Τρίτη, Ιουλίου 27, 2021
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 27, 2021 | Permalink
"Ο Δον Υπαστυνόμος"
Μπορεί
να γραφτεί (και να διαβάζεται) «σουρεαλιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα»; Ο
Δημήτρης Καρακίτσος (1979, Βόλος) έχει την απάντηση και είναι καταφατική!
Διότι, το νέο του μυθιστόρημα, «Ο ΔΟΝ ΥΠΑΣΤΥΝΟΜΟΣ», (Εκδ. Αντίποδες, σελ.269), δεν
είναι μόνο σουρεαλιστικό, ούτε μόνο αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά δείχνει να
ξεπερνάει και τα δύο είδη, σε ένα ξέφρενο πανηγύρι λέξεων, χρωμάτων και
ανατροπών.
Τυπικά, «Ο Δον Υπαστυνόμος», έχει την μορφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Υπάρχει ένας φόνος – μπορεί και δύο -, υπάρχει ένας ένοχος –μπορεί και περισσότεροι-, υπάρχει κι ένας ντετέκτιβ – μπορεί και δυο, όχι και τόσο συμβατικός, υπάρχει μια ιστορία ή και περισσότερες, με αρχή, μέση, τέλος – το τι συμβαίνει όμως ενδιάμεσα, μέχρι την εξιχνίαση του εγκλήματος, είναι όλο το ζουμί.
Στην Ισπανία, σε ένα χωριό της Μάντσα, το 1942, εν μέσω σκοτεινών ημερών του Φρανκικού καθεστώτος από τη μια, του Β παγκόσμιου πολέμου από την άλλη, γίνεται ένας φόνος. Ο αντιπαθής και πανίσχυρος νεόπλουτος Τίο Αρμελίνο (που ήταν ξυλοπόδαρος), βρίσκεται νεκρός, τον έχουν πυροβολήσει, ενώ πεθαμένος είναι κι ο υποκόμος του ενώ ένας υπηρέτης έχει μαχαιρωθεί αλλά την έχει γλυτώσει. Ο ανιψιός του νεκρού, ο ντετέκτιβ Ιαβέρης Κούγκατ Περφίντια, γνωστός υπνοβάτης, και κυριότερος ύποπτος του φονικού, αναθέτει την εξιχνίαση της υπόθεσης και της εύρεσης του ενόχου, στον πάμπτωχο και ακαμάτη, Αστόλφο Βαρνακομπούμπο, λάτρη της αστυνομικής λογοτεχνίας, πρόεδρο μιας λέσχης ανάγνωσης αστυνομικών μυθιστορημάτων και μοναδικό της μέλος, που κάποτε προσπάθησε να γίνει αστυνομικός ερευνητής αλλά έφαγε πολύ ξύλο.
Ο Ιαβέρης είναι ο μοναδικός κληρονόμος του εκκεντρικού θείου, που δεν έβγαινε ποτέ από το σπίτι του, που είχε αποκτήσει περιουσία με άγνωστο τρόπο και η μικρή πόλη τον αντιπαθούσε σφόδρα. Η πόλη όμως αντιπαθεί και τον Ιαβέρη και θέλουν να τον δουν ένοχο, προσφέρει λοιπόν μια τεράστια αμοιβή στον Αστόλφο και την παροχή βοήθειας για την εξιχνίαση του εγκλήματος.
Ο Αστόλφος με ουσιαστικό βοηθό τα pulp αναγνώσματα της αστυνομικής λογοτεχνίας, θα βρεθεί εν μέσω αλληλοσυγκρουόμενων πληροφοριών, αφερέγγυων μαρτυριών από εμπλεκόμενους ή μη στην ιστορία. Τι συνέβη στο Μαρόκο και πως απέκτησε την αμύθητη περιουσία του ο νεκρός; Τι ρόλο παίζει ο ιερέας της πόλης; Θέλει ο αστυνόμος την εξιχνίαση της υπόθεσης ή απλώς να καταδικάσει τον Ιαβέρη; Είναι τόσο αθώοι οι υπηρέτες που παρουσιάζουν δήθεν ισχυρά άλλοθι; Η υπηρέτρια Μαριτόρνα που το πραγματικό της όνομα είναι Ιουδήθ, τον αγαπάει τον Αστόλφο ή ενεργεί βάσει σχεδίου; Ποιος πραγματικά είναι ο Πέπε Αμάδης; Θα δώσει τη λύση το μηχανικό μέντιουμ Θουμαλακέγι; Μήπως ο ένοχος είναι τελικά ο Ιαβέρης και με την πρόσληψη και χειραγώγηση του Αστόλφο ρίχνει στάχτη στα μάτια;
«Μη με αναγκάζετε να θυμηθώ τα παιδικά μου χρόνια! Χαμίνι ήμουν, ξυπόλυτο και άθλιο, στους δρόμους της Μαδρίτης. Τα αδέσποτα σκυλιά της οδού Εστρεμένιος ήταν φίλοι μου! Εχθροί μου η αστυνομία και ο Θελεδόνιο, το τρισάθλιο παπαδοπαίδι. Και η Μαριπουχίτος, η κουτσή με τη μαγκούρα που ζητιάνευε στα σκαλοπάτια του ναού. Με φτύνανε όλοι τους, με περιφρονούσαν, με δέρνανε, γιατί κανείς δεν αγαπά τους νηστικούς. Κι εγώ πεινούσα και άπλωνα το χέρι, έκλεβα σκόρδα, έβαζα χέρι στις μπουγάδες, έκλεβα κουλούρια απ’ τον τυφλό, κουφό και παράλυτο κουλουρτζή. Ονειρευόμουν να γίνω αμαξάς! Μα ο μεγάλος μου έρωτας, η Πιστανίνια, η κόρη του πλανόδιου μουζικάντη, μου το απαγόρευσε. Έτσι, ένα βράδυ στο καπηλειό της Ρετρετά, έπειτα από απανωτά ποτήρια γουαρδιέντε, είπα: τέρμα, χαμίνι, τέρμα η άσωτη ζωή! Τότε, ο παπαγάλος που κοιμόταν μόνιμα στον ώμο ενός αμαξά με άρπαξε με τα νύχια του και υψωθήκαμε στους ισπανικούς αιθέρες. Με αμόλησε σαν κουτσουλιά δυο μέρες μετά στην αγροικία του Τίο Αρμελίνο, έπεσα με πάταγο στο πιάτο της σούπας του – ο Τίο έσκασε στο γέλιο. «Άλλο και τούτο πάλι!» αναφώνησε. «Ένα χαμίνι στο πιάτο μου! Πες μου τι ξέρεις και θα σε κάνω υπηρέτη!» Κι εγώ γλείφοντας την κρεατόσουπα από τα ρούχα μου, είπα: «Κύριες, τρισχαριτωμένε, ξέρω τα πάντα χωρίς να ξέρω τίποτα». «Και πως σε λένε;» ρώτησε ο Τίο. «Λέγομαι τάδε». «Εγώ όμως θα σε βαφτίσω Κάντογκαν, γιατί έτσι μου ‘ρθε! Μπρος Κάντογκαν, πλύσιμο, χτένισμα, κόψιμο νυχιών και επειγόντως στον ράφτη για κομψή στολή! Καλωσόρισες – να είσαι τίμιος και γελαστός! Τρία γεύματα και ύπνο, χαρτομάντιλα για να μη σκουπίζεις τις μύξες σου στα μανίκια, ρεπό ολόκληρα δύο την εβδομάδα για να βλέπεις τις καμπαρετζούδες – να μη χάνεις τέτοια θεάματα, νεαρέ, καλωσόρισες και πάλι!» Τριάντα χρόνια πέρασαν, φίλε Αστόλφε, ήταν γενναιόδωρο το αφεντικό μου, ήταν φωτοσκεπής, όλα τα καλά του κόσμου συμπυκνωμένα σ’ ένα γαλακτώδες βλέμμα. Μα εμείς τον απογοητεύσαμε: αφήσαμε να τον δολοφονήσουν οι σμέρνες των σκιών!»
Η ιστορία θα εξελιχθεί με συνεχείς ανατροπές, «αγγελικές παρεμβάσεις», αλλά και παρεμβάσεις της εξουσίας – παπάς, αστυνόμος -, εξωφρενικές καταστάσεις, έρωτες και πάθη, διαδοχικές ίντριγκες, ψεύδη και μυστικά που φανερώνονται ή όχι, σε ένα κλίμα παραλογισμού και φαντασίας, όπου ακόμα κι ένα αθώο δείπνο μπορεί να κρύβει κάποια πράγματα ενώ η διαπίστωση ότι όλοι ήθελαν να δουν νεκρό τον Τίο Αρμελίνο δεν βοηθάει καθόλου την εξιχνίαση της υπόθεσης.
«Το γράψιμο θα αποτελούσε ανώφελη πράξη αν στη λογοτεχνία δεν ήταν όλα δυνατά. Η ευρωστία της οφείλεται στο ασθενές ισοδύναμο των δημιουργών της, αφού στη ζωή δεν γίνεται πάντα αυτό που επιθυμούμε. Μάθαμε να κουρνιάζουμε στις ιδιωτικές μας κερήθρες, μάθαμε να χτυπάμε πόρτες, πόρτες σιδερόφρακτες, εξόριστοι για πάντα απ’ τον προορισμό που μας έταξαν οι θεοί, την γλυκιά Φλωρεντία, την αιώνια θνητότητα! Κανείς δεν μας σώζει, η Λήθη ψύχει σαν αμίλητος πεταλωτής στο νερό το πυρακτωμένο μέταλλο – το είναι μας. Κοιταζόμαστε στα μάτια σαν τσακμακόπετρες που συγκρούονται για να πιάσει φωτιά, σκίζουμε σελίδες, μουντζουρώνουμε χαρτιά, μήπως και κάποια δύναμη από την άκρη του σύμπαντος λυγίσει προς σωτηρία μας τον ουρανό, περιφραγμένοι στην αδυσώπητη ροή του γίγνεσθαι, αμετακίνητοι και συμπαγείς σε ένα παρόν εσαεί μεταβαλλόμενο, ώσπου τελικά μια λέξη να βρει την όμοιά της για συμπαράσταση, ένα φιτίλι, μια σπίθα και ο άνθρωπος οβίδα να εκτοξευτεί στη φούσκα της αθανασίας του!»
Το μυθιστόρημα του Καρακίτσου, περισσότερο πικαρέσκο (ή πικαρικό) παρά σουρεαλιστικό, είναι πέρα από τις ξέφρενες καταστάσεις και την έντονη χιουμοριστική του πλευρά, ένα κείμενο που συνομιλεί με συγγραφείς (Θερβάντες, Μπόρχες είναι τα πιο τρανταχτά παραδείγματα), κινηματογραφικούς δημιουργούς (Μπουνιουέλ, Λιντς), ζωγράφους (Νταλί, Πικάσο), με πλήθος από διακειμενικές αναφορές, αποτίοντας φόρο τιμής στην κλασσική νουάρ λογοτεχνία. Ο προσεκτικός αναγνώστης, θα παρατηρήσει ότι πίσω από την «ελαφρότητα» που πλημμυρίζει το μυθιστόρημα, υπάρχει προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια, προσεκτικός έλεγχος στην δομή, πολιτικός σχολιασμός. Το κυριότερο όμως πλεονέκτημα του πολύτιμου αυτού βιβλίου, είναι η χρήση της γλώσσας που εναλλάσσεται δημιουργικά μεταξύ λυρισμού και ειρωνείας, χιούμορ και στοχασμού, με διαλόγους γεμάτους σπιρτάδα και εφευρετικότητα, μουσικότητα και ρυθμό.
Υπέρβαση των ειδών και των λογοτεχνικών ψευδο-κατηγοριοποιήσεων, «Ο Δον Υπαστυνόμος», είναι ένα ανατρεπτικό και ιδιαίτερα ζωντανό, έξοχο μυθιστόρημα, με το οποίο (και αυτό ίσως να είναι το ζητούμενο από τον μέσο αναγνώστη) «περνάς απίθανα» διαβάζοντάς το. Αναμφίβολα αποτελεί πρόοδο στην (ενδιαφέρουσα και ποιοτική) συγγραφική πορεία του Δημ. Καρακίτσου, που με όπλο του τον εξαιρετικό χειρισμό στη γλώσσα, ρίχνει μια ωραιότατη σφαλιάρα στην σοβαροφάνεια, προσφέροντάς μας αναγνωστική απόλαυση.
Βαθμολογία 82 / 100