Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2024
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2024 | Permalink
Η μανία με τον Κινγκ ("Σκότωσε σαν τον Στίβεν Κινγκ")

 

Με τον Στίβεν Κινγκ (Portland, 1947), δεν έχω καμιά ιδιαίτερη σχέση. Ομολογώ ότι έχω διαβάσει ελάχιστα βιβλία του, και αυτά, δεν ξέρω αν τον αντιπροσωπεύουν απόλυτα, αφού είναι μυθιστορήματα που δεν τα λες θρίλερ ή «αστυνομικά», όπως το «Καρδιές στην Ατλαντίδα», «Στάσου πλάι μου», «Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ», «Η μπαλάντα της ελαστικής σφαίρας», ενώ βρήκα κάποιες ταινίες βασισμένες στα βιβλία του εξαιρετικές – παρότι την μεταφορά της «Λάμψης» (τι μεγαλειώδης ταινία) την αποκήρυξε ο συγγραφέας, και κάποιες (ταινίες και τηλεοπτικές σειρές) που βρήκα αφόρητες! Είναι λοιπόν, η εμπιστοσύνη μου στις λογοτεχνικές ικανότητες του Δημήτρη Μαμαλούκα, που με έκανε να διαβάσω ένα βιβλίο αφιερωμένο στον αγαπημένο του συγγραφέα.
 
Εάν δεν έγραφε ο Δημήτρης Μαμαλούκας (Αθήνα, 1968), ένα μυθιστόρημα homage, στον Στίβεν Κινγκ, ποιος θα έγραφε, είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι, αντικρίζοντας το «ΣΚΟΤΩΣΕ ΣΑΝ ΤΟΝ ΣΤΙΒΕΝ ΚΙΝΓΚ» (εκδ. Κέδρος, σελ. 346). Η δεύτερη σκέψη είναι, πόσα άραγε θα χάσεις όταν δεν έχεις διαβάσει πολύ Στίβεν Κινγκ, από το βιβλίο; Η απάντηση είναι: Πολλά! Περίπου 30-40%, διότι οι παραπομπές είναι συνεχείς, όπως και οι αναφορές, ενώ διαβάζοντας στα Περιεχόμενα του βιβλίου, ότι «η αρίθμηση των κεφαλαίων παραπέμπει στο μηχανικό οδόμετρο της Plymouth Fury του 1958, την Κριστίν, του ομώνυμου μυθιστορήματος του Στίβεν Κινγκ, στην οποία τα μίλια γύριζαν ανάποδα», αισθάνεσαι λίγο «εκτός», ενθυμούμενος δε, ότι η ταινία του Carpenter, το 1983, δεν σου άρεσε καθόλου, νιώθεις λίγο άβολα.


Παρά τα «ανησυχητικά» μηνύματα όμως, όλα ξεπερνιούνται μετά τις πρώτες σελίδες, όταν αφήνεσαι να σε παρασύρει η γοητευτική ιστορία που ξετυλίγεται στις σελίδες του βιβλίου.
Ο φανατικός συλλέκτης βιβλίων του Στίβεν Κινγκ, Ρέι Στέμπινς, είχε βάλει μια αγγελία στις εφημερίδες των ΗΠΑ, ότι ενδιαφερόταν για αγορά σπάνιων βιβλίων του συγγραφέα (του «Βασιλιά» όπως τον αποκαλούν οι θαυμαστές του), με πληρωμή τοις μετρητοίς. Θα δεχτεί ένα μήνυμα από μια κοπέλα, που ονομάζεται Κριστίν Άσλεϊ και θα συναντηθεί μαζί της. Εκείνη έχει στην κατοχή της ένα αντίτυπο του «Σάλεμς Λοτ» που δεν δείχνει κάτι ιδιαίτερο ως έκδοση, αλλά το εντυπωσιακότερο είναι, ότι έχει μαζί της, μια φωτογραφία τραβηγμένη αρκετές δεκαετίες πίσω, όπου απεικονίζεται ο Στίβεν Κινγκ, μαζί με δυο άντρες, που τους αναγνωρίζει αμέσως ο φανατικός συλλέκτης. Ο ένας από τους άλλους δυο, συνδέεται με μια συλλογή έργων που ονομάζεται «αντίτυπα Σούτερ», όπου ο Τζον Σούτερ – φίλος παλιός του Κινγκ – είχε τυπώσει σε ένα μικρό τυπογραφείο που είχε σπίτι του. Το σπίτι είχε καεί, και τα αντίτυπα χάθηκαν, ώσπου η (εμφανισθείσα από το πουθενά) δεσποινίς Άσλεϊ, βεβαιώνει ότι έχει ένα αντίτυπο.
 
Ο Ρέι Στέμπινς μοιράζεται την «μανία με τον Κινγκ», με άλλους τρεις βαριά χτυπημένους από αυτήν, τον οδηγό λιμουζίνας Μπράιαν που δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες των υπολοίπων και αγοράζει φθηνές εκδόσεις, τον πάμπλουτο εκκεντρικό Νταρνέλ και τον παλαιοβιβλιοπώλη Τζέικ που συνδύαζε το εμπόριο με την προσωπική του τρέλα. Παθιασμένοι συλλέκτες που θα μπορούσαν να φτάσουν οπουδήποτε και να κάνουν οτιδήποτε, στα πλαίσια των δυνατοτήτων τους, για την απόκτηση κάποιου βιβλίου, γκάτζετ, ταινίας του Βασιλιά. Κοιτάνε με ζήλια αλλά μοχθηρία έναν άλλο συλλέκτη, με το ψευδώνυμο Ρόλαντ που κτυπούσε κάθε δημοπρασία, ενώ γύρω τους περιφέρεται άλλος ένας πλούσιος συλλέκτης, ο μεσόκοπος Λέμκε που είναι ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών και ζει με μια παλιά αγαπημένη του Ρέι. Ο Ρέι θα εμπιστευτεί τα νέα για την φωτογραφία και την ανεύρεση ενός «αντίτυπου Σούτερ» στον Μπράιαν, ο οποίος όμως δεν μπορέσει να κρατήσει το μυστικό για πολύ, ενημερώνοντας τους υπόλοιπους για το εύρημα του Ρέι και προσδοκώντας να βγάλει από αυτό αρκετά χρήματα, κάτι που θα οδηγήσει σε μια σειρά από μπλεξίματα.
 
Την ίδια περίοδο, μια σειρά από άγριες επιθέσεις συμβαίνουν. Αφορούν είτε συλλέκτες, είτε ανθρώπους που πούλησαν βιβλία του Βασιλιά. Τις επιθέσεις τις διαπράττει ένας μυστηριώδης τύπος, που ονομάζεται Σταρκ κατόπιν ανάθεσης από κάποιον άγνωστο. Στο ενδιάμεσο, ο παλαιοβιβλιοπώλης Τζέικ θα βρεθεί νεκρός στο μαγαζί του, με τα πλάνα από τις γειτονικές κάμερες να μην έχουν καθαρή εικόνα του δολοφόνου του.Ο Σταρκ θα αρχίσει να παρακολουθεί τους δύο φίλους που ακολουθούν τα στοιχεία για την ανεύρεση αντιτύπων της «συλλογής Σούτερ», τα οποία τους παραπέμπουν στην Μεγάλη Βρετανία, με την ιστορία να περιπλέκεται, φθάνοντας μέχρι τις Εβρίδες νήσους της Σκωτίας και έναν Μαύρο Πύργο…
 
«Δεν μπορείς εύκολα να εξηγήσεις σε κάποιον τους λόγους, αλλά κυρίως το πόσο σου αρέσουν τα βιβλία του Βασιλιά. Είναι η μαγεία του Κινγκ.
Η μανία με τον Κινγκ.
Είναι τα θέματά του, η γραφή του, ο τρόπος που ζωντανεύει τους εφιάλτες ή τα όνειρα του καθενός, η μοναδική του μαεστρια να μιλάει στην καρδιά του κάθε ανθρώπου στη γη ξεχωριστά. Είναι σχεδόν ανατριχιαστική η αίσθηση που συναντάς σε κάθε του βιβλίο, αυτό που νομίζεις ότι ζεις μαζί με τους ήρωές του, ταυτίζεσαι μαζί τους, λες και τους γνωρίζεις χρόνια, λες και σε γνωρίζουν κι εκείνοι.
Κι έπειτα είναι οι αναρίθμητες καθηλωτικές σκηνές των βιβλίων του. Οι σκηνές τρόμου που σου παγώνουν το αίμα, οι αριστοτεχνικοί διάλογοι και μονόλογοι, όπως και πολλά διηγήματα ή νουβέλες που σε σημαδεύουν για πάντα, όπως η «Κάντιλακ του Ντόλαν».
Έτσι δεν χρειάζεται να ανταλλάξεις ούτε κουβέντα με κάποιον άλλο φανατικό του αναγνώστη. Αρκεί ένα βλέμμα, ή αρκεί να τον δεις να περπατάει κουβαλώντας στο χέρι το ογκώδες Κοράκι, γεμάτο χαρτάκια σημειώσεων να περισσεύουν απ’ τις σελίδες. Η αρκεί να είστε δίπλα δίπλα σε μια ουρά για μια υπογραφή του Βασιλιά. Βλέπεις, η προσμονή για την ανεκτίμητη στιγμή της υπογραφής και της αφιέρωσης έχει μια μοναδική λάμψη, καθρεφτίζεται σαν λαμπρός πρωινός ήλιος στο πρόσωπο όλων.»


Ο φανατικός αναγνώστης του Στίβεν Κινγκ, ήδη από τα λίγα που έγραψα για την ιστορία που περιγράφει ο Μαμαλούκας, θα αντιληφθεί τις αναφορές στα έργα του «Βασιλιά». Η επιτυχία όμως του βιβλίου είναι στην δημιουργία της ατμόσφαιρας, που μεταφέρει το κινγκικό σύμπαν, ακόμα και στον πλέον ανυποψίαστο και άσχετο με το λογοτεχνικό έργο του Κινγκ, αναγνώστη. Με το γνώριμό του ύφος από τα περισσότερα βιβλία του, ο Μαμαλούκας, αναπτύσσει την ιστορία με ρυθμό, αγωνία και την ολοκληρώνει με έξοχο τρόπο, στο τελευταίο μέρος, που παραπέμπει περισσότερο σε gothic μυθιστόρημα, παρά σε σύνηθες αστυνομικό.
 
Οι εμμονές «βασανίζουν» τον Μαμαλούκα, από τα πρώτα του έργα (και μάλλον σε ότι έχει γράψει έως τώρα). Στο παρόν μυθιστόρημα, σε πρώτο πλάνο, προβάλλεται η εμμονή του συλλέκτη, που το πάθος του, τον κυριεύει και δεν τον αφήνει ούτε λεπτό – αυτή η «ανθρωποφάγα εμμονή» όπως γράφει σε ένα σημείο του βιβλίου, που εμπεριέχει στοιχεία εγωισμού, απληστίας και παραπέμπει σε πολλά ψυχολογικά σύνδρομα. Ο Μαμαλούκας βέβαια αναγνωρίζει την ματαιότητα όλων αυτών, το αδιέξοδο κυνήγι της απόκτησης όλο και περισσότερων έργων του Κινγκ, ενώ η ανατροπή του φινάλε προσθέτει το γλυκόπικρο συναίσθημα, που συνήθως αναβλύζει από τα βιβλία του συγγραφέα.
 

Το «ΣΚΟΤΩΣΕ ΣΑΝ ΤΟΝ ΣΤΙΒΕΝ ΚΙΝΓΚ», είναι ένα ωραίο αγωνιώδες μυθιστόρημα, μια σπουδή πάνω στον Αμερικανό συγγραφέα και ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής, που έχει μέσα του, πολλή και ενδελεχή έρευνα και λεπτομέρειες που προκαλούν θαυμασμό. Οι αγνοούντες την πλειονότητα των δημιουργιών του Κινγκ, σίγουρα χάνουμε ένα μεγάλο κομμάτι της απόλαυσης που θα εισπράξουν οι φανατικοί θαυμαστές του. Ακόμα κι έτσι όμως, μπορούμε να εκτιμήσουμε την αξία ενός βιβλίου-αναφοράς και ομολογίας θαυμασμού. Εύχομαι να φτάσει με κάποιον τρόπο, μεταφρασμένο, στα χέρια του Στίβεν Κινγκ.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2024
posted by Librofilo at Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2024 | Permalink
Colm Toibin "Ο Μάγος"
Η «μυθιστορηματική βιογραφία», είναι ένα λογοτεχνικό είδος που δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα στη χώρα μας, σε αντίθεση με τον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Είναι ένα ιδιαίτερα απαιτητικό είδος, που απαιτεί μεγάλη τεχνική για να μη γίνει «σκανδαλοθηρικό ανάγνωσμα» ή βαρετή απεικόνιση καθημερινότητας που δεν προσθέτει τίποτα σε μια βιογραφία. Μια απαραίτητη συνθήκη στο «βιογραφικό μυθιστόρημα», είναι ο αναγνώστης να κατανοήσει ότι δεν διαβάζει μια επιστημονική ή πιστή βιογραφία της ζωής ενός προσώπου, αλλά περισσότερο ένα μυθιστόρημα, μια μυθοπλαστική αναπαράσταση στιγμών, συζητήσεων, πράξεων, που στηρίζονται σε απομνημονεύματα, βιογραφίες, φωτογραφίες. Οι διάλογοι στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι κατασκευασμένοι και υπάρχει (συνήθως) αυθαίρετη κατασκευή κάποιων καταστάσεων, δεδομένων των συνθηκών που έχουν ήδη περιγραφεί .
 
Ο έξοχος Ιρλανδός συγγραφέας Colm Toibin (Enniscorthy, 1955), είναι ένας συγγραφέας που σε όλη του τη λογοτεχνική διαδρομή, δημιουργεί χαρακτήρες αληθινούς, με ένταση και ζωντάνια, ενδιαφέρον και δυναμική. Ένα από τα εξαιρετικά του μυθιστορήματα, ήταν η βραβευμένη «μυθιστορηματική βιογραφία», με τίτλο «Χένρι Τζέιμς, ο Δάσκαλος» (2004), που μετέφερε με υπέροχο στυλ, μερικά χρόνια από τη ζωή του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα. Εκεί όμως, ο Toibin, δεν έγραψε για τη ζωή του James, στάθηκε σε μια περίοδο της ζωής του, αφιερώνοντας πολλές σελίδες στην (καταπιεσμένη) ομοφυλοφιλία του και στις επιλογές που έκανε για την καριέρα του. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Τομπίν επανέρχεται με μια μυθιστορηματική βιογραφία, ενός άλλου λογοτεχνικού μύθου, ακόμα μεγαλύτερου από τον Henry James, του Thomas Mann, ενός εκ των πέντε-έξι εμβληματικότερων συγγραφέων του περασμένου αιώνα και δημιουργεί μια συγκλονιστική οικογενειακή saga, ένα επικό μυθιστόρημα 686 σελίδων, με τίτλο «Ο ΜΑΓΟΣ» («The Magician») – (εκδ. Ίκαρος, μετάφραση Αθ. Δημητριάδου).


Το μυθιστόρημα ακολουθεί τη ζωή του Τόμας Μαν, από τα εφηβικά χρόνια της ζωής του, και πιο συγκεκριμένα από το 1891 στο Λίμπεκ, που ο νεαρός Τόμας ήταν 16 ετών (γεννήθηκε το 1875), έως πέντε χρόνια πριν πεθάνει (απεβίωσε το 1955), στην επιστροφή του στην Ευρώπη το 1950. Αυτά τα 60 χρόνια που περνάνε μέσα, από 18 κεφάλαια σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, από την τριτοπρόσωπη αφήγηση του συγγραφέα, μας προσφέρουν ένα (σχεδόν) πλήρες πορτρέτο της προσωπικότητας του ήρωά του, που αποκαλείτο «Μάγος» από τα παιδιά του, αρχικά λόγω κάποιων τρικ που τους έκανε με τα χέρια του, αλλά και ως ένδειξης σεβασμού προς την λογοτεχνική του αξία.
 
Ο Toibin, θέτει διαρκώς το ερώτημα προς αναγνώστη και προς εαυτόν, αν μπορεί ένας τόσο μεγάλος δημιουργός να ζήσει τη ζωή ενός καθημερινού ανθρώπου. Το βιβλίο που ξεκινάει με μια σκηνή αντάξια των καλύτερων λογοτεχνικών στιγμών του Τόμας Μαν, με την Βραζιλιανογερμανίδα μητέρα του Τόμας και του Χάινριχ Μαν (μεγαλύτερου αδερφού του Τόμας), να ετοιμάζεται για μια δεξίωση, με τα παιδιά να παρακολουθούν έκθαμβα, περιγράφει την εφηβική ηλικία του Μαν, τον θάνατο του πατέρα και την φυγή της οικογένειας από το Λίμπεκ για το Μόναχο, με την περιουσία να περνάει σε οικογενειακή διαχείριση, με αυστηρές ακόμα και για την χήρα Τζούλια προδιαγραφές. Ο Τομπίν δείχνει την διάσταση των δύο αδελφών, του Χάινριχ που έχει από μικρός πολύ ισχυρή προσωπικότητα, αρνούμενος να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση και επιμένοντας να γίνει συγγραφέας, ενώ οι αριστερές του απόψεις τον έφερναν σε σύγκρουση σχεδόν με όλους και του Τόμας που ονειρευόταν αυτοκρατορικά μεγαλεία για τη χώρα του, εμφανώς απολιτικού στην αρχή και ουσιαστικά μέχρι τη μέση της ζωής του.
 
Ο Τόμας θα γράψει και θα εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα τους «Μπούντεμπροκ» σημειώνοντας πάταγο στη χώρα, με μεγάλη κριτική αλλά και εμπορική αποδοχή. Θα παντρευτεί την Κάτια – ένας γάμος που προκάλεσε την σχετική έκπληξη - που ήταν από πάμπλουτη οικογένεια Γερμανοεβραίων και θα κάνει μαζί της έξι παιδιά. Η καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του, που είχε εκδηλωθεί με σχέσεις στο Λίμπεκ και στο Μόναχο, θα περιοριστεί εμφανώς ακόμα περισσότερο, ενώ η σχέση του με την ευφυέστατη και συγκροτημένη Κάτια, θα έχει τους δικούς της κανόνες.
 

«Στα χρόνια του γάμου τους, με την προσεγμένη εποπτεία της, είχαν καταλήξει σε έναν διακανονισμό. Είχε αρχίσει συμπτωματικά, χωρίς πολλή σκέψη, όταν η Κάτια ανακάλυψε πως ένα συγκεκριμένο κρασί, το Ρίσλινγκ του Ντομέν Βαίνμπαχ, ζωντάνευε τον Τόμας, τον έκανε φλύαρο και ταυτόχρονα πρόθυμο ν’ ακύει προσεκτικά ό,τι του έλεγαν. Μετά το κρασί ο Τόμας έπινε ευχαρίστως ένα κονιάκ, μπορεί και δύο. Και μετά η Κάτια, αφού τον καληνύχτιζε, ανέβαινε επάνω, σίγουρη ότι οσονούπω ο Τόμας θα άνοιγε την πόρτα του δωματίου της.
Ανάμεσα στους όρους της σιωπηρής συμφωνίας τους ήταν ένας που έλεγε ότι ακριβώς όπως ο Τόμας δεν θα έκανε ποτέ το παραμικρό που θα έθετε σε κίνδυνο την οικογενειακή τους ευτυχία, έτσι και η Κάτια θα αναγνώριζε χωρίς παράπονα τη φύση των πόθων του, θα αντιμετώπιζε καλοπροαίρετα τις μορφές στις οποίες το βλέμμα του έσπευδε να σταθεί και θα δήλωνε ξεκάθαρα την προθυμία της, ανάλογα με την περίσταση, να αναγνωρίζει την αξία του ασχέτως των εκάστοτε συμπεριφορών του.»
 
Ο Toibin περιγράφει το πως προέκυψαν τα σπουδαία έργα του Τόμας Μαν, το «Ο θάνατος στη Βενετία» (μια σχεδόν αυτοβιογραφική ιστορία που προκάλεσε την συντηρητική κοινωνία της Γερμανίας), το «Μαγικό Βουνό» (μετά την εισαγωγή και διαμονή της Κάτιας σε μια Ελβετική κλινική αλλά και τη δική του διαμονή εκεί), την απονομή του βραβείου Νόμπελ, που τον μετέτρεψε σε λογοτεχνικό σύμβολο της χώρας του. Την οικογενειακή «γαλήνη» που προσπαθεί να οικοδομήσει η Κάτια για την οικογένεια των Μαν, με τα έξι παιδιά που ήρθαν σχετικά νωρίς, θα διαταράξουν ο Α παγκόσμιος πόλεμος (ο Τομπίν περιγράφει πως στήριξε ο Τόμας την Γερμανική πολιτική και τη στρατιωτική μεγαλομανία), και η περίοδος που ακολούθησε όταν κινδύνευσε η ζωή του συγγραφέα, ο οποίος θεωρείτο συντηρητικός και αντίθετος με τα επαναστατικά ρεύματα της εποχής, αλλά και τα οικογενειακά δράματα που προέκυπταν το ένα μετά το άλλο.
 
Η οικογένεια των Μαν, ζούσε σε μια διαρκή φυγή και μετακίνηση. Η περίοδος των Ναζί, η μετανάστευση αρχικά στην Ελβετία και αργότερα στις Η.Π.Α., περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο και ο Toibin, παραθέτει τις αλλαγές που συμβαίνουν στην αντίληψη του Τόμας Μαν, που αρνείται από τη μια να καταδικάσει ανοιχτά τα Ναζιστικά εγκλήματα, σκεπτόμενος την εμπορική πορεία των βιβλίων του, κι από την άλλη, την τεράστια αποδοχή που γνώρισε στις Η.Π.Α., με τον Ρούζβελτ να σκέφτεται την πιθανή ανάληψη της ηγεσίας στη νέα Γερμανία που θα προέκυπτε μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου πολέμου από τον Τόμας Μαν, ενώ την ίδια στιγμή του ζητείτο μετ’ επιτάσεως να μη προπαγανδίζει την είσοδο των Η.Π.Α. στον πόλεμο παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του. Ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας θα βιώσει την πολιτική αμφισβήτηση, όταν λίγο πριν το τέλος της ζωής του, θα δει το FBI να σκαλίζει το παρελθόν το δικό του και των πιο κοντινών του ανθρώπων, ως υπόπτων για «αντιαμερικανική δράση»
 
«Τα σεξουαλικά του όνειρα είχαν βρει τη θέση τους στα διηγήματα και στα μυθιστορήματά του, όμως στη μυθοπλασία μπορούσαν να περάσουν σαν λογοτεχνικά παιχνίδια. Από τη στιγμή που ήταν πατέρας έξι παιδιών, κανείς δεν τον είχε κατηγορήσει ποτέ για κρυφές διαστροφές. Αν όμως δημοσιεύονταν τα ημερολόγια, δεν θα άφηναν περιθώρια αμφιβολίας για το ποιος ήταν και τι ονειρευόταν. Θα αποκάλυπταν ότι ο απόμακρος, σχολιαστικός τόνος του, η χαρακτηριστική του ακαμψία, η ανάγκην να τον τιμούν και να τον παρακολουθούν δεν ήταν άλλο από μάσκες που στόχο είχαν να συγκαλύπτουν τους ποταπούς γενετήσιους πόθους του.»


Μαζί με όλα αυτά, παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα εντός της οικογένειας των Μαν. Από την διαμονή στην Ελβετία, μέχρι την πολυτελή έπαυλη που έχτισαν στην Καλιφόρνια, ο Toibin, περιγράφει την καθημερινότητα μιας διαφορετικής οικογένειας. Με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, τον Κλάους – ήδη καθιερωμένο συγγραφέα – και την Έρικα με την ισχυρή προσωπικότητα, έως τα μικρότερα παιδιά και τον μεγάλο αδελφό, τον Χάινριχ, που δεν γνώρισε ποτέ την αναγνωρισιμότητα που ίσως του άξιζε (πέραν του «Γαλάζιου Άγγελου»). Ο Toibin, θίγει διακριτικά το θέμα της ομοφυλοφιλίας, ως κάτι που ήταν εμφανές σε όλους, παραθέτοντας σκηνές, βλέμματα, ελάχιστες κουβέντες με σερβιτόρους και λοιπούς αστραφτερούς νεαρούς, πάντα υπό την άοκνη παρακολούθηση της Κάτιας, με την οποία υπήρχε μια σιωπηρή συμφωνία, δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να «ρεζιλευτεί» η οικογένεια. Ο Τόμας Μαν περιγράφεται ως εστέτ, ως ένας άνθρωπος που του άρεσε το «ωραίο» ανεξαρτήτως φύλου, ως ένας καταπιεσμένος άνθρωπος που δεν μπορούσε (ή ήταν πολύ αδύναμος) να εκδηλώσει τα συναισθήματά του, ακόμα και στους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Η μοναδική φορά που βρίσκεται σε πανικό, είναι όταν τα ημερολόγια του, κινδύνευαν να πέσουν στα χέρια των Ναζί, μετά τη βιαστική φυγή της οικογένειας από το Μόναχο και την παραμονή στην Ελβετία. Σκέπτεται τι θα γινόταν εάν αυτά δημοσιοποιούντο, διαβάζει τι συνέβη στον Όσκαρ Ουάιλντ και ζει μια περίοδο φρίκης μέχρι να λυθεί το θέμα.
 
Η ζωή της οικογένειας των Μαν, περιγράφεται με κινηματογραφικό τρόπο και ο αναγνώστης νιώθει ότι παρακολουθεί μια εξαίσια λογοτεχνική saga, με τον κεντρικό ήρωα – σύμβολο και έμβλημα – να κυριαρχεί με την παρουσία του και όλους (μα όλους) τους οικείους του, να περιφέρονται γύρω του. Δεν είναι τυχαίο, που όλα του τα παιδιά (εκτός της Ελίζαμπεθ που «απελευθερώθηκε» ουσιαστικά μετά τον πόλεμο), εξαρτώντο από εκείνον, ούτε η βαριά σκιά που έριχνε η προσωπικότητά του πάνω σε οτιδήποτε προσπαθούσαν να κάνουν. Μια οικογένεια που λες και βγήκε μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα του σήμερα, πολυφωτογραφημένη (είναι εκατοντάδες οι φωτογραφίες που μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο με τον «Πατριάρχη» Τόμας, να στέκεται στη μέση και γύρω του ολόκληρη η οικογένεια σε παράταξη) και που απολάμβανε ένα τρομακτικό hype στην επαρχιακή στη νοοτροπία Αμερική των 30’s και 40’s, ενδεχομένως μόνο ανάλογο με αυτό που απολάμβανε η οικογένεια Κένεντι στα 60’s.
 
Οι σχέσεις του Τόμας Μαν, με τα παιδιά και τον αδελφό του Χάινριχ, καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος του Toibin. Οι πολιτικές διαφωνίες με τον Χάινριχ και η πίεση που ασκούσαν τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, ο Κλάους και η Έρικα στο να βγει περισσότερο δυναμικά ο Τόμας στο κοινό, καταδικάζοντας τους Ναζί προσδίδουν τεράστιο ενδιαφέρον στο βιβλίο, όπως και τα γενικότερα θέματα της οικογένειας. Ο απόμακρος και πάντα ευρισκόμενος σε ένα βάθρο – ακόμα και μέσα στο ίδιο του το σπίτι συγγραφέας και η επιρροή του στους πάντες, αποδίδονται θαυμάσια μέσα από τη φαντασία του Τομπίν, με λογοτεχνικές λεπτομέρειες που σαγηνεύουν – εξάλλου ο Μαν ήταν κι εκείνος στα βιβλία του, μάστορας της λεπτομέρειας και της κυριολεκτικής απεικόνισης κινήσεων και βλεμμάτων, κι εδώ ο Τομπίν, λογοτέχνης μεγέθους κι αυτός, ανταποκρίνεται με τρόπο εκπληκτικό.
 
«Υπήρχαν δύο άντρες στους οποίους δεν εξελίχθηκε και απ’ αυτούς θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο, αν κατόρθωνε να επικαλεστεί όπως έπρεπε το πνεύμα τους. Ο ένας άντρας ήταν ο εαυτός του χωρίς το ταλέντο του, χωρίς τη φιλοδοξία του αλλά με την ίδια ευαισθησία. Κάποιος απόλυτα ικανοποιημένος σε μια γερμανική Δημοκρατία. Ένας άντρας που του άρεσε η μουσική δωματίου, η λυρική ποίηση, η οικιακή γαλήνη, η σταδιακή μεταρρύθμιση. Ένας άντρας όλο συνείδηση, ο οποίος θα είχε παραμείνει στη Γερμανία, ακόμη και στη φάση που η Γερμανία εκβαρβαριζόταν, ζώντας μια ζωή μέσα στο φόβο σαν εξωτερική εξορία.
Ο άλλος άντρας ήταν κάποιος που δεν ήξερε τι θα πει επιφυλακτικότητα, που η φαντασία του ήταν παράφορη και ασυμβίβαστη όσο και η σεξουαλική του ορμή, ένας άνθρωπος που κατέστρεφε όσους τον αγαπούσαν, επεδίωκε να κάνει μια τέχνη αυστηρή που περιφρονούσε κάθε παράδοση, μια τέχνη εξίσου επικίνδυνη όσο και ο κόσμος που έπαιρνε σιγά σιγά σχήμα. Ένας άντρας που τον είχαν αγγίξει οι δαίμονες, που το ταλέντο του ήταν το απότοκο συμβολαίου με τους δαίμονες.»


Λείπουν βέβαια από το βιβλίο, όπως μπορεί να διαπιστώσει εύκολα κανείς, οι λεπτομερείς αναφορές στα βιβλία, στα έργα του Τόμας Μαν, κάτι που μπορεί να προκαλέσει συζητήσεις ή ίσως και δυσαρέσκεια σε μια μερίδα αναγνωστών. Ο Τομπίν μάλλον θεωρεί ότι οι ιστορίες που απασχολούν τον Μαν, εντάσσονται μέσα στη ζωή του και τα βιβλία του είναι ουσιαστικά μια συνέχειά της. Ασχολείται λοιπόν, με τις «μεγάλες συνθέσεις» του Τόμας Μαν, σε άλλες περισσότερο Δόκτωρ Φάουστους» και «Θάνατος στη Βενετία») σε άλλες λιγότερο Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού», «Η Λόττε στη Βαϊμάρη») και καθόλου στις μικρές νουβέλες ή στα διηγήματα του μεγάλου συγγραφέα, ενώ μαθαίνουμε λίγο απότομα για τους «Μπούντεμπροκ» και την επιτυχία τους στα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος. Το βιβλίο όμως δεν είναι βιογραφία – όπως αναφέρω στην αρχή του κειμένου -, ούτε επιστημονική διατριβή, είναι ένα μυθιστόρημα, που μπορεί να διαβαστεί άνετα και από κάποιους που δεν έχουν ιδέα για το έργο του Τόμας Μαν, ως μια εξαίσια οικογενειακή saga.
 
Το πιο ενδιαφέρον όμως (τουλάχιστον για τον γράφοντα) στοιχείο του εξαιρετικού μυθιστορήματος του Toibin, είναι η μεταστροφή (και η μετεξέλιξη) του Τόμας και της Κάτιας, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο, σε σχέση με την πατρίδα τους. Ο Μαν ήταν ένας άνθρωπος που παρέμεινε Γερμανός σε όλο του τον βίο, αλλά ήταν κι ένας άνθρωπος που σιχάθηκε την Γερμανία όπως είχε μετατραπεί. Ξεκινώντας από την αρχή της διακυβέρνησης των Ναζί, έβλεπε ότι η χώρα που λάτρευε γινόταν κάτι ξένο, κάτι εφιαλτικό. Δεν ήταν βέβαια κάτι περίεργο να το νιώσει αυτό ο Μαν – όπως περιγράφει ο Τομπίν -, το λογοτεχνικό του ύφος, πολιτισμένο, ήρεμο, τελετουργικό, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με αυτό των Ναζί, το άγριο και βάρβαρο, το ορμητικό και βίαιο. Η Κάτια κατά τη διάρκεια του πολέμου, υποστήριζε ότι η Γερμανία πρέπει να ισοπεδωθεί, «να γίνει πατατοχώραφο» ώστε να τροφοδοτεί ολόκληρη την Ευρώπη και δεν ήθελε με τίποτα να ακούει για επιστροφή στη χώρα τους. Ο εμβληματικός συγγραφέας δε, υποστήριζε ότι ο Ναζισμός έχει ρίζες στην ίδια τη δομή, στον χαρακτήρα του γερμανικού πολιτισμού, ήταν δηλαδή θέμα κουλτούρας κι όχι κάτι μεμονωμένο και περιστασιακό, που προέκυψε από το πουθενά. Η επιστροφή του στη Γερμανία για μια σειρά ομιλιών – η οποία κλείνει το βιβλίο – έχει νοσταλγία και πικρία αλλά και συνειδητοποίηση της ταυτότητάς του.
 
«Ο Μάγος», είναι ένα βιβλίο με τόσες λεπτομέρειες που μπορεί κανείς να μιλάει ώρες γι’ αυτό ή να γράψει σελίδες επί σελίδων. Η αινιγματική φυσιογνωμία του Τόμας Μαν, οι πολλοί χαρακτήρες που παρελαύνουν από τις σελίδες του, τα τόσα γεγονότα που αναφέρονται, το καθιστούν ένα μυθιστόρημα μεγάλης πνοής, ένα έργο που διαβάζεται απνευστί και καθηλώνει τον αναγνώστη του. Πρέπει να τονιστεί η εξαιρετική μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου (που γνωρίζει και αποδίδει έξοχα το ύφος του Colm Toibin), που συμβάλλει απεριόριστα στην απόλαυση αυτού του υπέροχου μυθιστορήματος.
 
Βαθμολογία 86 / 100