Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2019 | Permalink
"Η αφηγήτρια ταινιών"

«Όταν αφηγείσαι μια ταινία είναι σαν να αφηγείσαι ένα όνειρο.
Όταν αφηγείσαι μια ζωή είναι σαν να αφηγείσαι ένα όνειρο ή μια ταινία.»

Πως μπορεί η τέχνη γενικότερα και το σινεμά ειδικότερα να σου αλλάξει τη ζωή; Είναι γεγονός ότι με τις «κινούμενες εικόνες» (γιατί τι άλλο είναι το σινεμά;) μεταφέρεσαι σε έναν άλλο κόσμο, μερικές φορές ξεφεύγεις για λίγες ώρες από την μίζερη καθημερινότητά σου, άλλες φορές προβληματίζεσαι, κάποιες φορές στενοχωριέσαι και συμπάσχεις με τους ήρωες που βλέπεις στο πανί. Αυτήν ακριβώς την μαγεία του σινεμά, μεταφέρει στους φτωχούς μεροκαματιάρηδες ενός χωριού χαμένου στο πουθενά, η Μαρία Μαργαρίτα, η ηρωίδα της υπέροχης νουβέλας «Η ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ ΤΑΙΝΙΩΝ»La Contadora de Peliculas»), του Χιλιανού συγγραφέα Hernan Rivera Letelier (Τάλκα Χιλής, 1950) – (εκδ. Αντίποδες, μετάφρ. Μ. Φραγκοπούλου, σελ. 97).


«Στο σπίτι μας το χρήμα πήγαινε καβάλα στ' άλογο ενώ εμείς πηγαίναμε με τα πόδια. Έτσι, κάθε φορά που ερχόταν στον οικισμό μας καμιά ταινία που ο πατέρας μου τη θεωρούσε καλή - με μοναδικό κριτήριο το όνομα του πρωταγωνιστή ή της πρωταγωνίστριας - μάζευαν τα κέρματα ένα ένα, όσα ακριβώς χρειάζονταν για ένα εισιτήριο, και έστελναν εμένα να τη δω.
Και μετά, μόλις γυρνούσα από το σινεμά, έπρεπε να αφηγηθώ την ταινία στην οικογένεια που είχε συγκεντρωθεί και περίμενε σύσσωμη στο σαλονάκι μας.»

Δεκαετία του 50, στην έρημο Ατακάμα, στις βόρειες περιοχές της Χιλής, όπου σε μια τεράστια έκταση που δεν φυτρώνει τίποτα και είναι πλούσια σε νάτριο, σε ένα χωριό που έχει χτιστεί γύρω από μια μονάδα επεξεργασίας νατρίου, ζει η δεκάχρονη Μαρία Μαργαρίτα, με τον πατέρα της και τα τέσσερα αδέρφια της. Ο πατέρας της καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι μετά από ατύχημα, η σύζυγός του και μητέρα των παιδιών τον έχει εγκαταλείψει, λεφτά δεν υπάρχουν, ούτε για φαγητό. Ο πατέρας αγαπάει το σινεμά κυρίως τις δακρύβρεχτες Μεξικάνικες ταινίες και μεταφέρει την αγάπη του για την έβδομη τέχνη και στα παιδιά του, αλλά χρήματα δεν υπάρχουν, ίσα ίσα να μαζευτούν κάποιες δεκάρες για ένα εισιτήριο. Στον εσωτερικό διαγωνισμό της οικογένειας, για να επιλεχθεί το ένα παιδί που θα πηγαίνει στο τοπικό σινεμά να βλέπει την εβδομαδιαία ταινία και αργότερα να την αφηγείται στους υπόλοιπους, κερδίζει με άνεση η μικρή, η Μαρία Μαργαρίτα, που δεν αφηγείται απλά την ταινία, την ζει, μεταφέροντας όχι μόνο με λόγο αλλά και με κίνηση τα τεκταινόμενα στην οθόνη και όχι μόνο.

«Νομίζω ότι στο βάθος ήμουνα φύσει κουτσομπόλα, αφού έφτανε να κοιτάξω τις δυο τρεις φωτογραφίες που ήταν κολλημένες στην προθήκη, κι ύστερα, από το λάγνο βλέμμα του παπά, το αθώο ύφος της κοπέλας και τη συνωμοτική έκφραση της θεούσας, να σκαρώσω την πλοκή, να φανταστώ ολόκληρη την ιστορία και να παίξω την δική μου ταινία.»

Σύντομα, η φήμη της εξαπλώνεται στο χωριό και όλοι θέλουν να δουν και να ακούσουν την μικρή να αφηγείται τις ταινίες. Το μικρό κορίτσι τους αλλάζει τη ζωή, της δίνει ένα νόημα και έτσι, το μικροσκοπικό σαλόνι της καλύβας μεταμορφώνεται σε αίθουσα ακροάσεων και με ένα ελάχιστο αντίτιμο, η Μαρία Μαργαρίτα, μεταφέρει στους άναυδους χωρικούς, όλη τη μαγεία του σινεμά από μιούζικαλ, μέχρι ερωτικές σκηνές, από κωμωδίες, μέχρι γουέστερν και περιπέτειες. Όπως όλοι στο χωριό, θα πάρει κι αυτή ένα παρατσούκλι, θα την αποκαλούν «σινεράιδα» δηλαδή «Νεράιδα του σινεμά».

«Εκείνη την εποχή ανακάλυψα ότι σε όλους τους ανθρώπους αρέσουν οι ιστορίες. Θέλουν να ξεφύγουν για λίγο από την πραγματικότητα και να ζήσουν εκείνους τους φανταστικούς κόσμους των ταινιών, των ραδιοφωνικών σειρών, των μυθιστορημάτων. Τους αρέσει μέχρι και ψέματα να τους λένε, αν αυτά τα ψέματα είναι καλοειπωμένα. Γι' αυτό και γνωρίζουν επιτυχία οι απατεώνες, γιατί έχουν ευχέρεια στα λόγια.»


Η Μαρία Μαργαρίτα μεγαλώνει και γίνεται μια όμορφη έφηβη, ενώ η εισβολή της τηλεόρασης στο χωριό, έστω και μόνο στο μοναδικό καφενείο, αλλά και αργότερα στα σπίτια καθώς οι άνθρωποι δανείζονται για να αγοράσουν το «μαγικό κουτί», αλλάζει τα δεδομένα, ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για αφηγήσεις ταινιών, σιγά σιγά θα τα έχει όλα στα πόδια του, και η ηρωίδα του βιβλίου θα αναγκαστεί να υποκύψει στις ορέξεις του μεσήλικα διευθυντή της εταιρείας νατρίου. Οι καιροί πλέον είναι πολύ πιο δύσκολοι και οι συνθήκες αλλάζουν γρήγορα με συνέπειες για όλους.

Οι αφόρητες συνθήκες ζωής στην έρημο, η φτώχεια και η εκμετάλλευση, αποτελούν το αντίβαρο στην ονειρική διάσταση των ταινιών που αφηγείται η Μαρία Μαργαρίτα. Με εξαιρετικό αφηγηματικό ρυθμό, ο βραβευμένος Χιλιανός συγγραφέας, Ριβέρα Λετελιέρ (σε αυτή την μικρή νουβέλα που είναι σαν μεγάλο διήγημα και διαβάζεται σε μια δυο ωρίτσες), χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη αφήγηση, περιγράφει την ζωή της ηρωίδας του (αλλά και της οικογένειάς της), την αφύπνιση της καθώς η ζωή δεν είναι (δυστυχώς) σινεμά, τον αγώνα της για επιβίωση, τα διαψευσμένα όνειρα και τις ματαιωμένες ελπίδες της.


Ο συγγραφέας περιγράφει όμως και τις αλλαγές στη κοινωνία του χωριού, τις συνθήκες ζωής σε αυτό το «νιτροχώρι», την εισβολή του «πολιτισμού», την άνοδο του Αλιέντε στην εξουσία, την δικτατορία που έρχεται. Ξεκινώντας από το νοσταλγικό ύφος που θυμίζει «Σινεμά ο Παράδεισος», περνάει στο ζοφερό κλίμα της παρακμής, μέσα από την ζωή της ηρωίδας του, χωρίς μελοδραματισμούς και εύκολες συγκινήσεις – παρότι οι καταστάσεις σε κάποια σημεία είναι μελοδραματικές. Από την μαγεία του σινεμά, ή έστω, της αφήγησης του παραμυθιού, στην πραγματική ζωή, η απόσταση μπορεί να είναι μικρή αλλά συνήθως είναι πολύ επώδυνη.

Ωραίο βιβλίο και πολύ σαγηνευτικό, η «Αφηγήτρια ταινιών» (που έχει μεταφερθεί στην θεατρική σκηνή), χαρίζει στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης με την τρυφερότητα και την ευαισθησία, που προσεγγίζει το θέμα του ο Ριβέρα Λετελιέρ. Χρήσιμο και κυρίως, πολύ ενδιαφέρον, και το επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση, που είναι ένα κείμενο του Χιλιανού νομπελίστα ποιητή Πάμπλο Νερούδα ο οποίος περιγράφει σ’ αυτές τις σελίδες, τις συνθήκες ζωής στα «νιτροχώρια» μέσα από την προσωπική του εμπειρία.

Βαθμολογία 81 / 100





 
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 20, 2019
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 20, 2019 | Permalink
Ένα μυθιστόρημα για το Brexit ("Μέση Αγγλία")

Υπάρχουν μυθιστορήματα που γράφονται γιατί ο δημιουργός τους, θέλει να "μιλήσει" για ένα επίκαιρο θέμα που τον "πνίγει". Όταν ο συγγραφέας είναι ατάλαντος και μέτριος, προκύπτει ένα βιβλίο "καταγγελίας", ένα αφόρητο πράγμα που συνήθως δεν διαβάζεται. Όταν όμως έχεις μπροστά σου, έναν έμπειρο και ικανότατο λογοτέχνη, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι εξαιρετικό ή στην χειρότερη περίπτωση ικανοποιητικό. Το δεύτερο συμβαίνει με την περίπτωση του πολύ καλού Βρετανού συγγραφέα Jonathan Coe (Worcestershire, 1961) και του νέου του μυθιστορήματος, με τίτλο "ΜΕΣΗ ΑΓΓΛΙΑ" ("Middle England") - (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Αλκ. Τριμπέρη, σελ. 600), όπου ο ευφυέστατος Κόου, στήνει την πλοκή του βιβλίου του γύρω από το θέμα του Brexit, που είναι μακράν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι, ενός γλυκόπικρου μυθιστορήματος, που είναι σαγηνευτικό μεν, πολύ άνισο δε.


Η "Μέση Αγγλία", αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια (κλείνει την τριλογία), δύο σπουδαίων μυθιστορημάτων του Κόου (ίσως των καλύτερών του), της "Λέσχης των Τιποτένιων" και του "Κλειστού Κύκλου". Δεν χρειάζεται όμως κάποιος να έχει διαβάσει αυτά τα βιβλία για να παρακολουθήσει την πλοκή της "Μέσης Αγγλίας", η σύνδεση είναι χαλαρή και τα κυριότερα σημεία που πρέπει να θυμάται κανείς, αναφέρονται μέσα στο βιβλίο, από τον συγγραφέα. Το χρονικό πλαίσιο της ιστορίας, είναι 8 έτη, από το 2010 έως το 2018 διατρέχοντας μέσα από τους χαρακτήρες του, σημαντικές στιγμές της ιστορίας της χώρας από την εθνική υπερηφάνεια των Ολυμπιακών αγώνων του 2012, στον διχασμό του Brexit, μιας κρίσης που υπέβοσκε στον ψυχισμό του έθνους.

Ο Κόου ξεκινάει το μυθιστόρημά του ευρηματικά, με όλους τους κεντρικούς χαρακτήρες να εμφανίζονται στις πρώτες του σελίδες. Μετά την κηδεία της μητέρας του, ο Μπέντζαμιν που ζει σε ένα μύλο που είχε μετατραπεί σε κατοικία, στις όχθες ενός ποταμού στο Σριούσμπερι συγκεντρώνει τα μέλη της οικογένειάς του σπίτι του. Είναι ο άρρωστος συνταξιούχος πατέρας του, η αδερφή του Λόις και η κόρη της Σόφι, ενώ ο παλιός του συμφοιτητής Νταγκ επιτυχημένος δημοσιογράφος θα περάσει κι αυτός τη μέρα μαζί τους.

Το μυθιστόρημα ακολουθεί κυρίως τις ζωές του Μπέντζαμιν και της Σόφι, δυο ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές και η παγκόσμια οικονομική αλλά και πολιτισμική κρίση, έχει διαφορετική επιρροή επάνω τους. Ο Μπέντζαμιν Τρότερ, είναι 50άρης, μοναχικός και μόνος, ζει με την ανάμνηση του μεγάλου του έρωτα, της Σίσιλι που ζει πλέον παντρεμένη στην Αυστραλία, και γράφει ένα ογκώδες μυθιστόρημα που έχει ως κεντρικό σημείο τον έρωτά τους. Ζει με τις αναμνήσεις του, φροντίζει τον πατέρα του και είναι ένας άνθρωπος που έχει επιλέξει να ζει απομακρυσμένα από όλους και όλα. Η Σόφι – ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας στην ιστορία - στην αρχή του βιβλίου, είναι 27 ετών και μετακομίζει στο Μπέρμιγχαμ να διδάξει στο εκεί πανεπιστήμιο Ιστορία της Τέχνης. Γνωρίζει τον Ίαν, έναν δάσκαλο οδήγησης, έναν άνθρωπο που αντιπροσωπεύει ένα είδος άνδρα διαφορετικού από αυτούς που συνήθως συναναστρεφόταν, αλλά είναι ακριβώς ότι η Σόφι ζητούσε, κουρασμένη από τους διανοούμενους φίλους της. Ο Ίαν όμως δεν είναι μόνο ένας ωραίος και στοργικός σύντροφος που κοιτάει την Σόφι σαν Θεά. Είναι κι ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι για την κατάσταση στη χώρα του, φταίνε οι ξένοι που έχουν έρθει στη χώρα, ενώ η μητέρα του, που ζει μόνη της σε ένα απρόσωπο χωριό, είναι σε πιο ακραία κατάσταση, φερόμενη ανάγωγα στις αλλοδαπές βοηθούς που η πρόνοια της παρέχει, ενώ αναπαράγει τα λόγια του εθνικιστή πολιτικού Ίνοκ Πάουελ από τη δεκαετία του '70.

Γύρω από τους δύο κεντρικούς ήρωες του βιβλίου, υπάρχουν μια σειρά από δευτερεύοντες (στην πλοκή) χαρακτήρες, που διαδραματίζουν μεγαλύτερο ή μικρότερο ρόλο στα δρώμενα, συνήθως με ελάχιστο ενδιαφέρον ως προς την εξέλιξη της πλοκής - που δείχνει μετά τη μέση να κουράζει και να επαναλαμβάνεται. Ο επιτυχημένος δημοσιογράφος Νταγκ και η έλλειψη κάθε επικοινωνίας με την προβληματική και επαναστατημένη κόρη του Κοριάντερ, η οποία θα προκαλέσει μεγάλο πρόβλημα στην Σόφι με κάποιες ενέργειές της, η μητέρα του Ίαν, Ελένα με το πείσμα και την ξεροκεφαλιά της, ο χρεοκοπημένος φίλος του Μπέντζαμιν, ο Τσάρλι που δουλεύει ως κλόουν, η μουσουλμάνα συνάδελφος του Ίαν, η Ναχίντ και άλλοι.

Ο Κόου περιγράφει την οικονομική κρίση, την κυβέρνηση συνεργασίας του 2010, τις ταραχές του 2011, την εθνική ανάταση στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2012, τον γελοίο Ντέιβιντ Κάμερον, την άνοδο του Μπόρις Τζόνσον, φτάνει μέχρι το Brexit, ισορροπώντας μυθοπλαστικά, μεταξύ των προσωπικών ιστοριών των χαρακτήρων του και της κατάστασης στην πολιτική σκηνή και στην κοινωνία. Περιγράφει οικογένειες διχασμένες από την εποχή της Θάτσερ και μετά, σε μια Αγγλία που βρίσκεται σε μια διαρκή αναταραχή (ο Μπέντζαμιν δεν μιλάει με τον αδελφό του, ο δημοσιογράφος Νταγκ δεν μπορεί να βρει κώδικα επικοινωνίας με την κόρη του) και τα προβλήματα να συνεχίζονται από την δεκαετία του ’70.

"...Νά' το, τελικά. Το θέμα που δεν έπρεπε να, που δεν γινόταν να συζητηθεί. Το θέμα που δίχαζε τους ανθρώπους περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, το θέμα που πλήγωνε τους ανθρώπους περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, επειδή τους έφερνε στο σημείο να ξεγυμνωθούν, να ξεγυμνώσουν τον συνομιλητή τους και να αναγκαστούν να κοιτάξουν ο ένας τη γύμνια του άλλου, εκτεθειμένοι, δίχως να μπορούν να αποστρέψουν το βλέμμα τους. Όποια απάντηση κι αν έδινε στην Ελένα, αυτή τη στιγμή - με όποια απάντηση κι αν προσπαθούσε να εκφράσει τη γνώμη της, τη διαφορετική οπτική - θα σήμαινε, αυτομάτως, πως θα αντιμετώπιζαν την ανομολόγητη αλήθεια: ότι η Σόφι (και όλοι οι όμοιοί της) και η Ελένα (και όλοι οι όμοιοί της) μπορεί να ζουν σε απόλυτη εγγύτητα στην ίδια χώρα, αλλά παράλληλα έχουν ζήσει σε διαφορετικά σύμπαντα και αυτά τα σύμπαντα διαχωρίζονται από ένα θεόρατο, αδιαπέραστο τείχος, ένα τείχος χτισμένο από φόβο και καχυποψία, ακόμη και - ενδεχομένως - από μια μικρή δόση από εκείνα τα απόλυτα αγγλικά χαρακτηριστικά, την αμηχανία και την ντροπή. Αδύνατο να αντιμετωπίσεις έστω και ένα από αυτά. Η μόνη εύλογη επιλογή ήταν να τα αγνοήσεις (αλλά για πόσο ακόμα θα παρέμενε στ' αλήθεια εύλογη;) και για να επιμείνεις, προς το παρόν, διατηρείς την απεγνωσμένη, καθόλου παρήγορη φαντασίωση ότι όλα αυτά απλώς ένα έλασσον ζήτημα διαφορετικών απόψεων, σαν να διαφωνείς με τον γείτονα για τους χρωματικούς συνδυασμούς του σπιτιού ή για τις αρετές μιας συγκεκριμένης τηλεοπτικής εκπομπής."

Με καυστικό και πνευματώδη τρόπο, ο συγγραφέας γράφει για την επέλαση της «πολιτικής ορθότητας» - οι σελίδες που η Σόφι αντιμετωπίζει τις άδικες κατηγορίες εναντίον της, είναι από τις ευρηματικότερες του βιβλίου -, για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την επίδρασή τους σε όλους τους κοινωνικούς τομείς, για τις αλλαγές στις εφημερίδες, για τα fake news, για το μπέρδεμα του κόσμου.

Ο Κόου είναι εξαιρετικός ανατόμος της κοινωνίας, σύγχρονος και με ευρύτητα πνεύματος, είναι ίσως ο καλύτερος Βρετανός συγγραφέας στην ικανότητα να αποτυπώνει τον παλμό και την ψυχή της Βρετανίας. Δεν χρειάζεται να γράψει για το Brexit ευθέως με δεδομένα, στατιστικές και βαθυστόχαστες αναλύσεις, στο βιβλίο του αντιλαμβάνεται ο (μη Βρετανός) αναγνώστης περισσότερα πράγματα για την κατάσταση από ότι έχει διαβάσει μέχρι τώρα ή έχει ακούσει σε τηλεοπτικές εκπομπές. Οι χαρακτήρες σχηματικοί και στερεοτυπικοί λογοτεχνικά, λειτουργούν θαυμάσια ως αντιπροσωπευτικοί της κατάστασης. Η Σόφι και ο Νταγκ είναι οι δεδομένα remainers, φιλοευρωπαϊστές που δεν μπορούν να διανοηθούν αυτό που γίνεται, ο Ίαν, η Έλένα, ο Τσάρλι, όλοι αυτοί οι τύποι που αντιπροσωπεύουν τον μικροαστό Άγγλο της επαρχίας είναι αυτοί που θα φέρουν το Brexit, είναι αυτοί που θεωρούν τους υπόλοιπους Ευρωπαίους (και γενικότερα ξένους) εν δυνάμει εχθρούς τους.

Το βιβλίο λοιπόν, παρουσιάζει αυτή την ανισότητα. Πολύ μέτριο και σχηματικό μυθοπλαστικά, με δεκάδες αδιάφορες σελίδες για τα τεκταινόμενα γύρω από τους δύο (άντε να βάλω και τον Νταγκ) πρωταγωνιστές, εξαιρετικό όμως στο δεύτερο επίπεδο που αφορά την αγγλική κοινωνία και όσα συμβαίνουν γύρω από αυτήν. Είναι βέβαια, δεδομένη, η ικανότητα και η αφηγηματική άνεση του Κόου, να κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να σατιρίζει με το εξαίσιο χιούμορ τις καταστάσεις, και να μη χαρίζεται σε κανέναν. Οι αναμνήσεις από το παρελθόν για μια Αγγλία διαφορετική, κατακλύζουν τους μεγαλύτερους σε ηλικία ήρωες του βιβλίου, μόνο που αυτή η νοσταλγία είναι διαφορετική στον καθένα από αυτούς. Άλλα νοσταλγεί, ο πατέρας του Νταγκ που βλέπει το παλιό εργοστάσιο αυτοκινήτων που δούλευε μια ζωή, να έχει μετατραπεί σε Mall, άλλα η σκληροπυρηνική Ελένα που απεχθάνεται τις αλλοδαπές οικιακές βοηθούς που την πλένουν και την καθαρίζουν, άλλα οι παλιοί συμμαθητές Μπέντζαμιν και Νταγκ, που νοσταλγούν την δεκαετία του ’70, αλλά όλοι τους ζουν στο παρελθόν, αρνούμενοι ή και αδύναμοι, να κοιτάξουν τι βρίσκεται μπροστά τους. Ο αποτραβηγμένος από τα εγκόσμια Μπέντζαμιν, που θρηνεί ακούγοντας το αγαπημένο τραγούδι της μητέρας του “Adieu to old England”, αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ όλων των τάσεων αλλά και των χαρακτήρων, είναι ένας απόλυτα μπερδεμένος άνθρωπος, που φοβάται να πάρει θέση, ίσως αντιπροσωπευτικός της πλειονότητας των διανοούμενων της χώρας.

Η «Μέση Αγγλία», είναι ένα λαϊκό μυθιστόρημα που διαβάζεται πολύ ευχάριστα και έχει αξιοθαύμαστη ροή, δηλαδή ο αναγνώστης περνάει καλά μαζί του (εδώ εξηγείται και η μεγάλη εμπορικότητά του), καθώς η μαεστρία στην αφήγηση είναι κάτι που χαρακτηρίζει τον Κόου. Μυθοπλαστικά όμως είναι αδύνατο και έχει υπερβολικά πολλές αδιάφορες σελίδες με περιστατικά που συμβαίνουν στους ήρωές τους και δεν προσφέρουν τίποτα στην πλοκή, απογοητεύοντας μας, γιατί πάντα περιμένουμε κάτι παραπάνω από τον δεδομένα έξοχο συγγραφέα. Όπως όμως αναφέρω παραπάνω, το βιβλίο, είναι εντυπωσιακά καλό στην ανάδειξη των κοινωνικών αδιεξόδων και ιδιαίτερα αιχμηρό στις παρατηρήσεις για την πολιτική κατάσταση. Βλέποντάς το ως ουσιαστικά μια ιστορία της σύγχρονης Βρετανικής πραγματικότητας, σε κερδίζει, σε προβληματίζει, σε κάνει να βλέπεις πιο ξεκάθαρα, το τι συμβαίνει στην χώρα, και αξίζει να διαβαστεί κυρίως γι’ αυτό.

Βαθμολογία 78 / 100


 
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 12, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 12, 2019 | Permalink
Ένας άντρας πέφτει ("Σεροτονίνη")

Αυτό πια έχει καταντήσει μονότονο και βλέπω να επαναλαμβάνομαι σε κάθε κείμενο για τον Ουελμπέκ! Όσο με θυμώνει (και πολλές φορές με εξαγριώνει), ο Michel Houellebecq (St. Pierre, Reunion, 1958 ή 1956), αυτός ο τόσο δημοφιλής και προκλητικός Γάλλος συγγραφέας, όταν τον διαβάζω, τόσο με γοητεύει και με ελκύει με την δύναμη των κειμένων του. Αυτό συνέβη και με το νέο του μυθιστόρημα, με τίτλο «ΣΕΡΟΤΟΝΙΝΗ» («Serotonine») – (εκδ. Εστία, μετάφρ. Γ. Καράμπελας, σελ.316), ένα βιβλίο (όχι από τα καλύτερά του) ελεγειακό, με πολύ χιούμορ αλλά και πολλή θλίψη, ένα βιβλίο προβοκατόρικο και κυνικό, φλύαρο και σαγηνευτικό.


Τα τελευταία χρόνια, ο Ουελμπέκ, έχει αναγορευτεί από τα media ως ένα είδος Προφήτη της Λογοτεχνίας. Η Ισλαμική τρομοκρατία στην «Πλατφόρμα» (γραμμένο πριν την 11/9), η πιθανότητα της πολιτικής αλλαγής στην Γαλλία με μια κυβέρνηση Μουσουλμανική στην «Υποταγή», ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε την ίδια ημέρα που έγινε η σφαγή στο περιοδικό «Charlie Hebdo», και τώρα με την «Σεροτονίνη», που στο πιο ενδιαφέρον μέρος της, ασχολείται με την αγανάκτηση των αγροτών ενάντια στην πολιτική της Ε.Ε., και οι περισσότεροι συνέδεσαν με τις διαδηλώσεις των «Κίτρινων Γιλέκων» στην Γαλλία. Το θέμα είναι ότι ο Ουελμπέκ είναι ένας σύγχρονος συγγραφέας, που του αρέσει η πρόκληση, ένας άνθρωπος που θίγει τα προβλήματα της εποχής, πολύ συχνά στον δημόσιο λόγο του με άκομψο τρόπο, άσχετα με το αν διαφωνεί ή συμφωνεί κανείς μαζί του.

Ο Φλοράν-Κλωντ, ο ήρωας του βιβλίου, είναι ένας τυπικός Ουελμπεκικός χαρακτήρας. Άνδρας μεταξύ 40 με 50, μόνος ακόμα κι όταν είναι δεσμευμένος, κυνικός και ρομαντικός ταυτόχρονα (εξάλλου αυτά τα δύο πάνε μαζί), που το σεξ είναι συνέχεια στο μυαλό του, αναπολεί ένα παρελθόν που τα πράγματα ήταν αλλιώς κι αυτός ήταν νέος. Πλέον για να μπορέσει να λειτουργήσει, παίρνει ένα δυνατό αντικαταθλιπτικό, που αυξάνει την σεροτονίνη επιτρέποντας του να διάγει μια «φυσιολογική ζωή» αλλά όπως αναφέρει στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου με κάποιες παρενέργειες: «…ναυτίες, εξαφάνιση της λίμπιντο, σεξουαλική ανικανότητα. Δεν υπέφερα ποτέ από ναυτίες.»

Το χρονικό πλαίσιο του μυθιστορήματος, είναι κάπου στο κοντινό μέλλον, αλλά ουσιαστικά μιλάει για το σήμερα (τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 2010 και Πρόεδρος είναι ο Μακρόν), και ο ήρωας είναι Γεωργικός Μηχανικός που εργάζεται στο Υπουργείο Γεωργίας. Συζεί με την Γιαπωνέζα Γιούζου, που είναι είκοσι χρόνια μικρότερή του, σε ένα μοντέρνο διαμέρισμα του Παρισιού, και φροντίζει να είναι ένα αντιδραστικό πνεύμα σε κάθε πτυχή της ζωής του. Οδηγεί ντιζελοκίνητο αυτοκίνητο για να ρυπαίνει το περιβάλλον, αρνείται να υπακούσει στον αντικαπνιστικό νόμο, όντας μανιώδης καπνιστής, σιχαίνεται τους πάντες και τα πάντα. Ψάχνοντας μια αφορμή για να απαλλαχθεί από την Γιούζου, που ουσιαστικά δεν την αντέχει, βρίσκει στο κινητό της, σκληρές ερωτικές σκηνές όπου η ίδια πρωταγωνιστεί με πολλούς παρτενέρ. Αποφασίζει να φύγει από το σπίτι, χωρίς καμία προειδοποίηση και πιάνει ένα δωμάτιο, στο μοναδικό ξενοδοχείο που γνωρίζει ότι δέχεται καπνιστές.

«Γνώρισα την ευτυχία, ξέρω τι είναι, μπορώ να μιλήσω γι’ αυτή μετά λόγου γνώσης, και γνωρίζω και το τέλος της, αυτό που επέρχεται συνήθως. Σου λείπει ένα μόνο ον και όλα είναι «ερημιά» όπως έλεγε ο άλλος, και ο όρος «ερημιά» είναι λίγος, ακούγεται κάπως σαν απομίμηση 18ου αιώνα, δεν υπήρχε ακόμα τότε η υγιής εκείνη βία του γεννώμενου ρομαντισμού, η αλήθεια είναι πως σου λείπει ένα μόνο ον και όλα είναι νεκρά, ο κόσμος είναι νεκρός και είσαι κι εσύ νεκρός, ή έχεις μεταμορφωθεί σε ανθρωπάκι από πηλό, και οι άλλοι είναι κι αυτοί ανθρωπάκια από πηλό, απολύτως απρόσβλητα από τη θερμότητα και τον ηλεκτρισμό, τίποτα τότε δεν μπορεί να σε αγγίξει, παρά μόνο οι εσωτερικές οδύνες, απόρροια του διαχωρισμού του αυτόνομου σώματός σου, αλλά δεν είχα φτάσει ακόμα εκεί, το σώμα μου προς το παρόν συμπεριφερόταν αξιοπρεπώς, ήταν απλώς που ήμουν μόνος, κυριολεκτικά μόνος, και δεν αντλούσα καμία ευχαρίστηση απ’ τη μοναξιά μου, ούτε απ’ την ελεύθερη λειτουργία του πνεύματός μου, είχα ανάγκη από αγάπη, και δη αγάπη γενικά αλλά ιδίως είχα ανάγκη ένα μουνί, υπήρχαν πολλά μουνιά, δισεκατομμύρια στην επιφάνεια ενός πλανήτη μικρού ωστόσο, είναι απίστευτο πόσα μουνιά υπάρχουν αν το σκεφτείς, ζαλίζεσαι, νομίζω κάθε άντρας έχει νιώσει αυτό τον ίλιγγο, από την άλλη και τα μουνιά έχουν ανάγκη πούτσους, τέλος πάντων έτσι τουλάχιστον φαντάζονται (ευτυχής πλάνη, στην οποία βασίζεται η ηδονή του άντρα, η διαιώνιση του είδους, ίσως ακόμα και της σοσιαλδημοκρατίας), στη θεωρία το ζήτημα επιδέχεται λύση αλλά στην πράξη όχι πια, και να πως πεθαίνει ένας πολιτισμός, χωρίς φασαρίες, χωρίς κινδύνους ούτε δράματα και με πολύ λίγη αιματοχυσία, ένας πολιτισμός πεθαίνει απλώς από κόπωση, επειδή μπούχτισε με τον εαυτό του, τι μπορούσε να μου προτείνει η σοσιαλδημοκρατία προφανώς τίποτα, μόνο μια διαιώνιση της έλλειψης, ένα κάλεσμα στη λήθη.»


Ο Φλοράν ουσιαστικά εξαφανίζεται, καθώς παραιτείται κι από τη δουλειά του, κλείνει τους λογαριασμούς του στις τράπεζες, αποφασισμένος να ζήσει απομυζώντας την (μεγάλη) πατρική κληρονομιά. Ζώντας μια μοναχική ζωή και αποφεύγοντας τις συναναστροφές, θυμάται τις δύο μεγαλύτερες σχέσεις που είχε, οι οποίες τον στοιχειώνουν. Οι αναμνήσεις τον φέρνουν σε κατάθλιψη, το αδιέξοδο είναι μεγάλο και αυτοκτονικές σκέψεις τον κυριεύουν - στοιχείο που βρίσκουμε σχεδόν σε κάθε μυθιστόρημα του Ουελμπέκ. Μετά από συμβουλή του γιατρού του, αποφασίζει να περάσει τα Χριστούγεννα μακριά από το Παρίσι και επισκέπτεται έναν παλιό συμφοιτητή του, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, τον Αιμερίκ, που ζει μόνος στον οικογενειακό πύργο, καθώς η σύζυγός του, τον άφησε για έναν πιανίστα μετά από μια μεγάλη επένδυση που είχαν κάνει, χτίζοντας με επιχορήγηση, εξοχικές κατοικίες κοντά στην ακτή προς ενοικίαση. Ο Φλοράν βρίσκει τον φίλο του σε άθλια ψυχολογική κατάσταση (χειρότερη κι από εκείνον), να πνίγει τον πόνο του πίνοντας ακατάπαυστα. Ο Αιμερίκ είναι ένας άνθρωπος που η φορολογία τον έχει γονατίσει, ενώ η αγροκτηνοτροφική μονάδα του, όπως και οι υπόλοιπες της περιοχής, βρίσκεται στα πρόθυρα καταστροφής, ασφυκτιώντας υπό τους νόμους της Ε.Ε. και τον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Με τους υπόλοιπους κτηνοτρόφους της περιοχής, θα αντιδράσουν δυναμικά και οι συνέπειες θα είναι τραγικές.

Η πτώση ενός άνδρα είναι συνήθως θορυβώδης· στο μυθιστόρημα του Ουελμπέκ αποδίδεται με τρόπο ελεγειακό και καταθλιπτικό. Μέσα από σκηνές κυνικές και άκρως σεξιστικές, με πεολιχείες σε ανθρώπους και σκύλους, παρτούζες, σχόλια για την εργατικότητα στη δουλειά και στο σεξ των γυναικών της Ανατολικής Ευρώπης, πολιτικά και κοινωνικά σχόλια για ανθρώπους, χώρες (ορισμένα ιδιαίτερα εμπνευσμένα, όπως αυτό για τον ρόλο της Ολλανδίας), ο ήρωας του βιβλίου ζει στο παρελθόν, αρνούμενος να προσαρμοστεί στην σημερινή πραγματικότητα. Ότι υπάρχει γύρω του, στον σύγχρονο κόσμο, είναι καταδικαστέο, εκτός από την θηριώδη ντιζελοκίνητη Μερσεντές του, την καλωδιακή τηλεόραση, και τα γκουρμέ φαγητά.

«Στο παρελθόν πρώτα χώνεσαι, αρχίζεις να χώνεσαι και μετά είναι σαν να βουλιάζεις, και τίποτα τότε δεν μπορεί να βάλει τέλος σ’ αυτό το βούλιαγμα.»


Το μυθιστόρημα που πλατιάζει επικίνδυνα σε πολλά σημεία, και δείχνει τελείως αδιέξοδο, βρίσκει τον ρυθμό του, μετά την άφιξη του ήρωα στον πύργο του Αιμερίκ, στον Γαλλικό Βορρά με την ανεργία και την οικονομική δυσπραγία των κτηνοτρόφων και τις αντιδράσεις που μπορεί να μην έχουν άμεση σχέση με τα "κίτρινα γιλέκα" παραπέμπουν όμως στις τόσες διαμαρτυρίες και απεργίες που κατακλύζουν την επικαιρότητα και απασχολούν την Γαλλική διανόηση με ωραίες κινηματογραφικές ταινίες ("Σε πόλεμο", "Ο νόμος τηςαγοράς" και άλλες). Ο Ουελμπέκ, που πριν από ένα χρόνο με άρθρο του στον Αμερικανικό τύπο εγκωμίασε την πολιτική Τραμπ (παρότι δεν δίστασε να τον χαρακτηρίσει κλόουν), στρέφει τα βέλη του κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των νόμων της, προς ένα μέλλον που δεν προμηνύει τίποτα αισιόδοξο.

Με τον μακροπερίοδο λόγο του, ο συγγραφέας σαγηνεύει τον αναγνώστη ακόμα κι όταν τον εξοργίζει. Λιγότερο οξύ από τα προηγούμενα μυθιστορήματά του, η "Σεροτονίνη", είναι ένα βιβλίο που κυριαρχεί η αφηγηματική δεινότητα του Ουελμπέκ και η πάντα ενδιαφέρουσα (συμφωνείς ή διαφωνείς) ματιά του, στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ενοχλητικός και προκλητικός - τις περισσότερες φορές χάριν εντυπωσιασμού, δεν διστάζει να θίξει "δυσάρεστα" θέματα.
Εντυπωσιάζει όμως η άκρατη τρυφερότητα που βγαίνει σε πολλές σελίδες (κυρίως στην ανάμνηση του μεγάλου του έρωτα Καμίγ θυμίζοντας μεγάλους Γάλλους συγγραφείς του 19ου αιώνα) που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κυνικότητα που γενικότερα χαρακτηρίζει το έργο του, ενώ η ικανότητά του στην περιγραφή της πορείας του μοναχικού και μισάνθρωπου ήρωά του προς την κάθοδο είναι εκπληκτική και έξοχα ψυχογραφημένη που μέσα στην κυνικότητά της, περισσότερο συγκινεί, παρά προκαλεί, και σίγουρα δίνει (μεγάλη) τροφή για σκέψη.

Βαθμολογία 80 / 100





 
Τρίτη, Δεκεμβρίου 03, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 03, 2019 | Permalink
"Πέντε ώρες με τον Μάριο"

Εάν θέλει κανείς να περιγράψει, σε τι αναφέρεται το εμβληματικό μυθιστόρημα της Ισπανικής λογοτεχνίας "ΠΕΝΤΕ ΩΡΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΡΙΟ" ("Cinco horas con Mario"), του Miguel Delibes (Βαγιαδολίδ 1920 - 2010), θα μπορούσε να συνοψίσει την ιστορία του, σε 3 αράδες, σε δύο προτάσεις το πολύ! Δεν είναι όμως η ιστορία που μετράει στο βιβλίο, είναι το μοναδικό ύφος της αφήγησης που συγκλονίζει τον αναγνώστη, και καθιέρωσε αυτό το πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που επιτέλους μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Ποταμός (σε μετάφραση και πρόλογο του Κωνστ. Παλαιολόγου, σελ. 375), 53 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στην Ισπανία.


Γραμμένο μέσα στην περίοδο της Φρανκικής δικτατορίας, που κράτησε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, βυθίζοντας την χώρα στο σκοτάδι, το μυθιστόρημα του Ντελίμπες, είναι ουσιαστικά, ο μονόλογος μιας γυναίκας στο δωμάτιο που κείτεται η σωρός του συζύγου της. Ο Μάριο πεθαίνει ξαφνικά από καρδιακή προσβολή, στα 49 του χρόνια, αφήνοντας χήρα την σύζυγό του Κάρμεν που είναι 44 χρονών και ορφανά τα πέντε τους παιδιά. Αφού φύγουν οι επισκέπτες που ήρθαν να συμπαρασταθούν στην χήρα, σοκαρισμένοι κι αυτοί από το γεγονός, και φεύγει κι η Βάλεν, καλύτερη φίλη της Κάρμεν, εκείνη κλειδώνεται μόνη στο δωμάτιο με τον νεκρό και σε έναν μονόλογο που θα κρατήσει πέντε ώρες θα βγάλει από μέσα της, όσα κράταγε επί 23 χρόνια που διήρκεσε η ένωσή τους.

«Οι μεν γονείς διαμοιράζουν στα παιδιά τους τα σπίτια και την άλλη περιουσία▪ εκ μέρους όμως του Κυρίου ταιριάζεται η καλή γυναίκα προς τον άνδρα, ως ανεκτίμητη γι’ αυτόν περιουσία, κι όσον αφορά εσένα, καλέ μου, υποθέτω πως θα’ σαι ικανοποιημένος, και δικαιολογημένα, γιατί, μεταξύ μας, η ζωή δεν σου φέρθηκε εδώ και τόσο άσχημα, έχεις αντίρρηση; Μια γυναίκα αποκλειστικά για σένα, που δεν τη λες και άσχημη και που με τέσσερις πεσέτες έκανε θαύματα, δεν τη βρίσκεις κι εύκολα, μην αυταπατάσαι. Και πάνω που αρχίζουν τα δύσκολα, τσακ, άντε γεια, όπως το πρώτο βράδυ, θυμάσαι; Φεύγεις και μ’ αφήνεις μόνη να σηκώσω όλο το βάρος. Δεν είναι ότι παραπονιέμαι, θέλω να το καταλάβεις καλά, άλλες τα περνάνε πολύ χειρότερα, κοίτα την Τράνσι, φαντάσου, με τρία κουτσούβελα, αλλά θυμώνω, η αλήθεια να λέγεται, που φεύγεις χωρίς να’ χεις πάρει είδηση τα άγχη μου▪ χωρίς ούτε ένα ευχαριστώ, λες κι όλα αυτά ήταν το σύνηθες και το αναμενόμενο.»

Μέσα από τον μονόλογο, της θλιμμένης, κι άλλοτε οργισμένης αλλά συνεχώς παραπονούμενης Κάρμεν, ξεδιπλώνεται η ιστορία ενός γάμου δύο ανθρώπων, τελείως διαφορετικών μεταξύ τους. Ο Μάριο ήταν ένας καθηγητής πολύ σεβαστός στην πόλη, διανοούμενος και συγγραφέας ενός βιβλίου, που η Κάρμεν δεν κατάλαβε ποτέ, ένας δημοκρατικός άνθρωπος με πολιτικές ευαισθησίες, που δεν εκφραζόταν και παρέμενε διακριτικός και χωρίς να προκαλεί μέσα σε ένα κλίμα σκοταδισμού και καταπίεσης, αστυνομοκρατίας και θρησκευτικής τρομοκρατίας. Η Κάρμεν είναι μια τυπική μικροαστή νοικοκυρά, βαθειά θρησκευόμενη, πολύ συντηρητική στις πολιτικές της ιδέες, που εκφράζει τον κόσμο της καθημερινότητας και της υποταγής. Τώρα που δεν μπορεί να υπάρξει αντίλογος, είναι ελεύθερη επιτέλους να του μιλήσει για όλα, όσα κρατούσε μέσα της. Για την γνωριμία τους και την ζήλεια προς την αδερφή της που είχε μια περιστασιακή σεξουαλική σχέση με έναν Ιταλό κατά την διάρκεια του εμφυλίου, τα παράπονά της για την οικονομική "μιζέρια" (όπως θεωρεί) που βίωνε, το διαμέρισμα που είναι μικρό και θα μπορούσαν να ζήσουν σε μεγαλύτερο, για το αυτοκίνητο που ποτέ δεν αγόρασαν, για τις ιδέες του Μάριο που την έκαναν να ζει σε ένα διαρκή τρόμο, για το πως την κοιτάνε οι άνδρες στον δρόμο ενώ ο Μάριο αδιαφορούσε και άλλα πολλά.

«…εσύ ήθελες να’ σαι καλός και κατάφερες απλώς να’ σαι χαζός, όπως τ’ ακούς. «Η αλήθεια σου ανοίγει όλες τις πόρτες», τι μας λες…βλέπεις πως την πατήσαμε με τις θεωρίες σου, γιατί, όσο κι αν το ζαλίζεις, στη ζωή δεν μπορείς να τα πηγαίνεις καλά μ’ όλους, έτσι και πάρεις το μέρος των μεν, τσαντίζεις τους δε, αυτό είναι έτσι και δεν αλλάζει, αλλά αν τα πράγματα πρέπει να’ ναι έτσι γιατί έτσι ήταν πάντα, γιατί να μην πάρεις το μέρος εκείνων που μπορούν να σου το ανταποδώσουν; Εσύ όμως με τίποτα, δώστου με τους κουρελήδες και τους χωριάτες, λες και οι κουρελήδες και οι χωριάτες θα σου ‘ταν ποτές ευγνώμονες, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, καλέ μου…»

Η Κάρμεν εκπλήσσεται που βρίσκει στην Βίβλο που έχει στο κομοδίνο του ο Μάριο (υποχρεωτικό βιβλίο για όλα τα σπίτια και ξενοδοχεία κάποτε), υπογραμμισμένες φράσεις. Από αυτές τις φράσεις, ξεκινάνε τα 27 κεφάλαια του βιβλίου, όσα και τα υπογραμμισμένα από τον Μάριο αποσπάσματα, από τα οποία ξεκινάει τον μονόλογό της κάθε φορά η Κάρμεν, ουσιαστικά απαντώντας σε αυτόν τον ιδιότυπο διάλογο λες κι ο Μάριο της διάβαζε τα αποσπάσματα, για να ξεστρατίσει στη συνέχεια και οι σκέψεις της να την πάνε αλλού, αποκαλύπτοντας δυο διαφορετικούς κόσμους που αναγκαστικά συμβίωναν, το δημοκρατικό και ανοιχτό μυαλό του Μάριο που πολεμούσε το σύστημα εκ των έσω, όπως μπορούσε, και τον συμβιβασμένο μικροαστικό και συντηρητικό κόσμο της Κάρμεν που έφερε τον Φράνκο στην εξουσία και τον τιμούσε ως Θεό.

Γραμμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος του σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εκτός από την αρχή και το τέλος, που σε θεατρικό ρυθμό ανοίγουν και κλείνουν την αυλαία, το μυθιστόρημα του Ντελίμπες (το οποίο μεταφέρθηκε και στην θεατρική σκηνή), υπερβαίνει το εμφανές πολιτικό του μήνυμα, που ίσως είχε περισσότερο νόημα την εποχή που κυκλοφόρησε το βιβλίο και εμβαθύνει στο ψυχολογικό πλαίσιο. Ο μονόλογος της Κάρμεν, στο σαγηνευτικά γεμάτο λαϊκότητα, προφορικό ύφος που επιλέγει ο συγγραφέας, τονίζει όχι μόνο τις πολιτικές αντιθέσεις αλλά και τους διαφορετικούς χαρακτήρες, που παρότι ζούσαν μαζί, είχαν ουσιαστικά χωρίσει καθώς δεν επικοινωνούσαν σε κανένα τομέα.

«…Παραδέξου το επιτέλους, Μάριο, οι διανοούμενοι, με τις αλλόκοτες ιδέες τους, είναι που τα περιπλέκουν όλα, γιατί είναι όλοι τους μισότρελοι, γιατί νομίζουν ότι ξέρουν τα πάντα, αλλά το μόνο που ξέρουν είναι να γίνονται ενοχλητικοί, το μόνο, παρατήρησέ το να δεις, και να ξεσηκώνουν τους φτωχούς, κι όσοι δεν γίνονται στο τέλος κομμουνιστές γίνονται προτεστάντες ή τίποτα χειρότερο.»


Σε πρώτο επίπεδο, έχουμε τις δύο Ισπανίες που αλληλοσπαράσσονται, έναν οικιακό εμφύλιο χωρίς νεκρούς, αλλά σε δεύτερο επίπεδο, έχουμε και τον εμφύλιο της συμβίωσης, χωρίς καλούς και κακούς, όπου και οι δύο πλευρές έχουν άδικο και δίκιο ταυτόχρονα. Δεν υπάρχει στο βιβλίο, η ένταση και η βία του «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» του Ε.Άλμπι, αλλά αυτό που βγαίνει από την πραγματικά θλιμμένη Κάρμεν, είναι ο θυμός και η απογοήτευση γιατί ο Μάριο ποτέ δεν προσπάθησε να την φέρει πιο κοντά του, να την κατανοήσει, να την δει σαν γυναίκα – συνεχώς τονίζεται η σεξουαλική αδιαφορία του, ακόμα και την πρώτη νύχτα του γάμου -, σαν ισότιμη δίπλα του.

Η Ισπανία αλλάζει κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’60, ο Φράνκο επενδύει στον τουρισμό, οι ξένοι συρρέουν στις παραλίες, το καθεστώς δεν είναι το ίδιο αυστηρό και σκληρό που ήταν στις δεκαετίες ’40 και ’50, η Κάρμεν ήθελε να ζήσει αυτές τις αλλαγές, να πάει διακοπές, να κάνει βόλτες με αυτοκίνητο, κοιτάζοντας (και διαβάζοντας) τα πράγματα αρκετές δεκαετίες μετά, δεν μπορούμε να είμαστε αυστηροί απέναντί σε αυτή την γυναίκα, που άλλα πράγματα θέλησε και άλλα βρήκε.

Σπουδαίο μυθιστόρημα, το «Πέντε ώρες με τον Μάριο» (που «ευτύχησε» να μεταφραστεί από τον Κωνστ. Παλαιολόγο), με φοβερό ρυθμό, ενώ το χιούμορ εναλλάσσεται με την θλίψη και τον σπαραγμό. Εξωτερική και εσωτερική καταπίεση, η έλλειψη επικοινωνίας και κατανόησης, η ματαίωση των ελπίδων και η αδυναμία έκφρασης των συναισθημάτων, ο πολιτικός φανατισμός και οι θρησκευτικές εμμονές, το πόσο καλά γνωρίζουμε αυτόν που έχουμε δίπλα μας, όλα αυτά περνάνε μέσα από αυτόν τον αφοπλιστικό μονόλογο που καθηλώνουν τον αναγνώστη, σε ένα βιβλίο (απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε βιβλιόφιλο), που γράφτηκε μια δύσκολη εποχή (και είναι θαύμα που πέρασε την Φρανκική λογοκρισία), που έγινε κλασσικό και το οποίο παραμένει ζωντανό, χωρίς να χάσει την δυναμική του, τόσες δεκαετίες μετά.

Βαθμολογία 87 / 100