Ολοκληρώνοντας
το μυθιστόρημα του Κώστα Καλτσά (Αθήνα, 1977), «ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ» («Victorious dust») - (εκδ. Ψυχογιός, μετάφραση Γ.Μαραγκός,
σελ.556),
το ερώτημα που προκύπτει ήδη από τη μέση του βιβλίου, με βασάνιζε ακόμα: τι
είναι προτιμότερο, ένα φιλόδοξο λογοτεχνικό σχέδιο που αντιμετωπίζει προβλήματα
στη δομή του και τελικά δεν ξέρουμε αν επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει ή μια
«ασφαλής» και «σίγουρη» νουβέλα που «κινείται» στο όριο των 200 σελίδων,
«αγγίζοντας» ευαίσθητα θέματα; Απάντηση δεν υπάρχει και το ερώτημα παραμένει
ρητορικό, υπάρχουν ωραίες αλλά και παταγώδεις «αποτυχίες» και στις δυο μορφές,
υπάρχουν ανοικονόμητα αλλά σαγηνευτικά μυθιστορήματα, υπάρχουν καλογραμμένες
αλλά «ψυχρές» και «στεγανοποιημένες» νουβέλες που δεν σου λένε τίποτα, πέρα από
ένα «ε, και;» (αυτό το «ε, και;» που υπερβαίνει τη μισή από την κάθε
αναγνωστική χρονιά μου).
Θα
μου πει κάποιος, «ψευδοδίλημμα» είναι αυτό. Τελικά τι είναι η «Νικήτρια
σκόνη»; Και γιατί υπάρχει πρωτότυπος τίτλος στα Αγγλικά, αλλά και
μεταφραστής; Τα πιάνουμε από την αρχή: To «Victorious dust»
γράφτηκε στα Αγγλικά ως μέρος της Διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα στο
Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιώργο
Μαραγκό, κατόπιν επιλογής του Καλτσά να μη το μεταφράσει εκείνος
(σοφή κίνηση κατά τη γνώμη μου). Ως προς το τι είναι, το βιβλίο αυτό κι αν έχει
ακαδημαϊκό χαρακτήρα (όπως κάποιος θα υπέθετε), η απάντηση είναι ότι, είναι ένα
μυθιστόρημα, μια οικογενειακή «saga», με στοιχεία
ιστορικά (που ίσως το κατέτασσαν στην κατηγορία «ιστορικού μυθιστορήματος»),
που όμως εκτείνεται σε πολλούς τομείς, κοινωνικό, πολιτικό, ενώ εξετάζει και τα
όρια της Λογοτεχνίας με πολλές διακειμενικές αναφορές.
Με
τίτλο που αποτελεί δάνειο από μια φράση στο «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ» του
W.Faulkner,
ο Καλτσάς δομεί την ιστορία του σε τρεις χρονολογικούς άξονες, στο πρώτο
μέρος (που καταλαμβάνει περίπου το μισό μυθιστόρημα), αφηγείται τις μέρες μετά
την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς το 1944, καταλήγοντας στις αρχές
Δεκεμβρίου και την μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα, που αποτέλεσε ουσιαστικά την
αρχή των Δεκεμβριανών, στο δεύτερο μέρος (και μικρότερο σε έκταση), αφηγείται
μια καλοκαιρινή Κυριακή του 1995 και στο τρίτο μέρος, αφηγείται το
Σαββατοκύριακο του Ιουλίου του 2015, που έγινε το δημοψήφισμα για την αποδοχή ή
όχι του σχεδίου συμφωνίας στις διαπραγματεύσεις για το νέο μνημόνιο οικονομικών
μέτρων μεταξύ κυβέρνησης και Ευρωπαϊκών θεσμών, ουσιαστικά όμως, όπως
τουλάχιστον εξελήφθη τότε, για την παραμονή ή όχι της χώρας στην Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Στο
βιβλίο υπάρχουν δύο βασικοί μυθιστορηματικοί ήρωες, ο Μιχάλης Ξενίδης
(γεννημένος το 1943), που ήταν μωρό τις μέρες της απελευθέρωσης, και ο γιος του
Αντρέας Ξενίδης (γεννημένος το 1974), που μετά το 1995, έφυγε για την Αγγλία
που ακολουθεί ακαδημαϊκή καριέρα και επιστρέφει στην Ελλάδα για λίγες ημέρες το
2015, λόγω της βαριάς ασθένειας του πατέρα του. Στο πρώτο (και εμφανώς καλύτερο)
μέρος του βιβλίου, παρελαύνουν πολλοί χαρακτήρες, που κάποιοι από αυτούς
διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία και άλλοι απλώς διακοσμητικό, με
κύριο πόλο την οικογένεια του Μιχάλη Ξενίδη, ο οποίος αφηγείται την ιστορία του
πατέρα του, που γύρισε με την απελευθέρωση για να φύγει στα βουνά αμέσως μετά
τα Δεκεμβριανά, της μητέρας του, των θειάδων, και της μεγαλύτερης αδερφής του,
στο χαμόσπιτο της Καισαριανής που έμεναν και την προετοιμασία τους για τη
μεγάλη συγκέντρωση της 3ης Δεκεμβρίου και το συλλαλητήριο του ΕΑΜ
στο κέντρο της Αθήνας. Επίσης παρακολουθούμε την ιστορία της οικογένειας του
μικρού Στέλιου Αμπατζόγλου σε μια γειτονιά της Κοκκινιάς, την παρουσία του στην
άφιξη του Αγγλικού εκστρατευτικού Σώματος στο λιμάνι του Πειραιά μετά την
απελευθέρωση, σκηνές από την καθημερινότητά του στο λιμάνι, τον δημόσιο
υπάλληλο πατέρα του, την σιωπηλή μητέρα του και ένα νεαρό βοηθό του πατέρα του.
Στην αφήγηση εισέρχονται ακόμα, μια μεγαλοαστική οικογένεια του Κολωνακίου, οι
Πέτρου με τον δωσίλογο δικηγόρο τους και τον ανήσυχο γιο τους. Όλοι αυτοί θα
κατευθυνθούν προς τη διαδήλωση του Συντάγματος, αλλά πριν από αυτό το γεγονός
που κλείνει το πρώτο μέρος, παρακολουθούμε σκηνές από την καθημερινότητά τους
μετά την απελευθέρωση, κάποιους να πεινάνε και να τρώνε ότι τους πετάνε οι
στρατιώτες από τα ρέο, και άλλους (όπως οι Πέτρου) να ψάχνουν για βιενέζικες
λιχουδιές. Σημαντικό ρόλο στην αφήγηση διαδραματίζουν και οι σκηνές με τους
Βρετανούς αξιωματικούς που παρακολουθούν τις κινήσεις της Κυβέρνησης Παπανδρέου
και της Αριστεράς σε αυτή τη μάχη για την εξουσία, μετά την απελευθέρωση που
οδήγησε στα Δεκεμβριανά. Το πρώτο μέρος θα λήξει με τις δραματικές σκηνές που
εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια του συλλαλητηρίου, με τους πυροβολισμούς από τους
ελεύθερους σκοπευτές στο πλήθος, τους νεκρούς και τον πανικό που δημιουργήθηκε,
τον αιματηρό εμφύλιο που άρχισε την επόμενη μέρα.
«Τώρα
όμως, που είναι τώρα; Ακόμα πορεύεται βόρεια, έχει κατασκηνώσει μέσα σε μια
ρηχή σπηλιά κοντά στην κορυφή ενός μικρού λόφου. Κάθεται σ’ έναν επίπεδο βράχο
δίπλα στην είσοδο της σπηλιάς, απ’ όπου μπορεί να δει μέχρι τους πρόποδες, εκεί
που ένας χωματόδρομος διασχίζει το οπτικό του πεδίο από αριστερά (προς Αθήνα)
προς τα δεξιά (προς Λαμία). Μπροστά του είναι απλωμένο ένα από τα μαύρα
μαντίλια της μητέρας μας ∙ πάνω του ένα κομμάτι ψωμί, ένα μικρότερο κομμάτι
τυρί. Ένα στρατιωτικό παγούρι γεμάτο νερό. Αυτό που δεν φαίνεται είναι το
πιστόλι στην τσέπη του. Μόλις έφερε κάτι στο στόμα του ή μπορεί και να δαγκώνει
σκεπτικός τα χείλη του, όπως κάνει συχνά. Κάτι γυαλίζει στο μάτι του, κάτι που
μοιάζει λίγο μ’ ελπίδα – δεν μπορώ να το εξηγήσω, πιθανότατα ούτε κι εκείνος.
Μπορεί και να είναι παιχνίδι του φωτός. Πίσω του απλώνεται το κατάμαυρο σκοτάδι
ενός μικρού κάτω κόσμου – όχι τεράστιου όσο ο πραγματικός, μα εξίσου σκοτεινού.
Και
να. Η στιγμή τελειώνει. Το κύμα σκάει. Ο χρόνος προχωρά. Δεν σταματιέται αυτό
το πράγμα πια.»
Στο
δεύτερο μέρος, που εκτυλίσσεται τον Ιούνιο του 1995, εισέρχεται στην αφήγηση, ο
έτερος ήρωας του μυθιστορήματος, ο Αντρέας Ξενίδης, ο οποίος λίγους μήνες
προτού φύγει για την Αγγλία να συνεχίσει τις σπουδές του, πηγαίνει σε ένα χωριό
της Πελοποννήσου να γνωρίσει την οικογένεια της συντρόφου του Ζωής. Η διαδρομή
στον επικίνδυνο δρόμο Αθηνών-Πατρών της εποχής, οι διάλογοι του ζευγαριού, οι
άβολες στιγμές της συνάντησης με ανθρώπους που τον κοιτάνε περίεργα, οι
κουβέντες γύρω από το τραπέζι που οδηγούν σε επικίνδυνα μονοπάτια, η εποχή της
Κατοχής και του Εμφυλίου που ανασύρει μνήμες, η συνειδητοποίηση ότι υπάρχει μια
σχέση στο παρελθόν της Ζωής που δεν έχει μάθει, κάνουν το ταξίδι του Αντρέα ένα
μαρτύριο. Επιστρέφοντας θα βρει τον πατέρα του, τον Μιχάλη σοβαρά άρρωστο.
Το
τρίτο μέρος εκτυλίσσεται τον Ιούλιο του 2015 και στην αρχή του, ο συγγραφέας
προτάσσει το βιογραφικό του Αντρέα με την ακαδημαϊκή του καριέρα αλλά και τις
σχέσεις του. Ο Αντρέας επιστρέφει στην Αθήνα, με τον Μιχάλη σοβαρά πάλι
άρρωστο, να νοσηλεύεται σε μια κλινική, περιδιαβαίνει τους δρόμους του κέντρου
της πόλης, συναντάει τυχαία την Ζωή, που έχει αλλάξει πολύ από τότε που ήταν
μαζί, αγωνιά στο νοσοκομείο μαζί με την μητέρα του. Όσο προχωράει προς την
ολοκλήρωσή του το μυθιστόρημα, θα συναντήσουμε πρόσωπα από το πρώτο μέρος και
θα αποσαφηνιστούν κάποια πράγματα. Εκτός από την απεικόνιση μιας χώρας σε βαθιά
κρίση – κοινωνική και οικονομική – που βρίσκεται στα πρόθυρα ενός νέου Εμφυλίου,
ουσιαστικό ρόλο θα παίξει η ανεύρεση του αρχείου του πατέρα του, που θα του
δώσει απαντήσεις στις απορίες του Αντρέα.
«Πριν
λίγο καιρό μιλούσα για όλα αυτά στον πατέρα σου και ανέφερε κάτι που αποκάλεσε
«Φαινόμενο Ζεϊγκάρνικ». Έχει να κάνει με το ότι θυμάσαι καλύτερα και πιο συχνά
λεπτομέρειες για πράγματα που δεν έχεις ολοκληρώσει παρά για εκείνα που έχεις
ολοκληρώσει. Το να διακόπτεις τους άλλους πριν να μπορέσουν να τελειώσουν αυτό
που κάνουν έχει υποτίθεται ως κατάληξη μια ψυχική ένταση που δεν μπορεί να
εκτονωθεί παρά αφού τελειώσει η δουλειά. Είπα στον πατέρα σου πως μου ακούγεται
σαν εξεζητημένος τρόπος να λέει κανείς «Ο κόσμος θέλει να τελειώνει ό,τι έχει
βάλει μπρος» κι εκείνος γέλασε και είπε, «Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ», αλλά αφού
τέλειωσε η βιντεοκλήση άρχισα να σκέφτομαι αν είναι κάτι που μπορεί να ισχύει
γενικά για τη μνήμη – αν δηλαδή, ανεξάρτητα από το πόσος καιρός έχει περάσει,
ανακαλείς πιο καθαρά ό,τι δεν έχεις αφήσει πίσω σου, ή ό,τι δεν έχει αφήσει
πίσω του εσένα.»
Μυθιστόρημα
πολυπρισματικό και πολυεπίπεδο είναι (εκτός των άλλων) η «Νικήτρια σκόνη», που
το διαπερνάει μια ελεγειακή ατμόσφαιρα μελαγχολίας και διαρκούς προβληματισμού,
για ένα «τέλος εποχής». Ο Καλτσάς με την αποσπασματική αφήγηση των
γεγονότων, έχοντας ως αρχή και τέλος, δυο «βαριά» ιστορικά γεγονότα (όχι βέβαια
του ίδιου βεληνεκούς και μεγέθους), το τέλος της Κατοχής και την αρχή του
Εμφυλίου από τη μια, και το δημοψήφισμα του 2015 που θα μπορούσε να
διακυβεύεται η τύχη της χώρας και το μέλλον της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ταλαντεύεται
μεταξύ στοχασμού και μυθοπλασίας, κρατώντας τις πολιτικές ισορροπίες.
Ο
Καλτσάς στέκεται στο θέμα του «Εθνικού Διχασμού», που συνεχίζεται χωρίς
διακοπή, από την σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι τις μέρες μας (και θα
έλεγα στο διηνεκές). Οι στιγμές που επικεντρώνεται ο συγγραφέας, το
συλλαλητήριο του 44 και η ημέρα του δημοψηφίσματος το 2015, είναι
χαρακτηριστικές και ενδεικτικές (εξάλλου στη δεκαετία της μεγάλης οικονομικής
κρίσης, οι όροι ήταν τελείως εμφυλιοπολεμικοί, «γερμανοτσολιάδες, δωσίλογοι,
κομμούνια, άπλυτοι» και άλλα).
Οι
καλύτερες στιγμές του μυθιστορήματος βρίσκονται στη ματωμένη διαδήλωση του ’44,
οι σελίδες είναι εκπληκτικές – κάποιοι είπαν ότι δεν κάνει κάτι άλλο, παρά
περιγραφή των φωτογραφιών του Κέσελ, αλλά ακόμα κι έτσι, το κάνει
εξαιρετικά -, η κίνηση του πλήθους περιγράφεται σαν να υπάρχει μια
κινηματογραφική κάμερα που τραβάει πλάνα, η εναλλαγή των προσώπων, η αγωνία και
ο θρήνος αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, κλείνοντας το πρώτο μέρος που είναι
θαυμάσιο και θα μπορούσε το μυθιστόρημα, με λίγες σελίδες ακόμα να έκλεινε
εκεί, τότε μπορεί να μιλούσαμε για ένα σύγχρονο έπος. Το δεύτερο μέρος που
λειτουργεί ως ιντερλούδιο και ως σημείο αποφόρτισης της έντασης του πρώτου
μέρους, δεν προσθέτει κάτι στο βιβλίο, ενώ το τρίτο μέρος, όπου επέρχεται η
λογοτεχνική ισορροπία που είχε χαθεί, τραβάει πολύ σε μάκρος και φλυαρία, αν
και η περιγραφή της ψυχολογικής ένταση είναι ωραία, μέχρι να έρθουν πάλι, οι
τελευταίες 50 σελίδες για να λειτουργήσουν πολύ καλά, συμβάλλοντας σε ένα ιδανικό
κλείσιμο.
Το
ιστορικό τραύμα βέβαια, όπως περιγράφει ο συγγραφέας, ακολουθεί τους ήρωες,
καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας και το παρελθόν εισέρχεται στον παρόντα χρόνο
– αν θεωρήσουμε παρόντα χρόνο το 2015 -, και τα γεγονότα προηγούμενων ετών,
ακολουθούν τους ήρωες με μια χαλαρή σύνδεση, αν και πολλά από τα ερωτήματα που
προκύπτουν, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης μένουν στο τέλος αναπάντητα. Ο
Καλτσάς χρησιμοποιεί διακειμενικές αναφορές, «συνομιλεί» με συγγραφείς Έλληνες
και ξένους, κάνει ένα φόρο τιμής στον υποτιμημένο Πέτρο Αμπατζόγλου,
χρησιμοποιεί ιστορικά πρόσωπα, όπως τον Σκόμπι και τον Μπάιφορντ-Τζόουνς
(με στοιχεία από τα ημερολόγια του) με επιτυχία, ενσωματώνοντας τους ιδανικά
στην αφήγηση, δείχνοντας έτσι τις μεγάλες του λογοτεχνικές δυνατότητες, όμως
όλα αυτά μάλλον βαρυφορτώνουν το μυθιστόρημα, ενώ οι ευκαιρίες που παίρνει να
θεωρητικολογήσει για την Λογοτεχνία προσφέρουν ικανοποίηση μόνο στον συγγραφέα
και ουδόλως στον αναγνώστη!
Βιβλίο
αυτογνωσίας και ενηλικίωσης, ιστορικό μυθιστόρημα, οικογενειακή saga, λογοτεχνικός στοχασμός για τα όρια της μυθοπλασίας
και την εμπλοκή της με την πιο συγγενή σε αυτήν επιστήμη, δηλαδή την Ιστορία, η
«ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ» (με το αξιομνημόνευτο μουσικό soundtrack
να τη συνοδεύει), αποτελεί μια σαγηνευτική λογοτεχνική πρόκληση, δίνοντας
αφορμές για σκέψεις και συζητήσεις, διαφωνίες και παραδοχές, προσκαλώντας τον
απαιτητικό αναγνώστη σε μια διαδρομή με πολλά παρακλάδια και αυτή είναι η
μεγαλύτερη προσφορά του βιβλίου. Ο Κώστας Καλτσάς, γνωστός στον χώρο του
βιβλίου ως μεταφραστής και ως Πιντσονικός «πρέσβης», εισέρχεται στον
χώρο της πεζογραφίας δυναμικά και με πολύ μέλλον μπροστά του.
Βαθμολογία
80 / 100