Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2007
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2007 | Permalink
Faraway,so close...
Με τη νουβέλα του «ΠΑΡΑΒΟΛΗ» (Εκδ.Καστανιώτη),ο σχετικά νέος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας Κωνσταντίνος Τζαμιώτης πραγματοποιεί ένα μελλοντολογικό ταξίδι σε ένα κόσμο εικονικής πραγματικότητας και τα καταφέρνει θαυμάσια (82).

Με ίσως την μεγαλύτερη αγωνία της ανθρωπότητας καταπιάνεται ο συγγραφέας,με τον φόβο του θανάτου,του απόλυτου κενού,του χάους.Τι γίνεται λοιπόν όταν κάποιος που διαθέτει την οικονομική άνεση μπορεί να «αποκαταστήσει» την τάξη και να διατηρήσει ένα εικονικό status quo?Εφιαλτικό?Τερατώδες?Η απλά κάτι που ενδέχεται να βρούμε μπροστά μας στο (όχι και τόσο μακρινό) μέλλον?

Ο κεντρικός πρωταγωνιστής της νουβέλας,είναι ο Χ.Α.Ρόντας,ένας «ειδικός παραλήπτης»,ένας «ρυθμιστής».Η δουλειά του είναι να παραλαμβάνει προσωπικά αντικείμενα,ηχητικά ντοκουμέντα,γραπτά και διάφορα άλλα,ώστε η εταιρεία του να κατασκευάσει ένα ολόγραμμα,μιά ψηφιακή αναπαράσταση του εκλιπόντος με αποκλειστικό αντικείμενο την διατήρηση της «παρουσίας του» έστω και κατ’αυτό τον τρόπο.

Θυμίζει λίγο την αμερικάνικη ταινία «The final cut» με τον Robin Williams,όπου εκεί με ένα μικροτσίπ που έμπαινε στον εγκέφαλο του ετοιμοθάνατου,ο πρωταγωνιστής αναπαριστούσε στην κηδεία της ιστορία της ζωής του εκλιπόντος,ένα είδος αυτοβιογραφίας με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Ο Τζαμιώτης όμως χρησιμοποιεί αυτό το εύρημα ως ευκαιρία να γράψει ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις,την μοναξιά,την αποξένωση,τον έρωτα.

«...Υπάρχουν τόσες εκκρεμότητες που πρέπει να διευθετηθούν,μικρές βεβαιότητες που περιμένουν να ισχυροποιηθούν,ελπίδες που προσδοκούν την επαλήθευσή τους.Όλα βρίσκονται εκεί έξω.Μόνο εκεί μπορεί να βρει κανείς πραγματικούς ανθρώπους,με πραγματικές ανάγκες.Το γεγονός πως τίποτε απ’όλα αυτά δεν προέρχεται από τον ίδιο,πως τίποτα δικό του δεν περιλαμβάνεται σ’αυτά τον αφήνει αδιάφορο.Ο Χ.Α.Ρόντας γνωρίζει πως το μόνο πράγμα που του ανήκει,το μόνο πράγμα που τον καθιστά επαρκή είναι οι ανάγκες,οι ψευδαισθήσεις αυτών των ανθρώπων.Εδώ και χρόνια οι υποθέσεις που αναλαμβάνει είναι η μόνη ζωή που διαθέτει.Τα προσωπικά δεδομένα που παραλαμβάνει υποκαθιστούν τις απαντήσεις που δεν τολμά να διεκδικήσει,συντηρούν τον ατομικό εξοπλισμό του,τρέφουν το ζωτικό ψεύδος της ύπαρξής του.Απέναντι σ’αυτή την πανίσχυρη βεβαιότητα τίποτε άλλο δεν έχει σημασία...»

Όπως αναφέρει και η Σ.Σκαλίδη στην κριτική της γιά το βιβλίο,η ατμόσφαιρα είναι Καφκική και η δύναμη της γλώσσας του συγγραφέα σε γοητεύει και σε παρασύρει σε αναγνωστικές απολαύσεις που δύσκολα συναντάς στην σύγχρονη νεοελληνική πεζογραφία.

Σκηνές πολύ δυνατές όπως του οικογενειακού δείπνου (που έχει την κινηματογραφική δομή ενός Μπουνιέλ),της αυτοϊκανοποίησης του Ρόντα προβάλλοντας στην οθόνη τον εαυτό του να κάνει έρωτα με μιά γυναίκα,όπως οι συνομιλίες με την νεαρή έγκλειστη στο γυάλινο κουβούκλιο,εντυπώνονται στο μυαλό του αναγνώστη και τον συνοδεύουν ως εικόνες αρκετό καιρό μετά την ανάγνωση του βιβλίου.

Αλληγορία πραγματικότητας και φαντασίας,σαρκασμός πάνω στην ξέφρενη αναζήτηση της ευτυχίας ,κριτική της ουτοπίας (μάλλον «δυστοπίας» όπως χαρακτηριστικά γράφει η Λ.Πανταλέων στην εξαιρετική ανάλυσή της γιά το βιβλίο)γιά την διαιώνιση του ανθρώπινου είδους,η νουβέλα του Τζαμιώτη επιβάλλεται με την πυκνότητά της και τα νοήματα που εμπεριέχει.

Υ.Γ.Προσθήκη μιά μέρα μετά..Επειδή ήρθε ως flash,έψαξα το απόσπασμα,το βρήκα και ιδού-μάλλον ταιριάζει (αν κι εδώ που τα λέμε ο γέρο-Jorge είναι παντός καιρού και ποστ)...

"Τι είναι η μακροζωία?
Είναι η φρίκη του να είσαι μέσα σε ένα ανθρώπινο σώμα που οι λειτουργίες του φθίνουν,είναι μιά αϋπνία πυ μετριέται σε δεκάδες κι'οχι με ατσάλινες βελόνες,είναι το βάρος θαλασσών και πυραμίδων,ξημερωμάτων που αντίκρυσε ο Αδάμ,αρχαίων βιβλιοθηκών και δυναστειών,είναι να μην αγνοώ πως είμαι εγκάθειρκτος στην σάρκα μου,στην απεχθή φωνή μου,στ'όνομά μου,σε μιά ρουτίνα αναμνήσεων,στα ισπανικά που δεν ξέρω να τα χειρίζομαι,στη νοσταλγία των λατινικών που δεν τα ξέρω,είναι να θέλω να βυθιστώ στον θάνατο και να μη μπορώ να βυθιστώ στον θάνατο,είναι να είμαι και να συνεχίζω να είμαι."

(Ποιού άλλου?)Jorge Luis Borges
 
Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007 | Permalink
Αναζήτηση εαυτού
Αρκετή υπομονή και επιμονή χρειάζεται το έξοχο μυθιστόρημα του ισπανού συγγραφέα Juan Goytisolo «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ» ( Εκδ.Κέδρος, σελ.525 ) ( 84 ) . Ένα μυθιστόρημα που περιέχει στοιχεία αυτοβιογραφίας και είναι το πρώτο μέρος μιάς τριλογίας γραμμένο το 1966,ένα από τα πρώτα έργα ενός εκ των μεγαλυτέρων ισπανών δημιουργών,αυτοεξόριστου από τα τέλη της δεκαετίας του 50 στο Παρίσι (τώρα νομίζω οτι ζει στο Μαρόκο) ,ο οποίος πέραν όλων των άλλων που θα περιγράψω παρακάτω σχολιάζει με μοναδικό τρόπο τα γεγονότα του Ισπανικού εμφυλίου και τις μετέπειτα επιδράσεις τους.Αναζήτηση εαυτού λοιπόν αναμεμιγμένη με στοιχεία της πρόσφατης ισπανικής ιστορίας του περασμένου αιώνα.

Ο αφηγητής Άλβαρο Μεντιόλα επιτυχημένος φωτογράφος,γόνος παλιάς αστικής οικογένειας της Βαρκελώνης με παρακλάδια στην Κούβα έχει αυτοεξοριστεί στο Παρίσι.Μετά από τον βίαιο θάνατο του πατέρα του κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου ασφυκτιά στο περιβάλλον των θρησκόληπτων φιλοφρανκικών θείων και συγγενών.Κατά τη διάρκεια των σπουδών του συνειδητοποιείται πολιτικά και φεύγει γιά την Γαλλία όπου σπουδάζει κινηματογράφο και τριγυρνάει στα στέκια των πολιτικών προσφύγων στα καφέ της γαλλικής πρωτεύουσας.Προσπαθεί να γυρίσει ένα ντοκυμανταίρ,αποτυγχάνει και ακολουθεί καριέρα φωτογράφου.Το νήμα της αφήγησης ξετυλίγεται από το 1963 και προς το παρελθόν μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο του ήρωα.

Παρακολουθούμε την παιδική ηλικία του Άλβαρο,την ζωή στην Βαρκελώνη κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και την φυγή της οικογένειας στην Γαλλία μέχρι τη λήξη του.Τα χρόνια στο Παρίσι και την δυσκολία προσαρμογής,τον έρωτα του αφηγητή/ήρωα γιά την Ντολόρες,το ταξίδι στην Ισπανία γιά το γύρισμα ενος ντοκυμανταίρ που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.Όλα αυτά εν μέσω αναφορών της ισπανικής ασφάλειας,συζητήσεων των ξεπεσμένων αριστοκρατών της οικογένειας του ήρωα,εκπληκτικών περιγραφών της ζωής κάποιων εκτοπισμένων απο το Φρανκικό καθεστώς σε μέρη άγονα και απομονωμένα.

Το μυθιστόρημα είναι δύσκολο στην ανάγνωσή του και απαιτεί πλήρη συγκέντρωση και υπομονή.Γραμμένο με ένα ιδιαίτερο ύφος (φανερά επηρρεασμένο από το nouveau roman),δεν έχει γραμμική αφήγηση.Εκεί που παρακολουθούμε ένα επεισόδιο του εμφυλίου μπορεί να παρεμβληθουν παραληρήματα,σελίδες με προσωπικές αναμνήσεις ή εντυπώσεις του ήρωα όπως και διαφορετικά στυλ αφηγήσεων.

Οι σκηνές του εμφυλίου είναι εκπληκτικές ,δεν υπάρχουν ούτε μάχες,ούτε ηρωισμοί παρά μόνο καθημερινές συμπεριφορές και στιγμιότυπα . Η δολοφονία του πατέρα,παράλογη όπως και ο πόλεμος απεικονίζεται με αριστουργηματική λιτότητα που συγκλονίζει:

«...Οι φωτογραφίες τον έδειχναν συνήθως κλεισμένο στον εαυτό του και σιωπηλό,σαν να τον βασάνιζε ένα κακό προαίσθημα.Να είχε σκεφτεί άραγε εσένα,το ευαίσθητο παιδί που είχε αφεθεί στα χέρια των γυναικών?Τις θυσίες της συζύγου,με την οποία είχε μοιραστεί δέκα ανώφελα χρόνια ηρεμίας και ψεμάτων?Το θεό των δικών του,απόμακρο και βουβό,απόντα και προβληματικό?Πεθαμένος,ανύπαρκτος,άνευ σημασίας όπως όλοι από την παράταξή του (ποιός είχε νικήσει ποιόν?ποιούς τιμούσε εκείνη η σκληρή και παιδοκτόνος ειρήνη?),φανταζόσουν με απόλυτη και φριχτή ακρίβεια τον ξερό ήχο των βημάτων του στους διαδρόμους του κάστρου,τον τελευταίο καφέ που θα είχε πιεί με αργές γουλιές,τη σύντομη και κοφτή καταδικαστική απόφαση της τοπικής Επιτροπής (δίκαιοι να πληρώνουν για αμαρτωλούς),την έξοδο του ανάμεσα στους οπλισμένους χωρικούς,τις εκδικητικές βρισιές των χωριανών,το ανέβασμα με σπρωξιές και χτυπήματα στην καρότσα του φορτηγού...

...Το μνημείο με το σταυρό υψώνεται σε μιά απότομη στροφή και κατεβαίνοντας από το φορτηγό,ο πατέρας σου αντικρύζει την ίδια πανοραμική θέα μ’εσένα:σε πρώτο πλάνο ένα μελίσσι,μιά ερειπωμένη καλύβα,ο στριφτός κορμός ενός δέντρου.Πιό πέρα,η πεδιάδα αποχαυνωμένη από τον ήλιο,ο ασυνέφιαστος ουρανός,οι λόφοι που αχνίζουν σαν καρβέλια ψωμί που μόλις έχουν βγει από τον φούρνο.Κάποια οχιά προβάλλει ίσως προσεκτικά το κεφάλι ανάμεσα στις πέτρες.Από το έδαφος ανεβαίνει σαν παράπονο,το παρατεταμένο τερέτισμα των τζιτζικιών.Το εκτελεστικό απόσπασμα βρίσκεται απέναντί του κι ένας καταδικασμένος κατουριέται από τον φόβο του όταν ο αρχηγός της περιπόλου σηκώνει το χέρι και οι χωριάτες σημαδεύουν με τα τουφέκια...

Πως να το εξηγήσει κανείς?Συχνά στις περιόδους κατάθλιψης και άγχους (που είναι τόσο συχνές σ’εσένα) ο θάνατος αυτού του άγνωστου(του πατέρα σου) και η γνώση πως δεν υπάρχει πιά πιθανότητα να γνωρίσετε ο ένας τον άλλον (πέρα από την επικίνδυνη και αυτονόητη πατρική σχέση) σε ροκανίζουν από μέσα όπως η αίσθηση μιάς χαμένης ευκαιρίας,η απώλεια ενός πράγματος που δεν υλοποιήθηκε,το φάντασμα μιάς προδοτικής και ανίατης νοσταλγίας.Σκέφτεσαι πως σε μιά άλλη χώρα,σε μιά άλλη εποχή,η κοινή σας ιστορία θα ήταν διαφορετική και,λίγο πολύ,θα είχατε καταφέρει να καταλάβετε ο ένας τον άλλο.Τώρα ότι μοιράζεστε συρρικνώνεται σ’αυτό το αυστηρό και αναντικατάστατο δευτερόλεπτο.Με το σκοτεινό στόμιο των τουφεκιών απέναντί σου,προσπαθείς μάταια να αιχμαλωτίσεις το χρόνο.


Ξαφνικά ήχησε η ομοβροντία.»

Ο Άλβαρο πορεύεται προς την αποξένωση,την αλλοτρίωση ζώντας μιά ζωή χωρίς ουσιαστικά παιδική ηλικία.Οι περιστάσεις τον υποχρέωσαν να ωριμάσει από τα παιδικά του χρόνια-να γεννηθεί ενήλικας.Τα ψυχικά και ηθικά τραύματα που μαζεύονται από την περίοδο του εμφυλίου τον κυνηγάνε στα νεανικά του χρόνια όταν μυείται μέσα από τις παρέες του στις επαναστατικές ιδέες,τον κυνηγάνε όταν προσπαθεί να γυρίσει το ντοκυμανταίρ γιά τις ταυρομαχίες στην επαρχία (μητρική γη)όπου βρήκε τον θάνατο ο πατέρας του,τον κυνηγάνε όταν παρατηρεί τους συμπατριώτες του να υποδύονται τους αντιστασιακούς μέσα στα καφέ της αριστερής όχθης του Παρισιού,τον κυνηγάνε και τον δυσκολεύουν στην ερωτική του σχέση με την Ντολόρες.

Ο ήρωας (ίσως alter ego του συγγραφέα?) προσπαθεί να αποτινάξει από πάνω του την ταυτότητα του,μιλάει γιά τον εαυτό του με απέχθεια,με αυστηρότητα καταστρέφοντας τα «στοιχεία της ταυτότητάς του» , κριτικάρει την τουριστικοποιημένη Ισπανία του Φράνκο (μη ξεχνάμε,το βιβλίο γράφτηκε πριν την πτώση της δικτατορίας),νοσταλγεί την παλιά επαρχιακή Βαρκελώνη. Η ενδοσκόπηση χρειάζεται στον Άλβαρο γιά να αποκαταστήσει τη σχέση του με το παρόν,πρέπει να ξεφύγει από τα φαντάσματα του,πρέπει να ξεφύγει από την ίδια του τη ζωή.

Μοναδικός στυλίστας ο Γκοϊτισόλο,αληθινή εμπειρία η ανάγνωση του βιβλίου του,άθλος και της μεταφράστριας (Κατ.Ρούφου) που έκανε τα πάντα γιά να διευκολύνει την ανάγνωση του πυκνογραμμένου αυτού μυθιστορήματος.Το στυλ του συγγραφέα αλλού θυμίζει Τζόϋς,αλλού Λόουρυ,ίσως και Γάλλους υπαρξιστές,ενσωματώνει δημιουργικά πολλά είδη γραφής . Εάν κάποιος ξεπεράσει το αρχικό σοκ της προσπάθειας κατανόησης ενός «διαφορετικού» κειμένου,η απόλαυση είναι εγγυημένη.
 
Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2007
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2007 | Permalink
Με τις χειρότερες προθέσεις
Η αναμφισβήτητη γοητεία που πηγάζει από το βιβλίο του νεαρού Ιταλού συγγραφέα Αλεσάντρο Πιπέρνο "ΜΕ ΤΙΣ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ" (Εκδ.ΠΑΤΑΚΗ,σελ.427) (75),οφείλεται κυρίως στην ικανότητα του δημιουργού να κοπιάρει αποτελεσματικά και δημιουργικά μιά σειρά από εξαιρετικούς συγγραφείς.

Το βιβλίο και τι δεν θυμίζει!!Ροθ στα νιάτα του,κάτι από τις περιγραφές του Προυστ,πολύ Φιτζέραλντ,λίγο Μοράβια,αρκετό Ναμπόκοφ (κυρίως με τον φετιχισμό του ήρωα με τα γυναικεία εσώρρουχα),ιταλικό κινηματογράφο ως προς την κωμική πλευρά.Ο συγγραφέας βάζει όλα τα υλικά στο μίξερ και μας παραδίδει την μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία των τελευταίων χρόνων στην Ιταλία.

Το μυθιστόρημα είναι μιά οικογενειακή «saga» την οποία εξιστορεί ο «ακαμάτης» εγγονός Ντάνιελ Σονίνο στα 33 του.Ξεκινάει με την κηδεία του παππού της ιταλοεβραϊκής οικογένειας των Σονίνο,του εκπληκτικού χαρακτήρα Μπέπι και μέχρι την μέση του βιβλίου παρακολουθούμε την ιστορία της οικογένειας είτε στα χρόνια της δόξας και του πλουτισμού του Μπέπι,είτε κατά τη διάρκεια της τρανταχτής χρεωκοπίας του και των εκρήξεων (ενδοοικογενειακών και κοινωνικών) που επακολούθησαν αυτής.Στο λιγότερο ενδιαφέρον αν και με ωραία αίσθηση γλυκόπικρου που το συνοδεύει δεύτερο μισό,ο Ντάνιελ αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο και περιγράφει την εφηβεία του και τον απελπισμένο έρωτά του γιά την εγγονή του παλιού συνεταίρου του παππού του,την πανέμορφη Γκάϊα,η οποία μάλλον άθελά της τον ταλαιπωρεί έως ότου ο ήρωας εξευτελιστεί σε μιά εντελώς γκροτέσκα και μπουφόνικη σκηνή με την οποία κλείνει το μυθιστόρημα.

Ενδιάμεσα παρακολουθούμε τις ιστορίες διαφόρων δευτεραγωνιστών της ιστορίας. Του θείου Τέο , ο οποίος κάποια στιγμή τα παρατάει όλα και μεταναστεύει στο Ισραήλ γιά να πολεμήσει τους Παλαιστίνιους και να βρει την «γη της επαγγελίας» καταντώντας φανατικός του εθνικιστικού κόμματος Λικούντ και του οποίου ο γιός εμφανίζεται κάποια στιγμή στο οικογενειακό τραπέζι με ψηλοτάκουνα ανακοινώνοντας ότι είναι γκέϊ. Της μητέρας του Ντάνιελ η οποία πηγαίνοντας κόντρα στην καθολική και νεόπλουτη οικογένεια της παντρεύεται τον αλμπίνο γιό του Μπέπι,ο οποίος αν και ικανός είναι απίστευτα φιγουρατζής.

Η persona όμως που κυριαρχεί και μένει στη μνήμη του αναγνώστη είναι ο εκπληκτικός παππούς Μπέπι. Μπορώ να φανταστώ τον Ούγκο Τονιάτσι να ερμηνεύει ένα τέτοιο ήρωα σε κάποια ταινία της δεκαετίας του 70..Ιντριγκαδόρος,αδίστακτος,σεξομανής,κομπιναδόρος,ευζωιστής. Ένας Γκάτσμπυ μεταπολεμικός που ισορροπεί μεταξύ μεγαλείου και εξευτελισμού.


«Ο Μπέπι αισθάνθηκε ότι δεν υπήρχε σωτηρία,αρκετές ώρες αφότου κατάπιε αδιαμαρτύρητα τη διάγνωση γιά καρκίνο στην κύστη,όταν ανάμεσα στηνα ατελείωτη λίστα των ανατριχιαστικών ερωτημάτων επέλεξε το : «Θα μπορώ ακόμα να πηδήξω μιά γυναίκα ή εδώ τέλειωσαν όλα
Παρόλο που αυτό το δίλημμα μπορεί να φανεί ως μιά παθολογική αντιστροφή προτεραιοτήτων,γι’αυτόν,τούτη τη ζοφερή στιγμή,πιό τρομαχτικό κατέληγε να είναι το φάσμα της αμφισβήτησης του ανδρισμού του παρά η φρίκη της ανυπαρξίας:ίσως γιατί στη φαντασία του ανικανότητα και θάνατος συνέπιπταν,παρόλο που ο δεύτερος ήταν προτιμότερος από την πρώτη,αν μη τι άλλο γιά την ανακούφιση της αιώνιας απουσίας...Ή ίσως το άλμα στο σκοτάδι που είχε οδηγήσει αυτό τον επιτυχημένο άνδρα στην οικονομική καταστροφή υπήρξε υπερβολικά κεραυνοβόλο,ώστε να μην τραυματίσει τη συναισθηματική του ακεραιότητα.
Μα γιατί να εμποδίζουμε τον καιροσκόπο του μοιχού έρωτα-θιασώτη της απέλασης του πλήθους των πούστηδων σε ένα νησί «κατάδικό τους»-να εκδηλωθεί κατά βάθος και κατά πλάτος?
Το σιτεμένο και υπερανταγωνιστικό του πέος ήταν έτοιμο,γιά τελευταία φορά να σκορπίσει το αστραποβόλημα μιας πανάρχαιης φλόγας:η Τζόρτζια Ντιπόρτο,καπελού,όπως επίσης και ημιλαθραία ερωμένη σε εποχές παχιών αγελάδων,ήταν έτοιμη να διαρρήξει το σκοτάδι των τελευταίων χρόνων του Μπέπι Σονίνο.
Μεταξύ τους είχαν πάει όλα κατά διαβόλου τη μέρα που η Άντα,η εμβρόντητη συμβία του Μπέπι με την κουφετί χρώματος επιδερμίδα,είχε ανακαλύψει την δεκαεφτάχρονη καπελού-αδίστακτη και υπεροπτική,ίδια με την Κατρίν Σπάακ στον Φανφαρόνο-να ουρεί πάνω στο μουστάκι του συζύγου,κι αυτός να πίνει τη χρυσαφένια αμμωνία άπληστα,σαν βυζασταρούδι.Όλα τα υπόλοιπα είναι η μοιραία κορύφωση:η αλαφιασμένη στριγγλιά της Άντα,η διαταγή να απολυθεί το πουτανάκι κη υ υπό τύπον αποζημίωσης αγορά ενός κοραλλένιου κολιέ από του Μπουτσελάτι,που τελικά επιστέγασε τη ρήξη εκείνης της διεφθαρμένης σχέσης.»

Ωραία λειτουργεί στο μυθιστόρημα η ψυχογραφία του Εβραίου σε μιά χώρα φανατικά καθολική.Ο Πιπέρνο δεν διστάζει να καυτηριάσει όλες τις συμπεριφορές.Απαράμιλλη η σκηνή της γνωριμίας των δύο οικογενειών στα αρραβωνιάσματα του αλμπίνου γιού του Μπέπι όταν ο πεθερός του (φανατικά θρησκόληπτος καθολικός) παθαίνει πολιτιστικό σοκ.

Ο συγγραφέας περιγράφει με ακρίβεια την αδυναμία των χαρακτήρων του γιά ενδοσκόπηση και την υπερβολική εξωστρέφεια τους σε μιά προσπάθεια να γίνουν αποδεκτοί κοινωνικά.Οι «Φιτζεραλντικές» περιγραφές των δεξιώσεων και των πνιγμένων στο αλκοόλ ηρώων στην αρχή γοητεύουν αλλά στη συνέχεια κουράζουν.Η απουσία ουσιαστικής πλοκής οδηγεί τον συγγραφέα σε μιά άκρατη φλυαρία και το μυθιστόρημα αγκομαχάει να ολοκληρωθεί.Στο τέλος ο ημιλιπόθυμος (και ψιλομεθυσμένος) αναγνώστης έχει παραδώσει τα όπλα και παρακαλάει γονατιστός-«τέλειωσέ το επιτέλους άνθρωπέ μου»
 
Τρίτη, Οκτωβρίου 16, 2007
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 16, 2007 | Permalink
Παρόρμηση
Ξεκίνησα να γράφω γιά τη σημασία του timing στην ανάγνωση ενός βιβλίου και βαρέθηκα.Ποιόν μπορεί να ενδιαφέρει πραγματικά ένα τέτοιο θέμα αναρωτιέμαι.Αντ’αυτού λοιπόν –και επειδή το μυαλό μου δεν συμμαζεύεται τελευταία θυμήθηκα το Sunset Boulevard ,αυτή την υπέροχη ταινία του B.Wilder με την Gloria Swanson,την μεγάλη σταρ του βωβού κινηματογράφου.
Ας πάρουμε μιά γεύση από τη μαγεία ενός σινεμά που έχει πεθάνει πιά,από ερμηνείες που δύσκολα βλέπουμε και από ιστορίες που δεν ξεχνιούνται ποτέ...


YouTube - Film Noir Movie Trailers Galore - Sunset Boulevard (1950)

YouTube - Sunset Boulevard - 1950 - Final Scene

Τέλος πάντων,ξαναπετάγομαι σε κάτι σχετικοάσχετο αλλά τόσο όμορφο..Στο περίφημο βιβλίο του,ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ,ο πολύ μεγάλος Χάρολντ Μπλούμ κάπου γράφει:

"...Ίσως ο μοναχικός αναγνώστης να είναι είδος προς εξαφάνιση,μα τοτε θα εξαφανιστεί κάτι παραπάνω από την απόλαυση της μοναξιάς.Η τελική απάντηση στο ερώτημα "Γιατί διαβάζουμε?" είναι πως μόνο το βαθύ,αδιάκοπο διάβασμα μπορεί να συγκροτήσει και να διευρύνει έναν αυτόνομο εαυτό.Μέχρι να γίνεις πραγματικά ο εαυτός σου,τι μπορείς να προσφέρεις στους άλλους?Πάντα θυμάμαι την παραίνεση του σοφού Χιλλέλ,του πιό ανθρώπινου από τους αρχαίους ραββίνους:"Αν εγώ δεν είμαι γιά μένα,τότε ποιός θα είναι γιά μένα?Και αν είμαι μόνο γιά τον εαυτό μου,τότε τι είμαι?Και αν δεν είναι τώρα η ώρα,πότε είναι?".

Δεν είναι αριστούργημα?Και τι μου θυμίζει,τι μου θυμίζει...Μπόρχες,λες και το έγραψε ο γέρο-Χόρχε.Αυτές οι αλληλεπιδράσεις είναι που με τρελλαίνουν,αν και μάλλον ο σοφός,γνώριζε αυτό το απόσπασμα του ραββίνου.

Τέλος πάντων,γι'αλλού ξεκίνησα και αλλού πήγα και τι σχέση έχει η ταινία με τα βιβλία δεν ξέρω αλλά αυτοί οι συνειρμοί είναι οι "αντιστάσεις" μου από την καθημερινότητα,και ίσως τελικά έχουν σχέση με το timing γιά το οποίο ήθελα να γράψω σήμερα αλλά συνεχίζω να βαριέμαι να το κάνω (bad timing-ωραία ταινία κι'αυτή).

Και επειδή μ'αρέσουν τα ωραία φινάλε (γι'αυτό λατρεύω το μελόδραμα) ιδού και η απάντηση του μέγιστου Φραντς Κάφκα σε ότι παπάρες γράφονται γιά τη λογοτεχνία δεξιά κι'αριστερά (including me),όπως την αλίευσα από το περίφημο βιβλίο του Alberto Manguel "Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ"που μου το θύμησε ο φίλος Δ.Μαμαλούκας και το οποίο ακόμα περιμένει τον κατάλληλο μεταφραστή από την original έκδοση,μιάς και αυτή που κυκλοφορεί είναι από τα Αγγλικά-αρκετά με την πολυλογία...

"Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζουμε μόνο βιβλία που μας δαγκώνουν και μας τσιμπούν.Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ταρακουνά βίαια σαν γροθιά στο κεφάλι,τότε γιατί να μπούμε καν στον κόπο ν'αρχίσουμε να το διαβάζουμε?....Αυτό που χρειαζόμαστε είναι βιβλία που μας γρονθοκοπούν σαν την πιό οδυνηρή συμφορά,σαν τον θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο κι από τον εαυτό μας,που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να μας έχουν εξορίσει στα άγρια δάση,μακριά από κάθε ανθρώπινη παρουσία,σαν αυτοκτονία.'Ενα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς γιά την παγωμένη θάλασσα που κουβαλάμε μέσα μας.Αυτό πιστεύω εγώ."
 
Παρασκευή, Οκτωβρίου 12, 2007
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 12, 2007 | Permalink
Άλλα δυό-τρία τέτοια να διαβάσω,θα το κλείσω το κομμωτήριο...
Κάτι που είναι γενικά υποτιμημένο ως έννοια στην όλη ιστορία της ανάγνωσης ,είναι το νόημα(η σημασία) του timing,του χρονικού δηλαδή σημείου που διαβάζει κανείς ένα βιβλίο.Υπάρχει η μεταφυσική πλευρά της επιλογής ενός συγκεκριμένου βιβλίου,υπάρχει και η ακόμα μεταφυσικότερη πλευρά της επιλογής του να διαβάσει κάποιος το συγκεκριμμένο βιβλίο μιά δεδομένη χρονική στιγμή-και να μη διαβάσει κάτι άλλο.


Συνήθως αυτές τις ηλίθιες σκέψεις κάνω όταν βρίσκομαι σε αμηχανία διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα γιά το οποίο όλοι οι κριτικοί έγραψαν καλά έως πολύ καλά λόγια,ήταν υποψήφιο γιά το βραβείο του Μήλου (πάει να πει δηλαδή ότι κάποιος/κάποιοι το επρότειναν) αλλά εμένα σε όλη τη διαδικασία ανάγνωσής του (η οποία κράτησε 3 ημέρες λόγω περιορισμένου χρόνου) με έκανε να βαρεθώ από τις πρώτες σελίδες αλλά με έναν μαζοχιστικό τρόπο το συνέχιζα προσπαθώντας να κατανοήσω «που το πάει» ο συγγραφέας και να βρώ ένα νόημα σε αυτά που διαβάζω.

Μεγάλη η εισαγωγή γιά ένα κατά την άποψη μου βαρετό και γιά τα δικά μου μέτρα αποτυχημένο μυθιστόρημα.Αναφέρομαι στο ΤΥΦΛΟ ΣΥΣΤΗΜΑ του Βασίλη Πεσμαζόγλου (Εκδ.ΠΟΛΙΣ,σελ. 301) (55).

Η ιστορία θα μπορούσε να είναι γοητευτική.Ένας πρώην καθηγητής πανεπιστημίου (φιλοσοφίας),φιλοξενείται σε ένα παλάτσο στην Φλωρεντία και αποφασίζει να γράψει ένα είδος αυτοβιογραφίας πειραματιζόμενος με τα πλήκτρα του κομπιούτερ.Κλασσικός τύπος loser,τεμπελάκος,κατεργαράκος με αστικές καταβολές και αριστερό παρελθόν περνάει το χρόνο του χαρτοπαίζοντας είτε online,είτε σε διάφορες λέσχες.Στην αυτοβιογραφία του αυτή,εξιστορεί την επαγγελματική του αποτυχία,τα «χτυπήματα κάτω από τη ζώνη» που δέχτηκε από τους συναδέλφους στο πανεπιστήμιο,τις ερωτικές του αποτυχίες,το δράμα της οικογένειας του η οποία μετά την αυτοκτονία του (επίσης loser) πατρός του μετακόμισε από το ρετιρέ της πολυκατοικίας στο καμαράκι του θυρωρού,όπως και την οικονομική αποτυχία του ίδιου.

Το μυθιστορηματικό πλαίσιο λοιπόν είναι καλό αλλά τίποτα δεν μοιάζει να λειτουργεί στην πράξη.Οι αφηγήσεις των διαφόρων περιστατικών είναι βαρετές και ανούσιες αν και η γλώσσα του συγγραφέα είναι ενδιαφέρουσα και τα διηγήματα «Αγίου Βαλεντίνου» ,η προηγούμενη του δουλειά έδειξαν πολύ καλά στοιχεία.Η εξιστόρηση των προσωπικών περιπετειών του ήρωα ενώ στην αρχή μοιάζει με τα διάφορα λεκτικά παιχνίδια του συγγραφέα να λειτουργεί ως ένα ευχάριστο ανάγνωσμα ,γρήγορα κουράζει σε ορισμένα δε επίπεδα φτάνει στα όρια της αυτοϊκανοποίησης του συγγραφέα μεν,στα βαθιά χασμουρητά του αναγνώστη δε...

Δεν γνωρίζω τι ήταν στις προθέσεις του Πεσμαζόγλου να κάνει.Διαβάζοντας κάποιες συνεντεύξεις του,διακρίνω και εκεί μιά σύγχιση ως προς τους στόχους.Όπως δηλώνει ο ίδιος :

- Διανθίζετε την κεντρική ιστορία με μια πληθώρα «παράταιρου» υλικού (από ποιήματα μέχρι δευτερεύουσες ιστορίες), ενώ και το ίδιο το κυρίως θέμα εκτροχιάζεται, σαν να μη χρειάζεται καν μια ιστορία για να υπάρξει ένα μυθιστόρημα. Πώς θα υπερασπίζατε αυτή την επιλογή σας;

«Ε, λοιπόν, expost, όπως θα λέγαμε και μεις οι οικονομολόγοι, μπορώ να πω διάφορα, σαν τον Αρχοντοχωριάτη που ανακαλύπτει έκπληκτος ότι τόσα χρόνια έκανε πρόζα και δεν το ήξερε... Αυτό που προτιμώ να τονίσω είναι ότι υπάρχει στο βιβλίο ένα συνειδητό παιχνίδι με διάφορα λογοτεχνικά είδη, ολίγο πορνογραφία, ολίγο κάμπους νόβελ, ολίγο πολιτικό, ολίγο ταξιδιωτικό. Πώς είναι στα σουπερμάρκετ η προσφορά "3 σε 1"; Και τα ποιήματα δικά μου είναι. Είναι και μια ένδειξη ότι ο ήρωάς μου είναι πολύ κοντινός σε πολλά πράγματα, ευτυχώς όχι σε όλα. Μερικά ποιήματα είναι εσκεμμένα άτσαλα και, σαφέστατα, θα ήθελα πολύ να καβαφίζουν. Αλλά, αν κλείνω το μάτι σε κάποιον, είναι στον Αρη Αλεξάνδρου. Από την αρχή το είχα σκεφτεί να μοιάζει λίγο το μυθιστόρημά μου με το "Κιβώτιο". Εκεί ο αφηγητής λέει "κύριε ανακριτά, σύντροφε ανακριτά". Ο ήρωάς μου πετάει κάποια στιγμή ένα... "σύντροφε υπολογιστή"».

Campus novel δεν είναι-ένα είδος μυθιστορήματος που μπορεί να γίνει εξαιρετικά βαρετό και εσωστρεφές αν δεν είσαι στο επίπεδο ενός D.Lodge,αστυνομικό δεν είναι παρ’ότι κάποια στιγμή δείχνει ότι προς τα εκεί πηγαίνει,μυθιστόρημα γιά τον τζόγο και την γκαντεμιά δεν είναι-δύσκολο να το κάνεις,είναι βαρειά η σκιά του Σουρούνη εκεί.Οι κριτικοί διέκριναν αρετές εξαίσιες και ελκυστικές (ως και στοιχεία γαστρονομικής λογοτεχνίας βρήκε κάποιος επειδή του ήρωα του αρέσει να βάζει μαστίχα στην σάλτσα ντομάτας).Δεν διέκρινα τίποτα από όλα αυτά,μπορεί κάτι να μη πήγε καλά μ’εμένα,μπορεί κάτι να μη πηγαίνει καλά μ’αυτούς...
 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2007
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 08, 2007 | Permalink
Lutetia
Μιά μέρα με περίμενα εμένα
γιά να μάθω επιτέλους αυτόν που είμαι,
κι’ενώ με λυρικό βήμα προχωρούσαν όσοι αγαπώ,
ανάμεσά τους δεν ήμουνα εγώ...


Οι στίχοι του Απολινέρ εκφράζουν απόλυτα την «αναζήτηση εαυτού» του διευθυντή ασφαλείας Εντουάρ Κιφέρ στο πολυτελές ξενοδοχείο Lutetia, κεντρικού χαρακτήρα και αφηγητή του εκπληκτικού μυθιστορήματος (και κάτι παραπάνω),του Γάλλου δημοσιογράφου και συγγραφέα Pierre Assouline «ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ LUTETIA» (Εκδ.Πόλις,σελ.434) (88).

Το Lutetia ήταν και παραμένει ένα από τα πολυτελέστερα ξενοδοχεία του Παρισιού.Χτίστηκε το 1910 από τους ιδιοκτήτες του πολυκαταστήματος Bon Marche γιά να διευκολύνονται οι πελάτες του αλλά καθιερώθηκε από την αρχή ως ένα από τα ξενοδοχεία σύμβολα της πόλης.Στα δωμάτια του έχουν μείνει τόσο σημαντικοί άνθρωποι που ζαλίζεσαι από την παρέλαση ονομάτων και μόνο.

Ο Ασουλίν αναδεικνύει το ξενοδοχείο ως πρωταγωνιστή ,περιγράφοντας την εμπειρία του ήρωά του από το 1938 έως το 1945.Ο Κιφέρ ως πρώην αστυνομικός αναλαμβάνει την διεύθυνση της ασφάλειας του ξενοδοχείου.Εγκατεστημένος σε ένα μικρό γραφειάκι κοντά στην είσοδο και το κεντρικό σαλόνι,μπορεί να ελέγχει ποιός μπαίνει και ποιός βγαίνει και από επαγγελματική διαστροφή (και όχι μόνο),κρατά καρτέλες/αρχεία γιά τον κάθε πελάτη.Λογοτέχνες,πολιτικοί,κόμητες,κατάσκοποι,απατεώνες περνάνε επεισοδιακά από τις σελίδες του βιβλίου.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις περιόδους.Την προπολεμική (Ο κόσμος πριν),με αφήγηση σχετικά χαλαρή,όπου κυριαρχούν οι καθημερινές σκηνές και οι περιγραφές των διάσημων θαμώνων – οι σελίδες οι αφιερωμένες στον Τζέημς Τζόυς είναι εκπληκτικές.Την περίοδο του πολέμου και της Γερμανικής κατοχής (Στο μεταξύ) όπου το Lutetia μετατρέπεται σε έδρα της Γερμανικής αντικατασκοπείας και παρατηρούμε την προσπάθεια του Κιφέρ να επιζήσει ισορροπώντας σε ένα τεντωμένο σχοινί .Και τέλος την περίοδο της απελευθέρωσης (Η ζωή μετά) – το συγκλονιστικότερο κομμάτι του μυθιστορήματος,όπου το ξενοδοχείο μετατρέπεται σε κέντρο υποδοχής των επιζησάντων οι οποίοι επιστρέφουν από τα στρατόπεδα κατοχής (Άουσβιτς,Μπούχενβαλντ κλπ).

Δεν μπορείς να μη θαυμάσεις την αριστουργηματική δομή του βιβλίου.Ο Ασουλίν διαχειρίζεται το υλικό του με τέτοιο τρόπο ώστε να μη βαρεθείς,ούτε να κουραστείς από τα πολλά ονόματα,από τους ανθρώπους που μπαίνουν και βγαίνουν από τη σκηνή.Δίνει στον ήρωα του τα χαρακτηριστικά που τονίζουν την καταγωγή του,Αλσατός δηλαδή δίγλωσσος (Γαλλικά και Γερμανικά) από ένα τόπο που άλλοτε ανήκει στη Γαλλία και άλλοτε στη Γερμανία (ανάλογα με το ποιός κερδίζει τους εκάστοτε πολέμους),αντιμετωπίζεται απ’όλους με δυσπιστία (ξένος γιά τους Γάλλους,μη ακριβώς Γάλλος γιά τους Γερμανούς).Ο Κιφέρ ζει όλη του τη ζωή φιλοξενούμενος κάπου.Τα παιδικά του χρόνια τα περνάει διαμένοντας στο σπίτι ενός Μαρκησίου όπου δουλεύει ο πατέρας του,την ωριμότητά του την βιώνει στο ξενοδοχείο διαμένοντας σε ένα δωμάτιο που του έχει παραχωρηθεί.Άνθρωπος χωρίς πατρίδα,πληγωμένος από την φυγή της μητέρας του στην εφηβεία του,σημαδεμένος από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα,ψάχνει να βρει τον εαυτό του μέσα από τις «ζωές των άλλων».
«Ειδικευμένος»στον ρόλο του παρατηρητή και με μιά έμφυτη μελαγχολία , αγωνίζεται να κατανοήσει τα τεκταινόμενα,προσπαθώντας να υπερβεί τον εαυτό του και το βαθύτερο εγώ του.
Από τη μιά υπερασπίζεται τον νόμο (κάτι που του έχει γίνει τρόπος ζωής),από την άλλη προσπαθεί να βοηθήσει την αντίσταση χωρίς να εκθέσει το ξενοδοχείο σε κινδύνους.Ο πόλεμος θα τον αλλάξει ριζικά αλλά η περίοδος της απελευθέρωσης θα τον σημαδέψει γιά πάντα.
Όπως δήλωσε σε μιά συνέντευξη του στην Ελευθεροτυπία,ο συγγραφέας «Για τον Κιφέρ «επηρεάστηκα από τον Τσάντλερ κι απ' τον Χάμετ, αλλά περισσότερο από δύο ταινίες: τον "Κανόνα του Παιχνιδιού" του Ζαν Ρενουάρ και τα, βασισμένα στο βιβλίο του Ισιγκούρο, "Απομεινάρια μια μέρας" του Αϊβορι. Το βλέμμα του Χόπκινς...».

Ο συγγραφέας βέβαια δεν επέλεξε τυχαία το συγκεκριμένο ξενοδοχείο.Lutetia είναι το πρώτο (το λατινικό)όνομα του Παρισιού.Στο βιβλίο λοιπόν περιγράφεται με οξυδέρκεια η κοινωνία της «πόλης του φωτός»,η στάση των ανθρώπων της «υψηλής κοινωνίας» πριν,κατά και μετά τον πόλεμο,η υποκρισία,η ευγένεια,το πνεύμα,ο ηρωισμός αλλά και η κατεργαριά,η υποκρισία,η μαύρη αγορά,ο καιροσκοπισμός.Ανατομία της κοινωνίας και ταυτόχρονα κριτική ματιά σε έναν λογοτεχνικό συνδιασμό ιστορίας και μυθοπλασίας που θυμίζει έντονα Ντος Πάσος αλλά και Σέγκερς .

Στο βιβλίο μπαίνουν εμβόλιμες σκηνές καθημερινότητας με τραγούδια (αυτό το j’attendrai που ακούει ο ήρωας «εισέβαλλε» μέσα μου),ποιήματα,περίεργοι τύποι.Ο συγγραφέας είναι φανερά επηρρεασμένος από την τεχνική του κινηματογράφου,οι εικόνες του είναι ζωντανές και μεταφέρονται με τέτοιο τρόπο που τις ζεις,οι δε περιγραφές του εσωτερικού του ξενοδοχείου είναι εντυπωσιακές,διόλου περίεργο λοιπόν που προετοιμάζεται η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου.

Στο τέλος ο Κιφέρ δεν μπορεί να είναι πιά όπως ήταν το 1938 που ξεκίνησε την αφήγησή του.Τα γεγονότα (κυρίως τα μεταπολεμικά) τον έχουν σημαδέψει.Επιτέλους ο «μέγας Ουδέτερος» ανήκει κάπου.Η μητέρα που επιστρέφει γιά να αυτοκτονήσει,η Ναταλί που αντιπροσωπεύει το «άπιαστο»,το «ανεκπλήρωτο»,αφού παίρνει με σκληρό τρόπο το «μάθημα ζωής» είναι μακριά και προσπαθεί να βρει τον εαυτό της. «Η ζωή αποδεικνύεται πιό δυνατή» και το ζευγαράκι που χορεύει το j’attendrai χαρίζουν ένα χαμόγελο και μιά γλυκειά γεύση νοσταλγίας...

J'attendrai
Le jour et la nuit, j'attendrai toujours
Ton retour…
J'attendrai
Car l'oiseau qui s'enfuit vient chercher l'oubli
Dans son nid
Le temps passe et court
En battant tristement
Dans mon cœur si lourd
Et pourtant, j'attendrai
Ton retour
Et pourtant, j'attendrai
Ton retour!
 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2007
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2007 | Permalink
Η λεπτή γραμμή των αισθημάτων
Χαμηλότονη γραφή,λεπτά συναισθήματα,καίριες παρατηρήσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς,καθημερινοί και συνηθισμένοι διάλογοι που κρύβουν από πίσω εκρήξεις,σχέσεις που ισορροπούν σε μιά λεπτή γραμμή.

Αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζουν την δουλειά της εξαιρετικής διηγηματογράφου Katherine Mansfield (1888-1923),η οποία ευτύχησε να βρει στην Ελλάδα την ιδανική μεταφράστρια στο πρόσωπο της ποιήτριας Μ.Λαϊνά . Η τελευταία (λίγο προτού πεθάνει)συλλογή διηγημάτων της Μάνσφηλντ «ΓΚΑΡΝΤΕΝ ΠΑΡΤΥ» (Εκδ.Σμίλη,σελ. 268) (87) είναι ένα έξοχο δείγμα γραφής της μεγάλης Νεοζηλανδής συγγραφέως η οποία πέθανε πολύ νωρίς στα 35 της χρόνια από φυματίωση.

Τα διηγήματα της Μάνσφηλντ είναι Τσεχοφικού στυλ με ορισμένα να θυμίζουν έντονα Β.Γουλφ (η Γουλφ μετά τον θάνατο της Μάνσφηλντ δήλωσε ότι «τα γραπτά της ήταν τα μόνα που ζήλεψα»).Τα διηγήματα στο ΓΚΑΡΝΤΕΝ ΠΑΡΤΥ αλλά και στη συλλογή ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ (που είχε βγει πριν από μερικά χρόνια από τα ΓΡΑΜΜΑΤΑ σε μετάφραση πάλι της Μ.Λαϊνά) περιγράφουν σκηνές της καθημερινής ζωής.
Συναντήσεις ανθρώπων οι οποίοι αδυνατούν να επικοινωνήσουν,πολλή μοναξιά , ο φόβος του θανάτου , η αίσθηση του να είσαι ζωντανός . Βλέμματα που λένε πολλά,προτάσεις που «σκοτώνουν»,τοπία που καθηλώνουν.Εντυπωσιακή η χρήση του «understatement»,κάτι εξάλλου που χαρακτηρίζει την αγγλοσαξωνική σχολή του διηγήματος.

Η συλλογή ξεκινάει με τη φράση «Πολύ νωρίς το πρωί.Ο ήλιος δεν έχει βγει ακόμη...» από το υπέροχο διήγημα «Στόν κόρφο» και κλείνει με την νύχτα που πέφτει στο διήγημα «Η υπηρέτρια».Το βιβλίο άνετα θα μπορούσε να ήταν ένα διαφορετικό μυθιστόρημα αποτελούμενο από επεισόδια – ψήγματα ζωής.Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται διηγήματα διαμαντάκια όπως το ομώνυμο της συλλογής «Γκάρντεν πάρτυ»,όπου η νεαρή Λάουρα σπάει το προστατευτικό κουκούλι της μεγαλοαστικής οικογένειας που διοργανώνει το ετήσιο γκάρντεν πάρτυ στον κήπο του σπιτιού της,αντικρύζοντας γιά πρώτη φορά στη ζωή της έναν νεκρό άνθρωπο.

«...Το μόνο που ήθελε η Λάουρα ήταν ν’αποδράσει και να φύγει όσο πιό μακριά γίνεται.Ξαναβρέθηκε στο διάδρομο.Η πόρτα άνοιξε και μπήκε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα όπου κείτονταν ο νεκρός...Η Λάουρα πλησίασε.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι ένας νεαρός άντρας κοιμόταν βαθιά,τόσο βαθιά,που είχε φύγει μακριά ,πολύ μακριά κι απ τις δυό τους.Α,τόσο απόμακρος,τόσο γαλήνιος.Ονειρευόταν.Μην τον ξαναξυπνήσετε ποτέ.Το κεφάλι του βυθισμένο στο μαξιλάρι,τα μάτια του κλειστά,πίσω από τα κλειστά βλέφαρα.Δοσμένος στ’όνειρό του.Τι τον ένοιαζαν τα γκάρντεν πάρτυ και τα καλάθια και τα δαντελωτά φορέματα?Αυτός ταξίδευε μακριά απ’όλα αυτά.Ήταν εξαίσια όμορφος.Ενόσω εκείνοι γελούσαν και ενόσω η ορχήστρα έπαιζε,στο δρομάκι είχε συμβεί αυτό το θαύμα.Ευτυχισμένος...ευτυχισμένος...Όλα είναι καλά,έλεγε το κοιμισμένο πρόσωπο.Ακριβώς όπως πρέπει.Είμαι ευχαριστημένος.
Παρ’όλα αυτά,ένιωθες την ανάγκη να κλάψεις,και δεν μπορούσε να βγει από το δωμάτιο χωρίς να του πει κάτι.Η Λάουρα άφησε έναν δυνατό παιδιάστικο λυγμό.
«Συγχώρεσέ μου το καπέλο»είπε.
Κι αυτή τη φορά δεν περίμενε την αδερφή της Εμ.Βρήκε μόνη της το δρόμο και βγήκε από τη πόρτα πέρασε το μονοπατάκι,πέρασε κι’όλους εκείνους τους σκυθρωπούς ανθρώπους.Στη γωνία έπεσε πάνω στον Λόρι.
Ο Λόρι βγήκε από τη σκιά. «Εσύ είσαι Λάουρα?»
«Ναι».
«Η μητέρα είχε αρχίσει ν’ανησυχεί.Πήγε καλά?»
«Ναι,πολύ καλά.Αχ Λόρι.»Τον έπιασε αγκαζέ και σφίχτηκε πάνω του.
«Να σου πω.Δεν κλαις?Κλαις?»
Η Λάουρα κούνησε το κεφάλι της.Έκλαιγε.
Ο Λόρι την αγκάλιασε από τους ώμους. «Μην κλαις» είπε η ζεστή,τρυφερή φωνή του.
«Όχι»έκανε με λυγμούς η Λάουρα.«Ήταν απολύτως υπέροχα.Όμως Λόρι-»
Σταμάτησε και κοίταξε τον αδερφό της. «Η ζωή,δεν είναι...?»τρεμούλιασε η φωνή της, «δεν είναι...?»Αλλά δεν μπορούσε να εξηγήσει τι είναι η ζωή.Δεν είχε σημασία.Εκείνος είχε καταλάβει.
«Ναι,δεν είναι,γλυκό μου...?»είπε ο Λόρι»

Εξαιρετική έκδοση από τις «θαρραλέες» εκδόσεις Scripta που συνεχίζουν να εκδίδουν «κλασσικούς» συγγραφείς σε πείσμα των επιταγών της αγοράς . Γιά όποιον ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα γιά τη ζωή και το έργο αυτής της μοναδικής προσωπικότητας ας ρίξει μιά (προσεκτική) ματιά στο site που παραπέμπω εδώ.