Τετάρτη, Φεβρουαρίου 24, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 24, 2016 | Permalink
Ξελογιάσματα (Ερωτοτροπίες)
Ο τεράστιος Ισπανός Javier Marias
(Μαδρίτη, 1951), δεν είναι ένας προβλέψιμος συγγραφέας και τα
μυθιστορήματά του, “παγιδεύουν” τον αναγνώστη, καθώς με τον σύνθετο και
απαιτητικό του λόγο, τον παρασύρει σε ένα παιχνίδι σκιών και υπαινιγμών, σε μια
σχετικότητα των καταστάσεων και των συναισθημάτων. Το αριστουργηματικό του
μυθιστόρημα “ΕΡΩΤΟΤΡΟΠΙΕΣ” (“Los
enamoramientos”), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ.
Χρ. Θεοδωροπούλου, σελ. 424), δεν διαφέρει από τα προηγούμενά του, καθώς
καλλιεργεί την ίδια ατμόσφαιρα αποστασιοποίησης από τα γεγονότα που περιγράφει,
με ένα φιλοσοφικό και δοκιμιακό ύφος, που απαιτεί την ενεργό συμμετοχή του
αναγνώστη. Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον με τον Μαρίας δε, είναι ότι όσα βιβλία του
και να διαβάσεις, όσα χρόνια κι αν περάσουν (ασχολούμαι μαζί του πάνω από μια
δεκαετία και δεν μ' έχει απογοητεύσει ποτέ), νιώθεις σαν να τον ανακαλύπτεις
πάντα για πρώτη φορά, συνεχώς σε ξαφνιάζει, διαρκώς σε σαγηνεύει.
"Η παράταση αλλοιώνει τα πάντα, κι αυτό που χτες ήταν εξαίσιο
αύριο θα ήταν ένα μαρτύριο."
Η Μαρία Ντολθ, εργάζεται σε έναν εκδοτικό οίκο και κάθε μέρα παίρνει
το πρωινό της σε ένα καφέ, όπου παρατηρεί ένα όμορφο και καλοντυμένο ζευγάρι,
εκείνος κοντά στα 50, εκείνη μια δεκαετία μικρότερη, να περνάνε τόσο καλά μαζί,
να είναι τόσο φωτεινοί και ταιριαστοί, που το θέαμα την συγκινεί σε σημείο να
τους αποζητάει καθημερινά. Δεν έχουν
μιλήσει ποτέ μαζί της, κι εκείνη δεν έχει το θάρρος ούτε να τους χαιρετήσει.
Καθυστερεί συνήθως να εμφανιστεί στο γραφείο της γιατί το θέαμα των δυό τους,
την καθηλώνει, την μαγνητίζει.
Μετά από μακροχρόνια απουσία τους από το καφέ, θα διαβάσει στην
εφημερίδα, για μια φρικτή δολοφονία ενός επιχειρηματία από έναν άστεγο, μέρα
μεσημέρι. Όταν παρατηρεί καλύτερα την φωτογραφία του νεκρού, θα καταλάβει ότι
είναι ο άντρας που έβλεπε καθημερινά, κάθε πρωί σχεδόν, να γελάει και να
κοιτάζει ερωτευμένος την σύντροφό του. Τότε θα μάθει και το όνομά του, Ντεβέρν.
Το νέο την σοκάρει, την απελπίζει. Μετά από αρκετό καιρό, θα συναντήσει την
χήρα πλέον σύζυγό του στο ίδιο καφέ, όπου το πρωινό δεν είναι ξανά το ίδιο. Θα
της συστηθεί και τότε θα μάθει και το δικό της όνομα, Λουίσα Αλδάυ.
Αποδεικνύεται ότι το ζευγάρι την είχε προσέξει, την αποκαλούσαν δε, μεταξύ τους
“η διακριτική νέα”. Η Λουίσα την καλεί σπίτι της για ένα ποτό, εκείνη θα πάει,
κι εκεί θα γνωρίσει τον φίλο του ζευγαριού, τον Ντίαθ Βαρέλα, ο οποίος πέρασε
τυχαία εκείνη την ώρα.
Ο Ντίαθ-Βαρέλα και η Μαρία θα ξανασυναντηθούν πάλι τελείως τυχαία, θα
πιούν καφέ μαζί και μια ερωτική σχέση θα ξεκινήσει. Εκείνος είναι αρρενωπός και
γοητευτικός, ευγενής και καλός εραστής, όμως δείχνει κολλημένος στην Λουίσα,
την χήρα του καλού του φίλου Ντεβέρν. Η Μαρία πρέπει να το δεχτεί αυτό, καθώς
τα όρια της σχέσης τους (όπως εκείνος τα θέτει χωρίς διαπραγμάτευση), δείχνουν
καθορισμένα – θα είναι μαζί, μέχρι η Λουίσα καταφέρει να ξεπεράσει τον θάνατο
του συζύγου της, και αρχίσει πάλι να ξαναζεί, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον
Ντίαθ-Βαρέλα να την προσεγγίσει με διαφορετικό τρόπο. Ή ζωή όμως περιέχει
πολλές εκπλήξεις, και τα πράγματα δεν κυλούν πάντα όπως τα θέλουμε ή τα
προγραμματίζουμε. Η Μαρία, έχει ερωτευτεί τον Ντίαθ-Βαρέλα και ένα βράδυ, θα
ακούσει μια συζήτηση του εραστή της με έναν συνεργάτη του, η οποία θα ανατρέψει
τελείως την εικόνα που είχε σχηματίσει για εκείνον και για την όλη κατάσταση.
Πως θα αντιδράσει και ποια είναι η αλήθεια πίσω από τον θάνατο του άτυχου
Ντεβέρν; Ποιος είναι ο γητευτής Ντίαθ-Βαρέλα και μέχρι που μπορεί να φτάσει για
να κατακτήσει το αντικείμενο του πόθου του;
Οι ιστορίες που περιγράφει ο μεγάλος Ισπανός συγγραφέας δεν είναι
ποτέ προβλέψιμες και ευθύγραμμες, πάντα
περιέχουν παρακλάδια και η διαδρομή τους παγίδες – πολλές παγίδες. Ο Μαρίας
έχει την ικανότητα να παίρνει μια απλή πρόταση και να την μετατρέπει σε κάτι
πολύπλοκο και ελκυστικό, δίνοντας αξία σε κάθε λέξη. Τι ωραία ταινία θα
γινότανε στα χέρια ενός ικανού σκηνοθέτη. Το βιβλίο του δεν στηρίζεται στην
πλοκή η οποία είναι υποτυπώδης και λειτουργεί περισσότερο ως φόντο. Το βιβλίο
είναι γεμάτο από λογοτεχνικές αναφορές, η δε νουβέλα του Μπαλζάκ
“Συνταγματάρχης Σαμπέρ” (η οποία αναλύεται εξαντλητικά), ο “Μακμπέθ” του
Σαίξπηρ, όπως και οι “3 Σωματοφύλακες” του Α.Δουμά (τι περίεργη για όποιον δεν
έχει διαβάσει το βιβλίο, τριάδα), επανέρχονται συνεχώς μέσα στην ιστορία,
καθώς, κυρίως το πρώτο, θα χρησιμεύσουν στους διαλόγους των ηρώων για τον
θάνατο, τον πόνο, την μνήμη, τις ανθρώπινες αδυναμίες.
"Ναι, τα πάντα εξασθενούν, όμως είναι εξίσου αλήθεια ότι τίποτα
δεν εξαφανίζεται ούτε χάνεται ποτέ εντελώς, παραμένουν αδύναμοι αντίλαλοι και
φευγαλέες ενθυμήσεις που αναδύονται οποιαδήποτε στιγμή σαν θραύσματα από
πέτρινες στήλες στην αίθουσα κάποιου μουσείου που κανείς δεν επισκέπτεται,
απονεκρωμένα σαν ερείπια από αρχιτεκτονικά τύμπανα με μισοσβησμένες επιγραφές,
ύλη του παρελθόντος, ύλη βουβή, σχεδόν ανεξιχνίαστα, δίχως νόημα καλά καλά,
παράλογα κατάλοιπα που διατηρούνται δίχως κανένα σκοπό, γιατί δεν θα μπορέσουν
ποτέ να ανασυσταθούν και είναι τώρα πια λιγότερο φως παρά σκοτάδι και πολύ
λιγότερο θύμηση παρά λήθη. Ωστόσο βρίσκονται εκεί, δίχως κανένας να τα
καταστρέφει και να τα συνάπτει με τα σκόρπια ή χαμένα εδώ και αιώνες κομμάτια
τους. Είναι εκεί φυλαγμένα σαν μικροί θησαυροί και σαν δεισιδαιμονία, σαν πολύτιμοι
μάρτυρες για το ότι υπήρξε κάποιος κάποτε και ότι πέθανε και είχε όνομα, έστω
κι αν δεν το βλέπουμε ολόκληρο και η ανασύνθεσή του είναι αδύνατη και κανείς δε
νοιάζεται καθόλου γι'αυτό τον κάποιον που δεν είναι κανείς."
Η αφήγηση είναι σπειροειδής, κάνει κύκλους, έχει συνεχή μπρος-πίσω και
δεν προσφέρεται για τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται κυρίως για την πλοκή σε μια
ιστορία. Στα βιβλία του Μαρίας, θα πρέπει να αφεθεί στα χέρια του συγγραφέα και
να ακολουθήσει τον ρυθμό του, που είναι υπνωτιστικός και ονειρικός, ενώ με την
αργή εξέλιξη της ιστορίας, του δίνεται χώρος να μιλήσει για τον έρωτα και τον
θάνατο, την μνήμη, την αντίληψη, το πένθος και τον πόνο, την προδοσία και την
απογοήτευση. Με προτάσεις σε κάθε σχεδόν σελίδα, οι οποίες σε παρακινούν να τις
υπογραμμίσεις, με παραγράφους που σε κρατάνε εγκλωβισμένο με την γοητεία του
λόγου, και δεν σ' αφήνουν να προχωρήσεις, όπως πιάνεις τον εαυτό σου, να
επαναλαμβάνει φωναχτά κάποια κομμάτια, “αιχμάλωτος” του μαγευτικού ύφους του
συγγραφέα.
Ο Μαρίας ελέγχει απόλυτα τον ρυθμό του μυθιστορήματός του. Ακόμα και
στα πιο φιλοσοφικά του κομμάτια, δεν θα αφήσει την πλοκή, θα την δέσει ακόμα
περισσότερο, αλλά αισθάνεσαι ότι γοητεύεται κι ο ίδιος από το υπέροχο στυλ του
και αφήνεται να περιπλανηθεί με σκέψεις και θεωρίες που σε πρώτο επίπεδο δεν διαδραματίζουν
κανένα ρόλο, εκ των υστέρων βέβαια αντιλαμβάνεσαι ότι τίποτα δεν ήταν τυχαίο
και όλο αυτό ήταν ένα υπνωτιστικό και πανέξυπνο συγγραφικό παιχνίδι στο οποίο ο
αναγνώστης είναι εγκλωβισμένος.
Με θαυμάσια ψυχαναλυτική ικανότητα ο συγγραφέας, ανατέμνει τις
ανθρώπινες σχέσεις, την ανδρική και την γυναικεία ψυχοσύνθεση, τον τρόπο που
βλέπουν τη σχέση, τον έρωτα. Προκαλεί θαυμασμό, ο τρόπος που σκιαγραφούνται και
περιγράφονται οι σκέψεις και τα συναισθήματα της κεντρικής ηρωίδας, της Μαρίας
Ντολθ, το πως κινείται και πως αντιλαμβάνεται τα γεγονότα, πως πράττει και πως
ενεργεί. Με ακρίβεια εντομολόγου, ο εκπληκτικός Χαβιέρ Μαρίας δεν αφήνει τίποτα
να πέσει κάτω σε αυτό το κομψοτέχνημα που έχει γράψει.
Η πλοκή μπορεί να φανεί σε κάποιους αδύναμη, όπως και η εξέλιξή της,
οι δε μονόλογοι σε μερικούς αναγνώστες θα φανούν ατελείωτοι. Δεν είναι όμως
έτσι, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία που πηγαίνει στα απολύτως βασικά των
ανθρώπινων σχέσεων, του έρωτα και της ζωής. Φλυρία; ίσως... Αλλά γεμάτη
λογοτεχνικότητα και απαράμιλλη γοητεία. Κείμενο που όσο και να πλατειάζει (κάτι
που ίσως, δεν ξέρω, το κάνει συχνά) σε φέρνει ακόμα πιο κοντά του, δέσμιο του
ύφους του συγγραφέα.
Η αστυνομική τροπή που παίρνει η υπόθεση με τις αμφιβολίες και τις
αβεβαιότητες (όπως κάθε καλή αστυνομική ιστορία κάνει) να διαχέονται συνεχώς
μέσα στην ιστορία, λειτουργεί ιδανικά ως καμβάς για να αναπτυχθούν οι απόψεις
περί θανάτου και έρωτα και της σχετικότητας όπως και των ανθρώπινων αδυναμιών.
Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος μας λέει ο Μαρίας και όλοι θύτες και θύματα των
αδυναμιών μας είμαστε.
"Ναι, είμαστε όλοι μας κακές απομιμήσεις ανθρώπων που δεν έχουμε
γνωρίσει σχεδόν ποτέ, ανθρώπων που δεν ήρθαν κοντά ή προσπέρασαν τη ζωή εκείνων
που τώρα αγαπάμε, ή που κοντοστάθηκαν αλλά βαρέθηκαν μετά από καιρό και χάθηκαν
δίχως ν'αφήσουν ίχνη, ή άφησαν μόνο ένα σύννεφο σκόνης πίσω από την άτακτη φυγή
τους, ή πέθαναν προκαλώντας σ'αυτούς που αγαπάμε θανάσιμη πληγή, που τελικά
επουλώνεται. Δεν μπορούμε να αξιώνουμε να είμαστε οι πρώτοι, ή οι πιο
προσφιλείς, είμαστε απλά ότι είναι διαθέσιμο, τα απομεινάρια, τα περισσεύματα,
οι επιζήσαντες, ό,τι απομένει, τα υπόλοιπα, και μ'αυτό το ελάχιστα ευγενές
υλικό είναι που χτίζονται οι μεγαλύτεροι έρωτες και θεμελιώνονται οι καλύτερες
οικογένειες, απ'αυτό προερχόμαστε όλοι, καρποί της σύμπτωσης και του
κομφορμισμού, των απορρίψεων και της ατολμίας και των αποτυχιών των άλλων, και
ακόμα κι έτσι θα δίναμε τα πάντα ορισμένες φορές για να μείνουμε κοντά σ'αυτόν
που ξεθάψαμε κάποτε απο μια σοφίτα ή από έναν πλειστηριασμό, ή μας έτυχε στα
χαρτιά ή μας μάζεψε από τα άχρηστα. Καταφέρνουμε να πείσουμε τον εαυτό μας έξω
από κάθε λογική για τους τυχαίους έρωτές μας, και είναι πολλοί εκείνοι που
πιστεύουν πως βλέπουν το χέρι της μοίρας εκεί που δεν πρόκειται για τίποτ' άλλο
παρά για κλήρο σε επαρχιώτικη λοταρία στο ψυχορράγημα του καλοκαιριού..."