Δευτέρα, Ιανουαρίου 25, 2016
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιανουαρίου 25, 2016 | Permalink
Βιβλίο
Αδιέξοδοι
έρωτες, μια κλειστή τοπική κοινωνία καταπιεστική και οπισθοδρομική,
πολιτισμικές διαφορές, οικονομικοί μετανάστες της δεκαετίας του 60, η
λογοτεχνία διαρκώς παρούσα και στο βάθος ένας λογοτεχνικός ήρωας που το όνομά
του είναι “Βιβλίο” (“Livro”)!
Το λογοτεχνικό σύμπαν του εξαιρετικού συγγραφέα Jose Luis Peixoto (Πορτογαλία,1974), είναι γεμάτο
υπέροχες εικόνες, αναφορές σε συγγραφείς και βιβλία, λυρική ατμόσφαιρα. Τον
πρωτογνωρίσαμε στη χώρα μας, με το θαυμάσιο “Νεκροταφείο πιάνων” (Ελληνικά
Γράμματα,2009) και τώρα με το έξοχο μυθιστόρημα “ΒΙΒΛΙΟ” (“Livro”), (Εκδ.Κέδρος, (ωραία) μετάφρ.
Α.Ψυλλιά, σελ.294), αποδεικνύει ότι είναι ένας ώριμος συγγραφέας από τον οποίον
μπορείς να περιμένεις πολλά.
Μάιος του
1948, σε ένα χωριό της Πορτογαλίας, μια γυναίκα εγκαταλείπει τον εξάχρονο γιο
της δίπλα σε ένα συντριβάνι. Του αφήνει μόνο ένα βιβλίο στα χέρια. Εκείνη
φεύγει με μια βαλίτσα, τον εγκαταλείπει. Γνωρίζει ότι ένας φίλος της, που
δουλεύει ως χτίστης σε ένα αρχοντικό εκεί δίπλα, θα τον πάρει μαζί του, θα τον
μεγαλώσει φτωχικά αλλά με αξιοπρέπεια. Και έτσι ακριβώς γίνεται. Το αγόρι είναι
ο Ιλίντιο και ο χτίστης είναι ο Ζοζουέ. Από την μητέρα του, ο Ιλίντιο θα
κρατήσει μια ελάχιστη ανάμνηση, δεν θα ψάξει ποτέ να την βρει – στο χωριό είχε
την φήμη της “παστρικιάς”, χωρίς να είναι. Κανείς δεν ξέρει ποιός είναι ο
βιολογικός πατέρας του Ιλίντιο, όλοι υποψιάζονται τον παπά, κάποιοι δύο βοσκούς
της περιοχής – δεν έχει και τόση σημασία. Ο μικρός θα μεγαλώσει με τον χτίστη
και θα τον βοηθάει στις δουλειές του. Με τους παιδικούς του φίλους, τον ζωηρό
Κόσμε, και τον αφελή Γκαλοπίν θα είναι αχώριστοι. Θα ερωτευτεί στην εφηβεία
του, μια μεγαλύτερή του, κατά 3-4 χρόνια κοπέλα, την Αντελαΐντε, που είναι
ψυχοκόρη μιας παράξενης γριάς που κρατάει το μικρομάγαζο του χωριού
(ψιλικατζίδικο, ταχυδρομείο).
Ένα χωριό
χαμένο στα βάθη της Πορτογαλικής υπαίθρου, μια κοινωνία καταπιεσμένη και
φτωχική. Η δικτατορία του Σαλαζάρ διαρκώς παρούσα. Χαφιέδες, παπάδες,
αστυνομικοί, μόνο αυτοί περνάνε καλά, οι υπόλοιποι φυτοζωούν. Ο Ιλίντιο
αποφασίζει να μιλήσει, να προσεγγίσει την Αντελαΐντε, τα ήθη αυστηρά, η
μοναδική κίνηση τρυφερότητας που μπορεί να κάνει, είναι να της χαρίσει το
βιβλίο που του άφησε η μάνα του. Η γριά όμως δεν θα κάτσει με σταυρωμένα χέρια,
σε συνεργασία με τα αδέρφια της Αντελαΐντε, θα την στείλουν στην Γαλλία, ως
παράνομη μετανάστρια, μέσα από μονοπάτια και δύσβατους δρόμους, θα φτάσει στο
Παρίσι, όπου θα δουλέψει σε σπίτια και στην Βιβλιοθήκη της περιοχής ως
καθαρίστρια. Το βιβλίο την συνοδεύει. Λίγο καιρό αργότερα, ο Ιλίντιο και ο
Κόσμε θα ακολουθήσουν την ίδια διαδρομή και θα πάνε κι εκείνοι στο Παρίσι, θα
ψάξουν για την Αντελαΐντε, δεν θα την βρουν, τα χρόνια περνάνε και η ζωή
υποχρεώνει τους ανθρώπους να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους.
Αρκετά
χρόνια αργότερα, ο Σαλαζάρ έχει πέσει και η δημοκρατία έχει έρθει στην πολύπαθη
χώρα. Ένας νεαρός που το όνομά του είναι Βιβλίο, θα πείσει την μητέρα του να
ακολουθήσουν την αντίθετη διαδρομή, να γυρίσουν στο χωριό της, στις ρίζες τους,
να συμφιλιωθούν με το παρελθόν, να αφήσουν πίσω τους το Παρίσι με τα φώτα και
τις μεγάλες λεωφόρους, να χαθούν στις εσχατιές της υποανάπτυκτης (ακόμα) χώρας.
Ο Βιβλίο θέλει να κατανοήσει, να βρει απαντήσεις πέραν από τον κόσμο της
λογοτεχνίας, και να ολοκληρώσει ένα κύκλο που άνοιξε αρκετές δεκαετίες πριν.
Η ιστορία
που αφηγείται ο Πορτογάλος συγγραφέας είναι κατά ένα μεγάλο της μέρος
αυτοβιογραφική. Οι γονείς του Πεϊσότο μετανάστευσαν, ακολουθώντας την ίδια
διαδρομή που περιγράφεται τόσο ζωντανά στο βιβλίο, στο Παρίσι για να
επιστρέψουν πριν την γέννηση του συγγραφέα στο χωριό της επαρχίας Αλεντέζου, το
ίδιο μέρος στο οποίο εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος.
Το βιβλίο
του Πεϊσότο κινείται σε πολλά επίπεδα. Από τη μια θίγει το θέμα της
μετανάστευσης των Πορτογάλων στην Γαλλία. Πάνω από ενάμιση εκατομμύριο φύγανε
στις δεκαετίες 50 και 60, με κίνδυνο της ζωής τους, περνώντας μέσα από δύσβατες
περιοχές, δάση, ερημιές για να μπουν μέσω Ισπανίας στην Γαλλία, όπου σχημάτισαν
μια αρκετά μεγάλη κοινότητα. Η μακροχρόνια (45 χρόνια περίπου) δικτατορία του
Σαλαζάρ, είχε μετατρέψει την άλλοτε κοσμοκράτειρα σε μια φτωχή, αγροτική και
υποανάπτυκτη χώρα, όπου η πλειοψηφία του λαού ζούσε με τα βασικά και η
παραμικρή υποψία αντίθετης προς το καθεστώς φωνής καταπνιγόταν.
Από την
άλλη, δομικά και υφολογικά, το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη. Τα 3/4 του
βιβλίου είναι γραμμένα με λυρικό και γραμμικό ύφος όπου παρακολουθούμε την
ιστορία του Ιλίντιο και της Αντελαΐντε, τον αδιέξοδο έρωτά τους, τις
προσπάθειες τους για επιβίωση, είτε στο χωριό, είτε στο Παρίσι, τους
διαφορετικούς τους δρόμους. Το δεύτερο μέρος είναι η αφήγηση του Βιβλίου, του
νεαρού που θα ολοκληρώσει τον κύκλο και είναι γραμμένη σε ελλειπτικό ύφος με
μοντέρνα γλώσσα, γεμάτο λογοτεχνικές αναφορές και απέραντη βιβλιοφιλία - ενώ σε
μια δημιουργική έκρηξη απέραντης ειρωνείας, ο συγγραφέας περιγράφει τον πιο
βιβλιόφιλο ήρωα απ'όλους τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, τον ιδιόμορφο
Κονσταντίνο ως τον πιο δύστροπο και σκατόψυχο άνθρωπο.
Το Βιβλίο
είναι επίσης μια ερωτική ιστορία, μεγάλη και τραγική, κοινότοπη και τρυφερή,
μπανάλ και γλυκειά, ολοζώντανη και φρέσκια. Με χαρακτήρες στέρεους και
ανθρώπινους, με συνεχείς ανατροπές που κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Μπορεί το δεύτερο εκπληκτικό μέρος να απογειώνει το μυθιστόρημα, αλλά είναι το
πρώτο μέρος που δίνει τον τόνο στο βιβλίο με υπέροχα λυρικά στιγμιότυπα-στοπ
καρέ και φράσεις που γυρίζεις πίσω να ξαναδιαβάσεις - όπως: "του έλειπε η
μοναξιά του",ή, "Ο Ιλίντιο της πρόσφερε το βιβλίο χωρίς ν'αγγίξουν τα
χέρια. Πάνω απ' το βιβλίο είχαν περάσει τα χρόνια. Σε κλίμακα, το βιβλίο ήταν
κάτι σαν θάνατος.", ή, "Στα πρόσωπα, τα χρώματα λέκιαζαν το ένα πάνω στο
άλλο.".
Οι ήρωες
του τόσο σαγηνευτικού αυτού μυθιστορήματος, χαρίζουν το Βιβλίο, όπως χαρίζουν
τις αναμνήσεις τους - μέσα στο βιβλίο αυτό, στα χέρια που το αγκάλιασαν, στις
τσέπες που χώθηκε, στις τσάντες που χώρεσε βρίσκεται ολόκληρη η ζωή τους, οι
έρωτές τους, οι αγώνες τους, το πάθος τους για την πατρίδα. Οι αναμνήσεις τους
ακολουθούν όπου και να βρίσκονται, το χώμα του χωριού ή τα φώτα της
μεγαλούπολης. Διχασμένοι και διεσπαρμένοι, ολοζώντανοι και γοητευτικοί σε μια
εξαίσια αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει αυτό το βιβλίο.