Δευτέρα, Δεκεμβρίου 28, 2015
posted by Librofilo at Δευτέρα, Δεκεμβρίου 28, 2015 | Permalink
Πόλεμος και πόλεμος
Ο Κόριμ, ένας μοναχικός σαραντάρης εργάζεται στα Αρχεία μιας μικρής πόλης της Ουγγαρίας. Στα χέρια του πέφτει ένα χειρόγραφο που τον συγκλονίζει και επιθυμεί να το κοινοποιήσει μέσω διαδικτύου σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής του και για να τον φέρει εις πέρας, σκοπεύει να μεταβεί στη Νέα Υόρκη, την πόλη που θεωρεί κέντρο του κόσμου, και να πραγματοποιήσει το σχέδιό του.

Αυτός είναι ο καμβάς της «ιστορίας» του εξαιρετικού μυθιστορήματος «ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ» του Ούγγρου συγγραφέα Laszlo Krasznahorkai (Gyula,1954), (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. (από τα Γαλλικά) Ι.Αβραμίδου, σελ.376),ένα βιβλίο, που η ορμητική του αφήγηση σε παρασέρνει και σε υπνωτίζει καθώς χάνεσαι μέσα σε ένα κλίμα παράνοιας και παραλόγου σε μια ανάγνωση που χαράσσεται έντονα στην μνήμη σου και για το οποίο μπορείς να πεις πολλά αλλά και τίποτα απολύτως.

"…δεν κατανοούσε τον κόσμο, και τρόμαξε από τον τρόπο του να διατυπώνει τα πράγματα, από τον κοινότοπο, στερεότυπο, τον αφελή του τρόπο, ναι, αλλά γεγονός είναι ότι, στα σαράντα τέσσερα του χρόνια, έβρισκε τον εαυτό του φοβερά ηλίθιο, έναν πανηλίθιο που, επί σαράντα τέσσερα χρόνια, πίστευε πως κατανοούσε τον κόσμο, ενώ στην πραγματικότητα, παραδέχτηκε εκεί, στην όχθη του ποταμού, όχι μόνο δεν κατανοούσε τον κόσμο αλλά δεν κατανοούσε τίποτε απολύτως, και το χειρότερο απ' όλα ήταν ότι, επί σαράντα τέσσερα χρόνια, πίστευε πως είχε κατανοήσει τα πάντα, κι όμως δεν είχε κατανοήσει τίποτε, αυτό ήταν το χειρότερο εκείνη τη βραδιά των γενεθλίων του που ήταν μόνος στην όχθη του ποταμού, το χειρότερο γιατί από αυτή την αποκάλυψη δεν προέκυπτε ότι: ωραία, πολύ ωραία, τώρα είχε κατανοήσει τα πάντα, όχι, δεν είχε κατακτήσει καμιά νέα γνώση έναντι της παλιάς, αλλά βρισκόταν αντιμέτωπος με μια τρομερή περιπλοκότητα, και από τη στιγμή εκείνη, μόλις σκεφτόταν τον κόσμο - και το βράδυ εκείνο τον σκεφτόταν με ένταση και βασανίζοντας το μυαλό του, δίχως όμως αποτέλεσμα - η περιπλοκότητα αυτή γινόταν όλο και πιο αδιαφανής, και διαισθάνθηκε τότε ότι αυτή ακριβώς η περιπλοκότητα ήταν η ίδια η ενσάρκωση της ουσίας αυτού του κόσμου τον οποίο προσπαθούσε τόσο απεγνωσμένα να κατανοήσει, πως ο κόσμος ήταν ένα και το αυτό με την ίδια του την περιπλοκότητα, να σε ποιο συμπέρασμα είχε καταλήξει και δεν παραιτήθηκε, όταν λίγες ημέρες αργότερα, άρχισαν τα προβλήματα με το κεφάλι του."

Ο Κόριμ ξεπουλάει τα λιγοστά του υπάρχοντα και πηγαίνει στη Ν.Υόρκη, το χειρόγραφο που έχει ανακαλύψει, είναι ένα περίεργο κείμενο που διατρέχει τον χωρόχρονο. Οι τέσσερις «ιππότες της αποκάλυψης», ήρωες του, θα περάσουν από την Μινωική Κρήτη, από την Βενετία, την Κολωνία, την υπό Ρωμαϊκή κατοχή Βρετανία, από τον Μεσαίωνα στον 19ο αιώνα. Προσπαθούν να ξεφύγουν από την μοίρα τους που τους οδηγεί από πόλεμο σε πόλεμο, από τον ορυμαγδό στην εξαφάνιση, από την δυστυχία στον όλεθρο. Μονίμως παγιεδευμένοι, μονίμως στον δρόμο.

Κάπως έτσι παγιδεύεται και ο Κόριμ στη Νέα Υόρκη. Με τα χρήματά του ραμμένα στην εσωτερική τσέπη του παλτού του, θα νοικιάσει ένα δωμάτιο στο σπίτι ενός Ούγγρου μετανάστη που εργάζεται περιστασιακά ως διερμηνέας, αλλά είναι επίσης μπλεγμένος σε σκοτεινές δουλειές. Θα αγοράσει έναν υπολογιστή και αργά αλλά σταθερά θα «περνάει» το χειρόγραφο στο διαδίκτυο.
Στο σπίτι όπου ο Κόριμ περνάει τις περισσότερες ώρες της ημέρας του, μένει επίσης η σύντροφος του Ούγγρου διερμηνέα, μια Πορτορικάνα που ξυλοκοπείται και κακοποιείται σε μόνιμη βάση από τον σύντροφό της. Σ’ εκείνην διηγείται το χειρόγραφο ο Κόριμ, στα Ουγγρικά, μόνο που εκείνη δεν καταλαβαίνει την γλώσσα του - γενικώς κανείς δεν καταλαβαίνει κανέναν μέσα σ'αυτή την πόλη που μοιάζει με Βαβέλ όπως αίφνης συνειδητοποιεί -  με γυρισμένη την πλάτη συνεχίζει να μαγειρεύει ή να κάνει δουλειές του σπιτιού, αλλά είναι ο μόνος πρόθυμος άνθρωπος να ακούσει την ιστορία, ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο μπορεί να έρθει σε επαφή.


Το μυθιστόρημα κινείται μέσα σε μια εφιαλτική ατμόσφαιρα, ο ήρωας, είναι ένας Ντοστογιεφσκικός χαρακτήρας, μέσα στην παράνοιά του και την ακατάσχετη πολυλογία του. Η μακροπερίοδη αφήγηση δεν σ’ αφήνει να πάρεις ανάσα, οι σκέψεις τα συναισθήματα του Κορίν μεταφέρονται με μανιακό, ιλιγγιώδη ρυθμό. Νιώθεις να εισβάλλεις μέσα στο βιβλίο, να συμπάσχεις και να αναπνέεις με τον αγχώδη και ασφυκτικά εγκλωβισμένο μέσα στην ιδεοληψία του και στις εμμονές του ήρωα.

Προτάσεις ατελείωτες, ένα συνεχές παραλήρημα, περιγραφές σχοινοτενείς και εξαντλητικές, οι επαναλήψεις είναι διαρκείς και τα όρια μεταξύ παράνοιας και ρεαλισμού είναι ασαφή και εύθραυστα. Μέσα σε όλα αυτά ξεπροβάλλει ο σπαραγμός και η ασφυξία, τα προσωπικά αδιέξοδα και η εμφαντική μοναξιά της μεγαλούπολης, τα όρια της κατανόησης και της υποκειμενικότητας.


Η ιστορία όμως είναι ελεγειακή και άκρως συγκινητική σε ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, που μόνο "εύκολο" δεν είναι. Ο αναγνώστης αφού ξεπεράσει το αρχικό σοκ και τις πρώτες δυσκολίες λόγω της υφής του κειμένου, μαγεύεται και προχωρά εκστασιασμένος από την γοητεία και την δύναμη της αφήγησης, τον ρυθμό και το υπέροχο στυλ του Κρασναχορκάι, αυτού του θαυμάσιου συγγραφέα, που πρωτομεταφράζεται στη χώρα μας. Απόηχοι ή και εμφανείς επιρροές από Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Μπέρνχαρντ διακρίνονται σ'αυτό το έξοχο βιβλίο - αναγνωστική εμπειρία από τις λίγες.


 
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 17, 2015
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 17, 2015 | Permalink
Για το «Αμερικανικό ειδύλλιο»
Η απόφαση (άσχετα με την αιτία που την προκαλεί) να ξαναδιαβάσεις ένα βιβλίο (που σε είχε γοητεύσει τόσο πολύ τότε), μετά από 16 χρόνια, εμπεριέχει ένα είδος περιέργειας ή και «φόβου» για την αίσθηση που θα σου αφήσει αυτή η νέα ανάγνωση. Δεν είσαι πια ο ίδιος άνθρωπος, οι βιβλιοφιλικές σου προτιμήσεις μπορεί να μην έχουν αλλάξει, έχουν όμως διαφοροποιηθεί καθώς νέες συγγραφικές φωνές έχουν έρθει στο προσκήνιο, ο κόσμος γύρω σου έχει αλλάξει, η ίδια η ζωή σου έχει αλλάξει.

Πρωτοδιάβασα το «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ» («AMERICAN PASTORAL»), αυτό το magnum opus του μεγάλου Philip Roth (Νιούαρκ 1933), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Τ.Παπαϊωάννου, (εξαιρετικό) επίμετρο Σ.Τριανταφύλλου, σελ.564), το 1999 όταν είχε πρωτοεκδοθεί στην χώρα μας. Με είχε καταγοητεύσει και το θεωρούσα ίσως το καλύτερο του βιβλίο. Αρκετά χρόνια μετά και με καμιά δεκαριά ακόμα βιβλία του Ροθ (ίσως και περισσότερα) στο αναγνωστικό μου οπλοστάσιο, η επανάγνωση του ογκώδους αυτού μυθιστορήματος αποτέλεσε μια αλησμόνητη υπέροχη εμπειρία γιατί είδα το βιβλίο από άλλη ματιά, περισσότερο ώριμη (πιστεύω) και συνειδητοποίησα την ιδιαιτερότητά του μέσα στο συνολικό έργο του Ροθ, την δυναμική του αλλά και την απαράμιλλη γοητεία του.

Το «Αμερικανικό ειδύλλιο» αποτελεί ένα νησί αυτόνομο και μοναχικό στον βιβλιογραφικό ωκεανό των έργων του Φίλιπ Ροθ. Διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα μυθιστορήματα ή νουβέλες του κυρίως χάρη στον ήρωά του, έναν πρωταγωνιστή διαφορετικό από αυτούς που έχει σε πρώτο πλάνο ο συγγραφέας στα βιβλία του.

Ο «Σουηδός» όπως είναι το παρατσούκλι του Σίμουρ Λιβόβ, ήρωα του μυθιστορήματος, είναι ο ιδανικός Αμερικανός, πρώτος στα αθλήματα, ψηλός και γοητευτικός με κατάξανθα μαλλιά (εξ ου και το παρατσούκλι), διαδέχεται τον πατέρα του στο εργοστάσιο γαντιών και το μεγαλώνει επεκτείνοντάς το με μια μονάδα στο Πουέρτο Ρίκο. Παντρεύεται την «τέλεια» κοπέλα, μια καθολική κουκλίτσα που είχε αναδειχθεί «Μις Νιου Τζέρσι» και φέρνουν στον κόσμο ένα πανέξυπνο κοριτσάκι την Μέρι. Ζουν σε ένα παλιό πέτρινο σπίτι, στην εξοχή, μέσα σε ένα κτήμα 40 στρεμμάτων και όλα μοιάζουν ειδυλλιακά, ώσπου η Μέρι θα μπει στην εφηβεία με πολλά προβλήματα συμπεριφοράς τα οποία ο Σουηδός αντιμετωπίζει με την  καρτερία και την ψυχραιμία που τον χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο. Όταν όμως η Μέρι στα 16 της θα ανατινάξει το τοπικό ταχυδρομείο, σκοτώνοντας έναν πολίτη που πήγε να ταχυδρομήσει ένα γράμμα η ζωή τους από τη μια στιγμή στην άλλη θα αλλάξει με ανυπολόγιστες συνέπειες. Τι έφταιξε και καταστράφηκε η οικογένεια; Ποιος φταίει που η Μέρι έγινε τρομοκράτισσα; Τι λάθος έχουν κάνει οι Λιβόβ; Τα ερωτήματα αυτά που διαπερνάνε την ραχοκοκαλιά του βιβλίου θα μείνουν εν πολλοίς αναπάντητα.

Στο αριστούργημα αυτό του Ροθ, μια ανατομία και καταγραφή του «Αμερικανικού ονείρου» και του «Αμερικανού ήρωα», ο σχεδόν μόνιμος αφηγητής στα βιβλία του και (λογοτεχνικό) alter ego του, ο συγγραφέας Νέιθαν Ζούκερμαν περιορίζεται σε δεύτερο ρόλο. Ο Σουηδός είναι ο ήρωας της παιδικής του ηλικίας στο σχολείο και στην μικρή πόλη του Νιούαρκ και έτσι, καθώς ο Ζούκερμαν που ήταν συμμαθητής με τον αδερφό του Σίμουρ, τον Τζέρι πηγαίνει συχνά σπίτι τους, και παρατηρεί τα κόμικς και τα βιβλία που διαβάζει ο Σίμουρ, βλέπει τις φωτογραφίες που είναι κρεμασμένες στους τοίχους του σπιτιού η γοητεία που ασκεί ο ψηλός και ξανθός νεαρός στον μικρό Νέιθαν είναι τεράστια. Ο Σίμουρ δεν είναι μόνο ο ήρωας του Ζούκερμαν αλλά όλης της μικρής πόλης – πρώτος στα αθλήματα, πρώτος παντού, θα αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση με απόλυτη επιτυχία. Αυτή η εικόνα του Σουηδού θα μείνει χαραγμένη στο μυαλό του Ζούκερμαν, οπότε όταν πληροφορείται από τον Τζέρι - τον παλιό του συμμαθητή, που αποστασιοποιημένος από την οικογένεια Λιβόβ, είναι επιτυχημένος γιατρός στο Μαϊάμι -, ότι ο Σουηδός απεβίωσε και ότι δεν έζησε την τόσο «ειδυλλιακή» και αδιάφορη ζωή που εκείνος νόμιζε, βασανισμένος από την πορεία και την εξαφάνιση της κόρης του Μέρι, ο Ζούκερμαν θα καταλάβει ότι κάτω από την βιτρίνα, γυαλιστερή και απαστράπτουσα μπορεί να υπάρχει κόλαση και λάβα, στενοχώρια και δράμα.

Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε σε εξαντλητικό βαθμό την οικογένεια του Σουηδού, κυρίως όμως ο Ροθ επικεντρώνεται στην σχέση του πατέρα και της κόρης. Όταν η Μέρι κάνει την επανάστασή της βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του 60, οι αντιδράσεις για τον πόλεμο στο Βιετνάμ πληθαίνουν και διογκώνονται, ενώ οι επαναστατικές οργανώσεις γίνονται όλο και περισσότερες, στις οποίες συμμετέχουν παιδιά μορφωμένα και αστικών ή μεγαλοαστικών οικογενειών. Η Αμερική αλλάζει και αυτήν την μετάλλαξη περιγράφει ο Ροθ μέσα από την ιστορία αυτής της «ιδανικής» οικογένειας που απροετοίμαστη και ανύποπτη βλέπει την χιονοστιβάδα των αλλαγών να πέφτουν στο κεφάλι της.

«Το ότι οι άνθρωποι ήταν πολυσχιδή πλάσματα δεν ήταν έκπληξη για τον Σουηδό, όσο κι αν τον σόκαρε πάντα λιγάκι το να το συνειδητοποιεί ακόμα μια φορά όταν κάποιος τον απογοήτευε. Αυτό που του φαινόταν περίεργο ήταν το πώς οι άνθρωποι εξαντλούσαν τον εαυτό τους, εξαντλούσαν την όποια πάστα από την οποία ήταν φτιαγμένοι και, αδειασμένοι πια από τον εαυτό τους, μεταβάλλονταν σ’ εκείνο το είδος ανθρώπων, για τους οποίους οι ίδιοι δεν αισθάνονταν κάποτε παρά μονάχα οίκτο. Λες και, μόλο που η ζωή τους ήταν πλούσια και γεμάτη, είχαν σιχαθεί τον εαυτό τους και δεν έβλεπαν την ώρα ν’ απαλλαγούν από την πνευματική και σωματική τους υγεία κι από κάθε αίσθηση μέτρου ώστε να κατρακυλήσουν σ’αυτό τον άλλον εαυτό, τον αληθινό, που ήταν μια πέρα για πέρα αυταπατώμενη νούλα. Λες και το να βρίσκεσαι σε αρμονία με τη ζωή ήταν κάτι το τυχαίο που δεν μπορούσε μερικές φορές να συμβεί στον τυχερό νέο, αλλά κατά τα άλλα ήταν κάτι για το οποίο οι άνθρωποι δεν είχαν καμιά απολύτως κλίση. Τι παράξενο. Και τι παράξενος που φάνταζε στα ίδια του τα μάτια όταν σκεφτόταν πως αυτός, που θεωρούσε ανέκαθεν ότι είχε την ευτυχία να συγκαταλέγεται στους αναρίθμητους ανοχύρωτους φυσιολογικούς ανθρώπους, μπορεί στην ουσία να ήταν μια ανωμαλία, ξένος ως προς την πραγματική ζωή επειδή ακριβώς είχε τόσο γερές ρίζες.»

Ο Σίμουρ Λιβόβ, αυτός ο κομψός και σικάτος «Σουηδός», που θέλει να γίνει κάτι μεγαλύτερο από αυτό που είναι, ενσαρκώνει τον αγνό και κάπου αφελή Αμερικανό, με τις καλές προθέσεις, που χτυπημένος από την μοίρα νιώθει αδύναμος (για πρώτη φορά στη ζωή του), απροετοίμαστος και αδυνατεί να καταλάβει το γιατί. Θα νικηθεί από το κακό, από την αδικία που θα του συμβεί σε όλα τα επίπεδα, η κόρη του θα εξαφανιστεί, το Νιούαρκ όπου είχε το εργοστάσιο του θα παρακμάσει μετά τις μεγάλες ταραχές, η αστραφτερή του σύζυγος θα τον προδώσει και δεν θα είναι μόνο αυτή. Όλα τριγύρω του θα αλλάξουν και μπορεί η ζωή του εξωτερικά να συνεχίζει να φαίνεται ωραία, αλλά εσωτερικά θα έχει διαλυθεί.

«…Και ύστερα όλα αλλάζουν και η ζωή γίνεται αφόρητη. Τίποτα δεν χαμογελάει σε κανέναν. Ποιος μπορεί να προσαρμοστεί τότε; Εδώ έχουμε κάποιον που δεν είναι καν προετοιμασμένος για να ζήσει μέτρια, πως λοιπόν να προσαρμοστεί στη ζωή που γίνεται αφόρητη; Αλλά ποιος είναι προετοιμασμένος για το αφόρητο που του μέλλεται; Ποιος είναι προετοιμασμένος για την τραγωδία και το ακατανόητο του πόνου; Κανείς. Η τραγωδία του ανθρώπου που δεν είναι προετοιμασμένος για την τραγωδία – αυτή είναι η τραγωδία του καθενός.
Κοίταζε την ίδια του την ζωή απ’έξω. Όλη του τη ζωή πάλευε να θάψει αυτή την ιστορία. Αλλά πως;
Ουδέποτε στη ζωή του είχε την ευκαιρία να αναρωτηθεί: “Γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι;” Γιατί να μπει στον κόπο, αφού, έτσι όπως ήταν, ήταν τέλεια; Γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι; Ιδού το ερώτημα στο οποίο δεν υπάρχει απάντηση· και ως τότε ήταν τόσο τυχερός που δεν ήξερε καν ότι το ερώτημα υπήρχε.»

Εξαιρετικοί δευτερεύοντες χαρακτήρες υπάρχουν στο βιβλίο, χαρακτήρες που μένουν βαθιά χαραγμένοι στη μνήμη. Η μυστηριώδης φίλη της Μέρι, Ρίτα Κοέν, ένα μικροσκοπικό κορίτσι που ενσαρκώνει το απόλυτο κακό, ο πατέρας του Σουηδού, ο καταπιεστικός και αυταρχικός Λου Λιβόβ, ο αδερφός του Σουηδού, ο Τζέρι με τον οποίον είχε τη μια και μοναδική ουσιαστική συζήτηση όταν αδύναμος προσέτρεξε σ’αυτόν μετά την μοναδική συνάντηση που είχε με την Μέρι αλλά και άλλοι.

Ο Ροθ βάζει στο μικροσκόπιο την χώρα του που μεταλλάσσεται στην ταραγμένη δεκαετία 65-75, την πόλη που γεννήθηκε, το Νιούαρκ που μετατρέπεται από ανθηρή πόλη-δορυφόρο της Νέας Υόρκης, που από ήσυχη και οικογενειακή/μικροαστική πόλη, παρήκμασε και ερήμωσε, την αστική οικογένεια, που θέλει να διατηρεί κάτω από το χαλί τα προβλήματά της και τις νευρώσεις της, την εβραϊκή κοινότητα με τις αρχές της, από την οποία προσπαθούν να ξεφύγουν τα δύο αδέρφια Λιβόβ – ο Σίμουρ νυμφευόμενος μια Καθολική κοπέλα και αγοράζοντας μια έπαυλη μακριά από την πόλη του, ο Τζέρι (με μεγαλύτερη επιτυχία θα κάνει τη ρήξη) εγκαταλείποντας πόλη, γονείς, οικογενειακή υποκρισία, ζώντας στο Μαϊάμι αλλάζοντας συζύγους. Όλα ανατρέπονται, όλα όμως επιφανειακά παραμένουν τα ίδια, σαν το δείπνο στο σπίτι των Λιβόβ, το οποίο κλείνει το μυθιστόρημα, κάπου 150 μαγικές σελίδες που θα μπορούσαν να αποτελούν μιαν αυτόνομη νουβέλα πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις με τις οποίες ολοκληρώνεται αυτό το επικό βιβλίο.


Το «Αμερικανικό ειδύλλιο» είναι ένα αριστούργημα, ένα μυθιστόρημα μεγάλης πνοής, και το οποίο αποτελεί τομή όχι μόνο στο έργο του τεράστιου αυτού συγγραφέα αλλά και για την Αμερικανική λογοτεχνία στο σύνολό της. Υπάρχουν μέσα του σελίδες ύψιστης λογοτεχνικής μαγείας και εκπληκτικής εμμονής στη λεπτομέρεια (οι σελίδες με την επίσκεψη της Ρίτας Κοέν στο εργοστάσιο γαντιών είναι μοναδικές μέσα στην εξαντλητική τους αναλυτικότητα ή οι σελίδες για το δείπνο) που μπορεί να κουράζουν τους αναγνώστες που επιθυμούν έντονη δράση αλλά που την ίδια στιγμή θα τους μείνουν αξέχαστες. Είναι ένα βιβλίο που στέκεται από μόνο του στην χρυσή βίβλο της Παγκόσμιας λογοτεχνίας, και που μόνο αυτό να είχε γράψει ο Ροθ θα αρκούσε να τον κατατάξει στους πολύ μεγάλους δημιουργούς. Είμαι ευτυχής που μου δόθηκε η ευκαιρία να το ξαναδιαβάσω σε ώριμη ηλικία διότι μόνο τώρα (νομίζω ότι) το κατανόησα σε βάθος.


Υ.Γ. Το «Αμερικανικό ειδύλλιο» θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο εντός του προσεχούς έτους. Σκηνοθέτης και βασικός πρωταγωνιστής ο Ewan McGregor, στον ρόλο της Ντόουν η (πάντα καλή) Jennifer Connely και στον ρόλο της Μέρι η ανερχόμενη Dacota Fanning. Αναμένω με μεγάλη περιέργεια.


 
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 09, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 09, 2015 | Permalink
Οι εγκλωβισμένοι
Με ένα συμπαγές μυθιστόρημα για την πόλη και τους ανθρώπους της, επανέρχεται με το τρίτο βιβλίο του ο συγγραφέας και πολιτικός μηχανικός Δημήτρης Οικονόμου (Αθήνα,1974) που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο "ΟΙ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ", (Εκδ. Ίκαρος, σελ.226). Ένα βιβλίο που το διαπερνάει απ' άκρη σ' άκρη η ανθρωπιά και η αισιοδοξία για την ζωή.

Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι δύο μεσήλικες μοναχικοί άνθρωποι που η ζωή τους ενώνει με έναν περίεργο τρόπο. 
Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Βασίλης είναι ένας μικρομαγαζάτορας που διατηρεί από χρόνια ένα φωτοτυπείο, το οποίο, βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας στο έρημο και ρημαγμένο κέντρο της Αθήνας (η πόλη δεν κατονομάζεται, αλλά είναι σίγουρα αυτή). Με την αγωνία του μεροκάματου που συνήθως δεν βγαίνει, ζει μόνος του σε ένα μικρό διαμέρισμα και βιώνει καθημερινά την κατάρρευση του κέντρου, καθώς στον δρόμο του πλέον έχουν μείνει μόνο το δικό του κατάστημα και ένα ανθοπωλείο που φυτοζωεί κι αυτό. Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η απουσία αυτολύπησης και μεμψιμοιρίας για την κατάστασή του όπως και η τάση του να "συνομιλεί" με την Θάλεια, το παλαιότερο φωτοτυπικό μηχάνημα του μαγαζιού. Θα τον χαρακτήριζες "αλαφροΐσκιωτο" (και ίσως να είναι) και καλοσυνάτο μονήρη τύπο που με την αδιάφορη εμφάνισή του περνάει εντελώς απαρατήρητος.

Ο έτερος κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, είναι η κυρία Μαίρη. Μια μεγαλοαστή  συμβολαιογράφος, τσακισμένη από τις ατυχίες, καθώς σχετικά πρόσφατα απεβίωσε ο πατέρας της και την εγκατέλειψε ο σύζυγός της. Ζει μόνη της σε ένα μεγάλο αστικό διαμέρισμα του κέντρου, σε μια πολυκατοικία που την έχουν εγκαταλείψει οι ένοικοί της και μόνο ο θυρωρός έχει μείνει. Η Μαίρη σε αντίθεση με τον Βασίλη θεωρεί τα πάντα μάταια γύρω της. Η ερήμωση του κέντρου της πόλης, είναι και δικιά της ερήμωση. 

Οι δύο ήρωες του βιβλίου, θα γνωριστούν τυχαία. Η ζεστασιά που αποπνέει ο Βασίλης και η έγνοιά του για την απελπισμένη Μαίρη θα τους φέρει πιο κοντά - αυτούς τους δύο ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια και καταβολές. Ψάχνουν, προσπαθούν να βρουν σημεία επαφής με τον έναν να ζητάει διαφορετικά πράγματα από τον άλλον. 

Στην μέση αυτής της ιδιόμορφης σχέσης θα βρεθεί ένας έφηβος μετανάστης, ο Καμάλ, γειτονάκι του Βασίλη, ο οποίος τον βοηθάει με κάποια μαθήματα στο σχολείο του. Ο Καμάλ θα λειτουργήσει ως καταλύτης στην σχέση τους. Γύρω τους περιστρέφονται επίσης ένας αδέσποτος σκύλος, τον οποίον περιθάλπει ο Βασίλης, ο γείτονας ανθοπώλης, ο υπάλληλος του Βασίλη που αναγκάζεται από τις συνθήκες να μεταναστεύσει.

Μεγάλος πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι βέβαια η Αθήνα.Μια πόλη σε παρακμή που ερημώνει και ρημάζει. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν το κέντρο της μαζικά για να κατοικήσουν στα προάστια προς βορρά ή νότο, τα καταστήματα κλείνουν το ένα μετά το άλλο, οι επιχειρήσεις φεύγουν ή κλείνουν γονατισμένες από την οικονομική κρίση. Υπάρχουν δε διάσπαρτες οι φήμες που θέλουν την εταιρεία η οποία έχει αναλάβει την κατασκευή σταθμών διοδίων στις εισόδους της πόλης να έχει λάβει εντολή από την κυβέρνηση να χτίσει ένα τείχος ελέγχοντας την είσοδο και την έξοδο των κατοίκων και εγκλωβίζοντας τους μέσα σ'αυτήν. Ποιός "εγκλωβισμός" όμως είναι ισχυρότερος; Ο εξωτερικός ή ο εσωτερικός, του μυαλού μας;

"Οι εγκλωβισμένοι" είναι ένα μυθιστόρημα που βάζει τις ανθρώπινες σχέσεις στο μικροσκόπιο και μιλάει για την μοναξιά, την εγκατάλειψη, την ματαίωση των ελπίδων και των ονείρων, τον έρωτα, την τρυφερότητα, το νοιάξιμο για τον άλλον, την συντροφικότητα, τα προσωπικά αδιέξοδα.
Όλα αυτά μέσα σε μια ατμόσφαιρα εγκλεισμού και ασφυξίας που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη. Δεν προσδιορίζεται το χρονικό πλαίσιο. Μπορεί να είναι η Αθήνα του σήμερα, μπορεί του αύριο - η οικονομική και κοινωνική κρίση είναι διαρκώς παρούσα, όχι όμως στο επίκεντρο, αλλά ως κατάσταση, ως καθημερινότητα με την οποία οι ήρωες έχουν μάθει να συμβιώνουν. Ενδεικτικά ο Βασίλης, ένας άνθρωπος που έχει πληγεί έντονα από την οικονομική κατάρρευση, δεν κατηγορεί ούτε μια φορά κάποιον ή κάτι για την πορεία των πραγμάτων. Αγωνίζεται και πάντα θα βρει μια αχτίδα αισιοδοξίας να μπορεί να πορευτεί.

Το μυθιστόρημα του Οικονόμου, θα ήταν περισσότερο σφιχτοδεμένο και καίριο αν έλειπαν περίπου 50-60 σελίδες, περιγραφών και επαναλήψεων, χωρίς όμως αυτό το στοιχείο να είναι ενοχλητικό για τον αναγνώστη (εξάλλου δεν μιλάμε για ένα πολυσέλιδο έργο). Είναι ένα βιβλίο με στρωτή γλώσσα και ωραίο ύφος, πολύ ενδιαφέρον και αξιόλογο, που εντυπωσιάζει με την ανθρωπιστική και αισιόδοξη ματιά του παρά το ζοφερό σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται.




 
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 02, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 02, 2015 | Permalink
Μπολάνιο και "Ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική"
Δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά δεν είναι και συλλογή διηγημάτων με την παραδοσιακή έννοια, το θαυμάσιο βιβλίο του (πρόωρα χαμένου), μεγάλου Χιλιανού συγγραφέα Roberto Bolano (Σαντιάγο ντε Τσίλε 1953-Βαρκελόνη 2003), με τον ιδιόμορφο τίτλο «Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ» («La literature Nazi en America»), (Εκδ. Άγρα, (εξαιρετική) μετάφραση Κρ.Ηλιόπουλος, σελ.289). Το βιβλίο είναι περισσότερο ένα λογοτεχνικό παιχνίδι, το οποίο κάνει κύκλους γύρω από έναν ατελείωτο κατάλογο επινοημένων χαρακτήρων, μια εγκυκλοπαίδεια του παραλόγου γραμμένη με σπιρτάδα και μαύρο χιούμορ που βγαίνει μέσα από την περιγραφή ακραίων καταστάσεων.

«Ανάμεσα στις νεανικές του προτάσεις ήταν και η επαναφορά της Ιεράς Εξέτασης, οι δημόσιες σωματικές τιμωρίες, ο διαρκής πόλεμος είτε κατά των Χιλιανών, είτε κατά της Παραγουάης, είτε κατά της Βολιβίας, ως ένα είδος εθνικής γυμναστικής, επίσης η ανδρική πολυγαμία, η φυσική εξολόθρευση των ιθαγενών για να μην υπάρξει επιμόλυνση της αργεντίνικης ράτσας, ο περιορισμός των δικαιωμάτων των πολιτών εβραϊκής καταγωγής, η μαζική εισροή μεταναστών από σκανδιναβικές χώρες ώστε να λευκανθεί σταδιακά η εθνική επιδερμίδα που σκούρυνε ύστερα από χρόνια ισπανοϊθαγενικών μείξεων, η παραχώρηση ισόβιων λογοτεχνικών υποτροφικών, η πλήρης φοροαπαλλαγή των καλλιτεχνών, η δημιουργία της μεγαλύτερης Πολεμικής Αεροπορίας στη Νότια Αμερική, ο αποικισμός της Ανταρκτικής, η κατασκευή νέων πόλεων στην Παταγονία.
Ήταν ποδοσφαιριστής και φουτουριστής.» («Σίλβιο Σαλβάτικο, Μπουένος Άιρες 1901-1994»)


Με ένα προκλητικό τίτλο που κεντρίζει την φαντασία του αναγνώστη, ο συγγραφέας παραθέτει στο ιδιοφυές βιβλίο του, μικρές βιογραφίες περίπου 30 επινοημένων χαρακτήρων, του λογοτεχνικού κόσμου της Λατινικής Αμερικής και όχι μόνο - αφού αναφέρεται σε κάποιους Βορειοαμερικανούς «συγγραφείς» -, ακραίων πεποιθήσεων και ιδιοσυγκρασιών που θα μπορούσαν κάλλιστα, οι συγγραφείς αυτοί να είναι αληθινοί – ίσως δε ορισμένοι από τους ήρωες να είναι αντίγραφα πραγματικών προσώπων, άγνωστων σ’ εμάς. Ο Μπολάνιο για να κάνει ακόμα πιο αληθοφανές το εγχείρημά του, παραθέτει ημερομηνίες και τόπους γεννήσεως και θανάτου των ηρώων του – ορισμένων δε σε μεταγενέστερες ημερομηνίες από αυτήν που εκδόθηκε το βιβλίο (ενδεικτικά «Αρχεντίνο Σκιαφίνο Μπουένος Άιρες,1956- Ντητρόιτ,2015»).

Το γεγονός που δίνει μια συνέχεια στην αφήγηση του βιβλίου, είναι ότι αρκετοί από τους συγγραφείς συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον βαθμό συγγένειας, ενώ το χρονολογικό πλαίσιο είναι αυτό του 20ου αιώνα στην Αμερικανική ήπειρο. Οι συγγραφείς έχουν απόψεις (που κάποιες ή ίσως οι περισσότερες τείνουν προς την γελοιότητα) και δράσεις ακροδεξιές, φιλοφασιστικές και φιλοναζιστικές, κάποια δε από αυτούς είχε καθήσει παιδάκι στα γόνατα του Φύρερ. Οι επινοημένοι ήρωες του βιβλίου χαρακτηρίζονται από την ασημαντότητά τους στο λογοτεχνικό πεδίο και την προσπάθειά τους να παράξουν έργο μεγαλεπήβολο και χωρίς όρια.

Η ικανότητα του Μπολάνιο και το ακαταμάχητο στυλ του, κάνουν τον κάθε χαρακτήρα που περιγράφεται (βιογραφείται) ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και ρεαλιστικό. Η αληθοφάνεια των πληροφοριών (ακόμα και των πιο «τραβηγμένων») σε κάνει πολλές φορές να αναρωτιέσαι αν αυτό που διαβάζεις είναι μυθοπλασία (που είναι) ή πραγματικότητα – ο δε 35σέλιδος επίλογος με στοιχεία για τα πρόσωπα, τους εκδοτικούς οίκους και τα περιοδικά τους συντείνει στο παιγνιώδες κλίμα της λογοτεχνικής "αληθοφάνειας" με τον τρόπο των Michon και Μπόρχες.

Μιας που αναφέρω τον πανμέγιστο, το συγκεκριμένο βιβλίο του Μπολάνιο, είναι σίγουρα το πιο Μπορχεσικό (να θυμηθούμε το «Βιβλίο των Φανταστικών όντων») του, μόνο που ενώ ο Αργεντίνος ασχολείται περισσότερο με την λογοτεχνία και τις βιβλιοθήκες, ο Μπολάνιο ασχολείται με την πολιτική υφή στις ιστορίες που παραθέτει, αντανακλώντας τις εξτρεμιστικές τάσεις που κυριαρχούσαν στην πολιτικοκοινωνική ζωή της Λατινικής Αμερικής, ας μη λησμονούμε ότι ορισμένες χώρες παρείχαν ασφαλές καταφύγιο σε Ναζί φυγάδες, ενώ τα περισσότερα καθεστώτα για αρκετά χρόνια χαρακτηριζόντουσαν από ακροδεξιές κυβερνήσεις στρατιωτικές η όχι.

Το χιούμορ, ευδιάκριτο βέβαια σε κάθε δημιουργία του Μπολάνιο, κυριαρχεί και σ’αυτό το βιβλίο. Γκροτέσκες και πικαρέσκες σκηνές διαδέχονται την ανατριχίλα κάποιων από τα τεκταινόμενα ή κάποιων από τις ιδέες που παρατίθενται. Ορισμένοι από τους χαρακτήρες βγάζουν πολύ γέλιο, μέσα στην υπερβολή τους, ενώ δεν λείπουν και οι λυρικές στιγμές που ξεπροβάλλουν από εκεί που δεν το περιμένεις.

«Το 1963, ενώ δούλευε τον έκτο τόμο, τα αδέρφια και τα ανίψια του αναγκάζονται να τον κλείσουν πάλι στο ίδρυμα για διανοητικά ασθενείς, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1970. Δεν ξαναέγραψε τίποτα. Ο θάνατος τον αιφνιδιάζει εφτά χρόνια αργότερα, στο άνετο διαμέρισμά του στο Λεμπλόν, στο Ρίο, ενώ ακούει έναν δίσκο του Αργεντινού συνθέτη Τίτο Βάσκες και παρακολουθεί από τις τζαμαρίες το ηλιοβασίλεμα του Ρίο, τα αυτοκίνητα, τον κόσμο που κουβεντιάζει στα πεζοδρόμια, τα φώτα που ανάβουν, που σβήνουν, τα παράθυρα που κλείνουν.» («Λουίζ Φονταΐν ντα Σόουζα, Ρίο ντε Τζανέιρο 1900-1977»)

Σε κάποιους μη εξοικειωμένους με το ύφος του Μπολάνιο, ενδέχεται το βιβλίο να φανεί κουραστικό και τόσο λεπτομερές σαν να κάνει συνεχώς κύκλους γύρω από τον εαυτό του, αλλά ακόμα κι αυτοί (οι μη φανατικά Μπολανικοί αναγνώστες) θα αποζημιωθούν στο έπακρο με την τελευταία «βιογραφία» του τόμου, αυτήν του «Κάρλος Ραμίρες Χόφμαν, του επαίσχυντου» (την οποία βέβαια την προτοδιαβάσαμε στο αριστουργηματικό «Μακρινό αστέρι» που κυκλοφόρησε αρκετά χρόνια πριν), ένα πλήρες (λογοτεχνικά) και καθηλωτικό διήγημα που είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που έγραψε ο Χιλιανός συγγραφέας.

Δεξιοτεχνικά γραμμένο, με την αχαλίνωτη φαντασία του να οργιάζει, «Η Ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική» είναι ένα έξοχο βιβλίο, αστραφτερό και αιχμηρό, φιλοσοφημένο και υπαινικτικό, σαρκαστικό και ειρωνικό, με το σαγηνευτικό λογοτεχνικό ύφος του Μπολάνιο να εναλλάσσεται από το σοβαρό και επιστημονικοφανές στο φαιδρό και το παιχνιδιάρικο, αιχμαλωτίζοντας και παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα ευρηματικό παζλ με προκλήσεις και ανατροπές.