Τετάρτη, Μαρτίου 31, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 31, 2021 | Permalink
Φωνές
«Είμαι
τόσο λίγο σε μένα, που αυτό που κάνουν από μένα, σχεδόν δεν μ’ ενδιαφέρει.»
(145)
Για
τους ανθρώπους σαν κι εμάς, που έχουμε τα χρονάκια μας, η αποκάλυψη / ανακάλυψη
του Αργεντινοιταλού Antonio Porchia (1885 Κονφλέντι, Ιταλία – 1968 Μπουένος
Άιρες, Αργεντινή), στις αρχές της δεκαετίας του 90, στην έκδοση-κόσμημα της Στιγμής
«Επιλογή από τις Voces» σε μετάφραση του
Ε.Χ.Γονατά, αποτέλεσε όχι μόνο μια έκπληξη, αλλά και ένα αναγνωστικό σοκ. Ο
Γονατάς απέδωσε περίπου 300 αφορισμούς σε αυτόν τον μικρό τόμο, και αργότερα
ήρθε η πλήρης έκδοση της Ινδίκτου, στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου
αιώνα, με 1082 αφορισμούς μεταφρασμένους από τον Βασίλη Λαλιώτη, να υπενθυμίσει
εμφαντικά την αξία του σπουδαίου συγγραφέα. Η νέα πλήρης, συλλεκτική και καλαίσθητη έκδοση
από τις εκδόσεις Bibliotheque, του μικρού
τομιδίου «ΦΩΝΕΣ» («Voces»), στην μετάφραση και εξαιρετικό πρόλογο, του Βασίλη Λαλιώτη (σελ.145), δεν διαφέρει από αυτήν των εκδόσεων Ίνδικτος, η
οποία όμως είναι από καιρό εξαντλημένη, και ήρθε να γνωρίσει τον Porchia σε νεότερες γενιές αναγνωστών, αλλά και να
εμπλουτίσει τις βιβλιοθήκες ημών των φανατικών του σπουδαίου Αργεντίνου
συγγραφέα.
«Μπαίνει
ένας καινούργιος πόνος στο σπίτι και οι παλιοί πόνοι του σπιτιού τον
υποδέχονται σιωπηλοί, όχι πεθαμένοι.» (74)
Ο
Αντόνιο Πόρτσια, ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου και συγγραφέα. Μέχρι τα
17 του έζησε στον Ιταλικό Νότο και λίγο καιρό αφότου πέθανε ο πατέρας του, η
μητέρα του παίρνει τα έξι από τα εφτά παιδιά της και μεταναστεύουν στην
Αργεντινή, όπου ζουν σε ιδιαίτερα φτωχικές συνθήκες, με τον Αντόνιο να κάνει
χειρωνακτικές εργασίες για να βοηθήσει την οικογένεια.
«Θα φύγω από σένα, αλλά εσύ μη φεύγεις από μένα. Γιατί θα φύγω από σένα όπως φεύγω από όλα, χωρίς τίποτα να φεύγει από μένα.» (585)
Μερικά
χρόνια αργότερα, αγοράζουν ένα τυπογραφείο με τον αδερφό του, όπου ο Αντόνιο
δουλεύει εκεί μέχρι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30, που αφήνει τη δουλειά
του και αγοράζει ένα σπίτι με κήπο σε μια συνοικία του Μπουένος Άιρες, όπου
ασχολείται με την κηπουρική. Έχει ήδη αρχίσει να γράφει τις «Φωνές».
«Να
γελάς από το να μην γελάς, να κλαις από να μην κλαις: να υπάρχεις από το να μην
υπάρχεις.» (831)
Ο
Πόρτσια, άνθρωπος ταπεινός και μονήρης, αυθύπαρκτος και ευγενής, έκανε παρέα με
γλύπτες, ζωγράφους, γενικότερα καλλιτέχνες της εποχής. Συχνάζει στην συνοικία
Μπόκα, δεν γράφει πολύ – πέντε, έξι, αφορισμούς τον χρόνο, που τους δούλευε
διαρκώς -, είναι ιδανικός στο να υποδέχεται φίλους στο μικρό του σπίτι,
κερνώντας τους με άφθονο κρασί, αλλαντικά, φρούτα από τον κήπο του, τα Ισπανικά
του είναι λίγο ιδιόμορφα – κάτι που φαίνεται στα γραπτά του.
«Δεν
έχεις τίποτα και θα μου έδινες έναν κόσμο. Σου χρωστάω έναν κόσμο.» (232)
Τις
«Φωνές» τον πείθουν να τις βγάλει σε βιβλίο, οι φίλοι του, που τον βλέπουν να τις
γράφει σε φύλλα χαρτιού και να τους τις μοιράζει. Η πρώτη έκδοση, των 1000 αντιτύπων, θα εκδοθεί το 1943
και περνάει τελείως απαρατήρητη. Όπως περιγράφει ο φίλος του Roberto Juarroz, δεν ξέρει τι να
κάνει με τα αντίτυπα και τα δωρίζει σε μια εταιρεία που διευθύνει μια σειρά από
λαϊκές βιβλιοθήκες σε όλη την Αργεντινή.
«Η
πρώτη μου απογοήτευση υπήρξε η τελευταία μου απογοήτευση. Κατόπιν είχα
περισσότερες απογοητεύσεις, γιατί στην ανθρώπινη ψυή πάντα, χωράει μια απογοήτευση επιπλέον.» (795)
Αντίτυπα
λοιπόν, των «Φωνών» βρίσκονται σε απομακρυσμένες γωνιές της χώρας, όπου τα
ανακαλύπτουν οι απλοί άνθρωποι, που συχνάζουν σε αυτές και η φήμη του βιβλίου,
που δεν υπάρχει πλέον στην αγορά, διαδίδεται από στόμα σε στόμα.
«Σου
χρωστούν τη ζωή κι ένα κουτί σπίρτα και θέλουν να σου πληρώσουν ένα κουτί
σπίρτα, γιατί δεν θέλουν να σου χρωστούν ένα κουτί σπίρτα.» (331)
Ο
Πόρτσια, «υποχρεώνεται» εκ των συνθηκών, να προχωρήσει σε δεύτερη έκδοση,
εμπλουτισμένη αυτή τη φορά, με νέες «φωνές» που έγραψε τα πέντε χρόνια που
μεσολάβησαν. Τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν τον δρόμο τους, όταν ένας Γάλλος
κριτικός που εργαζόταν στην Αργεντινή, θα πιάσει στα χέρια του τις «Φωνές» και
θα ενθουσιαστεί. Του προτείνει να γράφει στο μέγιστο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής,
το “Sur”, αλλά η συνεργασία δεν ευοδώθηκε, επειδή οι
επιμελητές και οι διορθωτές του περιοδικού, θέλησαν να διορθώσουν τα «τυπικά
συντακτικά λάθη» των αφορισμών, αρνούμενοι να κατανοήσουν το μοναδικό
εκφραστικό ύφος του συγγραφέα τους.
«Ο
συγγραφέας του όλου μου δεν είμαι εγώ. Εγώ είμαι ο συγγραφέας τού πως είναι το
όλον μου.» (1010)
Οι
«Φωνές» μεταφράζονται στα Γαλλικά, και προκαλούν τον θαυμασμό συγγραφέων και
κοινού. Υπάρχει και μια χαριτωμένη ιστορία, όπου ο Πόρτσια βλέπει στη βιτρίνα ενός
βιβλιοπωλείου του Μπουένος Άιρες, τη Γαλλική έκδοση, ενώ του είχαν αρνηθεί
κάποτε την τοποθέτηση της πρωτότυπης. Σπεύδει να την αγοράσει και ο πωλητής του
την συστήνει με θερμά λόγια!
«Μια
ζωή τελείως συνειδητή, κανείς δεν θα μπορούσε να την υποφέρει.» (870)
Η
φήμη του εξαπλώνεται, θα προταθεί για βραβεία, θα τον καλέσουν στην Γαλλία όπου
θα αρνηθεί να ταξιδέψει, το βιβλίο θα αρχίσει να εκδίδεται σε άλλες χώρες, θα
γίνει ιδιαίτερα γνωστός στον αγγλοσαξωνικό κόσμο με την εμβληματική μετάφραση
του ποιητή W.S.Merwin, αλλά εκείνος, αφού πρώτα μετακομίσει σε μικρότερο
σπίτι λόγω οικοινομικής δυσχέρειας, θα ασχολείται μόνο με τα φυτά του και τους φίλους
του.
«Αν
ήσουν όπως εγώ σε ήθελα, θα ήσουν όπως εγώ ο ίδιος▪ και σαν εμένα ίδιο, δεν θα
σε ήθελα.» (1008)
Ο
Πόρτσια, δεν θα παντρευτεί ποτέ, λίγα πράγματα είναι γνωστά για την ερωτική του
ζωή. Θα πεθάνει με τραγικό τρόπο σε ηλικία 83 ετών, όταν χτύπησε το κεφάλι του,
πέφτοντας από μια σκάλα που ήταν ανεβασμένος κλαδεύοντας ένα δέντρο στο εξοχικό
ενός φίλου του.
«Θέλησα
να πλησιάσω το σωστό από σωστούς δρόμους. Κι έτσι άρχισα να ζω λάθος.» (248)
Τι
είναι όμως οι «Φωνές», αυτά τα επιγράμματα που δεν σταματάς να τα διαβάζεις,
σαγηνευμένος από την αμφίσημη γοητεία τους και την σοφία που κρύβουν μέσα στις λέξεις
τους; Οι μελετητές των αφορισμών αυτών, έχουν ανακαλύψει επιρροές από Επίκουρο,
Λάο Τσε, Λα Ροσφουκώ, Κάφκα, Λίχτενμπεργκ, Βουδισμό, Ταοϊσμό, ότι μπορεί να
σκεφτεί κανείς. Ο Πόρτσια τα αρνήθηκε όλα, όποτε ερωτάτο για αυτό. Ισχυριζόταν
ότι δεν τους γνώριζε καν, δεν τους είχε διαβάσει ποτέ.
«Δεν
ξέρεις πια τι να κάνεις, ούτε όταν ξαναγίνεσαι παιδί. Και είναι θλιβερό να
βλέπεις ένα παιδί που πια δεν ξέρει τι να κάνει.» (402)
Στην
βιβλιοθήκη του, δεν βρέθηκε κανένα βιβλίο των ανωτέρω. Εξάλλου, δεν διεκδίκησε
ποτέ κάτι, έγραφε τις μικρές του προτάσεις και τις μοίραζε σε φίλους…
«Όταν
βρίσκομαι κοντά σου, λησμονώ το καλό που υπάρχει σε σένα, κι όταν βρίσκομαι
μακριά σου, λησμονώ το κακό που υπάρχει σε σένα.» (1047)
Μαθήματα
ζωής, μαθήματα ήθους από έναν ταπεινό μετανάστη, που μέσα του παρέμεινε ως
τέτοιος, μιλώντας με άνεση τα Ιταλικά μέχρι το τέλος της ζωής του, παρότι δεν
βγήκε για 66 χρόνια από την Αργεντινή. Οι «Φωνές» αποκαλύπτουν μια ανάγκη για
στοχασμό παρά για δράση, για τη μελαγχολία ενός σκεπτόμενου ανθρώπου πάνω στο
βάσανο της ύπαρξης.
«Ο
κόσμος συγχωρεί τα ελαττώματά σου, όχι τις αρετές σου.» (769)
Οι
αφορισμοί του Πόρτσια δεν έχουν ίχνος έπαρσης, είναι απλά γραμμένες, κατανοητές
από τον καθένα, και ερμηνεύονται όπως ο αναγνώστης τους επιθυμεί. Δεν είναι
όλοι αφορισμοί στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο, ενώ υπάρχουν πολλές επαναλήψεις, που
δείχνει ότι τον συγγραφέα τους, δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η δημοσίευσή τους.
Είναι μικρά κείμενα που δεν γράφονται για κάποιον σκοπό, αλλά ως μια τελείως
προσωπική (άρα απόλυτα οικουμενική) ερμηνεία της ζωής. Και γι’ αυτό είναι
ιδιαίτερα πολύτιμα.
«Φορές
πιστεύω πως το κακό είναι όλα και πως το καλό είναι μονάχα ένας ευσεβής πόθος
του κακού.» (343)
Προσωπικά
θεωρώ ότι οι «Φωνές» ανήκουν στη Λογοτεχνία. Όπως ο Μπόρχες έγραψε κάπου: «ο
αναγνώστης νιώθει την άμεση (την διαρκή) παρουσία ενός ανθρώπου και του
πεπρωμένου του», ή, όπως έλεγε ο Juarroz, οι «Φωνές» είναι
μια «απόπειρα βιογραφίας» του συγγραφέα.
«Πόσοι,
κουρασμένοι από το να ψεύδονται, δεν αυτοκτονούν σε οποιαδήποτε αλήθεια.» (267)
Θα
έλεγα ότι είναι μια συλλογή υπαρξιστικών μικροϊστοριών, που μπορείς να τις διαβάζεις χωρίς σειρά,
και χωρίς πρόγραμμα, ανά πάσα στιγμή. Δεν συνιστάται η ανάγνωσή τους σε «βουλιμικούς
αναγνώστες» που διατρέχουν τις σελίδες των βιβλίων, αγωνιώντας να διαβάσουν το
επόμενο βιβλίο της λίστας τους, τις «Φωνές» τις διαβάζεις αργά – ίσως και
ανάμεσα σε άλλες αναγνώσεις σου -, τις απολαμβάνεις σαν ένα υπέροχο γλυκό, και τις
σκέπτεσαι μετά για ώρες.
«Το
να βρίσκεσαι σε συντροφιά δεν είναι να είσαι με κάποιον, αλλά να είσαι σε
κάποιον.» (1082)
«Θα φύγω από σένα, αλλά εσύ μη φεύγεις από μένα. Γιατί θα φύγω από σένα όπως φεύγω από όλα, χωρίς τίποτα να φεύγει από μένα.» (585)