Η
μικροαστική κοινωνία, ο λαϊκισμός,ο φόβος για τον Ξένο, η καχυποψία για το
διαφορετικό, αποτυπώνονται με ευκρίνεια και διαύγεια στο ωραίο μυθιστόρημα της
Γαλλίδας συγγραφέα Lydie Salvayre (1948, Autenville),
με τίτλο «ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ» («Tout homme est une nuit») – (εκδ. Utopia, μετάφρ. Γ. Στρίγκος, σελ.261), που εκδόθηκε πριν από
ένα χρόνο, και πέρασε απαρατήρητο (όπως πολλά καλά βιβλία άλλωστε).
Η
βραβευμένη Γαλλίδα συγγραφέας (βραβείο Γκονκούρ 2014 για το «ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ») στο
μυθιστόρημά της, έχει ως ήρωα, τον νεαρό καθηγητή Γαλλικής φιλολογίας Ανάς, που
έχοντας ενημερωθεί ότι πάσχει από καρκίνο, αποφασίζει να φύγει από το Παρίσι
και να εγκατασταθεί σε ένα χωρίο της Προβηγκίας στον Γαλλικό νότο για να
περάσει ήρεμα (όπως πιστεύει) τους μήνες ζωής που του απομένουν, στην
ειδυλλιακή φύση, με περιπάτους στα βουνά και συνεχίζοντας τις θεραπείες του σε
μια κοντινή πόλη. Ο Ανάς είναι ένας ήσυχος άνθρωπος από γονείς Ισπανούς
εμιγκρέδες (όπως η συγγραφέας), που θέλει να ζήσει με αξιοπρέπεια και ηρεμία
όσο καιρό του απομένει, γι’ αυτό άλλωστε εγκαταλείπει το σπίτι του, τη δουλειά
του, τη σύντροφό του.
«Εδώ
που τα λέμε, μεταξύ μας, καθόλου καλή εντύπωση δεν μου κάνει ο καινούργιος,
είπε ο Ντεντέ
Γέμισέ
μου το ρεζερβουάρ, ζήτησε ο Εμίλ απ’ τον Μαρσελέν.
Με
βενζίνη ή με Ricard; Του απάντησε εκείνος μ’ ένα μειδίαμα (χιλιοειπωμένο
αστείο, αλλά που το έκανε χαριτωμένο αυτή ακριβώς η επανάληψη).
Δεν
τον λες διαχυτικό, συνέχισε ο Ντεντέ επιμένοντας.
Μας
θεωρεί παρακατιανούς! φώναξε ξαφνικά ο Μαρσελέν πίσω απ’ τον πάγκο του μπαρ.
Δεν είμαστε αρκετά σικάτοι για να μας απευθύνει τον λόγο ένας κύριος όπως η
αφεντιά του! Θα του μάθουμε εμείς όμως τρόπους αυτού του άξεστου, που να πάρει
ο διάολος!»
Στο
χωριό όμως, με την πρώτη του εμφάνιση στο «καφενείο των Φιλάθλων», γίνεται
δεκτός με καχυποψία. Το σκούρο χρώμα της επιδερμίδας του, η διακριτικότητά και
η ευγένειά του και η απουσία κάθε διάθεσης για κοινωνικότητα, γίνονται
αντικείμενα σχολιασμού από τους θαμώνες του καφενείου και τον ιδιοκτήτη του,
που δουλειά δεν είχαν, βρήκαν κάτι να ασχολούνται. Κάθε κίνησή του στο χωριό
παρεξηγείται, οι βόλτες στο δάσος, η ευγενική κουβέντα με την κοπέλα που
δουλεύει στο τοπικό ξενοδοχείο (ξένη κι αυτή), ενώ το γεγονός ότι δεν βλέπουν
να ασχολείται με κάτι, προκαλεί ακόμα περισσότερες υποψίες.
Οι
θαμώνες του καφενείου, όλοι μεσήλικες με προσωπικά προβλήματα στις οικογένειές
τους, με οικονομικά προβλήματα λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης στη
χώρα, δαιμονοποιούν τον «ξένο», και διασπείρουν στην μικρή κοινότητα του χωριού
κάθε είδους υπερβολή για να προκαλέσουν αμφιβολία και καχυποψία γι’ αυτόν – τον
θεωρούν έμπορο ναρκωτικών, σεξουαλικά διεστραμμένο, άνεργο που ζει από τα
επιδόματα που αυτοί πληρώνουν και άλλα πολλά. Ο Ανάς σύντομα αντιλαμβάνεται το
κλίμα που έχει καλλιεργηθεί, νιώθει την εχθρότητα και την απόρριψη σε κάθε του
βήμα, ενώ η προσφυγή του στον δήμαρχο του χωριού δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα,
καθώς όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, ο ιδιοκτήτης του καφενείου αποτελεί ισχυρό
παράγοντα της κοινότητας που κανείς δεν θέλει να του πάει κόντρα. Το κλίμα
γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο κι ο Ανάς αρχίζει να φοβάται για τη ζωή του,
καθώς οι απειλές γίνονται όλο και πιο έντονες.
«Για
να συντομεύσω αυτή την επιθανάτια αγωνία είχα έρθει να απομονωθώ σε τούτο το
χωριό της Προβηγκίας, πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι μας. Είχα
θελήσει η ζωή μου, έστω και για λίγο, να ξεκινήσει πάλι απ’ την αρχή. Πίστευα
σ’ αυτή την ανόητη φαντασίωση, ότι οι άνθρωποι δηλαδή μπορούμε να ξαναφτιάξουμε
τη ζωή μας, να αναγεννηθούμε, όπως λέμε, με την προϋπόθεση να πάμε σ’ ένα
μακρινό «αλλού» και να σκορπίσουμε στον άνεμο αυτόν που είχαμε υπάρξει ως τότε,
αυτόν τον εαυτό που μάς είναι ανεπιθύμητος πια και που έχει γίνει πλέον ένας
ξένος για μάς τους ίδιους, ένας ενοικιαστής της ύπαρξής μας.
Αλλά
τα πράγματα δεν εξελίσσονταν ακριβώς όπως τα είχα φανταστεί εξ αποστάσεως. Κι
είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως το όνειρό μου μετατρεπόταν σιγά-σιγά σε
παγίδα.»
Η
συγγραφέας περιγράφει ένα τυπικό χωριό (που θα μπορούσε να βρίσκεται σε κάθε
ευρωπαϊκή γωνιά), όπου οι κάτοικοι ζουν σε ένα κόσμο ημιμάθειας και φόβου για
το αύριο, φόβου για το «άγνωστο», αυτό που δεν κατανοούν. Με ανθρώπους
συντηρητικούς που πανηγυρίζουν τη νίκη του Τραμπ στις Αμερικανικές εκλογές, που
αποδίδουν όλα τα «κακά» του τόπου στους μετανάστες, στη κοινωνική πολιτική των
κυβερνήσεων. Σε αυτή την «κοινοτοπία του Κακού», βλέπουμε ένα χωριό μαραζωμένο
από την οικονομική κρίση, τις δουλειές που λιγοστεύουν, τους φόρους που
αυξάνονται. Στο πρόσωπο του Ανάς βλέπουν όλα αυτά που φοβούνται, βλέπουν μια
«εισβολή», έναν «εχθρό» που βρίσκεται μέσα στο σπίτι τους και «πρέπει να του
δώσουν ένα μάθημα». Καθοδηγούμενοι από τον καφετζή του χωριού, ένα πρόσωπο που
επιβάλλεται με τον όγκο και τον τσαμπουκά του, δεν σκέφτονται, μόνο κραυγάζουν.
Κι αν στην αρχή, όλα αυτά μπορεί να φαίνονται λίγο γραφικά, μπορούν όμως να
γίνουν πολύ επικίνδυνα.
Η
Σαλβέρ ακολουθεί δύο παράλληλες αφηγηματικές μεθόδους. Περιγράφει με
τριτοπρόσωπη αφήγηση, τις συζητήσεις στο καφενείο, και με πρωτοπρόσωπη αφήγηση
τις ημερολογιακές καταγραφές του Ανάς, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις
διαφορές αντίληψης και κατανόησης των γεγονότων από τις δυο πλευρές. Αναπτύσσει
αργά, ουσιαστικά βήμα-βήμα, την ιστορία της, όπου σε κάθε κεφάλαιο αυξάνεται η
ένταση της ιστορίας, ο λαϊκισμός επικρατεί, η ατμόσφαιρα γίνεται πιο σκοτεινή
και ο αναγνώστης εισέρχεται εντός ενός κόσμου ζοφερού, ενός ιστού της αράχνης
που σφίγγει τον ήρωα του βιβλίου.
Ο
ρατσισμός και η ξενοφοβία κυριαρχούν στο δυνατό και καλό μυθιστόρημα της
Σαλβέρ. Μπορεί, να μη διαβάζουμε κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο και συνταρακτικό,
αλλά το ωραίο και απλό αφηγηματικό ύφος του βιβλίου, λειτουργούν αρμονικά με
την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που διαθέτει αγωνία και στοιχεία θρίλερ. Το
«ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ», είναι ένα μυθιστόρημα που χρησιμεύει για την καλύτερη
κατανόηση του φαινομένου του λαϊκισμού που επικρατεί σε όλο τον πλανήτη, για
τον φόβο και την άγνοια που επιτρέπει να βγαίνουν στην επιφάνεια αντιδράσεις
που θυμίζουν παλαιότερες εποχές. Είναι ένα βιβλίο χρήσιμο, που ωθεί σε
βαθύτερες σκέψεις και ανησυχίες.
Βαθμολογία
82 / 100