Παρασκευή, Φεβρουαρίου 28, 2014
posted by Librofilo at Παρασκευή, Φεβρουαρίου 28, 2014 | Permalink
Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου
Δεύτερο
μυθιστόρημα του συγγραφέα, Γρηγόρη Αζαριάδη
(Αθήνα,1951), «Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ» (Εκδ.Γαβριηλίδη,
σελ.365), σχεδόν αμέσως (ένα χρόνο και κάτι) μετά την έκδοση του πρώτου του
βιβλίου με τίτλο «Παλιοί λογαριασμοί», το οποίο είχε προκαλέσει ιδιαίτερη
αίσθηση και παρά τις αδυναμίες του, είχε δείξει ότι, ο συγγραφέας διαθέτει την «αστυνομική»
φλέβα στην πλοκή και την δομή της ιστορίας που αναπτύσσει. Τα ίδια πάνω κάτω
συναισθήματα προκαλεί και η ανάγνωση του δεύτερού του αστυνομικού
μυθιστορήματος, όπου παραμένουν οι αρετές που επισημάνθηκαν στο πρώτο αλλά και
οι ίδιες αδυναμίες παρά την περισσότερο σφιχτοδεμένη πλοκή που διακρίνει κανείς
στο δεύτερο.
Στην
«Τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου», το θριλερίστικο στοιχείο είναι πολύ
έντονο και οι αναφορές στην σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα πολλές.
Τρείς σύζυγοι εξεχόντων οικονομικών παραγόντων της χώρας ενημερώνονται από
ισάριθμους φακέλους που φτάνουν στα χέρια τους με μυστηριώδη τρόπο, για τις ατασθαλίες
των συζύγων τους. Παρανομίες, λαμογιές, κομπίνες μεγάλες ή μικρές – πράγματα που
λίγο πολύ βέβαια υποψιάζονταν, καθώς η τεράστια χλιδή της ζωής τους ήταν βέβαιο
ότι δεν προέκυπτε από νόμιμα έσοδα. Εκείνο όμως που δεν ήξεραν και ο φάκελος
επιβεβαίωνε με τρόπο που δεν μπορούσε να διαψευστεί, ήταν ότι οι πανίσχυροι
άντρες τους είχαν παρέμβει στην προσωπική τους ζωή με τρόπο καθοριστικό. Και οι
τρείς γυναίκες είχαν δεί κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους, πολυαγαπημένα τους
πρόσωπα να πέφτουν θύματα της εκδικητικότητας των συζύγων τους, είτε ο ένας ήταν
εραστής, ο οποίος έμεινε παράλυτος μετά από βίαιο ξυλοδαρμό, είτε ο άλλος ήταν
ξάδερφος πολύ αγαπημένος, ο οποίος φυλακίστηκε για ναρκωτικά χωρίς να έχει
σχέση, είτε η άλλη ήταν κολλητή που βιάσθηκε πολλές φορές από κάποιον και από τότε
είναι έγκλειστη ψυχιατρικού ιδρύματος.
Αποφασίζουν
λοιπόν, να σκοτώσουν τους συζύγους τους, χτυπώντας τους στο πιο ευάλωτο σημείο τους,
που ήταν η αδυναμία τους για τις γυναίκες. Αργά αλλά μεθοδικά οι κυρίες,
φθάνουν στον στόχο τους, και τα τρία λαμόγια, ο ένας πρώην συνδικαλιστής και
νυν βουλευτής, ο άλλος Αρεοπαγίτης δικαστικός με μεγάλη προβολή και ο τρίτος με
μεγάλη διαφημιστική εταιρία, εφημερίδες και τηλεοπτικό κανάλι, όλοι τους πάμπλουτοι
και με πολλά βίτσια σεξουαλικά ή μη, με
φρουρούς ασφαλείας να τους ακολουθούν βρίσκονται νεκροί από μια σφαίρα στο
μέτωπο. Κοινό σημείο και στις τρείς δολοφονίες, η παρουσία μιας γυναίκας στον
τόπο του εγκλήματος και η εμφανής πρόθεση του θύματος για σεξ (ουσιαστικά με τα
παντελόνια κάτω δηλαδή).
Την
υπόθεση αναλαμβάνει το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας και
πιο συγκεκριμένα η αστυνόμος Τρύπη, δευτερεύων (αλλά σημαντικός) χαρακτήρας του
προηγούμενου βιβλίου του Αζαριάδη. Η Τρύπη προσπαθεί να ξετυλίξει το μπερδεμένο
κουβάρι των δολοφονιών, όπου όλοι οι ύποπτοι έχουν ισχυρά άλλοθι, και τα θύματα
δεν ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί ότι δεν ήταν αθώα. Οικονομικά σκάνδαλα και
διαπλοκές βγαίνουν στην επιφάνεια, ενώ η έφεση των θυμάτων στις σεξουαλικές
αναζητήσεις δίνει έναν πιπεράτο τόνο στην υπόθεση με πορνεία, παιδεραστία και
ερωτικά παιχνίδια να βρίσκονται πλέον στο προσκήνιο. Μέσα σε όλη αυτή την
μπλεγμένη ιστορία, που στην αρχή μοιάζει να έχει πολιτικές προεκτάσεις, βρίσκεται
έμμεσα αναμεμιγμένη και η μεγάλη ντίβα της θεατρικής σκηνής Μαρίνα Φιλίππου, η
οποία προετοιμάζει την τελευταία της παράσταση βαριά χτυπημένη από την επάρατη
νόσο. Τι ρόλο παίζει η Μαρίνα Φιλίππου στην ιστορία και πως θα καταφέρει η
αστυνόμος Τρύπη να επιλύσει το δύσκολο παζλ των δολοφονιών που παραπέμπουν σε
μεθόδους τρομοκρατικών οργανώσεων της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου;
«Μίλησαν
για την τραγική οικονομικοπολιτική συγκυρία, την πορεία μεγάλων κοινωνικών
στρωμάτων προς την πενία και την εξαθλίωση και τη διάλυση του κοινωνικού ιστού της
χώρας.
«Σκατά,
ρε Αγαμέμνονα, σκατά», είπε κουνώντας μελαγχολικά το κεφάλι ο Βεργίνης. «Μια
ζωή θα τρώμε σκατά, θα λέμε «ευχαριστώ» και θα σκύβουμε το κεφάλι. Και κάθε
τέσσερα χρόνια, θα εκφράζουμε την άποψή μας ψηφίζοντας στις εκλογές λευκό ή
άκυρο».
Ο
Παρισιάδης τον κοίταξε με σκοτεινό βλέμμα.
«Να
θυμάσαι, φίλε, ότι υπάρχουν και κάποιοι λίγοι αμετανόητοι, λυ αντί να ζήσουν
μια ζωή μες στα σκατά προτιμούν να πεθάνουν βουτηγμένοι στο αίμα…»
Το
μυθιστόρημα του Αζαριάδη έχει γρήγορη και σφιχτοδεμένη δράση, ρυθμό, και
ευδιάκριτο αστυνομικό ύφος με ακρίβεια στις αναπαραστάσεις σκηνών, δείγμα
δουλειάς και προσοχής στην λεπτομέρεια. Η ιστορία μπορεί να μη φτάνει στο
ενδιαφέρον του θέματος του πρώτου του βιβλίου, αλλά και εδώ είναι αρκετά
συναρπαστική και κρατάει τον αναγνώστη. Το κοινωνικό σχόλιο είναι έντονο και
μπορούμε να μιλήσουμε για ένα μυθιστόρημα σύγχρονο της Ελλάδας του Μνημονίου,
με την κοινωνική ισοπέδωση και τα οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα που βγαίνουν
συνεχώς στην επιφάνεια ισοπεδώνοντας το πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Από
την άλλη, το βιβλίο (παρότι επιμένω, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον), δείχνει να
«υποφέρει» από φλυαρία κάποια πράγματα μένουν μετέωρα και αναπάντητα, η δε
κεντρική ιστορία μοιάζει «μπουκωμένη» και θολή. Παρά τις λεπτομερείς καταγραφές
των εγκλημάτων, των ερευνών, νιώθεις ότι συνεχώς κάτι μένει απέξω, κάτι
διαφεύγει ή μοιάζει επιπόλαια τοποθετημένο. Τα κλισέ και οι κοινοτοπίες είναι
εδώ περισσότερες από τους «Παλιούς λογαριασμούς», οι χαρακτήρες περισσότερο στερεοτυπικοί, και οι
διάλογοι ακόμα πιο καταγγελτικοί και συνηθισμένοι, γεμάτοι με ευκολίες και
δημαγωγίες που δείχνουν αδιέξοδες και αχρείαστες στην εξέλιξη της ιστορίας, ενώ
μάλλον κουράζουν οι συνεχείς επαναλήψεις
(σε σημείο εμμονής) προτάσεων και σκηνών (πόσες φορές θα κάνει «καυτό ντους που
πέφτει ευεργετικά πάνω στο κορμί της» η αστυνόμος Τρύπη, πόσα μπαγιάτικα
κρουασάν μπορεί να αντέξει ο μέσος αστυνόμος και πόσες bitches νεαρές και αδίστακτες δικηγορίνες
υπάρχουν στην πιάτσα;).
Ο
Αζαριάδης με τα δύο του μυθιστορήματα, δείχνει ότι βαδίζει με στέρεα βήματα
στον δρόμο που χάραξε ο Μάρκαρης. Οι ιστορίες του είναι πάντα ενδιαφέρουσες και
προτρέπουν σε σκέψη και συζήτηση ενώ οι προβληματισμοί του δεν μπορούν να
αφήσουν αδιάφορο κανέναν παρά την τάση που έχει να «ξεφεύγει» σε ορισμένα
σημεία. Το είδος του μεσογειακού πολιτικοαστυνομικού μυθιστορήματος (του «πολάρ»
όπως έχει καθιερωθεί η ονομασία του), που έχει επιλέξει να υπηρετήσει μπορεί να
τον οδηγήσει σε πολύ καίρια και ουσιαστικά μυθιστορήματα αλλά δεν παύει να «υπακούει»
σε κάποιους κανόνες που ενδεχομένως να είναι δεσμευτικοί για την ανάπτυξη των
ιστοριών του - είναι στο χέρι του πάνω σε τι μονοπάτι θα τραβήξει και πως θα
χειριστεί το πάντα ενδιαφέρον υλικό του.