Δευτέρα, Φεβρουαρίου 22, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 22, 2010 | Permalink
Ένα "λησμονόλ" παρακαλώ...
Άνθρωποι που κυκλοφορούν μονίμως μαστουρωμένοι. Βρέφη που με τα πρώτα τους βήματα μιλάνε και συμπεριφέρονται σαν ηλίθιοι ενήλικες μπεκροπίνοντας στα (ειδικά διαμορφωμένα) μωρομπάρ. Ζώα που έχουν αποκτήσει ανθρώπινη νοημοσύνη και συμπεριφέρονται ως άνθρωποι χρησιμεύοντας κυρίως σε βοηθητικές εργασίες ενώ στην περίπτωση μιας ναζιάρας προβατίνας γίνονται και ερωτικοί σύντροφοι (πού΄σαι Τζην Γουάιλντερ με την Daisy – εσύ έδειξες τον δρόμο)!!

Αυτός είναι ο κόσμος ενός κοντινού μέλλοντος (μέσα του 21ου αιώνα) που περιγράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Jonathan Lethem στο σπινθηροβόλο και φαντεζί αστυνομικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας «ΟΠΛΟ ΜΕΤΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ» (Gun with occasional music), (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, μετάφρ. Γ.Ι.Μπαμπασάκης, σελ.370), ένα βιβλίο που μεταφέρει μια ιστορία που θυμίζει Ρ.Τσάντλερ σε μια δυστοπία που αυτόματα φέρνει στο νου τα βιβλία του Φ.Ντικ με σκηνογραφία από την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων.

Βρισκόμαστε κάπου στην Δυτική Ακτή των Η.Π.Α. και ο Ιδιωτικός Εξεταστής Κόνραντ Μέτκαλφ είναι αντιμέτωπος με τον θάνατο ενός πρώην πελάτη του, του γιατρού Στάνχαντ ο οποίος τον είχε προσλάβει για λίγο χρονικό διάστημα πριν από κάποιες εβδομάδες υποψιαζόμενος ότι η σύζυγός του,η πανέμορφη Σελέστ, τον απατούσε. Ο Μέτκαλφ δεν βρήκε τίποτα συγκεκριμένο και η συνεργασία του με τον Στάνχαντ τελείωσε εκεί. Τώρα όμως πάει στο γραφείο του ένας τύπος που θεωρείται ο Νο1 ύποπτος και η σύλληψη του δεν θα αργήσει να γίνει. Ο Μέτκαλφ ένας άνθρωπος που κρατάει κάποια στοιχεία από τον «παλιό καιρό» υποψιάζεται διαφθορά μέσα στους κόλπους των Εξεταστών – όπως λέγονται πλέον οι αστυνομικοί – και θεωρεί ότι συγκαλύπτεται κάτι μεγαλύτερο με το κουκούλωμα της ιστορίας. Μπαίνει λοιπόν στο παιχνίδι που θα τον οδηγήσει σε μια κολασμένη κατάσταση και σ’έναν δρόμο δίχως επιστροφή.

Μέχρι εδώ, στην ψυχή της ιστορίας δηλαδή δεν έχουμε κάτι περίεργο. Είναι μια κοινή αστυνομική υπόθεση, μια ιστορία που μπορείς να βρεις σε pulp fiction, αλλά…το γενικό πλαίσιο κάνει τη διαφορά. Κατ’αρχήν ο κόσμος αστυνομοκρατείται και ο πληθυσμός ελέγχεται με την ελεύθερη χρήση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως του «Λησμονόλ» που παίρνουνε όλοι καθημερινά και ξεχνάνε ποιοι είναι και τι κάνουνε – ένα είδος ηθελημένου αλτζχάιμερ, ώστε όλοι να είναι ευτυχείς. Ο κάθε πολίτης έχει μια κάρτα «καρμικού επιπέδου», όταν κάνεις κάτι που οι Εξεταστές θεωρούν παράνομο ή «εκτός ορίων» τότε σου αφαιρούνται πόντοι από την κάρτα σου. Όταν η κάρτα σου φτάσει σε μηδενικά επίπεδα, που πάει να πει ότι, έχεις παραβατική συμπεριφορά, μπαίνεις στον πάγο για μερικά χρόνια, θα ξαναβγείς ανάλογα με την ποινή σου και η κάρτα σου θα ξαναγεμίσει αλλά μπορεί να μη βρεις κανέναν δικό σου πιά…

Η επιστήμη έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε τα ζώα έχουν αποκτήσει ανθρώπινη νοημοσύνη και έχουν ενταχθεί στην παραγωγή. Υπάρχουν λοιπόν μέσα στα σπίτια χαριτωμένες ψιψίνες που φέρονται σαν χαϊδεμένα παιδάκια, σκύλοι που δουλεύουν ως ντελιβεράδες, πίθηκοι που είναι Ιδιωτικοί Εξεταστές κλπ. Η μεγαλύτερη όμως διαφορά είναι στα μωρά. Λόγω του ότι η εκπαίδευση των παιδιών είναι δαπανηφόρα αλλά και χρονοβόρα, οι επιστήμονες ακολούθησαν με τα μωρά το ίδιο που έκαναν με τα ζώα, την εξελικτική θεραπεία του δόκτορα Τούστραντ. Επιτάχυνση γνώσης που δημιούργησε τους «Μωροκέφαλους». Μωρά που συμπεριφέρονται σαν μεγάλοι κυνικά και απάνθρωπα, επειδή όμως παραμένουν άνθρωποι πνίγουν την απελπισία τος στα «μωρομπάρ» όπου γίνονται τύφλα από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Ο Μέτκαλφ χρησιμοποιεί κι αυτός ναρκωτικά, είναι κι αυτός εθισμένος αλλά σε κάτι ιδιαίτερα χαρμάνια που φτιάχνει και δεν περιέχουν το «ανακουφιστικό λησμονόλ». Θα βγάλει άκρη με την ιστορία αλλά θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει το Καγκουρό Τζόυ που δουλεύει για έναν ντραγκ-ντήλερ, τον μωροκέφαλο Μπάρι τον γιό της Σελέστ και τους Εξεταστές που τρέχουν από πίσω του μπερδεύοντάς τον συνεχώς και αφαιρώντας πόντους από την κάρτα του προσπαθώντας να τον εξολοθρεύσουν. Ο Μέτκαλφ το ξέρει ότι ο δρόμος που ακολουθεί τον πάει κατευθείαν στην «κατάψυξη» αλλά είναι διατεθειμένος να το πάει μέχρι το τέλος.

Ένα μυθιστόρημα που στην αρχή προβλέπεται διασκεδαστικό αλλά καθώς προχωράει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς ανυπομονείς για να δεις τι θα γίνει παρακάτω. Ο Λέθεμ αποτίει φόρο τιμής στο hard-boiled αστυνομικό μυθιστόρημα και κυρίως στον Ρέιμοντ Τσάντλερ με έναν ντετέκτιβ σε στυλ Μάρλοου, σκληρό και τίμιο, ευθύ και ακούραστο, έναν άντρα με όλη τη σημασία της λέξης. Ναι; Μπα…Και εδώ ο δαιμόνιος Λέθεμ κάνει την «παρέμβασή» του:

«…Βρισκόμουν σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση με τις εκπροσώπους του ωραίου φύλου εξαιτίας των όσων μου είχαν αποσπάσει, να στάζει το αίμα και και να συνεχίζεται το σφυροκόπημα. Προτιμούσα να τις αφήνω να με μισούν, γιατί έτσι και με συμπαθούσαν, δεν υπήρχαν και πολλά που θα μπορούσα να κάνω. Δεν ήμουν άντρας πια. Και γι’αυτό έφταιγε η Ντίλια Λάιμτρι, η Φιλύρα, και δεν θα τη συγχωρούσα στον αιώνα τον άπαντα. Όχι δηλαδή κι ότι ήρθε ποτέ να να γυρέψει τη συγχώρεσή μου.
Η Ντίλια Φιλύρα κι εγώ είχαμε κάνει μία από εκείνες τις θεωρητικά προσωρινές εγχειρήσεις όπου σου τυλίγουν τις νευρικές απολήξεις με τις νευρικές απολήξεις ενός άλλου, έτσι ώστε να μπορείς να δεις πως είναι να είσαι άντρας ενώ είσαι γυναίκα, και πως είναι να είσαι γυναίκα αν είσαι άντρας. Υποτίθεται πως έχει μεγάλη πλάκα. Είχε, ώσπου η Ντίλια εξαφανίστηκε προτού αντιστρέψουμε την εγχείρηση.
Δεν άφησε καν σημείωμα.Δεν έμαθα ποτέ αν η εμπειρία της να αποκτήσει πέος την αηδίασε τόσο πολύ ώστε την κοπάνησε για κάνα άσυλο ή για κάνα μοναστήρι, η αν της άρεσε τόσο πολύ ώστε δεν ήθελε να το εγκαταλείψει.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι εξακολουθούσε να έχει αντρικά γεννητικά όργανα ίσαμε εκείνη τη μέρα – και, θαρρώ, αντιλαμβάνεστε με τι άφησε εμένα. Εξακολουθούσε βέβαια να μοιάζει με αντρικό εργαλείο, και εξακολουθούσε να λειτουργεί ως τέτοιο, αλλά οι δικές μου αισθήσεις ήταν θηλυκές. Οι γιατροί προσφέρθηκαν να μου δώσουν το γενικό αρσενικό πακέτο, εγώ όμως ήθελα τις δικές μου, προσωπικές νευρικές απολήξεις, αυτές που χρησιμοποιούσε ή δεν χρησιμοποιούσε η Ντίλια εκεί που ποιος ξέρει που περιφερόταν. Μια μέρα θα την πετύχαινα τελικά και θα έπαιρνα πίσω αυτό που μου ανήκει, αλλά ως τότε είχα ορκιστεί να μη με απασχολεί το θέμα. Εντάξει ήταν. Ούτως ή άλλως, ανέκαθεν προτιμούσα τα ντραγκς.»


Σε έναν κόσμο που τα νέα ακούγονται με μουσική διότι απαγορεύονται οι εκπομπές λόγου, δεν υπάρχουν «καλά παιδιά». Ο καθένας προσπαθεί να επιβιώσει όπως μπορεί και να αντιμετωπίσει την «μαστουρωμένη του πραγματικότητα» ενώ το μέλλον αυτού του μέλλοντος προβλέπεται ακόμα χειρότερο (διότι ο συγγραφέας κάνει προς το τέλος και ένα άλμα στο μέλλον αποτελειώνοντας και τον πλέον αισιόδοξο αναγνώστη του!!). Ένα βιβλίο αστραφτερό και πανέξυπνο με τρομερούς διαλόγους και οργιώδη φαντασία που μπορεί να μην είναι το καλύτερο αστυνομικό που έχεις διαβάσει κατορθώνει να σου μένει στο μυαλό, ένα μυθιστόρημα αντάξιο ενός Φ.Κ.Ντικ με έναν ήρωα που όσο πιο βαθειά χώνεται στα σκατά τόσο πιο ανθρώπινος γίνεται.
 
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 18, 2010
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 18, 2010 | Permalink
Στάχτη
Δεν γνωρίζω εάν αντέχει στον αμείλικτο λογοτεχνικό χρόνο η «ΣΤΑΧΤΗ»(CENERE) της Ιταλίδας συγγραφέως Grazia Deledda, (Εκδ.Ροές, μετάφρ.Δ.Γουρίδη, σελ.316), ούτε εάν μπορεί να διαβαστεί εύκολα από τον σημερινό αναγνώστη, ο οποίος καλώς ή κακώς έχει συνηθίσει σε άλλους ρυθμούς και άλλα στυλ λογοτεχνικά που έχουν κυριαρχήσει τα τελευταία χρόνια. Ένα μυθιστόρημα σαν την «Στάχτη», που αναφέρεται στην αγροτική Σαρδηνία των αρχών του 20ου αιώνα, γεμάτο με μελοδραματικές καταστάσεις και ατελείωτες περιγραφές της άγριας νησιώτικης φύσης, όσο σπουδαίο κι αν είναι (που είναι,δεν υπάρχει αμφιβολία γι’αυτό), όσα «πανανθρώπινα μηνύματα» κι αν έχει, δύσκολα τινάζει από πάνω του τα σημάδια του χρόνου, ευτυχώς όμως μας συστήνει μια μεγάλη συγγραφέα, μάλλον άγνωστη στο ελληνικό κοινό που άφησε την σφραγίδα της στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα.

Η «Στάχτη» εκτυλίσεται σε μια απομακρυσμένη αγροτική περιοχή της Σαρδηνίας. Η έφηβη και πανέμορφη Ολί συνάπτει παράνομη σχέση με τον εργάτη Ανανία, ο οποίος την καθιστά έγκυο. Η Ολί μαθαίνει από τον πατέρα της ότι ο εραστής της είναι παντρεμένος και την διώχνει από το σπίτι. Ο Ανανία την παίρνει μακριά και την εγκαταλείπει σε ένα ορεινό χωριό όπου εκείνη φιλοξενείται από την χήρα ενός ληστή και γεννάει τον Ανανία τζούνιορ. Η Ολί ζει μέσα στην φτώχεια και την δυστυχία ώσπου κάποια στιγμή αποφασίζει να πάει στην πόλη και να αφήσει τον μικρό Ανανία στο σπίτι του πατέρα του και εκείνη να εξαφανιστεί από προσώπου γης μπας και η σύζυγος του μεγάλου Ανανία λυπηθεί τον μικρούλη και του δώσει στέγη και τροφή. Έτσι ακριβώς γίνεται διότι η νόμιμη σύζυγος του μεγάλου Ανανία, η Τατάνα είναι μια συμπονετική γυναίκα που ανατρέφει καλά και με αρχές τον μικρό – τον βαφτίζει δε ο προύχοντας της περιοχής, ο οποίος αναλαμβάνει την εκπαίδευση του.

Ο Ανανία μεγαλώνει, σπουδάζει Νομικά στο Κάλιαρι και αργότερα συνεχίζει τις σπουδές του στη Ρώμη. Ερωτεύεται την κόρη του νονού του, την συνομήλική του και πολύφερνη νύφη Μαργκερίτα και σχεδιάζουν να παντρευτούν μόλις εκείνος γυρίσει από τις σπουδές του. Όμως «μια κουρτίνα» είναι πάντα μπροστά στα μάτια του και τον βασανίζει. Η ανάμνηση της μητέρας του, της Ολί. Τον άφησε μπροστά σε μια πόρτα και εξαφανίστηκε, κανείς δεν ξέρει που είναι. Φήμες την φέρνουν στη Ρώμη να διάγει έκλυτο βίο – μάλιστα κάποιος μεθυσμένος στην ταβέρνα ισχυρίστηκε ότι «γλέντησε» μαζί της. Ο Ανανία την ψάχνει στην αρχή διακριτικά και όταν πηγαίνει στην Ρώμη περισσότερο έντονα βάζοντας και την Αστυνομία στο παιχνίδι, η οποία του δίνει αμφιλεγόμενες πληροφορίες. Λίγο πριν την επισημοποίηση της σχέσης του με την Μαργκερίτα αποφασίζει να πάει στο ορεινό χωριό και να πιέσει την γυναίκα που τους είχε φιλοξενήσει τα πρώτα χρόνια της ζωής του ώστε να μάθει επιτέλους την αλήθεια. Μια αλήθεια που όσο σκληρή κι αν είναι πρέπει να την αντιμετωπίσει για να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά. Μια αλήθεια που ενδέχεται να του καταστρέψει τον επικείμενο γάμο και να του αλλάξει τη ζωή.

Όταν ο μέγας D.H.Lawrence αποκάλεσε την Σαρδηνία «ένα από τα πλέον απομακρυσμένα και άγρια μέρη της Ευρώπης» δεν το έλεγε τυχαία. Η Σαρδηνία του 19ου και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, είναι ένα απίστευτο σκηνικό άγριας ομορφιάς αλλά και ανθρώπινης σκληρότητας που αναδεικνύεται υπέροχα με την γραφή της τόσο προικισμένης Deledda. Άνθρωποι που ζουν σε συνθήκες απόλυτης ένδειας, που αναγκάζονται να πάρουν τα βουνά να γίνουν ληστές, φτώχεια και δυστυχία, βρωμιά και αρρώστειες, σε μια κοινωνία που ζούσε σε πρωτόγονες συνθήκες φεουδαλισμού και ήταν γεμάτη από προκαταλήψεις και σκληρές κοινωνικές συμβάσεις. Η χωρίς δεύτερη σκέψη εκπαραθύρωση της Ολί από την πατρική στέγη, η «ατίμωσή της» και η μετέπειτα ζωή της είναι αποτέλεσμα αυτών των συμβάσεων. Το «στίγμα» στη ζωή και την καριέρα του Ανανία που «πρέπει να καθαρίσει» είναι κάτι μη διαπραγματεύσιμο, στα μάτια της κοινωνίας φαίνεται ως φυσιολογικό, όπως και η αντίδραση της (κατά τ’άλλα ερωτευμένης) Μαργκερίτε όταν ο Ανανία κάνει την κρίσιμη επιλογή στο τέλος του βιβλίου.

Η Deledda γεννημένη και μεγαλωμένη στο απομακρυσμένο και ορεινό Νουόρο γράφει για πράγματα που γνώρισε εκ των έσω. Μεγαλωμένη σε εύπορη οικογένεια, που ο αυταρχικός και πατριαρχικός πατέρας καταπίεζε, έζησε σε προστατευμένο περιβάλλον και άρχισε να γράφει από τα δεκαπέντε της. Ζούσε όμως κλεισμένη μέσα στα όρια της περιοχής της – είναι ενδεικτικό ότι είδε πρώτη φορά την θάλασσα στα 28 της όταν έπρεπε να επισκεφθεί έναν εκδότη στο Κάλιαρι. Στην «Στάχτη» περιγράφει ενδελεχώς την κλειστή κοινωνία του Νουόρο, την ατμόσφαιρα μέσα στην αριστοκρατική οικογένεια της Μαργκερίτε, το σχεδόν «γοτθικό» κλίμα της ιστορίας, ερεβώδες και καταπιεστικό έρχεται σε αντίθεση με την ανθισμένη φύση του όμορφου νησιού, τα λουλούδια που μαζεύουν οι ήρωες του βιβλίου σε κάθε ευκαιρία – δεν είναι τυχαίο ότι το μυθιστόρημα ανοίγει με την Ολί να μαζεύει άνθη για μια γιορτή ανέμελη και ερωτευμένη – ή τις πολύχρωμες φορεσιές των χωρικών.

Το δράμα της Ολί, της μητέρας που στιγματίζεται, υποφέρει, κάνει τεράστια λάθη αλλά ουσιαστικά θυσιάζεται για την ευημερία του γιού της, επιλέγοντας να ζήσει μια μοναχική ζωή γεμάτη ταλαιπωρία και πόνο δεν μπορεί παρά να συγκινήσει ακόμα και τον πιο αποστασιοποιημένο αναγνώστη. Και μπορεί το βιβλίο να αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον λόγω των λαογραφικών του στοιχείων αλλά μέσα στον έντονο και passé νατουραλισμό του, ακόμα και τώρα που όλα αυτά φαίνονται τόσο μακρινά καταφέρνει να σε αφήσει άφωνο με την δύναμη της γραφής, την εξαιρετική ψυχογραφία των ηρώων και την μαεστρική αφήγηση.
Η Deledda (1871-1936) ήταν πολυγραφότατη. Έγραψε 35 μυθιστορήματα, 30 νουβέλλες, 350 διηγήματα και πάμπολλα άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής ενώ ασχολήθηκε λίγο και με την ποίηση. Βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1926 και θεωρείται η σημαντικότερη συγγραφέας της προπολεμικής Ιταλίας, ενώ συγκρίνεται από τους κριτικούς με τις αδελφές Μπροντέ, την Γ.Σάνδη και την Έμιλυ Ντίκινσον. Στον καιρό της τα βιβλία της γνώρισαν τεράστια εμπορική επιτυχία παγκοσμίως, ενδεικτικό είναι ότι όταν πέθανε η μορφή της απεικονίστηκε σε γραμματόσημο στην Τουρκία. Παντρεύτηκε το 1899 (Ιανουάριος 1900 με το νέο ημερολόγιο) και μετακόμισε με τον άντρα της που ήταν κρατικός αξιωματούχος στην Ρώμη όπου ήταν ήδη γνωστή αφού τα βιβλία της εκδίδονταν από την εφηβεία της – η ίδια έστελνε τα πρωτότυπα αποταμιεύοντας από το χαρτζιλίκι της. Η «Στάχτη» (έτος έκδοσης 1904) ένα από τα πλέον αναγνωρισμένα της μυθιστορήματα έγινε ταινία (βουβή βέβαια) το 1916 με πρωταγωνίστρια την μεγάλη σταρ του Ιταλικού σινεμά της εποχής, την Ελεονώρα Ντούζε – υπήρχαν δε (μάλλον αυθαίρετες) φήμες ότι το βιβλίο γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας από την ηθοποιό που ειδικευόταν σε μελοδραματικούς (και τελείως υπερβολικά ερμηνευμένους όπως ήταν τα στάνταρντς της εποχής) ρόλους και είχε περάσει από μια παρόμοια περιπέτεια εγκαταλείποντας τον μικρό της γιό!!

Εν ολίγοις μια συγγραφέας που αξίζει να διαβαστεί από τους αληθινούς εραστές του διαβάσματος, που ψάχνουν πέρα από «ρεύματα» και μόδες ζητώντας την απόλαυση που σου δίνει η καθαρή λογοτεχνία. Ευτυχώς που υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι σαν τις (πάντα χαμηλότονες) Ροές και εκδίδουν «ξεχασμένους» δημιουργούς.
 
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 12, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 12, 2010 | Permalink
"I hate myself for loving you"
Το μυθιστόρημα του σπουδαίου Τσέχου συγγραφέα Ιβάν Κλίμα, «ΕΝΑ ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ» (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Σ.Στάμου-Ντορνιάκοβα,σελ.240) έχει όλα τα συστατικά μιάς βαρετής κοινοτοπίας. Μορφωμένος επιστήμων, οικογενειάρχης σε μέση ηλικία, ερωτεύεται τσαχπινα ομορφούλα φοιτήτρια και «σαλτάρει». Εκείνη τον «παίζει» αναλόγως, εκείνος «βυθίζεται» στο χάος όλο και περισσότερο, η ζωή του γίνεται κόλαση ώσπου μια μέρα «ξυπνάει» και αντιλαμβάνεται ότι είναι ένας άλλος.

Πόσες και πόσες ιστορίες τέτοιες, από τον Σαίξπηρ ως τα «Άρλεκιν», που έχουν αναπαραχθεί χιλιάδες φορές στην λογοτεχνία, στο σινεμά, παντού. Και όμως πάντα κάτι καινούργιο υπάρχει, κάτι διαφορετικό, κάτι που τραβάει τον καθένα από ΄μας και δεν μπορεί να αντισταθεί όταν μια τέτοια χιλιοειπωμένη ιστορία είναι γραμμένη ωραία και με τέτοιο τρόπο που δεν μπορείς να της αντισταθείς. Και ο Κλίμα είναι ένας συγγραφέας που μετατρέπει το κοινότοπο σε πρωτότυπο, το ελάχιστο σε μέγιστο με το απαράμιλλο στυλ της γραφής του.

Η ιστορία του Δαβίδ και της όμορφης Ίβα είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη. Το σκηνικό είναι η Πράγα την δεκαετία του 1970 στην ακόμα ενωμένη κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία. Εκείνος είναι Βιολόγος, αναγνωρισμένος και λίγο πριν από την μεγαλύτερη πρόκληση και ταυτόχρονα όνειρο ζωής, να διδάξει για ένα χρόνο στο Λονδίνο προσκαλεσμένος από ένα μεγάλο Πανεπιστήμιο. Εκεί θα μπορέσει να αναπτύξει τις έρευνές του και (ποιος ξέρει) αν το «κυνηγήσει» να μην ξαναγυρίσει πίσω. Ζει σε ένα προστατευμένο κέλυφος, αφού η εκπαιδευτικός σύζυγός του τον έχει απαλλάξει από κάθε πρακτικό θέμα και οι δύο γλυκύτατες κόρες του, του δίνουν χαρά στην μονότονη και αυτοματοποιημένη ζωή του. Ένα μοιραίο όμως πρωινό, από ένα γύρισμα της τύχης πέφτει πάνω στην Ίβα, που είναι παντρεμένη με έναν μουσικό που περιοδεύει συνεχώς. Που έχει τα μισά του χρόνια, σπουδάζει Θέατρο και ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός. Ο Δαβίδ χάνει κυριολεκτικά το μυαλό του με μια κοπέλλα που του λέει μπούρδες, του μιλάει για την Ιταλία, τους γκόμενούς της, την ασήμαντη καθημερινότητά της. Εκείνος δειλός εκ φύσεως, διστάζει να κάνει κάποια κίνηση ακόμα κι όταν αυτή τον προκαλεί ανοιχτά…

«Εδώ λοιπόν θέλατε να φθάσετε;»
«Ίβα, ήθελα να σας πω, ήθελα να σου πω: σ’αγαπώ».
«Μ’αγαπάτε;»
«Θυμάσαι, όταν πρωτοσυναντηθήκαμε εκεί στο νεκροταφείο; Εκείνη τη στιγμή κάτι μου συνέβη, έτρεξα πίσω σου, ήξερα πώς δεν πρέπει να σε χάσω!»
«Ώστε μ’αγαπάτε! Είμαι ευτυχισμένη όταν κάποιος μ’αγαπάει!»
Ίσως κι αυτή να μ’αγαπάει, αφού μ’αφήνει να τη φιλάω, σε φιλάω, επιτέλους σε αγγίζω, κοριτσάκι μου, δεν είχα ιδέα πως μπορεί να είναι μια τέτοια απόλαυση. Σε φιλάω, η γλώσσα σου στο στόμα μου, το στόμα σου μέσα στο δικό μου, έχω πολύ καιρό να φιλήσω, πες ακόμα κάτι, πες μου επιτέλους κάτι!
«Ώστε κι εσείς φιλάτε;»
«Τι εννοείς;»
«Εγώ νόμιζα πως οι κύριοι σαν και εσάς δεν φιλάνε πιά».


Ο Δαβίδ παραμελεί την καριέρα του, την οικογένειά του, νιώθει επιτέλους να ζει έντονα και να βιώνει με πάθος μια κατάσταση για πρώτη φορά στη ζωή του. Γνωρίζει πολύ καλά το αδιέξοδο της «σχέσης», ξοδεύει χωρίς σκέψη ότι λεφτά έχει αποταμιεύσει, θέτει εν αμφιβόλω ακόμα και την μετάβαση στην Αγγλία για να μη φύγει μακριά από την Ίβα. Ζει για ένα τηλεφώνημα της τα μεσάνυχτα. Για να του πει πόσο τον χρειάζεται, για να του δείξει λίγη τρυφερότητα. Βυθίζεται με πλήρη επίγνωση, ξέρει ότι θα καταστραφεί αλλά δεν μπορεί να το εμποδίσει.

«Γιατί τα κάνεις όλα αυτά; Σιωπή! Το ξέρεις ότι κοροϊδεύει; Καμία απάντηση. Το ξέρεις πως δεν σ’αγαπάει, την κουβαλάς κρεμασμένη στο λαιμό σου, έχει χωθεί βαθιά στο μυαλό σου και κάποια στιγμή θα παραπατήσεις, θα πέσεις και θα πεθάνεις.
Ησυχία. Κανείς δεν μου απαντάει. Δεν υπάρχω πιά, διαλύθηκα, δεν επικοινωνώ πλέον με τον εαυτό μου.
Είμαι ερωτευμένος μαζί της και ξέρω πως αυτή δεν είναι. Λαχταρώ να μου λέει συνεχώς σ’αγαπώ, αν και γνωρίζω πόσο ασήμαντο ακούγεται από το στόμα της. Ο έρωτας πρέπει να υπερβαίνει τον άνθρωπο πέρα από το χώρο και το χρόνο, αλλά αυτή δεν θα φτάσει σε άλλο χώρο, παραμένει στο δικό της, δεν γνωρίζει το μέλλον και αμέσως ξεχνάει το παρελθόν. Μπορεί μόνο να κάνει έρωτα. Ίσως καταφέρνει να κάνει τόσο απόλυτα έρωτα, επειδή παραμένει μόνο στο χρόνο που αυτή τη στιγμή ρέει.»


Ο Δαβίδ αλλάζει μέσα από τη σχέση αλλά αλλάζει και η Ίβα. Της έχει γίνει πλέον απαραίτητος, η μετάλλαξη των ρόλων, των εραστών γίνεται σιγά-σιγά σχεδόν ανεπαίσθητα από τον αναγνώστη. Ο Δαβίδ έχει το μυαλό, την διακριτική σύζυγο, τα παιδιά, η Ίβα δεν έχει τίποτα, κανέναν, και οι δύο θα καταστραφούν από αυτή την αταίριαστη και παθιασμένη σχέση, το τραγικό φινάλε του μυθιστορήματος παρότι αναπάντεχο «δένει» με την συνολική πικρή γεύση της μπανάλ μεν,αιώνιας δε ιστορίας.

Ο Κλίμα συνηθίζει το ψευτο-αυτοβιογραφικό ύφος στις ιστορίες του. Έτσι παρασέρνει τον αναγνώστη και τον κάνει να ταυτίζεται με τους ήρωες των βιβλίων του. Διαφορετικός από τον Κούντερα – μία διαφορά που τονίζεται ιδιαίτερα στις ερωτικές ιστορίες, όπου στον έτερο τρισμέγιστο Τσέχο (τον Κούντερα εννοώ) κυριαρχεί η ειρωνία και το λεπτό χιούμορ, στον Κλίμα τα πράγματα είναι πιο «προσωπικά» και στην περίπτωση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, μάλλον σπαρακτικότερα. Ο ήρωας του Κλίμα θέλει να αφεθεί και δεν μπορεί. Η προσωπικότητα του τον φρενάρει, το μυαλό του που έχει συνηθίσει να δουλεύει με τρελλούς ρυθμούς, δεν τον αφήνουν να πάει μέχρι το τέλος. Η Ίβα είναι πιο καθαρή, ξέρει από την αρχή τι ζητάει, ξέρει τι μπορεί να προσφέρει και τι «δικαιούται» να πάρει, γι’αυτό και στο τέλος θα είναι εκείνη που θα «σπάσει», που θα «λυγίσει».

Μπορεί η ιστορία να εκτυλίσσεται καθ’ολοκληρία από τη μεριά του Δαβίδ και να παρακολουθούμε μέσα από τις σελίδες να ξεδιπλώνεται η πάλη με τα συναισθήματά του, με τα «θέλω» και τα «πρέπει» του, αλλά είναι οι γυναίκες που μένουν βαθιά χαραγμένες στο μυαλό του αναγνώστη. Η διακριτική και χαμηλότονη σύζυγος, η Καμίλα που λειτουργεί και ως «η φωνή της λογικής» και που στην πορεία του μυθιστορήματος αναδεικνύεται η προσωπικότητά της και η «σαχλή» Ίβα που ζητάει απεγνωσμένα την αγάπη και την τρυφερότητα και που προσπαθεί να ζήσει με όλο της το είναι αλλά δεν ξέρει πως. Ο έρωτας και η ζωή θα κρατήσουν ένα καλοκαίρι και ο Δαβίδ στο τέλος θα συνειδητοποιήσει ότι άλλο πράγμα η πραγματική ζωή και άλλο τα εργαστηριακά πειράματα και η έρευνα.Και όπως τραγουδάει ο Bob Dylan "I hate myself for loving you and the weakness that it showed"...

Υ.Γ. Για το βιβλίο έχουν γράψει ο Caesar και η Alef.
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 08, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 08, 2010 | Permalink
Κόκκινο στην πράσινη γραμμή
«Κανένας δεν βγαίνει από τον πόλεμο περήφανος. Απλώς οι άλλοι τον δοξάζουν για τα κατορθώματά του, εξαιτίας των οποίων αυτός χάνει για πάντα τον ύπνο του. Θα επαναλάβω λοιπόν άλλη μια φορά το γενικό μου συμπέρασμα από τον πόλεμο, όπως σας το είπα πριν από λίγες ημέρες, όταν φάγαμε με τον κύριο Γιαννουσόπουλο. Δηλαδή είναι μια παλαίστρα με σκατά. Όσες αρωματικές δάφνες κι αν στρώσεις αποπάνω, η σκατίλα δεν φεύγει. Την έχεις για πάντα στα ρουθούνια. Όποιος δεν πολέμησε νομίζει ότι ο πόλεμος γίνεται όπως τον γράφουν οι σχολικές Ιστορίες κι όπως τον βλέπουμε στις ταινίες του Χόλιγουντ. Έχουμε μια θαυμάσια παροιμία στην Ήπειρο που μπορεί να το αποδώσει σωστά. «Αλλιώς είναι ο διάβολος κι αλλιώς τον ζωγραφίζουν οι ζωγράφοι.» Λυπούμαι, δεν έχω άλλο κουράγιο.»

Το «ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ», του καλού συγγραφέα Βασίλη Γκουρογιάννη ( Εκδ.Μεταίχμιο, σελ. 446), είναι ένα μυθιστόρημα που προκάλεσε συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, ξεσήκωσε κόσμο διότι θεωρήθηκε ότι εξέφραζε απόψεις αιρετικές, «ανθελληνικές», όπως περίπου οτιδήποτε γράφεται ή λέγεται που αποκλίνει (έστω και ελάχιστα) της καθεστηκυίας αντίληψης περί «περιούσιου λαού». Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν το μυθιστόρημα να συζητιέται όχι για την οποιαδήποτε λογοτεχνική του αξία αλλά για την πολιτική του θέση, κάτι που ήταν άδικο όχι για το γεγονός ότι ο μυθιστοριογράφος δεν είναι ιστορικός και μπορεί να γράφει ότι θέλει – στο συγκεκριμένο βιβλίο υπάρχει στέρεη πολιτική άποψη (συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με αυτήν) αλλά για το γεγονός ότι ελάχιστοι από αυτούς που ξεσηκώθηκαν διάβασαν πραγματικά το βιβλίο, οι περισσότεροι διάβασαν (εάν διάβασαν) αποσπάσματά του ή ενημερώθηκαν από τα γνωστά sites και την επικρατούσα ακροδεξιά αντίληψη της τηλεοπτικής μας πραγματικότητας.

Ο Γκουρογιάννης στο «Κόκκινο στην πράσινη γραμμή» αφορμάται από ένα επεισόδιο της σύγχρονης νεοελληνικής οπερέττας, τον σάλο που ξεσήκωσε το περίφημο βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού πριν από λίγα χρόνια, την απόσυρσή του και την εισαγωγή ενός καινούργιου εγχειριδίου στην θέση του. Ο παρακμιακός σύλλογος βετεράνων στρατιωτών της ΕΛΔΥΚ που πολέμησαν στα γεγονότα της Κυπριακής εισβολής το 1974 το βλέπει ως ευκαιρία να προστεθούν έστω και δύο γραμμές στην «επίσημη Ιστορία» του έθνους, διότι μέχρι τώρα υπάρχει πλήρης αποσιώπηση αυτής της ανθρωποθυσίας. Αναλαμβάνει Πρόεδρος του Συλλόγου ένας γνωστός από το τηλεοπτικό γυαλί μεγαλοδικηγόρος που δηλώνει ότι πολέμησε στην Κύπρο τότε και τραυματίστηκε μάλιστα σε μία από τις μάχες. Ο Δικηγόρος (που δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά του παρά μόνο την επαγγελματική του ιδιότητα) οργανώνει ένα συνέδριο «μνήμης και αλήθειας» στην Λευκωσία όπου προσκαλούνται να μιλήσουν επιτέλους οι ανώνυμοι φαντάροι που «μοίρα σκληρή» τους έριξε τότε στην Κύπρο. Να βγάλουν από μέσα τους όλα αυτά τα οποία κρατάνε κρυμμένα τόσα χρόνια και ντρέπονται να πουν, για έναν πόλεμο που στην «επίσημη» ελληνική μνήμη δεν έγινε ποτέ, για πάνω από 4.000 νεκρούς που δεν γνώρισαν τιμές και δόξες από την πολιτεία όπως οι νεκροί των "εποποιιών"... Στο συνέδριο έχει προσκληθεί και ένας Ιστορικός της «Σχολής Μαζάουερ»(όπως αναφέρεται στο μυθιστόρημα),δηλαδή ένας επιστήμονας που αποστασιοποιείται από τα ιστορικά γεγονότα προσπαθώντας να παραθέσει όλες τις πλευρές της ιστορίας. Για τον λόγο αυτόν μια ημέρα του συνεδρίου προβλέπει επίσκεψη στα Κατεχόμενα και συνάντηση με έναν Τούρκο Ιστορικό και κάποιους Τούρκους που πολέμησαν στις μάχες που διεξήχθησαν κατά την εισβολή.

Τα πράγματα όμως δεν πάνε όπως τα προγραμμάτισε ο Δικηγόρος. Το συνέδριο που διεξάγεται σε ένα σχετικά πολυτελές ξενοδοχείο της Λευκωσίας προσφέρεται για χάζι στην πισίνα καλλίγραμμων Ρωσίδων, για πλάκες και μεθύσια με ιστορίες προσωπικές και ανεκδοτολογικές καταστάσεις. Οι περισσότεροι σύνεδροι αρνούνται να μιλήσουν για τα προσωπικά τους δράματα στα πεδία των μαχών και αυτοί οι λίγοι που το κάνουν αοριστολογούν και είναι τόσο συναισθηματικά φορτισμένοι που νόημα δεν βγαίνει για επιστημονική δουλειά. Όπως συχνά-πυκνά τονίζεται κατά την εξέλιξη του βιβλίου, είναι άνθρωποι ζωντανοί-νεκροί. Η εισβολή τους σημάδεψε τόσο βαθιά που τους άφησε συναισθηματικά ανάπηρους. Πάντως οι περισσότεροι συμφωνούν σε ένα πράγμα. Κανείς τους δεν θυμάται να έχει δει τον Πρόεδρο σε κάποια μάχη ή έστω να περιφέρεται μέσα σε κάποιο στρατόπεδο, οπότε αμφισβητούν φανερά την ενεργή ανάμιξή του στα γεγονότα αλλά όχι την καλή του πρόθεση να φωτίσει και να δημοσιοποιήσει τα συμβάντα. Από τη μια λοιπόν παρακολουθούμε τις προσπάθειες να αποκτήσει κάποιο ενδιαφέρον το συνέδριο και από την άλλη τις εμμονές και τις φαντασιώσεις του ψυχικά διαταραγμένου Προέδρου μέσα σ’αυτόν τον κυκεώνα αναμνήσεων και αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων που κυριαρχούν στο συνέδριο ακόμα και για το παραμικρό.

Ο πολύ ενδιαφέρων μυθιστορηματικός χαρακτήρας του Προέδρου κυριαρχεί στο μυθιστόρημα το οποίο περιστρέφεται γύρω από αυτόν. Το εάν και κατά πόσον αναμίχθηκε στα γεγονότα της εισβολής θα το μάθουμε μόνο προς το αναμενόμενο αλλά ωραίο τέλος του βιβλίου. Ο υπαρξιακός του αγώνας, τα αδιέξοδά του, ο διχασμός της προσωπικότητάς του που ουσιαστικά συνετελέσθη κατά την διάρκεια του μοιραίου εκείνου καλοκαιριού του ’74 επανέρχονται συνέχεια κατά τη ροή της αφήγησης. Ο Πρόεδρος κατά τύχη όπως σχεδόν όλοι οι κληρωτοί βρέθηκε μέσα στον εφιάλτη των γεγονότων του Πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου και της Τουρκικής εισβολής που ακολούθησε αυτά. Γόνος οικογένειας εθνικόφρονης, με παππού που πολέμησε στην Μικρασιατική καταστροφή και πατέρα που πολέμησε στον Ελληνικό Εμφύλιο αφού πρώτα ήταν αντάρτης του Ζέρβα στα βουνά, αλλά ο ίδιος (όπως λέει) αντιχουντικός βρίσκεται να υπηρετεί ως διαβιβαστής στην Κύπρο. Εκεί θα πληρώσει το τίμημα χάνοντας το κάτω άκρο του αριστερού του ποδιού και θα φύγει από το νησί, ακρωτηριασμένος όπως η Κύπρος και κουβαλώντας τις ενοχές του όπως η μητέρα πατρίδα. Επιστρέφοντας μετά από τριαντατόσα χρόνια στην Κύπρο γνωρίζει ότι η κάθαρση θα έρθει είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο και θα είναι σκληρή.

Ωραίο μυθιστόρημα που θα μπορούσε να ήταν καλύτερο εάν δεν «υπέφερε» από τον «ιό της πολυλογίας» - εάν δηλαδή έλειπε περίπου το 1/3 κάπου στη μέση που νιώθεις ότι κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Παρά όμως τις επιμέρους ενστάσεις μου, το μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον στην οπτική του γωνία. Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται για τον απλό άτυχο φαντάρο που πέφτει θύμα των πολιτικοστρατιωτικών παιχνιδιών της εξουσίας. Είναι ενδεικτικές οι σελίδες των περιγραφών των διαταγών που ελάμβαναν οι φαντάροι. Στην αρχή να στηρίξουν τους πραξικοπηματίες κατά του Μακάριου, μετά να μη λάβουν υπ’όψιν τους τις Τουρκικές κινητοποιήσεις (κατά το γνωστό ελληνικό, «έλα μωρέ μια άσκηση είναι»), μέχρι του «τρέχα απο’δώ κι από ‘κει» με ένα όπλο που που δεν ξέρεις πως λειτουργεί και πρόλαβε ότι μπορείς και μετά «σώσε τον εαυτό σου όπως μπορείς». Όταν δεν γλυτώσεις – αν και όπως γλυτώσεις και υπό την καχυποψία των Κυπρίων που σε βλέπουν ως αντιπρόσωπο της Χούντας, γυρνάς στην Ελλάδα όπου επικρατεί σιωπή και συγκάλυψη των γεγονότων, διότι «δεν μας βολεύει».

Ο Γκουρογιάννης έγραψε ένα πολιτικό μυθιστόρημα που θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή ενός ώριμου διαλόγου γύρω από ένα σκοτεινό θέμα της νεοελληνικής ιστορίας που παραμένει κλεισμένο στα ντουλάπια – και όπως όλα δείχνουν θα παραμείνει για πολύ καιρό ακόμα διότι σ’αυτή τη χώρα, τους σκελετούς μας τους κρατάμε βαθιά θαμμένους.Η δύναμη του βιβλίου του είναι ακριβώς αυτή η θέση που εκφράζει και επί της οποίας μπορεί κανείς να συζητάει για μέρες, δεν είναι τόσο το χιούμορ του (που το βρήκα μάλλον αποτυχημένο- κυρίως σε ότι αφορά τους Κυπρίους), ούτε η γλώσσα και το στυλ του που μ’άρεσε πολύ. Εάν υιοθετήσω την άποψη που λέει ότι το βιβλίο πρέπει να σου «ρίχνει μια γροθιά στο κεφάλι» όπως υποστήριξε ο μέγας Κάφκα, τότε ο συγγραφέας πέτυχε απόλυτα τον στόχο του, αλλά και διαφορετικά να βλέπω την λογοτεχνία, δεν μπορώ να προσπεράσω αδιάφορα από ένα μυθιστόρημα τέτοιας δυναμικής και ουσίας οπότε αυτό και μόνο το καθιστά στα μάτια μου μιά πολύ σημαντική δημιουργία που κάποια στιγμή θα γίνει κλασσική.
 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2010 | Permalink
Luis Landero - η γνωριμία

Ο Ισπανός συγγραφέας Luis Landero μου ήταν τελείως άγνωστος. Βλέποντας την σχεδόν ταυτόχρονη έκδοση δύο μυθιστορημάτων του στη γλώσσα μας, ένιωσα περιέργεια και σκέφθηκα να «το ψάξω» λίγο το θέμα στο διαδίκτυο. Ανακάλυψα λοιπόν ότι ο συγγραφέας είναι αρκετά γνωστός και επιτυχημένος στην Ιβηρική χερσόνησο και ελάχιστα έως καθόλους γνωστός στον Αγγλοσαξωνικό κόσμο – το γιατί μέσα στον ίδιο χρόνο εκδόθηκαν δύο βιβλία του στα Ελληνικά (και όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων είχαν βγει και δύο άλλα του μυθιστορήματα παλαιότερα σε άλλους εκδ.οίκους), είναι ένα ωραίο quiz για κάποιον που θέλει να ασχοληθεί με τις εκδοτικές παραξενιές.

Κάτι όμως με τραβούσε πάνω στον Landero. Οι τίτλοι και τα θέματα των μυθιστορημάτων, ο άγνωστος εκδοτικός οίκος, τα σχεδόν πανομοιότυπα εξώφυλλα, η σύγχρονη Ισπανική παραγωγή που είναι σε μεγάλη ακμή. Προμηθεύτηκα λοιπόν τα βιβλία και δεν έπεσα έξω στην διαίσθηση μου... Ο «ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΔΙΑΣ» (σελ.462) κατά κύριο λόγο αλλά και «Ο ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ» (σε.359) , (Εκδ. Gema, μετάφρ.Τ.Ραπακούλια (και στα δύο)), είναι ωραία μυθιστορήματα με αρκετά κοινά στοιχεία μεταξύ τους αλλά και με κάποιες διαφορές που κυρίως οφείλονται στο έντονα αυτοβιογραφικό στοιχείο του δεύτερου (Ο ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ) το οποίο είναι και πιό ανάλαφρο και με περισσότερο χιούμορ. Ο «ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΔΙΑΣ» όμως είναι σπουδαίο βιβλίο και θα σταθώ περισσότερο σ’αυτόν...

Το μίσος κυριαρχεί στον «Πλανήτη Δία», ένα δυνατό μυθιστόρημα μαθητείας με δύο ήρωες, που οι ζωές του κινούνται σε παράλληλες τροχιές και συναντούνται τυχαία προς το τέλους του βιβλίου. Το μίσος θα ενώσει τις μοίρες του Ντάμασο Μέντεθ και του Τομάς Μοντέχο, δύο τελείως διαφορετικών ανθρώπων, δύο ανδρών που αλλιώς ονειρευόντουσαν τη ζωή τους και αλλιώς τους βγήκε. Το μίσος (κυρίως του Ντάμασο) τους τυφλώνει, τους προτρέπει να σκέφτονται ακραίες πράξεις, η συνάντησή τους θα αποβεί καθοριστική και για τους δύο.

Απλοί καθημερινοί άνθρωποι που κάτω από την επιφάνεια της δήθεν αδιατάρακτης ζωής τους υπάρχουν δυνατές συγκινήσεις και προσωπικές τραγωδίες. Η ζωή του Ντάμασο Μέντεθ γυρνάει τούμπα όταν ο πατέρας του, μιά ηγεμονική και πατριαρχική αγροτική μορφή απογοητεύεται από αυτόν και «αγκαλιάζει» ασφυκτικά έναν έφηβο πανέμορφο νεαρό, γιό μιάς χήρας με την οποία μάλλον διατηρεί ερωτική σχέση. Αυτόν τον χαρισματικό Μπερνάρδο, ουσιαστικά τον επιβάλλει στην οικογένεια, του προσφέρει την κόρη του, την όμορφη αδερφή του Ντάμασο στο πιάτο (ή καλύτερα,στο κρεβάτι), του πληρώνει τις σπουδές, την καρριέρα. Ο Ντάμασο καταλήγει το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας και φεύγει σχεδόν διωγμένος από την πατρική εστία παρακολουθώντας τις εξελίξεις εκ του μακρόθεν. Οταν διαπιστώνει ότι από την οικογενειακή περιουσία δεν έχει μείνει φράγκο τσακιστό και το προνομιούχο ζευγάρι, ο Μπερνάρδο και η αδερφή του είναι εξαφανισμένοι, αρχίζει έναν αγώνα εκδίκησης και ανεξάντλητου μίσους για να βρει τους «υπεύθυνους» της καταστροφής.

Από την άλλη, ο Τομάς Μοντέχο είναι μια κλασσική περίπτωση διαννοούμενου που ζει μια ζωή μέσα από τα βιβλία χωρίς ιδιαίτερη επαφή με το περιβάλλον. Νεαρός ακόμα γνωρίζει μια ομορφούλα ανήλικη από φτωχική οικογένεια η οποία τον θαυμάζει. Άβγαλτοι και οι δύο, ερωτεύονται και παντρεύονται κάνοντας ένα κοριτσάκι. Ο Τομάς μην έχοντας ουσιαστική επικοινωνία με την σύζυγό του προσπαθεί να γράψει ένα μυθιστόρημα το οποίο εκδίδεται και αποτυγχάνει. Διδάσκοντας σε ένα σχολείο λογοτεχνία έλκεται από την ομορφιά και το πνεύμα μιας μαθήτριάς του και συνάπτει μια επικίνδυνη ερωτική σχέση, στην οποία πέφτει με τα μούτρα. Εκείνη όμως αρχίζει να τον βαριέται και τον απομακρύνει. Απογοητευμένος, αρχίζει να παρατηρεί προσεκτικότερα την σύζυγό του και διαπιστώνει ότι «κάτι τρέχει», η παρατήρηση σιγά-σιγά του γίνεται εμμονή και τα ευρήματα του αλλάζουν τη ζωή.

Εξαιρετικό μυθιστόρημα με ωραία ατμόσφαιρα και πολύ καλοδομημένη αφηγηματική μορφή, ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΔΙΑΣ ανατέμνει τις συνέπειες του μίσους αυτού του ακραίου εμμονικού συναισθήματος και της ασφυξίας που οδηγεί μία ζωή. Ο Ντάμασο βιώνει την πατρική απόρριψη καθημερινά, την οικογενειακή ασφυξία, την έλλειψη ενός χαδιού στην πιό τρυφερή του ηλικία – μεγαλώνοντας θα γίνει ένας άνθρωπος μισός, ανίκανος να νιώσει οτιδήποτε άλλο εκτός από μίσος από το οποίο τις περισσότερες φορές αντλεί μια ηδονή, όσο περίεργο και να ακούγεται αυτό. Ο Τομάς είναι χαμένος μέσα στις χίμαιρές του, η διαφορά της «χάρτινης ζωής» με την πραγματική είναι χαώδης, η μικροαστική του οικογενειακή κατάσταση θα δοκιμαστεί. Οι δύο ιστορίες δεν είναι ισοβαρείς, η ιστορία του Ντάμασο είναι πολύ πιό ενδιαφέρουσα λογοτεχνικά και αυτό είναι εις βάρος του μυθιστορήματος και αν θέλεις το ουσιαστικότερο ψεγάδι του, αλλά ακόμα κι αυτό δεν το εμποδίζει να είναι ένα χορταστικό βιβλίο που αγγίζει πολλά θέματα της πραγματικής ζωής όπου τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά και με μεγαλύτερο βάθος από αυτό που φαίνεται στην πραγματικότητα.

«Ο Κιθαρίστας» είναι ένα μυθιστόρημα με πολλά εμφανή στοιχεία αυτοβιογραφίας, κρίνοντας από το προσωπικό ύφος της γραφής αλλά και από τα λίγα που κατάφερα να διαβάσω για τον συγγραφέα που κατάγεται από μια φτωχή και αγροτική περιοχή της Ισπανίας. Είναι η ιστορία του Εμίλιο ενός εφήβου που ζει με την μητέρα του και τα πρωινά δουλεύει σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων, το δε βράδυ προσπαθεί να τελειώσει το Λύκειο. Ο Εμίλιο ενθουσιάζεται από τις διηγήσεις του τυχοδιώκτη ξαδέλφου του Ραϊμούντο που γυρνώντας από το Παρίσι του εξιστορεί το πως κατάφερε να γίνει τραγουδιστής και κιθαρίστας φλαμένκο και ο οποίος αναλαμβάνει να του κάνει μαθήματα.

Ο Εμίλιο φαίνεται ότι έχει έφεση στην κιθάρα και αφοσιώνεται σ’αυτήν. Όταν ο ιδιοκτήτης του συνεργείου τον βλέπει να ασχολείται ενεργά του προτείνει να κάνει μαθήματα στην νεαρή και ωραιότατη σύζυγό του, την Αδριάνα. Τον στέλνει σχεδόν καθημερινά και για πολλές ώρες πληρώνοντάς τον εξτρά και ουσιαστικά απαλάσσοντάς τον από το συνεργείο. Όπως είναι φυσιολογικό ο νεαρός ερωτεύεται την γυναίκα του αφεντικού του αν και είναι σίγουρος ότι θα μπλέξει χοντρά. Αφήνει όμως τον εαυτό του να «βυθιστεί» μέσα στο συναίσθημα του έρωτα (πρωτόγνωρο γι’αυτόν) και στην μοιραία γοητεία που του ασκεί η αφεντικίνα του. Ο δε ξάδερφος του τον γνωρίζει με παρακαλλιτεχνικά κυκλώματα που υποτίθεται ότι θα τον βοηθήσουν να γίνει διάσημος κιθαρίστας. Η προσγείωση στην πραγματικότητα θα είναι σκληρή για τον Εμίλιο, σε ένα προβλέψιμο και αναμενόμενο φινάλε που το σώζει το χιούμορ του συγγραφέα.

Ο «Κιθαρίστας» είναι ένα μυθιστόρημα με χιούμορ και ρέουσα αφήγηση που το διαβάζει κανείς με ευχαρίστηση αλλά είναι αισθητά κατώτερο του «Πλανήτη Δία» και όπως προανέφερα πιό ανάλαφρο. Έχει μεγάλη γοητεία κυρίως λόγω του φλαμένκο, της μουσικότητας που το διαπερνάει και της έλξης που ασκούν οι σκαμπρόζικες ερωτικές ιστορίες σαν αυτήν την τόσο κλισεδιάρικη μεταξύ του «παιδιού του συνεργείου και της πλούσιας κυρίας», ιστορία που ο Landero την δίνει με πάρα πολύ χιούμορ και τσαχπινιά θυμίζοντας ερωτικές καντρίλιες θεατρικών έργων και μυθιστορημάτων μιάς άλλης εποχής, εξ’ου και η αναφορά σε μια από τις ιστορίες του Θερβάντες με ανάλογη θεματολογία.

Εν κατακλείδι, ο Landero αποδεικνύεται ένας πολύ ενδιαφέρων συγγραφέας που προκαλεί την περιέργεια του αναγνώστη και κεντρίζει την σκέψη του ενώ με άφησε μετέωρο η οπτική του πάνω στους γυναικείους χαρακτήρες των βιβλίων του. Και στα δύο οι γυναίκες παρ’ότι δεν αποτελούν τους κεντρικούς χαρακτήρες και δεν είναι στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος με την παρουσία τους εξουσιάζουν τις ιστορίες. Και αν στον «Κιθαρίστα» η Αδριάνα είναι περισσότερο «καθαρή και ευδιάκριτη», στον «Πλανήτη Δία», οι γυναίκες είτε είναι μητέρες, είτε σύζυγοι, είτε ερωμένες είναι θολές και δυσδιάκριτες. Η μητέρα του Ντάμασο που υπομένει και γνωρίζει τα πάντα αλλά δεν μιλάει, η σύζυγος του Τομάς που προετοιμάζει την «επανάστασή της» αποτελούν χαρακτήρες γοητευτικούς αλλά με κάπως ασαφή χαρακτηριστικά που μένουν μετέωρα τουλάχιστον σ’εμένα. Δεν γνωρίζω εάν είναι πρόθεση του συγγραφέα ή κάποια αδυναμία του αλλά παρουσιάζει ενδιαφέρον.