Τετάρτη, Δεκεμβρίου 29, 2010
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 29, 2010 | Permalink
Τον καιρό της "κρίσης"...
Δύο λογοτεχνικά βιβλία για την «Κρίση». Και τα δύο από την Αργεντινή, μία χώρα που βίωσε εντονότερα από κάθε άλλη – του αποκαλούμενου «πολιτισμένου κόσμου» - την οικονομική κρίση στις αρχές του 21ου αιώνα. Μια χώρα με πολύ δυνατή λογοτεχνική παράδοση, της οποίας οι συγγραφείς δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από τα συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβαιναν στο Μπουένος Άϊρες, και έγραψαν ιστορίες που απεικόνιζαν αυτές τις ταραγμένες μέρες. Υποθέτω ότι στην Λατινική Αμερική κυκλοφόρησαν δεκάδες μυθιστορήματα γύρω από αυτό το θέμα – στην χώρα μας πρόσφατα εκδόθηκαν δύο πολύ διαφορετικά μεταξύ τους βιβλία (και είμαι σίγουρος ότι θα ακολουθήσουν κι’άλλα), τα οποία αφορμούνται από τις καταστάσεις των ημερών εκείνων και πλάθουν έναν κόσμο του φανταστικού το ένα, του παραλόγου το άλλο.

Θα ξεκινήσω με αυτό που έχει δημιουργήσει τον περισσότερο ντόρο και δικαίως αφού είναι πιο άμεσο και «φαντεζί» - χωρίς όμως να είναι το καλύτερο από τα δύο. Το μυθιστόρημα του σχετικά νέου(γεν.1970), Pedro Mairal, «Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ» (El año del desierto), (Εκδ. Πόλις, (ωραία) μετάφρ. Β.Κνήτου, σελ. 358), είναι ένα έντονα αλληγορικό βιβλίο που με το πρόσχημα μιας φανταστικής ιστορίας μιλάει για τις ημέρες που ήρθαν τα «πάνω-κάτω» στην πρωτεύουσα της χώρας.

Η «Κοσμοχαλασιά» που χτυπάει το Μπουένος Άϊρες ξεκινώντας από την επαρχία, αναστατώνει τη ζωή της πόλης, φέρνοντας κύματα προσφύγων από την επαρχία, οι οποίοι χάνουν σπίτια, περιουσίες, εισοδήματα και συνωστίζονται μέσα στη πόλη. Ταραχές και διαδηλώσεις, ο στρατός επεμβαίνει, μαγαζιά κλείνουν, δουλειές χάνονται. Η Μαρία Βαλντές Νέιλαν, μια ωραιότατη κοκκινομάλα εικοσάχρονη, που δουλεύει ως γραμματέας σε μια επενδυτική εταιρία με ωραία και λουσάτα γραφεία σε έναν ουρανοξύστη-πύργο, μέχρι τότε ζούσε μια ήρεμη και αρκετά προγραμματισμένη ζωή. Πρώτη φορά συνειδητοποιεί τι συμβαίνει όταν πηγαίνοντας να συναντήσει τον φίλο της Αλεχάντρο, βρίσκεται στη μέση των ταραχών – ο φίλος της που είχε πάει στην πορεία, εξαφανισμένος…Καθώς η «Κοσμοχαλασιά» επεκτείνεται, το σπίτι που ζει με τον συνταξιούχο τηλεορασόπληκτο πατέρα της σε ένα προάστειο του Μπουένος Άϊρες κινδυνεύει, οπότε μετακομίζουν στο μικρότερο αλλά βολικό διαμέρισμα που είχαν από τη γιαγιά της κοντά στο κέντρο της πόλης σε μια πολυκατοικία. Μέρα με τη μέρα διαπιστώνουν ότι η πολυκατοικία αυτή, όπως και οι διπλανές της, όπως και ολόκληρη η συνοικία μετατρέπεται σε ένα ιδιότυπο γκέτο, οχυρωμένο από τους αόρατους εισβολείς από την επαρχία. Το διαμέρισμα των Βαλντές όπως και όλα τα υπόλοιπα επιτάσσονται από τις αρχές, οι οποίες τοποθετούν εκεί όσους από τους πρόσφυγες είναι άστεγοι. Η έξοδος από την πολυκατοικία μπαζώνεται και οι κάτοικοι πρέπει να εφεύρουν άλλες διόδους εξόδου από τα σπίτια τους – κάνοντας γέφυρες μεταξύ των μπαλκονιών κλπ. Η Μαρία δεν μπορεί να πάει πουθενά, αναγκάζεται να συγκατοικήσει με διάφορους, να κάνει δουλειές για την «κοινότητα» ενώ έχει και τον πατέρα της να πέφτει σε κώμα και να ξυπνάει μόνο όταν έχει πρόγραμμα η τηλεόραση (δυό-τρεις ώρες την ημέρα).

Η κατάσταση εκτραχύνεται, από τη μια οι συμμορίες εντός του συμπλέγματος των πολυκατοικιών που σχηματίζουν ένα κάστρο και από την άλλη η αστυνομοκρατία σε συνδιασμό με την οικονομική ένδεια, φέρνουν την Μαρία σε αδιέξοδο. Αναγκάζεται να εργασθεί ως νοσοκόμα, και όταν βρίσκει μια διέξοδο διαφυγής από το «γκέτο» βγαίνει στους δρόμους ενός διαφορετικού πλέον Μπουένος Άϊρες, όπου αναγκάζεται για να μη πεθάνει από την πείνα να γίνει πόρνη σε μπαρ στο λιμάνι όπου συχνάζουν ξένοι ναυτικοί. Το καταλαβαίνει ότι πρέπει να αλλάξει τη ζωή της και να ψάξει για τον χαμένο Αλεχάντρο, όταν λοιπόν μαθαίνει ότι κάπου στην επαρχία μοιράζουν κτήματα για καλλιέργεια, δραπετεύει από την πόλη βγαίνοντας στην έρημη πλέον ύπαιθρο ψάχνοντας για γη και τροφή. Εκεί θα βιώσει άλλες τρομερές καταστάσεις και η «σωτηρία» θα έρθει από μια φυλή Ινδιάνων.

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ εντυπωσιακό στην κατασκευή του και χορταστικό μυθιστόρημα. Η «Κοσμοχαλασιά», ένα περίεργο καιρικό (και καθ'όλη τη διάρκεια του βιβλίου αδιευκρίνιστο) φαινόμενο είναι η οικονομική κρίση που διέλυσε τη χώρα το 2001, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου περνάνε οι ταραχές και οι σκηνές που διαδραματίστηκαν στους δρόμους του Μπουένος Άϊρες. Από κεί και πέρα όμως ο Μαϊράλ στήνει ένα σκηνικό αντίστροφου χρόνου. Πατώντας πάνω στη δομή μυθιστορημάτων όπως ο «Αντίστροφος κόσμος» του Φ.Κ.Ντικ ή (ακόμα πιο έντονα), το υπέροχο «Βέλος του Χρόνου» του Μ.Έϊμις, ακολουθεί μια αντίστροφη χρονική φορά. Σχετικά γρήγορα τα τεχνικά επιτεύγματα εξαφανίζονται (κομπιούτερς, τηλεόραση), στα νοσοκομεία χρησιμοποιούν θεραπευτικές τεχνικές του 19ου αιώνα, οι συμπεριφορές και τα ντυσίματα γίνονται όλο και πιο συντηρητικά, οι κάτοικοι μετακινούνται με κάρα, το λιμάνι της πόλης γίνεται μεταναστευτικός κόμβος. Ο χρόνος πάει προς τα πίσω – η Μαρία μέσα σε ένα χρόνο ξαναζεί την ιστορία της χώρας - για να φτάσουμε στις απαρχές της Αργεντινής και τους πρώτους Ισπανούς αποίκους.

Έξοχο ως δομή και με αρκετή δόση χιούμορ, το μυθιστόρημα είναι βαρυφορτωμένο σε συμβολισμούς και αλληγορίες. Προσωπικά κουράστηκα από τις περιπέτειες της Μαρίας Βαλντές και την συνεχή αγωνία της επιβίωσης – άσε πια τις ταλαιπωρίες... Βέβαια ως ανάγνωση το βιβλίο είναι χορταστικό, αν και πολύ γκροτέσκο για τα γούστα μου. Η αρχική ιδέα είναι καταπληκτική και μέχρι ενός σημείου λειτουργεί άψογα ενώ οι συγκρίσεις και οι αναφορές που μπορεί να κάνει κάποιος στα δικά μας ενδέχεται να τον φέρουν σε κατάσταση πανικού.

Την λιτότητα που μου έλειπε από την «Χρονιά της Ερήμου», την βρήκα στην εξαιρετική νουβέλα του υπέροχου Cesar Aira, «ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΟ ΦΛΟΡΕΣ» (Las noches de Flores), (Εκδ.Καστανιώτης, μετάφρ. Κ.Τζωρίδου, σελ.131), ένα βιβλίο υπόδειγμα ύφους και οικονομίας, χαμηλότονο και ουσιαστικό που προσωπικά το θεωρώ ένα από τα καλύτερα που διάβασα τη χρονιά που φεύγει.

Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται στο βιβλίο του Άϊρα. Βρισκόμαστε στην Αργεντινή που βιώνει τις συνέπειες της οικονομικής καταστροφής. Η μεσαία τάξη έχει εξαφανιστεί και ο κόσμος αναγκάζεται να κάνει διάφορες δουλειές για να συντηρηθεί. Το ζευγάρι των ηλικιωμένων (κάποτε αστών-τώρα νεόπτωχων) Άλντο και Ροσίτα αναγκάζονται να εργαστούν σε μια πιτσαρία στο προάστειο Φλόρες του Μπουένος Άϊρες. Κάνουν ντελίβερυ τις νυχτερινές ώρες με τα πόδια διασχίζοντας τους επικίνδυνους δρόμους της συνοικίας και παραδίδοντας πίτσα τις πιο απίθανες ώρες. Η πιτσαρία έχει πολλή δουλειά, κρίση-ξεκρίση ο κόσμος καταναλανώνει ποσότητες λιπαρών χωρίς να πολυνοιάζεται και οι δύο γέροι συναντάνε στις διαδρομές τους διάφορες περίεργες περιπτώσεις, ενώ δείχνουν να ξανανιώνουν μ’αυτές τις νυχτερινές περιπλανήσεις.

Μέχρι εδώ όλα καλά, η νουβέλα κυλάει με ένα γραμμικό στυλ που δεν προϊδεάζει το τι θα συναντήσουμε στη συνέχεια που αποδεικνύεται εντελώς διαφορετική από αυτό που περιμένει ο αναγνώστης. Η ιστορία αλλάζει τροπή και υπάρχει μια ατμόσφαιρα σουρεαλιστική - σχεδόν "αυτόματης γραφής". Η ατμόσφαιρα του βιβλίου γίνεται περίεργη, σχεδόν ονειρική λες και ότι έχουμε διαβάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή αναιρείται διότι τα πάντα ήταν κρυμμένα. Μια άλλη «πραγματικότητα» ξεπροβάλλει, όπου οι δύο γέροι δεν είναι τόσο αθώοι όσο φαίνονται στην αρχή, η κατάστασή τους δεν είναι τόσο απελπισμένη όσο νομίζαμε, απαγωγές παιδιών και λαμογιές κτηματομεσιτικές με την εκμετάλευση της οικονομικής κρίσης διαφαίνονται στον ορίζοντα - η λογοτεχνική «αληθοφάνεια» μπορεί να κρύβει συμβολισμούς που δεν φαίνονται με πρώτη ανάγνωση. Δεν μπορώ να αποκαλύψω περαιτέρω στοιχεία για την υπόθεση της νουβέλας (όχι γιατί δεν βγαίνει άκρη, μια χαρά βγαίνει αλλά), διότι θα χαλάσω την απόλαυση στον μελλοντικό αναγνώστη.

Ο Άϊρα «συναντάει» τον μεγάλο Ρομπέρτο Άρλτ, των «7 τρελλών», σπάζοντας τις συμβάσεις και μετατρέποντας τη νουβέλα σε μια αναρχική σύνθεση του Παραλόγου. Με τον τρόπο αυτό κάνει ένα σχόλιο πάνω στην κοινωνική αποσύνθεση που επέφερε η οικονομική κρίση στην αστική ζωή του Μπουένος Άϊρες. Χρησιμοποιώντας ως επίκεντρο την κάποτε αστική αλλά με την κατάσταση που διαμορφώθηκε νυν παρακμάζουσα συνοικία του Φλόρες περιγράφει ένα σκηνικό φρίκης και τρόμου, «είναι δα γνωστό πόσο περιπλέκονται τα πράγματα (σε σημείο αδιεξόδου) όταν παρεμβαίνει το Κακό», όπου η ηθική και κοινωνική σήψη συνοδεύει την οικονομική κρίση στη χώρα.

Οι γέροι που κρύβουν μυστικά ανομολόγητα, οι μοναχές που παίζουν ένα περίεργο παιχνίδι, η αστυνομία που είναι διεφθαρμένη (ως συνήθως), οι πολιτικοί που κοιτάζουν να πλουτίσουν και η απαγωγή ενός εφήβου που θα έχει άσχημο τέλος. Η αριστουργηματική νουβέλα του Άϊρα είναι ένα «κινέζικο κουτί» γεμάτο εκπλήξεις και ανατροπές – όλα αυτά μέσα σε 130 σελίδες όπου ο συγγραφέας προκαλεί συνεχώς τον αναγνώστη, ρίχνοντάς τον σε παγίδες, βγάζοντάς τον από την «αναγνωστική του ασφάλεια», κλείνοντάς του το μάτι και παίζοντας με τα όρια της λογοτεχνίας.








GOTAN PROJECT - RAYUELA by librofilo
 
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 24, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 24, 2010 | Permalink
Καλά Χριστούγεννα

Σας εύχομαι Καλά και Ανέμελα Χριστούγεννα








The Puppini Sisters - Mr Sandman by librofilo
 
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 20, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Δεκεμβρίου 20, 2010 | Permalink
"Όλα όσα έχω τα κουβαλάω μαζί μου..." - η περίπτωση της Χέρτα Μύλερ
Αποτέλεσε τεράστια έκπληξη για μένα η απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2009 στην Herta Müller . Μια συγγραφέα και ποιήτρια την οποία αγνοούσα παντελώς – αισθάνεσαι πάντα σαν αδιάβαστος μαθητής όταν αντιλαμβάνεσαι ότι σου ξεφεύγουν πράγματα / ονόματα / καταστάσεις γύρω από ένα «πεδίο» (συγκεκριμένα την ξένη λογοτεχνία) που θεωρείς ότι παρακολουθείς από κοντά. Μπορείς να δεις το θέμα από δύο πλευρές. Από τη μια να πεις ότι φοβεροί και τρομεροί ξένοι συγγραφείς μένουν αμετάφραστοι στα ελληνικά ή ότι είμαστε σε μια «επαρχιακή» κατάσταση και δεν ενημερωνόμαστε για τα μοντέρνα ρεύματα στην λογοτεχνία και από την άλλη πλευρά να πεις ότι η Σουηδική Ακαδημία πρωτοτύπησε για μια ακόμα φορά επιλέγοντας να βραβεύσει με το μεγαλύτερο διεθνές βραβείο μια δημιουργό που είναι σχετικά άγνωστη στον μη γερμανόφωνο κόσμο – θεωρία που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Το σύνολο των έργων της Μύλερ παραμένει αμετάφραστο στα Αγγλικά και τα Ισπανικά.

Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις μου έδωσε η ανάγνωση δύο βιβλίων της Χέρτα Μύλερ. Το πρόσφατα εκδοθέν μυθιστόρημα της, «Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ» και τη νουβέλα «ΜΕΤΕΩΡΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ» που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993. Και τα δύο βιβλία είναι εκπληκτικά. Δεν είναι τα πιο ευκολοδιάβαστα που θα βρει κανείς, ούτε τα πιο συναρπαστικά από άποψη πλοκής. Η γλώσσα της Μύλερ είναι ποιητική, χρειάζεται προσοχή, δεν σ’αφήνει να χαλαρώσεις ούτε λεπτό, αλλά μετά την ανάγνωση βγαίνεις «πλουσιότερος» και «ωριμότερος» ως αναγνώστης. Ας τα πάρουμε λοιπόν με χρονολογική σειρά.

Η νουβέλα «ΜΕΤΕΩΡΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ» (Reisende auf einem Bein), (Εκδ. Ηρόδοτος, μετάφρ. Κ.Χατζή, σελ.214), είναι ένα λυρικό αφήγημα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η Χέρτα Μύλερ γεννήθηκε σε μια γερμανόφωνη περιοχή της Ρουμανίας και κατάφερε να διαφύγει στην Γερμανία το 1987. Στην νουβέλα της αυτή που εκδόθηκε στην Γερμανία το 1989, η ηρωίδα της είναι μια νεαρή γυναίκα που καταφέρνει να πάρει διαβατήριο και βίζα από μια χώρα της «Ανατολής» (στο βιβλίο η Ρουμανία δεν αναφέρεται) και να διαφύγει στο Δυτικό Βερολίνο.

Λίγο προτού διαφύγει είχε γνωριστεί σε μια παραθαλάσσια πόλη της χώρας που διέμενε με τον Φραντς, έναν νεαρό Γερμανό που παραθέριζε εκεί. Η ερωτική της ιστορία με τον Φραντς είναι κάτι που περιμένει να συνεχιστεί στο Βερολίνο αλλά με το που φτάνει εκεί διαπιστώνει ότι εκείνος έχει στείλει έναν φίλο του τον Στέφαν να την παραλάβει και να την βοηθήσει στην διαμονή της. Η Ιρένε βρίσκεται σε ένα συναισθηματικό χάος, διαισθανόμενη ότι ο Φραντς δεν θέλει κάποιο «δέσιμο» μαζί της και ότι προσπαθεί να την «πλασάρει» στον διακριτικό και ευγενή Στέφαν. Μέλος της παρέας τους είναι και ο ομοφυλόφιλος Τόμας με τον οποίο κάνει περισσότερη παρέα η Ιρένε. Από την άλλη βιώνει με τον δικό της τρόπο την ταλαιπωρία της να βγάλει άδεια παραμονής στη Γερμανία και να προσπαθεί να συγχρονιστεί με τους διαφορετικούς ρυθμούς της «Δύσης».

Η Ιρένε κινείται στους δρόμους του Βερολίνου σαν να βρίσκεται σε μια άλλη διάσταση. Βλέπει μελαγχολία και μιζέρια στους ανθρώπους, ένα πράγμα που της φαίνεται ακατανόητο, διότι (κατά την εκτίμησή της) τα έχουν όλα. Τα μαγαζιά είναι γεμάτα ρούχα και τρόφιμα κάθε είδους, αλλά οι άνθρωποι είναι απομονωμένοι και δυστυχείς για λόγους ασαφείς και μπερδεμένους. Στην «άλλη χώρα» λέει οι λόγοι του να είναι κάποιος δυστυχής, ήταν ολοφάνεροι – εδώ τι φταίει; Εικόνες μέσα στο μυαλό της Ιρένε εναλάσσονται, σελίδες γεμάτες σεξουαλικούς και άλλους συμβολισμούς, η τρέλλα και η παράνοια παραμονεύουν και κάτι εφιαλτικό διαχέεται μέσα από την όλο λυρισμό γλώσσα της συγγραφέως. Η νουβέλα είναι ένα μικρό διαμάντι, χαρακτηριστικό παράδειγμα υπαινικτικής αφήγησης – η ηρωίδα αισθάνεται αλλοτριωμένη και αποπροσανατολισμένη, λίγο στα όρια της τρέλλας, σίγουρα διχασμένη.

Ο ήρωας του αριστουργηματικού μυθιστορήματος, της εξαιρετικής αυτής συγγραφέως, «Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ» (Atemschaukel), (Εκδ.Καστανιώτη, (εξαιρετική) μετάφρ. Γ.Λαγουδάκου, σελ.258), αντιμετωπίζει άλλου είδους προβλήματα. Ο νεαρός (17 χρονών) Λέοπολντ είναι ένας από τους χιλιάδες Ρουμάνους Γερμανικής καταγωγής που το 1945 εκτοπίζονται σε ένα Σοβιετικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, αμέσως μετά την συνθηκολόγηση της Ρουμανίας και την επέλαση του Κόκκινου Στρατού της Ε.Σ.Σ.Δ. στο εσωτερικό της. Όλοι οι μέχρι 45 χρονών ενήλικες που είχαν Γερμανική καταγωγή και ζούσαν σε ένα συγκεκριμένο χώρο του Ρουμανικού κράτους έπρεπε να «εργαστούν» για την «ανοικοδόμηση» της Σοβιετικής Ένωσης. Η μητέρα της Μύλερ πέρασε 5 χρόνια σε ένα τέτοιο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, ένα θέμα ταμπού που δεν συζητείτο ανοιχτά και που σημάδεψε την παιδική ηλικία της συγγραφέως.

Ο Λέοπολντ είναι ομοφυλόφιλος, γνωστός στην πιάτσα της πόλης του, ως «το πιάνο», ασφυκτιά στα στενά όρια του περίγυρου του, σκοπεύει κάποια στιγμή να φύγει και αντιμετωπίζει χαλαρά την εκτόπιση ανίκανος να αντιληφθεί τι θα συναντήσει μπροστά του. Ετοιμάζεται για την εκτόπιση παίρνοντας ως βαλίτσα το κουτί ενός γραμμοφώνου, όπου εκτός από κάποια ρούχα βάζει μέσα και βιβλία – τα οποία αργότερα θα του χρησιμεύσουν ως αντάλλαγμα για λίγο ψωμί. Οι χιλιάδες που θα μπουν στα τρένα που θα τους οδηγήσουν στα βάθη της Ρωσίας αντιπροσωπεύουν όλα τα κοινωνικά στρώματα και αρκετοί γνωρίζονται μεταξύ τους. Σιγά-σιγά θα αντιληφθούν ότι τα χειρότερα είναι μπροστά τους και αυτό που θα περάσουν θα σημαδέψει όσους επιζήσουν για όλη τους τη ζωή.

Το μυθιστόρημα γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση δεν περιγράφει απλά τον εγκλεισμό του Λέοπολντ και των συγκρατούμενων του. Ουσιαστικά περιγράφει συναισθήματα. Η πείνα και ο φόβος κυριαρχούν σε κάθε κεφάλαιο, σε κάθε σελίδα. Η πείνα στο βιβλίο έχει έναν Άγγελο, διότι είναι τέτοια η έντασή της που ξεπερνάει κάθε γήινο συναίσθημα. Ο «Άγγελος της πείνας» έχει χίλια μάτια αλλά μόνο ένα στόμα. Υπάρχει σε κάθε λεπτομέρεια, σε κάθε κίνηση, σε συνοδεύει παντού. Εάν πας αργοπορημένος για φαγητό, εάν πας πιο νωρίς. Εάν κρατάς ένα κομμάτι ψωμί στα χέρια σου που θες να το ανταλλάξεις με του διπλανού σου, γιατί το ψωμί που κρατάει ο άλλος νομίζεις ότι είναι πάντα περισσότερο. Η πείνα του συζύγου που κλέβει τη σούπα της γυναίκας του όταν εκείνη δεν βλέπει, η πείνα που σε αναγκάζει να κάνεις πράγματα που ούτε τα είχες ποτέ σου διαννοηθεί. Ο φόβος ότι μπορεί αυτή η μέρα να είναι η τελευταία σου, ο φόβος ότι αύριο δεν θα βρεις να φας, ο φόβος ότι δεν θα ξαναβγείς από κει μέσα. Το κρύο να κυριαρχεί κάθε ώρα και κάθε στιγμή του 24ώρου, το κρύο των συναισθημάτων, το κρύο από την οικογένεια που κάποια στιγμή χρόνια μετά στην πρώτη κάρτα που λαμβάνει ο Λέοπολντ, το μόνο που υπάρχει είναι μια ραμμένη (πάνω στην κάρτα) φωτογραφία ενός μωρού και τα λόγια: «Ρόμπερτ, γενν. Την 17η Απριλίου 1947

«Η καρτ ποστάλ του Ερυθρού Σταυρού έφτασε στο στρατόπεδο τον Νοέμβριο. Ήταν εφτά μήνες καθ’οδόν. Από το σπίτι την έστειλαν τον Απρίλιο. Είχαν περάσει ήδη εννιά μήνες από τότε που το ραμμένο παιδί ήρθε στον κόσμο.
Την κάρτα με τον αδελφό-υποκατάστατο την έβαλα μαζί με το άσπρο μαντίλι κάτω κάτω στη βαλίτσα. Στην κάρτα ήταν γραμμένη μονάχα μια αράδα, κι εγώ δεν υπήρχα ούτε καν με μία λέξη. Ούτε καν στο λευκό κάτω από την αράδα.
Στο ρώσικο χωριό είχα μάθει να ζητιανεύω για να φάω. Να ζητιανέψω στη μητέρα για να με αναφέρει δεν ήθελα. Τα δύο επόμενα χρόνια πίειζα τον εαυτό μου να μην απαντήσω στην κάρτα. Να ζητιανεύω είχα μάθει τα δύο προηγούμενα χρόνια από τον άγγελο της πείνας. Τα δύο επόμενα χρόνια έμαθα από τον άγγελο της πείνας τη σκληρή περηφάνια. Ήταν τόσο ωμή όσο και το να παραμένεις σταθερός με το ψωμί. Με βασάνιζε φριχτά. Κάθε μέρα ο δικός μου άγγελος της πείνας μου έδειχνε τη μητέρα να ταϊζει το παιδί-υποκατάστατο προσπερνώντας τη δική μου ζωή. Περιποιημένη και χορτάτη πηγαινοέρχεται με το άσπρο παιδικό της καροτσάκι μέσα στο κεφάλι μου. Κι εγώ την παρακολουθούσα από κάθε σημείο όπου δεν υπήρχα, ούτε καν στο λευκό κάτω από την αράδα.»

Η ελεγεία της Μύλερ είναι γεμάτη από ολοζώντανες, απίστευτες εικόνες και μεταφορές. Περιγράφει τη φρίκη με τρόπο αλληγορικό και ποιητικό, με λυρικότητα αλλά και γλώσσα που τσακίζει, δυνατή σαν σπαθί. Τα περισσότερα βιβλία-μυθιστορήματα ή αυτοβιογραφίες που αναφέρονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε Ναζιστικά (όπως του Π.Λέβι) ή Σοβιετικά γκουλάγκ (όπως του Σολζενίτσιν) είναι μαρτυρίες εκ των ένδον, αξέχαστες και συγκλονιστικές. Η γραφή όμως της Μύλλερ σε εκπλήσσει συνεχώς, και κάθε σελίδα σε περιμένει διαφορετική μην αφήνοντάς σε να πάρεις ανάσα καθώς βουλιάζεις μέσα στη φρίκη.

Η Χέρτα Μύλερ γεννήθηκε το 1953 στο Νίτσκιντορφ της επαρχίας του Μπανάτ, μια γερμανόφωνη περιοχή της νοτιοδυτικής Ρουμανίας. Σπούδασε Γερμανική και Ρουμανική Φιλολογία, εργάσθηκε ως μεταφράστρια και η άρνηση της να συνεργασθεί με το καθεστώς Τσαουσέσκου συνετέλεσε στην ουσιαστική απομόνωσή της. Διέφυγε στην Γερμανία το 1987 με τον σύζυγο της και από τότε ζει στο Βερολίνο. Περισσότερο γνωστή ως ποιήτρια και με πάρα πολλά γερμανικά βραβεία όλα αυτά τα χρόνια έχει εκδώσει το σύνολο του έργου της κατευθείαν στα γερμανικά με μόνο τα δύο πρώτα της βιβλία να έχουν εκδοθεί (λογοκριμένα) στην Ρουμανία. Το 2009 της απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

 
Τρίτη, Δεκεμβρίου 14, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 14, 2010 | Permalink
Dr Freud, i presume?
Με μεγάλη περιέργεια διάβασα ένα μυθιστόρημα που αποτελεί μία από τις μεγάλες εμπορικές επιτυχίες της χρονιάς, «Ο ΦΡΟΪΝΤ ΣΤΟ ΜΑΝΧΑΤΑΝ» (MANHATTAN FREUD), του νέου (γεν.1974) Γάλλου συγγραφέα Luc Bossi, (Εκδ.Καλέντης, μετάφρ.Γ.Καυκιάς, σελ.447). Αν και ήμουν «υποψιασμένος» για το τι θα διαβάσω (στο περίπου) οφείλω να ομολογήσω ότι το βιβλίο με μπέρδεψε αρκετά. Τα πολλά ετερόκλιτα υλικά που χρησιμοποίησε ο (ομολογουμένως ευφάνταστος) συγγραφέας μου έκατσαν στο στομάχι και παρά το «διαβαστερό» του πράγματος (το βιβλίο είναι κλασσικό page-turner), περισσότερο «μπούκωμα» έφεραν παρά αναγνωστική απόλαυση.

Ο πανέξυπνος Μποσί έγραψε ένα βιβλίο ουσιαστικά για τον κινηματογράφο (εξάλλου είναι και σεναριογράφος μάλλον μέτριων ταινιών), αφού οι σελίδες που προσπαθεί να εντυπωσιάσει είναι περισσότερες από αυτές που ουσιαστικά λέει κάτι. Πιάνεται από ένα αληθινό γεγονός. Την επίσκεψη των δύο κορυφαίων ψυχαναλυτών, του Φρόιντ και του Γιούνγκ στις Η.Π.Α., το 1909 , συνοδευόμενοι από τον Ούγγρο ψυχαναλυτή (και μαθητή του Φρόιντ, ο οποίος αργότερα έκανε καριέρα στις Η.Π.Α.), Σ.Φερέντζι. Ο Φρόιντ ήταν 53 ετών τότε, ήδη διάσημος και επιτυχημένος στην Ευρώπη αλλά ουσιαστικά άγνωστος στο ευρύ κοινό στις Η.Π.Α – ενδεικτικό είναι ότι «Η ερμηνεία των ονείρων» είχε ήδη εκδοθεί εκεί πριν από 8 χρόνια και είχε πουλήσει λιγότερα από 1000 αντίτυπα μέσα σ’αυτό το διάστημα. Πήγε λοιπόν για μια σειρά διαλέξεων αλλά ουσιαστικά για να προωθήσει τις ιδέες του – οι οποίες είχαν κυκλοφορήσει στον «νέο κόσμο» περισσότερο ως «πιπεράτες» και «σκαμπρόζικες» παρά για την επιστημονική τους αξία. Το ταξίδι χαρακτηρίστηκε ως απόλυτα επιτυχημένο παρά την γκρίνια του Φρόιντ μετά για την ποιότητα του φαγητού, το οποίο του προκαλούσε εντερικά και στομαχικά προβλήματα και για την έλλειψη κατανόησης της επιστήμης του.

Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τους Φρόιντ και Γιουνγκ από την ώρα που φτάνουν στην Ν.Υόρκη. Την ημέρα της άφιξής τους βρίσκεται δολοφονημένος στο σπίτι του ένας από τους πλουσιότερους και ισχυρότερους ανθρώπους της πόλης, ο Όγκαστ Κόρντα, διάσημος αρχιτέκτονας και κατασκευαστής των περισσότερων εντυπωσιακών ουρανοξυστών του Μανχάταν. Στο δωμάτιο μαζί με τον νεκρό βρέθηκε λιπόθυμη η κόρη του Γκρέις, η οποία αφότου συνήλθε δεν θυμόταν τίποτα από τα γεγονότα. Η Γκρέις είναι το κλειδί στην δολοφονία αλλά οι συχνές κρίσεις αμνησίας που έχει την καθιστούν ιδανική ασθενή για το «ντιβάνι» του διάσημου ψυχαναλυτή. Όταν λοιπόν του ζητούν την βοήθεια για την περίπτωση της, εκείνος έλκεται από τα λεγόμενά της και αποφασίζει να προσπαθήσει να την θεραπεύσει μέσα στην εβδομάδα της προγραμματισμένης παραμονής του στην πόλη. Το ένα φέρνει όμως το άλλο και βρίσκεται μαζί με τον Γιούνγκ στη μέση μιας σειράς δολοφονιών που αποκαλύπτεται ότι έχουν διαπραχθεί πριν από τον φόνο του Κόρντα. Οι νεκροί που βρίσκονται όλοι σε διάφορα περίεργα μέρη δολοφονημένοι με κάποιο τελετουργικό / σαδιστικό τρόπο ήταν όλοι αρχιτέκτονες, μέλη μιας ιδιότυπης ομάδας αρχιτεκτόνων-οραματιστών που είχαν ως σκοπό την δημιουργία του Μανχάταν ως «πόλης του μέλλοντος» με μια σειρά από μοντέρνα κτίρια-πόλεις.

Ο Μποσί επιτυγχάνει στην δημιουργία ατμόσφαιρας αποδίδοντας πειστικά την εντυπωσιακή μεγαλούπολη με τις θεόρατες κατασκευές που φάνταζαν κάτι σαν επιστημονική φαντασία στον ευρωπαίο των αρχών του 20ου αιώνα. Χρησιμοποιεί αποσπάσματα από βιβλία του Φρόιντ για να διανθίσει την υπόθεση και την θεραπεία της Γκρέις, ενώ πολλοί από τους διαλόγους μεταξύ των δύο ψυχαναλυτών είναι πραγματικοί. Χρησιμοποιεί άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε αδιάφορα διάφορες μυθικές μορφές της εποχής, όπως ο ιδιοφυής παράφρων Ν.Τέσλα, ο Θ.Ρούζβελτ,ο J.P.Morgan, αλλά ανακατεύει στην δράση αρχιτεκτονική, ψυχανάλυση, αλχημιστές, κατά συρροή δολοφόνους, τεκτονικές στοές, αστυνομική διαφθορά, και ιλιγγιώδη δράση φτιάχνοντας ένα χαοτικό σύμπλεγμα καταστάσεων όπου ο αναγνώστης από τη μια προσπαθεί να κατανοήσει τις ψυχαναλυτικές προσπάθειες του Φρόιντ και από την άλλη το αστυνομικό μυστήριο.

Ο Φρόιντ στο βιβλίο μετατρέπεται σε έναν σούπερ-ήρωα, έναν Σέρλοκ Χολμς που έχει λύση για όλα με διάφορα (ωραία) αποφθέγματα – θεραπεύει σε χρόνο ρεκόρ την πανέμορφη Γκρέις, βρίσκει τον δολοφόνο (που ο προσεκτικός αναγνώστης τον έχει καταλάβει μετά τις πρώτες εκατό σελίδες), ενώ η μορφή του Γιούνγκ παρουσιάζεται τελείως γκροτέσκα και ως άλλος Γουώτσον βοηθάει τον ακαταμάχητο δάσκαλό του στην επίλυση των γρίφων.

Ο ουσιαστικός ήρωας όμως του μυθιστορήματος είναι το Μανχάταν και όχι η καρικατούρα του Φρόιντ που αναπαρέστησε ο Μποσί. Οι ουρανοξύστες ως άλλοι πύργοι της Βαβέλ, ως «φαλλικά σύμβολα», εντυπωσιακοί και εφιαλτικοί, γοητευτικοί και αποτρόπαιοι ταυτόχρονα είναι τα πεδία όπου διαδραματίζονται οι πιο θεαματικές σκηνές ενός βιβλίου-τσιχλόφουσκα που ενδύεται τον μανδύα του σοβαροφανούς για να δρέψει δάφνες «ποιότητας» αλλά στην πραγματικότητα είναι κενό και άψυχο ως κατασκευή – συγκρινόμενο δε με τον (κατά συρροή λοιδορούμενο) «Κώδικα Ντα Βίντσι» του «ακατανόμαστου» Ν.Μπράουν βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Ίσως στην (σχεδόν σίγουρη) κινηματογραφική του μεταφορά να ευτυχήσει (σε αντίθεση με τον «Κώδικα…»), εκεί όπου η εικόνα δεν σου πολυεπιτρέπει δεύτερες σκέψεις και το θεαματικό της ιστορίας σε συνδιασμό με τα ατελείωτα τσιτάτα που πετάγονται και το χιούμορ (το οποίο οφείλω να ομολογήσω είναι διάχυτο) να λειτουργήσουν αποτελεσματικά.

Υ.Γ. 1. Ψάχνοντας για το μυθιστόρημα του Μποσί στο διαδίκτυο «έπεσα πάνω» σε άλλο ένα αστυνομικό μυθιστόρημα (αμετάφραστο στα ελληνικά) με το ίδιο θέμα που φαίνεται περισσότερο ενδιαφέρον, είναι το «The Interpretation of Murder», του καθηγητή στο Yale και συγγραφέα Jed Rubenfeld. Μια διαφορετική ματιά στο «Φρόιντ στο Μανχάταν», εκφράζει μέσα από το blog της, η Alef. Επίσης για όποιον ενδιαφέρεται για την αρχιτεκτονική του Μανχάταν, το χτίσιμο ουσιαστικά της Ν.Υόρκης και το οικοδομικό (και οικονομικό) θαύμα που συνετελέσθη από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά, προτείνω ανεπιφύλακτα το αριστούργημα του μεγάλου E.L.Doctorow, «Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ», ένα εξαίσιο δείγμα ιστορίας και μυθοπλασίας όπως κάνει συνήθως ο συγγραφέας.


Υ.Γ. 2. Στην ανωτέρω φωτογραφία που τραβήχτηκε στο Clark University του Worcester των Η.Π.Α, τον Σεπτέμβριο του 1909 απεικονίζονται μεταξύ καθηγητών της σχολής, οι Σ.Φρόιντ (κάτω αριστερά), Κ.Γιούνγκ (κάτω δεξιά) και Σ.Φερέντζι (πάνω δεξιά).


Update..Συστηματικός αναγνώστης του blog μου επισήμανε πολύ ευγενικά ότι το μυθιστόρημα του Rubenfeld που αναφέρω παραπάνω έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά εδώ και κάποια χρόνια από τις εκδόσεις Λιβάνη με τίτλο "Η ερμηνευτική του φόνου". Ιδού και το link






Gershwin - 01 - Rhapsody in Blue by librofilo
 
Τρίτη, Δεκεμβρίου 07, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 07, 2010 | Permalink
Μέρες και νύχτες

Ε,λοιπόν αυτό είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. «ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ» (Dias y noches) του Ισπανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Andres Trapiello, (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Κ.Φιλιππίδης, σελ. 344). Ένα μυθιστόρημα γραμμένο σε μορφή ημερολογίου που αναπαριστά τις τελευταίες μέρες του ισπανικού εμφύλιου, την φυγή των επιζώντων μαχητών του Δημοκρατικού στρατού, τα στρατόπεδα των προσφύγων στη Γαλλία και τέλος το ταξίδι προς το Μεξικό με το θρυλικό Sinaia.

Ο Trapiello ακολουθεί το ύφος του αγαπημένου του Θερβάντες και φτιάχνει ένα μυθιστόρημα ψευδοαυτοβιογραφικό με «στοιχεία» από ένα ημερολόγιο γραμμένο σε δύο τετράδια (ένα λογιστικό και ένα σημειωματάριο), από έναν αγωνιστή του Δημοκρατικού στρατού, του Χούστο Γκαρθία Βάγιε, ενός ευαίσθητου πολιτικοποιημένου τυπογράφου που βρέθηκε να πολεμάει για την επιβίωσή του καθώς οι δυνάμεις των Εθνικιστών του «χενεραλίσιμο» Φράνκο είχαν πάρει φαλάγγι τον Δημοκρατικό στρατό. Βρισκόμαστε στο τέλος του Ισπανικού εμφυλίου, το 1939 και οι τελευταίοι επιζώντες περνάνε με χίλιους κόπους τα ΙσπανοΓαλλικά σύνορα στα Πυρηναία.

Οι επίσημες πηγές καταγράφουν ότι η Γαλλική κυβέρνηση φάνηκε ιδιαίτερα φιλόξενη απέναντι σ’αυτούς τους ανθρώπους φτιάχνοντας καταυλισμούς σε κοντινά χωριά. Ο συγγραφέας μέσα από τον ήρωά του παραθέτει μια διαφορετική πλευρά των γεγονότων. Ο Χούστο ληστεύεται από τους συνοριοφύλακες, ο καταυλισμός προσφύγων είναι στην πραγματικότητα ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και η γαλλική κυβέρνηση (όπως και οι υπόλοιπες «δημοκρατικές κυβερνήσεις»), ψάχνει τρόπο να απαλλαχθεί από την «καυτή πατάτα»…Ο Χούστο λίγο πριν την διαφυγή γνωρίζεται με έναν μυστηριώδη και ικανότατο τύπο τον Τόμας Λέχνερ, συναγωνιστή του στις τελευταίες μάχες, ο οποίος καταφέρνει να τον διασώσει και να του εξασφαλίσει τροφή και στέγη σε κάποιο κοντινό χωριό και κατόπιν να τον πάρει μαζί του στο Παρίσι. Οι δυό τους με τα χίλια ζόρια καταφέρνουν να πάρουν βίζα για το Μεξικό, του οποίου ο αριστερός πρόεδρος, ο θρυλικός στρατηγός Κάρδενας προσφέρει καταφύγιο στους ισπανούς επιζήσαντες μαχητές. Η αναχώρηση θα γίνει με το Sinaia, ένα σαπιοκάραβο που μετέφερε 1599 επιβάτες διαλεγμένους με μάλλον αδιαφανείς τρόπους από μια λίστα περίπου 50.000 αιτήσεων. Το ταξίδι θα αποτελέσει την αρχή μιας καινούργιας περιπέτειας για τον Χούστο και τον Λέχνερ αλλά τουλάχιστον ξέρουν και οι δύο ότι τα βάσανά τους όπου να’ναι τελειώνουν και μια νέα ζωή τους περιμένει.

Όπως προείπα το βιβλίο είναι συγκλονιστικό. Η «έξοδος» μέσα από τα βουνά της Ισπανίας, οι συνθήκες ζωής στον καταυλισμό του Αγίου Κυπριανού, η ανάρρωση του Χούστο στην Τουλούζη, οι μέρες στο Παρίσι και τέλος το ταξίδι με το Sinaia κρατάνει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η αφήγηση του ήρωα είναι λιτή, οι επισημάνσεις πολιτικές ή μη είναι καίριες, το χιούμορ κάποιες στιγμές αποφορτίζει την ατμόσφαιρα. Οι δύο χαρακτήρες που κυριαρχούν είναι ταυτόχρονα μυθιστορηματικοί και στέρεοι,τόσο ο ρομαντικός και (περισσότερο ίσως από τα συνηθισμένα) αγνός Χούστο που διατηρεί τον ανθρωπισμό του και την πίστη στα ιδανικά του, όσο και ο σκοτεινός και αινιγματικός Λέχνερ, ο οποίος μέχρι την επιβίβαση στο πλοίο μπερδεύει με τις αντιφατικές του κινήσεις αλλά σελίδα την σελίδα αναδεικνύεται ως ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.

Το «ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕΡΕΣ» είναι ένα μυθιστόρημα-ωδή στον αγώνα για επιβίωση, για αξιοπρέπεια και για τα ιδανικά που δεν πεθαίνουν ποτέ. Σκηνές δυνατές της «Εξόδου», απάνθρωπες και ταυτόχρονα λυρικές, αφήγηση γεμάτη δυναμισμό και εικόνες αξέχαστες. Μια πλευρά της ιστορίας άγνωστη στους περισσότερους (υποθέτω ακόμα και στους Ισπανούς), αλλά τόσο μα τόσο ενδεικτική για το τι θα επακολουθούσε τα χρόνια που έρχονταν.

«Μπορεί κανείς να σκοτωθεί από μια σφαίρα ή από μια χειροβομβίδα, αυτό έχει μια λογική. Αλλά, πως μπορείς να μείνεις ασυγκίνητος μπροστά σ’έναν άνθρωπο που βαδίζει προς τον θάνατο και σε κοιτάζει, δίχως να καταλαβαίνει το γιατί; Είναι ένας άνθρωπος που βρομάει ανυπόφορα, επειδή φοράει τα ίδια ρούχα εδώ και τρείς μήνες, δίχως να τά’χει πλύνει ούτε μια φορά, και που μάλιστα τη νύχτα τα κατούρησε, μια νύχτα που φοβήθηκε πως θα πεθάνει από το κρύο και σκέφτηκε ν’αφήσει λίγο κάτουρο να τρέξει στα πόδια του για να νιώσει πάνω του κάτι ανθρώπινο, κάτι ζεστό, και κατάλαβε αμέσως ότι τρελαινόταν, αλλά το κατάλαβε δύο δευτερόλεπτα αργότερα, όταν είχε πια μουσκέψει το παντελόνι του. Είναι ένας άνθρωπος που, παρ’όλα αυτά, κρεμιέται από μια φράση για ν’αντέξει τον πόνο, και λέει: «Όλα αυτά είναι ένα όνειρο – όπου να’ναι θα ξυπνήσω. Θα’μαι χορτάτος καθαρός – δεν θα’μαι πια αυτός που είμαι τώρα: κάποιος που θέλει να πεθάνει, αλλά που ονειρεύεται πως θα ξυπνήσει απ’αυτόν τον θάνατο.» Προσέξτε αυτόν τον άνθρωπο. Σ’εκείνη την ακτή, μπροστά στην παγωμένη θάλασσα, υπήρχαν χιλιάδες σαν αυτόν, όλοι όμοιοί του. Ήταν ντυμένοι με κουρέλια, έτρεμαν από το κρύο και χτυπούσαν τα πόδια τους στην άμμο για να μην παγώσουν. Όλοι, με τα ίδια μάτια, κοιτάζαμε το κενό. Όλοι, με το ίδιο πρόσωπο, στραμμένο προς τον ουρανό, ζητούσαμε τον θάνατο, έστω κι αν δεν το λέγαμε φωναχτά. Άλλοι έκλαιγαν κι άλλοι όχι. Κατά βάθος όμως, όλοι ελπίζαμε ότι αυτός ο εφιάλτης θα τελειώσει μια μέρα – πριν μας ξεκάνουν ο αέρας και το κρύο, πριν ξαναρχίσει να χιονίζει…
Είναι γεγονός ότι πέθαναν πολλοί στον καταυλισμό, αλλά πολύ λιγότεροι απ’όσους το ζητούσαν φωναχτά.»



 
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 01, 2010
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 01, 2010 | Permalink
OUT in the REAL WORLD
Τα πιο σκοτεινά στοιχεία του σύγχρονου Γιαπωνέζικου τρόπου ζωής βγαίνουν στα δύο μυθιστορήματα της πολύ επιτυχημένης παγκοσμίως Νατσούο Κιρίνο (γεν.1951), το «OUT» και το «REAL WORLD», τα οποία κυκλοφόρησαν πρόσφατα (αρκετά αργοπορημένα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο) στη χώρα μας. Περισσότερο σκληρό και κάποιες φορές φρικιαστικό αλλά πιο διαυγές και αγωνιώδες το πρώτο, περισσότερο ψυχολογικό το δεύτερο, και τα δύο βιβλία είναι εξαιρετικά, με αρκετά κοινά στοιχεία μεταξύ τους, παρ’ότι διαφέρουν στην πλοκή.

Όχι ακριβώς «νοικοκυρές σε απόγνωση» αλλά μάλλον, καταπιεσμένες γυναίκες στα πρόθυρα κατάθλιψης ασκούνται στην ευγενή τέχνη της χασαπικής, τεμαχίζοντας το πτώμα του αμετανόητου ρεμπεσκέ συζύγου της μίας από την παρέα, η οποία μην αντέχοντας πια τόση βία και κοροϊδία εκ μέρους του, τον στραγγαλίζει. Τα «παϊδάκια» τοποθετούνται σε σακούλες και πετιούνται σε διάσπαρτους κάδους ή στο δάσος. Ένα μυστικό όμως που το ξέρουν πολλοί δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ, οπότε η πιο πεταχτούλα αρχίζει να κελαηδάει και ο ασκός του αιόλου ανοίγει για τις κυρίες με (τελείως) απρόβλεπτες συνέπειες. Το σκηνικό της φρίκης που στήνει η Νατσούο Κιρίνο στο «OUT», (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ.Γ.Αρβανίτη, σελ.545), δεν έχει τέλος σε ένα εξαιρετικό θρίλερ με πολλές ανατροπές, αγωνία, ψυχολογική φόρτιση και υπέροχο φινάλε.

Οι γυναίκες στο «OUT» πάνε κόντρα στα στερεότυπα του δυτικού κόσμου για τις Γιαπωνέζες. Οι 4 ηρωίδες της Κιρίνο είναι εργάτριες σε εργοστάσιο παρασκευής έτοιμων φαγητών. Δουλεύουν στη νυχτερινή βάρδια, part-time σε μια δουλειά σιχαμερή και μονότονη. Ο μισθός είναι εξευτελιστικός, οι συνθήκες απαράδεκτες αλλά τουλάχιστον είναι καλύτερες από την κόλαση που βιώνουν όλες τους στις οικογένειές τους. Όταν η Μασάκο, η πιο δυναμική και μορφωμένη απ’όλες παίρνει τη πρωτοβουλία να βοηθήσει την όμορφη Γιαόϊ που σκοτώνει τον άντρα της, φροντίζει να καλέσει σε βοήθεια την ταλαίπωρη Γιόσι και την καταχρεωμένη Κουνίκο για να «τακτοποιήσουν» το πτώμα. Έλα όμως που ο νεκρός ήταν μπλεγμένος μέσα στην «αμαρτωλή» νύχτα του Τόκιο και οι συμπτώσεις μετά την ανακάλυψη κάποιων κομματιών του και της ταυτοποίησης τους, οδηγούν σε κάποιον βασικό ύποπτο που τον είχε ξυλοκοπήσει την προηγούμενη. Τα χρέη όμως της Κουνίκο την κάνουν πολύ ευάλωτη στις πιέσεις του Τζουμόντζι, ιδιοκτήτη εταιρείας είσπραξης χρεών και μικροκακοποιού, ο οποίος δεν δυσκολεύεται να μάθει την αλήθεια. Και εκεί που νομίζεις ότι το μυθιστόρημα θα ακολουθήσει μια ευθεία οδό κυνηγητού των γυναικών, η δαιμόνια Κιρίνο κάνει το κλικ στην ιστορία. Ο Τζουμόντζι γνωρίζοντας την Μασάκο από την εποχή που δούλευε σε έναν παρόμοιο κλάδο μ'εκείνον και της προτείνει να κάνουν τους τεμαχισμούς πτωμάτων επάγγελμα. Τα λεφτά είναι πολλά, και εκείνες το μόνο που θα έχουν να κάνουν είναι να κόβουν φέτες άγνωστους ανθρώπους που «πρέπει» να εξαφανιστούν τα πτώματά τους, οπότε δέχονται…Οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη με αποκορύφωμα τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, όταν στο παιχνίδι θα μπουν και σεξουαλικές διαστροφές, ενώ η Κιρίνο «παίζει» συνεχώς με τον αναγνώστη, εισάγοντας προς το τέλος και ένα είδος «διπλής προοπτικής» όπου οι δύο ήρωες περιγράφουν το ίδιο περιστατικό κάπως διαφορετικά.

Στο «REAL WORLD» (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ.Γ.Αρβανίτη, σελ.252), το σκηνικό είναι διαφορετικό, όπως και οι ήρωες του βιβλίου. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μαθήτριες της τελευταίας τάξης του Λύκειου οι οποίες μέσα στη βαρεμάρα τους κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών του Αυγούστου και την προετοιμασία τους για τις εισαγωγικές εξετάσεις σε πανεπιστημιακές σχολές, βρίσκονται μπροστά σε έναν διαφορετικό δολοφόνο. Ο συνομήλικος τους και γείτονας της μίας από αυτές, της Τόσι, που του έχει βγάλει το παρατσούκλι «Σκουλήκι», σκοτώνει την μητέρα του, τσακίζοντάς της το κεφάλι με το ρόπαλο του μπέιζμπολ! Ο νεαρός μετά την πράξη του φεύγει σαν να πηγαίνει εκδρομή από το σπίτι, συναντάει δήθεν τυχαία την Τόσι (διότι ήταν ντροπαλός και έψαχνε αφορμή να την γνωρίσει), την ακολουθεί και της κλέβει το ποδήλατο και το κινητό. Από εκεί καλεί μία, μία τις φίλες της και τους λέει τι διέπραξε. Κι εκείνες τον βοηθάνε στη φυγή του και την περιπλάνησή του στις συνοικίες του Τόκιο…

Συναισθηματισμός μηδέν, ευαισθησία ανύπαρκτη, όλα φαίνονται σαν ένα manga, ένα κόμικ στους χαρακτήρες του μυθιστορήματος της Κιρίνο. Ο νεαρός, το «Σκουλήκι» είναι ένας μοναχικός έφηβος που έχει απογοητεύσει με τις σχολικές του επιδόσεις την υστερική μάνα και τον «απόντα» γιατρό πατέρα. Θα γίνει ένας «επαναστάτης χωρίς αιτία», ο φόνος είναι «εξέγερση» γι’αυτόν, ένας Ρασκόλνικοφ χωρίς το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Ντοστογιέφσκι. Εκδικείται τους γονείς, την κοινωνία, με τον δικό του άτσαλο τρόπο.

«Τι θα γίνει τώρα; Τι θα γίνει τώρα; Τι θα γίνει τώρα; Με κοίταζε με μίσος, απαιτώντας μια απάντηση. Πίσω από τα γυαλιά με τον ασημί σκελετό, τα μάτια της είχαν γουρλώσει, γυάλιζαν από οργή και περιφρόνηση. Φρίκαρα στην ιδέα πως ένα τόσο γελοίο άτομο ένιωθε περιφρόνηση για μένα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ο θυμός της ήταν στην πραγματικότητα ζήλια. Με ζήλευε, γι’αυτό έκανε σαν τρελλή. Βούλωσ’το κωλόγρια! Θα τη σκοτώσω! Η σκέψη έσκασε σαν κεραυνός στο μυαλό μου. Φαντάσου πόσο ελεύθερος θα ένιωθα αν έβγαινε από τη μέση. Όσο ζει αυτή, δεν πρόκειται να σηκώσω κεφάλι. Αυτή θα αποφασίσει σε ποιο πανεπιστήμιο θα πάω, αυτή θα διαλέξει ποια θα παντρευτώ, και στο τέλος θα κάνει κουμάντο και στα παιδιά μου. Όπως σε βλέπω και με βλέπεις.»

Τα κορίτσια παίζουν ρόλους. Όλες έχουν και ένα ψευδώνυμο, συνήθως ηρωίδας κάποιου manga. Όλες θέλουν να είναι κάποιες άλλες, αποξενωμένες τελείως από τις οικογένειές τους – οι γονείς είναι απόντες γενικώς, μπλεγμένοι στο αδιάκοπο κυνήγι της επιβίωσης. Ουσιαστικά τους προκαλεί η ιδέα να βοηθήσουν το «Σκουλήκι», γνωρίζουν ότι έκανε κάτι φρικιαστικό και ασυγχώρητο. Εκείνο που δεν γνωρίζουν είναι ότι όσες επιζήσουν από αυτή τη δοκιμασία, θα βγουν τελείως διαφορετικές. Όπως και στο «OUT», το φινάλε που επιφυλάσσει η Κιρίνο στον αναγνώστη είναι τελείως κινηματογραφικό και έξοχο σε ένα μυθιστόρημα που πιστεύω ότι έχει κάποια προβλήματα δομής λόγω των πολλών χαρακτήρων, οι οποίοι αφηγούνται αποσπάσματα της ιστορίας – κάθε κεφάλαιο έχει διαφορετικό αφηγητή για να φτάσουμε στην δραματική λύση της ιστορίας.

Και τα δύο μυθιστορήματα, περιγράφουν μια Ιαπωνία αποκρουστική και παγερή. Δεν υπάρχει (και στα δύο βιβλία) οικογένεια που να μην είναι δυσλειτουργική και τα μέλη της τελείως αποξενωμένα. Η βία είναι διάχυτη, είτε πραγματική, είτε ψυχολογική. Τζόγος ατελείωτος, το χρήμα είναι ο «μοναδικός Θεός», πορνεία, διαστροφικός σεξισμός, παιδική πορνογραφία, μαθήτριες που πάνε με γέρους για ένα χαρτζηλίκι, αλκοολισμός, αδιαφορία για τον συνάνθρωπο. Ο κόσμος της Κιρίνο μοιάζει μ’αυτόν των ταινιών του μεγάλου σκηνοθέτη Τακέσι Κιτάνο και είναι μακριά από την ατμόσφαιρα των βιβλίων του Χ.Μουρακάμι, καθώς είναι ελάχιστα συναισθηματικός, σχεδόν εφιαλτικός, γκρίζος και χωρίς προοπτική. Πολύ καλύτερο το «OUT» (που έχει γυριστεί και ταινία), το οποίο είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, εξαιρετικό και το «REAL WORLD» που δίνει πολλή τροφή για σκέψη, κυρίως σε γονείς με παιδιά στην εφηβεία αλλά και τα δύο βιβλία «χάνουν» ένα μεγάλο μέρος της αξίας τους, παρά την αξιοπρεπή επίδοση της μεταφράστριας, καθώς έχουν μεταφερθεί και τα δύο από τα Αγγλικά και όχι από την Ιαπωνική έκδοση.







06. Apollo 440 And The Billy Mackenzie - Pain In My Language by librofilo