Πέμπτη, Νοεμβρίου 28, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Νοεμβρίου 28, 2013 | Permalink
Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη

"Δεν γράφω ιστορία, αλλά πεζογραφία. Συνεπώς έχω το δικαίωμα να διαλέξω κατά το κέφι μου αυτό που ταιριάζει περισσότερο στους χαρακτήρες και στις λεπτομέρειές μου, ώστε να μπορέσω να δημιουργήσω τη γενική εντύπωση που επιθυμώ..." J.Conrad
  
Χρησιμοποιώντας το περίφημο πορτρέτο του Μπελογιάννη (όπου απεικονίζεται κρατώντας ένα γαρίφαλο), ως καμβά της ιστορίας του, ο πολύ καλός συγγραφέας Νίκος Δαββέτας (Αθήνα,1960), στο εξαιρετικό του μυθιστόρημα «Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ», (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ.215),
ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ ιστορικών γεγονότων και μυθοπλασίας, σε ένα πολιτικό νουάρ με αρκετά ενδιαφέρουσα πλοκή και αξιοθαύμαστη δομή (κατασκευή).

 Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στο σήμερα, αλλά διατρέχει τις δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου, από το 1950 και μετά. Από τις δίκες των αριστερών μετά τον Εμφύλιο (ή και κατά τη διάρκειά του), στην περίοδο της Χούντας για να περάσουμε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας.


Ένας έλληνας συγγραφέας που διαμένει μόνιμα στο Παρίσι, βρίσκεται δολοφονημένος στο διαμέρισμά του. Κατείχε προσχέδια του γνωστού πορτρέτου του Νίκου Μπελογιάννη που ζωγράφισε ο Πάμπλο Πικάσσο βασισμένος σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια της δίκης του Μπελογιάννη. Τη φωτογραφία (μοναδική στην ιστορική της σημασία, ενός ανθρώπου ο οποίος, καταδικάζεται σε θάνατο και εκείνος μυρίζει το γαρίφαλο που κρατάει στο χέρι του), η οποία έγινε αφίσα και πρωτοσέλιδο του την έδωσε ο Λουίς Αραγκόν που θεώρησε ότι χρειαζόταν αυτό το στιγμιότυπο να περάσει στον χώρο της Τέχνης και ο Πικάσσο έκανε το πορτρέτο που έχει για τους έλληνες κυρίως συναισθηματική αξία αλλά για τον περισσότερο κόσμο, η αξία του είναι μάλλον εμπορική.

Τα προσχέδια περνάνε στην κατοχή της Ντενίς, της ανηψιάς του δολοφονηθέντος συγγραφέα, η οποία ευρισκόμενη σε δεινή οικονομική κατάσταση θέλει να τα πουλήσει, αλλά πρώτα πρέπει να βεβαιωθεί ότι είναι γνήσια. Ζητάει την βοήθεια ενός παλιού γνώριμού της, του Στάθη που ασχολείται με την ιστορία και τις μικρολεπτομέρειες που κρύβονται πίσω από γεγονότα θαμένα στα βάθη του χρόνου.

Η έρευνα του σχολαστικού Στάθη για τα προσχέδια, σε συνδυασμό με την αστυνομική έρευνα ενός επίμονου και αρκετά υποψιασμένου γύρω από την ελληνική πραγματικότητα και ιστορία Γάλλου επιθεωρητή οδηγούν την ιστορία του βιβλίου σε μονοπάτια που πάνε πίσω στο χρόνο, στις εποχές της Δικτατορίας, στους εξόριστους έλληνες αριστερούς, φθάνοντας μέχρι τα γεγονότα γύρω από την δίκη του Μπελογιάννη ενώ συνεχώς αιωρείται το ερώτημα της γνησιότητας ή μη των προσχεδίων, της πλαστογραφίας στην τέχνη και της σκοπιμότητας γύρω από τις διάφορες μορφές τέχνης και της πολιτικής τους σημασίας.

«Ο επιτυχημένος διανοούμενος παίζει με τις ζωές των άλλων γιατί τη δικιά του την έχει βαρεθεί.»
 
Ερωτήματα που μένουν αναπάντητα, μυστικά που αποκαλύπτονται με καθυστέρηση χρόνων, στόματα που μένουν κλειστά, ιδιόμορφοι τύποι που ισορροπούν στα όρια της νομιμότητας (ή της παρανομίας), σχέσεις που χαλάνε για ιδεολογικούς λόγους. Η λύση του μυστηρίου θα αποκαλύψει ότι δεν είναι πάντα το χρήμα που κινεί τα πάντα, αλλά μπορεί και να είναι κάποια πράγματα που σε ακολουθούν για όλη σου τη ζωή και περιμένουν τη μοιραία στιγμή που θα εκδηλωθούν.


Η πλοκή του βιβλίου έχει συνεχή φλας-μπακ στον ιστορικό χρόνο, αφού η εξιχνίαση του φόνου (το αστυνομικό μέρος της ιστορίας) περνάει μέσα από την κατανόηση των ιστορικών γεγονότων. Η αφήγηση μοιράζεται μεταξύ των δύο ηρώων, της Ντενίς και του Στάθη, ενώ υπάρχει και ο τριτοπρόσωπος αφηγητής ο οποίος λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος στα γεγονότα. Η ζωή των εξόριστων στο Παρίσι, οι μεταξύ τους σχέσεις, τα οικονομικά συμφέροντα σε συνδυασμό με τις ιδεολογικές συγγένειες ή τις διαφορές οδηγούν σε καταστάσεις και σε αίτια πολυσήμαντα και πολυεπίπεδα.

Το μυθιστόρημα του Δαββέτα, προκαλεί σε συζητήσεις και σκέψεις. Για τον ρόλο των διανοουμένων εξορίστων και την ζωή τους στο Παρίσι, για τις ίντριγκες πίσω από την επιφάνεια, για τις σχέσεις τους με γνωστά ονόματα του Γαλλικού πνεύματος. Προκαλεί επίσης για την αναφορά, την μυθιστορηματική έστω στο πρόσωπο του «αγιοποιημένου» Ν.Μπελογιάννη, ο οποίος έχει περάσει στον μύθο της ιστορίας κυρίως για την αγέρωχη στάση του στην περίφημη Δίκη και την πορεία προς το απόσπασμα. Ο Δαββέτας περιγράφει έναν Μπελογιάννη ανθρώπινο και εύθραυστο, συνεπή στα πιστεύω του αλλά με την αμφιβολία να τον συνοδεύει, ερωτευμένο σφόδρα και γι’αυτό συγκινητικότερο από ποτέ.


«Εγώ πολλές φορές αναρωτήθηκα γιατί χαμογελάει ο Μπελογιάννης; Έχεις δεί τις υπόλοιπες φωτογραφίες από τη δίκη; Όλοι οι συγκατηγορούμενοί του έχουν καταρρεύσει. Κατεβασμένα κεφάλια, παγωμένα βλέμματα, χέρια παράλυτα. Γνωρίζουν ότι τους περιμένει το καυτό μολύβι. Στην καλύτερη περίπτωση ισόβια. Κι αυτός πρώτη σειρά στο εδώλιο, χαμογελαστός, καλοχτενισμένος, με μάτια που λάμπουν. Τόσο υπεράνω; Από πού αντλεί τόση δύναμη, τόσο κέφι; Από τον μαρξισμό-λενινισμό; Μην τρελλαθούμε! Ο Μπελογιάννης χαμογελάει γιατί είναι ερωτευμένος. Ο έρωτας και το χρήμα δεν κρύβονται...»

«Σε ένα διάλειμμα της δίκης η Έλλη του χαρίζει ένα γαρίφαλο κι αυτός δεν το αποχωρίζεται ούτε όταν μαραίνεται. Είναι ο ευτυχέστερος άνθρωπος του πλανήτη. Οι δικαστές νομίζουν ότι παριστάνει τον ήρωα, πως προσπαθεί με το χαμόγελο να νικήσει τον φόβο του. Οι αμερικανοί πράκτορες που παρακολουθούν την ακραματική διαδικασία αποφαίνονται πως εφαρμόζει μια τεχνική που έμαθε στη Σοβιετική Ένωση για να μην αποκαλύπτει τα πραγματικά του αισθήματα. Οι αριστεροί πάλι, όσοι έχουν απομείνει ελεύθεροι, μιλούν με δέος για την ατσάλινη ψυχή του. Ατσάλινος όμως είναι μόνο ο έρωτας, γιατί στερείται λογικής.»


Είναι αξιοθαύμαστη η οικονομία λόγου και η ικανότητα του Δαββέτα να χτίσει την ιστορία του, (η οποία ας μη το ξεχνάμε διατρέχει μια περίοδο 60 χρόνων) με λιτότητα και άψογο χειρισμό στο συνδυασμό μυθοπλασίας και ιστορικών γεγονότων. Η ενδιαφέρουσα αστυνομική πλοκή μπορεί να μην εντυπωσιάζει αλλά λειτουργεί ως ιδανικό πλαίσιο γύρω από το οποίο χτίζεται η πολύ ωραία ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων και των γεγονότων που καθόρισαν τις προσωπικότητές τους. «Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη» είναι ένα βιβλίο που διαβάζεις σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά σε προκαλεί να το συζητάς και να το σκέφτεσαι για αρκετό καιρό, κι αυτή είναι η μεγαλύτερή του επιτυχία.

_________________________________________________

 Ακούστε τη συζήτησή μου με τον Νίκο Δαββέτα γύρω από το μυθιστόρημά του «Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ» αλλά και για το συνολικό του έργο στο podcast της εκπομπής Booktalks@amagi radio, που βρίσκεται παρακάτω. Η συζήτηση αρχίζει την δεύτερη ώρα της εκπομπής. Στην πρώτη ώρα ακούγεται ένα κείμενο του Φ.Ροθ για τον μεγάλο συγγραφέα Μπ.Μάλαμουντ.




 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 25, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 25, 2013 | Permalink
Πριν το τέλος


«Γενναίος; Χα! Κράτα τον χαρακτηρισμό για καμιά μάχη από την οποία δεν μπορείς να το σκάσεις.»


Είναι οδυνηρή εμπειρία, αλλά και τόσο χρήσιμη, η ανάγνωση του ολιγοσέλιδου βιβλίου «ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ» («Mortality»), του σπουδαίου δημοσιογράφου και διανοούμενου, Christopher Hitchens (Πόρτσμουθ, Αγγλία 13/4/1949 –Η.Π.Α., 15/12/2011), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Κ.Σχινά, σελ.138), όπου ο συγγραφέας καταγράφει τους τελευταίους μήνες της ασθένειάς του, σε μια στοχαστική και θαρραλέα αντιμετώπιση του καρκίνου που κατέτρωγε το σώμα του, τα σωθικά του και η προσπάθειά του να σταθεί απέναντι του με πολύ χιούμορ και σαρκασμό.

Το βιβλίο χωρίζεται σε 8 κεφάλαια και τον επίλογο γραμμένο μετά τον θάνατο του Χίτσενς, από την σύζυγό του Κάρολ Μπλού. Το μεγαλύτερο μέρος του πρωτοδημοσιεύτηκε σε μια σειρά άρθρων στο Vanity Fair, το Αμερικάνικο περιοδικό με το οποίο συνεργαζόταν ο «Χιτς» μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Στο βιβλίο υπάρχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν το ύφος και το πνεύμα του Χίτσενς. Αυτοσαρκασμός, ειρωνία, χιούμορ, προκλητικότητα, αντίδραση στο κατεστημένο κάθε μορφής, ευρύτατο πεδίο καλλιέργειας, οξεία σκέψη, ευφυία, αφόρητη (συνήθως) αυτοαναφορικότητα, έπαρση, αλλά εκείνο που ξεχωρίζει πραγματικά είναι η δύναμη και το σθένος της αναμέτρησης με κάτι που ήξερε ότι ήταν αδύνατο να νικήσει και το αντιμετωπίζει με θαυμαστή ποιότητα λόγου, χωρίς πίκρα και με χιούμορ που τσακίζει.

«Στην ηλίθια ερώτηση «Γιατί εγώ;» ο κόσμος ούτε που μπαίνει στον κόπο να δώσει την απάντηση: «Και γιατί όχι;».

Είναι ένα βιβλίο σοφό και παρά το θέμα του, που για τους περισσότερους είναι αφόρητο (το καταλαβαίνω, γιατί κι εγώ με δυσκολία το διαχειρίστηκα), που ξεχειλίζει όμως από την αγάπη για τη ζωή που φεύγει, για αυτά που έζησε και αυτά που έχασε, για τις αποφάσεις που πήρε και αυτές που δεν πήρε. Ο Χίτσενς στέκεται ιδιαίτερα στο θέμα της θρησκείας – αυτός ένας φανατικός άθεος, παραθέτει με πολύ χιούμορ την χαιρεκακία που διέκρινε σε άρθρα και μηνύματα φανατικών πιστών, ότι δηλαδή «ο Θεός τον εκδικείτο για την βλάσφημη στάση απέναντί Του» ή τις προσπάθειες των θρησκευόμενων φίλων του ή μη, να τον πείσουν να προσευχηθεί. Σχολιάζει τις προσπάθειες φίλων και συγγενών να ωραιοποιήσουν την κατάστασή του, να του δώσουν παρηγοριά – εκνευρίζεται και γίνεται ωμός, φτάνει στα άκρα με την προκλητικότητά του.

«Κατά κανόνα όλοι συμφωνούμε ότι η ερώτηση «Πως τα πας;» δεν σε δεσμεύει δα και με όρκο να δώσεις πλήρη και έντιμη απάντηση. Γι’αυτό τον τελευταίο καιρό, όταν με ρωτάνε, φροντίζω να αποκριθώ με κάτι νεφελώδες όπως «Κάπως νωρίς να σας πω» (Αν την πληροφορία την ζητά κάποιος από το υπέροχο προσωπικό της ογκολογικής μου κλινικής, φτάνω καμιά φορά στο σημείο να απαντήσω «Φαίνεται πως έχω καρκίνο σήμερα».) Κανένας δεν θέλει να του απαριθμήσεις τους αναρίθμητους μικρούς τρόμους και τις ταπεινώσεις που γίνονται «καθημερινά συμβάντα» όταν το σώμα σου από φίλος γίνεται εχθρός: την ενοχλητική μεταστροφή από τη χρόνια δυσκοιλιότητα στο αιφνίδιο δραματικό της αντίθετο: το εξίσου απαίσιο καζίκι να πεθαίνεις της πείνας την ώρα που τρέμεις ακόμα και τη μυρωδιά του φαγητού· την απόλυτη αθλιότητα μιας ναυτίας που σου αναστατώνει τα σωθικά σ’ένα εντελώς άδειο στομάχι· ή την αξιοθρήνητη ανακάλυψη ότι η απώλεια των μαλλιών σου συμπαρασύρει και τις τριχούλες μέσα στα ρουθούνια σου με αποτέλεσμα το παιδαριώδες και εκνευριστικό φαινόμενο μιας μύτης που τρέχει αδιάκοπα. Συγγνώμη, εσείς με ρωτήσατε…Δεν είναι διόλου διασκεδαστικό να συνειδητοποιείς πλήρως την ισχύ της υλιστικής αρχής: δεν έχω σώμα, είμαι σώμα.»

Για τον Χίτσενς δεν νοείτο ζωή χωρίς γράψιμο (και τούμπαλιν)…Συνέχιζε να γράφει μέχρι το τέλος (κυριολεκτικά όμως). Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι ουσιαστικά αποσπασματικές σημειώσεις που έμειναν ανολοκλήρωτες. Φράσεις, προτάσεις, παράγραφοι ατάκτως ερριμμένοι – όπου μένεις ενεός μπροστά στη δύναμη του πνεύματος – ένα μυαλό που ήταν σε συνεχή εγρήγορση ξαφνιάζοντας τους πάντες. Όπως ανέφερε ο ΜακΓιούαν που ήταν κοντά του μέχρι το τέλος «δεν μπορούσε να κρατήσει το κεφάλι του που συνεχώς έπεφτε, τα μάτια του έκλειναν, αλλά αυτός με υπεράνθρωπη προσπάθεια κρατιόταν ξύπνιος για να γράψει ακόμα μια γραμμή». Πληθωρικός και νευρώδης όπως περιγράφει η σύζυγός του «μετέτρεψε τη νοσηλεία του σε πάρτι, μεταμορφώνοντας το αποστειρωμένο, παγερό, φωτισμένο με νέον θάλαμο, που αδιάκοπα βόμβιζε, τρεμόλαμπε και παλλόταν, σε σπουδαστήριο και σαλόνι. Οι ευφυείς, περίτεχνες συζητήσεις του δεν έπαψαν ποτέ.»

Ο Κρίστοφερ Χίτσενς πάλεψε 19 μήνες με τον καρκίνο (αρχικά του οισοφάγου) για να πεθάνει από πνευμονία. Ήταν 62 χρονών. Όπως αναφέρει ο εκδότης του Vanity Fair στον πρόλογο του βιβλίου, στο μνημόσυνο που έγινε αρκετούς μήνες μετά τον θάνατό του, την επόμενη άνοιξη στο Γκρίνουιτς Βίλατζ παρέστησαν οι Μ.Έιμις, Τ.Στόπαρντ, Σ.Ρούσντι, Ι.ΜακΓιούαν, Τζ.Φέντον, διάφοροι συγγενείς και γνωστοί δημοσιογράφοι, ηθοποιοί όπως ο Σ.Πεν, Ε.Χιρς, Ο.Γουάιλντ. «Μετά το μνημόσυνο, οι παριστάμενοι αποσύρθηκαν στο κοντινό Waverly Inn, όπου έμειναν να πίνουν και να καπνίζουν στη λιακάδα, ανταλάσσοντας αναμνήσεις από τον Κρίστοφερ. Μολονότι η μέρα ήταν βυθισμένη στη θλίψη, υπήρχε κάτι μαγικό καθώς το απομεσήμερο κυλούσε προς το βράδυ και από εκεί στα μεσάνυχτα. Καμιά δεκαπενταριά πενθούντες αργοπορούσαν ακόμη, σαν να μην ήθελαν να φύγουν. Για όσους βρέθηκαν εκεί, το μνημόσυνο του Κρίστοφερ ήταν ένα χάπενιγκ, όπως συνηθίζαμε να λέμε τη δεκαετία του ’60. Μια μέρα που δεν θα λησμονήσουμε εύκολα.»

«Τούτη είν΄η ώρα που όλοι εμείς στον θάλαμό μας
Λέμε: «άλλο ένα κύμα πόνου και τα παρατάω»
Ώρα που όποιος παλεύει ν’ανασάνει αδύναμα παλεύει·
Τούτη είν’η ώρα που η μέρα μοιάζει νύχτα.» Τζον Μπέτζεμαν


 
Τετάρτη, Νοεμβρίου 20, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 20, 2013 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 16/11/13
Εδώ ακούμε το podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 16/11. 

Στην εκπομπή ακούστηκαν διηγήματα των Ε.Βλαστού, Χ.Μουρακάμι, ποίηση των Κ.Γώγου και Σ.Βαγιέχο, το ένθετο "στη φωλιά του (βιβλιο)κούκου, ένα απόσπασμα από το βιβλίο των Γκουανταλούπι,Σούγκαρ "Γεωγραφικό πλάτος μηδέν" και αποσπάσματα από το "Βιβλίο των εναγκαλισμών" του Ε.Γκαλεάνο, και όπως πάντα πολλή μουσική. 

Καλή ακρόαση

 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 18, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 18, 2013 | Permalink
Βουβή κραυγή


Ομολογώ ότι έπιασα στα χέρια μου το μυθιστόρημα «ΒΟΥΒΗ ΚΡΑΥΓΗ» («Elskede Poona»), της Karin Fossum (Νορβηγία 1954), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Ε.Φρυδά, σελ.353), με καχυποψία και χωρίς να έχω ιδιαίτερες προσδοκίες. Δεν τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση στην Σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία, θεωρώ ότι ταιριάζει περισσότερο στον κινηματογραφικό (ή τηλεοπτικό) φακό, πιστεύω δε ότι το παγκόσμιο μάρκετινγκ πάνω στο συγκεκριμένο είδος έχει λειτουργήσει εξαιρετικά, οπότε η επιλογή του βιβλίου αυτού, την συγκεκριμένη στιγμή κάλυπτε την ανάγκη μου για κάτι περιπετειώδες και σχετικά ανάλαφρο χωρίς προβληματισμούς.



Η έκπληξή μου όμως ηταν μεγάλη από τις πρώτες σελίδες – χρησιμεύοντας και ως μάθημα για τις προκαταλήψεις μου γύρω από αυτήν τη «σχολή». Βρέθηκα μπροστά σε ένα έξοχο ψυχολογικό θρίλερ, το οποίο όσο περνάνε οι σελίδες απογειώνεται και εντυπωσιάζει με την κατασκευή του και το ύφος του. Το βιβλίο της εμπειρότατης Φόσουμ δεν είναι μια τυπική αστυνομική ιστορία ανεύρεσης ενόχου – περισσότερα συμβαίνουν πίσω από τις γραμμές του, παρά στην επιφάνεια σε ένα ομιχλώδες και σκοτεινό επαρχιακό σκηνικό – που θα μπορούσε άνετα να είναι σε μια Αγγλική εξοχή ή σε κάποια επαρχία των ΗΠΑ – ενδεικτικό (και όχι βέβαια αποδεικτικό) της αξίας του, ότι απέσπασε το πολύ σημαντικό βραβείο των Λος Άντζελες Τάιμς στην κατηγορία «Θρίλερ/Μυστήριο» για το 2008 (στις ΗΠΑ βγήκε ως «Indian Bride» το 2007, στην Αγγλία (απ’όπου και η ελληνική μετάφραση) ως «Calling out for you»)

Ο Γκίντερ Γιόρμαν ένας πολύ μοναχικός και ντροπαλός μεσήλικας, ο οποίος ζει σε μια επαρχιακή μικρή πόλη της Νορβηγίας, λίγο βραδύνους και αφελής  (ένας «αγαθός γίγαντας»), μη μπορώντας να βρει σύντροφο στο κλειστό περιβάλλον της αγροτικής κοινότητας που διαμένει ολόκληρη τη ζωή του, και εργάζεται εκεί, αποφασίζει να πάει στην Ινδία να βρεί σύντροφο για το υπόλοιπο της ζωής του. Εντυπωσιασμένος από την ομορφιά των γυναικών που βλέπει στις διαφημίσεις και στα τουριστικά άλμπουμ, θεωρεί ότι δεν θα του είναι δύσκολο να προσελκύσει κάποια και να την δελεάσει με την προσφορά μιας ήρεμης και "ασφαλούς" ζωής στην οικονομικά ανεπτυγμένη Νορβηγία. Ο μόνος άνθρωπος που γνωρίζει το πραγματικό σκοπο του ταξιδιού του στο μακρινό Μουμπάϊ (Βομβάη) είναι η αδελφή του, Μαρί.

Πράγματι ο σκοπός του ταξιδιού του, εκπληρώνεται με σχετικά εύκολο τρόπο αφού ο Γκίντερ βρίσκει τη γυναίκα που θέλει στο πρόσωπο της Πούνα της σαραντάρας λεπτοκαμωμένης και γλυκειάς ευγενέστατης σερβιτόρας στο ρεστωράν που συχνάζει κατά τη διαμονή του στο Μουμπάϊ. Η Πούνα έλκεται όχι μόνο από την προοπτική της μετακόμισης στην άγνωστη χώρα αλλά και από την ευγένεια και την καλοσύνη του Γκίντερ. Παντρεύονται στο τοπικό δημαρχείο, και ο Γκίντερ γυρίζει πίσω να προετοιμάσει το έδαφος περιμένοντας την σύζυγό του (πλέον) να φθάσει μετά από ένα 15ήμερο. Την ημέρα όμως της άφιξής της, κι ενώ έχουν συνεννοηθεί να πάει να την παραλάβει από το αεροδρόμιο (που απέχει κοντά 2 ώρες από την πόλη), η αδελφή του Γκίντερ, η Μαρί, έχει ένα τρομακτικό αυτοκινητιστικό δυστύχημα, που την αφήνει σε κώμα. Ο Γκίντερ τρέχει στο νοσοκομείο και βλέποντας ότι δεν προλαβαίνει να πάει μέχρι το αεροδρόμιο, κλείνει το τοπικό (και μοναδικό) ταξί να πάει να παραλάβει την σύζυγό του. Ο ταξιτζής όμως δεν την βρίσκει πουθενά και γυρίζει άπρακτος. Την επόμενη μέρα, το πτώμα της Πούνα βρίσκεται με το κεφάλι από τα χτυπήματα διαλυμένο, σε ένα χωράφι του χωριού.

Την υπόθεση αναλαμβάνει ο έμπειρος επιθεωρητής Σέγερ με την ομάδα του και από την αρχή βρίσκονται μπροστά σε μια υπόθεση για την οποία δεν υπάρχει ούτε στοιχείο, ούτε κίνητρο αφού η δολοφονηθείσα, ούτε εκπάγλου καλλονής ήταν, ούτε φαινόταν να έχει οικονομική άνεση, ούτε την ήξερε κανείς σ’εκείνα τα μέρη, κανείς δε, εκτός ίσως του ταξιτζή, δεν γνώριζε ούτε για ποιόν ερχόταν στα μέρη τους, ούτε τι θα έκανε εκεί.

Η ενδελεχής και επίμονη έρευνα των Αρχών θα αποκαλύψει το διαφορετικό πρόσωπο της «φιλήσυχης» και ήρεμης κοινότητας. Οι κλειστές πόρτες που κρύβουν μυστικά και ψέμματα, υπόγειες εντάσεις και μάτια που βλέπουν πίσω από τις κουρτίνες, καλά κρυμμένες φοβίες και προκαταλήψεις, παρουσιάζουν μια κοινωνία που μπορεί επιφανειακά να μην αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα αλλά η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Καθώς όλο και κάποιος κάτι είδε, μια αρκετά φαντασιόπληκτη νεαρά παρατήρησε την περίεργη σκηνή του ξυλοδαρμού και το χρώμα του αυτοκινήτου, κάποιου του ξεφεύγουν κάτι μισόλογα, μια σκόνη που βρίσκεται στο σημείο του φόνου υποδεικνύει κάτι – στοιχεία βγαίνουν σιγά, σιγά.
Μετά την αρχική τους αντίδραση «αποκλείεται να είναι κάποιος από τα μέρη μας», ακολουθεί η σκέψη, ο προβληματισμός, η ανησυχία για τον «άνθρωπο της διπλανής πόρτας», για τον ξένο που ήρθε πριν λίγα χρόνια, για τον εσωστρεφή γείτονα, για την κουτσομπόλα γειτόνισα.


Η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το αστυνομικό μέρος της ιστορίας παρά την θριλερίστικη δομή του μυθιστορήματος, ούτε υπάρχουν μεγάλες ανατροπές που ξαφνιάζουν τον αναγνώστη. Περισσότερο επικεντρώνεται στην ψυχολογική διάσταση του θέματος, και στην ατμόσφαιρα της αγροτικής περιοχής και στους κατοίκους – διαφορετικούς τύπους που εμφανίζονται στο βιβλίο. Όλα είναι αμφίσημα στην ιστορία και δεν υπάρχει κανείς απολύτως αθώος. Η μονότονη και άδεια ζωή τους, οι φαντασιώσεις που μπορούν να μετατρέψουν επιφανειακά ήρεμους ανθρώπους σε τέρατα, τα προσωπικά αδιέξοδα που κάποιες φορές τους πνίγουν και έρχονται στην επιφάνεια, συντελούν στην αίσθηση του αναγνώστη ότι το μυθιστόρημα αιωρείται σε ένα κενό όπου όλοι είναι εν δυνάμει αθώοι και ένοχοι ταυτοχρόνως.

«Όταν ο Μόντε γύρισε στο βενζινάδικο, ο Γκούνβαλ έμεινε για λίγο σκεφτικός. Θα έλεγε κανείς ότι η κοινότητα είχε καταληφθεί από μια ξένη παρουσία που είχε διαβρώσει τα πάντα, εκτρέποντας τους κατοίκους από την καθημερινότητά τους. Αυτό ήταν κάτι που τους διήγειρε, συνάμα όμως τους γέμιζε αγωνία. Στην καλύτερη τους ένωνε και τους έδινε την αίσθηση του ανήκειν και στη χειρότερη τους έκανε να τρέμουν το σκοτάδι της νύχτας και να τρυπώνουν κάτω από τα σκεπάσματα. Στο μεταξύ η ζωή συνεχιζόταν, τώρα όμως υπό νέο πρίσμα. Όλοι πρόσεχαν τα πάντα, λες και τα έβλεπαν για πρώτη φορά. Έτσι και Γκούνβαλ είχε την αίσθηση ότι έβλεπε τον Άιναρ για πρώτη φορά. Αναρωτιόταν ποιος πραγματικά είναι. Το ίδιο σκεφτόταν και για τον Γκόραν. Και για τον Γιούμαν. Που έφυγε μόνος του και βρήκε μια γυναίκα από μια ξένη χώρα. Και για την Λίντα με το ποδήλατό της, που όλοι την έβλεπαν με άλλο πια μάτι, κάτι που την αναστάτωνε. Πάντα είχε μια τρέλα πάνω του αυτό το κορίτσι, τώρα πια όμως το μάτι της γυάλιζε. Ήταν προφανές τι σκέφτονταν οι άλλοι για εκείνη. Όλοι πίστευαν ότι έπρεπε να είχε κρατήσει το στόμα της κλειστό. Ο Γκούνβαλ μετακινήθηκε νευρικά στην καρέκλα του. Ήταν δουλειά της αστυνομίας να διελευκάνει την υπόθεση, είτε με τη δική του βοήθεια είτε χωρίς αυτήν. Βγήκε στην αυλή, για να ελέγξει αν το πιατάκι του σκύλου είχε νερό. Ήταν σχεδόν άδειο. Το ξαναγέμισε και το άφησε πάλι καταγής.
«Σε σκέφτομαι μερικές φορές» είπε. «Εσύ είσαι στην αυλή. Αρα πρέπει να είδες τι έγινε στο λιβάδι. Μακάρι να μπορούσες να μιλήσεις. Να μου ψιθυρίσεις στο αυτί «Ξέρω ποιος το έκανε. Ξέρω πως μυρίζει. Την επόμενη φορά που θα τον συναντήσω θα γαβγίσω δυνατά, για να καταλάβεις ποιος είναι.» Έτσι γίνεται στα έργα». Ο Γκούνβαλ χάιδεψε το μεταξένιο τρίχωμα του σκύλου. «Αλλά δεν είμαστε στον κινηματογράφο. Κι εσύ δεν είσαι τόσο έξυπνος».»


Γραφή απλή, τριτοπρόσωπη αφήγηση, διάλογοι ουσιώδεις, γρήγοροι ρυθμοί, και στυλ που περισσότερο θυμίζει βρετανικό αστυνομικό μυθιστόρημα της σχολής Ρουθ Ρέντελ, Π.Ντ.Τζέημς, το ψυχολογικό θρίλερ της Κάριν Φόσουμ μπορεί να μην έχει έντονη δράση, αλλά σε καθηλώνει με την υπόγεια έντασή του, την ατμόσφαιρα και το σαγηνευτικό του θέμα, την εξαιρετική και λεπτομερή απεικόνιση των χαρακτήρων της μικρής πόλης, ενώ το φινάλε που δεν δίνει κάποια οριστική λύση δεν αφήνει την αίσθηση του ανολοκλήρωτου αλλά τονίζει τον προβληματισμό που αναπτύχθηκε καθ’όλη τη διάρκεια του βιβλίου γύρω από τις επιλογές που κάνουμε και τις συνέπειες που υφιστάμεθα. Κυριολεκτικά (και καθόλου μεταφορικά) δεν το αφήνεις από τα χέρια σου…

 
 
Τετάρτη, Νοεμβρίου 13, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 13, 2013 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 9/11/13
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, της 9/11.

Την πρώτη ώρα ασχοληθήκαμε με το εξαιρετικό βιβλίο του Ε.Νέζι "Οι δικοί μου άνθρωποι" και διαβάσαμε ένα υπέροχο διήγημα της Φλ.Ο'Κόνορ, ενώ στο δεύτερο μέρος, ήταν μαζί μας η εκλεκτή Γιώτα Κριτσέλη, ψυχή των εκδ.Κίχλη με την οποία συζητήσαμε για το παρόν και το μέλλον του τόσο ιδιαίτερου και φινετσάτου εκδοτικού οίκου. 

Καλή ακρόαση.

 
Δευτέρα, Νοεμβρίου 11, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Νοεμβρίου 11, 2013 | Permalink
Εξαφανίσεις

«Άνοιξε μηχανικά την ομπρέλα της για να προφυλάξει τα δάκρυά της από τα βλέμματα. Κάηκε το φαγητό, καιγόταν το σπίτι της. Οι πυροσβέστες της είπαν ότι η εστία της φωτιάς εντοπίστηκε στην κουζίνα και ότι στο μέλλον θα έπρεπε να προσέχει. Τι να προσέχει; Τις αναμνήσεις; Τις πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού. Δεν ήταν απρόσεχτη, δυστυχισμένη ήταν. Δεν είχε μείνει τίποτα πια. Ούτε χώρος ούτε χρόνος.»

Δεν ξέρω αν τα διηγήματα της πρωτοεμφανιζόμενης Ελεάννας Βλαστού (Αθήνα,1975) που συμπεριλαμβάνονται στον μικρό τόμο, με τίτλο «ΕΞΑΦΑΝΙΣΕΙΣ», (Εκδ. Πόλις, σελ.75) θα μείνουν στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας ή θα αποτελέσουν σημείο αναφοράς – μάλλον όχι. Χαμηλότονα και διακριτικά, δεν «φωνάζουν» με θέματα που μπορούν να συζητηθούν η να προκαλέσουν ενστάσεις αλλά στο τέλος της ανάγνωσης τους, η οποία εδώ που τα λέμε δεν σου παίρνει και πολλή ώρα, καταλαβαίνεις την δύναμη και την υπόγεια έντασή τους.

Ανθρωποι εξαφανίζονται σε κάποιες από τις 6 ιστορίες της Βλαστού. Χωρίς σοβαρό λόγο και χωρίς τυμπανοκρουσίες. Άνθρωποι μονολογούν, στενοχωριούνται, προβληματίζονται, κινούνται αυτόματα μέσα στην πόλη, ψάχνουν στο παρελθόν τους για λύσεις, για απαντήσεις. Ενας δότης σπέρματος. «πατέρας» δεκάδων παιδιών «μελαχρινών αγοριών» σαν κι εκείνον, συνειδητοποιεί την μοναξιά του, ένας γιός μετά τον θάνατο του πατέρα του, ψάχνει την βιβλιοθήκη της μητέρας του, εξαφανισμένης εδώ και χρόνια, για να βρεί απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βασανίζουν – το γιατί της ξαφνικής της αναχώρησης και τι μήνυμα περιέχεται σε επιστολές και μυθιστορήματα.

«Και τότε βούρκωσε, όχι για την ορφάνια του, αλλά γιατί ταυτίστηκε με τον πατέρα του και κατάλαβε για πρώτη φορά πόσο βίαιη μπορεί να γίνει μια εγκατάλειψη. Θα έπρεπε να μας μαθαίνουν να αντέχουμε, να μας μαθαίνουν πώς να ζούμε με αυτήν σαν να είναι ανίατη αρρώστια. Για εκείνον, όπως και για τον πατέρα του, η απουσία μετρούσε σαν παρουσία.»

Μια χήρα αναπολεί τις ημέρες με τον άντρα της, θυμάται τα ταξιδια τους, τα βιβλία που διάβαζαν και σκέφτεται ότι δεν της «έχει μείνει τίποτα πιά». Μια γυναίκα που πλησιάζει τα σαράντα με αφορμή την παρουσία της σε μια κηδεία ενός μεγαλοστελέχους του δημόσιου τομέα, φρικάρει με τις σκέψεις της και την ξαφνική επίγνωση της μοναξιάς της, των ημερών της οικονομικής και επαγγελματικής της ανέλιξης που ανήκουν πλέον στο παρελθόν, τα χρόνια που νιώθει ότι σπατάλησε μέσα σε «ευκολίες» και «βολέματα» είτε επαγγελματικά, είτε ερωτικά και την αφόρητη μοναξιά που αίφνης την κατακλύζει. «Νόμιζε ότι θα πορευόταν πάντα στο βαγόνι πρώτης θέσης όπου είχε επιβιβαστεί, αλλά τα καύσιμα είχαν ήδη τελειώσει.»

Μια γυναίκα από την Κύπρο προσπαθεί να βοηθήσει την οικογένεια του γιού της, επισκεπτόμενη ένα ενεχυροδανειστήριο ζώντας από εκεί που δεν το περίμενε μια δεύτερη οικονομική καταστροφή, ενώ στο τελευταίο (και ίσως καλύτερο) διήγημα της συλλογής οι τραυματικές οικογενειακές εμπειρίες ξαναζωντανεύουν στο μυαλό μιας διακοσμήτριας όταν επισκέπτεται μια μεζονέτα για να διακοσμήσει ένα playroom.
«Ήταν 23 Δεκεμβρίου και εκείνα ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής της. Επιτέλους έμειναν οι δυο τους, μόνες. Μόνες στο σπίτι. Αλλά το σιχαινόταν αυτό το σπίτι, ήθελε να το πει, αλλά δεν τολμούσε. Ήθελε πολλά να πει στη μαμά, αλλά δεν τολμούσε, κάποτε θα έβρισκε όλο το θάρρος του κόσμου και θα έλεγε τα πάντα στη μητέρα της. Ποτέ δεν της είπε τίποτα. Η ζωή της ξεκίνησε ξανά στα έντεκα, ο θάνατος του μπαμπά της έδωσε ξανά ζωή και ελαφράδα. Από εδώ και πέρα, θα ήταν και γι’αυτήν όλα ανάλαφρα και ανέμελα, έτσι όπως έβλεπε να δείχνουν τα πρόσωπα των συμμαθητών της. Δεν θα χρειαζόταν να απαντήσει στη δασκάλα: «Είμαι καλά, κυρία Φράγκου, μόνο λίγο κουρασμένη.»



Η μελαγχολία και η μοναξιά, διαπερνάει τις σελίδες της συλλογής. Με φόντο μια πόλη που δεν περνάει τις καλύτερές της μέρες, ο καθένας από τους ήρωες των διηγημάτων της Βλαστού, κλεισμένος στον μικρόκοσμό του, χαμένος με τις σκέψεις και τις αγωνίες του, προσπαθεί να κινηθεί και να επιβιώσει με όπλο τις αναμνήσεις και την γεύση της απώλειας, είτε υλικής, είτε ανθρώπινης. Οι χαμηλοί τόνοι επιτείνουν αυτή την αίσθηση της απουσίας και της θλίψης, ενώ η λιτή και απέριττη αφήγηση εντυπωσιάζει με την οικονομία του λόγου και την απουσία (ευτυχώς) περιττών και ανούσιων περιγραφών.



Η βιβλιοφιλία της συγγραφέως είναι ευδιάκριτη σε πολλά σημεία του βιβλίου της. Πας και ΛιόσαΤο παλιοκόριτσο»), Σουν ΤσουΗ τέχνη του πολέμου») και ΜάρκεςΟ έρωτας στα χρόνια της χολέρας») αλλά και «Ο έρως» του Κράουσερ ανακατεύονται γλυκά και λειτουργούν όχι ως «διακοσμητικά» στοιχεία ή στίγματα εντυπωσιασμού, αλλά ως βασικά σημεία της εκάστοτε πλοκής. Μια πολύ αξιοσημείωτη «πρώτη εμφάνιση» που υπόσχεται πολλά για το μέλλον.

«Σκέφτηκε τον εαυτό του να κάνει επανεκκίνηση, να αρχίζει από το μηδέν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Θα άρχιζε τη ζωή του σε άλλο τόπο, αλλαγμένος. Ένιωσε ανακούφιση. Θα ζούσε με τα πένθη του, αλλά δεν θα έκανε ερωτήσεις. Θα μάθαινε να ζεί έτσι, θα έπαιρνε ως δεδομένο ότι οι άνθρωποι εξαφανίζονται. Γιατί; Γιατί έτσι. Είναι τόσο απλό. Ένιωσε μια γλυκειά μελαγχολία να τον κατακλύζει, ένιωσε μια ηρεμία που άγγιζε τα όρια της ευτυχίας. «Η ευτυχία έχει να κάνει με την αυταπάτη, ναι»(Έρως, Helmut Krausser).»


 
Πέμπτη, Νοεμβρίου 07, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Νοεμβρίου 07, 2013 | Permalink
Οι δικοί μου άνθρωποι


«Όταν πουλάς μια επιχείρηση, πουλάς και την ιστορία της.»
  
Μόνο «μυθιστόρημα» δεν το λες, το εξαιρετικό βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα Edoardo Nesi (Πράτο, Τοσκάνη 1964) με τίτλο «ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ», («Storia della mia gente»), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Α.Χρυσοστομίδη, σελ.142), είναι ένα πολύ μεστό και με αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου αυτοβιογραφικό δοκίμιο, το οποίο με αφορμή την προσωπική ιστορία του ήρωα και συγγραφέα του, αποτελεί μια εύστοχη και (κυρίως) πολύ ουσιαστική ματιά πάνω στην οικονομική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στον Ευρωπαϊκό νότο τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα.

Η πορεία του συγγραφέα στη ζωή ήταν μονόδρομος. Ήξερε από την παιδική του ηλικία ότι επρόκειτο να δουλέψει στην οικογενειακή επιχείρηση, το υφαντουργείο αρχικά και εριουργείο στη συνέχεια «Τ.Ο.Νέζι και Υιοί Α.Ε.». Μια επιχείρηση που ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, από τους παππούδες του Εντοάρντο σε ένα χωριό της Τοσκάνης και μεγάλωσε τόσο πολύ στην μεταπολεμική εποχή, φθάνοντας στο σημείο να απασχολεί εκατοντάδες εργάτες, να μεγαλώνουν γενιές ανθρώπων εργαζόμενοι στο κλωστουφαντουργείο που δεν ήταν το μόνο της περιοχής, η οποία είχε μεγάλη παράδοση στον χώρο με πολλές επιχειρήσεις να έχουν την έδρα τους εκεί.


Η επιχείρηση που επέζησε της ολοκληρωτικής καταστροφής του Β Παγκόσμιου πολέμου αφού οι Γερμανοί αποχωρώντας ανατίναξαν όλα τις υφαντουργίες της περιοχής με σαδιστικό τρόπο (έχοντας συγκεντρώσει τους κατοίκους της περιοχής με στραμένα τα τουφέκια καταπάνω τους για να βλέπουν «πως τινάζεται στον αέρα μια επιχείρηση»), που τα κατάφερε να σταθεί ξανά στα πόδια της και να επεκτείνει τον κύκλο εργασιών της σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δεν τα κατάφερε να αντέξει στην δύναμη της άκρατης και άναρχης παγκοσμιοποίησης, στην κινεζική εισβολή και έμελλε σ’αυτόν, τον «διανοούμενο» της οικογένειας, έναν άνθρωπο με αδιαμφισβήτητη κουλτούρα, να σφραγίσει το κλείσιμο της, το 2004 και στην ερήμωση του τόπου που κάποτε έσφυζε από ζωή.

Ο Εντοάρντο εξιστορεί την πορεία προς τον «θάνατο» της επιχείρησης. Πως ουσιαστικά αρνείτο να «ενταχθεί» και να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση, τραβώντας τα χρόνια των σπουδών του, παρακολουθώντας καλοκαιρινά μαθήματα στις ΗΠΑ, βρίσκοντας χρόνο για τα ενδιαφέροντά του, που ήταν η λογοτεχνία και τα ταξίδια, μεταφράζοντας βιβλία, ασχολούμενος με τις εκδόσεις, αλληλογραφώντας με την Τζόαν Ντίντιον και με τον Ντέηβιντ Φόστερ Γουάλας ενθουσιασμένος με (και προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει) το Infinite Jest. Κάποια στιγμή όμως ήρθε η ώρα να εργαστεί στην επιχείρηση και σιγά-σιγά διαπιστώνει ότι γίνεται μέρος της, αρχίζει να του αρέσει, τα καταφέρνει στις διαπραγματεύσεις με τους ξένους πελάτες κι αντιπροσώπους, περνάει εκεί μέσα ημέρες και νύχτες – διότι σαν επιχειρηματίας παραδοσιακός αισθάνεται το εργοστάσιο σαν το σπίτι του, βρίσκοντας χρόνο να γράψει και βιβλία μέσα σ’αυτό. Υπήρχε ένα καλό κλίμα, οι εργάτες ήταν καλοπληρωμένοι – ήταν η καλή πλευρά του καπιταλιστικού συστήματος.

«Ποιος ξέρει αν υπήρξε ποτέ μια στιγμή, μια ώρα, μια μέρα που να φτάσαμε στο απόγειο της οικονομικής μας ζωής και αν, από τότε και μετά, τα όνειρά μας έγιναν χίμαιρες, οι επιτυχίες μας προνόμια, το μέλλον μας ένα φανταστικό μέγεθος. Ποιος ξέρει αν είναι δυνατόν να στρέψουμε το δάχτυλο και να δείξουμε μια ημερομηνία, την οποία θα πρέπει να θυμόμαστε και να την διηγιόμαστε στα παιδιά μας ως την ημέρα από την οποία και μετά όλα όσα πήγαιναν καλά άρχισαν να πηγαίνουν κακά.»

Τώρα που έχουν χαθεί όλα, που έχει άπλετο χρόνο να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και τα βιβλία, αποφασίζει να μιλήσει γι’αυτά που συνετέλεσαν στην πτώση, στο θρυμμάτισμα του ονείρου, στην ολοκληρωτική καταστροφή ενός επαγγελματικού κλάδου, στην χαώδη ανεργία. Με ηρεμία, αναλύει τα αίτια της οικονομικής κρίσης, επισημαίνει τα λάθη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την επικράτηση οικονομικών μοντέλων που κοιτάνε μόνο τους αριθμούς και τα ποσοστά αδιαφορώντας τελείως για τον άνθρωπο, είτε αυτός είναι επιχειρηματίας, είτε εργάτης. Μιλάει για τον εφιάλτη της ανεργίας, την αίσθηση της «αχρηστίας», την ματαιότητα που νιώθει κάποιος που χάνει τη δουλειά του σε μεγάλη ηλικία. Απευθύνεται οργισμένα στον Μάριο Μόντι και σε μεγαλοδημοσιογράφους ή καθηγητές Οικονομικών που γοητευμένοι από το «άνοιγμα των εμπορικών συναλλαγών» αποθέωναν τον θρίαμβο της «φθηνότερης τιμής» και την επέκταση των πολυεθνικών επιχειρήσεων κατακρίνοντας τους μικροβιοτέχνες ότι «αρνούνται να προσαρμοστούν στις εξελίξεις».

«Ισως να μην κατάλαβα ποτέ τι είχε συμβεί όλα αυτά τα χρόνια, στο χωρίς αριθμό δρόμου σπηλαιώδες κτίριο μας. Τι ακριβώς φτιάχνονταν εδώ μέσα και τώρα δεν φτιάχνεται. Ποια ήταν όλα εκείνα τα άτομα που δούλευαν στις μηχανές με τον μεταφυσικό στόχο να εξακολουθήσουν να δουλεύουν για πάντα, μέρα και νύχτα, και που να είναι τώρα και τι να θυμούνται από τις ατέλειωτες μέρες που πέρασαν δουλεύοντας για μένα και την οικογένειά μου.
Ίσως να μην κατάλαβα ποτέ τι πραγματικά σημαίνει εργασία. Ίσως απλώς να τη χρησιμοποίησα, την εργασία των άλλων και τη δική μου επίσης. Ίσως και τη ζωή μου απλώς να τη χρησιμοποίησα, αντί να τη ζήσω.»

Ο συγγραφέας με όπλο του την κουλτούρα της λογοτεχνίας, προτιμάει να διαβάζει Ρίτσαρντ Φορντ, Φιτζέραλντ και άλλους και προτάσσει την δύναμη της ποιότητας, την δύναμη της παράδοσης και του πνεύματος απέναντι στην «Κινεζοποίηση» των πάντων. Βλέπει την ισοπέδωση και την μαζικοποίηση, την αλαζονεία των οικονομολόγων, τα λάθη των πολιτικών και αποφασίζει να κατέβει για πρώτη φορά στη ζωή του σε μια διαδήλωση, να ενωθεί με τους «δικούς του ανθρώπους», να παλέψει μαζί τους για ένα καλύτερο αύριο.

Το βιβλίο του Νέζι (βραβείο Strega,2011), είναι ένα παθιασμένο και πολύ συναισθηματικό ανάγνωσμα. Συγκινεί και προβληματίζει, γραμμένο με αμεσότητα και ειλικρίνεια, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, των επιτευγμάτων και των λαθών, μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Μπορεί να διαφωνήσει κανείς με κάποιες από τις απόψεις του συγγραφέα, μπορεί να θεωρήσει ότι μιλάει εκ του ασφαλούς (στο κάτω-κάτω πρόλαβε και πούλησε, δεν αντιμετωπίζει – αντιμετώπισε ποτέ, μάλλον το αντίθετο – κανένα οικονομικό πρόβλημα), αλλά δεν μπορεί να μη συμφωνήσει σε πολλά, να μη διαβάσει προσεκτικά τις επισημάνσεις του για το μέλλον.

«Οι δικοί μου άνθρωποι» είναι ένα πολύ γοητευτικόν βιβλίο που μιλάει για την οικονομική κρίση με ένα διαφορετικό τρόπο, πολύ ζωντανό και οικείο. Παραθέτοντας λογοτεχνικούς ήρωες (ας μη ξεχνάμε ότι ο τίτλος του βιβλίου του προέρχεται από μια φράση του αγαπημένου του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ), κινηματογραφικές σκηνές, ο Νέζι κάνει σαφές το μήνυμά του με μικρά κεφάλαια που δεν κουράζουν – έτσι κι αλλιώς είναι ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο – και που αποτελεί ένα όχι μόνο χρησιμότατο αλλά και απολαυστικότατο ανάγνωσμα.

«Μα εμείς δεν ήμασταν η γενιά Χ; Δεν ήμασταν αυτοί οι χωρίς ιδέες και ιδανικά άνθρωποι, ένα κοπάδι από εγωιστές και τυχερούς βλάκες, που μεγάλωσαν μπροστά στην τηλεόραση και που θα ζούσαν χωρίς να συνειδητοποιούν την καλή τους τύχη, αφεντικά ενός ανιστόρητου πλέον κόσμου, προσαρμοσμένοι σε ένα χρυσό παρόν χωρίς τέλος, δημιουργημένο από την εργασία των πατεράδων μας;
Δεν υπάρχει κανείς να μας ζητήσει συγγνώμη διότι καταδικαστήκαμε να είμαστε η πρώτη γενιά εδώ και αιώνες η οποία θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της; Που μας έκαναν να γεννηθούμε και να χτίσουμε τα ιερά μας όνειρα περί ευζωίας κι ύστερα μας άφησαν χωρίς χρήματα και χωρίς δουλειά, ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόμασταν να τα ζήσουμε εκείνα τα όνειρα;»






 
Τρίτη, Νοεμβρίου 05, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 05, 2013 | Permalink
Booktalks@amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 2/11/13
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@amagi radio, της 2/11/13. 

Στην εκπομπή κάναμε ένα μικρό αφιέρωμα στον Πίτερ Κάρεϊ, διαβάσαμε ποιήματα της Σ.Πλαθ από την συλλογή "Άριελ" , ακούσαμε τον κατάλογο με τους δημοφιλέστερους λογοτεχνικούς ήρωες στο ένθετο "στη φωλιά του (βιβλιο)κούκου και τέλος, διαβάσαμε ένα διήγημα του Ρ.Κάρβερ.

Καλή ακρόαση


 
Παρασκευή, Νοεμβρίου 01, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 01, 2013 | Permalink
Χάρις και εξιλέωση


«Το αίμα βρίσκεται εύκολα, σαχίμπ. Υπάρχει πιο πολύ αίμα σ’αυτή τη χώρα απ’ό,τι νερό.»


Τα βιβλία που περιγράφουν τις διασταυρώσεις των πολιτισμών, είναι πάντα γοητευτικά, όταν δε ο συγγραφέας είναι ικανός να αφηγηθεί μια πειστική και ωραία ιστορία τότε πολλές φορές γίνονται ακαταμάχητα. Το κλασσικό (πλέον) μυθιστόρημα του Robin Jenkins (Σκωτία, 1912-2005), με τίτλο «ΧΑΡΙΣ ΚΑΙ ΕΞΙΛΕΩΣΗ» (ατυχής μεταφραστική επιλογή του αμφίσημου «Some kind of Grace»), (Εκδ. Πόλις, (ωραία) μετάφρ. Κρ.Γλυνιαδάκη, σελ.337), το οποίο εκδόθηκε το 1960 μας μεταφέρει στο Αφγανιστάν της εποχής του Ψυχρού πολέμου ελάχιστα διαφορετικό από την χώρα που περιέγραφε 120 χρόνια πριν ο Κίπλινγκ στην αριστουργηματική του νουβέλα «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» (και υπέροχη ταινία από τον Τ.Χιούστον), μιας χώρας που οι ξένες δυνάμεις κάνουν ότι θέλουν – απλώς η κυρίαρχη δύναμη αλλάζει κάθε φορά, μιας χώρας που το έδαφός της ήταν και είναι βαμμένο με αίμα και όπου θα μπορούσε να πει κανείς ότι τίποτα δεν αλλάζει.


Ο βετεράνος διπλωμάτης Τζον Μακλάουντ μεταβαίνει στο Αφγανιστάν, όπου είχε περάσει ένα διάστημα πριν λίγα χρόνια. Ο λόγος της επιστροφής του στην αφιλόξενη χώρα είναι η εξαφάνιση του παλιού του φίλου Ντόναλντ Κεμπ, ο οποίος μαζί με την σύντροφό του την Μάργκαρετ θεωρούνται νεκροί (για την ακρίβεια δολοφονημένοι) από τους κατοίκους ενός χωριού του Βόρειου μέρους της χώρας. Ο Μακλάουντ έχει σοβαρές αμφιβολίες εάν έχουν πραγματικά πεθάνει οι δύο συμπατριώτες του και παρά τις διαβεβαιώσεις των Αρχών και την καταδίκη δύο φτωχοδιάβολων χωρικών που «ομολόγησαν» ότι σκότωσαν το ζευγάρι, εκείνος φεύγει από την Καμπούλ και πηγαίνει (χωρίς άδεια) στις ορεινές και δύσβατες περιοχές όπου ο έγινε ο «υποτιθέμενος» φόνος.


Στο χωριό θα συναντήσει μια διαφορετική πραγματικότητα από την επίσημη άποψη που προσπαθούσε η κυβέρνηση της χώρας να επιβάλλει. Οι Αρχές στην προσπάθειά τους να διαλευκάνουν το μυστήριο γύρω από το ζευγάρι, απέσπασαν ομολογίες και τελικά αφού θεώρησαν ότι βρήκαν τους ενόχους σχεδόν κατέστρεψαν το χωριό – το δε κυριότερο, δεν συνάγεται από πουθενά ότι το ζευγάρι δολοφονήθηκε ή είναι απλώς εξαφανισμένο. Όλα αυτά σε συνδυασμό με αυτό που ακούει από την ώρα που πρωτοπάτησε το πόδι στο Αφγανιστάν από τους ανθρώπους που συναναστράφηκαν τον Ντόναλντ και την Μάργκαρετ, ότι εκείνος ήταν πολύ ιδιόρρυθμος και δεν φαινόταν πολύ δεμένος με την πανέμορφη (όπως περιγράφεται) σύντροφό του έχουν μπλέξει πολύ την ιστορία. Καθώς δε πληροφορείται από τις τοπικές Αρχές ότι η Μάργκαρετ κατήγγειλε λίγες μέρες πριν την εξαφάνιση τους, ότι βιάσθηκε από κατοίκους της περιοχής τον αναγκάζουν να χωθεί όλο και περισσότερο στα βάθη της χώρας φθάνοντας σχεδόν μέχρι τα βόρεια σύνορα.


«Πες μου» μουρμούρισε ο Μακλάουντ, «αληθεύει πως, σύμφωνα με το Κοράνι, οποιοσδήποτε πιστός μωαμεθανός μπορεί να εξασφαλίσει μια θέση στον παράδεισο σκοτώνοντας έναν άπιστο;»

Ο διοικητής χαχάνισε ξινά. «Ναι, νομίζω πως κάτι τέτοιο μπορείς να το βρείς κάπου στο Κοράνι», είπε. «Είναι όπως και η δική σας Βίβλος: ό,τι σε βολεύει, μπορείς να το βρείς. Θες να σκοτώσεις τον εχθρό σου; Ψάξε στις σελίδες της και κάπου θα βρείς την έγκριση. Θες να τον συγχωρέσεις και να τον αγαπήσεις σαν αδελφό σου; Θα βρείς έγκριση και γι’αυτό. Κάθε άνθρωπος διαλέγει ποιες συμβουλές του Θεού θέλει ν’ακολουθήσει.»


Το μυθιστόρημα του Τζένκινς αριστοτεχνικά γραμμένο έχει τη δομή ενός αστυνομικού θρίλερ, όπου όλα ανατρέπονται και καμμία βεβαιότητα δεν υπάρχει. Κυριαρχεί όμως της ιστορίας, η περιπλάνηση του ήρωα (και κατά προέκταση των έτερων ηρώων, του μυστηριώδους ζεύγους του Ντόναλντ και της Μάργκαρετ) σ’αυτή τη σκληρή, δύστροπη (και δύσβατη) χώρα, την τόσο αφιλόξενη και τόσο βασανισμένη.


Ο Μακλάουντ κυνικός και ψύχραιμος αντιμετωπίζει με ρεαλισμό τις καταστάσεις, δεν ωραιοποιεί, ούτε κατακρίνει. Παρακολουθούμε τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του καθώς περιπλανιέται στις αγροτικές περιοχές μιας χώρας που σε πολλά κομμάτια της ανήκει στον Μεσαίωνα. Συναντάει θρησκόληπτους και καχύποπτους ορεσίβιους, βίαιους και τρυφερούς ταυτόχρονα, χαμένους μέσα στις προκαταλήψεις τους, φοβισμένους από την βια των τοπικών εξουσιών, φύλαρχους που θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στον οποιονδήποτε πατήσει το έδαφός τους.


Ο συγγραφέας είναι τόσο πειστικός στις περιγραφές των διαδρομών του ήρωα που τελικά είναι το Αφγανιστάν που προβάλλει ως κεντρικός ήρωας/πρωταγωνιστής του βιβλίου. Μπορεί η ιστορία να είναι πολύ ενδιαφέρουσα και να θυμίζει Γκράχαμ Γκρην (με το θρησκευτικό στοιχείο να είναι πολύ έντονο όπως στα βιβλία του) ή και Λε Καρέ, αλλά είναι η υποβλητική και αρχέγονη πραγματικότητα της χώρας, που έρχεται σε συνεχή και έντονη αντίθεση με οτιδήποτε θυμίζει «πολιτισμένο κόσμο», η αδυναμία προσαρμογής και η συνεχής καταπίεση μέσω των διαφόρων κέντρων εξουσίας, μέσω των δεκάδων στρατιωτικών επιχειρήσεων μέσα στους αιώνες που έχουν δημιουργήσει ένα λαό ατίθασο και βασανισμένο, όπου η ανθρώπινη ζωή δεν μετράει σε τίποτα, ένα λαό έτοιμο να καθοδηγηθεί από ηγέτες τύπου Μπιν Λάντεν ή τους Ταλιμπάν.


Ο συγγραφέας έχοντας ως ήρωά του, τον Μακλάουντ, έναν Σκωτσέζο Χαϊλάντερ στέκεται κριτικά, απέναντι σε όλα αυτά. Είτε είναι ο «πολιτισμός» και τα πάρτι των ξένων διπλωματών στην Καμπούλ, είτε είναι τα παραδοσιακά σφαξίματα αρνιών και η έντονη θρησκοληψία των κατοίκων της επαρχίας. Σχολιάζει τους υπερόπτες διπλωμάτες και τις απογοητευμένες και στερημένες συζύγους τους, τον φανατικό ιερωμένο. Η συμπόνια και η μελαγχολική ματιά του διαπερνούν τα γεγονότα και κατακλύζουν τις σελίδες ενός θαυμάσιου βιβλίου που χωρίς να είναι κάποιο μεγάλο αριστούργημα, συγκινεί και προβληματίζει κάθε αναγνώστη.