Διάβασα για
πρώτη φορά την “ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΤΕΙΑ”, το μυθιστόρημα του Νίκου Μπακόλα , το 1988, ένα χρόνο αφότου πρωτοεκδόθηκε, και ακόμα θυμάμαι την αίσθηση
εκείνης, της πρώτης ανάγνωσης, την μαγεία που άσκησε μέσα μου, το εμβληματικό
κείμενο του Θεσσαλονικιού συγγραφέα. Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ από το ύφος του,
που αργότερα διάβασα όλα τα προηγούμενά του βιβλία και τα χρόνια που
ακολούθησαν, ότι εξέδωσε ο συγγραφέας.
Όταν
αποφασίσαμε, η Κατερίνα Μαλακατέ κι εγώ να δημιουργήσουμε μια Λέσχη Ανάγνωσης στο
Booktalks, το
βιβλιοπωλείο/καφέ που φτιάξαμε, συμφωνήσαμε ότι πρέπει να ασχοληθούμε με βιβλία
που θεωρούμε “μεγάλες αφηγήσεις”, έργα απαιτητικά, που τα περισσότερα
θεωρούνται ήδη ή πρόκειται να γίνουν από αυτά που αποκαλούνται “κλασσικά”. Η
“Μεγάλη Πλατεία” είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που στο συλλογικό υποσυνείδητο
της ελληνικής λογοτεχνικής σκηνής θεωρείτο ως τέτοιο, οπότε η επιλογή της,
κάποια χρονική στιγμή, θεωρείτο ως δεδομένη. Τα μέλη της Λέσχης συνήθως
συμφωνούν με τις επιλογές μας, τους αρέσει να δυσκολεύονται, οι περισσότεροι
διαβάζουν τα βιβλία, αλλά ακόμα και αυτοί που για κάποιους λόγους δεν
ολοκληρώνουν την ανάγνωση κάποιων, έρχονται με χαρά να συμμετάσχουν στην
συζήτηση που διοργανώνεται μια φορά τον μήνα. Η επιλογή της “Μεγάλης Πλατείας”
ήταν κάτι που δέχτηκαν όλοι, χωρίς γκρίνιες, το εντυπωσιακό βέβαια (τουλάχιστον
για μένα), ήταν ότι παρά τις ηλικιακές διαφορές που υπάρχουν, ελάχιστοι
γνώριζαν το βιβλίο, κανείς (σχεδόν) δεν το είχε διαβάσει, ενώ ο συγγραφέας τους
ήταν μάλλον άγνωστος.
Τα μηνύματα
που ελάμβανα, τον μήνα που πέρασε από την στιγμή της ανάθεσης του βιβλίου, ήταν
μάλλον δυσοίωνα για την κουβέντα που θα ακολουθούσε. Υπήρχε γκρίνια, ειρωνεία,
δυσαρέσκεια για την επιλογή και η συνάντηση προβλεπόταν δύσκολη, και η διαρροή
μελών από την Λέσχη σίγουρη, ενώ και οι άσχημες καιρικές συνθήκες, δεν
ευνοούσαν την προσέλευση. Ξαναδιαβάζοντας την “Μεγάλη Πλατεία” μετά από σχεδόν
30 χρόνια, προσπαθούσα να κατανοήσω τις δυσκολίες που ο αναγνώστης του 2017 θα
αντιμετώπιζε και εν μέρει τις καταλάβαινα, διότι ο τρόπος ανάγνωσης του κόσμου,
είναι δεδομένο ότι έχει μεταβληθεί, δεν περίμενα όμως αυτό που συνάντησα το
απόγευμα του Σαββάτου 18/11 στην Λέσχη μας.
Στην Λέσχη
Ανάγνωσης προσήλθαν 12 άτομα, όπου μαζί με τους δύο συντονιστές, ήμασταν 14, αριθμός
αισθητά λιγότερος από άλλες συναντήσεις π.χ. στην συζήτηση για τον Στόουνερ του
Γουίλιαμς, ήμασταν γύρω στους 30. Ήταν η πρώτη φορά που υπήρχε τέτοιο αρνητικό
κλίμα για ένα βιβλίο, τα μισά μέλη δεν είχαν προχωρήσει πέραν της 100ης
σελίδας, αρκετοί δε, είχαν παρατήσει το βιβλίο πριν την 50η, κάποιοι είχαν
επιλέξει να διαβάσουν συγκεκριμένα κομμάτια του, όπως τις ιστορίες δύο εκ των 6
χαρακτήρων, ακόμα και εκείνοι που το είχαν ολοκληρώσει, μάλλον το είχαν κάνει
ψυχαναγκαστικά και βιαστικά. Από την συζήτηση προέκυψε ότι η πλειονότητα δεν
είχε καταλάβει τα ιστορικά στοιχεία που περιέχονται στο βιβλίο, τους είχε
κουράσει η γλώσσα και το αφηγηματικό στυλ, είχαν μπερδευτεί με τα χρονικά
άλματα της αφήγησης, δεν έβρισκαν νόημα στο αποσπασματικό ύφος. Άλλοι έβρισκαν
απρόσωπη και ψυχρή την γλώσσα του συγγραφέα, άλλοι δεν έπιασαν ακόμα και τις
πιο απλές αναφορές σε ιστορικές περιόδους και γεγονότα. Τα δε εμβόλιμα
αποσπάσματα που αναφέρονται στο βιβλίο ως “Μέσοι Χρόνοι” είχαν μπερδέψει τους
πάντες σε σημείο, όταν ανέφερα ότι η χρονική περίοδος (των “Μέσων χρόνων” του
βιβλίου), κατά βάση είναι ο Μεσαίωνας και η Επανάσταση των Ζηλωτών να εκπλαγούν
σχεδόν άπαντες. Θα παραβλέψω τους παραλογισμούς που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια
της συζήτησης (ότι ο Μπακόλας είναι “κακέκτυπο του Φώκνερ” ή ότι το αφηγηματικό
του ύφος είναι “δήθεν”), μένοντας στο γεγονός ότι τα μέλη της Λέσχης, τα οποία
έχουν αναμετρηθεί με πολύ απαιτητικά βιβλία, όπως είναι “Ο δόκτορ Φάουστους” του Τόμας
Μαν, “Ο Δούναβης” του Κλ. Μάγκρις, “Η Ναυτία” του Ζ.Π.Σαρτρ, ενοχλήθηκαν ή
δυσκολεύτηκαν από τις εναλλαγές στις ιστορίες, στις οποίες τα χρονικά άλματα
είναι μεγάλα, από τις διακλαδώσεις της πλοκής, από την πυκνότητα της γραφής και
ουσιαστικά από το ύφος του συγγραφέα.
Στο κείμενο που ακολουθεί, προσπαθώ να περιγράψω τις εντυπώσεις μου από την
δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου και να βάλω σε μια τάξη, τις σημειώσεις που είχα
κρατήσει κατά την διάρκειά της, μέσω των οποίων προσπάθησα να “υπερασπιστώ” την
θέση μου κατά τη διάρκεια της συζήτησης όπου ευρισκόμουν εξαρχής σε θέση
άμυνας.
_____________________________________________________
“Μεγάλη
Πλατεία, παναπεί ο χώρος ο περίβλεπτος! Όπου τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί. Όπου
τα δείχνουμε όλα!” (Νίκος Μπακόλας, σε συνέντευξή του)
Στην
“Μεγάλη Πλατεία” (εκδόσεις Κέδρος, σελ. 560 – α' έκδοση 1987, επανέκδοση με νέο εξώφυλλο, 2014), βιβλίο που βραβεύτηκε το 1988 με το Α' Κρατικό βραβείο
Μυθιστορήματος, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος, Νίκος Μπακόλας (1927 - 1999 ), πραγματοποιεί
μια σύνθεση χρονικών περιόδων, προσωπικών στιγμών, συνδυάζοντας με απόλυτα
λειτουργικό τρόπο το ιδιωτικό με το κοινωνικό στοιχείο, το γενικό με το ιδιωτικό,
μέσα από τους χαρακτήρες των ηρώων του, ανθρώπων καθημερινών που
αντιπροσωπεύουν διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Ο Μπακόλας στο πολυεπίπεδο και
πολυσύνθετο βιβλίο του, γεμάτο εικόνες και όπου κάθε πρόταση χτυπάει σαν σφυριά
τον αναγνώστη, δημιουργεί ένα καλειδοσκόπιο όπου μέσα του απεικονίζονται πολλά
κάτοπτρα, ένα ψηφιδωτό, το οποίο αποκτάει σιγά σιγά μορφή. Το γεγονός αυτό
δυσκολεύει ιδιαίτερα την ανάγνωση, και προϋποθέτει συγκέντρωση και εγρήγορση,
είναι μια αναμέτρηση του αναγνώστη με το κείμενο, από τη στιγμή όμως που θα
μπει στο κλίμα και την μοναδική ατμόσφαιρα που πλάθει ο συγγραφέας, δεν θα
μπορέσει εύκολα να βγει από αυτήν.
Στο
μυθιστόρημα αυτό, η τριτοπρόσωπη αφήγηση, με μακροπερίοδο λόγο, εναλλάσσεται με
την συνειρμική γραφή και τον εσωτερικό μονόλογο - ύφος που χαρακτήρισε τον
συγγραφικό λόγο του Ν.Μπακόλα, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της
λογοτεχνικής σχολής της Θεσσαλονίκης, που με συγγραφείς όπως ο Γ.Χειμωνάς, ο
Πεντζίκης, ο Βασιλικός (στα πρώτα κυρίως έργα του), ο Ιωάννου, ο Ξεφλούδας και αρκετοί
άλλοι, δημιούργησαν ένα ιδιόμορφο και απόλυτα διακριτό στυλ, με πολλές βέβαια
διαφορές μεταξύ τους, το οποίο ήταν κάτι μοναδικό για τα ελληνικά γράμματα.
Από το
βιβλίο περνάει η ιστορία της Θεσσαλονίκης από την Μικρασιατική καταστροφή και
το κύμα των προσφύγων που κατέκλυσαν την πόλη και την μεταμόρφωσαν
κυριολεκτικά, έως τον Εμφύλιο. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τις ζωές 4 χαρακτήρων
στο πρώτο μέρος, ενώ στο δεύτερο μέρος προστίθενται και άλλοι 2 χαρακτήρες, οι
οποίοι σιγά σιγά, εκτοπίζουν τους προηγούμενους αναδεικνυόμενοι ως
πρωταγωνιστές του μύθου. Εμβόλιμα υπάρχουν εννέα κεφάλαια, που φέρουν τον τίτλο
“Μέσοι Χρόνοι”, όπου ο συγγραφέας διηγείται μια παράλληλη ιστορία με συνειρμικό
λόγο, η οποία ξεκινάει από την Επανάσταση των Ζηλωτών (1342-1349), η οποία
πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη κατά την διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου,
και ήταν μια μοναδική περίπτωση επικράτησης της Λαϊκής εξουσίας για μια μικρή
χρονική περίοδο – επανάσταση η οποία βέβαια συνετρίβη. Ο συγγραφέας σε αυτά τα
κεφάλαια κάνει παραπομπές στα γεγονότα του 1936 και στην εποχή του Εμφυλίου
συγκρίνοντας τις δύο εποχές και την πορεία των κοινωνικών αγώνων.
"Ποτέ
μας δεν καταλαβαίναμε τον παραλογισμό (συνέχισε), μας λέγαν προχωράτε,
προχωρούσαμε, χτυπάτε και χτυπούσαμε, μονάχα όταν φεύγαμε μακριά τους,
συλλογιόμασταν ότι καιρός μας ήταν να σκεφτούμε και μονάχοι μας, για τα δικά
μας."
Το
μυθιστόρημα κινείται σε τρία αρχικά επίπεδα, μυθοπλασία, ιστορικές μνήμες,
υποσημειώσεις, είναι αυτά και αποτελούν το βασικό πλαίσιο γύρω από το οποίο
θεμελιώνει την αφήγησή του ο Μπακόλας. Η Θεσσαλονίκη ως “μεγάλη πλατεία” είναι
ουσιαστικά ο μεγάλος ήρωας του βιβλίου, ο αληθινός του πρωταγωνιστής, εάν
βέβαια βολεύει τον αναγνώστη να τοποθετήσει σε “πραγματικά πλαίσια” την εξέλιξη
της πλοκής θα μπορούσε η μεγάλη πλατεία να είναι η πλατεία Αριστοτέλους, με τους γύρω δρόμους της έως την πλατεία Ελευθερίας, αποτελούν το
κεντρικό γεωγραφικό τόπο των ιστοριών. Ουσιαστικό όμως πλαίσιο αποτελούν και οι
συνοικίες του Ντεπό, η Άνω Πόλη, όπως και οι Εξοχές, όπου μεγάλωσε ο
συγγραφέας.
Η αφήγηση
όπως αναφέρω παραπάνω, περιλαμβάνει κεφάλαια όπου ο συγγραφέας περιγράφει τον
καθένα από τους ήρωές του υιοθετώντας τριτοπρόσωπη αφήγηση. Ο Φώτης, ο Χρίστος
και η Αγγέλα, άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης ξεκινάνε από διαφορετικές
αφετηρίες, και οι πορείες τους αντανακλούν τις μορφές της κοινωνίας της πόλης.
Ο τέταρτος ήρωας, ο Γιάννης είναι ο μόνος που προέρχεται από εύπορη οικογένεια,
καθώς ο πατέρας του είναι εργοστασιάρχης, είναι όμως και ο πιο ανατρεπτικός απ'
όλους (και ίσως ο πιο λογοτεχνικά ενδιαφέρων, με το μυστήριο να τον
περιβάλλει), καθώς έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την οικογένειά του, λόγω του
τρόπου ζωής που επιλέγει. Στο δεύτερο μέρος που καλύπτει τα χρόνια της Κατοχής
και του Εμφυλίου, προστίθενται δύο ακόμα ήρωες, ο Άγγελος, παραμελημένος (και
ουσιαστικά παρκαρισμένος στην γιαγιά του Μυρσίνη) γιος του Φώτη από έναν
νεανικό του γάμο με μια Εβραία, παιδί που μεγαλώνει κυριολεκτικά στον δρόμο και
θα αναδειχθεί ως καίριο σημείο στην εξέλιξη της ιστορίας, και η Αντιγόνη, η
μικρότερη κόρη του Χρίστου, η οποία είναι έφηβη στην Κατοχή, προσπαθώντας να
κατανοήσει τις πολιτικές και κοινωνικές ισορροπίες. Γύρω τους δεκάδες
δευτερεύοντες και ελάσσονες χαρακτήρες, πρόσωπα χαρακτηριστικά, του
δημοσιογραφικού κόσμου, της εργατικής τάξης, άλλοι λαμόγια, άλλοι
μεροκαματιάρηδες που προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε είδους τρόπους. Η γραφή
του Μπακόλα ακολουθεί ρεαλιστικό ύφος με ποιητικό ρυθμό, κάνοντας χρονικά
άλματα στις ιστορίες, εμπλέκοντας περιόδους της ζωής των ηρώων του. Γενικότερα η πλοκή δεν ακολουθεί μια
αναμενόμενη πορεία, ούτε ενδιαφέρεται ο συγγραφέας να “καθησυχάσει” τον
αναγνώστη καθώς οι πορείες των ηρώων άλλοτε τέμνονται, άλλοτε όχι, συχνά δε
ακολουθούν παράλληλες διαδρομές.
Μέσα από
τις διαδρομές των ηρώων του, ο Μπακόλας καταγράφει την ιστορία της πόλης. Η
Αγγέλα, με το ισχυρό ένστικτο της επιβίωσης, από υπηρέτρια σε σπίτι πάμπλουτου
γηραιού κυρίου, θα τραβήξει το έμμεσο ενδιαφέρον του Γιάννη που προσπαθούσε να
βρει τρόπο να χωθεί κι αυτός στο σπίτι του προστάτη της, αλλά η σχέση των δύο
τους θα εξελιχθεί αυτόνομα και παρά τα εμπόδια που θα προκύψουν στην πορεία (ή
ίσως ακριβώς από αυτά) θα δυναμώσει πολύ. Η Αγγέλα θα γίνει τραγουδίστρια με
αξιοπρόσεκτη πορεία στον χώρο των λαϊκών μαγαζιών, περνώντας και από το “Ουζερί
Τσιτσάνης” όπως αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας, και θα πλάσει έναν
αξιοπρόσεκτο χαρακτήρα που θα σταθεί
δίπλα στον Γιάννη, καθώς εκείνος αναδεικνύεται σε ισχυρό οικονομικό παράγοντας
της πόλης, συμμαχώντας με την κατά καιρούς εξουσία όποιο πρόσωπο κι αν είχε
αυτή. Ο Χρίστος δημοσιογράφος, τίμιος κατά βάση, είναι ο πλέον θετικός ήρωας
του βιβλίου. Θα παλέψει σκληρά, πάντα με τιμιότητα και πίστη στο δημοσιογραφικό
του λειτούργημα, ενώ οι δημοκρατικές πεποιθήσεις του θα τον δυσκολέψουν σε
μεγάλα διαστήματα της ζωής του. Θα βρεθεί κυριολεκτικά μέσα στη δίνη των
γεγονότων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, προσπαθώντας πάντα να κρατήσει
ισορροπίες, αδυνατώντας όμως να κρατήσει την κατάσταση μέσα στο ίδιο του το
σπίτι. Ο Φώτης που κρατάει με τις περιπέτειές του μεγάλο μέρος της πλοκής στο
πρώτο μέρος, θα υποχωρήσει σιγά σιγά στο δεύτερο μέρος. Τυχοδιώκτης, που
χώνεται μέσα σε όλα, θα είναι συνεχώς εκτός Θεσ/νίκης αναζητώντας την μοίρα
του, όπου μπορεί να φανταστεί κανείς. Ο γιος του Άγγελος, θα πάρει από εκείνον
την περιπετειώδη φύση του, θα είναι ανυπότακτος και ατίθασος, ένα αγρίμι που
υποτάσσεται μόνο από τις δύο κόρες του Χρίστου, την Αλκμήνη, το πλέον τραγικό
πρόσωπο του βιβλίου, και την Αντιγόνη, η οποία ως μικρότερη, βλέπει τα δύο της
αδέρφια, τον Δημήτρη (πρόσωπο που παραπέμπει στον συγγραφέα, που κι αυτός
γεννήθηκε το 1927 και τελείωνε το σχολείο στο τέλος της Κατοχής), ο οποίος θα
είναι ένας ρομαντικός και ιδεολόγος έφηβος, ο οποίος βλέπει τα όνειρά του να
συντρίβονται μετά το τέλος της Κατοχής, και την αγωνίστρια Αλκμήνη, ένα
αγοροκόριτσο που την άγνοια κινδύνου που έχει θα την πληρώσει ακριβά.
Οι 43
υποσημειώσεις του βιβλίου, αποτελούν ένα άλλο μυθιστόρημα, συμπληρώνοντας
αρμονικά την εξέλιξη της ιστορίας. Είναι πρωτοπρόσωπες και ουσιαστικά
αποκαθιστούν την πραγματικότητα, προσθέτοντας όμως το αυθεντικό πλαίσιο στη
δράση, π.χ. σε μια επιδρομή της Ασφάλειας στο σπίτι του Χρίστου για να βρουν
κομμουνιστικά βιβλία (κατά τη διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας) και όπου
δήθεν βρίσκουν ένα χωμένο κάτω από το στρώμα που ουσιαστικά εκείνοι έβαλαν για
να ενοχοποιήσουν τον Χρίστο, η υποσημείωση του Μπακόλα είναι: “Κάποια νύχτα του
'42, ο Λεόπουλος, συνάδερφος του πατέρα, περασμένος από εξορίες και
μπουντρούμια, θα διηγιόταν πως, επί Μεταξά του είχαν ρίξει δυο βιβλία
κομμουνιστικά μέσα στο σεντούκι που μαζεύανε τα προικιά της κόρης του, οι ίδιοι
οι μυστικοί. Κι όταν είπε η Μαρία, η γυναίκα του, "είναι το γνωστό σας
κόλπο", την αρπάξαν από τα μαλλιά. Έκλαιγε και τότε, μα και τώρα που τα
διηγότανε ο άντρας της. Πιο πολύ την πλήγωνε η προσβολή."
Τα 9
κεφάλαια των “Μέσων Χρόνων” αποτελούν ίσως το πιο ενδιαφέρον λογοτεχνικά
στοιχείο του μυθιστορήματος με τον συνειρμικό λόγο που αναπτύσσει ο συγγραφέας,
φέρνοντας στο νου, τους "Χτίστες" του Γιώργου Χειμωνά. Το πλαίσιο
όπως αναφέρω παραπάνω είναι η Επανάσταση των Ζηλωτών (1342-1349), αλλά ο
συγγραφέας εμπλέκει στην αφήγηση σκηνές από την Μικρασιατική καταστροφή, τις
απεργίες και τις συμπλοκές τον Μάη του '36 στην Θεσσαλονίκη, τον Εμφύλιο
πόλεμο. Ο βασικός ήρωας των Μέσων Χρόνων είναι ο Χριστόφορος, ο ηγέτης της
επανάστασης και ο άνθρωπος που στηρίζονται επάνω του οι εξεγερμένοι. Η σύλληψη
του γίνεται στην μεγάλη πλατεία της πόλης, όπου εκείνος συνειδητοποιεί την
μοναξιά του και αφήνεται στα χέρια των εχθρών του κοιτάζοντας την θάλασσα σε
μια συγκλονιστική στιγμή της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο
Μπακόλας δίνει στον ήρωα του, το όνομα του πατέρα του.
"Ξαφνικά
τραβήχτηκαν οι πάντες κι έμεινε η πλατεία έρημη, με εκείνον ιδρωμένο
καταπονημένο, σχεδόν ξέπνοο, στη μέση, κάτω από τον ήλιο που ίσως ήταν του
θανάτου, με κοκκινισμένα μάτια και με πληγωμένη μνήμη, όπου σκέφτηκε εδώ δε
μένει τόπος να κρυφτώ, κι αισθανόταν πως τον κάρφωναν τα βλέμματα του πλήθους,
όλων που τραβήχτηκαν στις άκριες φαρμακωμένοι, που προτίμησαν τις πόρτες, τις
κολόνες, που τους σκιάζανε , τους προστατεύανε. Και ή τώρα ή ποτέ, θα έλεγαν,
μα δεν του έμενε πνοή κουράγιο ή επιθυμία, μήτε ήθελε να τρέξει μήτε να σταθεί,
συλλογίστηκε να βρω μια λύση να χαντακωθώ, σήκωσε τα μάτια του και τα' κλεισε,
γιατί τα μαχαίρωνε ο ήλιος, τρέμαν τα ματόκλαδα από το φως, τα μάγουλά του
καίγανε τα χείλη, τότε έμελλε να ξαναθυμηθεί ότι τα πτώματα αυτών θέλουσι
κείσθαι επί πλατείας πόλες μεγάλης, ήτις καλείται Σόδομα και Αίγυπτος, όπου και
ο κύρης εσταυρώθη και οι άνθρωποι εκ των λαών και των φυλών και των γλωσσών
θέλουσι βλέπει τον Χριστόφορο, που στέκεται ανάμεσα σε πτώματα και λέει με
εξόντωσαν τα άδεια βλέμματα, το έκαναν επίτηδες και με αφήσαν, και τότε έκλαψε
κάποια φωνή από το πλήθος, "μας έπνιξε η ορφάνια κι η ανέχεια, ποιος θα
μας δώσει τον πατέρα μας, το βιός μας;" και σκέφτηκε, μα είναι αδύνατο
εγώ, ίσως δεν πρέπει να παραδοθώ, αν έμενε φωνή στα σπλάχνα θα τους φώναζα πως
όστις δεν ευρέθη γεγραμμένος στο βιβλίο της ζωής ερρίφθη εις την λίμνην του
πυρός."
Είναι
πλήθος οι ιστορικές αναφορές του βιβλίου και τα στοιχεία που καλείται να ψάξει
ο επίμονος αναγνώστης. Τα γεγονότα της Επανάστασης των Ζηλωτών, το κάψιμο της
Εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ από την εθνικιστική οργάνωση ΕΕΕ, το πλιάτσικο στα
σπίτια των Εβραίων κατοίκων μετά τις συλλήψεις από τις Ναζιστικές δυνάμεις
Κατοχής, τον ρόλο των δωσιλόγων στην πόλη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τον
ρόλο του Αντόν Τσαούς και της ομάδας του στην Μακεδονική επαρχία, και άλλα
πολλά – όρεξη και χρόνο να έχεις...
Η
ατμόσφαιρα του βιβλίου κυριολεκτικά αφοπλίζει τον αναγνώστη, και όπως αναφέρει
η Βενετία Αποστολίδου στη μελέτη της για το βιβλίο που δημοσιεύτηκε παλαιότερα
στο περιοδικό Εντευκτήριο “Τα ιστορικά γεγονότα (...) αποκτούν τη σημασία τους
από τα ίχνη που αφήνουν στις ανθρώπινες ζωές και συνειδήσεις”. Ο αναγνώστης
όταν αφεθεί στα χέρια του συγγραφέα, μπαίνει μέσα στο βιβλίο, συμπάσχει με τους
ήρωες του, γνωρίζει ότι διαβάζει κάτι πολύ ιδιαίτερο, που τον ξεπερνάει, ακόμα
κι αν δεν κατανοεί πλήρως τα τεκταινόμενα.
Ο Μπακόλας
με μεταφραστική θητεία στο έργο του Φώκνερ (“Βουή και Πάθος”, “Ένα ρόδο για την
Έμιλυ”) είναι επηρεασμένος από την δομή των βιβλίων του μεγάλου Αμερικάνου
συγγραφέα όπως έχει πει και σε συνεντεύξεις του. Η “Μεγάλη Πλατεία” παρουσιάζει
δομικές ομοιότητες με την “Βουή και Πάθος”, μόνο όμως επιφανειακά. Εξάλλου
είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των μεγάλων δημιουργών οι συγγένειες και οι
επιδράσεις στα έργα τους.
Θεωρώ την
“Μεγάλη Πλατεία”, το πιο σημαντικό μεταπολεμικό μυθιστόρημα μαζί με τις
“Ακυβέρνητες Πολιτείες” του Στρατή Τσίρκα. Είναι ένα πολύ σημαντικό βιβλίο που
θα πρέπει να σκύψουν επάνω του όσοι ασχολούνται ή έχουν πραγματικό ενδιαφέρον
για την λογοτεχνία, το ύφος, τη γλώσσα, κάτι που πιστεύω ότι πρέπει να κάνουν
με το σύνολο του έργου του Νίκου Μπακόλα, ενός από τους σπουδαιότερους πεζογράφους
της χώρας, πού όπως φαίνεται είναι μάλλον άγνωστος στους καινούργιους
αναγνώστες. Κλείνοντας, παραθέτω τα λόγια του καθηγητή Τριαντάφυλλου
Κωτόπουλου, που στη μελέτη του για την “Μεγάλη Πλατεία” ("Η συμβολική
λειτουργία του χώρου - Ο ρόλος της πλατείας στην ατομική ζωή και τη συλλογική
συνείδηση / Το παράδειγμα της "Μεγάλης Πλατείας") γράφει: "Το
γεγονός όμως που έχει ιδιαίτερη αξία στο μυθιστόρημα του Μπακόλα είναι πως η
πλατεία προσφέρει στον πεζογράφο τη δυνατότητα να αναπαραστήσει μεταφορικά έναν
ευρύτερο χώρο, όπου συγκεντρώνεται η συλλογική δράση, συνειδητοποιείται η κοινή
μοίρα της λαϊκής τάξης και διαπιστώνεται η κατάληξη των ιδανικών και των
οραμάτων της ίδιας της επανάστασης της γενιάς του συγγραφέα."
_____________________________________________________