Τρίτη, Ιουνίου 26, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 26, 2018 | Permalink
Λούνα

Η υπέροχη «ΛΟΥΝΑ» της Ιστορικού Ρίκας Μπενβενίστε (Θεσ/νίκη, 1959) – (εκδ. Πόλις, σελ. 218) δεν είναι απλά μια «ιστορική βιογραφία» όπως την χαρακτηρίζει η ίδια, ούτε όμως ένα συνηθισμένο και προβλέψιμο δοκίμιο μικροϊστορίας (δηλαδή μια προσωπική ή μικρή σε κλίμακα ιστορία, η οποία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ιστορικό γεγονός) όπως δείχνει με την πρώτη ματιά. Η «Λούνα» είναι ένα πολύτιμο βιβλίο για μια εποχή, για σχεδόν ολόκληρο τον 20ο αιώνα, για μια πόλη (την Θεσσαλονίκη), για τους αφανείς και «ανώνυμους» ανθρώπους που βρέθηκαν άθελά τους να στροβιλίζονται στους ανέμους της ιστορίας.


Η Λούνα Γκατένιο μακρινή θεία της συγγραφέως, γεννήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στην Θεσσαλονίκη και πέθανε στο τέλος του. Έζησε μια ζωή δύσκολη, γεμάτη ταλαιπωρίες σωματικές και ψυχικές. Ήταν μια από τους επιζήσαντες του Άουσβιτς με χαραγμένο για πάντα στο χέρι της το νούμερο 40077. Γεννήθηκε σε μια πόλη που το εβραϊκό στοιχείο δεν ήταν απλά έντονο, ήταν το κυρίαρχο, σχεδόν το 1/3 της πόλης στην απογραφή του 1913.Όταν γεννήθηκε η Λούνα, η πόλη ανήκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία, έζησε Βαλκανικούς πολέμους, Μικρασιατική καταστροφή, Α και Β παγκόσμιο πόλεμο, εμφύλιο, μεταπολεμική περίοδο. Βίωσε τις αλλαγές στην εβραϊκή κοινότητα μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1917, έζησε στους συνοικισμούς που στέγασαν την φτωχολογιά, είδε τον εμπρησμό και το πογκρόμ στο Κάμπελ, την αντισημιτική υστερία της δεκαετίας του ’30 και το εθνικιστικό ξέσπασμα, ενώ παντρεύτηκε το 1931 τον Σαμ Γκατένιο, λιμενεργάτη. Μαζί τούς πήρανε το ’43 για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκείνη στάθηκε τυχερή, ο σύζυγός της καθόλου, αφού μάλλον «εκκαθαρίστηκε» με την άφιξή του εκεί. Η Λούνα γλύτωσε αφού πρώτα πέρασε αρκετό καιρό στο «Μπλοκ 10» τον τόπο ιατρικών πειραμάτων του Άουσβιτς, απ’ όπου αποκόμισε χρόνια προβλήματα υγείας και μετά στο ραφείο του στρατοπέδου.

«Πως ζει κανείς με έναν αριθμό στο μπράτσο μετά τον πόλεμο; Διάφοροι άνθρωποι έζησαν ανάμεσά μας με διαφορετικό τρόπο αυτό το ορατό, αδιάψευστο, χειροπιαστό και ανεξίτηλο σημάδι των μαρτυρίων του παρελθόντος. Κάποιοι θέλησαν αργά ή γρήγορα να το σβήσουν, να το κάψουν, ή να ζητήσουν την αφαίρεσή του με πλαστική χειρουργική επέμβαση. Άλλοι το έκρυβαν πάντα, ή κατά περίσταση, με κάποια ντροπή. Άλλοι το επιδείκνυαν με θυμό, με οδύνη, χωρίς ντροπή. Πόσοι γύρω τους το αναγνώριζαν; Πόσα παιδάκια απόρησαν; Πόσα εγγόνια πείστηκαν για λίγο ότι ήταν ο αριθμός τηλεφώνου του παππού; Πόσα δάχτυλα χάιδεψαν ένα χέρι σε αυτό ακριβώς το σημείο; Πόσους τέτοιους αριθμούς έχω δει, τα καλοκαίρια, σε άνδρες που φορούσαν κοντομάνικα πουκάμισα, σε γυναίκες με ελαφριά αμάνικα φορέματα; Πως έζησε η Λούνα με τον δικό της αριθμό 40077;»

Η Λούνα όταν γυρίσει στην Θεσσαλονίκη δεν θα διεκδικήσει κάποιο χαμένο σπίτι γιατί δεν είχε ποτέ κάτι τέτοιο - πάμπτωχη έφυγε, άπορη γύρισε. Ταλαιπωρημένη και άρρωστη, θα δηλώσει στην απογραφή: «ημερομ. Άφιξης 4 Σεπτεμβρίου 1945 και επάγγελμα «οικοκυρά». «Κτηματική περιουσία: Όχι. Συγγενική περιουσία: Όχι. Εργάζεσθε; Όχι. Γραμματικαί γνώσεις: Αγράμματος. Επαναγκατεσταθήκατε στην κατοικία σας; Όχι. Κατοικία: Συγγρού 37. Σημείωση: Μόλις έφθασε εκ Πολωνίας.» 
Θα εγκατασταθεί από την Κοινότητα στο «Υπνωτήριο Αλλατίνη», όπου θα δημιουργηθεί μια κοινότητα ανθρώπων που βρέθηκαν άστεγοι με την επιστροφή τους, εκεί θα μείνει ως το τέλος της δεκαετίας του ’60. Μέσω της Κοινότητας πάλι, θα της δοθεί ένα μικρό διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία. Η ικανότητά της στο ράψιμο, κυρίως στα καλύμματα των επίπλων, θα της δώσει την ευκαιρία να ζήσει αξιοπρεπώς για αρκετά χρόνια. Λιγομίλητη και σεμνή, θα ζήσει ήσυχα για το υπόλοιπο της ζωής της.

Μέσα από την διακριτική αφήγηση της ιστορίας της Λούνας, μιας γυναίκας που δεν άφησε απογόνους, που δεν ενόχλησε κανέναν, δεν διεκδίκησε τίποτα, περνάει η ιστορία της φτωχολογιάς της Εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, της μεγάλης μάζας των ανθρώπων που την απαρτίζουν. Οι πολυπληθείς φτωχικοί συνοικισμοί, το 151, το Κάμπελ, το Ρεζή Βαρδάρ, η μετανάστευση στην Παλαιστίνη πρώτα και μετά στο νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ, η Ναζιστική κατοχή, οι εκτοπίσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και μετά η προσπάθεια επιβίωσης και διαμονής των επιζώντων, τα γραφειοκρατικά προβλήματα, η αμηχανία του κράτους, οι προσπάθειες των επιτροπών στέγασης και φροντίδας.


Η Λούνα ήταν η μακρινή θεία της συγγραφέως που δεν την έβλεπε συχνά και δεν είχε ανταλλάξει πολλές κουβέντες μαζί της. Δεν θα μάθουμε ποτέ τι ένιωθε ή τι σκεπτόταν η Λούνα, πως αντιδρούσε στην καθημερινότητά της με όλα αυτά που της συνέβαιναν, πως ερωτεύτηκε (και αν), αν γνώρισε κάποιον άνθρωπο στην μεταπολεμική περίοδο, αν μίλησε σε κάποιον για τις εμπειρίες της στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η ιστορία της θα αποτελούσε ιδανικό υλικό για ένα μυθιστόρημα, αλλά η Μπενβενίστε ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι δεν ήταν η πρόθεσή της αυτή, η «ηρωίδα» της θα παραμείνει στην σκιά, χρησιμεύοντας περισσότερο ως αφορμή για να περιγραφούν οι συνθήκες ζωής των αφανών ανθρώπων της εβραϊκής κοινότητας, οι δυσκολίες επανένταξής τους μετά τον πόλεμο, οι προσπάθειες και η γραφειοκρατία, η ζωή στην πόλη της Θεσσαλονίκης.

«Κάθε εκτοπισμένος ή εκτοπισμένη που επέστρεφε κουβαλούσε τη δική του ή τη δική της ιστορία βασανισμού, εξευτελισμού και απόγνωσης. Αυτοί που επέζησαν και επέστρεψαν στον τόπο που θεωρούσαν πατρίδα τους, όπως κι εκείνοι που αναζήτησαν καινούργιες πατρίδες, δεν βρήκαν κανέναν να θέλει να ακούσει τις ιστορίες τους, την περιπέτεια της επιβίωσής τους. Κανέναν έξω από έναν μικρό κύκλο ανθρώπων που είχαν περάσει τα ίδια μαρτύρια▪ αυτοί ήξεραν. Entre mozotros, λοιπόν: αναμεταξύ μας. Έξω από αυτό τον κύκλο, άκουγαν συχνά να τους λένε πως όλοι υπέφεραν, αντίκρυσαν συχνά πρόσωπα να αποστρέφουν αδιάφορα το βλέμμα, ήρθαν συχνά αντιμέτωποι με την καχυποψία ή ακόμα και το μίσος.»

Με πλούσιο αρχειακό υλικό, έντονες εικόνες από την ζωή στην Θεσσαλονίκη πριν και μετά τον πόλεμο, από τις γειτονιές που άλλαξαν κατά τη διάρκεια των χρόνων που πέρασαν, από την ζωή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, από την προσπάθεια της εθνικής ανασυγκρότησης, το βιβλίο της Μπενβενίστε, δίνει τροφή για σκέψη και προβληματισμό, θέτει ερωτήματα και χωρίς να είναι συναισθηματικό, συγκινεί. Είναι ένα έξοχο βιβλίο, υπαινικτικό και ακριβές, που δεν μακρηγορεί, ούτε πλατειάζει και εντυπωσιάζει με την σαφήνεια και την λογοτεχνικότητά του, η οποία το καθιστά ιδιαίτερα ευανάγνωστο.





 
Τρίτη, Ιουνίου 19, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 19, 2018 | Permalink
Πέντε βιβλία του Joseph Conrad

Η αφορμή για να ξαναδιαβάσω βιβλία του Joseph Conrad (1857-1924) ενός από τους αγαπημένους μου (όποιος διαβάζει χρόνια αυτό το blog, το γνωρίζει) συγγραφείς, ήταν η έκδοση ενός σημαντικού βιβλίου του που δεν είχα υπ’ όψιν μου, του αυτοβιογραφικού «Ο Καθρέφτης της θάλασσας», αλλά και η επανέκδοση μετά από πάρα πολλά χρόνια ενός εκ των σπουδαιότερων βιβλίων που έχει γράψει ο μεγάλος συγγραφέας (και δεν είχα διαβάσει), του «Με τα μάτια ενός Δυτικού». Βλέποντας τα βιβλία αυτά, θυμήθηκα κάποια άλλα δικά του, που υπήρχαν στην στοίβα με τα αδιάβαστα για καιρό και με περίμεναν να ασχοληθώ μαζί του. Έτσι λοιπόν, έπιασα τις τρεις νουβέλες που βρήκα μπροστά μου, την «Έιμι Φόστερ», τον «Άποικο της Μάλατα» και το «Ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της προόδου» - εάν ήθελα θα προσέθετα και περισσότερες αφού υπάρχουν πολλές νουβέλες του Κόνραντ που κυκλοφορούν. Η ανάγνωση ήταν απολαυστική και η βουτιά στον κόσμο του σπουδαίου Αγγλοπολωνού συγγραφέα είναι μια λογοτεχνική εμπειρία. Ας δούμε τα βιβλία ένα ένα με τυχαία σειρά.


Το μυθιστόρημα «ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΔΥΤΙΚΟΥ» («Under western eyes») – (εκδ. Ερατώ, μετάφρ. Γ.Ι.Μπαμπασάκης, σελ. 574) είναι ένα βιβλίο ωριμότητας του J.Conrad, καθώς εκδόθηκε το 1911 μερικά χρόνια πριν πεθάνει, και απεικονίζει τους προβληματισμούς του συγγραφέα για το θέμα της «τρομοκρατίας» (θέμα που τον είχε απασχολήσει και στο περίφημο «Ο μυστικός πράκτορας»). Γραμμένο μεταξύ των δύο Ρώσικων επαναστάσεων, του 1905 και του 1917 το μυθιστόρημα αυτό «της προδοσίας και της ενοχής» όπως γράφει στο ωραίο επίμετρο του βιβλίου η Σώτη Τριανταφύλλου, με την έντονη Ντοστογιεφσκική επίδραση στον χαρακτήρα του ήρωα διαφέρει από τα μεγάλα γνωστά βιβλία που καθιέρωσαν τον Κόνραντ, χωρίς όμως να υστερεί απέναντί τους.

Στην Αγία Πετρούπολη της Τσαρικής Ρωσίας, ο Ραζούμοφ είναι ένας φοιτητής φτωχός που ασχολείται μόνο με τις σπουδές του και πως θα σταδιοδρομήσει μετά την ολοκλήρωσή τους στον δημόσιο τομέα. Μονήρης και σιωπηλός περιβάλλεται από μια αχλύ μυστηρίου που του προσδίδει ιδιότητες τις οποίες δεν έχει. Όταν ένας συμφοιτητής του, ο Χαλντίν, σκοτώνει με μια βόμβα έναν Υπουργό της κυβέρνησης, εισβάλλει στο σπίτι του θεωρώντας τον συμπαθούντα και του εμπιστεύεται τον τρόπο διαφυγής του – κανείς απολύτως δεν γνωρίζει ότι θα έβρισκε καταφύγιο εκεί, ήταν μια σκέψη απόγνωσης και η διαφυγή σε κάποιον που νόμιζε ότι μπορεί να εμπιστευτεί. Ο Χαλντίν είναι αφελής και ρομαντικός, θεωρεί τον σιωπηλό Ραζούμοφ επαναστάτη, αλλά εκείνος είναι απλώς ένας μπερδεμένος άνθρωπος που δεν ξέρει τι να κάνει. Αφού βασανίζεται με την συνείδηση του αρκετές ώρες, πηγαίνει στην Αστυνομία και τον καταγγέλει, ο Χαλντίν συλλαμβάνεται και λίγο αργότερα εκτελείται. Ο Ραζούμοφ όταν θα εμφανιστεί στο πανεπιστήμιο, θα προσεγγιστεί από νεαρούς επαναστάτες που είχαν ακούσει τα εγκώμια που του έπλεκε ο Χαλντίν και τον θεωρούν δικό τους που πρέπει να προστατεύσουν. Ο αστυνομικός διευθυντής όμως διαβλέπει ότι ο Ραζούμοφ είναι ένας αδύναμος άνθρωπος, δεν θα δυσκολευτεί να τον εντάξει στις υπηρεσίες του καθεστώτος. Η αποστολή του είναι να προσεγγίσει τους εξόριστους Ρώσους επαναστάτες και να αποτελέσει τον Δούρειο Ίππο της Αστυνομίας στις τάξεις τους. Θα φτάσει στην Γενεύη όπου εκεί βρίσκονται οι ηγέτες μιας εκ των επαναστατικών ομάδων, εκεί όμως βρίσκεται και η αδερφή του Χαλντίν με την μητέρα της που το μόνο που ξέρουν είναι ότι ο νεαρός Χαλντίν κατηγορείται ως ο υπεύθυνος για την δολοφονία του Υπουργού, δεν ξέρουν αν ζει ή πέθανε. Ο Ραζούμοφ θα ερωτευτεί την αδερφή του ανθρώπου που έστειλε στον θάνατο και σε συνδυασμό με τις τύψεις και τις ενοχές που έχει θα προσπαθήσει να ισορροπήσει μεταξύ των καθηκόντων που έχει αναλάβει και του έρωτά του για μια γυναίκα που γνωρίζει ότι θα την χάσει μόλις της αποκαλύψει την αλήθεια.


"...Σε μιαν αληθινή επανάσταση - όχι σε μιαν απλή αλλαγή δυνάστη ή σε μιαν απλή μεταρρύθμιση θεσμών - σε μια αληθινή επανάσταση, λοιπόν, οι καλύτεροι χαρακτήρες υποφέρουν, τα καλύτερα μυαλά δεν αναδεικνύονται. Μια βίαιη επανάσταση πέφτει στα χέρια των στενόμυαλων φανατικών και των τυραννικών υποκριτών, από την αρχή. Και μετά έρχεται η σειρά των αποτυχημένων δήθεν διανοούμενων να αναλάβουν τα ηνία. Αυτοί είναι οι αρχηγοί και οι ηγέτες, θα παρατηρήσατε ότι άφησα απέξω τους απλούς κατεργάρηδες και τους αλήτες. Οι δίκαιοι και οι ευγενικοί, οι αφοσιωμένοι και οι ανθρωπιστές, οι ανιδιοτελείς και οι ευφυείς, μπορεί να αρχίζουν ένα κίνημα αλλά, πριν περάσει πολύς καιρός, τους ξεφεύγει από τα χέρια. Δεν είναι αυτοί οι ηγέτες μιας επανάστασης. Αυτοί είναι τα θύματα! Θύματα της αηδίας, της απομυθοποίησης, των τύψεων! Ελπίδες που προδίδονται με τρόπους τραγικούς ή γελοίους∙ ιδανικά που γίνονται καρικατούρες του εαυτού τους, αυτός είναι ο ορισμός της επαναστατικής επιτυχίας! Σε κάθε επανάσταση υπήρξαν καρδιές που τσακίστηκαν από τέτοιες επιτυχίες!"

Είναι ένα μυθιστόρημα που προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει την περίφημη «Ρώσικη ψυχή» και πως αντιλαμβάνεται τον κόσμο, ένα μυθιστόρημα για τις ανθρώπινες αδυναμίες και αντιφάσεις, για την σχετικότητα του καλού και του κακού. Οι χαρακτήρες στο βιβλίο είναι όλοι άνθρωποι αδύναμοι που παλαντζάρουν από εδώ κι από εκεί, που βασανίζονται εσωτερικά. Είναι ένα μυθιστόρημα καθαρά υπαρξιακό, προτού ο υπαρξισμός εμφανιστεί ως φιλοσοφικό κίνημα. Ο Ραζούμοφ δεν γίνεται συμπαθής μέσα από την καλοκουρδισμένη και σπινθηροβόλα αφήγηση του Κόνραντ, αλλά αντιλαμβανόμαστε την ψυχική του ταλαιπωρία, τους προβληματισμούς του, είναι ένας διαφορετικός Ρασκόλνικοφ που οι ενέργειές του παρεξηγούνται συνεχώς, ένας χαρακτήρας σε αναβρασμό και παλιδόνηση. 
Αυτό το χάσμα μεταξύ του «είναι» και του «φαίνεσθαι» είναι ένα βασικό μοτίβο στο έργο του Κόνραντ και εδώ βρίσκεται στο απόγειό του.
Πρέπει να δει κανείς το βιβλίο με το πρίσμα της εποχής. Οι Ρώσοι επαναστάτες περιγράφονται γκροτέσκα και υπερβολικά αλλά ο Κόνραντ έχει αντιληφθεί το αδιέξοδο στο οποίο οδεύουν και το περιγράφει έξοχα σε κάποια σημεία του μυθιστορήματος, ενώ δεν λείπουν και οι ομοιότητες με επαναστατικές προσωπικότητες της εποχής. Έξοχο μυθιστόρημα, αρκετά φλύαρο και ογκώδες αλλά απολαυστικό μέχρι την τελευταία του σελίδα.

Στο αριστουργηματικό "Ο ΑΠΟΙΚΟΣ ΤΗΣ ΜΑΛΑΤΑ" ("The Planter of Malata") - (εκδ. Ροές, μετάφρ. Νάσια Ντινοπούλου, σελ. 146) μια από τις γνωστότερες νουβέλες του Κόνραντ, βρίσκουμε έναν χαρακτήρα που συναντούμε με διαφορετικά ονόματα στο συνολικό έργο του Κόνραντ. Ο Ρενουάρ είναι ένας μονήρης και πολύ πεισματάρης τυχοδιώκτης που έχει αναπτύξει το εμπόριο μεταξιού στο απομόνωμένο μικρό νησί Μάλατα κάπου στο αρχιπέλαγος της Ινδονησίας. Στην μικρή αποικιακή πόλη που είναι το κέντρο του εμπορίου και βρίσκεται εγγύτερα στο μικρό νησί, ο Ρενουάρ γνωρίζει την Φελίσια, που έχει φθάσει εκεί με την οικογένειά της αναζητώντας τα ίχνη του χαμένου αρραβωνιαστικού της, ο οποίος κατηγορήθηκε για οικονομικές ατασθαλίες στην Αγγλία και από τότε εξαφανίστηκε. Ο Ρενουάρ αντιλαμβάνεται σχεδόν αμέσως ότι ο εξαφανισμένος άνδρας βρίσκεται στη Μάλατα και είναι υπάλληλός του, αλλά δεν το αποκαλύπτει στην Φελίσια με την οποία είναι ερωτευμένος προσπαθώντας να βρίσκεται συνεχώς δίπλα της. Η κατάσταση αυτή δεν οδηγεί πουθενά γιατί η Φελίσια δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο παρά μόνο να βρει τον χαμένο της σύντροφο. Το δραματικό φινάλε θα έρθει ως κάθαρση, σε αυτόν τον μαζοχιστικό και γεμάτο πάθος μονοδιάστατο έρωτα που κυριαρχεί στη νουβέλα.
Η μοιραία Φελίσια (με το καθόλου τυχαίο όνομα, Φελίσια=Ευτυχία), ωραία σαν άγαλμα, αντιπροσωπεύει στο βιβλίο την αναζήτηση της ευτυχίας και της γαλήνης που θα καταστρέψει τον παθιασμένο Ρενουάρ που τυφλωμένος από έρωτα οδεύει προς την καταστροφή του. Μυστήριο και ατμόσφαιρα, πάθος που δονείται και καταπιεσμένα συναισθήματα, υπέροχοι διάλογοι σε μια έξοχη ιστορία εμμονής και αδιεξόδων.



Η μικρή νουβέλα (σαν μεγάλο διήγημα), "ΕΝΑ ΠΡΟΚΕΧΩΡΗΜΕΝΟ ΦΥΛΑΚΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ" ("An outpost of progress") - (εκδ. Οκτώ, μετάφρ. Γ.Λαμπράκος, σελ. 69), είναι μια εξαιρετική ιστορία "αδερφάκι" του γνωστότερου έργου του Κόνραντ "Η καρδιά του σκότους" και κατά τον ίδιο τον συγγραφέα ισάξια με αυτό το έπος. Η νουβέλα εκτυλίσσεται στο τέλος του 19ου αιώνα στο Βόρειο Κονγκό και οι ήρωες είναι δύο καθαρά "Μπεκετικοί" χαρακτήρες, όπως τους ευφυώς τους αποκαλεί ο μεταφραστής Γ.Λαμπράκος στο θαυμάσιο επίμετρό του.
Οι δύο Βέλγοι, ο πρώην υπάλληλος γραφείου Κάιερτς και ο πρώην στρατιωτικός Καρλιέ  αναλαμβάνουν την διεύθυνση ενός απομακρυσμένου φυλακίου πάνω στο ποτάμι, το οποίο απέχει γύρω στα 500 μίλια από τον "πολιτισμό" χαμένο στα βάθη της Αφρικής. Οι δύο λευκοί κάθονται όλη μέρα χωρίς να έχουν κάποια συγκεκριμένη εργασία καθώς τον Σταθμό ουσιαστικά τον "τρέχει" ο ιθαγενής Μακόλα που ζει εκεί για πολλά χρόνια. Οι δύο γκροτέσκοι τύποι ζουν μίζερα αναπολώντας τις ημέρες του παρελθόντος και ελπίζοντας να πάνε καλά οι δουλειές για να πλουτίσουν, αλλά η μακροχρόνια απομόνωση και η έλλειψη επικοινωνίας με την Διεύθυνση τους οδηγούν αργά αλλά σταθερά στην σχιζοφρένεια. Μια ανταλλαγή σκλάβων για ελεφαντόδοντο, ιδιαίτερα επικερδής για τον σταθμό δεν έχει τα αντίστοιχα αποτελέσματα στο ηθικό των δύο ανδρών που θα οδηγηθούν στην αλληλοσφαγή για μια ασήμαντη αφορμή. Εξαιρετική νουβέλα χαρακτηριστική του ύφους του μεγάλου συγγραφέα.

Η "ΕΪΜΙ ΦΟΣΤΕΡ" ("AMY FOSTER") - (εκδ. Ποικίλη Στοά, μετάφρ. Μ.Μακρόπουλος, σελ.76) είναι μια από τις ωραιότερες ιστορίες που έχει γράψει ο Joseph Conrad. Συναρπαστική και σπαρακτική νουβέλα, διαφορετική από το γνώριμο ύφος των ιστοριών του που εκτυλίσσονται σε μακρινούς τόπους, η "Έιμι Φόστερ" είναι ένα πολυεπίπεδο μικρό βιβλιαράκι που φέρνει έντονα στο νου, τον Κάρολο Ντίκενς.

Ο Γιάνκο είναι ένας άνθρωπος που ξεκινάει από την Ανατολική Ευρώπη για να πάει στις Η.Π.Α. με ένα πλοίο γεμάτο από ανθρώπους απελπισμένους. Το πλοίο ναυαγεί κάπου στις ακτές του Κεντ της Αγγλίας και ο Γιάνκο αφού θα περιπλανηθεί στην άγνωστη γη που νομίζει ότι είναι η Αμερική, θα ζητήσει καταφύγιο σε ένα χωριό. Οι κάτοικοι θα τον υποδεχτούν με πέτρες και στέλνοντας καταπάνω του τα σκυλιά τους. Μόνο μια νεαρή γυναίκα, που δείχνει αφελής και άχρωμη, η Έιμι Φόστερ του δίνει τροφή και τον φροντίζει. Ένας φιλεύσπλαχνος γείτονας θα του δώσει στέγη και έτσι ο Γιάνκο που είναι ένας όμορφος και λεβέντης άντρας ικανός για όλες τις χειρονακτικές εργασίες, σιγά σιγά εντάσσεται στην κοινωνία του χωριού, η Έιμι τον ερωτεύεται και παντρεύονται. Αλλά με την πρώτη δυσκολία, ο Γιάνκο θα αντιληφθεί ότι θα παραμένει ένας ξένος για τους χωρικούς και το μόνο που θα μείνει από την παρουσία του στο αφιλόξενο αυτό μέρος θα είναι ο εντυπωσιακός και ακαταλαβίστικος χορός του.

Η "Έιμι Φόστερ" είναι μια πολύ σαγηνευτική νουβέλα, ιδιαίτερα συναισθηματική, πολύ όμως ουσιαστική και καίρια που μιλάει για την μετανάστευση, την μοναξιά του ανθρώπου χωρίς πατρίδα, την συμπόνια, την δυσκολία κατανόησης και τις προκαταλήψεις. Έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο με τίτλο "Swept from the sea" το 1987 με τους Βενσάν Περέζ και Ρέιτσελ Γουάιζ (καμία σχέση) στους βασικούς ρόλους.

"Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ" ("The mirror of the sea") - (Εκδ. Ίνδικτος, (ωραία) μετάφρ. Δ.-Χ. Τομαράς, σελ. 293), που εκδόθηκε το 1906, είναι ένα από τα δύο αυτοβιογραφικά βιβλία του Joseph Conrad (το άλλο είναι το δημοφιλέστατο "Personal record", μεταγενέστερο από το προαναφερθέν, αφού εκδόθηκε το 1912). Στον "Καθρέφτη..." που αποτελείται από μια σειρά αυτόνομων αυτοβιογραφικών κειμένων για τις ναυτικές εμπειρίες του συγγραφέα επί μια περίπου εικοσαετία.


"Παρ' ότι έχει ειπωθεί για την αγάπη που ορισμένες ψυχές (πατώντας στεριά) ομολόγησαν πως νιώθουν γι' αυτήν, παρ' όλες τις τιμές που της έχουν γίνει σε πρόζα και τραγούδι, η θάλασσα φιλική προς τον άνθρωπο δεν ήταν ποτέ της. Ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, συνένοχος του ανθρώπινου πυρετού, παίζοντας τον ρόλο του ηθικού αυτουργού για φιλοδοξίες που διατρέχουν όλο τον κόσμο. Πιστή σε καμιά φυλή, αντίθετα με την καλοσυνάτη Γη, αδύνατον να χαραχτεί με τα σημάδια της γενναιότητας και του κόπου και της αυτοθυσίας, αδύνατον επίσης να αναγνωρίσει το οποιοδήποτε τετελεσμένο κυριαρχίας, η θάλασσα δεν υιοθέτησε ποτέ τους σκοπούς των κυρίων της, όπως το έκαναν οι στεριανοί τόποι όπου ρίζωσαν τα νικηφόρα έθνη της ανθρωπότητας, απιθώνοντας τις κουνιστές τους πολυθρόνεςκαι διαλέγοντας τα χώματα των τάφων τους. Εκείνος - άνθρωπος ή λαός - που, παραχωρώντας την εμπιστοσύνη του στη φιλία της θάλασσας ξεχνά τη δύναμη και την πονηριά του δεξιού του χεριού, είναι ένας ανόητος! Λες και είναι πολύ μεγάλος, τρομερός για τις κοινές αρετές, ο ωκεανός δεν έχει καμία συμπάθεια, καμία πίστη, κανέναν νόμο, καμία μνήμη."

Στα κείμενα διαφαίνεται έντονα (δεν γίνεται πιο πολύ), η αγάπη του Κόνραντ για την θάλασσα μέσα από σελίδες υπέροχου λυρισμού και εξαίρετου αφηγηματικού ύφους. Μέσα από τις εμπειρίες του στο ναυτικό επάγγελμα, ο συγγραφέας συνδέει την θάλασσα με την ζωή και τον θάνατο, περιγράφει τις συνθήκες ζωής των ναυτικών, τα μακρινά ταξίδια, τις ιδιαιτερότητες των θαλασσών, τα διαφορετικά είδη πλοίων, τις ιδιοτροπίες των ναυτικών, τις μεγάλες δυσκολίες του επαγγέλματος. Περιγράφει το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης στην ναυσιπλοΐα, με ύφος ελεγειακό. Στην συλλογή των κειμένων περιλαμβάνεται και η ιστορία (με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία) με τίτλο "Το τρεμολίνο" που εντάσσεται απόλυτα στο ύφος των υπόλοιπων κειμένων. Είναι ένα πολύτιμο βιβλίο για τους θαυμαστές του σπουδαίου Αγγλοπολωνού συγγραφέα, το οποίο προϋποθέτει όμως γνώση του έργου του.

Ο Joseph Conrad γεννήθηκε ως Γιόζεφ Τέοντορ Κοζενιόφσκι τον Δεκέμβριο του 1857 στο Μπέρντιτεφ της Πολωνίας (που τώρα ανήκει στην Ουκρανία). Ο πατέρας του Απόλο Κοζενιόφσκι ήταν συγγραφέας και μεταφραστής στα Πολωνικά των έργων μεγάλων συγγραφέων του Δυτικού κόσμου αλλά πέθανε νωρίς, όταν ο Κόνραντ ήταν μόλις 12 χρονών. Ζούσαν τότε στην Κρακοβία και η μητέρα είχε πεθάνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Το 1874 μόλις 17 ετών ξεκίνησε την ναυτική του καριέρα ξεκινώντας από την Μασσαλία όταν μπάρκαρε στην υπηρεσία του Γαλλικού ναυτικού. Το 1880 ο Κόνραντ ξεκίνησε την σταδιοδρομία του ως αξιωματικός στο Βρετανικό ναυτικό και 6 χρόνια αργότερα πήρε την Βρετανική υπηκοότητα, δύο χρόνια δε αργότερα, το 1888 προήχθη σε πλοίαρχο κυβερνώντας για πρώτη φορά πλοίο. 

Ένα ταξίδι στο Κονγκό το 1890 αποτέλεσε την αφορμή για την έναρξη της συγγραφικής του καριέρας. Το 1896 παντρεύτηκε την κατά 22 χρόνια νεότερή του, Αγγλίδα Τζέσι Τζωρτζ και δύο χρόνια αργότερα γεννήθηκε ο γιός τους Μπόρις. Το ζευγάρι ζούσε στο Κεντ, όπου ο Κόνραντ συναναστράφηκε τους πλέον επιφανείς Βρετανούς και όχι μόνο συγγραφείς, αφού είχε καθιερωθεί πλέον μετά την έκδοση του αριστουργήματός του "Η καρδιά του σκότους", το 1899. Έγραψε πολλά μυθιστορήματα (δύο δε με τον Φορντ Μάντοξ Φορντ) και νουβέλες, αλλά στις Η.Π.Α. έγινε γνωστός με ένα από τα τελευταία βιβλία, το εκπληκτικό μυθιστόρημα, "Νίκη" το 1915. Πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1924 στο Κεντ αφού πρώτα είχε αρνηθεί την απονομή του τίτλου του Ιππότη.





 
Δευτέρα, Ιουνίου 11, 2018
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 11, 2018 | Permalink
Η συντέλεια του κόσμου

«Το βράδυ μιας ημέρας που κάποιος πέθανε δεν έρχεται δα και η συντέλεια του κόσμου»

Ο χρόνος, η μνήμη, η απώλεια, η ζωή και ο θάνατος, η ανθρώπινη μοίρα είναι μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά του συγκλονιστικού μυθιστορήματος, «Η ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» ("Aller Tage Abend"), της εξαιρετικής Γερμανίδας συγγραφέως Jenny Erpenbeck (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Α.Κυπριώτης, σελ. 300), ενός βιβλίου που σε πιάνει από τον λαιμό, από την πρώτη του σελίδα και δεν σ’ αφήνει μέχρι το τέλος του.


Φιλοσοφικό μυθιστόρημα με μεταφυσική χροιά, έτσι θα μπορούσε κάποιος να δώσει με δυο λόγια το στίγμα του βιβλίου της Έρπενμπεκ που με το διαρκές ερώτημα «what if» (ουσιαστικά «τι θα συνέβαινε αν…»), να το διατρέχει, όπου ένας συνδυασμός γεγονότων και η μοίρα παίζουν τα δικά τους παιχνίδια όπως τα περιγράφει με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο η συγγραφέας.

«Το σώμα της είναι μια πόλη. Η καρδιά της μια μεγάλη σκιερή πλατεία, τα δάχτυλά της διαβάτες, τα μαλλιά της το φως των φαναριών, τα γόνατά της δυο πολυκατοικίες. Προσπάθησε να δώσει μονοπάτια στους ανθρώπους. Προσπάθησε ν’ ανοίξει τα μάγουλά της και τους πύργους της. Δεν ήξερε ότι οι δρόμοι πονάνε τόσο πολύ. Δεν ήξερε ότι πάνω της υπάρχουνε γενικά τόσοι δρόμοι. Θέλει με το σώμα της να βγει απ’ το σώμα της. Αλλά δεν ξέρει πού’ ναι το κλειδί. Φοβάμαι ότι θα χάσω το κεφάλι μου. Φοβάμαι ότι κάποιος θα μου πάρει το κλειδί του κεφαλιού μου.»

Οι ιστορικές αντιφάσεις και η σχετικότητα των ιδεολογιών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο σύνολο του έργου της Έρπενμπεκ. Οι γυναίκες που πρωταγωνιστούν στα βιβλία της διασχίζουν τις ιστορικές περιόδους επιβιώνοντας και ψάχνοντας την ελευθερία μέσα από την συλλογική μοίρα, τις καταστροφές και τις γενοκτονίες, τις δικτατορίες και τις δημοκρατίες, τα σύνορα που μεταβάλλονται συνεχώς.

Στην «Συντέλεια του κόσμου» η ηρωίδα θα ζήσει και θα πεθάνει πέντε φορές, όσες και τα κεφάλαια του βιβλίου που καλύπτει ολόκληρο τον 20ο αιώνα. Σε κάθε κεφάλαιο παρακολουθούμε μια διαφορετική περίοδο της ιστορίας και ένα διαφορετικό σενάριο ζωής και θανάτου. Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται τέσσερα ιντερμέδια τα οποία δίνουν τον ρυθμό της «what if” προϋπόθεσης.

Το βιβλίο ξεκινάει το 1902 στο Μπρόντι της Γαλικίας και το κοριτσάκι που γεννιέται από πατέρα χριστιανό και μητέρα Εβραία, θα πεθάνει λίγο μετά την γέννα. Θα μπορούσε να σωθεί αν του ρίχνανε λίγο χιόνι στο στήθος. Ο πατέρας κατηγορεί εμμέσως την Εβραία σύζυγό του και δεν αργεί να ξενιτευτεί, η μάνα θα γίνει πόρνη για να ζήσει την οικογένεια.
Τι θα συνέβαινε όμως εάν το μωρό ζούσε; Η οικογένεια θα μετανάστευε στην Βιέννη, ο πατέρας θα έπαιρνε προαγωγή και το κορίτσι θα μεγάλωνε αλλά ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος θα τα ανέτρεπε όλα, ο πατέρας θα σκοτωνόταν, η μάνα θα έπεφτε σε κατάθλιψη κι εκείνη θα σκοτωνόταν πέφτοντας θύμα ενός παράφρονα.
Τι θα γινόταν όμως αν δεν είχε γνωρίσει αυτόν τον άντρα; Θα είχε επιβιώσει θα ήταν ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος και θα βρισκότανε μερικά χρόνια αργότερα στην Μόσχα προσπαθώντας να ανανεώσει την άδεια παραμονής της για να μη την στείλουνε πακέτο στο ναζιστικό καθεστώς της πατρίδας της που ήτανε πια επαρχία της Χιτλερικής Γερμανίας. Ο σύντροφός της δεν θα γλύτωνε κι εκείνη θα είχε πέσει θύμα των Σταλινικών εκκαθαρίσεων και θα είχε πεθάνει ξυλιασμένη από το κρύο σε ένα στρατόπεδο της Σιβηρίας.
Αν όμως ο γραφειοκράτης υπάλληλος του Σταλινικού καθεστώτος έβαζε τα στοιχεία της σε άλλη στοίβα με αυτούς που την γλυτώνουν, εκείνη θα γνώριζε δόξα και τιμές ως βραβευμένη συγγραφέας στην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, μετά τον πόλεμο όπου θα ζούσε στο Ανατολικό Βερολίνο και θα πέθαινε άδοξα πέφτοντας από μια σκάλα.
Αν όμως δεν έπεφτε από την σκάλα θα πέρναγε τις τελευταίες της ημέρες ξεχασμένη λίγα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου σε ένα γηροκομείο.

«Πριν από πολλά χρόνια είπε ο ένας τη μία λέξη, κι ο άλλος την άλλη λέξη, λέξεις μετακινήσανε τον αέρα, λέξεις γραφτήκανε με μελάνι σε χαρτί, καταχωριστήκανε, ο αέρας μετρήθηκε με αέρα και το μελάνι με μελάνι. Είναι κρίμα που δεν μπορεί να δει κανείς το σύνορο στο οποίο λέξεις από αέρα και λέξεις από μελάνι μεταμορφώνονται σε κάτι πραγματικό, γίνονται το ίδιο πραγματικές με τον ήχο με τον οποίο γλιστράνε και πέφτουνε παγωμένα κόκκαλα της συντρόφισσας Χ. τον χειμώνα του σαράντα ένα μέσα σ’ έναν λάκκο, εκείνος ο ήχος ακούγεται όπως όταν κάποιος ρίχνει τα ξύλινα κομμάτια του ντόμινο πίσω στο κουτάκι τους. Γιατί, όταν κάνει αρκετό κρύο, κάτι που κάποτε ήταν από σάρκα και αίμα ακούγεται ακριβώς όπως το ξύλο.»


Συνεχώς στο μυαλό του αναγνώστη στριφογυρίζουν τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, η σχετικότητα και τα τερτίπια της μοίρας, τα σενάρια που κάποιος κάνει όταν ένα κοντινό του πρόσωπο πεθαίνει. Η φράση από το «Αούστερλιτς», το υπέροχο βιβλίο του Β.Γ.Ζέμπαλντ που προτάσσει στην αρχή του βιβλίου η Έρπενμπεκ είναι ενδεικτική: «Μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι φεύγαμε από εδώ για το Μαρίενμπαντ. Και τώρα, πού πάμε τώρα;». Επηρεασμένη από τον θάνατο της γιαγιάς της η συγγραφέας όπως έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις της, προσπάθησε να μη γράψει μια βιογραφία αλλά να περιγράψει μια ζωή διασπαρμένη σε πολλές στιγμές. Μέσα από αυτή τη ζωή παρακολουθούμε την ιστορία της κεντρικής Ευρώπης, δοσμένη με θαυμαστά υπαινικτικό ύφος.

Φράσεις και περιγραφές σκηνών στις οποίες στέκεσαι για αρκετή ώρα, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τις σελίδες, το ύφος της Έρπενμπεκ σε υπνωτίζει και σε καθηλώνει. Από τις αντισημιτικές διαδηλώσεις στην Γαλικία, στις εικόνες του πλήθους που περιμένει στην ουρά για μια μερίδα κρέας στην Βιέννη, στην γραφειοκρατία και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Σοβιετική Ένωση, στις παράτες του Ανατολικογερμανικού καθεστώτος, σημασία έχουν οι στιγμές, τα πράγματα που για ένα σκαλοπάτι που απέφυγες, μια γωνία του δρόμου που δεν έστριψες για να πας στην επόμενη, μια απόφαση που δεν πήρες και την ανέβαλλες για αργότερα – οι στιγμές που σου καθορίζουν τη ζωή.

«Η συντέλεια του κόσμου» είναι ένα έξοχο βιβλίο, με εκπληκτικό ρυθμό, ένα έργο τέχνης, γεμάτο λυρισμό και ενέργεια, όπου το υπέροχο ύφος της εξαιρετικής συγγραφέως σε συνεπαίρνει και σε συγκινεί. Με επιρροές από τους μεγάλους της Γερμανικής λογοτεχνίας, Γκαίτε, Τόμας Μαν, Γιόζεφ Ροτ, η Έρπενμπεκ χτίζει τον δικό της μύθο και προβάλλει ως άξια επίγονος τους. Η μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη είναι μεγαλειώδης και το επίμετρό του για την συγγραφέα, το έργο της και την δική του μεταφραστική εμπειρία είναι θαυμάσιο και συμπληρώνει ιδανικά αυτό το αριστουργηματικό μυθιστόρημα.

Βαθμολογία 88 / 100



 
Δευτέρα, Ιουνίου 04, 2018
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 04, 2018 | Permalink
"Κι αν εγώ χαθώ"

Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες του εξαιρετικού μυθιστορήματος «ΚΙ ΑΝ ΕΓΩ ΧΑΘΩ» Imagine me gone») του σημαντικού Αμερικανού συγγραφέα Adam Haslett (Porchester New York, 1970) – (εκδ. Μεταίχμιο, (ωραία) μετάφρ. Α.Κορτώ, σελ. 475) απαρτίζουν μια οικογένεια όχι και τόσο συνηθισμένη, μια οικογένεια που υποφέρει αλλά και διασκεδάζει, που τα μέλη της αναρωτιούνται και προβληματίζονται συνεχώς για αυτά που αντιμετωπίζουν και προσπαθούν να παραμείνουν ενωμένοι και να βοηθάνε ο ένας τον άλλον σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Το βιβλίο όμως δεν είναι μόνο μια οικογενειακή ιστορία, είναι πολλά παραπάνω.



Ο φέρελπις Βρετανός Τζον ερωτεύεται την Αμερικανίδα Μάργκαρετ και η σχέση τους φαίνεται να κυλάει ανέφελα, αρραβωνιάζονται και προετοιμάζονται για τον γάμο τους, λίγο καιρό όμως πριν την τελετή, ο Τζον καταρρέει και η Μάργκαρετ διαπιστώνει ότι ο αρραβωνιαστικός της πάσχει από χρόνια μανιοκατάθλιψη. Επιλέγει να μείνει μαζί του, να προχωρήσει και να αντιμετωπίσουν «το τέρας» μαζί όποτε εμφανίζεται. Θα μετακομίσουν στις ΗΠΑ, και θα κάνουν τρία παιδιά, τον Μάικλ, την Σίλια και τον Άλεκ, θα περάσουν ωραίες αλλά και δύσκολες στιγμές όταν ο Τζον ερχόμενος πολλές φορές αντιμέτωπος με την ασθένειά του, χάνει δουλειές και περνάει μεγάλα διαστήματα κρίσης. Η ασθένεια στο τέλος θα τον νικήσει και θα αυτοκτονήσει, αλλά τα προβλήματα για την οικογένεια δεν σταματάνε εδώ.

«Πριν από λίγους μήνες, μια ομίχλη με τύφλωσε, πυκνότερη από κάθε άλλη φορά. Κοιμόμουν στην αγκαλιά του τέρατος. Ένιωθα την ανάσα του στον σβέρκο μου, τις φολίδες της κοιλιάς του να πιέζουν με την ανάσα του την πλάτη μου, με το κεφάλι και το πρόσωπό του αόρατα όπως πάντα. Δεν μπορούσα να προσποιούμαι άλλο στη Μάργκαρετ ότι δούλευα. Τα παιδιά υποχώρησαν, έγιναν θόρυβοι που γρατζουνούσαν τα αυτιά μου. Έπαψα να κινούμαι. Η μια βδομάδα έγινε αξεδιάλυτη απ' την άλλη. Μύριζα τη σήψη του κορμιού μου, στις μασχάλες, στην ανάσα, στα λαγόνια μου, λες και το ζωντανό κομμάτι του θανάτου είχε κιόλας αρχίσει - η προκαταρκτική αποσύνθεση, με τη βούληση να σβήνει. Στο έργο του Δάντη και του Μίλτον η κόλαση είναι ολοζώντανη. Η αμαρτία οργανώνει τους νεκρούς, τους βάζει να μοχθούν και να παλεύουν. Το σκότος σφύζει από ζωή. Ιστορίες ατελείωτες μπορείς να αφηγηθείς. Μα με΄σα στην ομίχλη δεν υπάρχει τίποτα, ερημιά. Το τέρας που πλαγιάζει μαζί σου είναι δικό σου. Η πάλη είναι ατέλειωτα ιδιωτική. Νόμιζα ότι είχε έρθει το τέλος. Ότι μια νύχτα το τέρας πίσω μου θα μ' έσφιγγε πιο δυνατά ακόμα και θα έπαυα να ανασαίνω. Ό,τι απόμενε απ' τον εαυτό μου περίμενε με λαχτάρα τη στιγμή.»

Ο μεγαλύτερος γιος Μάικλ, είναι ένα χαρισματικό παιδί που όμως δεν μπορεί να κατανοήσει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Θα αποκτήσει διάφορες εμμονές στη ζωή του, την λογοτεχνία, την μουσική σε μεγάλο βαθμό και την αφροαμερικάνικη ιστορία, την οποία θα σπουδάσει. Πάσχει όμως από αγχώδη διαταραχή και το μόνο που τον ανακουφίζει είναι να παρωδεί την πραγματικότητα γράφοντας ένα φανταστικό ημερολόγιο. Τα δύο του αδέρφια θα είναι δίπλα του συνεχώς, η Σίλια που είναι η πιο ώριμη από όλους, ο Άλεκ με τα δικά του προσωπικά άγχη και επαγγελματικά προβλήματα όπως και η μητέρα, η Μάργκαρετ που διακριτικά βοηθάει τον μεγαλύτερο, οικονομικά και ψυχολογικά.



Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από μια σημαδιακή σκηνή του βιβλίου, όταν ο Τζον, ο πατέρας, παίρνει τα δύο μικρότερα παιδιά, την Σίλια και τον Άλεκ για βαρκάδα στη λίμνη, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών τους διακοπών σε μια καλύβα στο Μέιν, μοιραίο τόπο για την αφήγηση της ιστορίας. Ο Τζον θα αφήσει τα κουπιά στα δύο παιδιά, λέγοντάς τους να χειριστούν την βάρκα λέγοντάς τους «πες ότι χάθηκα, πες ότι είστε οι δυο σας. Τι κάνετε;» κι εκείνος γέρνει πίσω κάνοντας τον κοιμισμένο. Τα δύο παιδιά προσπαθούν πανικοβλημένα να χειριστούν τα κουπιά και την πρωτόγνωρη κατάσταση που όμως θα έδειχνε πολλά για το μέλλον.

Η αφήγηση είναι πολυφωνική, καθώς μοιράζεται μεταξύ των πέντε ηρώων του μυθιστορήματος καλύπτοντας μια χρονική περίοδο περίπου τεσσάρων δεκαετιών, επικεντρώνεται βέβαια περισσότερο στην Μάργκαρετ και και στα δύο αγόρια, η «φωνή» του Τζον ακούγεται λίγο καθώς βγαίνει από την σκηνή σχετικά γρήγορα, παρ’ ότι η μορφή του κυριαρχεί σχεδόν σε όλη την διάρκεια του βιβλίου, ενώ η στιβαρή και συγκροτημένη Σίλια δεν προσθέτει κάτι ιδιαίτερο με τις αφηγήσεις της στην πλοκή παρά το γεγονός ότι οι συνδέσεις που κάνει με το παρελθόν είναι οι πλέον ουσιαστικές στο βιβλίο.

Ο Χέισλετ χειρίζεται τις «φωνές» του βιβλίου του υπέροχα. Το «Κι αν εγώ χαθώ» είναι ένα μυθιστόρημα που θα βάλει τον αναγνώστη του σε μια διαδικασία σκέψης γύρω από την ζωή, τον θάνατο, την αγάπη, τις οικογενειακές και φιλικές σχέσεις, την τρυφερότητα και την συμπόνια, τις επιλογές που θα κάνει. Γεμάτο μουσικές και εικόνες και με αφοπλιστική άνεση στην αφήγηση, παρά την δυσκολία του θέματος και τον πόνο που περιέχει, είναι ένα χαμηλότονο και υπαινικτικό βιβλίο που γοητεύει και με την ζωντάνια του έλκει και αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη με ένα φινάλε που συγκινεί.
Ο Χέισλετ είναι ένας υπέροχος αφηγητής που μας είχε δείξει το μεγάλο ταλέντο του με το προηγούμενο του μυθιστόρημα το πολύ καλό «Δεν είστε ξένος εδώ» που κυκλοφόρησε πριν από πολλά χρόνια. Με το «Κι αν εγώ χαθώ» επιβεβαιώνει το πόσο καλό και φέρελπις συγγραφέας είναι.

Βαθμολογία 81 / 100