Τετάρτη, Νοεμβρίου 29, 2017
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 29, 2017 | Permalink
Accabadora
“ “Acabar” στα ισπανικά σημαίνει τελειώνω. Και στη διάλεκτο της Σαρδηνίας “accabadora” είναι “αυτή που τελειώνει”. Στα μάτια της κοινότητας, η χειρονομία της δεν είναι φονική, είναι μια κίνηση αγάπης και ελέους, κίνηση ανθρώπου που βοηθά τη μοίρα να ολοκληρωθεί. Γιατί η “accabadora” είναι η τελευταία μητέρα.”

Ένα πανάρχαιο έθιμο της Σαρδηνίας που ίχνη του ανιχνεύονται μέχρι τα χρόνια μας (καθώς οι τελευταίες μαρτυρίες είναι του 1981) εξιστορεί η Σαρδηνή συγγραφέας Michela Murgia (Κάμπρας Σαρδηνίας, 1972), στο θαυμάσιο μυθιστόρημά της ACCABADORA”, (Εκδ. Μέδουσα, μετάφρ. Έφη Καλλιφατίδη, σελ. 200), το οποίο διαβάζεται γρήγορα και εύκολα, αλλά ξεχνιέται δύσκολα αφήνοντας το σημάδι του στον αναγνώστη.


Οι accabadoras, είναι γυναίκες που εφάρμοζαν την ευθανασία. Οι γυναίκες αυτές προσέφεραν εθελοντικά το έργο τους, χωρίς αμοιβή, ενώ ο ρόλος τους ήταν γνωστός και σεβαστός στην κοινότητα όπου ζούσαν. Έδιναν τέλος στις ζωές γερόντων κυρίως, “απελευθερώνοντας” τους ανήμπορους από μια παρατεταμένη αγωνία. Ενεργούσαν πάντα μετά από πρόσκληση της οικογένειας και με την σύμφωνη γνώμη των ασθενών (όταν εκείνοι μπορούσαν), ενώ πολύ ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι κάποιες φορές ήταν και μαμές βοηθώντας να έρθουν στο κόσμο ζωές και όχι μόνο να φύγουν.

Το σκηνικό της ιστορίας που αφηγείται η Michela Murgia, είναι το Σορένι, ένα μικρό χωριό της Σαρδηνίας στην δεκαετία του '50, και ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας είναι η Μαρία, τέταρτο παιδί μιας πάμπτωχης οικογένειας, το οποίο υιοθετείται από την Μπονάρια, την ηλικιωμένη ράφτρα του χωριού, η οποία ζούσε τελείως μόνη. Ήταν μια συνηθισμένη κατάσταση στην Σαρδηνία (αλλά και στην Ελλάδα παλαιότερα), μια οικογένεια με πολλά παιδιά να προσφέρει ένα από αυτά σε κάποιαν άκληρη συγγενή ή στενή φίλη. Η Μαρία διατηρούσε σχέσεις με την οικογένειά της, αλλά ζούσε και μεγάλωνε στην “θεία-Μπονάρια”, η οποία φρόντισε για την εκπαίδευσή της και την καθημερινή της φροντίδα.

Fillus de anima.
Έτσι λένε τα παιδιά που γεννήθηκαν δυο φορές, μια από τη φτώχια μιας γυναίκας και μια από τη στειρότητα μιας άλλης. Αυτής της δεύτερης γέννας ήταν κόρη η Μαρία Λίστρου, όψιμος καρπός της ψυχής της Μπονάρια Ουράι.”

Η Μαρία είναι ένα έξυπνο και δραστήριο παιδί, και σύντομα διαπιστώνει ότι η Μπονάρια κάποιες νύχτες εξαφανίζεται, επιστρέφοντας το πρωί. Συνήθως έρχεται κάποιος και χτυπάει την πόρτα κι εκείνη φεύγει μαζί του. Στις επίμονες ερωτήσεις της μικρής, η Μπονάρια απαντάει με μισόλογα αποφεύοντας να πει την αλήθεια – γιατί η Μπονάρια είναι η accabadora του χωριού. Κάποια μοιραία στιγμή όμως, στην εφηβεία της, η Μαρία θα το καταλάβει, θα αντιδράσει άσχημα, εγκαταλείποντας την γυναίκα που την ανέθρεψε προσφέροντάς της πολύ περισσότερα από ένα πιάτο φαγητό.

“Η γριά ράφτρα μιλούσε με την ειλικρίνεια με την οποία γίνονται οι εκμυστηρεύσεις στους αγνώστους που συναντάμε στο τρένο, ξέροντας ότι δεν χρειαστεί ποτέ ν' αντέξουμε το βάρος της ματιάς τους.
“Δεν άνοιξε ποτέ η κοιλιά μου” συνέχισε, “και ο Θεός μόνο ξέρει αν το ήθελα, αλλά έμαθα από μόνη μου ότι στα παιδιά πρέπει να δίνεις το χαστούκι και το χάδι και το βυζί και το κρασί της γιορτής και όλα όσα χρειάζονται, όταν τους χρειάζονται. Είχα κι εγώ έναν ρόλο να παίξω και τον έπαιξα.”
“Και ποιος ρόλος ήταν αυτός;”
“Ο τελευταίος. Ήμουν η τελευταία μάνα που αντίκρισαν μερικοί.”
Η Μαρία απέμεινε σιωπηλή για μερικά λεπτά, ενώ η οργή της πέθαινε μέσα στην απαράδεκτη γι' αυτήν έννοια εκείνων των λόγων. Όταν μίλησε, η Μπονάρια συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε πια χώρος για να καταλάβει.
“Για μένα, είστε η πρώτη και, αν μου ζητούσατε να πεθάνετε, δεν θα μπορούσα να σας σκοτώσω, μόνο και μόνο επειδή το θέλετε.”
Η Μπονάρια Ουράι την κοίταξε και η Μαρία διέκρινε ότι η γριά ήταν κουρασμένη.
“Μη λες ποτέ: απ' αυτό το νερό δεν θα πιω. Μπορεί να βρεθείς μες στο βαρέλι χωρίς καν να καταλάβεις πως μπήκες.”
Η Μπονάρια μάζεψε το σάλι που είχε αφήσει να πέσει στην καρέκλα και άρχισε να το διπλώνει με αργές κινήσεις, ξέροντας ότι ήταν το μοναδικό πράγμα που μπορούσε να βάλει σε τάξη.
“Όταν έρθει η στιγμή, Μαρία, θα ανακαλύψεις πράγματα για τον εαυτό σου που δεν τα ξέρεις ακόμα”.”

Η συγγραφέας περιγράφει έξοχα την μικρή αγροτική κοινότητα του Σορένι, ένα χωριό που όπως τα μεγαλύτερα κομμάτια της Σαρδηνίας η ζωή μέσα στους αιώνες δεν γνωρίζει μεγάλες αλλαγές. Ένα χωριό γεμάτο κουτσομπολιά και προκαταλήψεις, με τους δικούς του παραδοσιακούς κανόνες και με τους κατοίκους του να σκοτώνονται μεταξύ τους για έναν φράχτη και μερικές πέτρες. Η Μαρία θα ζούσε μια ζωή μέσα στην πείνα και την ανέχεια, την αγραμματοσύνη και τις αγροτικές εργασίες αν δεν έπεφτε τυχαία πάνω στην  Μπονάρια, η οποία θα της προσφέρει τα πάντα, θα την μορφώσει, θα διαγνώσει τις νοητικές της ικανότητες, θα της δώσει τα φτερά να πετάξει. Η Μαρία θα αργήσει να το καταλάβει αυτό, να εκτιμήσει το δώρο που πήρε αλλά και να συνειδητοποιήσει ότι είναι περισσότερο δεμένη με τον τόπο της απ' ότι πίστευε.


Γεμάτο λυρισμό το μυθιστόρημα της Murgia (το τρίτο της), ολοζώντανο και δυναμικό, με ωραίο ρυθμό και με μια ιστορία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, παρασέρνει τον αναγνώστη, βυθίζοντάς τον μέσα στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί. Σε αυτή την “πάλη” του παλαιού με το καινούργιο, είναι γεγονός ότι η συγγραφέας θα μπορούσε να δώσει περισσότερο βάρος στον χαρακτήρα της accabadora Μπονάρια, και μεγαλύτερο όγκο στην πλοκή, εκείνη όμως, επιλέγει να προτάξει τη σχέση μεταξύ των δύο γυναικών σε πρώτο επίπεδο και ουσιαστικά να θέσει ερωτήματα στον αναγνώστη γύρω από την ευθανασία, τα παλαιά έθιμα που παραμένουν στις μικρές απομονωμένες κοινότητες κρατώντας από την αρχαιότητα, στις λεπτές ισορροπίες μεταξύ των κατοίκων.

Με το μυθιστόρημα αυτό, η Michela Murgia - άξια απόγονος της σπουδαίας Σαρδηνής συγγραφέως Grazia Deledda (Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1926) - έγινε γνωστή στη χώρα της και στο εξωτερικό. Το βιβλίο απέσπασε 3 λογοτεχνικά βραβεία στην Ιταλία (Dessi το 2009, SuperMondelo και Campiello το 2010. Στην Ελλάδα εκδόθηκε στο τέλος του 2016 και πέρασε απαρατήρητο.


Βαθμολογία 80/100



 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2017
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2017 | Permalink
Ξαναδιαβάζοντας την "Μεγάλη Πλατεία" μετά από 30 χρόνια
Διάβασα για πρώτη φορά την “ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΤΕΙΑ”, το μυθιστόρημα του Νίκου Μπακόλα , το 1988, ένα χρόνο αφότου πρωτοεκδόθηκε, και ακόμα θυμάμαι την αίσθηση εκείνης, της πρώτης ανάγνωσης, την μαγεία που άσκησε μέσα μου, το εμβληματικό κείμενο του Θεσσαλονικιού συγγραφέα. Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ από το ύφος του, που αργότερα διάβασα όλα τα προηγούμενά του βιβλία και τα χρόνια που ακολούθησαν, ότι εξέδωσε ο συγγραφέας.

Όταν αποφασίσαμε, η Κατερίνα Μαλακατέ κι εγώ να δημιουργήσουμε μια Λέσχη Ανάγνωσης στο Booktalks, το βιβλιοπωλείο/καφέ που φτιάξαμε, συμφωνήσαμε ότι πρέπει να ασχοληθούμε με βιβλία που θεωρούμε “μεγάλες αφηγήσεις”, έργα απαιτητικά, που τα περισσότερα θεωρούνται ήδη ή πρόκειται να γίνουν από αυτά που αποκαλούνται “κλασσικά”. Η “Μεγάλη Πλατεία” είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που στο συλλογικό υποσυνείδητο της ελληνικής λογοτεχνικής σκηνής θεωρείτο ως τέτοιο, οπότε η επιλογή της, κάποια χρονική στιγμή, θεωρείτο ως δεδομένη. Τα μέλη της Λέσχης συνήθως συμφωνούν με τις επιλογές μας, τους αρέσει να δυσκολεύονται, οι περισσότεροι διαβάζουν τα βιβλία, αλλά ακόμα και αυτοί που για κάποιους λόγους δεν ολοκληρώνουν την ανάγνωση κάποιων, έρχονται με χαρά να συμμετάσχουν στην συζήτηση που διοργανώνεται μια φορά τον μήνα. Η επιλογή της “Μεγάλης Πλατείας” ήταν κάτι που δέχτηκαν όλοι, χωρίς γκρίνιες, το εντυπωσιακό βέβαια (τουλάχιστον για μένα), ήταν ότι παρά τις ηλικιακές διαφορές που υπάρχουν, ελάχιστοι γνώριζαν το βιβλίο, κανείς (σχεδόν) δεν το είχε διαβάσει, ενώ ο συγγραφέας τους ήταν μάλλον άγνωστος.

Τα μηνύματα που ελάμβανα, τον μήνα που πέρασε από την στιγμή της ανάθεσης του βιβλίου, ήταν μάλλον δυσοίωνα για την κουβέντα που θα ακολουθούσε. Υπήρχε γκρίνια, ειρωνεία, δυσαρέσκεια για την επιλογή και η συνάντηση προβλεπόταν δύσκολη, και η διαρροή μελών από την Λέσχη σίγουρη, ενώ και οι άσχημες καιρικές συνθήκες, δεν ευνοούσαν την προσέλευση. Ξαναδιαβάζοντας την “Μεγάλη Πλατεία” μετά από σχεδόν 30 χρόνια, προσπαθούσα να κατανοήσω τις δυσκολίες που ο αναγνώστης του 2017 θα αντιμετώπιζε και εν μέρει τις καταλάβαινα, διότι ο τρόπος ανάγνωσης του κόσμου, είναι δεδομένο ότι έχει μεταβληθεί, δεν περίμενα όμως αυτό που συνάντησα το απόγευμα του Σαββάτου 18/11 στην Λέσχη μας.

Στην Λέσχη Ανάγνωσης προσήλθαν 12 άτομα, όπου μαζί με τους δύο συντονιστές, ήμασταν 14, αριθμός αισθητά λιγότερος από άλλες συναντήσεις π.χ. στην συζήτηση για τον Στόουνερ του Γουίλιαμς, ήμασταν γύρω στους 30. Ήταν η πρώτη φορά που υπήρχε τέτοιο αρνητικό κλίμα για ένα βιβλίο, τα μισά μέλη δεν είχαν προχωρήσει πέραν της 100ης σελίδας, αρκετοί δε, είχαν παρατήσει το βιβλίο πριν την 50η, κάποιοι είχαν επιλέξει να διαβάσουν συγκεκριμένα κομμάτια του, όπως τις ιστορίες δύο εκ των 6 χαρακτήρων, ακόμα και εκείνοι που το είχαν ολοκληρώσει, μάλλον το είχαν κάνει ψυχαναγκαστικά και βιαστικά. Από την συζήτηση προέκυψε ότι η πλειονότητα δεν είχε καταλάβει τα ιστορικά στοιχεία που περιέχονται στο βιβλίο, τους είχε κουράσει η γλώσσα και το αφηγηματικό στυλ, είχαν μπερδευτεί με τα χρονικά άλματα της αφήγησης, δεν έβρισκαν νόημα στο αποσπασματικό ύφος. Άλλοι έβρισκαν απρόσωπη και ψυχρή την γλώσσα του συγγραφέα, άλλοι δεν έπιασαν ακόμα και τις πιο απλές αναφορές σε ιστορικές περιόδους και γεγονότα. Τα δε εμβόλιμα αποσπάσματα που αναφέρονται στο βιβλίο ως “Μέσοι Χρόνοι” είχαν μπερδέψει τους πάντες σε σημείο, όταν ανέφερα ότι η χρονική περίοδος (των “Μέσων χρόνων” του βιβλίου), κατά βάση είναι ο Μεσαίωνας και η Επανάσταση των Ζηλωτών να εκπλαγούν σχεδόν άπαντες. Θα παραβλέψω τους παραλογισμούς που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης (ότι ο Μπακόλας είναι “κακέκτυπο του Φώκνερ” ή ότι το αφηγηματικό του ύφος είναι “δήθεν”), μένοντας στο γεγονός ότι τα μέλη της Λέσχης, τα οποία έχουν αναμετρηθεί με πολύ απαιτητικά βιβλία, όπως είναι “Ο δόκτορ Φάουστους” του Τόμας Μαν, “Ο Δούναβης” του Κλ. Μάγκρις, “Η Ναυτία” του Ζ.Π.Σαρτρ, ενοχλήθηκαν ή δυσκολεύτηκαν από τις εναλλαγές στις ιστορίες, στις οποίες τα χρονικά άλματα είναι μεγάλα, από τις διακλαδώσεις της πλοκής, από την πυκνότητα της γραφής και ουσιαστικά από το ύφος του συγγραφέα.
Στο κείμενο που ακολουθεί, προσπαθώ να περιγράψω τις εντυπώσεις μου από την δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου και να βάλω σε μια τάξη, τις σημειώσεις που είχα κρατήσει κατά την διάρκειά της, μέσω των οποίων προσπάθησα να “υπερασπιστώ” την θέση μου κατά τη διάρκεια της συζήτησης όπου ευρισκόμουν εξαρχής σε θέση άμυνας.

_____________________________________________________


“Μεγάλη Πλατεία, παναπεί ο χώρος ο περίβλεπτος! Όπου τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί. Όπου τα δείχνουμε όλα!” (Νίκος Μπακόλας, σε συνέντευξή του)

Στην “Μεγάλη Πλατεία” (εκδόσεις Κέδρος, σελ. 560 – α' έκδοση 1987, επανέκδοση με νέο εξώφυλλο, 2014), βιβλίο που βραβεύτηκε το 1988 με το Α' Κρατικό βραβείο Μυθιστορήματος, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος, Νίκος Μπακόλας (1927 - 1999 ), πραγματοποιεί μια σύνθεση χρονικών περιόδων, προσωπικών στιγμών, συνδυάζοντας με απόλυτα λειτουργικό τρόπο το ιδιωτικό με το κοινωνικό στοιχείο, το γενικό με το ιδιωτικό, μέσα από τους χαρακτήρες των ηρώων του, ανθρώπων καθημερινών που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Ο Μπακόλας στο πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο βιβλίο του, γεμάτο εικόνες και όπου κάθε πρόταση χτυπάει σαν σφυριά τον αναγνώστη, δημιουργεί ένα καλειδοσκόπιο όπου μέσα του απεικονίζονται πολλά κάτοπτρα, ένα ψηφιδωτό, το οποίο αποκτάει σιγά σιγά μορφή. Το γεγονός αυτό δυσκολεύει ιδιαίτερα την ανάγνωση, και προϋποθέτει συγκέντρωση και εγρήγορση, είναι μια αναμέτρηση του αναγνώστη με το κείμενο, από τη στιγμή όμως που θα μπει στο κλίμα και την μοναδική ατμόσφαιρα που πλάθει ο συγγραφέας, δεν θα μπορέσει εύκολα να βγει από αυτήν.

Στο μυθιστόρημα αυτό, η τριτοπρόσωπη αφήγηση, με μακροπερίοδο λόγο, εναλλάσσεται με την συνειρμική γραφή και τον εσωτερικό μονόλογο - ύφος που χαρακτήρισε τον συγγραφικό λόγο του Ν.Μπακόλα, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό εκπρόσωπο της λογοτεχνικής σχολής της Θεσσαλονίκης, που με συγγραφείς όπως ο Γ.Χειμωνάς, ο Πεντζίκης, ο Βασιλικός (στα πρώτα κυρίως έργα του), ο Ιωάννου, ο Ξεφλούδας και αρκετοί άλλοι, δημιούργησαν ένα ιδιόμορφο και απόλυτα διακριτό στυλ, με πολλές βέβαια διαφορές μεταξύ τους, το οποίο ήταν κάτι μοναδικό για τα ελληνικά γράμματα.

Από το βιβλίο περνάει η ιστορία της Θεσσαλονίκης από την Μικρασιατική καταστροφή και το κύμα των προσφύγων που κατέκλυσαν την πόλη και την μεταμόρφωσαν κυριολεκτικά, έως τον Εμφύλιο. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τις ζωές 4 χαρακτήρων στο πρώτο μέρος, ενώ στο δεύτερο μέρος προστίθενται και άλλοι 2 χαρακτήρες, οι οποίοι σιγά σιγά, εκτοπίζουν τους προηγούμενους αναδεικνυόμενοι ως πρωταγωνιστές του μύθου. Εμβόλιμα υπάρχουν εννέα κεφάλαια, που φέρουν τον τίτλο “Μέσοι Χρόνοι”, όπου ο συγγραφέας διηγείται μια παράλληλη ιστορία με συνειρμικό λόγο, η οποία ξεκινάει από την Επανάσταση των Ζηλωτών (1342-1349), η οποία πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη κατά την διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, και ήταν μια μοναδική περίπτωση επικράτησης της Λαϊκής εξουσίας για μια μικρή χρονική περίοδο – επανάσταση η οποία βέβαια συνετρίβη. Ο συγγραφέας σε αυτά τα κεφάλαια κάνει παραπομπές στα γεγονότα του 1936 και στην εποχή του Εμφυλίου συγκρίνοντας τις δύο εποχές και την πορεία των κοινωνικών αγώνων.

"Ποτέ μας δεν καταλαβαίναμε τον παραλογισμό (συνέχισε), μας λέγαν προχωράτε, προχωρούσαμε, χτυπάτε και χτυπούσαμε, μονάχα όταν φεύγαμε μακριά τους, συλλογιόμασταν ότι καιρός μας ήταν να σκεφτούμε και μονάχοι μας, για τα δικά μας."

Το μυθιστόρημα κινείται σε τρία αρχικά επίπεδα, μυθοπλασία, ιστορικές μνήμες, υποσημειώσεις, είναι αυτά και αποτελούν το βασικό πλαίσιο γύρω από το οποίο θεμελιώνει την αφήγησή του ο Μπακόλας. Η Θεσσαλονίκη ως “μεγάλη πλατεία” είναι ουσιαστικά ο μεγάλος ήρωας του βιβλίου, ο αληθινός του πρωταγωνιστής, εάν βέβαια βολεύει τον αναγνώστη να τοποθετήσει σε “πραγματικά πλαίσια” την εξέλιξη της πλοκής θα μπορούσε η μεγάλη πλατεία να είναι η πλατεία Αριστοτέλους, με τους γύρω δρόμους της έως την πλατεία Ελευθερίας, αποτελούν το κεντρικό γεωγραφικό τόπο των ιστοριών. Ουσιαστικό όμως πλαίσιο αποτελούν και οι συνοικίες του Ντεπό, η Άνω Πόλη, όπως και οι Εξοχές, όπου μεγάλωσε ο συγγραφέας.

Η αφήγηση όπως αναφέρω παραπάνω, περιλαμβάνει κεφάλαια όπου ο συγγραφέας περιγράφει τον καθένα από τους ήρωές του υιοθετώντας τριτοπρόσωπη αφήγηση. Ο Φώτης, ο Χρίστος και η Αγγέλα, άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης ξεκινάνε από διαφορετικές αφετηρίες, και οι πορείες τους αντανακλούν τις μορφές της κοινωνίας της πόλης. Ο τέταρτος ήρωας, ο Γιάννης είναι ο μόνος που προέρχεται από εύπορη οικογένεια, καθώς ο πατέρας του είναι εργοστασιάρχης, είναι όμως και ο πιο ανατρεπτικός απ' όλους (και ίσως ο πιο λογοτεχνικά ενδιαφέρων, με το μυστήριο να τον περιβάλλει), καθώς έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την οικογένειά του, λόγω του τρόπου ζωής που επιλέγει. Στο δεύτερο μέρος που καλύπτει τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, προστίθενται δύο ακόμα ήρωες, ο Άγγελος, παραμελημένος (και ουσιαστικά παρκαρισμένος στην γιαγιά του Μυρσίνη) γιος του Φώτη από έναν νεανικό του γάμο με μια Εβραία, παιδί που μεγαλώνει κυριολεκτικά στον δρόμο και θα αναδειχθεί ως καίριο σημείο στην εξέλιξη της ιστορίας, και η Αντιγόνη, η μικρότερη κόρη του Χρίστου, η οποία είναι έφηβη στην Κατοχή, προσπαθώντας να κατανοήσει τις πολιτικές και κοινωνικές ισορροπίες. Γύρω τους δεκάδες δευτερεύοντες και ελάσσονες χαρακτήρες, πρόσωπα χαρακτηριστικά, του δημοσιογραφικού κόσμου, της εργατικής τάξης, άλλοι λαμόγια, άλλοι μεροκαματιάρηδες που προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε είδους τρόπους. Η γραφή του Μπακόλα ακολουθεί ρεαλιστικό ύφος με ποιητικό ρυθμό, κάνοντας χρονικά άλματα στις ιστορίες, εμπλέκοντας περιόδους της ζωής των ηρώων του.  Γενικότερα η πλοκή δεν ακολουθεί μια αναμενόμενη πορεία, ούτε ενδιαφέρεται ο συγγραφέας να “καθησυχάσει” τον αναγνώστη καθώς οι πορείες των ηρώων άλλοτε τέμνονται, άλλοτε όχι, συχνά δε ακολουθούν παράλληλες διαδρομές.

Μέσα από τις διαδρομές των ηρώων του, ο Μπακόλας καταγράφει την ιστορία της πόλης. Η Αγγέλα, με το ισχυρό ένστικτο της επιβίωσης, από υπηρέτρια σε σπίτι πάμπλουτου γηραιού κυρίου, θα τραβήξει το έμμεσο ενδιαφέρον του Γιάννη που προσπαθούσε να βρει τρόπο να χωθεί κι αυτός στο σπίτι του προστάτη της, αλλά η σχέση των δύο τους θα εξελιχθεί αυτόνομα και παρά τα εμπόδια που θα προκύψουν στην πορεία (ή ίσως ακριβώς από αυτά) θα δυναμώσει πολύ. Η Αγγέλα θα γίνει τραγουδίστρια με αξιοπρόσεκτη πορεία στον χώρο των λαϊκών μαγαζιών, περνώντας και από το “Ουζερί Τσιτσάνης” όπως αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας, και θα πλάσει έναν αξιοπρόσεκτο χαρακτήρα  που θα σταθεί δίπλα στον Γιάννη, καθώς εκείνος αναδεικνύεται σε ισχυρό οικονομικό παράγοντας της πόλης, συμμαχώντας με την κατά καιρούς εξουσία όποιο πρόσωπο κι αν είχε αυτή. Ο Χρίστος δημοσιογράφος, τίμιος κατά βάση, είναι ο πλέον θετικός ήρωας του βιβλίου. Θα παλέψει σκληρά, πάντα με τιμιότητα και πίστη στο δημοσιογραφικό του λειτούργημα, ενώ οι δημοκρατικές πεποιθήσεις του θα τον δυσκολέψουν σε μεγάλα διαστήματα της ζωής του. Θα βρεθεί κυριολεκτικά μέσα στη δίνη των γεγονότων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, προσπαθώντας πάντα να κρατήσει ισορροπίες, αδυνατώντας όμως να κρατήσει την κατάσταση μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ο Φώτης που κρατάει με τις περιπέτειές του μεγάλο μέρος της πλοκής στο πρώτο μέρος, θα υποχωρήσει σιγά σιγά στο δεύτερο μέρος. Τυχοδιώκτης, που χώνεται μέσα σε όλα, θα είναι συνεχώς εκτός Θεσ/νίκης αναζητώντας την μοίρα του, όπου μπορεί να φανταστεί κανείς. Ο γιος του Άγγελος, θα πάρει από εκείνον την περιπετειώδη φύση του, θα είναι ανυπότακτος και ατίθασος, ένα αγρίμι που υποτάσσεται μόνο από τις δύο κόρες του Χρίστου, την Αλκμήνη, το πλέον τραγικό πρόσωπο του βιβλίου, και την Αντιγόνη, η οποία ως μικρότερη, βλέπει τα δύο της αδέρφια, τον Δημήτρη (πρόσωπο που παραπέμπει στον συγγραφέα, που κι αυτός γεννήθηκε το 1927 και τελείωνε το σχολείο στο τέλος της Κατοχής), ο οποίος θα είναι ένας ρομαντικός και ιδεολόγος έφηβος, ο οποίος βλέπει τα όνειρά του να συντρίβονται μετά το τέλος της Κατοχής, και την αγωνίστρια Αλκμήνη, ένα αγοροκόριτσο που την άγνοια κινδύνου που έχει θα την πληρώσει ακριβά.

Οι 43 υποσημειώσεις του βιβλίου, αποτελούν ένα άλλο μυθιστόρημα, συμπληρώνοντας αρμονικά την εξέλιξη της ιστορίας. Είναι πρωτοπρόσωπες και ουσιαστικά αποκαθιστούν την πραγματικότητα, προσθέτοντας όμως το αυθεντικό πλαίσιο στη δράση, π.χ. σε μια επιδρομή της Ασφάλειας στο σπίτι του Χρίστου για να βρουν κομμουνιστικά βιβλία (κατά τη διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας) και όπου δήθεν βρίσκουν ένα χωμένο κάτω από το στρώμα που ουσιαστικά εκείνοι έβαλαν για να ενοχοποιήσουν τον Χρίστο, η υποσημείωση του Μπακόλα είναι: “Κάποια νύχτα του '42, ο Λεόπουλος, συνάδερφος του πατέρα, περασμένος από εξορίες και μπουντρούμια, θα διηγιόταν πως, επί Μεταξά του είχαν ρίξει δυο βιβλία κομμουνιστικά μέσα στο σεντούκι που μαζεύανε τα προικιά της κόρης του, οι ίδιοι οι μυστικοί. Κι όταν είπε η Μαρία, η γυναίκα του, "είναι το γνωστό σας κόλπο", την αρπάξαν από τα μαλλιά. Έκλαιγε και τότε, μα και τώρα που τα διηγότανε ο άντρας της. Πιο πολύ την πλήγωνε η προσβολή."

Τα 9 κεφάλαια των “Μέσων Χρόνων” αποτελούν ίσως το πιο ενδιαφέρον λογοτεχνικά στοιχείο του μυθιστορήματος με τον συνειρμικό λόγο που αναπτύσσει ο συγγραφέας, φέρνοντας στο νου, τους "Χτίστες" του Γιώργου Χειμωνά. Το πλαίσιο όπως αναφέρω παραπάνω είναι η Επανάσταση των Ζηλωτών (1342-1349), αλλά ο συγγραφέας εμπλέκει στην αφήγηση σκηνές από την Μικρασιατική καταστροφή, τις απεργίες και τις συμπλοκές τον Μάη του '36 στην Θεσσαλονίκη, τον Εμφύλιο πόλεμο. Ο βασικός ήρωας των Μέσων Χρόνων είναι ο Χριστόφορος, ο ηγέτης της επανάστασης και ο άνθρωπος που στηρίζονται επάνω του οι εξεγερμένοι. Η σύλληψη του γίνεται στην μεγάλη πλατεία της πόλης, όπου εκείνος συνειδητοποιεί την μοναξιά του και αφήνεται στα χέρια των εχθρών του κοιτάζοντας την θάλασσα σε μια συγκλονιστική στιγμή της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπακόλας δίνει στον ήρωα του, το όνομα του πατέρα του.

"Ξαφνικά τραβήχτηκαν οι πάντες κι έμεινε η πλατεία έρημη, με εκείνον ιδρωμένο καταπονημένο, σχεδόν ξέπνοο, στη μέση, κάτω από τον ήλιο που ίσως ήταν του θανάτου, με κοκκινισμένα μάτια και με πληγωμένη μνήμη, όπου σκέφτηκε εδώ δε μένει τόπος να κρυφτώ, κι αισθανόταν πως τον κάρφωναν τα βλέμματα του πλήθους, όλων που τραβήχτηκαν στις άκριες φαρμακωμένοι, που προτίμησαν τις πόρτες, τις κολόνες, που τους σκιάζανε , τους προστατεύανε. Και ή τώρα ή ποτέ, θα έλεγαν, μα δεν του έμενε πνοή κουράγιο ή επιθυμία, μήτε ήθελε να τρέξει μήτε να σταθεί, συλλογίστηκε να βρω μια λύση να χαντακωθώ, σήκωσε τα μάτια του και τα' κλεισε, γιατί τα μαχαίρωνε ο ήλιος, τρέμαν τα ματόκλαδα από το φως, τα μάγουλά του καίγανε τα χείλη, τότε έμελλε να ξαναθυμηθεί ότι τα πτώματα αυτών θέλουσι κείσθαι επί πλατείας πόλες μεγάλης, ήτις καλείται Σόδομα και Αίγυπτος, όπου και ο κύρης εσταυρώθη και οι άνθρωποι εκ των λαών και των φυλών και των γλωσσών θέλουσι βλέπει τον Χριστόφορο, που στέκεται ανάμεσα σε πτώματα και λέει με εξόντωσαν τα άδεια βλέμματα, το έκαναν επίτηδες και με αφήσαν, και τότε έκλαψε κάποια φωνή από το πλήθος, "μας έπνιξε η ορφάνια κι η ανέχεια, ποιος θα μας δώσει τον πατέρα μας, το βιός μας;" και σκέφτηκε, μα είναι αδύνατο εγώ, ίσως δεν πρέπει να παραδοθώ, αν έμενε φωνή στα σπλάχνα θα τους φώναζα πως όστις δεν ευρέθη γεγραμμένος στο βιβλίο της ζωής ερρίφθη εις την λίμνην του πυρός."

Είναι πλήθος οι ιστορικές αναφορές του βιβλίου και τα στοιχεία που καλείται να ψάξει ο επίμονος αναγνώστης. Τα γεγονότα της Επανάστασης των Ζηλωτών, το κάψιμο της Εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ από την εθνικιστική οργάνωση ΕΕΕ, το πλιάτσικο στα σπίτια των Εβραίων κατοίκων μετά τις συλλήψεις από τις Ναζιστικές δυνάμεις Κατοχής, τον ρόλο των δωσιλόγων στην πόλη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τον ρόλο του Αντόν Τσαούς και της ομάδας του στην Μακεδονική επαρχία, και άλλα πολλά – όρεξη και χρόνο να έχεις...

Η ατμόσφαιρα του βιβλίου κυριολεκτικά αφοπλίζει τον αναγνώστη, και όπως αναφέρει η Βενετία Αποστολίδου στη μελέτη της για το βιβλίο που δημοσιεύτηκε παλαιότερα στο περιοδικό Εντευκτήριο “Τα ιστορικά γεγονότα (...) αποκτούν τη σημασία τους από τα ίχνη που αφήνουν στις ανθρώπινες ζωές και συνειδήσεις”. Ο αναγνώστης όταν αφεθεί στα χέρια του συγγραφέα, μπαίνει μέσα στο βιβλίο, συμπάσχει με τους ήρωες του, γνωρίζει ότι διαβάζει κάτι πολύ ιδιαίτερο, που τον ξεπερνάει, ακόμα κι αν δεν κατανοεί πλήρως τα τεκταινόμενα.

Ο Μπακόλας με μεταφραστική θητεία στο έργο του Φώκνερ (“Βουή και Πάθος”, “Ένα ρόδο για την Έμιλυ”) είναι επηρεασμένος από την δομή των βιβλίων του μεγάλου Αμερικάνου συγγραφέα όπως έχει πει και σε συνεντεύξεις του. Η “Μεγάλη Πλατεία” παρουσιάζει δομικές ομοιότητες με την “Βουή και Πάθος”, μόνο όμως επιφανειακά. Εξάλλου είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των μεγάλων δημιουργών οι συγγένειες και οι επιδράσεις στα έργα τους.

Θεωρώ την “Μεγάλη Πλατεία”, το πιο σημαντικό μεταπολεμικό μυθιστόρημα μαζί με τις “Ακυβέρνητες Πολιτείες” του Στρατή Τσίρκα. Είναι ένα πολύ σημαντικό βιβλίο που θα πρέπει να σκύψουν επάνω του όσοι ασχολούνται ή έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για την λογοτεχνία, το ύφος, τη γλώσσα, κάτι που πιστεύω ότι πρέπει να κάνουν με το σύνολο του έργου του Νίκου Μπακόλα, ενός από τους σπουδαιότερους πεζογράφους της χώρας, πού όπως φαίνεται είναι μάλλον άγνωστος στους καινούργιους αναγνώστες. Κλείνοντας, παραθέτω τα λόγια του καθηγητή Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου, που στη μελέτη του για την “Μεγάλη Πλατεία” ("Η συμβολική λειτουργία του χώρου - Ο ρόλος της πλατείας στην ατομική ζωή και τη συλλογική συνείδηση / Το παράδειγμα της "Μεγάλης Πλατείας") γράφει: "Το γεγονός όμως που έχει ιδιαίτερη αξία στο μυθιστόρημα του Μπακόλα είναι πως η πλατεία προσφέρει στον πεζογράφο τη δυνατότητα να αναπαραστήσει μεταφορικά έναν ευρύτερο χώρο, όπου συγκεντρώνεται η συλλογική δράση, συνειδητοποιείται η κοινή μοίρα της λαϊκής τάξης και διαπιστώνεται η κατάληξη των ιδανικών και των οραμάτων της ίδιας της επανάστασης της γενιάς του συγγραφέα."

_____________________________________________________


Βαθμολογία 92/100



 
Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2017
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2017 | Permalink
Εγώ είμαι ο Τζόναθαν Σκρίβενερ
Ο Βρετανός συγγραφέας Claude Houghton Oldfield (Κεντ 1889 – Σάσεξ 1961), είναι από αυτές τις περιπτώσεις πολυγραφότατων δημιουργών, που το βιογραφικό τους περιλαμβάνει μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, οι οποίοι όμως (για έναν ανεξήγητο λόγο), μένουν στην λογοτεχνική ιστορία για ένα-δυο βιβλία τους. Αναρωτιέμαι δε, εάν ο αστικός μύθος που θέλει τον μεγάλο Orson Welles να επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό (κυρίως σε θέματα δομής και κατασκευής μυθοπλασίας), για την δημιουργία του αριστουργηματικού Πολίτη Κέιν”, από το μυθιστόρημα “ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΣΚΡΙΒΕΝΕΡ” (“I am Jonathan Scrivener”), που εκδόθηκε το 1930 (μερικά χρόνια δηλαδή, πριν την ταινία του Ουέλς), θα ασχολείτο κανείς ακόμα με αυτόν τον συγγραφέα. Ευτυχώς όμως, η κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά για πρώτη φορά πριν από μερικούς μήνες από τις εκδόσεις Καλέντη, σε μετάφραση του Α.Καλοφωλιά, μας συστήνει ένα εκπληκτικό ψυχολογικό μυθιστόρημα, με πολλές φιλοσοφικές προεκτάσεις, με αριστοτεχνική δομή άξια θαυμασμού.

Αυτό το βιβλίο είναι μια πρόσκληση σε μια περιπέτεια. Είναι απαραίτητο να σας συστηθώ, καθώς είμαι το μοναδικό άτομο στον κόσμο που μπορεί να διηγηθεί αυτή την ιστορία, αλλά θα ήταν φρόνιμο να με θεωρείτε απλώς ως έναν μηχανισμό για την αφήγηση συγκεκριμένων γεγονότων. Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζετε πολλά για εμένα, μιας και η περιπέτεια την οποία σας καλώ να μοιραστούμε ήταν αποτέλεσμα μιας δραματικής και μυστηριώδους αλλαγής, η οποία ανέτρεψε από τα θεμέλια τον τρόπο ζωής μου.”

Βρισκόμαστε στην Αγγλία του Μεσοπολέμου, λίγο πριν το 1930. Οι πληγές του μεγάλου πολέμου έχουν αρχίσει να επουλώνονται και η κοινωνία έχει αρχίσει να αλλάζει καθώς η αριστοκρατία υποχωρεί, η αστική τάξη αναδύεται και παίζει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ οι γυναίκες έχουν εισέλθει δυναμικά στον δημόσιο βίο. Ο Τζέιμς Ρέξαμ είναι ένας άνθρωπος που μέχρι τα 39 του χρόνια, έχει γνωρίσει πολλές απογοητεύσεις. Φοίτησε σε ένα καλό σχολείο, αλλά ο θάνατος του πατέρα του και η ανάγκη για επιβίωση, του στέρησε τις σπουδές, ενώ στην καλύτερή του ηλικία αναγκάστηκε να πάει στο μέτωπο της Γαλλίας. Βαλτωμένος σε ένα γραφείο ενός γνωστού του πατέρα του και εργαζόμενος ως κλητήρας βλέπει τη ζωή να περνάει μπροστά του. Σε μια στιγμή παρόρμησης, απαντάει σε μια αγγελία όπου ο κύριος Τζόναθαν Σκρίβενερ, εισοδηματίας με μεγάλη περιουσία, αναζητούσε γραμματέα που στη διάρκεια της μακροχρόνιας απουσίας του στο εξωτερικό θα παρακολουθεί την αλληλογραφία και θα ταξινομήσει την μεγάλη βιβλιοθήκη του, ζώντας στην οικία του Σκρίβενερ στο Λονδίνο. Τυπικά προσόντα δεν απαιτούνται, αλλά περισσότερο ρόλο θα παίξει η προσωπικότητα του αιτούντος.

Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Ρέξαμ, προσλαμβάνεται στη δουλειά, από ένα δικηγορικό γραφείο. Ο μεγαλοδικηγόρος που τον υποδέχεται, τον σνομπάρει, του λέει, ότι ο ίδιος ο Σκρίβενερ έκανε την επιλογή, επειδή του άρεσε η επιστολή που έστειλε ο Ρέξαμ, του δίνει τα κλειδιά του σπιτιού και του ανακοινώνει ότι ο εργοδότης του λείπει στο εξωτερικό και θα επικοινωνήσει μαζί του. Ο Ρέξαμ, ζει πλέον στο μεγάλο και πολυτελές διαμέρισμα του Σκρίβενερ, όπου μια κυρία έρχεται καθημερινά και το φροντίζει, ετοιμάζει τα γεύματα του και αναχωρεί το βράδυ. Είναι μόνος του και για πρώτη φορά ζει στο Λονδίνο ενώ όπως του τονίζεται κατηγορηματικά, είναι ο πρώτος άνθρωπος που του παραχωρείται πρόσβαση στην τεράστια βιβλιοθήκη του εργοδότη του με την υποχρέωση ταξινόμησής της.

“Οι άνθρωποι είναι συνήθως καλύτεροι από τις πεποιθήσεις τους και πιο αξιοπρεπείς από τις απόψεις τους. Αν δεν είχαν έτσι τα πράγματα, ο εμφύλιος πόλεμος θα ήταν ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του εθνικού βίου.”

Το γράμμα με τις οδηγίες του Σκρίβενερ είναι λιτό και δεν δίνει περαιτέρω πληροφορίες, ενώ φωτογραφία του ιδίου δεν υπάρχει πουθενά μέσα στο σπίτι. Σύντομα η μοναχική ζωή του Ρέξαμ θα διακοπεί, από μια σειρά ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως “φίλοι” του Σκρίβενερ και επισκέπτονται το σπίτι.
Στο διαμέρισμα εισβάλλουν κατέχοντας κλειδιά του, δύο κυρίες, η νεαρά και πολύ όμορφη Πολίν Μάντεβιλ, η οποία γνωρίζει τον Σκρίβενερ πολύ λίγο, έχει κάνει κάποιες μεγάλες συζητήσεις μαζί του αλλά ουσιαστικά δεν γνωρίζει πολλά γι'αυτόν. Η άλλη γυναίκα, είναι η Φραντσέσκα Μπέλαμι, ηθοποιός και χήρα ενός αυτόχειρα πάμπλουτου επιχειρηματία. Ως προσωπικότητα είναι εντελώς διαφορετική από την διακριτική και χαμηλότονη Πολίν, είναι μια γυναίκα που ξέρει να γοητεύει τους άντρες που βρίσκονται γύρω της. Κι εκείνη γνωρίζει ελάχιστα τον Σκρίβενερ – ίσως βέβαια λίγο περισσότερο από την Πολίν, αλλά και πάλι δεν μπορεί να δώσει περισσότερα στοιχεία για εκείνον. Γιατί κατέχουν κλειδιά του διαμερίσματος είναι κάτι που δεν είναι πολύ σαφές βάσει των πληροφοριών που δίδουν στον εμβρόντητο Ρέξαμ, σχετικά με την προσωπικότητα ή την ταυτότητα του Σκρίβενερ, ορισμένα δε στοιχεία που θεωρούν ότι γνωρίζουν για εκείνον, έρχονται σε μεγάλη αντίθεση μεταξύ τους.

Ο Ρέξαμ θα μπερδευτεί ακόμα περισσότερο, μετά τις επισκέψεις κάποιων κυρίων, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται κι εκείνοι ως “καλοί φίλοι” του Σκρίβενερ, τον Άντριου Μίντλτον, αλκοολικό και απελπισμένο άνθρωπο, ο οποίος έχει δει μόνο μια φορά τον Σκρίβενερ αλλά ήταν αρκετή για να εντυπωσιαστεί από την γνωριμία, ο Σκρίβενερ του έδωσε την κάρτα του και τον προσκάλεσε σπίτι του χωρίς να του δώσει λεπτομέρειες, ο δεύτερος κύριος, ο νεαρός Άντονι Ρίβερς έχει μόλις επιστρέψει από το Παρίσι, όπου συνάντησε τον Σκρίβενερ σε συνεστιάσεις και χορούς, ομολογεί κι εκείνος ότι δεν γνωρίζει πολλά και δείχνει άνθρωπος που τον ενδιαφέρει η κοσμική και πολυτελής ζωή. Το μυστήριο γύρω από τον Σκρίβενερ μεγαλώνει καθώς, στο προσκήνιο (πιο συγκεκριμένα στην οικία), εμφανίζεται κάποιος Ντένβερς, ένας άνθρωπος χαμηλού επιπέδου, ο οποίος δείχνει να γνωρίζει τον Σκρίβενερ από την συναναστροφή του μαζί του σε μέρη σκοτεινά και ύποπτα. Οι δε συζητήσεις του Ρέξαμ με τον δικηγόρο του Σκρίβενερ δεν ρίχνουν περισσότερο φως για τον εργοδότη του, εντείνοντας το μυστήριο γύρω από το άτομό του καθώς ο καιρός περνάει και εκείνος δείχνει ολοένα πιο εξαφανισμένος.

Ο Ρέξαμ προσπαθεί να κατανοήσει ποιος είναι ο Σκρίβενερ. Οι άνθρωποι τους οποίους γνώρισε, είχαν δει τον εργοδότη του ελάχιστα, και οι πληροφορίες ή οι εντυπώσεις που είχαν από εκείνον ήταν αντικρουόμενες. Είναι δε τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους που αναρωτιέται κανείς, τι έβρισκε ο Σκρίβενερ σε όλους τους. Αλλά όλοι είχαν κάτι κοινό. Είχαν συγκλονιστεί από τις συζητήσεις με τον Σκρίβενερ, είχαν αντιληφθεί ότι ο συνομιλητής τους, άγγιζε μέρη του εαυτού τους που ήταν κρυμμένα, τους προέτρεπε σε εξομολογήσεις πρωτόγνωρες, σχεδόν εισχωρούσε μέσα στον εαυτό τους. Ο Ρέξαμ και οι υπόλοιποι θα αναπτύξουν σχέσεις μεταξύ τους, χωρίς το πρόσωπο που τους ενώνει να είναι παρόν. Ο Σκρίβενερ ως άλλος μαριονετίστας ουσιαστικά κινεί τα νήματα ενώνοντας τις ζωές αυτών των ανθρώπων, αλλά το ερώτημα παραμένει μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου, ποιος και που είναι ο Τζόναθαν Σκρίβενερ.

"Η αλλαγή που μου είχε συμβεί έμοιαζε περισσότερο σαν ένα υποκατάστατο της ζωής παρά σαν μια εκπλήρωσή της. Εκείνη την εποχή η περηφάνια μου δεν με άφηνε να το δω αυτό, αλλά αργότερα μου έγινε ξεκάθαρο. Και ήταν βασικά οι εμπειρίες μου στη διάρκεια εκείνων των τριών μηνών τις οποίες αναστοχάζομαι τώρα αυτές που με ανάγκασαν να δω το παρελθόν μου με διαφορετικό μάτι.
Όμως αυτό που με εξέπληξε περισσότερο απ' όλα ήταν ότι στη διάρκεια εκείνης της περιόδου δεν είχα κανένα νέο από τον Σκρίβενερ. (...) Είχα την παράξενη αίσθηση ότι είχε επίγνωση του είδους των εξελίξεων που θα έπρεπε να ακολουθήσουν ανάμεσα σε εμένα και εκείνους από τους φίλους του με τους οποίους είχα αποκτήσει τόσο στενή επαφή. Ένιωθα ότι καταλάβαινε τον καθένα μας· ότι τον ενδιέφερε να μας γνωρίσει μεταξύ μας και ότι τώρα παρακολουθούσε σιωπηλός, περιμένοντας να δει ποια θα ήταν τα αποτελέσματα των συναναστροφών μας. Μέχρι που ένιωθα ότι είχε καταλήξει στο ποια θα ήταν αυτά τα συμπεράσματα, και τώρα περίμενε τα γεγονότα να τα επιβεβαιώσουν. (...) Συνειδητοποίησα επίσης ότι ο καθένας από τους άλλους με τον τρόπο του υπολόγιζε στον Σκρίβενερ για κάτι, και επιπλέον το γεγονός ότι κανείς δεν ήθελε να μιλήσει γι' αυτόν με εντυπωσίασε πολύ. Ένιωσα ότι όλοι μας ήμασταν μύγες πιασμένες στον ίδιο αόρατο ιστό."

Το μυθιστόρημα του Χάουτον, με εξαιρετική δομή, διαρκώς κλιμακούμενη ένταση και καλοκουρδισμένο ρυθμό, έχει υπέροχους διαλόγους και σε βυθίζει μέσα στην γεμάτη αινίγματα και μυστήριο ατμόσφαιρά του. Η αναζήτηση του αμιφιλεγόμενου Σκρίβενερ, μετατρέπεται σε αναζήτηση εαυτού των χαρακτήρων του βιβλίου. Ο Ρέξαμ συνειδητοποιεί ότι ο καθένας από τους “φίλους” του Σκρίβενερ παρουσίαζε μια πλευρά, ένα χαρακτηριστικό που άγγιζε τον εργοδότη του, που ίσως κι ο ίδιος να το παρουσίαζε, ενώ μετά τις συζητήσεις με τον δικηγόρο γύρω από το παρελθόν του Σκρίβενερ αντιλαμβάνεται ότι οι ζωές τους δεν είχαν μεγάλη διαφορά μέχρι ο τελευταίος να βρεθεί με μεγάλη περιουσία στα χέρια του. Ο Σκρίβενερ μέσα από τις γνωριμίες του, γνώριζε τον εαυτό του και το ίδιο ουσιαστικά κάνει ο Ρέξαμ, σχετιζόμενος με τους ανθρώπους αυτούς.

Διαβάζοντας το βιβλίο, οι ερωτήσεις σε κατακλύζουν και το βασικό δίλημμα ως προς το ποιος είναι ο Τζόναθαν Σκρίβενερ δείχνει να υποχωρεί, γιατί εκείνο που παρακολουθείς ως αναγνώστης είναι οι διακλαδώσεις και οι εσωτερικές διεργασίες των χαρακτήρων / πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος, οι διαφορές και οι ομοιότητες, η έννοια του τυχαίου και η εκμετάλλευση των ευκαιριών που σου παρουσιάζονται.

Ουσιαστικά όμως, ο εαυτός ως άλλος και η αναζήτηση της ταυτότητας, κυριαρχούν, σε αυτό το βαθιά φιλοσοφικό και ταυτόχρονα καίριο ψυχογράφημα που είναι το “Εγώ είμαι ο Τζόναθαν Σκρίβενερ”. Οι χαρακτήρες που περιγράφει ο συγγραφέας (κυρίως οι 2 γυναίκες) είναι εξαιρετικοί και τόσο αληθινοί που ξαφνιάζουν. Ένα βιβλίο που προσφέρει ύψιστη λογοτεχνική απόλαυση, και είναι γεμάτο με μυστήριο και ένταση ενώ το χιούμορ και η ευστροφία ξεχειλίζουν από τις σελίδες του. Αποτελεί ευτυχή συγκυρία η ωραία μετάφραση και η έκδοσή του στα ελληνικά, και αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον εκδοτικό οίκο που μας προσέφερε αυτό το (μάλλον παραγνωρισμένο και ίσως λησμονημένο) αριστούργημα.

Βαθμολογία: 87 / 100


 
Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2017
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2017 | Permalink
Οστάνδη 1936
Το καλοκαίρι του 1936 χαρακτηρίστηκε από δύο σημαντικά γεγονότα. Τους Ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου που διοργάνωσε το ναζιστικό καθεστώς  (προσπαθώντας να δείξει σε όλο τον κόσμο την ισχύ του Γερμανικού έθνους (και ταυτόχρονα την υπεροχή της Αρείας φυλής) αλλά και το “ανθρώπινο πρόσωπο” του καθεστώτος ), και την αρχή του Ισπανικού Εμφυλίου που κράτησε 3 περίπου χρόνια με ανυπολόγιστες συνέπειες για την χώρα (την Ισπανία), που είχε όμως και προεκτάσεις σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη.

Το καλοκαίρι του 1936 όμως, αποτέλεσε και το τελευταίο (σχετικά) ξέγνοιαστο διάστημα για τον Στέφαν Τσβάιχ και τον Γιόζεφ Ροτ, τους δύο μεγάλους Αυστριακούς συγγραφείς, οι οποίοι βρέθηκαν μαζί στην Οστάνδη, το Βελγικό κοσμικό παραθαλάσσιο θέρετρο, μαζί με μια πλειάδα γερμανόφωνων συγγραφέων μείζονος ή ελάσσονος λογοτεχνικής σημασίας. Το γεγονός αυτό, απασχολεί τον Γερμανό συγγραφέα Volker Weidermann (Ντάρμστατ, 1969), στο ωραίο μυθιστόρημά του “ΟΣΤΑΝΔΗ 1936 – Το καλοκαίρι πριν το σκότος”, (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Μ.Αγγελίδου, σελ.193), ένα βιβλίο που έχει ως επίκεντρο, την φιλία των δύο μεγάλων συγγραφέων αλλά και την χαλαρή ατμόσφαιρα της παραθαλάσσιας πόλης που έμελε να καταστρέψει ο πόλεμος που ακολούθησε μερικά χρόνια αργότερα.


Τι ήταν όμως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κατέφτασαν στην Οστάνδη, με σκοπό να ξεφύγουν από τον ζόφο της πατρίδας τους, τις διώξεις και τους βανδαλισμούς; Πρόσφυγες ή παραθεριστές; Μάλλον και τα δύο, σε αυτήν την παραθαλάσσια πόλη, η οποία γνώρισε μεγάλη ακμή τον μεσοπόλεμο.

Ο Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942), είναι αναμφίβολα το μεγάλο όνομα, ο πολύ επιτυχημένος συγγραφέας της εποχής. Δημοφιλέστατος, όχι μόνο στον γερμανόφωνο κόσμο αλλά και στις ΗΠΑ, όπως και στην Μ.Βρετανία όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια. Τώρα η απαγόρευση των βιβλίων του στη Γερμανία, τον έχει πανικοβάλλει ενώ και τα μηνύματα από την Αυστρία όπου έχει ένα καταπληκτικό πύργο στο Σάλτσμπουργκ δεν είναι καλά. Σε διάσταση με την σύζυγό του, βρίσκεται εδώ με την ερωμένη και γραμματέα του, την Λότε Άλτμαν και προσπαθεί να τελειώσει ένα βιβλίο. Πριν από 22 χρόνια είχε έρθει για πρώτη φορά, άγνωστος και νέος, αναγκάστηκε να φύγει τότε, άρον άρον λόγω της κήρυξης του πολέμου, τώρα η φήμη του είναι παγκόσμια, είναι μαζί με τον Τόμας Μαν, οι πιο αναγνωρισμένοι Γερμανόφωνοι συγγραφείς και έχει λύσει το οικονομικό του πρόβλημα με την μεγάλη εμπορικότητα των βιβλίων του.

Ο Στέφαν Τσβάιχ το καλοκαίρι του 1936. Κοιτάζει από τη μεγάλη τζαμαρία τη θάλασσα και σκέφτεται με ένα μείγμα συγκίνησης, ανησυχίας και χαράς την παρέα των φυγάδων, που δεν θ' αργήσει να τη συναντήσει. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια η ζωή του είχε ακολουθήσει μια ασταμάτητη άνοδο, που όλοι θαύμαζαν, όλοι ζήλευαν. Τώρα φοβάται, νιώθει παγιδευμένος, δεμένος με εκατοντάδες υποχρεώσεις, με εκατοντάδες αόρατα δεσμά. Λύση, στήριγμα δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως το καλοκαίρι, κι ώσπου να τελειώσει, όλα μπορεί ν' αλλάξουν ξανά. Εδώ, σ' αυτό το εκπληκτικά πλατύ βουλεβάρτο με τα θαυμάσια άσπρα κτίρια και το μεγαλόπρεπο καζίνο του, ετούτο το εντυπωσιακό ανάκτορο της τύχης. Διάθεση διακοπών, γιορτινή ατμόσφαιρα, παγωτά, ομπρελίτσες για τον ήλιο, τεμπελιά, αεράκι, πολύχρωμες ξύλινες καμπίνες.”


Ο Γιόζεφ Ροτ (1894-1939), ήταν μια διαφορετική περίπτωση. Δεν ήταν ποτέ του δημοφιλής όσο ο Τσβάιχ, τα έργα του γνωρίζουν ελάχιστη εμπορική επιτυχία, σε κάποιους κύκλους ήταν γνωστότερος ως δημοσιογράφος, όπου είχε δημιουργήσει αίσθηση την δεκαετία του '20 με τις επιφυλλίδες του. Όταν άρχισε να αναγνωρίζεται ως συγγραφέας, τα έργα του απαγορεύτηκαν στην Γερμανία και οι ξένες αγορές δεν ενδιαφερόντουσαν ιδιαίτερα γι' αυτά. Το καλοκαίρι του 1936 βρίσκεται σε οικονομική ένδεια και εξαρτάται από τον Τσβάιχ, ο οποίος τον βοηθάει οικονομικά. Πρόσφατα χωρισμένος μετά από μια σχέση αρκετών χρόνων, αυτός ο χαρισματικός Εβραίος που νοσταλγεί τις μέρες της Αυστρουγγρικής μοναρχίας, εκεί στην Οστάνδη, θα γνωρίσει την αυτοεξόριστη συγγραφέα Ίρμγκαρντ Κόυν, μια νεότατη γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς, η οποία θα ερωτευτεί κεραυνοβόλα, αυτόν τον παραιτημένο άνθρωπο που έμοιαζε με “λυπημένη φώκια” εκπλήσσοντας τους πάντες. Μαζί θα χαθούν μέσα στο ποτό και στη δίνη του έρωτά τους.

“ Είναι ένας άνθρωπος δυστυχισμένος, έξυπνος και θυμωμένος. Αναζητεί σωτηρία στο παρελθόν. Στην παλιά Αυστρία και στη Μοναρχία της. Στην αυτοκρατορία της, που άνοιξε τον κόσμο γι'αυτόν τον ορφανό Εβραίο, τον γεννημένο και μεγαλωμένο μακριά από τη μεγάλη λαμπερή πρωτεύουσά της. Μια αυτοκρατορία, που ήταν μόνη της ολόκληρος ο κόσμος, που ένωνε στους κόλπους της πολλούς λαούς χωρίς να κάνει διακρίσεις. Της οποίας οι πολίτες μπορούσαν να ταξιδεύουν χωρίς διαβατήριο, χωρίς χαρτιά. Όσο περνούν τα χρόνια, όσο ο ίδιος μεγαλώνει και ο κόσμος σκοτεινιάζει, τόσο περισσότερο λαχταράει να γυρίσει πίσω, τόσο πιο λαμπερός του φαίνεται ο κόσμος που έχει χάσει.”

Γύρω από αυτούς τους δύο μεγάλους συγγραφείς, ο Βάιντερμαν θα φτιάξει έναν περίγυρο από εξόριστους συγγραφείς, δημοσιογράφους. Ονόματα που έγιναν πολύ ή λίγο γνωστά, μεταξύ τους ο Άρθουρ Καίστλερ, μετέπειτα σπουδαίος συγγραφέας που θα φύγει για το μέτωπο της Ισπανίας, ο Έγκον Κις, ο Χέρμαν Κέστεν, ο Ερνστ Τόλλερ. Έρωτες, φαγητά, (πολλά) ποτά, βόλτες στην παραλία της Οστάνδης και αγωνία για το αύριο, για τα γεγονότα στην Ισπανία, κουτσομπολιό για κάποιους που είτε έχουν συμβιβαστεί με το ναζιστικό καθεστώς, είτε έχουν διαφύγει και δεν μιλάνε, θάψιμο στον Κλάους Μαν (γενικότερα στην οικογένεια Τόμας Μαν).
Ο συγγραφέας βέβαια επικεντρώνεται στη σχέση Τσβάιχ-Ροτ, την προστατευτικότητα του Τσβάιχ, την οικονομική βοήθεια, την παρηγοριά που δίνει στον Ροτ αλλά και την ανταπόδοση εκείνου, που ξεμπλοκάρει τον Τσβάιχ προσφέροντάς του τη λύση σε μια φράση που τον ταλαιπωρούσε για το βιβλίο που ετοίμαζε. Σε λίγο καιρό θα είναι και οι δύο χωρίς πατρίδα, αφού η Αυστρία θα προσαρτηθεί στη ναζιστική Γερμανία, έτσι κι αλλιώς δεν έχουν πολλά χρόνια ζωής μπροστά τους αφού σε λιγότερο από 6 χρόνια κανείς από τους δύο δεν θα είναι ζωντανός.

Το βιβλίο χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερο, έχει ροή, και είναι σαγηνευτικό λόγω της αφηγηματικής δεινότητας του Βάιντερμαν, ο οποίος σε ένα δύσκολο εγχείρημα, κάτι μεταξύ βιογραφίας και μυθιστορήματος, στήνει ένα κολλάζ σκηνών εναλλάσσοντας τα πραγματικά γεγονότα με μυθοπλασία. Το χιούμορ που είναι διάχυτο στις σελίδες του, είναι εμφανές και δημιουργεί θαυμάσιο ρυθμό, ενώ τα πολλά ονόματα συγγραφέων και περιστατικών μπορεί να δημιουργούν ελαφρά σύγχυση σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την Γερμανόφωνη λογοτεχνία, αλλά ωθούν τον αναγνώστη σε έρευνα γύρω από τους συγγραφείς που αναφέρονται.

Εκεί ακριβώς λοιπόν, έγκειται η “επιτυχία” του Βάιντερμαν. Επικεντρώνοντας σε αυτήν την παράξενη φιλία των δύο μεγάλων συγγραφέων, αυτή τη σχέση αλληλεξάρτησης δύο τόσο διαφορετικών ανθρώπων, γοητεύει ακόμα και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη. Περιγράφει τόσο συναισθηματικά και τόσο γλυκά, τον Τσβάιχ και τον Ροτ (ακόμα περισσότερο δεν την άγνωστή μου και μάλλον χαμένη στη λήθη της λογοτεχνικής ιστορίας, Ίρμγκαρντ Κόυν) που θέλεις να διαβάσεις ή να ξαναδιαβάσεις, πιο πολλά βιβλία τους, ή, αν δεν τους ξέρεις να τρέξεις να τους ανακαλύψεις. Παρατηρεί τις αλλαγές στην ψυχολογία τους, την ανασφάλειά τους για το μέλλον, την απόφαση του Τσβάιχ να φύγει μακριά, την καταβύθιση του Ροτ στο ποτό και στην δυστυχία. Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου που περιγράφουν την κατάληξη των χαρακτήρων που πρωταγωνιστούν, αλλά και την διαφορετική Οστάνδη (τον άλλον μεγάλο πρωταγωνιστή του βιβλίου) του σήμερα, είναι εξαιρετικές επαναφέροντας τον αναγνώστη στη ζοφερή πραγματικότητα που ακολούθησε.

"Διότι τι κάνουμε διαβάζοντας, αν όχι να ζούμε την εσωτερική ζωή ανθρώπων αγνώστων; Να βλέπουμε τον κόσμο με τα δικά τους μάτια; Να τον σκεφτόμαστε με το δικό τους μυαλό; Και τώρα, ξεκινώντας απ'αυτή τη μια έντονη και ευλογημένη στιγμή, θυμήθηκα με όλο και περισσότερη ζωντάνια, όλο και περισσότερη ευγνωμοσύνη τις αναρίθμητες ευλογίες, τις άπειρες ευτυχισμένες στιγμές που μου είχαν χαρίσει τα βιβλία. Θυμήθηκα σημαντικές αποφάσεις, που τις χρωστάω στα βιβλία· συναντήσεις με σπουδαίους ποιητές και συγγραφείς από καιρό πεθαμένους που ήταν για μένα πιο σημαντικοί κι από φίλους καλούς κι από γυναίκες αγαπημένες· νύχτες ερωτικές που πέρασα με τη συντροφιά των βιβλίων, ξεχνώντας για χάρη της απόλαυσής τους τον ύπνο, όπως πρόθυμα τον ξεχνάει κανείς τον ύπνο για χάρη του έρωτα· κι όσο το σκεφτόμουν τόσο συνειδητοποιούσα πως ο πνευματικός μας κόσμος αποτελείται από εκατομμύρια μονάδες μεμονωμένων εντυπώσεων, μικρός μόνον αριθμός από τις οποίες έχει τη ρίζα του σε προσωπικές αισθήσεις ή αντιλήψεις - κι όλα τ' άλλα, τον μεγάλο όγκο των ουσιαστικών εμπειριών μας από την ύπαρξη του κόσμου, τα χρωστάμε στα βιβλία, σ' ότι έχουμε διαβάσει, ακούσει, μάθει."
Στέφαν Τσβάιχ “Το βιβλίο ως είσοδος στον κόσμο”


Βαθμολογία: 74/100



 
Τετάρτη, Νοεμβρίου 01, 2017
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 01, 2017 | Permalink
Δύο γυναίκες, δύο εξαιρετικά ελληνικά βιβλία
Με δύο εξαιρετικά ελληνικά βιβλία θα ασχοληθεί σήμερα το blog. Δύο διαφορετικά μεταξύ τους κείμενα, τα οποία με εντυπωσίασαν πολύ και τα θεωρώ μεταξύ των τριών-τεσσάρων καλύτερων βιβλίων της εγχώριας παραγωγής που διάβασα μέσα στο 2017. Είναι το αφήγημα της δημοσιογράφου και μεταφράστριας, Άντζης Σαλταμπάση “ΜΠΕΡΛΙΝ”, (Εκδόσεις Πόλις, σελ. 110), και η νουβέλα της συγγραφέως Μαρίας Φακίνου “ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΚΟΡΗΣ” (Εκδόσεις Αντίποδες, σελ. 73). Ολιγοσέλιδα και τα δύο βιβλία, το σύνολο των σελίδων και των δύο μαζί, δεν ξεπερνάει τις 200, αλλά με την πυκνή και μεστή γραφή τους, ο αναγνώστης αισθάνεται ότι έχει διαβάσει πολύ μεγαλύτερα κείμενα.


 Στο “Μπερλίν, ένα βιβλίο που δεν μπορείς να το κατατάξεις ξεκάθαρα, σε κάποιο λογοτεχνικό είδος, η Άντζη Σαλταμπάση (Αθήνα, 1973), επιχειρεί κάτι μεταξύ (ή και όλα μαζί)  πεζογραφικού ντοκιμαντέρ, λογοτεχνικού δοκιμίου, περιήγησης στο Βερολίνο. Είναι μια καταβύθιση στον εαυτό αλλά και μια προσωπική / υποκειμενική ματιά σε μια πόλη με βαρύ ιστορικό παρελθόν που συνδιαλέγεται σχεδόν σε κάθε σημείο της με το παρόν, μιας πόλης μοντέρνας και εμβληματικής για την Ευρώπη.

Η συγγραφέας περιδιαβαίνει την πόλη για προσωπικούς και επαγγελματικούς λόγους. Ζει εκεί για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με τον εβραϊκής καταγωγής σύζυγό της και το παιδί της, από τη μια έλκεται από την σαφή γοητεία της πόλης, από την άλλη απωθείται από τους Γερμανούς, από την προσπάθεια κατάπνιξης του παρελθόντος και των γεγονότων του Β παγκόσμιου πολέμου. Ανακαλύπτει ότι κάθε διαδρομή στη πόλη και στα κοντινά της προάστια, αποτελεί και μια καταβύθιση στην ιστορική μνήμη, σε αυτά που διαδραματίστηκαν 70-80 χρόνια πριν. Στο μαγευτικό Γκρούνεβαλντ με τις βίλες και τις λίμνες, ο σιδηροδρομικός σταθμός αποτέλεσε τον τόπο συγκέντρωσης για τους Εβραίους της πόλης, και από εκεί έφευγαν τα τρένα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την ώρα που, οι μεγαλοαστοί κάτοικοι του προαστίου έπιναν το τσάι τους πίσω από τις κουρτίνες, ενώ μια επίσκεψη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρυκ στην πρώην Ανατολική Γερμανία, αποκαλύπτει στην συγγραφέα, μια εξαίσια λίμνη δίπλα του, ειδυλλιακή και ρομαντική, στην άλλη της δε πλευρά υπάρχει η πόλη του Φύρστενμπεργκ όπου οι κάτοικοι δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα...

Πέρασαν αρκετές ημέρες για να συνέλθω και συχνά ακόμη και σήμερα αναζητώ πληροφορίες για το Ράβενσμπρυκ ή το Φύρστενμπεργκ και είμαι σίγουρη ότι ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που επισκέφθηκα στρατόπεδο συγκέντρωσης και ότι δεν θα το επαναλάβω ποτέ, τώρα που είδα πια τι μπορούν να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι και όταν λέω αυτοί οι άνθρωποι αναφέρομαι στους Γερμανούς ναζί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποιοι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν κάνει φρικτά, ανείπωτα πράγματα, ίσως όχι τα ίδια, αλλά σίγουρα φρικτά και ανείπωτα και ούτε αυτό σημαίνει ότι οι μεν είναι πιο φρικτοί από τους δε και το ανάποδο, σημαίνει απλώς και μόνο ότι η φρίκη δεν έχει πια ανάγκη από συγκρίσεις, και όλα αυτά επίσης αφορούν πολύ και δεν αφορούν καθόλου τη σχέση μου με τους Γερμανούς, με τη Γερμανία, με τη γερμανική γλώσσα, μια σχέση αγάπης, μεγάλης αγάπης, και ταυτόχρονα μια σχέση απώθησης. Με τους Γερμανούς, αυτούς τους αυτάρεσκους, τους τρομερά ικανούς, τους ιδεολόγους, τους τέλειους διεκπεραιωτές, τους πρωτοπόρους, τους παλαιομοδίτες, τους πειθαρχημένους, τους καταπιεσμένους, τους πιστούς, τους ρομαντικούς, τους υπολογιστές ανθρώπους, που τα μπορούν όλα, που δεν κάνουν τίποτα χωρίς σχέδιο και σκοπό, που λατρεύουν την ταλαιπωρία, που τους αρέσει να νικούν, που τους αρέσει να επιβάλλονται, που διψούν για ελευθερία, όπως διψούν και για σκλαβιά, που είναι γενναίοι και που φοβούνται ακόμα και τον ίσκιο τους.”


Τα τραύματα του Β παγκόσμιου πολέμου που καταγράφονται στην συλλογική μνήμη, η οποία δυσκολεύεται να εκφραστεί με τις λέξεις, οι ενοχές και ένας αδιόρατος αντισημιτισμός που υποβόσκει ή υπάρχει ακόμα και σε απλές εκφράσεις, σε τυχαίες γνωριμίες, καταγράφονται από την διαυγέστατη συγγραφέα. Η Σαλταμπάση προσπαθεί να αντιληφθεί καλύτερα το παρελθόν για να μπορέσει να προσαρμοστεί στην πόλη, να καταλάβει τους ανθρώπους μέσα από συναντήσεις μαζί τους και τελικά να κατανοήσει τον εαυτό της . Οι διαδρομές της στην πόλη, οι συναντήσεις της με τον ψυχοθεραπευτή της που αποτελούν έξοχες στιγμές μέσα στο βιβλίο, η γοητεία του βιβλίου βρίσκεται, σε κάθε σελίδα, σε κάθε πρόταση.

Πυκνός, μακροπερίοδος λόγος και εξαίρετο στυλ χαρακτηρίζουν το θαυμάσιο “δοκίμιο” της Σαλταμπάση, που παρ' ότι μικρό δείχνει πολύ μεγαλύτερο από τις πραγματικές του διαστάσεις. Βιβλίο πολύτιμο που αναδεικνύει μεγάλες συγγραφικές ικανότητες.

Βαθμολογία 81/100

_____________________________________________________________________


Η παιδική ηλικία, η εφηβεία, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, ο θάνατος του πατέρα, η “συμφιλίωση” με την αιώνια “ανταγωνίστρια” μητέρα, η μακροχρόνια ασθένεια του δίδυμου αδερφού (αλλά και ο ανταγωνισμός του δίπολου, αρσενικό-θηλυκό), περνάνε μέσα από θραύσματα μνήμης, στην εκπληκτική νουβέλα της Μαρίας Φακίνου (Αθήνα, 1976) “ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΚΟΡΗΣ”. Το ολιγοσέλιδο (μόλις 73 σελίδες μικρού σχήματος) βιβλιαράκι, που εάν θέλεις διαβάζεται χαλαρά σε ένα μισάωρο, είναι ένα σκληρό αλλά ταυτόχρονα λυρικό κείμενο που σε πιάνει από την αρχή και δεν σ' αφήνει να πάρεις ανάσα.

“Από νωρίς άφησα τα πράγματα να με διαλέξουν. Οι άνθρωποι, οι σκέψεις, οι συνθήκες. Υπήρχε, ωστόσο μέσα μου ένας σκοτεινός τόπος που με τα χρόνια βάθαινε, ένας εσωτερικός μικρόκοσμος δαιδαλώδης, που δεν ήξερα ότι έτρεφα, μόνο με γέμιζε με μια απροσδιόριστη ανησυχία, και που στο τέλος θα βρισκόμουν να γνωρίζω τον παραμικρό του παράδρομο, στενό και αδιέξοδο. Θα κατέφευγα σε αυτόν κάθε φορά που το έξω απειλούσε το μέσα.”

Τα “μάτια φωτογραφική μηχανή” της Φακίνου, μεταφέρουν εικόνες από την οικογενειακή ζωή, από την παιδική ηλικία, οι διακοπές, ο πατέρας που κάνει εκείνο και το άλλο (πάντα ο πατέρας), οι σκανταλιές με τον αδερφό, το σπίτι της φίλης που όλα φαίνονται διαφορετικά, η σχέση με τον αδερφό που αρρωσταίνει και η ανάθεση καθηκόντων από την μητέρα, τα προβλήματα στα μάτια και τα θεόρατα γυαλιά που αποτελούν ένα σοκ, οι ανασφάλειες της εφηβείας, οι ερωτικές σκανταλιές, ο πατέρας στο νοσοκομείο, η μητέρα να ράβει.

“Θέλω μόνο να την εξοργίζω, να την κάνω να βάζει τις φωνές, συνθήκη που πολύ απολαμβάνω, να τη λέω μανούλα και να ακούγεται ειρωνικό. Είμαι θυμωμένη μαζί της. Είμαι μόλις δεκατεσσάρων, δεν του αναγνωρίζω όλους αυτούς τους κρυφούς μηχανισμούς και καμιά μας δεν έχει την αντοχή να τους αποκωδικοποιήσει τη στιγμή που συμβαίνουν.
Περάσαμε μια ζωή παρεξηγημένες.”

Η παιδική ηλικία περιέχει παιχνίδι αλλά και ανταγωνισμούς, με τον αδερφό, την φίλη, τον ξάδερφο. Περιέχει σκληρότητα αλλά και τρυφερές στιγμές. Η αφήγηση της Φακίνου παίζει συνεχώς με την μνήμη, την υποκειμενικότητα, τις εικόνες. Με την ρευστότητα των αισθημάτων, των καταστάσεων. Με την ίδια τη φύση της οικογένειας και τις μνήμες που κουβαλάει. Με την ερωτική πράξη που έρχεται χωρίς συναίσθημα, θα “σταματήσει να είναι κόρη”, θα συνειδητοποιήσει την γοητεία που μπορεί να ασκήσει σε έναν άνθρωπο, θα πληγώσει και θα πληγωθεί. Και στο βάθος πάντα η μορφή του πατέρα, αυτού του άγνωστου.



Θυμίζοντας το εμβληματικό μυθιστόρημα της Μ.Καραπάνου “Η Κασσάνδρα και ο Λύκος”, η “Ανατομία Κόρης” δεν έχει να ζηλέψει απολύτως τίποτα από ένα βιβλίο όπως το προαναφερθέν, το οποίο, σημάδεψε την ελληνική λογοτεχνία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Πυκνή και σφιχτοδεμένη αφήγηση, ποιητικός λόγος, κινηματογραφική δομή με τα συνεχή fade-outs, και,  εξαιρετικός ρυθμός, χαρακτηρίζουν τη νουβέλα της Φακίνου. Είναι λογοτεχνική απόλαυση αυτό το βιβλίο, τόσο ωραίο και τόσο σκληρό ταυτόχρονα, τόσο μικρό και τόσο πλήρες, που φανερώνουν μια μινιμαλίστρια συγγραφέα με πολλές δυνατότητες.

“Τα πρώτα βιβλία είχαν μεγάλες χρωματιστές εικόνες και καμία λέξη. Με τα χρόνια οι λέξεις θα εκτόπιζαν τις εικόνες και οι διδακτικές ιστορίες θα έδιναν τη θέση τους σε άλλες πιο ευφάνταστες, σκληρές, πολύβουες από χαρακτήρες, τόπους, εποχές. Ξεκίνησα να διαβάζω μανιωδώς.
Υπήρξα όλοι οι ήρωες. Κατοίκησα σε όλα αυτά τα μέρη νιώθοντας για πρώτη φορά να φωτίζεται μ' ένα παρήγορο φως κανονικότητας αυτός ο σκοτεινός τόπος μέσα μου. Δεν ήμουν πια μόνη. Ανίδεη για τον μικρόκοσμο που διαμορφωνόταν μέσα μου, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για την καταιγίδα που ακόμα δεν είχε χτυπήσει τον Κήπο της Εδέμ.”

Βαθμολογία 82/100