Τετάρτη, Απριλίου 27, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 27, 2011 | Permalink
Η τέταρτη ρομφαία
Ομολογώ ότι απογοητεύτηκα από το αφήγημα / χρονικό του (πανέξυπνου και πολυγραφότατου) Περουβιανού συγγραφέα και δημοσιογράφου, Santiago Roncagliolo, με τίτλο «Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΡΟΜΦΑΙΑ» (La cuarta espada),(Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ.Μαργ.Μπονάτσου, σελ.242), διότι περίμενα πολύ περισσότερα από αυτά που τελικά εισέπραξα. Να πω κατ’αρχή ότι το βιβλίο δεν είναι κακό, το αντίθετο, έχει ωραία αφήγηση, αμεσότητα και «κρατάει» τον αναγνώστη. Αλλά δεν είναι (με τίποτα) αυτό που υπόσχεται ο υπότιτλός του. «Η ιστορία του Αμπιμαέλ Γκουζμάν και του Φωτεινού Μονοπατιού».

Ο Αμπιμαέλ Γκουζμάν είναι ένα μία από τις πιο αινιγματικές μορφές του 20ου αιώνα. Ο επαρχιώτης πανεπιστημιακός που γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1934, θεωρείται ο βασικός υπεύθυνος για ένα πρωτοφανές αιματοκύλισμα, έναν βιαιότατο εμφύλιο πόλεμο (και ποιος εμφύλιος δεν είναι;) που διήρκεσε πάνω από μια δεκαετία, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και στοίχισε τη ζωή σε περίπου 70.000 ανθρώπους, ερήμωσε την ύπαιθρο της χώρας και έσπειρε τον φόβο και τον τρόμο στις μεγάλες πόλεις.

Για την κοινή γνώμη του Περού, ο Γκουζμάν, έγκλειστος σε φυλακές υψίστης ασφαλείας από τον Σεπτέμβριο του 1992, είναι «ένα τέρας», «ένας ψυχοπαθής», «ένας ασυνείδητος δολοφόνος». Ο Ρονκαλιόλο αναλαμβάνει να ψάξει το ποιος πραγματικά είναι αυτός ο άνθρωπος, πως διαμορφώθηκε η προσωπικότητα αυτού του νόθου παιδιού ενός εμπορικού αντιπροσώπου, που μεγάλωσε μαζί με τα νόμιμα παιδιά του, πάντα στο περιθώριο. Ορισμένα ιστορικά στοιχεία είναι σχετικά εύκολο να βρεθούν. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, η εγκατάλειψη από την μάνα, η καλή εκπαίδευση σε ένα αυστηρό σχολείο στην Αρεκίπα, τα χρόνια στο πανεπιστήμιο, η κομματική δουλειά στο Κ.Κ.

Σπουδάζει, ακολουθώντας τα βήματα του (τότε) είδωλου του Καρλ Μαρξ, Φιλοσοφία του Δικαίου και Φιλοσοφία, αλλά με τα χρόνια και ως Καθηγητής Πανεπιστημίου πλέον θεωρεί ότι η επανάσταση στο Περού θα πρέπει να είναι αγροτική και όχι αστική, παίρνοντας ως παράδειγμα την Κινεζική επανάσταση του Μάο. Περνάει 2 χρόνια στην Κίνα και γίνεται ένθερμος υποστηρικτής της πολιτικής του Προέδρου Μάο, ενώ τρέφει λατρεία προς το πρόσωπο του Στάλιν απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας τον Τσε και την Κουβανική επανάσταση (την οποία θεωρεί αστική). Το 1969 ιδρύει μια φράξια του Κ.Κ., την οποία ονομάζει «Κομμουνιστικό Κόμμα Περού – Φωτεινό Μονοπάτι», μία από τις δεκάδες φράξιες, (74 για την ακρίβεια) ασήμαντες οι περισσότερες που έδειχναν πόσο κατακερματισμένη ήταν η Αριστερά σε μια χώρα που τα περισσότερα κομμάτια της ζούσαν ακόμα στον 19ο αιώνα.

Ο Γκουζμάν υπομονετικά χτίζει την οργάνωσή του. Τα μέλη του «Μονοπατιού» αναφέρονται σ’αυτόν ως «Πρόεδρο Γκονσάλο» χρίζοντας τον το 1983 ηγέτη της (μόνο στο μυαλό τους υπάρχουσας) «Λαϊκής Δημοκρατίας», πρόεδρο του Κόμματος και Πρόεδρο της Στρατιωτικής Επιτροπής…

«Ο Γκουζμάν προσπαθούσε να μιμηθεί την ιστορική πορεία του Μάο Τσετούγκ: πρώτα καθοδηγητική σκέψη, μετά σκέψη του Μάο, το τελευταίο βήμα ήταν να ονομαστεί μαοϊσμός, στο ύψος του μαρξισμού και του λενινισμού. Η κατάληξη «ισμός» σημαίνει ότι οι ιδέες δεν αποτελούσαν την εφαρμογή της θεωρίας σε μια χώρα, αλλά είχαν καθολική ισχύ. Ο Γκουζμάν ακολούθησε αυτή τη διαδικασία, ελπίζοντας να δημιουργήσει τον «γκονσαλισμό», και να γίνει η τέταρτη ρομφαία του παγκόσμιου κομμουνισμού.»

Το 1980 έγινε η πρώτη ένοπλη ενέργεια του Φωτεινού Μονοπατιού (Sendero Luminoso) και όταν πια τα μέλη του έχουν αρχίσει να επιτίθενται σε αστυνομικά τμήματα η κυβέρνηση αποφασίζει να δράσει, σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά. Όταν πια τον Δεκέμβριο του 1982, τον πρώτο ρόλο αναλαμβάνει ο στρατός, τότε η φρίκη θα κυριαρχήσει με εγκλήματα πρωτοφανή σε βιαιότητα. Οι επαρχίες της χώρας θα υποφέρουν από την στυγνή βία που επιδεικνύουν οι εμπλεκόμενες πλευρές και οι αγρότες θα αναγκαστούν είτε να πάρουν θέση, όπου αλληλοσφαγιάζονται όπως είναι φυσικό, είτε να ισορροπούν σε ένα τεντωμένο σκοινί. Μετά το 1986 η σύρραξη επεκτείνεται και μέσα στην Λίμα, με συνεχή μπλακάουτ που προκαλούν τα μέλη του κινήματος. Οι βόμβες μέσα στις πόλεις και κυρίως η έκρηξη ενός παγιδευμένου αυτοκινήτου στο κέντρο της Λίμα, στην (σικ περιοχή) Μιραφλόρες, όπου σκοτώνονται 26 άνθρωποι και 150 τραυματίζονται στρέφει ακόμα και τους ελάχιστους «συμπαθούντες» του Γκουζμάν εναντίον του. Η σύλληψή του σε ένα διαμέρισμα το 1992 θα γίνει δεκτή με πανηγυρισμούς.

Ο Ρονκαλιόλο προσεγγίζει το θέμα με την γνωστή και δοκιμασμένη από άλλους συγγραφείς μέθοδο των συνεντεύξεων. Μόνο που στην προσπάθειά του αυτή μάλλον αποτυγχάνει. Δεν βρίσκει ποτέ άκρη και έτσι δεν μιλάει με τον βασικό πρωταγωνιστή, τον αρχιτέκτονα αυτής της ιστορίας, τον Γκουζμάν. Πάει γύρω-γύρω και καταφέρνει να αποσπάσει δυό-τρείς κουβέντες από κάποιες γυναίκες-μέλη της οργάνωσης χωρίς όμως να ρίχνει φώς στο γιατί και πως του θέματος. Άλλες μιλάνε περισσότερο, άλλες λιγότερο χωρίς να φωτίζουν τα πράγματα γύρω από τον ηγέτη τους.

Όπως και στα μυθιστορήματά του, ο συγγραφέας κατορθώνει και σ’αυτό το αφήγημα, να περάσει τις ήδη διαπιστωμένες αρετές του. Την άνεση στην αφήγηση, τον καλό ρυθμό και την αυξανόμενη ένταση όσο προχωράει στα γεγονότα, αλλά η απογοήτευση έρχεται όταν διαπιστώνεις ότι ο Ρονκαλιόλο προτιμάει να μένει στην επιφάνεια και να μη διεισδύει ουσιαστικά στα γεγονότα. Ο Γκουζμάν παραμένει ίσως περισσότερο από πριν αινιγματικός και η ενδιαφέρουσα αλλά ελλειπής κουβέντα του συγγραφέα με την (δεύτερη και τελευταία) σύντροφό του , την τόσο φανατική Ελένα Ιπαραγίρε δεν προσθέτει κάτι ουσιαστικό σ’αυτά που ήδη γνωρίζουμε. Ο μυστηριώδης θάνατος της Αουγκούστα Λα Τόρε, της πρώτης του συζύγου από «καρδιακή προσβολή», το πώς αυτός ο παρανοϊκός τύπος κατάφερε να επιβάλλει μια θρησκευτική λατρεία και αφοσίωση στους οπαδούς του, παραμένουν ανεξιχνίαστα και σκοτεινά – ενώ δεν δικαιολογείται από τα μέλη του Μονοπατιού η τόση πολλή βία, οι τόσοι αναίτιοι φόνοι απλών αγροτών, αμάχων γυναικών και παιδιών.

Με το έξοχο μυθιστόρημα του, «Ο κόκκινος Απρίλης» (το οποίο παρουσίασα πριν από σχεδόν 3 χρόνια), ο συγγραφέας δείχνει να κινείται με μεγαλύτερη άνεση και να περιγράφει καλύτερα την ταραγμένη περίοδο στη ζωή της πατρίδας του. Όσον αφορά την σκοτεινή προσωπικότητα του Γκουζμάν, αξεπέραστο παραμένει το υπέροχο «Ο χορευτής του επάνω πατώματος» του Ν.Σαίξπηρ, ένα εμβληματικό μυθιστόρημα (το οποίο έγινε μια μετριότατη ταινία) στο οποίο έχω αναφερθεί αρκετές φορές.







Gotan Project - Queremos paz
 
Πέμπτη, Απριλίου 21, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 21, 2011 | Permalink
Το πρόσωπό σου αύριο
Ομολογώ ότι με τον αγαπημένο μου Javier Marias έπαιξα ένα παιχνίδι αναμονής. Έχοντας αγοράσει εδώ και 2 χρόνια το βιβλίο του «ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ ΑΥΡΙΟ 1.Πυρετός και Λόγχη», (Εκδ. Σέλας, μετάφρ. Β.Φωτοπούλου, σελ.475), το οποίο αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας του (και είναι το μόνο από τα τρία που είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά), περίμενα ή καθυστερούσα την ανάγνωση του, ήθελα να βρω το κατάλληλο timing για να «μπω» ξανά στον κόσμο, στη σκέψη αυτού του ιδιοφυούς Ισπανού, ενός εκ των σημαντικότερων σύγχρονων ευρωπαίων συγγραφέων, ο οποίος συνεχίζει την μεγάλη παράδοση του «φιλοσοφικού μυθιστορήματος» των Huxley, Bernhard, Greene και άλλων.

Τα μυθιστορήματα του Μαρίας, δεν είναι απλά και δεν στηρίζονται στην πλοκή ή στην εξέλιξη της ιστορίας αν και υπάρχει πάντα κάποιο γοητευτικό θέμα που κυριαρχεί. Αυτό συμβαίνει και με το «Πρόσωπό σου αύριο…» όπου ο αφηγητής είναι ο Χάιμε Ντέθα, ο οποίος βρίσκεται σε διάσταση με την σύζυγο του που ζει στην Μαδρίτη με τα δύο τους παιδιά. Ο Ντέθα είναι μεταφραστής και εργάζεται στο BBC στο Λονδίνο, μια πρόσκληση όμως για δείπνο στο σπίτι ενός γηραιού του φίλου και μέντορά του στην Οξφόρδη στην οποία σπούδασε, του Πήτερ Γουίλερ, τον φέρνει αντιμέτωπο με μια επαγγελματική πρόκληση την οποία δεν μπορεί να αρνηθεί. Να εργασθεί για μια μυστική βρετανική υπηρεσία, κάτι σαν Γραφείο Αντικατασκοπίας. Ο Γουίλερ και οι συνεργάτες του διείδαν στον Ντέθα ένα εξαιρετικό χάρισμα: «να βλέπει στους ανθρώπους αυτό που ούτε οι ίδιοι είναι ικανοί να δουν στον εαυτό τους, ή δεν το συνηθίζουν. Ή, αν το δουν ή το διακρίνουν αμυδρά, αυτόματα αρνούνται να το δουν: η έκλαμψη τους αφήνει μονόφθαλμους και μετά βλέπουν τον εαυτό τους μόνο με το τυφλό τους μάτι. Αυτό είναι ένα χάρισμα σπανιότατο σήμερα, όλο και πιο δυσεύρετο, το να βλέπεις τους ανθρώπους μέσα από τους ίδιους και άμεσα, χωρίς μεσολαβήσεις ούτε φραγμούς, χωρίς αγαθή προαίρεση αλλά ούτε και κακή, χωρίς να καταβάλλεις προσπάθεια, πώς να το πω, χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς υπερευαισθησίες.»

Το δείπνο αποτελεί για τον Ντέθα ένα τεστ, το οποίο περνάει επιτυχώς αλλά μερικές κουβέντες του Γουίλερ και κάποιες νύξεις περί ενδεχόμενης συμμετοχής του στον Ισπανικό Εμφύλιο δίνουν την αφορμή στον Ντέθα ο οποίος φιλοξενείται εκείνο το βράδυ στην έπαυλη του μέντορά του να ψάξει παλιά αρχεία στη βιβλιοθήκη, και να θυμηθεί τις περιπέτειες του πατέρα του ο οποίος παρ’ολίγον να εκτελεστεί λόγω μιας αδικαιολόγητης ρουφιανιάς κάποιου συνεργάτη του. Ο Γουίλερ, εξίσου σημαντικό πρόσωπο, στην ανέλιξη του μυθιστορήματος, όσο ο αφηγητής Ντέθα θα συνομιλήσει την επομένη και θα ξεκαθαρίσει εν μέρει στοιχεία από το αινιγματικό και ομιχλώδες παρελθόν του. Το ένα θέμα θα φέρει το άλλο και η κουβέντα περί του τι αποκαλύπτει ο κάθε άνθρωπος και ποια είναι τα όρια του, μετατρέπεται σε έναν φιλοσοφικό διάλογο περί σιωπής ηθελημένης ή επιβεβλημένης από τις Αρχές σε περιόδους κρίσης, για την ικανότητα να «βλέπεις» αντί του να «κοιτάζεις», να παρατηρείς τους άλλους αλλά την ίδια στιγμή να είσαι ανίκανος (ή να δυσκολεύεσαι, ή, να αποδιώχνεις) να παρατηρήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, τις ίδιες σου τις πράξεις. Ο Ντέθα τα σκέπτεται αυτά λίγο καιρό αργότερα, όσο εξειδικεύεται όλο και περισσότερο στην δουλειά του «Παρατηρητή» πίσω από ένα «ανακριτικό τζάμι» προσπαθώντας να κατανοήσει τι (και αν) κρύβεται πίσω από κινήσεις, ομιλίες, ενέργειες διαφόρων ανθρώπων που περνάνε από τα γραφεία της υπηρεσίας που εργάζεται.

Το μυθιστόρημα αφήνει τον αναγνώστη με την απορία τι θα γίνει παρακάτω, το πρώτο μέρος της τριλογίας κλείνει με τον αφηγητή να παρακολουθείται (ή μήπως είναι απλώς ιδέα του;), ενώ πολλά στοιχεία για την εργασία που κάνει μένουν στον αέρα. Η πάντα ενήμερη γύρω από την ισπανόφωνη λογοτεχνία, Ε.Γιαννοπούλου, στην κριτική της για το βιβλίο, αναφέρει ότι το συνολικό έργο (οι τρεις τόμοι της τριλογίας) είναι λίγο-πολύ, 1600 σελίδες, οπότε υποθέτω ότι πολλές απορίες θα λυθούν (;) στη συνέχεια. Λίγη σημασία έχει όμως αυτό, εξάλλου η πλοκή είναι πάντα το πρόσχημα στα μυθιστορήματα του Μαρίας για να «ξεφύγει» η αφήγηση που είναι πάντα χαλαρή, σε θέματα που θα προκύψουν από σκέψεις, συνομιλίες, εικόνες και θα «απλωθούν» ή θα «μείνουν ακίνητα» με έναν υπνωτιστικό τρόπο, πλέκοντας έναν ιδιότυπο και μοναδικό ιστό της αράχνης. Μια τεχνική παρόμοια με αυτή που ακολουθούσε ο W.G.Sebald στα βιβλία του – εξάλλου και ο ίδιος ο καταπληκτικός Γερμανός συγγραφέας χαρακτήριζε τον Javier Marias ως (λογοτεχνικά) «δίδυμο αδελφό» του.

«…Γιατί στο τέλος κάθε ζωής λίγο ή πολύ μεγάλης, όσο μονότονη κι αν υπήρξε, και ασήμαντη, και γκρίζα, και χωρίς ανατροπές, θα υπάρχουν πάντοτε υπερβολικά πολλές αναμνήσεις και υπερβολικά πολλές αντιφάσεις, υπερβολικά πολλές απαρνήσεις και παραλείψεις και αλλαγές, πολλή οπισθοχώρηση, πολλή υποστολή σημαίας, και επίσης υπερβολικά πολλές προδοσίες, αυτό είναι βέβαιο. Και δεν είναι εύκολο να τα τακτοποιήσει κανείς όλα αυτά, ούτε καν για να τα πει στον εαυτό του. Υπερβολική συσσώρευση. Υπερβολικά πολύ υλικό, ομιχλώδες και στοιβαγμένο και συνάμα πολύ διάσπαρτο, υπερβολικό για μια αφήγηση, ακόμα και διατυπωμένη μόνο στη σκέψη. Και να μη μιλήσουμε για τα άπειρα πράγματα που πέφτουν στο τυφλό σημείο του ματιού, κάθε ζωή είναι γεμάτη από επεισόδια κυριολεκτικά αόρατα, αγνοεί κανείς τι συνέβη επειδή απλώς δεν το είδε, δεν είχε τη δυνατότητα να το δει, ένα μεγάλο μέρος των όσων μας επηρεάζουν και μας καθορίζουν είναι κρυμμένο ή, πώς να το πω, δεν προσφέρθηκε στη θέα, αφαιρέθηκε, παρέμεινε έξω από το οπτικό μας πεδίο. Η ζωή δεν είναι αφηγήσιμη, και μοιάζει εκπληκτικό το γεγονός ότι οι άνθρωποι ανάλωσαν τόσους αιώνες, τουλάχιστον τους αιώνες για τους οποίους έχουμε στοιχεία, κάνοντας ακριβώς αυτό, επιμένοντας να αφηγούνται αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί, σε διάφορες μορφές, σε μύθους, επικά ποιήματα, ιστορικά αφηγήματα, χρονικά, πρακτικά, θρύλους ή μεσαιωνικά έπη, ρομάντζες ή μπαλάντες, σε ευαγγέλια, βίους αγίων, στην ιστορία, σε βιογραφίες, μυθιστορήματα ή επικήδειους, σε ταινίες, εξομολογήσεις, απομνημονεύματα, σε ρεπορτάζ, το ίδιο κάνει. Είναι ένα εγχείρημα καταδικασμένο, αποτυχημένο, και που ίσως μας κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι θα ήταν προτιμότερο να εγκαταλείψουμε αυτή τη συνήθεια και να αφήνουμε τα πράγματα απλώς να συμβαίνουν. Και μετά να μη τα πειράζουμε πιά.»

Πόσο καλά θέλουμε να γνωρίζουμε τους άλλους ή τον εαυτό μας. Ένα πανάρχαιο φιλοσοφικό ερώτημα που έχει δεχτεί χιλιάδες αναλύσεις. Ο Μαρίας παρασύρει τον αναγνώστη του σε ένα ταξίδι – πάντα με αφορμή μια ανάμνηση (κυρίως του Γουίλερ που ουσιαστικά κατευθύνει τη συζήτηση αλλά και την σκέψη του Ντέθα), όπου το βασικό θέμα είναι η «εξαπάτηση», πως κρυβόμαστε πίσω από χειρονομίες, όμορφα λόγια, ωραίες ιστορίες και πως ο άλλος δέχεται χωρίς πρόβλημα να «εξαπατηθεί» και να μείνει με την ψευδαίσθηση, είτε αυτό αφορά κάποιον «επώνυμο» ή «διάσημο», είτε έναν «άνθρωπο της διπλανής πόρτας». Όπως λέει και ο Γουίλερ σε κάποια αποστροφή του λόγου του, «οι άνθρωποι δεν θέλουν να δουν παραπέρα, δεν θέλουν να είναι πραγματικά ενήμεροι…να σκέφτονται σε βάθος…οι περιορισμοί τους, προέρχονται από την έλλειψη επιμονής, από τη νωθρότητά τους ή τον εύκολο εφησυχασμό, και επίσης από τον φόβο τους. Σχεδόν όλοι κάνουν μια μικρή διαδρομή και φρενάρουν, σταματούν γρήγορα και κάθονται και συνέρχονται από την τρομάρα ή αποκοιμιούνται, και τότε υπολείπονται…δεν αντέχεται η διαρκής διερεύνηση ούτε η εμμονή, το να σταθεί κανείς πραγματικά σε κάτι, ώστε να μάθει αυτό το κάτι.»

Αλήθειες, ψέμματα, καλά κρυμμένα μυστικά, αδυναμία επικοινωνίας. Το μυθιστόρημα του Μαρίας είναι γεμάτο από σελίδες όπου η προπαγάνδα έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο, τον Ισπανικό Εμφύλιο και την δράση του Αντρές Νιν και του POUM, τον Β Παγκόσμιο πόλεμο, την εποχή του Ψυχρού πολέμου. Το ύφος εναλάσσεται από λυρικό, όταν αναφέρεται στον Σαίξπηρ (ο Μαρίας δίδαξε στην Οξφόρδη για αρκετό καιρό) σε κοφτό και ρεπορταζιακό όταν αναφέρεται στον Ίαν Φλέμινγκ και τις περιπέτειες του Τζέιμς Μποντ. Το συγκλονιστικότερο κομμάτι του βιβλίου είναι σίγουρα η περιπέτεια του πατέρα του ήρωα/αφηγητή, ο οποίος προδώθηκε από τον καλύτερό του φίλο μη θέλοντας ή ανήμπορος να δει τι κρυβόταν πίσω από τα λόγια και τις πράξεις εκείνου και ο γιός πλέον σε ένα γύρισμα της τύχης καταλήγει να κάνει αυτήν ακριβώς τη δουλειά, να ανακαλύπτει αυτό ακριβώς, τι κρύβεται πίσω από τα λόγια και τις αυθόρμητες ή μη χειρονομίες ανθρώπων άγνωστων σε αυτόν.

«Πως γίνεται να μη βλέπουμε μέσα σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ότι θα μας καταστρέψει εκείνος που θα καταλήξει και κατέληξε να μας καταστρέψει; Να μη διαισθανθούμε ούτε να μαντέψουμε τη σκευωρία του, τις μηχανορραφίες του και τον κυκλικό χορό του, να μη μυρίσουμε τη μοχθηρία του ή να ανασάνουμε τη χυδαιότητά του, να μη παρατηρήσουμε την παγίδα που στήνει σιγά σιγά και την πολύ αργή και φθίνουσα αναμονή του, και την επακόλουθη ανυπομονησία που ποιος ξέρει πόσα χρόνια ήταν αναγκασμένος να συγκρατεί; Πως γίνεται να μη γνωρίζω σήμερα το πρόσωπό σου αύριο, αυτό που ήδη υπάρχει ή σφυρηλατείται κάτω από τη μορφή που δείχνεις ή κάτω από τη μάσκα που φοράς, και που σίγουρα θα μου το δείξεις μόνο τότε που δεν θα το περιμένω;»

Δεν μπορώ να ξέρω αν η τριλογία «Το πρόσωπό σου αύριο» θα φτάσει στο ύψος των αριστουργημάτων του συγγραφέα «Καρδιά τόσο άσπρη» ή (κυρίως του) «Όλες οι ψυχές», σίγουρα το πρώτο μέρος μας αφήνει με την προσμονή για ακόμα καλύτερη και πιο μεστή συνέχεια – εξάλλου κάποιες κριτικές στον ξένο τύπο το συγκρίνουν με την «Αναζήτηση του χαμένου χρόνου» του Μ.Προυστ. Ο Javier Marias, είναι μια περίπτωση συγγραφέα που δεν ξέρεις που μπορεί να σε πάει, απλά περιμένει να αφεθείς στην μαγεία της αφήγησής του. Ένα από τα προσεχή Νόμπελ Λογοτεχνίας; Εγώ θα πόνταρα με σιγουριά.

«Το να αφηγείσαι είναι σχεδόν πάντα δώρο, ακόμα κι όταν περιέχει και σταλάζει δηλητήριο η αφήγηση, είναι επίσης δεσμός και δόσιμο εμπιστοσύνης, και είναι σπάνια η εμπιστοσύνη που αργά η γρήγορα δεν θα προδοθεί, σπάνιος ο δεσμός που δεν γίνεται κουβάρι ή κόμπος, και καταλήγει έτσι να σφίγγει τόσο που χρειάζεται μαχαίρι ή σπαθί για να κοπεί.»


____________________________________________________________

Καλή Ανάσταση και καλό Πάσχα

____________________________________________________________




Hosted by kiwi6.com music upload.
Download mp3 - Upload music.





Cirque du soleil - Querer
 
Παρασκευή, Απριλίου 15, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 15, 2011 | Permalink
Οι Δελφινάνθρωποι
Ποιος είναι ο Torsten Krol; Ποιος κρύβεται πίσω από ένα (μάλλον) σκανδιναυικό όνομα ενός συγγραφέα που η (συνήθως αναξιόπιστη) Wikipedia αναφέρει ως Αυστραλό; Υπάρχει διάχυτη η φήμη ότι από πίσω κρύβεται ο παμπόνηρος Stephen King (ή ο γιός του!!)…Η διεθνής λογοτεχνική κοινότητα ασχολείται με αυτόν τον «συγγραφέα-φάντασμα» μετά την μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το δεύτερο του μυθιστόρημα, μια πολύ ωραία περιπέτεια-θρίλερ, ένα page-turner το οποίο δεν σ’αφήνει να πάρεις ανάσα, με τίτλο «ΟΙ ΔΕΛΦΙΝΑΝΘΡΩΠΟΙ», (Εκδ. Bell, μετάφρ. Ε.Τσιρώνη, σελ.333).

Το να βρεθεί ένας «πολιτισμένος» άνθρωπος, ένας «Δυτικός» μέσα στη ζούγκλα, είτε από τη θέληση του, είτε συνηθέστερα μετά από κάποιο ατύχημα είναι ένα από τα αγαπημένα θέματα συγγραφέων, και κινηματογραφικών δημιουργών. Από τον «Ροβινσώνα Κρούσο» του Ντεφόε τον 18ο αιώνα, μέχρι το (super) τηλεοπτικό (και όχι μόνο) γεγονός του έξοχου «Lost» και το (αφόρητα αφελές αλλά εντυπωσιακό) «Avatar» του φιγουρατζή Κάμερον, σ’αυτούς τους 4 αιώνες έχουν γραφτεί εκατοντάδες ιστορίες για ένα θέμα που πάντα θα προκαλεί και θα γοητεύει με το αιώνιο δίλημμα γύρω από το ποιος είναι «πολιτισμένος» τελικά και ποιος όχι, και από το πώς συμπεριφέρεται ο άνθρωπος σε ιδιάζουσες καταστάσεις. Ουτοπίες αλλά και δυστοπίες γράφονται από προικισμένους ή μη συγγραφείς, η αναζήτηση ενός «χαμένου παραδείσου» θα έρχεται πάντα στην επιφάνεια ενώ η οικολογική αφύπνιση τα τελευταία χρόνια δίνει άλλες διαστάσεις στο θέμα.

Η οικογένεια των Γερμανών φυγάδων που διασώζεται από την πτώση του μεταγωγικού αεροπλάνου σε μια δασώδη περιοχή της Βενεζουέλας δεν έχει ιδέα τι την περιμένει. Βρισκόμαστε στο 1945, λίγο μετά την πτώση του Βερολίνου και την συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Ο 16άχρονος Έριχ έχει χάσει τον πατέρα του στο Ρωσικό μέτωπο και τώρα με τον 12άχρονο αδερφό του Ζέπι συνοδεύουν την μητέρα τους η οποία μεταναστεύει στην Βενεζουέλα για να παντρευτεί τον Κλάους, τον αδερφό του άντρα της, ο οποίος έχει διαφύγει από καιρό και εργάζεται σε μια εταιρία σε μια απομακρυσμένη περιοχή της χώρας. Ο Κλάους είναι γιατρός, έχει αλλάξει όνομα (διότι «οι εχθροί του Φύρερ είναι παντού και μας ψάχνουν») και προσφέρεται να σώσει την οικογένεια με αντάλλαγμα μια οικογενειακή κάλυψη. Όταν το αεροπλάνο πέφτει σε έναν παραπόταμο του Ορινόκου, η οικογένεια περιμαζεύεται από την φυλή των Γιαγιόμι, οι οποίοι νομίζουν ότι οι ξανθοί ασπρουλιάρηδες που «έπεσαν από τον ουρανό» ενσαρκώνουν το όνειρο/όραμα που είδε τις προηγούμενες μέρες ένας από τους κατοίκους για τέσσερα λευκά δελφίνια που θα εμφανίζονταν στην όχθη του ποταμού. Οι δεισιδαίμονες Ινδιάνοι θεωρούν ότι τα ψάρια πήραν ανθρώπινη μορφή όπως τους εξηγεί ο καθηγητής Βέντσλερ, ο οποίος ζει μαζί τους αρκετά χρόνια (αγνοώντας τι έχει συμβεί στον υπόλοιπο κόσμο την προηγούμενη δεκαετία), έχοντας φτάσει μέχρι εκεί για να τους μελετήσει και πλέον μιλάει τη γλώσσα τους, και έχει αναγκαστικά υιοθετήσει τα έθιμα τους, ήτοι, πλέον κυκλοφορεί και αυτός γυμνός, κάτι που σκανδαλίζει την οικογένεια.

Ο καθηγητής Βέντσλερ προσπαθεί να τους δώσει να καταλάβουν ότι για να επιζήσουν και να απολαμβάνουν της προστασίας των Γιαγιόμι θα πρέπει να συμπεριφέρονται ως φιλοξενούμενοι «δελφινάνθρωποι», χωρίς να «προσβάλλουν» τα μέλη της φυλής με την στάση τους, ενώ η διαφορετικότητά τους θα εξηγείται εύκολα από την «θεϊκή» καταγωγή τους… Ο Έριχ προσαρμόζεται ευκολότερα και ταχύτερα από τους άλλους αλλά η μητέρα του αρχίζει να τρελλαίνεται ενώ ο αδερφός του Ζέπι διαπιστώνει σύντομα το ερμαφρόδιτο της φύσης του, ο δε Κλάους σχεδιάζει την φυγή τους ενώ το παρελθόν του θα βγεί στην επιφάνεια προκαλώντας φρίκη στον Έριχ (που κουβαλάει ως φυλαχτό τον «Σιδηρούν Σταυρό», το μόνο ενθύμιο από τον πατέρα του) και στον Βέντσλερ. Όπως είναι αναμενόμενο οι πολισμικές συγκρούσεις μεταξύ των ιθαγενών και των «δελφινανθρώπων» είναι θέμα χρόνου πότε θα ξεσπάσουν και καθώς πλησιάζει η «εποχή των βροχών» που είναι προγραμματισμένη η απόδραση, την οποία σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν εκμεταλευόμενοι τα φυσικά φαινόμενα και τον τρόμο των ιθαγενών γι’αυτά , τα πράγματα γίνονται όλο και σκληρότερα, η ένταση κυριαρχεί και η «απομυθοποίηση» των δελφινανθρώπων που έρχεται με τον καιρό, δυσκολεύει την κατάσταση.

Το μυθιστόρημα έχει έναν ξέφρενο ρυθμό, η δράση όσο περνάνε οι σελίδες απογειώνεται, ενώ η αγωνία κυριαρχεί. Το «κτήνος» θα βγει μέσα από όλους τελικά και όλοι θα έχουν το μερίδιό τους στην βαρβαρότητα. Ο συγγραφέας αποδεικνύεται μάστορας στην δομή και την δημιουργία ατμόσφαιρας ενός καλού θρίλερ ενώ δεν λείπει το χιούμορ και οι Φροϋδικές αναφορές. Ο Κρολ (συγγραφέας και ενός άλλου εντυπωσιακού –απ’ότι διαβάζω- θρίλερ, του «Καλλίστο»), δεν ωραιοποιεί τους «αγνούς και αμόλυντους» Ινδιάνους, ενώ δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη η πρωτοτυπία της ιστορίας, όπου οι ήρωες/πρωταγωνιστές της πλοκής είναι ουσιαστικά μια οικογένεια Ναζί. Ο Έριχ είναι ο κεντρικός μυθιστορηματικός χαρακτήρας και ο αφηγητής του βιβλίου το οποίο κάποιος θα το χαρακτήριζε και ως (ιδιότυπο) «μυθιστόρημα μαθητείας» (the hard way βέβαια).

Μπορεί να απογοητεύει το ολίγον από happy-ending αρκετά φρικαρισμένο φινάλε, η έκδοση είναι πρόχειρη και με αρκετά λάθη αλλά το βιβλίο του Κρολ, χωρίς να φτάνει στο ύψος ενός «Άρχοντα των μυγών» του Γκόλντιγκ ή της «Ακτής των Κουνουπιών» του Θέροου είναι μιά πολύ καλή, πανέξυπνη και αγωνιώδης περιπέτεια, η οποία αποφεύγει να πέσει στην γραφικότητα και τον (φθηνό) εντυπωσιασμό, ιδανική για διακοπές αφού είναι από τα μυθιστορήματα που κυριολεκτικά «κολλάς» στις σελίδες του.





Hosted by kiwi6.com free mp3 upload.
Download mp3




TOKENS - The lion sleeps tonight
 
Τρίτη, Απριλίου 12, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Απριλίου 12, 2011 | Permalink
Σαν ένας άλλος "άνθρωπος χωρίς ιδιότητες"
«All that we see or seem
Is but a dream within a dream»
E.A.POE

Πόσες «ζωές» ζει ένας άνθρωπος; Μία ή περισσότερες; Ποια είναι η πραγματική και ποιά/ες η φανταστική; Αυτά τα ερωτήματα καλείται να λύσει ο αναγνώστης της εξαιρετικής νουβέλας του Αχιλλέα Κυριακίδη, με τον ειρωνικό (αλλά σαφέστατο) τίτλο «ΚΩΜΩΔΙΑ», (Εκδ. Πόλις, σελ.63), ένα κείμενο-διανοητικό παιχνίδι στο οποίο απαιτείται η συμμετοχή του (απορημένου κατ’αρχήν) αναγνώστη, ένα κείμενο με συνεχείς ανατροπές μεστό και παιχνιδιάρικο.


Ποιος είναι ο Δ.Χ., ο ήρωας της νουβέλας; Είναι ένας μικροαστός υπάλληλος που ακολουθεί ένα μονότονο πρόγραμμα καθημερινά από τις 6.30 που σηκώνεται από το κρεβάτι του, μέχρι το βράδυ που ξανακοιμάται; Είναι ένας «άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» ή ένας συγγραφέας της γενιάς του Πολυτεχνείου με αμφιλεγόμενο παρελθόν και χωρίς κανένα μέλλον; Μήπως είναι ένας Βαλκανιολόγος με παππού από την Πρεμετή της Αλβανίας (Βορείου Ηπείρου κατ’άλλους) που καλείται στην Ασφάλεια να καταθέσει για την εξαφάνιση του πρώην γαμπρού του, κυρίου Παπαδημητρακόπουλου – ο οποίος προτού εξαφανιστεί άφησε στον υπολογιστή του ένα αρχείο με τίτλο «Νουβέλα» και με αφιέρωση μια μοναδική φράση «που επαναλαμβάνεται σε καμιά τριανταριά σελίδες: Δεν πάει άλλο.»; Η μήπως είναι ένας κακομοίρης Αλβανός που το λεωφορείο τον παρατάει στην ερημιά κα το μόνο που αυτός επιθυμεί είναι να ζήσει;

«Να ζήσω, σκέφτηκε ο Δ.Χ., αλλά πως; Και τότε άκουσε πίσω του τον ήχο από τις ρόδες πάνω στα χαλίκια, κι ύστερα το φρένο, και στράφηκε και είδε το τζιπ. Ο μυστακοφόρος συνοδηγός, με το ‘να πόδι έξω, ακουμπισμένο στο μαρσπιέ, του ΄κανε νόημα να πλησιάσει. Τι θες εδώ, ρε; του είπε και, χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε το ίδιο στρατιωτικά: Εσύ δεν είσαι ο Αλβανός που την κοπάνησε από την μεταγωγή; - Όχι, είπε ο Δ.Χ., χωρίς να’ναι και πολύ σίγουρος, και μετά ο άλλος τον ρώτησε: Εσύ δεν είσαι που έχεις γεννηθεί στην Πρεμετή κι ήρθες δω κάτω με τα πόδια το ενενήντα κι έμενες στην Αθήνα πριν απ’τους πολέμους κι όλοι σε ξέρουν Δ.Χ.; Κι ο Δ.Χ. είπε πάλι Όχι, και τώρα πια δεν ήταν σίγουρος για τίποτα, παρά μόνο ότι φοβόταν – και φοβόταν πολύ.»

Ο Κυριακίδης κλείνει το μάτι στον Κάφκα και την «Μεταμόρφωση» του, ενώ δανείζεται την περσόνα του ήρωα του από το αριστούργημα του Washington Irving, «Ριπ βαν Ουινκλ» - όπου κάποια στιγμή βέβαια το βιβλίο στην νουβέλα μετατρέπεται σε ουίσκυ, ενώ δεν λείπουν οι διακειμενικές αναφορές στον Μπόρχες και τους καθρέφτες του, τον Ζωρζ Περέκ και τον ιδιόμορφο κόσμο του, τον Ν.Καχτίτση και τους «εγκλωβισμένους» ήρωές του. Διαβάζοντας την νουβέλα, δεν βγήκε στιγμή απ’το μυαλό μου, ο έξοχος (και πολυγραφότατος αν και μάλλον underestimated) στυλίστας Η.Χ.Παπαδημητρακόπουλος, με τον οποίο ο Κυριακίδης έχει έντονες συγγένειες, όχι τόσο στην θεματολογία αλλά περισσότερο στην οικονομία του λόγου, στο στυλ και το ύφος των κειμένων, στο χιούμορ, την ανθρωπιστική ματιά και την αδιόρατη ειρωνία που διαπερνούν τα γραπτά τους. Όταν δε ο ήρωας ονομάζεται Δ.Χ. και διαμένει στην οδό Παπαδημητρακοπούλου, τότε ο συνειρμός είναι εμφανής.

4 εκδοχές της ζωής ενός ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου. Θα μπορούσε να είναι ένα ειρωνικό πολιτικό κείμενο, γύρω από τον σύγχρονο νεοέλληνα, τον υποκριτή, τον φοβισμένο, τον απαθή, τον κρυφορατσιστή και κρυφοφασίστα που περιμένει ένα κλικ για να βγάλει όλες τις φοβίες και τις ανασφάλειές του στη φόρα. Η διεισδυτική ματιά του (και σκηνοθέτη) συγγραφέα, αρκείται σε ένα σχόλιο – ίσως περισσότερο κινηματογραφικό, αφού νιώθεις σαν να τραβάει μια κάμερα τα πλάνα/σελίδες του κειμένου, ενώ ο διάχυτος σουρεαλισμός και οι κάποιες φορές ακροβασίες της γλώσσας βοηθάνε στην απόλαυση της ιδιόμορφης αλλά τόσο ουσιαστικής νουβέλας, η οποία γοητεύει και έλκει όσες φορές και να την διαβάσεις – σίγουρα πάνω από μία…


Υ.Γ. Διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω στο βιβλίο από τους Πατριάρχη Φώτιο και η Alef στα blogs τους, έτσι κι αλλιώς η νουβέλα υπόκειται σε αρκετές ερμηνείες, ματιές και μπορεί να προκαλέσει ενδιαφέρουσες συζητήσεις.


 
Παρασκευή, Απριλίου 08, 2011
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 08, 2011 | Permalink
"Lest we forget - lest we forget"
Το μυθιστόρημα του εξαιρετικού Βρετανού συγγραφέα Barry Unsworth, «Η ΓΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ» (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Ε.Ηλιοπούλου, σελ.356) ανήκει στο είδος αυτών των συναρπαστικών ιστορικών βιβλίων που τα απολαμβάνεις καθώς παρασύρεσαι στην αγωνία της πλοκής και την ωραία ιστορία με πολλές αναγωγές στην σημερινή εποχή.

Βρισκόμαστε στο έτος 1914 λίγο πριν το ξέσπασμα του Α Παγκόσμιου πολέμου και ο τόπος είναι το σημερινό Ιράκ, τότε Μεσοποταμία, πιο συγκεκριμένα στην κοιλάδα των δύο ποταμών του Τίγρη και του Ευφράτη, που τότε ανήκε ακόμα στον «Μεγάλο ασθενή», την ταχαίως παρακμάζουσα Οθωμανική αυτοκρατορία. Είναι μια εποχή που εγκυμονεί τεράστιες γεωπολιτικές αλλαγές, το πετρέλαιο αποτελεί το επόμενο big thing στην οικονομία και οι «μεγάλες δυνάμεις» διαβλέπουν τις προοπτικές και «στριμώχνονται» στέλνοντας κατασκόπους ή κλείνοντας δουλειές «αναπτυξιακές» στην περιοχή.

Ο αρχαιολόγος Σόμερβιλ, ένας 35άρης Βρετανός, χωρίς περγαμηνές στον χώρο, βρίσκεται εδώ και καιρό στον λοφίσκο Τελ Ερντέκ όπου τα ευρήματα μέχρι στιγμής χωρίς να είναι εντυπωσιακά, τον έχουν πείσει ότι κάτι «μεγάλο» βρίσκεται θαμμένο εκεί. Το άγχος του είναι μήπως προλάβει και περάσει από εκεί ο σιδηρόδρομος της Βαγδάτης τον οποίο κατασκευάζουν οι Γερμανοί που έχουν κλείσει τη σχετική συμφωνία με τον Σουλτάνο στη Κων/λη. Γι’αυτό τον λόγο έχει προσλάβει έναν πονηρό Άραβα, τον Τζεχάρ που φροντίζει να τον πληροφορεί για την εξέλιξη των εργασιών που προχωρούν ταχύτατα. Στην αποστολή μαζί με τον Σόμερβιλ βρίσκονται, η σύζυγός του Ήντιθ, η οποία έχει κουρασθεί από τη μονοτονία και την έλλειψη αποτελέσματος, ο Πάλμερ, αυθεντία στις ασσυριακές και σουμερικές επιγραφές, η Πατρίτσια, μια ωραιότατη φεμινίστρια νεαρή που βοηθάει στις ανασκαφές.

Σ’αυτή την ομάδα προσκολλούνται από καιρού εις καιρόν διάφοροι περίεργοι. Ταγματάρχες του Αγγλικού στρατού που περιοδεύουν στη περιοχή, Οθωμανοί αξιωματούχοι που περνάνε να δουν τι γίνεται, προσκυνητές που ψάχνουν πίσω από τα βιβλικά γραπτά για τον «Κήπο της Εδέμ». Την διαφορά θα κάνει ο Έλιοτ, ένας Αμερικανός γεωλόγος που ψάχνει για κοιτάσματα πετρελαίου, ένας διπλός (ή τριπλός) πράκτορας που σύντομα διαπιστώνει τον πλούτο από τον «μαύρο χρυσό» που υπάρχει άφθονος στην περιοχή, μόνο που μαζί του θα ακολουθήσουν και άλλοι κατάσκοποι κυνηγώντας ο ένας τον άλλον πότε κρυφά και πότε φανερά.

Ο Σόμερβιλ βρίσκεται στη μέση της αναταραχής. Ήδη έχει προχωρήσει και έχει βρει ένα ασσυριακό παλάτι του 7ου π.Χ. αιώνα. Προσπαθώντας να εντοπίσει ακόμα περισσότερα ευρήματα πέφτει πάνω σε κάτι μοναδικό. Έναν τέλεια διατηρημένο τάφο – γνωρίζει ότι πλέον το όνομα του θα γραφτεί με χρυσά γράμματα στην επιστήμη που υπηρετεί. Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγος χρόνος παραπάνω. Γύρω του όμως γίνεται χαμός και μια καταστροφή πλησιάζει.

Το βιβλίο διαβάζεται από την μέση και μετά με κομμένη την ανάσα. Ο Άνσγουορθ (βραβείο Booker με την αριστουργηματική «Ιερή Πείνα»), ακολουθεί το στυλ του μεγάλου πρωτοπόρου της περιπετειώδους λογοτεχνίας, σερ Γουόλτερ Σκοτ χτίζοντας την αφήγηση με αργό ρυθμό στο πρώτο μισό, εισάγοντας τον αναγνώστη στο πλαίσιο και τους χαρακτήρες και μετά στο δεύτερο μισό του βιβλίου ακολουθώντας ξέφρενο και εντυπωσιακό ρυθμό μας οδηγεί στο εντυπωσιακό φινάλε που μπορεί να είναι εν μέρει απρόσμενο αλλά δένει απόλυτα με το πνεύμα του μυθιστορήματος.

Ο συγγραφέας παραθέτει στην αρχή του βιβλίου του, μερικούς στίχους από το εμβληματικό ποίημα του πανμέγιστου Ρ.Κίπλινγκ «Recessional»:

«Far-called our navies melt away—
On dune and headland sinks the fire—
Lo, all our pomp of yesterday Is one with Nineveh and Tyre!
Judge of the Nations, spare us yet,
Lest we forget—lest we forget!»

(Στα βάθη πέρα χάνονται τα πλοία
Τις θίνες της άμμου οι φλόγες κυβερνούν
Ιδού, όλα μας τα περασμένα μεγαλεία
Τη μοίρα της Τύρου και της Νινευί ακολουθούν!
Κριτή των Εθνών, δείξε καλοσύνη,
Φύλαξε μας από τη λησμοσύνη!»)


Οι Ασσύριοι όπως και οι Χαλδαίοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Μήδες, οι Χετταίοι, όλοι οι πολιτισμοί που πέρασαν από την Μεσοποταμία νόμιζαν, πίστευαν ότι θα διαρκέσουν αιώνια και θάφτηκαν κάτω από τη σκόνη της, ποιος τους θυμάται τώρα; Η νέα εποχή που χαράζει με την έλευση του αμερικανού γεωλόγου – καθόλου τυχαία η εθνικότητα, οι Η.Π.Α. μέσω των ταχέως αναπτυσσόμενων εταιριών πετρελαίου αρχίζει να βάζει πόδι σε άλλους ηπείρους – θα παρασύρει μαζί της τις γηραιές αυτοκρατορίες της Ευρώπης που ετοιμάζονται να αλληλοφαγωθούν. Ο Σόμερβιλ θα συντριβεί όπως και η εποχή που αντιπροσωπεύει, όπως και τα επιχειρήματα που παραθέτει όταν του τίθεται η ερώτηση σε τι χρησιμεύει η αρχαιολογία έναντι της επερχόμενης ευμάρειας της κοινωνίας με την ανακάλυψη του πετρελαίου - ο αμερικανός Έλιοτ θα καλπάσει προς την νέα εποχή. Τίποτα δεν κρατά για πάντα, η «γη των θαυμάτων» θα δει και άλλους πολιτισμούς να έρχονται και να παρέρχονται, τελικά είναι ένα μάλλον πολύ επίκαιρο μυθιστόρημα.





Hosted by kiwi6.com free mp3 upload.
Download mp3




Ultravox - Hymn
 
Δευτέρα, Απριλίου 04, 2011
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 04, 2011 | Permalink
Μιά γερμανική ιστορία
«Δεν υπάρχει ιστορία της ανθρωπότητας. Αυτή είναι η ουσιαστική, θλιβερή αλήθεια. Τα χρονικά της δεν έχουν γραφεί ποτέ και ποτέ δεν πρόκειται να γραφούν – και ακόμα και αν υπήρχε, δεν θα ήμασταν σε θέση να τη διαβάσουμε. Ό,τι έχουμε στα χέρια μας είναι κάποια σκόρπια φύλλα από το μεγάλο βιβλίο της μοίρας, που μας το φέρνουν οι θύελλες που θερίζουν τη γη. Το αποκρυπτογραφούμε όσο καλύτερα μπορούμε με τα μυωπικά μας μάτια – αλλά δεν βγαίνει τίποτα περισσότερο από ένα συγκεχυμένο μουρμουρητό. Έχουμε να κάνουμε με ιερογλυφικά, χωρίς να διαθέτουμε το κλειδί για την ερμηνεία τους.» John Lothrop Motley

Το βιβλίο του γερμανού συγγραφέα Hans Magnus Enzensberger (γεν.1929), «ΧΑΜΜΕΡΣΤΑΪΝ Ή ΠΕΡΙ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΙΑΣ»(Hammerstein oder Der eigensinn, (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Κ.Κοσμάς, σελ.317) ,είναι ακριβώς αυτό που αναγράφεται στον υπότιτλο του, «μια γερμανική ιστορία». Κάτι σαν μυθιστόρημα, κάτι σαν ιστορικό ντοκουμέντο, κάτι σαν οικογενειακή βιογραφία, το υπέροχο βιβλίο του Εντσενσμπέργκερ, είναι μάλλον αδύνατο να ταυτοποιηθεί και ενδεχόμενη απόπειρα για κάτι τέτοιο, μάλλον θα αποπροσανατολίσει τον υποψήφιο αναγνώστη. Ο συγγραφέας ουσιαστικά χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα ή και ως αφορμή, την πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ενός υψηλόβαθμου στρατιωτικού και της οικογένειάς του σχολιάζει (με τον δικό του ακαταμάχητο τρόπο) την γερμανική κοινωνία του ταραγμένου πρώτου μισού του 20ου αιώνα.

Ο Κουρτ Φον Χάμερστάϊν (1878-1943), δεν ήταν ένας συνηθισμένος στρατιωτικός, αν και τίποτα στην αρχή δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Καταγόμενος από οικογένεια βαρόνων η οποία είχε μάλλον παρακμάσει και γιός Δασάρχη με πενιχρά οικονομικά μέσα, ο νεαρός Κουρτ μπαίνει από μικρός στη σχολή Δοκίμων και στα 20 του είναι ήδη Υπολοχαγός ενώ λίγο αργότερα θα φοιτήσει στην Ακαδημία Πολέμου. Την κοινωνική του καταξίωση αλλά και την καριέρα του θα εκτινάξει ο γάμος του με την Μαρία, την κόρη του βαρόνου Φον Λύτβιτς, ο οποίος ήταν τότε αρχηγός Επιτελείου στην Καρλσρούη. Ο Χάμερστάϊν στον Α Παγκόσμιο πόλεμο θα είναι περισσότερο στο Επιτελείο, είναι ήδη πατέρας 3 παιδιών – μετά την λήξη του πολέμου και καθώς ανεβαίνει τις βαθμίδες των αξιωμάτων θα κάνει άλλα 4. Μετά τη λήξη του πολέμου καθώς η πατρίδα του έχει καταρρεύσει, οι απόπειρες πραξικοπημάτων διαδέχονται η μία την άλλη, εκείνος τηρεί μια έξυπνη στάση αποφεύγοντας τα μπλεξίματα και τις ακραίες θέσεις ενώ έρχεται σε κόντρα με τον φιλόδοξο πεθερό του ο οποίος κάνει (και αυτός) την απόπειρά του να καταλύσει την εξουσία, αποτυγχάνει και φεύγει κυνηγημένος.

Ο Χάμερστάϊν ήδη το 1925 είναι Συνταγματάρχης και το 1930 Στρατηγός Πεζικού και επικεφαλής της Διοίκησης Στρατού. Χαίρει της εκτίμησης όλων με τις οργανωτικές του ικανότητες ενώ έχει καταφέρει να οικοδομήσει σχέσεις συνεργασίας και εμπιστοσύνης με την στρατιωτική ηγεσία των Σοβιέτ καθώς οι δύο χώρες αν και ακολουθούν αντίθετες πολιτικές διαδρομές είναι τελείως απομονωμένες λόγω των συνθηκών που διαμορφώθηκαν μετά το 1918. Η εκτίμηση που έτρεφαν για το πρόσωπό του οι ανώτατοι αξιωματικοί του Σοβιετικού στρατού δεν έφυγε ποτέ αν και δεν ήταν για καλό ούτε για τους μεν, ούτε για τους δε όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων…

Το 1932, ο Χάμερστάϊν ήταν ουσιαστικά αρχηγός του γερμανικού στρατού όταν ο Αδόλφος Χίτλερ αναρριχήθηκε στην εξουσία. Ως γνήσιος Πρώσος στρατιωτικός ο βαρόνος «έβγαζε σπυριά» μόνο στην αναφορά του ονόματος του Χίτλερ και είχε εκδηλώσει ανοιχτά την αντίθεσή του στον καγκελάριο Χίντεμπουργκ στην προοπτική ανάθεσης της εξουσίας στον Χίτλερ. Δεν εισακούστηκε και στο τέλος του Γενάρη του ‘33 βρέθηκε να είναι υπο τις διαταγές ενός ανθρώπου που περιφρονούσε βαθιά. Η συμβίωση δεν ήταν δυνατόν να ευτυχήσει οπότε ένα χρόνο μετά, το 1934 ο στρατηγός Χάμερστάιν εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση. Εν τω μεταξύ όσο ήταν στη θέση του, χαρτιά εξαφανίζονταν από το σπίτι του, το χρηματοκιβώτιο του εμφανιζόταν να έχει διαρρηχθεί. Ήταν οι κόρες του και οι τρείς, άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο που βοηθούσαν τους κομμουνιστές. Δεν ήταν δύσκολο να τις υποψιαστούν οι Αρχές. Επακολούθησε ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ και «η νύχτα των Κρυστάλλων», τα πολιτικά δικαιώματα καταργήθηκαν και «νύχτα βαθιά έπεσε στη χώρα». Ο Χάμερστάϊν αποφασίζει να ιδιωτεύσει, αποτραβήχτηκε στον πύργο του και παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα. Η λογική του, όπως την αποτύπωσε στα απομνημονεύματα της η φίλη του Ρουτ Φον Μάγιενμπουργκ:

«… «Πάρε για παράδειγμα τον εαυτό μου», είπε ο Χάμερστάϊν επί λέξει. «Αν τα βόδια οι Γερμανοί ψηφίζουν έναν τέτοιο Φύρερ – τότε να τον λουστούνε». Κανείς δεν έπρεπε να γλιτώσει τους Γερμανούς από μια τέτοια πικρή εμπειρία, γιατί διαφορετικά δεν επρόκειτο ποτέ τους να βάλουν μυαλό. «Την κοπανάς, αποτραβιέσαι στο πόστο ενός αριστοκράτη!» του είπα στα ίσια. Ο Χάμερστάϊν χαμογέλασε. «Αυτή είναι η μοναδική έξυπνη πράξη που μπορεί να κάνει ένας τζέντλεμαν. Δεν είμαι κανένας ήρωας – μ’έχεις εκτιμήσει λάθος. Αν χρειαστεί στέκομαι στο ύψος μου. Αλλά δεν τρέχω να χωθώ στον τροχό της ιστορίας, όπως εσείς!» Και στο τέλος είπε κάτι εντελώς αφοπλιστικό: «Και, συν τοις άλλοις, είμαι και υπερβολικά τεμπέλης!».

Ο Χάμερστάϊν έζησε αποτραβηγμένος στην εξοχή μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Χίτλερ «καθάριζε» κάθε αντιπολιτευτική φωνή, όποιος τολμούσε να κουνηθεί τράβαγε το δρόμο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά τον Χάμερστάϊν δεν τον άγγιξε. Αφορμές υπήρχαν πολλές αλλά ουσιαστική απόδειξη καμμία. Οι γυναίκες της οικογένειας είναι όλες ακτιβίστριες αλλά έχουν φροντίσει είτε να φύγουν στο εξωτερικό, είτε να καλύψουν καλά τα νώτα τους. Τα αγόρια θα αναμιχθούν ενεργά στο απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ και τότε η οικογένεια Χάμερστάϊν «θα επικηρυχθεί» αλλά ο αρχηγός της, ο Κουρτ Φον Χάμερστάιν «πρόλαβε» να πεθάνει ένα χρόνο πριν – ήταν αναμεμιγμένος στην προετοιμασία της απόπειρας; Υπάρχει μια αναφορά σε μια πηγή αλλά τίποτε άλλο. Γνώριζε; Σίγουρα και επιδοκίμαζε, το έβλεπε ότι δεν πάει άλλο.

Ο Εντσενσμπέργκερ στο θαυμάσιο βιβλίο του, δεν ασχολείται μόνο με την «ιδιόρρυθμη» προσωπικότητα του Στρατηγού αλλά ίσως περισσότερο με την συνολική ιστορία της οικογένειας αφού τα παιδιά του στην πλειονότητά τους, μόνο ήσυχα δεν καθόντουσαν. Φύσεις επαναστατικές και ατίθασες, έμπλεξαν με τον πολιτικό αναβρασμό της εποχής. Αναμίχθηκαν με κατασκοπία, ριψοκινδύνευσαν τη ζωή τους, έλκονταν (οι κόρες) από τους Εβραίους επαναστάτες, ήταν σε συνεχή επαφή με τους Σοβιετικούς και τα αριστερά κινήματα. Δύο δε, από τους τρεις γιούς έπαιξαν ενεργό ρόλο στην απόπειρα κατά του Φύρερ, η καλή τους τύχη τους έσωσε.

Συντηρητικός αλλά με μυαλό ανοιχτό και ήρεμη σκέψη ο Χάμερστάϊν («Όλοι μας είμαστε δεξιοί στη νοοτροπία, αλλά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιος ευθύνεται για το χάλι της εσωτερικής μας πολιτικής κατάστασης.»), προσπάθησε να πείσει τους ανωτέρους του να ακολουθήσουν έναν δύσκολο δρόμο καταρίπτοντας τα προαιώνια στερεότυπα περί εγγενούς εχθρότητας και καχυποψίας με τους Σλάβους. Προέβλεψε την τεράστια δύναμη του Σοβιετικού γίγαντα και προσπάθησε (στην αρχή επιτυχημένα) να γεφυρώσει το χάσμα. Η πολιτική του απέτυχε αλλά το βιβλίο αποτελεί μια εξαιρετική πηγή αναφοράς σε «διαφορετικές» σκέψεις που καλλιεργούντο στην προ-Χιτλερική Γερμανία.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κάθε είδους λογοτεχνικό «τρικ» για να υπηρετήσει τον σκοπό του. Μυθιστορηματικοί μεταθανάτιοι «νεκρικοί διάλογοι» χρησιμεύουν για την καλύτερη κατανόηση της ιστορίας, ενώ φωτίζουν ορισμένες σκοτεινές πτυχές της προσωπικότητας του Χάμερστάϊν – αν και πάρα πολλά πράγματα αφήνονται να αιωρούνται. Απομνημονεύματα, χρονικά του καιρού εκείνου, εφημερίδες της εποχής, ιστορικά ντοκουμέντα, όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα πολυεπίπεδο πορτρέτο μιας ταραγμένης και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας εποχής. Οι χαρακτήρες που εμφανίζονται στο βιβλίο είναι όλοι εκπληκτικοί, καθαρά μυθιστορηματικοί. Κατάσκοποι της εποχής, αντιστασιακοί, ήρωες μεγάλοι και μικροί, χαφιέδες και εξεγερμένοι. Πράξεις ηρωισμού και ζωές που χάνονται και καταστρέφονται. Όποιος ενθουσιάστηκε με το αλησμόνητο έπος του Εντσενσμπέργκερ «Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας», και την bigger than life προσωπικότητα του Ντουρούτι που κυριαρχεί εκεί, θα συναντήσει τα ίδια χαρακτηριστικά της (σαν πολιτικό θρίλερ) εξαιρετικής αφηγηματικής ικανότητας που διαθέτει ένας εκ των μεγαλυτέρων γερμανών συγγραφέων του 20ου αιώνα.

«Το σκαθάρι παίρνει φόρα, ορμάει προς τα εμπρός, σπεύδει προς τον στόχο του…Τρέχει ο χρόνος σε μια πανικόβλητη ένταση, τα μάτια κλειστά. Πρόσκρουση στο εμπόδιο που αντιστέκεται, και μετά η πτώση…Ο θεατής είναι σίγουρος: το σκαθάρι αποκλείεται να τα καταφέρει. Κι όμως τα καταφέρνει. Ξανά πίσω στο σημείο από όπου ξεκίνησε…Αυτή την πτήση την έχω ζήσει μέσα μου άπειρες φορές, μέρα και νύχτα. Το τέλος ήταν πάντοτε το ίδιο: πρόσκρουση, πτώση, σύρσιμο στο έδαφος, επιστροφή στο σημείο εκκίνησης, στον διάδρομο απογείωσης – με κόπο και κάθε φορά με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία…Το τείχος που έχει βάλει στόχο είναι γερά χτισμένο. Γενεές ανθρώπων ζουν πίσω του. Και μάλλον εκείνο το στενό άνοιγμα, που το’χει για στόχο του και που φωτίζεται καμιά φορά, είναι οφθαλμαπάτη, και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.» Franz Jung








Pachelbel - Canon In D Major by librofilo