σφαλιάρα ή εάν υπάρχουν δυό-τρεις περισσότερο σαλεμένοι ανάμεσά τους και τραβήξουν και κάνα όπλο κάνουν πως δεν τους βλέπουν. Είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές στο βιβλίο, που ο Χαντ ρωτώντας τον σερίφη και τους υπόλοιπους αν έχουν προσέξει το χαρακτηριστικό αυτοκίνητο των νεοναζί εισπράττει απορημένα βλέματα, του στυλ «ναι μωρέ κάπου εδώ γύρω είναι...».

Όλοι είναι «πληγωμένοι» στο μυθιστόρημα. Ο Χαντ από τον ρατσισμό λόγω του χρώματος του, ο Γκας και από το χρώμα του και από τον εγκλεισμό του στην φυλακή, ο Ντέηβιντ λόγω της ομοφυλοφιλίας του, όλοι βιώνουν την μισαλλοδοξία της Αμερικής στο πετσί τους...
«Φυσικά και είχα προβλήματα, παλικάρι μου! Στην Αμερική ζω. Έχω αντιμετωπίσει μισαλλοδοξία εδώ. Απ’ την άλλη το μόνο μέρος όπου με είπε κάποιος κατάμουτρα αράπη, ήταν το Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης.» Έκανα μιά παύση για να χωνέψει τη φράση μου. «Εχουμε κι εμείς το μερτικό μας από ηλίθιους, στενόμυαλους ανθρώπους τριγύρω μας. Βράζει ο τόπος. Όμως υπάρχουν και πολλοί που απλώς έχουν άγνοια, πολλοί καλοί κι έξυπνοι άνθρωποι. Είναι διαφορετικά τα πράγματα στα δικά σου μέρη;».

Το μυθιστόρημα «ξαφνιάζει» με το χαμηλότονο ύφος του. Αισθητά κατώτερο (κατά την άποψή μου) από τα υπόλοιπα του Έβερετ, χωρίς τον δυναμισμό και την λυρικότητα των αντίστοιχων ιστοριών της Α.Πρου, που διαδραμματίζονται στην ίδια πάνω κάτω περιοχή. Νιώθω λίγο έξω από τα νερά του τον ήρωα και μου είναι κάπως δύσκολο να φανταστώ έναν εστέτ μαύρο με το πτυχίο του Μπέρκλευ και τους πίνακες του Κλέε και του Καντίσκυ στους τοίχους της φάρμας να φτυαρίζει αλογόσκατα και να είναι (έστω και με αυτόν τον τρόπο,της αδιαφορίας) αποδεκτός από την κοινότητα των μπουρτζόβλαχων με τα 4Χ4. Ενώ η διάψευση των προσδοκιών του και του κόσμου που είχε χτίσει μέσα στο μυαλό του, της «αξιοπρέπειας» των κατοίκων της πόλης, της «καλωσύνης» του θείου του, του βαθύτερου εγώ του και των «θέλω» του μας παρουσιάζουν έναν άνθρωπο υπερβολικά αφελή μέσα στην εντιμότητά του, που δεν ξέρω εάν ήταν στις προθέσεις του συγγραφέα να βγεί έτσι.
«.. «Μα τι γίνεται εδώ» ρώτησα έξω από τα δόντια
«Τέρμα οι κουβέντες» είπε ο Γκας
«Εδώ είναι άγρια δύση, καουμπόη μου» είπε ο Έλβις.
«Παντού είναι άγρια δύση.Φρόντισε τον θείο σου».
Κατένευσα και απομακρύνθηκα...»

Έτσι κι αλλιώς όμως το βιβλίο είναι ελκυστικό, έχει εξαιρετικές περιγραφές της άγριας φύσης της περιοχής, πολύ δυνατές σκηνές διαλόγων και το κυριότερο την κορύφωση της ιστορίας που ξεκινάει (πολύ) χαλαρά γιά να κορυφωθεί στο φινάλε που είναι έξοχο. Στοιχεία που αποδεικνύουν το πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι ο Έβερετ και την μαεστρική ικανότητά του στο να δημιουργεί συναρπαστικά μυθιστορήματα.
 
Παρασκευή, Μαρτίου 06, 2009
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 06, 2009 | Permalink
Satellites of love
«Όλοι μας έχουμε ένα ξεχωριστό κάτι που μπορούμε να το προσεγγίσουμε σε κάποια συγκεκριμένη φάση της ζωής μας. Σαν μιά μικρή φλόγα. Λίγοι προσεκτικοί και τυχεροί νοιάζονται γι’αυτή τη φλόγα, τη φροντίζουν, την έχουν σαν πυρσό να φωτίζει το δρόμο τους. Αν όμως η φλόγα σβήσει, δεν ξανανάβει. Αυτό που είχα χάσει δεν ήταν μόνο η Σουμίρε. Ήταν κι αυτή η πολύτιμη φλόγα.»

Ο νεαρός δάσκαλος Κ. είναι ερωτευμένος με την Σουμίρε, αυτή όμως ερωτεύεται την Μίου μιά πλούσια εισαγωγέα κρασιών που την προσλαμβάνει ως γραμματέα στην επιχείρησή της. Η Μίου παρ’ότι φέρεται τρυφερά στην Σουμίρε δεν δείχνει να ανταποκρίνεται (κατ’αρχήν) στις προθέσεις της δεύτερης. Το ιδιότυπο αυτό ερωτικό τρίγωνο θα μπλεχτεί περισσότερο όταν η Σουμίρε εξαφανίζεται μυστηριωδώς κατά την διάρκεια των διακοπών των δύο γυναικών σε κάποιο ελληνικό νησί και ο Κ. θα κληθεί από την Μίου να βοηθήσει.

Δύσκολοι και αδιέξοδοι έρωτες απασχολούν τον πολυαγαπημένο Χαρούκι Μουρακάμι σχεδόν σε όλα του τα βιβλία. Το γνώριμο του ύφος και οι ιστορίες σαν μπάμπουσκες που αποκαλύπτουν η μία την άλλη τις συναντάμε σε όλο του το έργο. Εξάλλου σε όλα του τα έργα ο συγγραφέας περιγράφει τις ζωές καθημερινών ανθρώπων που κάτω από την επιφάνεια τους συμβαίνουν περίεργα (και συνήθως γοητευτικά) πράγματα. Το μυθιστόρημα «ΣΠΟΥΤΝΙΚ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ» (Εκδ.Ωκεανίδα, μετάφρ.(από τα Αγγλικά) Λεων.Καρατζάς, σελ.292), δεν διαφέρει ως προς αυτό από τα υπόλοιπα. Η πλοκή εξελίσσεται στυλάτα και (σχεδόν) υπνωτιστικά, ο αναγνώστης «αιχμαλωτίζεται» και δεν μπορεί να ξεφύγει. Αισθάνεσαι δε ότι δεν μπορείς να περιγράψεις ακριβώς τι νιώθεις γιατί σε γοητεύει τόσο πολύ που το ξέρεις ότι δεν μπορείς να μεταδώσεις το συναίσθημα του συγγραφέα.

Οι τρεις πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος είναι μοναχικοί άνθρωποι. Ο Κ. που το όνομά του δεν θα το μάθουμε ποτέ (υποθέτω ότι εδώ ο Μουρακάμι κλείνει το μάτι στον Κάφκα), ζεί μιά πολύ μοναχική και περιχαραγμένη – συμβιβασμένη ζωή. Με την Σουμίρε έχουν μιά άνετη φιλική σχέση, οπου ο Κ. προσπαθεί να την συμβουλεύει και να την βοηθάει με διακριτικό τρόπο, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί μιά καθαρά σεξουαλική σχέση με την μητέρα ενός μαθητή του. Η Σουμίρε είναι μπερδεμένη, θέλει να γίνει συγγραφέας θέλει να γράψει μιά «μεγάλη» νουβέλα αλλά δεν της αρέσει αυτό που παράγει με τη γραφή της, δεν ξέρει να κάνει τίποτα στη ζωή και ζεί σχεδόν παρασιτικά. Όταν γνωρίζει τυχαία την πανέμορφη Μίου κάτι γίνεται μέσα της. Δέχεται να δουλέψει γι’αυτήν, να «συμβιβαστεί» με τον αστικό τρόπο ζωής και να τηρεί κάποιο ωράριο. Την ερωτεύεται αλλά φροντίζει να μη της το δείχνει. Όταν φεύγουν γιά επαγγελματικό ταξίδι στην Ευρώπη,η Σουμίρε είναι ευτυχισμένη γιά πρώτη φορά στη ζωή της αλλά είναι και το μόνο διάστημα που δεν μπορεί να γράψει ούτε γραμμή. Λίγο προτού γυρίσουν στην Ιαπωνία επισκέπτονται γιά λίγες ημέρες ένα μικρό ελληνικό νησί (την Κάλυμνο;) γιά ξεκούραση. Εκεί στο ειδυλιακό περιβάλλον και κάτω από το έντονο ελληνικό φως η Σουμίρε δεν μπορεί να συγκρατήσει τα συναισθήματά της άλλο, και κάνει την αποφασιστική κίνηση προς την Μίου, η οποία δεν ανταποκρίνεται. Η Μίου βλέπει την Σουμίρε ως «συνοδοιπόρο»,ως «Σπούτνικ»,εξάλλου την είχε προειδοποιήσει περιγράφοντας της, την μοιραία νύχτα της ζωής της όταν ξαφνικά τα μαλλιά της άσπρισαν, «αυτό που βλέπεις δεν είναι ο πραγματικός μου εαυτός.Είναι η σκιά αυτού που ήμουν κάποτε». Ο διχασμός της Μίου συγκλονίζει την Σουμίρε, ποιά είναι πραγματικά η φίλη της και ποιά είναι αυτή; Δύο «διχασμένοι» άνθρωποι μπορούν να συναντηθούν; Μήπως στην άλλη «μεριά του καθρέφτη»;

«Με φίλησε στο μέτωπο και μου είπε ότι λυπόταν. «Είναι που μου αρέσεις πάρα πολύ»,είπε. «Με βασάνιζε πολύ καιρό κι έπρεπε να προσπαθήσω». «Μου αρέσεις κι εσύ», είπα στη Σουμίρε, «γι’αυτό μη δίνεις ιδιαίτερη σημασία. Εξακολουθώ να θέλω να είσαι μαζί μου».
Σαν να είχε σπάσει ένα φράγμα, η Σουμίρε έβαλε τα κλάμματα και συνέχισε να κλαίει στο μαξιλάρι της για πάρα πολύ ώρα. Της χάιδεψα τη γυμνή πλάτη ενόσω έκλαιγε, από τους ώμους μέχρι τη μέση, νιώθοντας στα χέρια μου όλα της τα κόκκαλα. Ήθελα να κλάψω μαζί της, αλλά δεν μπορούσα.
Και τότε κατάλαβα κάτι. Ότι είμαστε δύο υπέροχοι συνοδοιπόροι που όμως, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι παρά δύο μοναχικές πλάκες μετάλλου η καθεμιά στη δική της τροχιά. Από μακριά φαίνονται σαν όμορφοι διάττοντες αστέρες, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά φυλακές, όπου η καθεμιά μας είναι κλεισμένη μόνη και δεν πηγαίνει πουθενά. Όταν οι τροχιές αυτών των δύο δορυφόρων συμβεί να διασταυρωθούν, μπορούμε να είμαστε μαζί. Μπορούμε ίσως ν’ανοίξουμε την καρδιά μας η μια στην άλλη. Όμως αυτό θα συμβεί για μια ελάχιστη στιγμή. Την επόμενη ακριβώς στιγμή θα πλέουμε μέσα στην απόλυτη μοναξιά. Μέχρι να καούμε και να γίνουμε στάχτη.»


Η Σουμίρε την επόμενη μέρα εξαφανίζεται. Η Μίου καλεί τον Κ. να πάει να βοηθήσει στην έρευνα. Ο Κ. συνειδητοποιώντας την σοβαρότητα της κατάστασης φτάνει εκεί αμέσως αλλά δεν υπάρχει αποτέλεσμα. Λες και άνοιξε η γη να την καταπιεί ή μήπως η Σουμίρε έκανε το βήμα και πέρασε στην άλλη μεριά του καθρέφτη; Ο ίδιος ο Κ. γυρνώντας στο Τόκυο θα είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος,περισσότερο ώριμος, αλλά και ήρεμος, το ελληνικό φως τον επηρρέασε κι αυτόν. Το διφορούμενο και ανοιχτό φινάλε του μυθιστορήματος μέσα από τις 10 τελευταίες αριστουργηματικές σελίδες του βιβλίου ολοκληρώνει(;) ακόμα και τις ψιλομπερδεμένες καταστάσεις με έναν «μαγικό» τρόπο αφού ο ικανότατος (και πανέξυπνος) Μουρακάμι φροντίζει να «δέσει» την ιστορία έτσι που ο αναγνώστης να κλείσει τις σελίδες γοητευμένος και με ένα χαμόγελο στα χείλη.

Οι ερωτικές σχέσεις του βιβλίου είτε βρίσκουν διέξοδο ή δεν ολοκληρώνονται – ο έρωτας του Κ γιά την Σουμίρε και της Σουμίρε γιά την Μίου «βρίσκουν τοίχο», είτε είναι αγχώδεις όπως του Κ γιά την μητέρα του μαθητή του, ή δυστυχισμένες όπως ο συζυγικός βίος της Μίου. Έχουν όλοι καλές και φιλικές σχέσεις μεταξύ τους, αλλά πάντα κάτι λείπει, κάτι ανολοκλήρωτο υπάρχει σε όλους και καταλήγουν να είναι «συνοδοιπόροι». Δορυφόροι του έρωτα απομακρυσμένοι από τους εαυτούς μας, τις περισσότερες φορές ελκόμαστε από κάποιον «συνοδοιπόρο» ευρισκόμενοι συνήθως σε σύγχυση, ψάχνοντας να βρούμε τι έχουμε χάσει στην πορεία.
Το «Σπούτνικ...» όπως και το «Νορβηγικό δάσος» είναι ένα μυθιστόρημα μαθητείας γραμμένο με τον συνήθη σουρεαλιστικό και ονειρώδη τρόπο του μεγάλου Ιάπωνα. Καλύτερο από το Νορβηγικό Δάσος, του λείπει η επική πνοή και η εξαιρετική ιστορία του Κουρδιστού Πουλιού, έχει αρκετές κλισέ φράσεις και καταστάσεις, ενώ κάποιες στιγμές παρασύρεται από τον φολκλορισμό περιγράφοντας το ελληνικό νησί. Από την άλλη όμως σε κερδίζει με το συναίσθημα και την ψυχή του(όπως λέει και η Alef στην δική της παρουσίαση του βιβλίου), σε παρασέρνει στον λαβύρινθό του και σε κρατάει με την πλοκή του και την μαγεία του.

«Γιατί πρέπει οι άνθρωποι να είναι τόσο μόνοι; Τι νόημα έχει αυτό; Εκατομμύρια άνθρωποι σ’αυτό τον κόσμο, και όλοι προσβλέπουν με λαχτάρα στους άλλους γιά να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του, ενώ ταυτόχρονα απομονώνονται.Γιατί; Να φτιάχτηκε άραγε η Γη μόνο και μόνο για να τρέφει την ανθρώπινη μοναξιά;»
 
Τρίτη, Μαρτίου 03, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 03, 2009 | Permalink
Οι αντοχές της μνήμης
Πολλοί έχουν γράψει, περισσότεροι έχουν μιλήσει και χιλιάδες έχουν αγοράσει το εξαιρετικό βιβλίο της ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑ, "Η ΜΑΡΙΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ" ( Εκδ.Πατάκη,σελ.336) . Το βιβλίο (που κλείνει ένα χρόνο κυκλοφορίας αυτές τις μέρες) ανήκει στην πολύ καλή σειρά των εκδόσεων Πατάκη «Κουζίνα του Συγγραφέα,Ιστορικού κλπ» που είναι ουσιαστικά αυτοβιογραφικά κείμενα – κάτι που δεν κατάλαβαν πολλοί οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αρκετή δόση αυτοαναφορικότητας της συγγραφέως στο βιβλίο.

Όσοι έχουν διαβάσει το εκπληκτικό βιβλίο της κας Κορομηλά, «ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ», δεν εξεπλάγησαν με την υπέροχη γραφή της στην ΜΑΡΙΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ. Αυτή η γυναίκα, μιά πραγματική "donna universalis", έχει την μοναδική ικανότητα να παίρνει το «μικρό» και να το κάνει «μεγάλο». Πιάνεται από μιά υποσημείωση της ιστορίας, ένα από τα πολλά γεγονότα που περνάνε απαρατήρητα ή που χάνονται στο βάθος του ιστορικού χρόνου και το μετατρέπει σε λογοτεχνική αφήγηση. Και μη μου πει κάποιος ότι εδώ δεν μιλάμε γιά λογοτεχνία αλλά γιά ιστορία. Και όμως το συγκεκριμένο βιβλίο είναι Λογοτεχνία με Λ κεφαλαίο . Διότι η κα.Κορομηλά γνωρίζει καλά την τέχνη της αφήγησης, της «παραμυθίας», και χρησιμοποιεί μιά ιστορία που κανονικά θα έπρεπε να την «ξεπετάξει» σε 5-6 σελίδες (και πολύ λέω) ως αφορμή γιά να μιλήσει γιά την ζωή της, γιά την ζωή των γυναικών διά μέσου των αιώνων, γιά τη ζωή των προσφύγων και των «χαμένων πατρίδων».

Ποιά ήταν λοιπόν αυτή η Μαρία και τι είχε στα χέρια της η κα.Κορομηλά; Η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα, (μάλλον) νόθα κόρη του Μιχαήλ Η Παλαιολόγου και αδερφή του Ανδρόνικου Παλαιολόγου, στάλθηκε στα μέσα του 13ου αιώνα, σε ηλικία 12-13 χρονών από τον πατέρα της στον Τσεγκισχανίδη ηγεμόνα Χουλαγκού (ή Χουλαού) με σκοπό να γίνει μία εκ των γυναικών του.Ηγεμόνας ενός εκ των τεσσάρων ομόσπονδων κρατών της Μογγολικής αυτοκρατορίας,εγγονός του Τσέγκις Χαν,πορθητής της Βαγδάτης πεθαίνει λίγο προτού φτάσει στην Μαραγκέχ (που ήταν η έδρα του Ιλχανάτου του) η Μαρία μετά από πολύμηνο ταξίδι. Η Μαρία αναγκάζεται να παντρευτεί τον γιό του και διάδοχο, τον Αμπακά. Μαζί του ζει 17 χρόνια γιά τα οποία δεν έχουμε κανένα στοιχείο. Όταν πεθαίνει ο Χαν Αμπακά, η Μαρία νεώτατη, σχεδόν τριάντα χρονών γυρίζει στην Κων/λη και αγοράζει ένα μικρό μοναστήρι, το «Μουχλιό» και αποτραβήχτηκε από τα εγκόσμια. Το μόνο που διασώζεται από αυτήν είναι μιά τοιχογραφία της στην Μονή της Χώρας, που ακόμα κι αυτή δεν είμαστε σίγουροι, ότι αναπαριστά την ίδια, όπου αναφέρεται ως «μοναχή Μελάνη, κυρά των Μουγουλίων».

Αυτή είναι η ιστορία, όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς εικασίες, υποθέσεις...Η κα.Κορομηλά δεν διεκδικεί καμμία «παγκόσμια αλήθεια»,κανένα αλάθητο. Εξηγείται στα ίσα...

«Γιά μένα, η Μαρία της Χώρας είναι όλες οι Μαρίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Είναι τα εκατοντάδες κορίτσια που επιβεβαίωσαν διπλωματικές συνθήκες και πολεμικές ανακωχές, ενίσχυσαν την εξωτερική πολιτική του κράτους, κατέστησαν ανεκτίμητες τις αυτοκρατορικές δωρεές προς πολιτισμένους και, κυρίως, απολίτιστους ηγέτες, πρόσφατα εκχριστιανισμένους βαρβάρους, άξεστους φύλαρχους του Καυκάσου, πρωτόγονους κυρίαρχους της σκυθικής ερημίας, αναλφάβητους βασιλείς της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης. Είναι τα άγουρα κορίτσια που μετέφεραν το μήνυμα και τις αξίες της Βασιλεύουσας στα πέρατα της Οικουμένης, επιφορτισμένα όχι μόνο με τη σύσφιξη των πολιτικών σχέσεων αλλά και με τη διάδοση του Χριστιανισμού στην ορθόδοξη μορφή του. Είναι οι αμέτρητες ανήλικες Μαρίες, οι πορφυρογέννητες και οι γεννημένες από άνομους έρωτες. Αυτές που μετέδωσαν τον κωνσταντινουπολίτικο τρόπο της αυλικής ζωής – δίδαξαν γραφή κι ανάγνωση τα παιδιά τους, τους μελλοντικούς ηγέτες – τα έμαθαν να εκτιμούν την βυζαντινή τέχνη και να ονειρεύονται έναν πνευματικότερο βίο – τους μετέδωσαν τον σεβασμό στον «αύγουστο», τον διάδοχο του ιδρυτή της βασιλίδας πόλεως, επειδή από τον καιρό του Μεγάλου Κωνσταντίνου η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας είναι η ολόφωτη «Νέα Ιερουσαλήμ». Όλες οι ηρωικές και λησμονημένες Μαρίες, των οποίων η θυσία και τα έργα δεν εκτιμήθηκαν ποτέ, ενσαρκώνονται στο πρόσωπο της μοναχής Μελάνης. Αυτό, πέρα από κάθε αμφισβήτηση.»

Η συγγραφέας «πιάνεται» από την ιστορία της Μαρίας γιά να περιγράψει μιά εποχή που είναι στο μεταίχμιο ιστορικών γεγονότων. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι αρχίζουν να αποκτούν υπόσταση, οι Μογγόλοι σιγά-σιγά υποχωρούν. Η εποχή των Παλαιολόγων έχει αρχίσει στο Βυζάντιο, η Κωνσταντινούπολη προσπαθεί να συνέλθει από την άλωση του 1204 (που ουσιαστικά δεν θα συνέλθει ποτέ) και η «νέα εποχή» θα είναι τελείως διαφορετική. Πέραν των γλαφυρότατων περιγραφών του τρόπου ζωής των Μογγόλων, η συγγραφέας παραθέτει όλα τα στοιχεία της διπλωματικής ιστορίας της περιοχής και της επερχόμενης «τουρκοποίησης» των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας.

Το βιβλίο μοιράζεται μεταξύ των ιστορικών γεγονότων και των αυτοβιογραφικών στιγμών της συγγραφέως. Ας μη λησμονούμε, πρόκειται γιά αυτοβιογραφικό κείμενο. Με ιδιαίτερη σεμνότητα και χαρακτηριστική ειλικρίνεια, η κα Κορομηλά γράφει γιά τον εαυτό της και την ζωή της χωρίς να χαρίζεται,ούτε να ωραιοποιεί καταστάσεις. Τα προβλήματα της με το σχολείο και την «φοίτησή της» στην θρυλική Σχολή Λαζαροπούλου (που οι κάτοικοι των Νοτίων Προαστίων της Αθήνας γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά), τα φοιτητικά της χρόνια στο Παρίσι, την επαγγελματική της πορεία είτε ως ξεναγού, είτε στην ΕΡΤ. Μιλάει για τον πολιτιστικό σύλλογο Πανόραμα, «τα παίρνει στο κρανίο» με τους Νεοέλληνες και την αισθητική τους, με τους (εκάστοτε) κυβερνώντες και την μικροπρέπεια τους.

Δεν έχω να πω τίποτα παραπάνω γι’αυτό το βιβλίο-κόσμημα της νεώτερης λογοτεχνίας. Έχει ψυχή και πάθος, ενόραση και ιδεολογία, ειλικρίνεια και συγκίνηση. Δεν είναι «δήθεν» και δεν έχει ψευτολυρισμούς . Η κα Κορομηλά δεν διστάζει μαζί με τους στίχους του Εγγονόπουλου να βάλει και στίχους του Ι.Σούση, το «Υπερωκεάνειον» του Εμπειρίκου, δίπλα στην «Δημοσθένους λέξη» του Σαββόπουλου γιά να περιγράψει την «Ελλάδα που αντιστέκεται,την Ελλάδα που επιμένει...». Εκφράζω τον θαυμασμό μου και υποκλίνομαι.