Τρίτη, Φεβρουαρίου 26, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 26, 2008 | Permalink
Στη σελίδα 123 βρίσκονται "οι κήποι,οι ναοί"
Το παιχνίδι στο οποίο με προσκάλεσε η Alef έχει κανόνες και πλαίσια:

1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα.
2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο διαθέτει λιγότερες από 123 σελίδες, άφησέ το και πήγαινε στο επόμενο κοντινότερο).
3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.
4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη*).
5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο


Ακολούθησα τους δύο πρώτους-μεταξύ των δύο βιβλίων που διαβάζω επέλεξα αυτό που είναι στο κομοδίνο μου και διαβάζω λίγο προτού κοιμηθώ.
Είναι ο τόμος με τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Χ.Λ.Μπόρχες στην έκδοση των Ελλ.Γραμμάτων σε μετάφραση Δ.Καλοκύρη (εξαιρετική δουλειά).Άνοιξα την σελ.123 και εκεί κόλλησα.Ένα υπέροχο ποίημα,από τα αντιπροσωπευτικότερα του Αργεντίνου,δεν ήθελα να το "πετσοκόψω" ακολουθώντας τα πλαίσια του παιχνιδιού.

Γι'αυτό λοιπόν το αφήνω ολόκληρο - όπως είναι . Ελπίζω να με συγχωρήσουν οι συμπαίκτες μου γι'αυτή την αυθαιρεσία αλλά η δύναμη του λογοτεχνικού κειμένου ήταν δυνατότερη από τους κανόνες.Εξάλλου η σελ.123 της συγκεκριμένης έκδοσης θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως "σήμα κατατεθέν" αυτού του blog .

Το παραθέτω λοιπόν ως έχει:

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

Εδώ βρίσκονται οι κήποι,οι ναοί και η αιτία που υπάρχουν οι ναοί,
η μουσική που αρμόζει,τα λόγια τα σωστά,
τα εξηντατέσσερα εξάγραμμα,
τελετουργίες - η μοναδική σοφία
που το Στερέωμα παραχωρεί στους ανθρώπους
η εξουσία εκείνου του αυτοκράτορα
που αντανακλούσε τη γαλήνη του στον κόσμο - τον καθρέφτη του,
έτσι που να καρπίσουν τα χωράφια
και να μην ξεχειλίσουν από τις όχθες τα ποτάμια,
ο πληγωμένος μονόκερος,που ξαναγύρισε γιά να σημάνει το τέλος,
οι μυστικοί αιώνιοι νόμοι,
η αρμονία του κόσμου,όλα αυτά
ή,έστω,η ανάμνησή τους,βρίσκονται εδώ
μες στα βιβλία που φυλάω σ'αυτόν τον πύργο.

Κατέβηκαν οι τάταροι από τα Βορινά,
με μαλλιαρά μικρόσωμα αλογάκια
σαρώνοντας τα στρατεύματα που έστειλε ο Γιός του Ουρανού
να τιμωρήσουν την ασέβειά τους,
έστησαν πυραμίδες τις φωτιές,κόψαν κεφάλια,
σκότωσαν δίκαιους και άδικους,
τον αλυσσοδεμένο σκλάβο που φρουρούσε την πύλη
πέρασαν τις γυναίκες κι ύστερα τις ξέχασαν
και τράβηξαν νότια
αθώοι σαν θηρία αρπακτικά
σκληροί σαν μαχαίρια.
Καθώς ξημέρωνε διστακτικά,
ο πατέρας του πατέρα μου έσωσε τα βιβλία.
Και βρίσκονται εδώ,στον πύργο αυτόν που επιβιώνω
κι όλο σκαλίζω τα παλιά,σε μακρινούς καιρούς
που ζούσαν άλλοι.

Τα μάτια μου δεν έχουν πλέον φως.Τα ράφια
είνα εκεί ψηλά και στην ηλικία μου πιά δεν τα φτάνω.
Λεύγες η σκόνη και ο ύπνος που τυλίγουν τον πύργο.
Γιατί να ξεγελάω τον εαυτό μου;
Στην πραγματικότητα ποτέ δεν έμαθα να διαβάζω,
παρηγοριέμαι όμως με τη σκέψη
πως φαντασία και παρελθόν είναι πιά το ίδιο
γιά κάποιον που κοντεύει να τελειώσει
και αγναντεύει ό,τι απόμεινε απ'τη πόλη
που τώρα πάει να γίνει έρημος ξανά.
Τι μ'εμποδίζει να ονειρεύομαι πως κάποτε
είχα αποκρυπτογραφήσει τη σοφία
και με χέρι υπομονετικό σχεδίαζα τα σύμβολα;
Με λένε Χσιάνγκ.Φυλάω τα βιβλία,
που ίσως είναι και τα τελευταία,
γιατί ούτε γιά την Αυτοκρατορία ξέρουμε πιά τίποτα
ούτε και γιά τον Γιό του Ουρανού.
Βρίσκονται εδώ,στα ράφια ψηλά,
κοντινά και ταυτόχρονα μακρινά,
κρυφά και φανερά,όπως τα άστρα.
Εδώ βρίσκονται οι κήποι,οι ναοί.


Η σκυτάλη παραδίδεται στους :
Βιβλιοθήκη
Βιβλιοκαφέ (Πατριάρχη Φώτιο)
Αναγνώστρια
Δημ.Μαμαλούκα (ole)
Σταυρούλα Σκαλίδη

Ευχαριστώ την Alef γιά τη τιμή και ελπίζω να μου συγχωρέσει την "παρασπονδία"
 
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2008 | Permalink
Αιγυπτιακή σαπουνόπερα (ή πως αφήνεις το Μέγαρο και πας με τον παίδαρο)
Ένα μυθιστόρημα που συζητήθηκε (και διαφημίστηκε)πολύ το δεύτερο εξάμηνο του 2007 είναι το απόλυτο Αιγυπτιακό μπεστ-σέλερ «ΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΓΙΑΚΟΥΜΠΙΑΝ» του Αλάα Αλ-Ασουάνι (Εκδ.ΠΟΛΙΣ,σελ.316),(67),η κινηματογραφική του δε μεταφορά προβάλεται αυτές τις μέρες στη χώρα μας.

Το «Μέγαρο...» είναι ένα παλιομοδίτικο βιβλίο σε στυλ σαπουνόπερας ιδανικό γιά τηλεοπτική παραγωγή ή και ακόμα γιά μιά «λαϊκή» ταινία στο ύφος των «αλήστου μνήμης» ελληνικών ταινιών της δεκαετίας του 60 με πρωταγωνιστές τον Ν.Ξανθόπουλο και την Μ.Βούρτση.
Το μυθιστόρημα έχει ως κεντρικό σημείο το αρτ-ντεκό κτίριο που κτίστηκε την δεκαετία του 30 στο κέντρο του Καϊρου από Ιταλούς αρχιτέκτονες ιδιοκτησίας του πολυεκατομμυριούχου Αρμένιου επιχειρηματία Αγκόπ Γιακουμπιάν.Αυτό το οικοδόμημα πρέπει να ήταν εκπληκτικό και πρωτολειτούργησε ως αριστοκρατική πολυκατοικία με τεράστια ψηλοτάβανα διαμερίσματα,μπαλκόνια με αρχαιοελληνικές προτομές και μάρμαρο στους διαδρόμους και στις σκάλες.Ήταν δε το πρώτο κτίριο στη χώρα που είχε μοντέρνο ασανσέρ.Στην ταράτσα είχαν κατασκευάσει αποθηκευτικούς χώρους,έναν γιά κάθε διαμέρισμα.Το κτίριο παρήκμασε καθώς περνούσαν τα χρόνια.Πλέον είναι μια πολυπληθής πολυκατοικία και τα πρώην «πλυσταριά» έχουν μετατραπεί σε διαμερισματάκια-κλουβιά τα οποία έχουν κατοικηθεί από εσωτερικούς μετανάστες.

Το "Μέγαρο" λοιπόν, μυθιστορηματικά λειτουργεί ως μιά τοιχογραφία της σημερινής Αιγύπτου αλλά και ως ένα παλίμψηστο της ταραχώδους ιστορίας της χώρας.Τα αριστοκρατικά διαμερίσματα,καταλαμβάνονται από στρατιωτικούς που ήρθαν στην εξουσία μετά την επανάσταση του Νάσερ το 52 ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 70 κατοικούνται από την ανερχόμενη μεσαία τάξη και αργότερα από επιχειρηματίες νεόπλουτους ενώ τα πλυσταριά των δύο τ.μ. μετατρέπονται με τις τσαντιροειδείς προσθήκες τους σε κατοικίες επαρχιωτών που ψάχνουν μιά καλύτερη μοίρα στην πρωτεύουσα.

Το μυθιστόρημα θα μπορούσε να ειδωθεί και ως ένα άλλο «10» αν και οι συγκρίσεις με το ημιτελές βιβλίο του Καραγάτση αδικούν το δεύτερο.Άσε δε που αν αυτός ο Αλ Ασουάνι θεωρείται καλός συγγραφέας,ο δικός μας θα έπρεπε να αναγνωρισθεί ως ισάξιος του Προυστ.Οι καταστάσεις είναι απίστευτα μελοδραματικές.Ο πλούσιος έμπορος που εκμεταλεύεται φτωχές κορασίδες,ο αδίστακτος επιχειρηματίας που μπροστά στην καταξίωση της βουλευτικής έδρας λαδώνει τους πάντες και τα πάντα.Ο ομοφυλόφιλος δημοσιογράφος που καταστρέφεται από τον έρωτα γιά έναν μπρουτάλ ορεσίβιο παντρεμένο του οποίου ο μικρούλης γιός πεθαίνει αβοήθητος στο νοσοκομείο.Κομπίνες σε καθημερινή βάση από όλους,πλούσιους και φτωχούς γιά να επιβιώσουν σε ένα κράτος-οπερέτα.Γυναίκες που χρησιμοποιούν το κορμί τους γιά να ζήσουν μιά «καλύτερη ζωή».Άνδρες που έχουν το μυαλό τους συνέχεια στο σεξ και στο πως «θα την φέρουν» ο ένας στον άλλον.

Τα κεντρικά πρόσωπα (χαρακτήρες) του βιβλίου είναι ένα ζευγάρι:ο νεαρός Τάχα,ο γιός του θυρωρού της πολυκατοικίας,ο οποίος είναι πολύ έξυπνος με καταπληκτικούς βαθμούς.Προσπαθεί ανεπιτυχώς (λόγω της καταγωγής του) να μπει στην αστυνομία,και κατόπιν πιέσεων της αρραβωνιαστικιάς του,της χυμώδους Μπουσαϊνα,γράφεται στην ιατρική σχολή.Εκεί κατηχείται από μιά ομάδα φανατικών ισλαμιστών να συμμετάσχει στον αγώνα(τζιχάντ) κατά των «απίστων».Η Μπουσάϊνα αναγκάζεται να «εκπορνευθεί» γιά να επιβιώσει.Αφήνει τον εργοδότη της να της πιάνει τον κώλο γιά 10 λίρες τη φορά,και όταν βλέπει το αδιέξοδο με τον Τάχα,σπιτώνεται από τον πλούσιο πλην αφελή μεσήλικα Ζάκι μπέη,γοητεύεται από την προσωπικότητα του και τις περιποιήσεις του.Ο Ζάκι μπέης είναι άλλος ένας κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος.Μπον-βιβέρ και αδιόρθωτος γυναικάς,που είναι σε κόντρα γιά την οικογενειακή περιουσία με την αδερφή του και τον οποίο εκμεταλλεύονται όσοι κινούνται γύρω του.Με αυτό τον σκοπό (της εκμετάλλευσης) του ρίχνουν δίπλα την ζουμερή Μπουσάϊνα με την οποία ο σεξουλιάρης Ζάκι παθαίνει πλάκα.Την συνέχεια την έχετε δει σε πάμπολλες ταινίες ευρείας κατανάλωσης.

Ο Αλ-Ασουάνι θίγει ζητήματα όπως η πολιτική διαφθορά,η βία της εξουσίας,ο ισλαμικός φονταμενταλισμός.Τα περιγράφει όμως χωρίς να εμβαθύνει,χωρίς να σχολιάζει,επίπεδα και επιδερμικά.Στέκεται περισσότερο στις καθημερινές ιστορίες των ηρώων του με μιά γλώσσα απλή και καθημερινή.Μ’αυτόν τον τρόπο το μυθιστόρημα γίνεται ευκολοδιάβαστο και κυλάει σαν νεράκι.Το διαβάζεις μαγνητισμένος χωρίς να αναρωτιέσαι τι σόϊ πράγμα είναι αυτό που σε έχει τραβήξει.Περισσότερο λοιπόν στο ύφος του Ντίκενς και των λαϊκών φυλλάδων του 19ου αιώνα,δεν είναι παράξενο που το βιβλίο έσκισε κυριολεκτικά στην Αίγυπτο ξεσηκώνοντας θύελλα συζητήσεων γιά την τόλμη του να ασχοληθεί με σεξουαλικά θέματα (κυρίως οι ομοφυλοφιλικές σκηνές μάλλον ήταν κάτι πρωτόγνωρο γιά τα λογοτεχνικά ήθη κι’έθιμα της συμπαθούς χώρας),και με την πολιτική διαφθορά (προφανώς του καθεστώτος Μουμπάρακ).

Απέχοντας παρασάγγας από το υπέροχο στυλ των βιβλίων του Ναγκίμπ Μαχβούζ,το μυθιστόρημα του Αλ-Ασουάνι είναι τελικά ένα καθαρό μελόδραμα και όχι ένα κοινωνικοπολιτικό έργο.Με αποκορύφωμα τις τελευταίες σελίδες όπου υπάρχει και το happy-ending του γάμου και του (αναπόφευκτου)γλεντιού.Δυστυχώς δεν είδα πουθενά τον Φ.Μεταξόπουλο και τη Νάντια Φοντάνα να κατεβαίνουν χορεύοντας τις σκάλες μπας και θυμηθώ τα παιδικά μου χρόνια ρε γαμώτο.
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2008 | Permalink
Guarda
Το μυθιστόρημα του Ιταλού (σχετικά νέου) συγγραφέα Ντιέγκο Ντε Σίλβα «ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΟΙΤΑΖΩ» (Εκδ.Καστανιώτη,σελ.200) (82) είναι ένα σκοτεινό και βίαιο ψυχολογικό θρίλερ,το οποίο έχει πολλά στοιχεία της νεώτερης βρεττανικής σχολής του υπαρξιακού αστυνομικού μυθιστορήματος και του Χιτσκοκικού κινηματογράφου.

Ο αδίστακτος μπροστά σε κάθε είδους επαγγελματική πρόκληση, δικηγόρος Ντάβιντε Έλερ (ένας ιταλός Κούγιας) είναι ένας άρρωστος άνθρωπος.Ηδονίζεται να σκοτώνει.Η δεκαεξάχρονη πόρνη Τσελέστε με την καθημερινή εμφάνιση μαθήτριας κάνει πιάτσα στον ελεύθερο χρόνο της στη παραλιακή λεωφόρο κοντά στο διαμέρισμα του Έλερ.Τον βλέπει από μακριά να κουβαλάει ένα σακί και να το κρύβει κάπου.Η περιέργεια της,την κάνει να πλησιάσει.Ανακαλύπτει το πτώμα.Αρχίζει να «παίζει επικίνδυνα» εκβιάζοντας στην αρχή τον δικηγόρο.Μετά όμως έλκεται και οι ρόλοι θύτη-θύμα εναλάσσονται συνεχώς.Τα πράγματα κάποιες φορές δεν είναι όπως φαίνονται (ίσως τις περισσότερες φορές) και η ζωή κρύβει παράξενες παγίδες.

Στην παγίδα της ζωής θα πέσουν οι δύο πρωταγωνιστές σε ένα μυθιστόρημα με ανατροπές που στηρίζεται περισσότερο στις ψυχολογικές μεταπτώσεις των πρωταγωνιστών και λιγότερο (ή σχεδόν καθόλου) στη δράση.Η γοητεία του βιβλίου θυμίζει ένα κράμα Καμύ με Μπρετ Ήστον Έλλις στο «American psycho»,κλασσικότροπο και μοντέρνο ταυτόχρονα σε ένα χορό έρωτα και θανάτου.

Ο Ντε Σίλβα αποδεικνύεται ένας αληθινός μάστορας του ψυχολογικού θρίλερ (ένα υπέροχο δείγμα των ικανοτήτων του είδαμε και στο συλλογικό τόμο ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ).Η γλώσσα του είναι εξαιρετική και όπως αναφέρει η Alef (respect)στην ενδελεχή ανάλυση του βιβλίου «ασθματική,αισθαντική,εσωτερική,υπαινικτική».Οι δύο πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες είναι ολοζώντανοι,στέρεα δομημένοι και ο αναγνώστης αισθάνεται να ισορροπεί μεταξύ απέχθειας και συμπάθειας σε ένα μυθιστόρημα που δεν σ’αφήνει να το παρατήσεις ούτε λεπτό από τα χέρια σου.

«Στο μεταξύ σκέφτεται πόσες φορές ακόμα έχει ακούσει τις ίδιες λέξεις να βγαίνουν από το στόμα του και με την ίδια σειρά.Πόσο δεδομένο και επαναλαμβανόμενο είναι το πρωτόκολλο της συνήθειας με την οποία έρχεται αντιμέτωπος κάθε μέρα.Τίποτα δεν ωφελεί.Τίποτα δεν λύνεται.Οι πράξεις μου είναι εντελώς τυπικές.Δεν μ’ενδιαφέρουν καθόλου αυτός ο νεαρός και τα εγκλήματά του.Η μίζερη ληστεία του με καταθλίβει.Το μέλλον του μου είναι εντελώς αδιάφορο.Τα δικαιώματά του είναι απλώς ένα φωτοτυπημένο χαρτί.Κανένας εδώ μέσα δεν πιστεύει σ’αυτό που κάνει.Λέει ψέματα ο εγκληματίας με τις χειροπέδες,λέει ψέματα ο φρουρός που τον συνοδεύει,λέει ψέματα ο δικηγόρος,λέει ψέματα ο δικαστής.Λένε ψέματα οι γραμματείς και οι υπάλληλοι των γραφείων.Λένε ψέματα τα συμβούλια και τα ποινικά δικαστήρια,λένε ψέματα οι δικαστικές οργανώσεις και οι εφημερίδες τους.Λένε ψέματα τα συνέδρια,οι ολομέλειες,τα εγκαίνια με τα βελούδα και οι τηλεοράσεις.Λένε ψέματα οι δημοσιογράφοι και οι συνεντευξιαζόμενοι.
Κι εγώ είμαι ένα ακόμα ψέμα ανάμεσα στα άλλα.»
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2008 | Permalink
Υπαρξιακά προβλήματα
Την ιστορία ενός φοβισμένου και μοναχικού ανθρώπου περιγράφει ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας Saul Bellow στο εκδοθέν το 1947 μυθιστόρημά του "ΤΟ ΘΥΜΑ" (Εκδ.Καστανιώτη,σελ.319) (81).Η πρόσφατη έκδοση του δεύτερου χρονολογικά έργου του Μπέλοου καλύπτει ένα κενό στην μεταφρασμένη δουλειά του στα ελληνικά και προσθέτει μιά ενδελεχέστερη κατανόηση του έργου του.

Το μυθιστόρημα αυτό παρότι συγγενεύει με μεταγενέστερα φημισμένα βιβλία του (Χέρτσογκ,Άδραξε τη μέρα,Κος Χάμπολντ),είναι σίγουρα το "σκοτεινότερο" και το περισσότερο εσωτερικό του.Ο ήρωας Έϊσα Λεβενταλ εργάζεται ως συντάκτης σε ένα μικρό κλαδικό περιοδικό και περνάει το ζεστό και υγρό καλοκαίρι της Ν.Υόρκης μόνος του διότι η σύζυγός του έχει επισκεφτεί την μητέρα της γιά μακρύ χρονικό διάστημα.Άνθρωπος φοβισμένος και ανασφαλής με δύσκολη παιδική ηλικία,αγωνίζεται να επιβιώσει και γιά πρώτη φορά στη ζωή του είναι σχετικά τακτοποιημένος με σταθερή δουλειά και μιά σύζυγο που αγαπάει και φροντίζει μετά από μιά προβληματική αισθηματική ζωή.
Όταν του τηλεφωνάει η νύφη του και του λέει ότι ο μικρός του ανηψιός είναι σοβαρά άρρωστος και ο αδερφός του λείπει διότι έπιασε δουλειά σε μιά μακρινή πολιτεία ο Έϊσα τρέχει πανικόβλητος να βοηθήσει.Αντιμέτωπος με την ρωμαιοκαθολική νύφη του,δεν καταλαβαίνει τη συμπεριφορά της αλλά νιώθει υπεύθυνος και κάπου ένοχος γιά την μίζερη οικογενειακή κατάσταση του αδερφού του.Από την άλλη εκείνες τις μερες αντιμετωπίζει ένα ακόμα σοβαρότερο πρόβλημα,όταν ένας παλιός του φίλος τον ακολουθεί κατά πόδας κατηγορώντας τον,ότι λόγω της συμπεριφοράς του σε κάποια συνέντευξη γιά μιά δουλειά πριν από 6-7 χρόνια στην οποία εκείνος τον σύστησε,έγινε αίτιος στο να χάσει τη δουλειά του,με συνέπεια να καταστραφεί ο γάμος του και από τότε να μη μπορεί να δουλέψει πουθενά και να κυκλοφορεί πένης και ανέστιος.Αυτός ο παραλογισμός ταλαιπωρεί αφάνταστα τον Έϊσα,ο οποίος στην αρχή δεν καταλαβαίνει το λόγο που κατηγορείται,μετά αρχίζει να ενδοσκοπεί και να προσπαθεί να βρει που είχε κάνει λάθος και πως "κατέστρεψε" τη ζωή ενός συνανθρώπου του.Όλα αυτά του δημιουργούν μιά υπέρμετρη νευρικότητα και επιθετική συμπεριφορά.Η ζωή του γίνεται μιά κόλαση στην οποια νιώθει να μπαίνει σιγά-σιγά και να μη μπορεί να ξεφύγει,σαν ένα κακό όνειρο.

Το μυθιστόρημα είναι σκοτεινό,αγχώδες με δυό λέξεις,"σε πιάνει η καρδιά σου" όταν το διαβάζεις.Ο Μπέλοου μεταφέρει με ακρίβεια το Καφκικό κλίμα στο οποίο ο ήρωας του έχει μπει.Ένας συνδιασμός Ντοστογιέφσκι,Κίρκεγκααρντ με την υπαρξιακή φιλοσοφία του Σαρτρ η οποία ήταν πολύ της μόδας τότε , μπαίνουν στο μπλέντερ με την εβραϊκή φιλοσοφία του ανθρωπισμού παράγοντας μιά εικόνα του μεταπολεμικού ανθρώπου ο οποίος προσπαθεί να βρει τον εαυτό του βιώνοντας την ηθική χρεωκοπία του κόσμου που ζουν.

Ο φοβισμένος Έϊσα προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της καχυποψίας των άλλων γιά το ότι είναι Εβραίος,αλλά και της δικού του ιδιόμορφου ρατσισμού γιά όποιον δεν είναι Εβραίος - η συμπεριφορά του απέναντι στην κακόμοιρη νύφη του,που είναι Χριστιανή,είναι ενδεικτική.Παρότι η μορφή του και η προσωπικότητά του κυριαρχεί στο βιβλίο γίνεται ελάχιστα συμπαθής στον αναγνώστη (όπως εδώ που τα λέμε,και το ίδιο το βιβλίο γίνεται ελάχιστα συμπαθές στον αναγνώστη),με τις φοβίες του και την διστακτικότητά του.Ένας loser που σού'ρχεται να τον ταράξεις στα χαστούκια.

Εν κατακλείδι ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό βιβλίο με λίγο απότομο τέλος,το οποίο σε ακολουθεί γιά καιρό αφότου το τελειώσεις (πράγμα που αποδεικνύει τη δύναμή του) αλλά όπως λέω παραπάνω στριφνό και στενόχωρο.

Υπαρξιακό μεν αλλά απλά χαριτωμένο βρήκα το μυθιστόρημα του Francois Weyergans "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ" (Εκδ.Πατάκη,σελ.230) (62),το οποίο ακόμα προσπαθώ να καταλάβω πως και γιατί πήρε το βραβείο Goncourt 2005 καταδεικνύοντας τη μεγάλη πτώση της γαλλικής λογοτεχνίας η οποία θεωρώ ότι έχει πέσει σε ένα τέλμα εδώ και μερικά χρόνια.Δυστυχώς ότι και να διαβάζω από την πρόσφατη γαλλική λογοτεχνική παραγωγή με απογοητεύει σε αντίθεση με την βρετανική σκηνή που θριαμβεύει σε όλα τα επίπεδα.Αλλά αυτό είναι θέμα γιά άλλη συζήτηση.

Το μυθιστόρημα του Weyergans μπορεί να θεωρηθεί και αυτοβιογραφικό.Συγγραφέας σχετικά επιτυχημένος βρίσκεται σε τέλμα δημιουργικό,έχοντας αναλάβει δυό-τρία πρότζεκτς μη μπορώντας να προχωρήσει κανένα.Η τελευταία του νουβέλα θα λέγεται "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ".Έχει βρει τον τίτλο αλλά μόνο αυτόν.Ξέρει ότι πρέπει να επισκεφθεί την μητέρα του που έχει να δει καιρό και αισθάνεται ενοχές γι'αυτό.Η μητέρα του είναι μιά πολύ χαριτωμένη κυρία η οποία μετά τη χηρεία της ζει μόνη στη Νότια Γαλλία και μάλλον ζει καλά αλλά πλέον πλησιάζει κοντά στο τέλος.Η παιδική ηλικία του ήρωα είναι αρκετά καταπιεσμένη από την υπερπροστατευτική μητέρα αλλά και πάλι δεν μπόρεσα να καταλάβω που βρίσκεται ακριβώς το πρόβλημα.

Περισσότερο είδα ένα θέμα με την αδυναμία του ήρωα να βρει ένα μέρος,ένα τόπο.Συνεχώς θέλει να ξεφεύγει από το γάμο του,από τις αδερφές του,από τη μητέρα του χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο.
Αυτό που μένει τελικά είναι μιά χαριτωμενιά με ωραίες προτάσεις,πολύ μπλα-μπλα,αρκετές σεξουαλικές σκηνές,ανδρική ανωριμότητα και γαλλική κομψότητα σε τρόπους και στυλ.Τίποτε άλλο δυστυχώς...


Διαμαντάκι πραγματικό είναι η νουβέλα του Τζόζεφ Κόνραντ "Ο ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ" (Εκδ.Εριφύλη,σελ.89) (80) . Μιά ιστορία που σίγουρα έχει επηρεάσει τον Μπόρχες μιάς που το ύφος της,το βρίσκουμε σε αρκετές ιστορίες του αργεντίνου.

Είναι μιά ιστοριούλα που διαβάζεται σε μιά ώρα μέσα πολύ ευχάριστη και αρκετά "διδακτική" γιά το πως μπορείς να μπλέξεις γιά ολη σου τη ζωή σε μιά στιγμή αδυναμίας.Κάπου θα μπορούσε κανείς να πει ότι συγγενεύει με το βιβλίο του Μπέλοου μέσα από τα υπόγεια ρεύματα της λογοτεχνίας-τι περίεργο.Το θέμα του αναρχισμού γενικότερα απασχολούσε τον αγαπημένο μου Κόντραντ σε πολλά από τα βιβλία του (δες τον ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΑ και άλλα).

Ωραία έκδοση-έκπληξη από ένα εκδοτικό οίκο που προσωπικά αγνοούσα και μακάρι να συνεχίσει σ'αυτό το στυλ.
 
Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2008 | Permalink
McEwan at his best
Κάποιοι θα πουν ότι η νουβέλα του Ίαν ΜακΓιούαν «Στην Ακτή» (Εκδ.Πατάκη,σελ 217) (88),είναι ένα πολύ όμορφο βιβλίο,κάποιοι θα αντιληφθούν διαβάζοντάς το, ότι είναι κάτι περισσότερο από μιά απλή ιστορία.Η άποψή μου είναι ότι εδώ έχουμε την τέλεια νουβέλα-φαινομενικά απλή αλλά τόσο,μα τόσο,σύνθετη όπου ο μεγάλος Άγγλος συγγραφέας βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα.

Η ιστορία απλή και δίχως εξάρσεις σε πρώτη ματιά.Ένα ζευγαράκι στην συντηρητικότατη Αγγλία των αρχών της δεκαετίας του 60,παντρεύεται μετά από σύντομο και ήρεμο δεσμό.Χωρίς προηγούμενες σεξουαλικές εμπειρίες αμφότεροι,βρίσκονται αντιμέτωποι με την «πραγματικότητα» της πρώτης νύχτας του γάμου.Το μεν αγόρι πολύ τρακαρισμένο,μπλοκαρισμένο από τις συμβουλές να προσέξει την πρόωρη εκσπερμάτωση,ανυπομονεί γιά την ώρα της πράξης.Σκέπτεται σεξουαλικές σκηνές,στάσεις από τα πορνοπεριοδικά που έχει ξεφυλίσει,ένας συγκρατημένος "καυλοπυρέσσων".Το κορίτσι αντιμετωπίζει με φρίκη το όλο θέμα μιά τέλεια ενσάρκωση του μεταπολεμικού moto που τόσο σατυρίσθηκε «no sex please,we are British».Αδαής και παιδούλα στο μυαλό,ίσως και ασεξουέλ αλλά τελείως ντεκαβλέ με μόνο ενδιαφέρον στη ζωή της την μουσική και παθολογικά ερωτευμένη με τον πατέρα της,το μόνο που σκέπτεται είναι «άντε να το κάνουμε,να τελειώνει κι’αυτό».Η σεξουαλική (ο θεός να την κάνει) σκηνή είναι μιά παταγώδης αποτυχία,ο γάμος χαλάει,οι ζωές τους αλλάζουν γιά πάντα.

Ο ΜακΓιούαν είναι μέγας στυλίστας και μοναδικός στην περιγραφή και την ατμόσφαιρα τέτοιων «λεπτών καταστάσεων».Το βιβλίο κάπου θυμίζει την «Εξιλέωση» (που έχει έρθει στην επικαιρότητα τελευταία λόγω της εξαιρετικής κινηματογραφικής της μεταφοράς) ,ενώ έχει μιά εσάνς από Κούντερα.Ο συγγραφέας φέρεται με απίστευτη λεπτότητα στους ήρωές του ενώ η ειρωνία του περιορίζεται σε καταστάσεις και δεδομένα της εποχής ("Αυτή δεν ήταν μιά καλή στιγμή στην ιστορία της αγγλικής κουζίνας,όμως κανείς δεν έδινε και πολλή σημασία εκείνη την εποχή,εκτός από τους επισκέπτες από το εξωτερικό"),που παρότι μόνο 45 χρόνια πριν,μοιάζει στον σημερινό αναγνώστη τόσο μακρινή,ώστε οι ήρωες να ταιριάζουν περισσότερο σε καταστάσεις Τζεηνωστικές παρά στην εικόνα που έχουμε σχηματίσει γιά την Αγγλία των σίξτις.

Το βιβλίο έχει τέτοια δύναμη στις εικόνες του που ο αναγνώστης αισθάνεται σαν να συμμετέχει στις σκέψεις των πρωταγωνιστών.Η τριτοπρόσωπη αφήγηση του ΜακΓιούαν βοηθάει στο να εισχωρήσουμε στη σκέψη των ηρώων ενώ με τα φλας-μπακ κατανοούμε το κοινωνικοοικονομικό χάσμα μεταξύ των δύο οικογενειών.Η Φλόρενς γνήσιο τέκνο της αστικής τάξης,με την διαννοούμενη μητέρα,τις μουσικές της,την μόρφωσή της,μεγαλωμένη μέσα σε μιά γυάλα.Ο Έντουαρντ τα ζει όλα γιά πρώτη φορά.Ξενοδοχεία,διακοπές περίεργα φαγητά.Παιδί προβληματικής και φτωχής οικογένειας,σπουδάζει ιστορία αλλά δεν πρόκειται να την εξασκήσει ποτέ,δεν ξέρει ούτε που πατάει ούτε που βρίσκεται.Τα δυό παιδιά βλέπουν το γάμο σαν μιά μορφή ελευθερίας,γιά πρώτη φορά αισθάνονται ελεύθεροι να κάνουν ότι γουστάρουν αλλά εκείνοι αδυνατούν να ξεφύγουν από τις συμβάσεις συγκρατώντας τους εαυτούς τους,αυτοκαταπιεζόμενοι ακόμα και τη στιγμή που μιά απλή χειρονομία,ένα βλέμμα θα άλλαζε τη ροή των γεγονότων.

Στην κατανόηση του βιβλίου,συμβάλλουν εξαιρετικά οι αναλύσεις των συναγωνιστών,Nuwanda,Alef,Anagnostria που λίγο έως πολύ συμφωνούν στην αξεπέραστη γοητεία της νουβέλας,διαφωνώντας λίγο μεταξύ τους στο τέλος που δίνει ο συγγραφέας,το οποίο βρήκα υπέροχο και ιδανικό.Εκείνο πάντως που εντυπωσιάζει ακόμα και τον αναγνώστη που θα βρει το βιβλίο βαρετό και ανούσιο (το σέβομαι , στους εραστές της περιπέτειας,η νουβέλα αυτή δεν θα πει απολύτως τίποτα),είναι η εκπληκτική αρχή-το πρώτο κεφάλαιο είναι γιά ανθολογία,ο ΜακΓιούαν σε λίγες προτάσεις συμπυκνώνει αιώνες υπέροχης λογοτεχνίας...Υποκλίνομαι...

«Ήταν και οι δύο νέοι,μορφωμένοι και παρθένοι εκείνη την πρώτη νύχτα του γάμου τους,και στην εποχή που ζούσαν μιά συζήτηση γιά σεξουαλικές δυσκολίες ήταν απλώς αδύνατη.Μα ποτέ δεν είναι εύκολο.Είχαν μόλις καθήσει γιά να δειπνήσουν σ’ενα μικροσκοπικό καθιστικό στον πρώτο όροφο ενός γεωργιανού πανδοχείου.Στο διπλανό δωμάτιο,ορατό μέσα από την ανοιχτή πόρτα,βρισκόταν ένα κρεβάτι με ουρανό,μάλλον στενό,του οποίου το κάλυμμα ήταν ολόλευκο και τόσο αψεγάδιαστα τεντωμένο,σαν να μη το είχε στρώσει ανθρώπινο χέρι.Ο Έντουαρντ δεν ανέφερε ότι δεν είχει μείνει ποτέ πριν σε ξενοδοχείο,δεδομένου ότι η Φλόρενς,που είχε κάνει πολλά ταξίδια με τον πατέρα της ως παιδί,ήταν παλιά καραβάνα.Επιφανειακά η διάθεσή τους ήταν πολύ καλή.Ο γάμος τους στην εκκλησία Σεντ Μαίρη στην Οξφόρδη είχε πάει καλά,η τελετή ήταν σεμνή,η δεξίωση κεφάτη,το κατευόδωμα των φίλων από το σχολείο και το κολέγιο ήταν θορυβώδες και εμψυχωτικό.Οι γονείς της δεν ήταν συγκαταβατικοί με τους δικούς του,όπως είχαν φοβηθεί,και η μητέρα του δεν είχε κάνει καμία σημαντική απρέπεια ούτε είχε ξεχάσει ολωσδιόλου το το σκοπό της περίστασης.Το ζευγάρι είχε φύγει με το μικρό αυτοκίνητο της μητέρας της Φλόρενς και είχε φτάσει νωρίς το απόβραδο στο ξενοδοχείο του στην ακτή του Ντόρσετ όπου ο καιρός μπορεί να μην ήταν τέλειος γιά τα μέσα Ιουλίου ή γιά τις περιστάσεις,αλλά ήταν πλήρως ικανοποιητικός:δεν έβρεχε,δεν ήταν όμως και αρκετά ζεστά,σύμφωνα με τη Φλόρενς,ώστε να φάνε έξω στη βεράντα όπως είχαν ελπίσει.Ο Έντουαρντ δεν συμμεριζόταν τη γνώμη της,αλλά ευγενικός μέχρι υπερβολής,ούτε του περνούσε απ’το μυαλό να την αντικρούσει μιά τέτοια νύχτα.»