Τετάρτη, Φεβρουαρίου 24, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 24, 2016 | Permalink
Ξελογιάσματα (Ερωτοτροπίες)
Ο τεράστιος Ισπανός Javier Marias (Μαδρίτη, 1951), δεν είναι ένας προβλέψιμος συγγραφέας και τα μυθιστορήματά του, “παγιδεύουν” τον αναγνώστη, καθώς με τον σύνθετο και απαιτητικό του λόγο, τον παρασύρει σε ένα παιχνίδι σκιών και υπαινιγμών, σε μια σχετικότητα των καταστάσεων και των συναισθημάτων. Το αριστουργηματικό του μυθιστόρημα “ΕΡΩΤΟΤΡΟΠΙΕΣ” (“Los enamoramientos”), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Χρ. Θεοδωροπούλου, σελ. 424), δεν διαφέρει από τα προηγούμενά του, καθώς καλλιεργεί την ίδια ατμόσφαιρα αποστασιοποίησης από τα γεγονότα που περιγράφει, με ένα φιλοσοφικό και δοκιμιακό ύφος, που απαιτεί την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη. Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον με τον Μαρίας δε, είναι ότι όσα βιβλία του και να διαβάσεις, όσα χρόνια κι αν περάσουν (ασχολούμαι μαζί του πάνω από μια δεκαετία και δεν μ' έχει απογοητεύσει ποτέ), νιώθεις σαν να τον ανακαλύπτεις πάντα για πρώτη φορά, συνεχώς σε ξαφνιάζει, διαρκώς σε σαγηνεύει.

"Η παράταση αλλοιώνει τα πάντα, κι αυτό που χτες ήταν εξαίσιο αύριο θα ήταν ένα μαρτύριο."

Η Μαρία Ντολθ, εργάζεται σε έναν εκδοτικό οίκο και κάθε μέρα παίρνει το πρωινό της σε ένα καφέ, όπου παρατηρεί ένα όμορφο και καλοντυμένο ζευγάρι, εκείνος κοντά στα 50, εκείνη μια δεκαετία μικρότερη, να περνάνε τόσο καλά μαζί, να είναι τόσο φωτεινοί και ταιριαστοί, που το θέαμα την συγκινεί σε σημείο να τους αποζητάει  καθημερινά. Δεν έχουν μιλήσει ποτέ μαζί της, κι εκείνη δεν έχει το θάρρος ούτε να τους χαιρετήσει. Καθυστερεί συνήθως να εμφανιστεί στο γραφείο της γιατί το θέαμα των δυό τους, την καθηλώνει, την μαγνητίζει.
Μετά από μακροχρόνια απουσία τους από το καφέ, θα διαβάσει στην εφημερίδα, για μια φρικτή δολοφονία ενός επιχειρηματία από έναν άστεγο, μέρα μεσημέρι. Όταν παρατηρεί καλύτερα την φωτογραφία του νεκρού, θα καταλάβει ότι είναι ο άντρας που έβλεπε καθημερινά, κάθε πρωί σχεδόν, να γελάει και να κοιτάζει ερωτευμένος την σύντροφό του. Τότε θα μάθει και το όνομά του, Ντεβέρν. Το νέο την σοκάρει, την απελπίζει. Μετά από αρκετό καιρό, θα συναντήσει την χήρα πλέον σύζυγό του στο ίδιο καφέ, όπου το πρωινό δεν είναι ξανά το ίδιο. Θα της συστηθεί και τότε θα μάθει και το δικό της όνομα, Λουίσα Αλδάυ. Αποδεικνύεται ότι το ζευγάρι την είχε προσέξει, την αποκαλούσαν δε, μεταξύ τους “η διακριτική νέα”. Η Λουίσα την καλεί σπίτι της για ένα ποτό, εκείνη θα πάει, κι εκεί θα γνωρίσει τον φίλο του ζευγαριού, τον Ντίαθ Βαρέλα, ο οποίος πέρασε τυχαία εκείνη την ώρα.

Ο Ντίαθ-Βαρέλα και η Μαρία θα ξανασυναντηθούν πάλι τελείως τυχαία, θα πιούν καφέ μαζί και μια ερωτική σχέση θα ξεκινήσει. Εκείνος είναι αρρενωπός και γοητευτικός, ευγενής και καλός εραστής, όμως δείχνει κολλημένος στην Λουίσα, την χήρα του καλού του φίλου Ντεβέρν. Η Μαρία πρέπει να το δεχτεί αυτό, καθώς τα όρια της σχέσης τους (όπως εκείνος τα θέτει χωρίς διαπραγμάτευση), δείχνουν καθορισμένα – θα είναι μαζί, μέχρι η Λουίσα καταφέρει να ξεπεράσει τον θάνατο του συζύγου της, και αρχίσει πάλι να ξαναζεί, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον Ντίαθ-Βαρέλα να την προσεγγίσει με διαφορετικό τρόπο. Ή ζωή όμως περιέχει πολλές εκπλήξεις, και τα πράγματα δεν κυλούν πάντα όπως τα θέλουμε ή τα προγραμματίζουμε. Η Μαρία, έχει ερωτευτεί τον Ντίαθ-Βαρέλα και ένα βράδυ, θα ακούσει μια συζήτηση του εραστή της με έναν συνεργάτη του, η οποία θα ανατρέψει τελείως την εικόνα που είχε σχηματίσει για εκείνον και για την όλη κατάσταση. Πως θα αντιδράσει και ποια είναι η αλήθεια πίσω από τον θάνατο του άτυχου Ντεβέρν; Ποιος είναι ο γητευτής Ντίαθ-Βαρέλα και μέχρι που μπορεί να φτάσει για να κατακτήσει το αντικείμενο του πόθου του;

Οι ιστορίες που περιγράφει ο μεγάλος Ισπανός συγγραφέας δεν είναι ποτέ  προβλέψιμες και ευθύγραμμες, πάντα περιέχουν παρακλάδια και η διαδρομή τους παγίδες – πολλές παγίδες. Ο Μαρίας έχει την ικανότητα να παίρνει μια απλή πρόταση και να την μετατρέπει σε κάτι πολύπλοκο και ελκυστικό, δίνοντας αξία σε κάθε λέξη. Τι ωραία ταινία θα γινότανε στα χέρια ενός ικανού σκηνοθέτη. Το βιβλίο του δεν στηρίζεται στην πλοκή η οποία είναι υποτυπώδης και λειτουργεί περισσότερο ως φόντο. Το βιβλίο είναι γεμάτο από λογοτεχνικές αναφορές, η δε νουβέλα του Μπαλζάκ “Συνταγματάρχης Σαμπέρ” (η οποία αναλύεται εξαντλητικά), ο “Μακμπέθ” του Σαίξπηρ, όπως και οι “3 Σωματοφύλακες” του Α.Δουμά (τι περίεργη για όποιον δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, τριάδα), επανέρχονται συνεχώς μέσα στην ιστορία, καθώς, κυρίως το πρώτο, θα χρησιμεύσουν στους διαλόγους των ηρώων για τον θάνατο, τον πόνο, την μνήμη, τις ανθρώπινες αδυναμίες.

"Ναι, τα πάντα εξασθενούν, όμως είναι εξίσου αλήθεια ότι τίποτα δεν εξαφανίζεται ούτε χάνεται ποτέ εντελώς, παραμένουν αδύναμοι αντίλαλοι και φευγαλέες ενθυμήσεις που αναδύονται οποιαδήποτε στιγμή σαν θραύσματα από πέτρινες στήλες στην αίθουσα κάποιου μουσείου που κανείς δεν επισκέπτεται, απονεκρωμένα σαν ερείπια από αρχιτεκτονικά τύμπανα με μισοσβησμένες επιγραφές, ύλη του παρελθόντος, ύλη βουβή, σχεδόν ανεξιχνίαστα, δίχως νόημα καλά καλά, παράλογα κατάλοιπα που διατηρούνται δίχως κανένα σκοπό, γιατί δεν θα μπορέσουν ποτέ να ανασυσταθούν και είναι τώρα πια λιγότερο φως παρά σκοτάδι και πολύ λιγότερο θύμηση παρά λήθη. Ωστόσο βρίσκονται εκεί, δίχως κανένας να τα καταστρέφει και να τα συνάπτει με τα σκόρπια ή χαμένα εδώ και αιώνες κομμάτια τους. Είναι εκεί φυλαγμένα σαν μικροί θησαυροί και σαν δεισιδαιμονία, σαν πολύτιμοι μάρτυρες για το ότι υπήρξε κάποιος κάποτε και ότι πέθανε και είχε όνομα, έστω κι αν δεν το βλέπουμε ολόκληρο και η ανασύνθεσή του είναι αδύνατη και κανείς δε νοιάζεται καθόλου γι'αυτό τον κάποιον που δεν είναι κανείς."

Η αφήγηση είναι σπειροειδής, κάνει κύκλους, έχει συνεχή μπρος-πίσω και δεν προσφέρεται για τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται κυρίως για την πλοκή σε μια ιστορία. Στα βιβλία του Μαρίας, θα πρέπει να αφεθεί στα χέρια του συγγραφέα και να ακολουθήσει τον ρυθμό του, που είναι υπνωτιστικός και ονειρικός, ενώ με την αργή εξέλιξη της ιστορίας, του δίνεται χώρος να μιλήσει για τον έρωτα και τον θάνατο, την μνήμη, την αντίληψη, το πένθος και τον πόνο, την προδοσία και την απογοήτευση. Με προτάσεις σε κάθε σχεδόν σελίδα, οι οποίες σε παρακινούν να τις υπογραμμίσεις, με παραγράφους που σε κρατάνε εγκλωβισμένο με την γοητεία του λόγου, και δεν σ' αφήνουν να προχωρήσεις, όπως πιάνεις τον εαυτό σου, να επαναλαμβάνει φωναχτά κάποια κομμάτια, “αιχμάλωτος” του μαγευτικού ύφους του συγγραφέα.

Ο Μαρίας ελέγχει απόλυτα τον ρυθμό του μυθιστορήματός του. Ακόμα και στα πιο φιλοσοφικά του κομμάτια, δεν θα αφήσει την πλοκή, θα την δέσει ακόμα περισσότερο, αλλά αισθάνεσαι ότι γοητεύεται κι ο ίδιος από το υπέροχο στυλ του και αφήνεται να περιπλανηθεί με σκέψεις και θεωρίες που σε πρώτο επίπεδο δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο, εκ των υστέρων βέβαια αντιλαμβάνεσαι ότι τίποτα δεν ήταν τυχαίο και όλο αυτό ήταν ένα υπνωτιστικό και πανέξυπνο συγγραφικό παιχνίδι στο οποίο ο αναγνώστης είναι εγκλωβισμένος.

Με θαυμάσια ψυχαναλυτική ικανότητα ο συγγραφέας, ανατέμνει τις ανθρώπινες σχέσεις, την ανδρική και την γυναικεία ψυχοσύνθεση, τον τρόπο που βλέπουν τη σχέση, τον έρωτα. Προκαλεί θαυμασμό, ο τρόπος που σκιαγραφούνται και περιγράφονται οι σκέψεις και τα συναισθήματα της κεντρικής ηρωίδας, της Μαρίας Ντολθ, το πως κινείται και πως αντιλαμβάνεται τα γεγονότα, πως πράττει και πως ενεργεί. Με ακρίβεια εντομολόγου, ο εκπληκτικός Χαβιέρ Μαρίας δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω σε αυτό το κομψοτέχνημα που έχει γράψει.

Η πλοκή μπορεί να φανεί σε κάποιους αδύναμη, όπως και η εξέλιξή της, οι δε μονόλογοι σε μερικούς αναγνώστες θα φανούν ατελείωτοι. Δεν είναι όμως έτσι, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία που πηγαίνει στα απολύτως βασικά των ανθρώπινων σχέσεων, του έρωτα και της ζωής. Φλυρία; ίσως... Αλλά γεμάτη λογοτεχνικότητα και απαράμιλλη γοητεία. Κείμενο που όσο και να πλατειάζει (κάτι που ίσως, δεν ξέρω, το κάνει συχνά) σε φέρνει ακόμα πιο κοντά του, δέσμιο του ύφους του συγγραφέα.
Η αστυνομική τροπή που παίρνει η υπόθεση με τις αμφιβολίες και τις αβεβαιότητες (όπως κάθε καλή αστυνομική ιστορία κάνει) να διαχέονται συνεχώς μέσα στην ιστορία, λειτουργεί ιδανικά ως καμβάς για να αναπτυχθούν οι απόψεις περί θανάτου και έρωτα και της σχετικότητας όπως και των ανθρώπινων αδυναμιών. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος μας λέει ο Μαρίας και όλοι θύτες και θύματα των αδυναμιών μας είμαστε.

"Ναι, είμαστε όλοι μας κακές απομιμήσεις ανθρώπων που δεν έχουμε γνωρίσει σχεδόν ποτέ, ανθρώπων που δεν ήρθαν κοντά ή προσπέρασαν τη ζωή εκείνων που τώρα αγαπάμε, ή που κοντοστάθηκαν αλλά βαρέθηκαν μετά από καιρό και χάθηκαν δίχως ν'αφήσουν ίχνη, ή άφησαν μόνο ένα σύννεφο σκόνης πίσω από την άτακτη φυγή τους, ή πέθαναν προκαλώντας σ'αυτούς που αγαπάμε θανάσιμη πληγή, που τελικά επουλώνεται. Δεν μπορούμε να αξιώνουμε να είμαστε οι πρώτοι, ή οι πιο προσφιλείς, είμαστε απλά ότι είναι διαθέσιμο, τα απομεινάρια, τα περισσεύματα, οι επιζήσαντες, ό,τι απομένει, τα υπόλοιπα, και μ'αυτό το ελάχιστα ευγενές υλικό είναι που χτίζονται οι μεγαλύτεροι έρωτες και θεμελιώνονται οι καλύτερες οικογένειες, απ'αυτό προερχόμαστε όλοι, καρποί της σύμπτωσης και του κομφορμισμού, των απορρίψεων και της ατολμίας και των αποτυχιών των άλλων, και ακόμα κι έτσι θα δίναμε τα πάντα ορισμένες φορές για να μείνουμε κοντά σ'αυτόν που ξεθάψαμε κάποτε απο μια σοφίτα ή από έναν πλειστηριασμό, ή μας έτυχε στα χαρτιά ή μας μάζεψε από τα άχρηστα. Καταφέρνουμε να πείσουμε τον εαυτό μας έξω από κάθε λογική για τους τυχαίους έρωτές μας, και είναι πολλοί εκείνοι που πιστεύουν πως βλέπουν το χέρι της μοίρας εκεί που δεν πρόκειται για τίποτ' άλλο παρά για κλήρο σε επαρχιώτικη λοταρία στο ψυχορράγημα του καλοκαιριού..."




 
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 17, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 17, 2016 | Permalink
Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου
Η ιστορία ενός τόπου, η ιστορία μιας οικογένειας, η ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Είναι ο καμβάς για το στήσιμο του καινούργιου μυθιστορήματος της ικανότατης και ιδιαίτερα ταλαντούχας (βραβευμένης) συγγραφέως και (βραβευμένης) μεταφράστριας, Μαρίας Ξυλούρη (Κρήτη,1983), με τον περίεργο τίτλο “Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΥ” (Εκδόσεις Καλέντη, 296 σελ.). Ένα πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο βιβλίο, φτιαγμένο με ετερόκλητα υλικά, τα οποία συνθέτουν ένα σαγηνευτικό και ιδιόμορφο σύνολο, το οποίο δεν μπορείς να το κατατάξεις κάπου καθώς ατίθασο όπως είναι ξεγλιστράει συνέχεια.

Το μυθιστόρημα που ξεκινάει με γερές δόσεις μαγικού ρεαλισμού, αφηγείται την ιστορία της οικογένειας Ραγκούδη και την επιστροφή της στο Νιόφυτο, ένα χωριό της Βόρειας Ελλάδας. Οι Ραγκούδηδες όμως δεν είναι μια συνηθισμένη οικογένεια. Ο Λουκάς Ραγκούδης έκανε όργια κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου, με συνέπεια στο χωριό να αποκτήσει το προσωνύμιο “το τέρας”. Μεγάλωσε τους δύο γιούς του σε ένα νησί που μετακινείται συνεχώς στο πέλαγο, μακριά από τον τόπο που έδρασε. Όλα όμως μαθαίνονται και ο πρωτότοκος γιος του, που θέλει να τον φωνάζουν μόνο με το επώνυμο, όταν πληροφορείται το ποιόν του πατέρα του, του κόβει τέσσερα δάχτυλα (δύο από κάθε χέρι) – ποινή που ο παθών δέχεται αδιαμαρτύρητα, και τον κλείνει σε ένα δωμάτιο. Ο Ραγκούδης παντρεύεται μια αλαφροΐσκιωτη νησιώτισσα και μαζί με τον αδερφό του, τον Ιάκωβο αποφασίζουν να επιστρέψουν στο Νιόφυτο, και να κάνουν μια νέα αρχή για την οικογένεια εκεί.

Λίγες ώρες αργότερα, πήρε το μαχαίρι κι έκοψε τα δάχτυλα του πατέρα του. Ότι έχουν κάνει αυτά τα χέρια. Αρκέστηκε σε τέσσερα δάχτυλα γιατί τον τρόμαζε η ιδέα ότι θα ήταν ικανός για περισσότερα. Σκότωσαν γυναίκες, παιδιά. Υπήρχε μέσα του εκείνο το πλάσμα που αγαλλίαζε με τη μυρωδιά του αίματος, την όψη του. Έδειξαν με το δάχτυλο αθώους κι ένοχους. Με το μαχαίρι στα χέρια το είχε καταλάβει πως μπορούσε να τον σκοτώσει και τότε θα ενώνονταν τα αίματα και δεν θα ήξερε που σταματούσε ο πατέρας του και που άρχιζε αυτός. Κουβαλούσε τρόπαιο τα δάχτυλα των σκοτωμένων. Δεν ήθελε, επειδή αυτή τη λίγη διαφορά που πίστευε ότι είχε απ'τον πατέρα του θα την έχανε αν τον σκότωνε. Ό,τι έχουν κάνει αυτά τα χέρια. Ούτε ήθελε ν'ακουμπήσει άλλους ανθρώπους με χέρια που είχαν σκοτώσει άνθρωπο. Ό,τι έχουν κάνει αυτά τα χέρια, το έκαναν για σένα. Για τον αδελφό σου. Για τη μάνα σου. Για να είστε ευτυχισμένοι.

Με την επιστροφή τους όμως, ξεσπάει μια νεροποντή που κρατάει δεκατρείς ημέρες και μετά από αυτήν, το Νιόφυτο βουλιάζει και γλιστράει προς την ακτή. Το μόνο σπίτι που μένει ακέραιο, είναι της οικογένειας Ραγκούδη και αυτοί είναι οι μόνοι πλέον κάτοικοι του ρημαγμένου τόπου. Κάποιοι κάτοικοι θάβονται κάτω από τη λάσπη, οι περισσότεροι όμως ξαναφτιάχνουν το “νέο Νιόφυτο” δίπλα στην θάλασσα. Ο Ραγκούδης με την σύζυγό του και το παιδί που μόλις έχει γεννηθεί, τον Αδαμάντιο, και ο έγκλειστος πατέρας στην ιδιότυπη φυλακή του θα είναι οι "φύλακες" του εξαφανισμένου πλέον από τον χάρτη, τόπου. Ο Ιάκωβος και η γυναίκα του θα φύγουν, θα γυρίσουν στο νησί που ταξιδεύει συνεχώς. Και ο Ραγκούδης θα φτιάξει τις δημοτικές βρύσες στο παλιό (πλέον) χωριό – 9 όσες και οι ψυχές που κατέδωσε σε μια σπηλιά που είχαν καταφύγει ο πατέρας του - , ενώ με τον μικρό Αδαμάντιο θα ασχοληθούν με την γλυπτική πτηνών, άλλα ξυλόγλυπτα, άλλα από γυαλί, άλλα συρμάτινα διάσπαρτα αφημένα μέσα στο κτήμα της οικογένειας.

Ο Αδαμάντιος, το αποκαλούμενο “φτερωτό αγόρι”, - από τον Κλωντ και την Μάγκι, που ήρθαν για τουρισμό και αγάπησαν τον τόπο, τόσο ώστε, να επιστρέφουν κάθε καλοκαίρι - θα γίνει πραγματικός γλύπτης πτηνών. Θα εξελίξει την τέχνη του πατέρα του αλλά μια βαριά ασθένεια στην παιδική του ηλικία, έχει σημαδέψει τη ζωή του. Θα σωθεί από μια γυναίκα θεραπεύτρια με ένα βαρύ τίμημα για όλη την οικογένεια. Ο Αδαμάντιος – ο “Καλλιγράφος” του τίτλου του βιβλίου - θα σπουδάσει αρχιτέκτων, αλλά δεν θα κατασκευάσει κανένα κτίριο, θα επιστρέφει κάθε καλοκαίρι στο χωριό, αλλά κανείς δεν θα ξέρει τι κάνει τον χειμώνα, θα πολιτευτεί, εκπρόσωπος του δικού του κόμματος που δεν θα πάρει ποτέ την ψήφο του, θα πρεσβεύει τον θάνατο όσων περνάνε τα 45 και θα αποκτήσει την φήμη του “σαλού” - πανέμορφος και αινιγματικός μέσα στην μοναξιά του.

Από την άλλη, το χωριό, το νέο Νιόφυτο αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς. Ο τουρισμός θα το μετατρέψει σε τόπο αναψυχής, η άναρχη δόμηση θα το καταστρέψει και η κρίση θα το αποτελειώσει. Κόσμος που την βγάζει στα καφενεία, νέοι που προσπαθούν να βρουν δουλειά στις μεγαλουπόλεις και γυρίζουν μετά από χρόνια άπρακτοι. Ιστορίες ανθρώπων που πέρασαν από το χωριό και αυτοκτόνησαν ή σκοτώθηκαν με περίεργο τρόπο.

Χωρισμένο σε δύο ουσιαστικά μέρη το βιβλίο, από τη μια η ιστορία της οικογένειας Ραγκούδη, από την άλλη η εξιστόρηση της ανάπτυξης του Νιόφυτου και οι μικροιστορίες ανθρώπων, έχει πρόβλημα συνοχής και δεσίματος. Ο αναγνώστης αισθάνεται σαν να διαβάζει δύο βιβλία, μια στιβαρή οικογενειακή ιστορία αίματος, ελεγειακή και σπαρακτική και ένα μυθιστόρημα με χαλαρή δομή το οποίο συνεχώς ξεφεύγει από το κέντρο του. Όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα και με την ικανότητα της συγγραφέως στην δημιουργία ατμόσφαιρας και κλίματος, πολύ ελκυστικά, αλλά κάπου μπερδεύουν καθώς αλλάζει συνεχώς ο ρυθμός.

Ο μαγικός ρεαλισμός που είναι έντονος και σαφής στην αρχή, εναλλάσσεται με δόσεις ρεαλισμού και καθημερινότητας, ενώ η ιστορία της χώρας υπάρχει συνεχώς ως φόντο καθώς βλέπουμε τις αλλαγές στον τόπο που από καθαρά αγροτικός μετατρέπεται σε ένα χώρο παροχής υπηρεσιών, τις αλλαγές στους ανθρώπους που αλλάζουν τις συνήθειές τους, τον τρόπο ζωής τους.
Η συγγραφέας, παίρνει ένα μεγάλο ρίσκο, επιλέγοντας να αποφορτίσει το πρώτο μέρος, με την δραματική οικογενειακή ιστορία (η οποία λειτουργεί εξαιρετικά απο μόνη της ως μια στέρεα ηθογραφία), “ανοίγοντας” το θέμα της, από το “ειδικό” στο “γενικό” σαν μια κινηματογραφική κάμερα που ξεφεύγει από την “γκρο πλαν” αφήγηση και απλώνεται πανοραμικά παρακολουθώντας τις ζωές των κατοίκων, απογόνων του παλιού Νιόφυτου, τις αλλαγές στον τόπο.

Είναι το πρώτο βιβλίο της Ξυλούρη που φεύγει από τον αστικό χώρο των δύο προηγούμενων μυθιστορημάτων της και εκτυλίσσεται στην επαρχία, πιο συγκεκριμένα στην βόρεια Ελλάδα, (μυθιστορηματικό πλαίσιο των ιστοριών της Ζυράννας Ζατέλη) κάτι που ευνοεί την δημιουργία ενός μυστηριώδους και ομιχλώδους κλίματος, η δε αίσθηση ασφυξίας που είναι ευδιάκριτη και συνεχής στα προηγούμενα βιβλία της, συνεχίζεται και στο παρόν με δημιουργικό και πειστικό τρόπο.

Τα μικρά ή μεγάλα δράματα που εκτυλίσσονται στις σελίδες της Ξυλούρη, δεν επηρεάζουν την πορεία του Νιόφυτου προς την καταστροφή συντείνουν δε περισσότερο στην δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας. Γυναίκες αλαφροΐσκιωτες και μάγισσες, δυναμικές και με προσωπικότητα, σε αντίθεση με τους άντρες-ήρωες της Ξυλούρη που είναι οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) αδύναμοι και άβουλοι, χαμένοι σε ένα κόσμο ανίας και αφασίας. Ο κεντρικός χαρακτήρας Αδαμάντιος, είναι γοητευτικός αλλά παραμένει μυστηριώδης καθ'ολη τη διάρκεια της αφήγησης, ένας άνθρωπος που κουβαλάει την κληρονομιά του αίματος, (το οικογενειακό βαρύ φορτίο) η οποία μεταβιβάζεται απο γενιά σε γενιά.

"Είναι επειδή σαρώνεται επιτέλους αυτή η οικογένεια, αυτή η σκιά, ο άνθρωπος που έφτιαχνε φαντάσματα, ο γιος του που έφτιαχνε πουλιά, η γυναίκα του που έφτιαχνε τριαντάφυλλα και πηχτά χαμόγελα, και δεν μπορούσαμε κανέναν τους να εξηγήσουμε, μα τώρα τους χάσαμε και δεν χρειάζεται να συνεχίσουμε την προσπάθεια."

Το ευφάνταστο και ευφυές μυθιστόρημα της Ξυλούρη, είναι ένα βιβλίο που θα μπορούσε να είναι δύο συμπαγέστατες νουβέλες, και ίσως να λειτουργούσε καλύτερα έτσι (τουλάχιστον στα δικά μου μάτια). Είναι γοητευτικό λόγω της ωραίας γλώσσας και των επιδράσεων της ξένης λογοτεχνίας στην γραφή της συγγραφέως αλλά και (ίσως το σημαντικότερο απ'όλα), πολύ ενδιαφέρον και γεμάτο χιούμορ και ευστροφία, το οποίο είναι ανοιχτό στον αναγνώστη να δώσει την δική του ερμηνεία - κατόρθωμα που το θεωρώ περισσότερο σημαντικό από το να γράψει κάποιος ένα "τέλειο" αλλά ψυχρό αριστούργημα.






 
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2016 | Permalink
Να πως χάνεις μια γυναίκα
Αιχμηρή και σαγηνευτική, ζωντανή και πρωτότυπη η συλλογή διηγημάτων του πολύ καλού συγγραφέα Junot Diaz (Άγιος Δομίνικος,1968 ), με τίτλο “ΝΑ ΠΩΣ ΧΑΝΕΙΣ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ” (“This is how you lose her”), (Εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Ν.Μπούρη, σελ.269). Ιστορίες γύρω από τον έρωτα, την απιστία, την αναζήτηση ταυτότητας και προσδιορισμού, γύρω από την ένταξη του ξένου σε μια πολυεθνική και πολυσυλλεκτική κοινότητα, ιστορίες για τη μοναξιά και την ψυχική ερημιά που εντυπωσιάζουν με το ακαταμάχητο ύφος του συγγραφέα.

Θα μπορούσε να είναι ένα χαλαρής υφής μυθιστόρημα, αφού ο αφηγητής είναι ο ίδιος σε όλες τις ιστορίες. Ο Γιούνιορ ( όπως προφέρεται στα ισπανικά ο “Junior”), είναι ο παράξενος αφηγητής του συγκλονιστικού (πρώτου) μυθιστορήματος του Ντίαζ “Η σύντομη θαυμαστή ζωή του ΌσκαρΓουάο” (το οποίο βραβεύτηκε με Πούλιτζερ, το 2008). Εδώ, όλα τα διηγήματα, περιστρέφονται γύρω από την ζωή του ξεροκέφαλου και εγωίσταρου Γιούνιορ, τις σχέσεις του με τις γυναίκες, τον αδερφό του, τους γονείς του (κυρίως με την δεσποτική μητέρα του), την προσπάθεια εγκλιματισμού του και επαγγελματικής αποκατάστασης στις Η.Π.Α.

Εννέα διηγήματα απαρτίζουν την συλλογή. Σε όλα ο έρωτας παίζει πρωταρχικό ρόλο και σε όλα – εκτός από ένα, όπου ο ήρωας, είναι μια Δομινικανή γυναίκα - το "Otravida, Otravez" ίσως το καλύτερο και πιο σπαρακτικό της συλλογής -, ο Γιούνιορ είτε ερωτεύεται, είτε απατάει ένα κορίτσι (όχι πάντα μ'αυτή τη σειρά), είτε προσπαθεί να γοητεύσει κάποια. Ο Γιούνιορ δεν μένει ποτέ πιστός, μετά θα μετανιώσει, αλλά θα είναι αργά. Η αντίληψή του για τις γυναίκες είναι περιορισμένη και στενόμυαλη, θα μιλήσει πάντα για τα σωματικά τους χαρίσματα και μονίμως εκπλήσσεται που τον ανακαλύπτουν και του φέρονται άσχημα. Αποκορύφωμα βέβαια είναι η τελευταία ιστορία, "Ερωτικός οδηγός για άπιστους", μια εκπληκτική και ολοζώντανη νουβέλα 50 περίπου σελίδων.
Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ο ήρωας/αφηγητής λαμβάνει λάθος αποφάσεις για τις σχέσεις του, είναι αυτοκαταστροφικός με μια μαζοχιστική τάση καθώς δεν γνωρίζει πως να κρατήσει μια γυναίκα, αλλά είναι ειδήμων στο πως να τη χάσει...

Η ζωή του “ξένου”, του μετανάστη σε μια χώρα ανώτερου οικονομικού και κοινωνικού επιπέδου βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου. Ο έρωτας και οι σχέσεις είναι το “κερασάκι”, όπως και η ζωντανή και ρέουσα αφήγηση για να περιγράψει ο συγγραφέας γλαφυρά το πρόβλημα. Ο Γιούνιορ αφηγείται πως ήρθε με την οικογένεια του από τον ηλιόλουστο αλλά πάμπτωχο Άγιο Δομίνικο, το σοκ του κρύου, τον πατέρα που ήταν διαρκώς απών, τους πρώτους φίλους στη νέα πατρίδα. Την απομόνωση και την γκετοποίηση που βιώνουν οι μετανάστες από την Καραϊβική. Την σχέση του με τον αδερφό του, τον Ράφα, που ήταν το macho πρότυπό του και που τον είδε να λιώνει από τον καρκίνο. Περιγράφει τον ρατσισμό που βιώνει, από τις Αρχές και από τον απλό κόσμο στη Βοστώνη που διδάσκει καθώς τον μπερδεύουν με Άραβα, την ζωή στο Χάρβαρντ όπου διδάσκει. Πολλά από τα στοιχεία της προσωπικής ζωής του Ντίαζ περνάνε μέσα από τον χαρακτήρα του Γιούνιορ.


Η γλώσσα του Ντίαζ, είναι κυριολεκτικά μαγευτική. Προφορικός λόγος, ζωντανός και γοητευτικός, σε μια αφήγηση που παγιδεύει τον αναγνώστη, ο οποίος διψασμένος ζητάει όλο και περισσότερο – η προσπάθεια του Γιούνιορ να ενσωματωθεί στην κοινωνία, να γίνει αποδεκτός, ενώ την ίδια στιγμή αισθάνεται ξένος παντού, στην Αμερική, στην πατρίδα του, ψάχνει να βρει τον έρωτα και συνεχώς να τον χάνει, ψάχνει να βρει τον εαυτό του και παραμένει αιώνια έφηβος, εγωπαθής και αποξενωμένος.

Σεξιστικός λόγος; Μπορεί...Αλλά μήπως αυτό είναι το πρόσχημα, για να καταφέρει ο Ντίαζ να περάσει τα σοβαρά θέματα, του ρατσισμού και της μοναξιάς; Η ζωή στο γκέτο του Νιού Τζέρσυ, οι νεαροί μάτσο τύποι, που πεθαίνουν νωρίς ή είναι ήδη "τελειωμένοι" στα 25 τους, οι γυναίκες που μαθαίνουν να εκμεταλλεύονται το σώμα τους από μικρές για να “προχωρήσουν” στην κοινωνία, η λατρεία του σώματος με όλους τους τρόπους. Γελάς και κλαις ταυτόχρονα, με τις απολαυστικές ιστορίες, σε ένα υπέροχο βιβλίο που ευτύχησε να έχει μια εξαιρετική μετάφραση, η οποία έπιασε το ύφος και την γλώσσα του συγγραφέα.

"Ναι - είναι μια σχέση ετερώνυμων που έλκονται, είναι μια σχέση καταπληκτικού σεξ, είναι μια σχέση χωρίς σκέψη. Είναι υπέροχη! Υπέροχη! Μέχρι που μια μέρα του Ιουνίου η Άλμα ανακαλύπτει ότι πηδιέσαι επίσης με μια όμορφη πρωτοετή ονόματι Λάξμι, ανακαλύπτει ότι πηδάς τη Λάξμι επειδή αυτή, η Άλμα, η γκόμενά σου, ανοίγει το ημερολόγιό σου και το διαβάζει. (Ε, είχε τις υποψίες της.) Σε περιμένει στα σκαλοπάτια κι όταν παρκάρεις το Saturn της και κοζάρεις το ημερολόγιο στο χέρι της η καρδιά σου βουλιάζει σα σωθικά σου σαν χοντρός ληστής στην καταπακτή της κρεμάλας. Σβήνεις τη μηχανή με το πάσο σου. Σε κατακλύζει ένα πέλαγος θλίψης. Θλίψη επειδή σ'έκανε τσακωτό, επειδή ξέρεις αδιαμφισβήτητα ότι δε θα συγχωρέσει ποτέ. Κοιτάς τα απίστευτα πόδια της και ανάμεσά τους εκείνο το ακόμα πιο απίστευτο μουνί που αγάπησες τόσο άστατα τους προηγούμενους οχτώ μήνες. Μόνο όταν αρχίζει να πλησιάζει θυμωμένη βγαίνεις τελικά από το αμάξι. Διασχίζεις χορεύοντας την πρασιά, προωθημένος από τις τελευταίες αναθυμιάσεις της σκανδαλώδους ξεδαντροπιάς σου. Γεια σου, κούκλα, λες, υπεκφεύγοντας μέχρι τέλους. Όταν αρχίζει να τσιρίζει, τη ρωτάς Αγάπη μου τι στο καλό συμβαίνει; Σε λέει:

πούστη
αλήτη καριόλη
γιαλαντζί Δομινικανό.
Ισχυρίζεται:
ότι έχεις μικρό τσουτσούνι
ότι δεν έχεις καθόλου τσουτσούνι
και το χειρότερο απ' όλα, ότι σου αρέσουν τα μουνιά με κάρι.

(το οποίο στην πραγματικότητα είναι άδικο, προσπαθείς να της πεις, αφού η Λάξμι είναι από τη Γουιάνα, αλλά η Άλμα δε σ'ακούει.)
Αντί να κατεβάσεις το κεφάλι και να το παραδεχτείς σαν άντρας σηκώνεις το ημερολόγιο όπως θα έπιανε κανείς τη χεσμένη πάνα ενός μωρού, όπως θα τσιμπούσε κανείς ένα πρόσφατα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό. Ρίχνεις μια ματιά στα ενοχοποιητικά αποσπάσματα. Μετά την κοιτάζεις και χαμογελάς με ένα χαμόγελο που το υποκριτικό πρόσωπό σου θα θυμάται μέχρι να πεθάνεις. Μωρό μου, λες, μωρό μου αυτό είναι κομμάτι του μυθιστορήματός μου.

Να πως τη χάνεις."


 
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2016
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2016 | Permalink
Little scarlet
Περισσότερο κοινωνικό παρά αστυνομικό μυθιστόρημα, όπου οι σαφείς πολιτικές αναφορές δίνουν ένα ιδιαίτερο και ευδιάκριτο τόνο, είναι το συναρπαστικό  LITTLE SCARLET (ευτυχώς διατηρήθηκε ο αμερικάνικος τίτλος στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφρ. Άλκ. Τριμπέρη, σελ.349), του εξαιρετικού Αφροαμερικανού συγγραφέα, Walter Mosley (Λος Άντζελες, 1952), που πρωτογνωρίσαμε στη χώρα μας από το έξοχο noirΟ διάβολος με το γαλάζιο φόρεμα”, στο οποίο μας συστήνει και τον μόνιμο (σχεδόν) ήρωά του, τον αντισυμβατικό ιδιωτικό ντέτεκτιβ Ίζυ Ρόουλινς, πρωταγωνιστή και σ'αυτή την ιστορία που έχει πολλά παρακλάδια.

Το χρονικό πλαίσιο της ιστορίας που περιγράφει ο Mosley είναι το καλοκαίρι του 1965 και πιο συγκεκριμένα η κολασμένη εβδομάδα 11-17 Αυγούστου, που έχει μείνει γνωστή ως οι “ταραχές του Γουότς” (“Watts riots ή “Watts rebellion”), οι οποίες εκτυλίχθηκαν στο προάστειο-γκέτο του Γουότς στο ανατολικό Λος Άντζελες και χαρακτηρίστηκαν από την βιαιότητά τους, με 34 νεκρούς, συμπλοκές στους δρόμους, καταστροφές περιουσιών κυρίως λευκών και πλιάτσικο καταστημάτων. Η εξέγερση που ξεκίνησε από μια ασήμαντη αφορμή, κατεστάλη μετά από την επέμβαση της Εθνοφρουράς (περίπου 4.000 άνδρες).


Ο Ίζυ Ρόουλινς, ο ήρωας του μυθιστορήματος, παρακολουθεί τα γεγονότα από κοντά αφού το γραφείο του είναι στο κέντρο των ταραχών. Η αστυνομία του Λ.Α. ζητάει την βοήθειά του, για την εξιχνίαση μιας δολοφονίας, που έγινε σε ένα σπίτι του γκέτο. Μια νεαρή μαύρη κοκκινομάλλα, η Νόλα Πέιν, που έχει το παρατσούκλι Little Scarlet βρέθηκε άγρια δολοφονημένη στο διαμέρισμά της. Η θεία της που βρήκε το πτώμα και είναι πλέον σε κατάσταση υστερίας, μιλάει για έναν λευκό άνδρα που δολοφόνησε την ανεψιά της. Η αστυνομία έχει την πληροφορία ότι ένας λευκός άνδρας, την δεύτερη μέρα των ταραχών είχε ξυλοκοπηθεί άγρια καθώς οδηγούσε το αυτοκίνητό του μέσα στο κέντρο της συνοικίας. Είχε διαφύγει σε άσχημη κατάσταση και αγνοούντο τα ίχνη και η ταυτότητά του. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αδιάψευστη μαρτυρία της θείας, ότι ένας λευκός δολοφόνησε την άτυχη Νόλα Πέιν μετά από κάποιες μέρες στο διαμέρισμά της δημιουργεί σχεδόν την βεβαιότητα, ότι, ο δολοφόνος είναι πράγματι λευκός. Η αστυνομία δεν θέλει να πάρει δημοσιότητα η δολοφονία της κοπέλας,  υπό τον φόβο νέων επεισοδίων, και αποκρύπτει τον φόνο, χρειάζεται δε την βοήθεια ενός μαύρου ντέτεκτιβ και με καλή φήμη στην περιοχή, για να διεξάγει τις έρευνες. Ο Ίζυ δέχεται (δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς), και με την αφανή υποστήριξη ενός αστυνομικού, αλλά και του καλού του φίλου, του αρχιλαμόγιου που με το παρατσούκλι “Ποντικός” (μόνιμου χαρακτήρα στις ιστορίες του Mosley με πρωταγωνιστή τον Ίζυ Ρόουλινς) εμπορεύεται κλοπιμαία από τα καταστήματα της περιοχής, και ο οποίος διαθέτει όλες τις “άκρες” στην συνοικία και όχι μόνο, αρχίζει να σκαλίζει την ιστορία.

"Ήταν σαν πόλεμος, σκέφτηκα. Ένας πόλεμος που γινόταν κάτω από το δέρμα της Αμερικής. Οι στρατιώτες ήταν όλοι ακούσια επιστρατευμένοι που δεν είχαν ιδέα γιατί πολεμούσαν ή για το τι θα μπορούσε να σημαίνει η νίκη."

Είναι όμως τα πράγματα έτσι όπως φαίνονται; Ο Ίζυ σύντομα ανακαλύπτει ότι ο λευκός άντρας, την ταυτότητα του οποίου βρίσκει γρήγορα, και η κοκκινομάλλα μαύρη εργάζονταν στο ίδιο γραφείο και  ήταν ερωτευμένοι, και στο σπίτι της φιλοξενήθηκε μετά τον τραυματισμό του, άρα ήταν μάλλον απίθανο, εκείνος να ήταν ο δολοφόνος. Διαπιστώνει δε ότι ο φόνος της άτυχης κοκκινομάλλας μπορεί να αποτελούσε άλλον έναν κρίκο σε μια αλυσίδα φόνων μαύρων γυναικών, μιας που υπήρχαν πολλά κοινά στοιχεία με άλλους φόνους που είχαν διαπραχτεί στην περιοχή και είτε είχαν “διαλευκανθεί” με αμφιλεγόμενα ή ατυχή αποτελέσματα, είτε είχαν μπει στο αρχείο. Η αστυνομία όμως αρνείται να δει το προφανές και σύντομα ο Ίζυ μένει μόνος του, στην προσπάθεια να ανακαλύψει που βρίσκεται ο βασικότερος του ύποπτος, προσπαθώντας να ξεπεράσει τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από την γενικότερη κατάσταση της πόλης, αναγκασμένος να κινείται μέσα σε μια συνοικία που βρίσκεται σε αναβρασμό και μιας γενικότερης δυσπιστίας ή και εχθρότητας μεταξύ της μαύρης κοινότητας και των κατοίκων των υπόλοιπων περιοχών του Λος Άντζελες.

Ο Mosley στήνει καταπληκτικά την ιστορία του, εισάγοντας τον αναγνώστη, μέσα στην καρδιά του προβλήματος χωρίς μεγαλοστομίες και διδακτισμούς. Ο ρατσισμός είναι παντού και συνεχώς παρών, ενώ οι κοινωνικές και οικονομικές διαφορές μεταξύ των μαύρων και των λευκών στο Λος Άντζελες του 1965 είναι ορατές και εμφανείς, στην εξέλιξη δε της ιστορίας που είναι στην επιφάνειά της απλή, υπάρχουν οι απόηχοι από τον πόλεμο του Βιετνάμ, υπάρχουν τα ερωτικά προβλήματα των χαρακτήρων, η ζωή τους, η ένταση μεταξύ των μαύρων και οι διαφορετικές προσεγγίσεις της καθημερινότητάς τους.

Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα απλό noir, αλλά με ένα κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα που έχει την μορφή μιας αστυνομικής ιστορίας. Η ικανότητα του μεγάλου αυτού συγγραφέα φαίνεται σε απλές σκηνές, όπως όταν ο λευκός αστυνομικός τείνει το χέρι για χειραψία με τον Ίζυ, αναγνωρίζοντάς τον ως “ισότιμό” του (κάτι αδιανόητο για τότε), σε μια υπαινικτική και πολύ ουσιαστική σκηνή ή όπως όταν η σερβιτόρα στο ντάινερ, αρνείται να σερβίρει το ζευγάρι των μαύρων, παθαίνοντας σοκ απλά και μόνο από την άνεσή τους εν μέσω ταραχών, να κάτσουν σαν άνθρωποι και να παραγγείλουν πρωινό.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου, είναι ευδιάκριτοι και ζωντανοί, ενώ ακόμα και ο Ίζυ δεν προβάλλει ως ο απόλυτα καλός, έχει τις αδυναμίες του, παίρνει καθαρά θέση υπέρ των ομόχρωμων του στην όλη ιστορία, ταλαιπωρείται από συναισθηματικά προβλήματα με την σύντροφό του, δέχεται κλοπιμαία ως δώρο από τον Ποντικό, γνωρίζει ότι δεν θα γίνει ποτέ ισότιμος με τους λευκούς και ο ρατσισμός πάντα θα υπάρχει όπως τον βίωνε ανέκαθεν στο πετσί του.


Το μυθιστόρημα του Mosley, που θεωρείται από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά έργα για να κατανοήσει κάποιος τα επεισόδια του Γουότς, υπερβαίνει την ταυτότητα του αστυνομικού noir ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να το πει. Έχουμε να κάνουμε με καθαρή λογοτεχνία, στυλάτη και αφηγηματικά απλή αλλά μεστή και συμπαγής, με στακάτους και πανέξυπνους διαλόγους που συντελεί αφ'ενός στην καθαρή απόλαυση της ανάγνωσης (το απολαμβάνεις μέχρι την τελευταία σελίδα), αλλά και στον πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό.

Υ.Γ. Το τραγούδι "In the heat of the summer" του Phil Ochs που παρατίθεται, αναφέρεται ευθέως στις ταραχές του Γουότς. Η καλύτερη ερμηνεία του είναι από την Judy Collins.