Πέμπτη, Ιουνίου 27, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 27, 2013 | Permalink
Αστραπές

Η «μυθιστορηματική βιογραφία» είναι ένα αμφιλεγόμενο λογοτεχνικό είδος, το οποίο απαιτεί λεπτές ισορροπίες και μαεστρικούς χειρισμούς από τον συγγραφέα, ο οποίος καλείται να ενσωματώσει αρμονικά τα ιστορικά στοιχεία της ζωής του βιογραφούμενου προσώπου με την μυθοπλασία, κατά τέτοιο τρόπο ώστε από τη μια να κρατήσει ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη και από την άλλη να μη ξεστρατίσει σε πράγματα και καταστάσεις που απέχουν από την πραγματικότητα.


Με το άρτι αφιχθέν στη χώρα μας εξαιρετικό του βιβλίο (νουβέλα-διαμαντάκι), τις «Αστραπές» («Des Eclairs»), ο στυλίστας συγγραφέας Jean Echenoz (Οράγγη, Γαλλία 1947), (Εκδ. Πόλις, (υπέροχη) μετάφραση Αχ.Κυριακίδη, σελ.152), κλείνει μια χαλαρή (και θαυμάσια) τριλογία μυθιστορηματικών βιογραφιών ξεχωριστών ιστορικών προσώπων– οι άλλες δύο, το «Ραβέλ» για τον περίφημο συνθέτη και ο «Δρόμος αντοχής» για τον Τσέχο δρομέα Εμίλ Ζάτοπεκ – με επεισόδια του ταραγμένου βίου μιας πραγματικής ιδιοφυίας (με όλη τη σημασία της λέξης), του Νίκολα Τέσλα.



Η νουβέλα του Εσνόζ είναι γραμμένη σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, δίνοντας στον κεντρικό χαρακτήρα το όνομα Γκρέγκορ προσδίδει κατ’αυτόν τον τρόπο μια «Καφκική» νότα στην πλοκή / ζωή του ήρωά του, ο οποίος ήταν μια προσωπικότητα από αυτές που αποκαλούμε «bigger than life», με εφευρέσεις και σχέδια που άλλαξαν την πορεία της ανθρωπότητας, αλλά από την άλλη, δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στις κοινωνικές συνθήκες της εποχής του, ούτε να διαχειριστεί την τεράστια επιτυχία του, καταλήγοντας να στηρίζει την επιβίωση του στην «καλοσύνη των ξένων».


Ο συγγραφέας παρακολουθεί την πορεία του Γκρέγκορ από την γέννηση του σε ένα χωριό της Κροατίας, έως τον θάνατό του. Την μετανάστευσή του στις ΗΠΑ, την εμπλοκή του με τους Έντισον και Ουεστινγκχάους ή τον Τζ.Π.Μόργκαν, τις εφευρέσεις του, την τεράστια επιτυχία του με το «εναλασσόμενο ρεύμα», το κλέψιμο των ιδεών του από διάφορους πιο πονηρούς (ή και πιο ικανούς εμπορικά) από αυτόν, την ανικανότητά του να σκεφτεί επιχειρηματικά και την (έως παραφροσύνης) αδυναμία του να συνεχίζει να σκέφτεται ιδέες που πήραν δεκαετίες για να πραγματοποιηθούν. Ο Εσνόζ εστιάζει στις εμμονές του Γκρέγκορ, στον φόβο για τα μικρόβια, στην αδιαφορία του για τα χρήματα, στην (υπερβολική) λατρεία του για τα περιστέρια, στην μοναξιά του.


«Το ότι δεν τρέχει πίσω απ’τα λεφτά, ίσως οφείλεται στο ότι δεν θέλει ν’αναγκάζεται να τα σκέφτεται · στο ότι του αρκεί να ζει στο Waldorf, να διαμένει εκεί πολυτελώς – πάντα επί πιστώσει, δεδομένου του κύρους του – και, κυρίως, ν’απολαμβάνει πλήρη ελευθερία στο εργαστήριο του· ίσως γιατί δεν έχει τόσο πολύ καιρό.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να πούμε ότι, τα επόμενα δέκα χρόνια, πολλές ιδέες του κατεβαίνουν στο νού – κι όταν λέμε πολλές, εννοούμε πολλές. Όμως η μανία του να συλλαμβάνει πράγματα ακαταπαύστως και με τέτοια ταχύτητα, τον εμποδίζει να σταματήσει σε μία και να της αφοσιωθεί. Τόσο πολλές προοπτικές συνωθούνται ατάκτως στο μυαλό του, ώστε του είναι αδύνατον να τις βασανίσει μία μία, ν’αναπτύξει τις πιθανές πρακτικές εφαρμογές τους και να καρπωθεί την εμπορική αξία τους. Όχι ότι αυτή την αξία δεν την συνειδητοποιεί, κάθε άλλο· απλώς, δεν έχει χρόνο ν’ασχολείται μαζί της. Το μόνο για το οποίο έχει χρόνο, είναι να κατοχυρώνει την ευρεσιτεχνία, να ενημερώνει θεαματικά τον Τύπο, όπως τόσο πολύ του αρέσει, κι ύστερα να στρέφεται αλλού.»


Ο Γκρέγκορ ήταν ένας άνθρωπος που αναγνωρίστηκε απ΄όλους ως ιδιοφυία, και ως τέτοια γνώριζε επακριβώς πώς να γοητεύσει, πώς να μαγνητίσει το κοινό του, τους συνομιλητές του. Εκείνο που δεν γνώριζε ήταν πώς να τους κρατήσει – ίσως δεν τον ενδιέφερε άλλωστε. Και όπως οι περισσότεροι (τόσο) χαρισματικοί άνθρωποι ήταν παντελώς ανίκανος να διαχειρισθεί την πεζή καθημερινότητα.


Ελεγειακή και στοχαστική η σχεδόν αριστουργηματική αυτή νουβέλα του σπουδαίου Γάλλου συγγραφέα, γραμμένη με το γνωστό μινιμαλιστικό στυλ που τον χαρακτηρίζει, απογειώνεται στις σελίδες της παρακμής του μεγάλου αυτού μυαλού που έπεσε θύμα των δικών του επιλογών και της αδυναμίας του να «προσαρμοσθεί» στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι, όντας ένας άνθρωπος μόνο για «τα μεγάλα», ενώ στην πραγματικότητα, είναι «τα μικρά» που καθορίζουν την ζωή.


_______________________________________________________

Το κείμενο δημοσιεύτηκε σε συντομευμένη μορφή στην Εφημερίδα των Συντακτών , στο φύλλο της Παρασκευής 21/6.



 
Τρίτη, Ιουνίου 25, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 25, 2013 | Permalink
Μίλησε μνήμη...


«Από παλιά η μνήμη από δεύτερο χέρι ρουφιάνευε την πρωτογενή μνήμη»

Η μνήμη «μιλάει» αποσπασματικά με έναν έξοχο ελεγειακό και απόλυτα μινιμαλιστικό λόγο, στο πρόσφατο βιβλίο του Μισέλ Φάις, με τίτλο «ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ», (εκδ. Πατάκη, σελ.283). Εικόνες ολοκληρωμένες, εικόνες φευγαλέες, εικόνες σαν φωτογραφίες ή σαν μικρού μήκους ταινίες, περνάνε σε σύντομα κεφάλαια (θυμίζοντας στους παλαιότερους τα – μαγικά στα παιδικά μάτια -  view-masters), προκαλώντας και προσκαλώντας τον αναγνώστη σε ένα σαγηνευτικό παιχνίδι συμμετοχής.

«Κι εκείνη ακριβώς τη μέρα, που δεν είναι αρκετά μέρα, κι ωστόσο μια μέρα μπουχτισμένη από νύχτα, μια μέρα που εύχεσαι να μην ξημερώσει άλλη σαν αυτήν, και σιγά μη σου κάνει το χατίρι, αφού κάθε μέρα από δω και πέρα, η αρχή να μη γίνει, θα είναι ένα ξημέρωμα αυτής της μέρας, ίδιας και απαράλλαχτης, της μπουχτισμένης από νύχτα και της πεισματικά αξημέρωτης, αυτή τη γαμημένη μέρα λοιπόν, κάποιος που διατείνεται πως γεννηθήκατε το ίδιο λεπτό και, το εξωφρενικότερο, πως θα πεθάνετε το ίδιο λεπτό ξαπλώνει  πλάι σου γυμνός. Όχι, καμμία σχέση με σοδομισμό. Ένας σκατόγερος, φτυστός εσύ τριάντα χρόνια μετά. Σκαμμένο πρόσωπο, σταφιδιασμένο δέρμα, ραγισμένη φωνή, γέρνει στο προσκέφαλό σου. Κάποιος που μόνο για το βάτεμα της ψυχής σου νοιάζεται, αρχίζει να σου ψιθυρίζει στο αυτί, στο στόμα, στην κωλοτρυπίδα, ό,τι αθλιότητα έχεις σκεφτεί τόσο εξαντλητικά, που είναι σαν να την έχεις κάνει, ό,τι αθλιότητα δεν έχεις σκεφτεί αλλά την έχεις κάνει.
Η καταχωνιασμένη κασέτα της ζωής σου ξανά και ξανά παιγμένη.»

Τα «κτερίσματα» ήταν (στην αρχαία Ελλάδα) τα αντικείμενα τα οποία τοποθετούσαν στον τάφο μαζί με το νεκρό. Συνήθως αντικείμενα αγαπητά σ΄ αυτόν κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ο Φάις, αυτοβιογραφικός σχεδόν σε όλα τα κείμενά του, στην πλούσια βιβλιογραφία του, κάνει σ’αυτό το βιβλίο, μια βαθιά τομή μιλώντας για την παιδική ηλικία, τα πρώτα σεξουαλικά ερεθίσματα, τις μυρωδιές και την τριβή των σωμάτων, τον οικογενειακό αλληλοσπαραγμό για να καταλήξει στις ερωτικές στιγμές, στις σχέσεις που τον σημάδεψαν, στα ερωτικά βιώματα που καθόρισαν την προσωπικότητά του.

«Θλιβερός αντιγραφέας της ζωής μου και ατάλαντος συγγραφέας της αυτοβιογραφίας ενός άλλου. Ένας καταδικασμένος γραφιάς, καταδικασμένος να γράφει και να ξαναγράφει, από τη μέρα που άνοιξε τα μάτια του μέχρι τη μέρα που θα τα κλείσει, το βιβλίο του πατέρα και το βιβλίο της μητέρας, με άλλα λόγια το βιβλίο της ταραγμένης ομιλίας, μνήμης και σεξουαλικότητας και ποτέ μα ποτέ το βιβλίο της οικογένειας, δηλαδή το βιβλίο του εαυτού και των άλλων, το βιβλίο της ξανακερδισμένης συνοχής.»

Μια οικογένεια στην Βορειοανατολική Ελλάδα – στην Κομοτηνή συγκεκριμένα, οι γονείς γιατροί με εβραϊκές ρίζες από την πλευρά του πατέρα και ένα παιδί με αχαλίνωτη φαντασία, γεμάτο περιέργεια και μια αδυναμία στη μητέρα. Οι γονείς χωρίζουν, ο μικρός ακολουθεί την μητέρα του στην Αθήνα. 
Μνήμες από τη ζωή στη Θράκη την δεκαετία του ‘60, ατμόσφαιρα ανατολής γεμάτης ερωτισμό και μυρωδιές στο πρώτο μέρος, με εικόνες ενίοτε ρεαλιστικές, ενίοτε ιμπρεσιονιστικές – τα σώματα των γυναικών, γεμάτα ερωτισμό είτε απροκάλυπτο, είτε στη φαντασία του γεμάτου περιέργεια παιδιού. Ο θυμός προς την «μαλθακότητα» και την «ηρεμία» του πατέρα που δέχεται τα γεγονότα χωρίς να αντιδράσει, η μανία – σχεδόν ερωτικής φύσης - προς τη μητέρα που κάνει την «εξέγερσή της».

«Ένας γάμος  μες στα σκατά. Ένα μαλακισμένο φλερτ. Μια γυναίκα μιλάει. Επείγεται. Κι ένα εξουθενωμένο σχολιαρόπαιδο, με ξεσκισμένη καρδιά, ακούει – ακούει;»

Στο δεύτερο μέρος, θραύσματα άναρχα και αποσπασματικά, σημειώσεις από τετράδια, τραγούδια, ποιήματα, ερωτικές κραυγές, αγγελίες για σεξ, κραυγές και ψίθυροι, βρισιές. Ένα παζλ φράσεων φαινομενικά ασύνδετων αλλά (επί της ουσίας), εξαιρετικά δομημένης αρχιτεκτονικής ώστε να επιτείνουν την απόγνωση και την μελαγχολία που διαπερνά τις σελίδες του βιβλίου.

«Όσο περισσότερο σ’ερωτεύομαι, τόσο καθαρότερα βλέπω ότι ούτε έρωτας υπάρχει ούτε εσύ.»

Στο τρίτο μέρος, το ερωτικό παιχνίδι μέσα από σχέσεις, άλλες μακροχρόνιες, άλλες εφήμερες. Με την ερωτική επιθυμία να δονεί τις σελίδες και μια σεξουαλικότητα που εκρήγνυται μέσα από ανούσιες επαφές, άχρηστες συνομιλίες, υστερίες και βίτσια, με το αδιέξοδο του έρωτα να κυριαρχεί παντού. Χιούμορ και αυτοσαρκασμός, στοχασμός και ελεγεία σε πρώτο πλάνο με μια αφήγηση που παρασέρνει τον αναγνώστη σε ένα μεθυστικό και γοητευτικό λογοτεχνικό ταξίδι.

«Ο συμμαθητής σου, που είδε τη χοντρή θεούσα θεία του να βγαίνει από το μπάνιο όπως τη γέννησε η μάνα της, να κάθεται πάνω σε μια κόκκινη πετσέτα και με θωπευτικές κινήσεις να αλείφεται με Νιβέα ανάμεσα στα μπούτια και πίσω στα κωλομέρια, καθόταν πλάι σου στο θρανίο.
Διαγωνίως απέναντι καθόταν εκείνος που ισχυριζόταν ότι το πράμα της κατσίκας είναι ανώτερο από εκείνο των συμμαθητριών σας.
Πίσω σου καθόταν ένα λελέκι που επέμενε ότι δεν αυνανίζεται διότι, όπως διάβασε σ’ένα βιβλίο σεξολογίας, το σπέρμα τελειώνει κι άμα τελειώσε, πως θα κάνει παιδιά όταν μεγαλώσει και παντρευτεί;
Ο γιός του συμβολαιογράφου, ο γιός του τυρέμπορα και ο γιός της βιβλιοπώλη ήταν αχώριστοι στο δημοτικό, αχώριστοι στο γυμνάσιο, αχώριστοι και στο μοιραίο.
Στην Τρίτη γυμνασίου, σε διακοπές στη Θάσο, τρικάβαλο σε μηχανάκι έπεσαν σε γκρεμό.»

Αυτή η «εν θερμώ» ρέουσα αφήγηση είναι που καθιστά το συγκεκριμένο βιβλίο, πραγματικό «στολίδι» γραφής και ύφους. Ανατρεπτικός και άναρχος, παραληρηματικός και εξομολογητικός, ο συγγραφέας δεν διστάζει «να ξεγυμνωθεί» μέσα από τις θραυσματικές εικόνες που περιγράφει, δεν διστάζει να μιλήσει ωμά και σκληρά προς εαυτόν και προς αλλήλους, δεν κολώνει να επιτεθεί στην «αγία οικογένεια»,  δεν σταματάει να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται σε ένα αλλιώτικο «πένθιμο εμβατήριο» για το σεξ, το ερωτικό παιχνίδι, τις ερωτικές εμμονές, «τακτοποιώντας» ίσως τη σχέση του συγγραφέα με το παρελθόν, λειτουργώντας ως ένα είδος «καθαρτηρίου» ψυχολογικού.

Τα «Κτερίσματα», αυτά τα υπέροχα λογοτεχνικά θραύσματα μνήμης, θα μπορούσε να είναι και ένα μοντέρνο δράμα ή μια αρχαιοελληνική τραγωδία. Με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες να παρεμβάλλονται στο κείμενο και να φέρνουν στο νου, ένα παλιό οικογενειακό άλμπουμ ή την «γυμνότητα» και την δύναμη της ασπρόμαυρης εικόνας. Θα μπορούσε να είναι μια ταινία του Λ.Μπονιουέλ ή και μια «απογειωμένη» ταινία του Ν.Λιντς, δεν είναι όμως τίποτε απ’όλα αυτά (ή ίσως όλα αυτά μαζί). Το βιβλίο του Φάις, είναι ίσως ότι καλύτερο από πλευράς νεοελληνικής λογοτεχνίας διάβασα το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς - ένα βιβλίο τόσο γοητευτικό που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.

«Σύμφωνοι. Πονέσατε πολύ, αλλά και γελάσατε πολύ. Με άλλα λόγια, το μέλι κάποτε ζαχάρωσε και το μαχαίρι στόμωσε. Κι ένας πόνος που γελάει πόσο ν’αντέξει; Κι όμως, κανάγια χρόνε, πανταχού παρόντα με τους αμέτρητους ρουφιάνους σου, αυτό που δεν αγγίζει η σκουριά σου άντεξε.»










 
Πέμπτη, Ιουνίου 20, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 20, 2013 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 15/6
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 15/6.

Μία εκπομπή "ποικίλης ύλης", με ένα μικρό αφιέρωμα στον Υπερρεαλισμό μέσα από την υπέροχη Ανθολογία Υπερρεαλισμού της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, με τίτλο "Δεν άνθησαν ματαίως" (Εκδ. Νεφέλη,1980). 
Διαβάζονται επίσης, ένα κείμενο του Γ.Ιωάννου από την συλλογή διηγημάτων "Καταπακτή", δύο αποσπάσματα από το μυθιστόρημα "Αδελφοί Αδελφές" του Π.ΝτεΓουίτ και ένα ποίημα της W.Szymborska "Κεραυνοβόλος έρωτας" από την Ανθολογία Ερωτικής Ποίησης του Χ.Βλαβιανού.

Καλή ακρόαση

  BOOKTALKS@AMAGI RADIO-ΕΚΠΟΜΠΗ 15-6 by librofilo
 
Τρίτη, Ιουνίου 18, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 18, 2013 | Permalink
The things we do for love


Στην παγκόσμια λογοτεχνία, είναι άπειρα τα μυθιστορήματα που στηρίζουν τη δράση τους πάνω στο τετριμένο (αλλά πάντα ελκυστικό) θέμα της μοιχείας. Η εποχή όμως έχει αλλάξει από τον 19ο αιώνα και οι σύγχρονες Μαντάμ Μποβαρύ και Άννες Καρένινες δεν ασφυκτιούν πλέον υπό το βάρος των ενοχών τους και (το κυριότερο μάλλον) δεν αυτοκτονούν. Η πολύ καλή, βραβευμένη Ιρλανδή συγγραφέας Anne Enright (Δουβλίνο,1962) στο θαυμάσιο μυθιστόρημα «ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΒΑΛΣ», («Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. (από τα Γερμανικά(!!) Τ.Κοβαλένκο, σελ.253), ανατέμνει την ερωτική σχέση δύο παντρεμένων ανθρώπων από τη μεριά της γυναίκας και όπως οι μεγάλοι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το θέμα, «παίζει» με τις επιθυμίες, τα κίνητρα και τις «βεβαιότητες» των σχέσεων.

«Ο Σον στον κήπο της αδελφής μου στο Ενίσκερι με την πλάτη γυρισμένη σ’εμένα, αγναντεύει τη θέα, και στα νεαρά κλωνάρια της μικρής μελίας δίπλα του είναι μπερδεμένο ένα σκοινάκι.
Κάνει ζέστη κι εγώ έχω πιεί μπόλικο σαρντονέ. Έχω μόλις επιστρέψει από την Αυστραλία. Είμαι ερωτευμένη και με κόπο τα βγάζω πέρα με το όλο οικογενειακό σκηνικό στο Ενίσκερι, με τους γείτονες και τα παιδιά τους. Οπότε, ο άντρας που στέκεται στην άκρη του κήπου δεν είναι παρά ένα τόσο δα σκίσιμο στο ύφασμα της ζωής μου. Μπορώ να το μαντάρω και να γίνει όπως ήταν πριν, εφόσον δεν γυρίσει να κοιτάξει προς το μέρος μου.
Ο Σον στέκεται στο παράθυρο με τις πιτζάμες του και στο τζάμι ανθίζει η πάχνη. Ή στέκεται στο παράθυρο λουσμένος από καλοκαιρινό φως και η γυμνή του πλάτη είναι ένα ανάγλυφο οστών και μυώνων – από πίσω εξακολουθεί να δείχνει σαν παλικαράκι – κι εγώ θέλω να ψιθυρίσω: Γύρνα να με κοιτάξεις.
Ή: Μην γυρίσεις.
Οι βδομάδες που πέρασα περιμένοντας το τηλεφώνημά του, οι μήνες που πέρασα περιμένοντάς τον να εγκαταλείψει την Αϊλίν. Η μοναξιά εκείνου του διαστήματος ήταν, με τον τρόπο της, εξαίσια. Ζούσα μαζί της, χόρευα μαζί της.»

Είναι η ιστορία ενός παθιασμένου έρωτα και πως αυτός ξεφτίζει καθώς περνάει ο καιρός, μπλέκει στα γρανάζια της αβάσταχτης καθημερινότητας. Το μυθιστόρημα είναι ένα μεγάλο φλας-μπακ στον χρόνο. Βρισκόμαστε στο 2009 και η Τζίνα, τριανταπεντάρα και δυναμική καριερίστα γυναίκα, αναπολεί την αρχή της σχέσης της με τον Σον που ξεκίνησε από μια τυχαία γνωριμία στο πάρτυ της αδερφής της, αρκετά χρόνια πριν. Ήταν και οι δύο παντρεμένοι, η Τζίνα αισθανόταν ασφαλής και ευτυχισμένη με τον Κόνορ, τον «εξπέρ στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές», τον κατά τ’αλλα απλοϊκό σύζυγο με την μεγάλη και θορυβώδη οικογένεια. Κάποια χρόνια πέρασαν χωρίς να ξαναειδωθούν αλλά η οικογενειακή γνωριμία και γειτνίαση της αδελφής της με την οικογένεια του Σον, τα παιδιά τους που είναι σε κοντινές ηλικίες φέρνουν όλα τα πρόσωπα του δράματος κοντά.

Η Τζίνα δούλευε κι αυτή στην βιομηχανία του διαδικτύου και των υπολογιστών, η χώρα (η Ιρλανδία) ήταν σε ανοδική πορεία, όλοι αγόραζαν σπίτια, χαλούσαν λεφτά, ήταν μια κοινωνία της αφθονίας – ωραία αυτοκίνητα, εξοχικά πάνω στο κύμα, δάνεια για σπίτια που δεν σε απασχολούσε το ύψος του επιτοκίου. Ο (αρκετά μεγαλύτερος της) Σον ήταν μέρος του συστήματος. Σύμβουλος Επιχειρήσεων, γοητευτικός ρήτορας, με γκρίζους κροτάφους, λίγο κοντός βέβαια και με μαγιό φαινόταν μάλλον ντεκαβλέ αλλά με μεγάλα γκρίζα μάτια. Η Τζίνα δεν το πολυσκέφτηκε, έμπλεξε μαζί του σχεδόν από ένστικτο, δεν μπορούσε να συγκρατήσει την επιθυμία της. Όταν δε η εταιρία της επιλέγει να συνεργαστεί μαζί του (μετά από σύστασή της) και να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες του, οι δύο εραστές βλέπονται συνεχώς, αγγίζονται δήθεν τυχαία, περνάνε ώρες σε δωμάτια ξενοδοχείων, σε επαγγελματικά ταξίδια. Η Τζίνα διαλύει τον γάμο, επιλέγει τη ρήξη με την οικογένειά της, ο Σον δεν θ’αργήσει πολύ ν’ακολουθήσει αλλά τι γίνεται όταν υπάρχει ένα προβληματικό παιδί στη μέση;

Η κόρη του Σον, η ιδιόμορφη Έβι, με τα θέματα υγείας που την ταλαιπωρούσαν από μικρή, αποτελεί τον κεντρικό άξονα της ιστορίας, της ερωτικής σχέσης του ζευγαριού. Η Έβι που όταν άρχισε η σχέση ήταν εννιά χρονών και τώρα είναι μια έφηβη, με τις ανασφάλειες, την αυθάδεια και την αντίδραση των νεαρών κοριτσιών. Η Τζίνα από ανέμελη ερωμένη βρίσκεται χωρίς ουσιαστικά να καταλάβει πως, να καλύπτει τα κενά μεταξύ του Σον και της συζύγου του, να φιλοξενεί την μικρή κάποια Σαββατοκύριακα, να κάνει υπομονή μπροστά στην σχέση πατέρα-κόρης, να αντιμετωπίζει γενικώς μια καθημερινότητα, η οποία αποτελεί συνέπεια των επιλογών της.

«Αν δεν ήταν το παιδί ίσως να μην είχε συμβεί τίποτε απ’όλα αυτά, επειδή όμως υπήρχε ένα παιδί στη μέση, ήταν πολύ πιο δύσκολη η άφεση αμαρτιών. Όχι πως κάτι απαιτούσε συγχώρεση, αλλά το γεγονός ότι εμπλεκόταν και ένα παιδί στην όλη υπόθεση μας έκανε να νιώθουμε ότι δεν υπήρχε επιστροφή – ότι έπρεπε να δώσουμε την πρέπουσα σημασία. Το γεγονός ότι είχε εκτεθεί σε όλο αυτό ένα παιδί, σήμαινε ότι οφείλαμε να έρθουμε αντιμέτωποι με τους εαυτούς μας, ότι οφείλαμε να ανταποκριθούμε ανάλογα.»

Η ιστορία περνάει όλη, μέσα από την αφήγηση της ηρωίδας, της Τζίνας. Ότι διαδραματίζεται το πληροφορούμαστε από αυτήν, οπότε η άκρατη υποκειμενικότητα της γυναικείας οπτικής καθορίζει το μυθιστόρημα. Αντιλαμβανόμαστε από νωρίς, ότι η Τζίνα δεν είναι κι ο πλέον αξιόπιστος αφηγητής και ότι τα γεγονότα φιλτράρονται μέσα από την ματιά της. Δεν διακρίνεται μεγάλη συμπάθεια για την Έβι αλλά και για την «απατημένη σύζυγο» Αϊλίν, ενώ ο Κόνορ περιγράφεται με συμπάθεια αλλά και με δόση οίκτου μπροστά στον χειμαρρώδη Σόν. Αλλά από την άλλη η ηρωίδα της Ενράιτ, είναι ένας αφοπλιστικός αφηγητής, με καίρια σχόλια, τσουχτερές παρατηρήσεις για τη ζωή στα προάστεια, την αποξένωση των οικογενειών, την στείρα επίδειξη χρήματος, τον εγωκεντρισμό, την γυναικεία υστερία, την ανδρική επιπολαιότητα.

Την ιστορία σκεπάζει η μουντάδα της οικονομικής κατάρρευσης της Ιρλανδίας και η συγγραφέας κεντάει κυριολεκτικά πάνω στην απεικόνιση της Κρίσης. Όταν ξεκινάει η σχέση των δύο εραστών, όλοι μιλάνε για τις αγορές που κάνανε, τα εξοχικά τους, τις πλαστικές εγχειρήσεις, τα λεφτά που βγάλανε. Λίγα χρόνια μετά, το 2009, η Τζίνα έχει αλλάξει δουλειά και μία από τις αρμοδιότητές της είναι να απολύει κόσμο με συνοπτικές διαδικασίες, ο Σον έχει οικονομικά προβλήματα, ο γαμπρός της είναι άνεργος και τα εξοχικά πάνω στο κύμα έχουν πουληθεί για ένα κομμάτι ψωμί μπας και μπορέσουν να αποπληρωθούν δάνεια και υποθήκες.

Η Ενράιτ δεν κρίνει τις ενέργειες των ηρώων της, δεν ηθικολογεί (μάλλον αποενοχοποιεί καταστάσεις), ενώ οι χαρακτήρες της είναι στέρεοι και συμπαγείς. Η θαρραλέα Τζίνα που ψάχνεται συνεχώς πάνω στα σφάλματα και στις ανασφάλειές της, ο Σον με τις υπεκφυγές, τα πισωγυρίσματα και την έμφαση στην καριέρα.
Η συγγραφέας σ’αυτό το υπέροχο βιβλίο με τη ρέουσα αφήγηση και την απλή γλώσσα, με τα κεφάλαια που έχουν τίτλους τραγουδιών σαν ένα ιδανικό σάουντρακ και το οποίο, θα μπορούσε να είναι πρότυπο για το πώς μπορεί να γραφτεί ένα κείμενο για ένα τόσο μπανάλ θέμα (ακόμα και ο τίτλος του είναι «κάπως»), χωρίς να είναι «ροζ» ή «εύπεπτο», με λεπτούς, επιδέξιους χειρισμούς και πολύ χιούμορ, πραγματοποιεί μια εύστοχη ανατομία της ερωτικής σχέσης μέσα στην οικονομική κρίση.

«Τώρα αγαπάει εμένα. Ή αγαπάει και εμένα.
Ή.
Τον αγαπάω εγώ. Πέρα απ’αυτό δεν μπορούμε τίποτε άλλο να γνωρίζουμε, ούτε εκείνος ούτε εγώ.»






 
Παρασκευή, Ιουνίου 14, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 14, 2013 | Permalink
"Βίαιοι, βρώμικοι και κακοί"


Καιρό είχα να διασκεδάσω τόσο με ένα βιβλίο, όσο με το «ανατρεπτικό» γουέστερν του (σχετικά νέου) Καναδού συγγραφέα, Patrick DeWitt (Βανκούβερ,1975), που ξαφνιάζει (αρχικά) με τον πρωτότυπο τίτλο του, «ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΑΔΕΛΦΕΣ» («The Sisters Brothers»), (Εκδ. Ψυχογιός,μετάφρ. Γ.Ι.Μπαμπασάκης, σελ.342). Το βιβλίο του ΝτεΓουίτ (μόλις το δεύτερο στην σύντομη συγγραφική του πορεία), το οποίο προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στον αγγλόφωνο κόσμο, με αποτέλεσμα να είναι υποψήφιο για το βραβείο Man-Booker του 2011, είναι μια Ταραντινικού ύφους, αυθεντικότατη μαύρη κωμωδία, με στοιχεία μυθιστορήματος «ενηλικίωσης» γεμάτη χιούμορ και μελαγχολία με πρωταγωνιστές (ήρωες), δύο φοβερούς χαρακτήρες – που παραπέμπουν στην κλασσική λογοτεχνία.

Όταν μεγαλώνεις με τέτοιο όνομα στις ΗΠΑ του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, γίνεσαι ζόρικο αγόρι για να επιβιώσεις. Ετσι λοιπόν τα δύο αδέρφια, ο Τσάρλι και ο μικρότερος Έλι Αδελφές, δεν ξέρουν τίποτε άλλο να κάνουν στη ζωή τους, παρά να σκοτώνουν γρήγορα και απλά – σχεδόν δεν παίρνεις είδηση πως…Δουλεύουν για έναν σκοτεινό και πάμπλουτο τύπο, με το περίεργο όνομα «Στόλαρχος» (Commodore), στο Όρεγκον, και αναλαμβάνουν μια αποστολή που δεν φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολη γι’αυτούς. Να βρουν και να «καθαρίσουν», κάποιον Χέρμαν Κέρμιτ Γουόρμ, ο οποίος ψάχνει στην Καλιφόρνια για χρυσάφι και παρακολουθείται στενά από έναν άνθρωπο του Στόλαρχου, τον «λιμονκοντόρο» Χένρι Μόρις.

Βρισκόμαστε στην Αμερική του 1851 και ο πυρετός του χρυσού, έχει στείλει στα Δυτικά και πιο συγκεκριμένα στην Καλιφόρνια, χιλιάδες ανθρώπους που ψάχνουν μανιωδώς για λίγους ή πολλούς κόκκους χρυσού. Τα δύο αδέρφια, ο σκληρός και κυνικός Τσάρλι με το άλογο του, τον Σβέλτο και ο χοντρός και πιο ευαίσθητος Έλι με τον ταλαίπωρο Ζουμπά, ένα άλογο που λυπάσαι που το βλέπεις, ξεκινάνε το ταξίδι τους προς την Άγρια Δύση.
Στον δρόμο τους θα συναντήσουν διάφορους περίεργους τύπους, έναν άνθρωπο που περπατάει και κλαίει, ένα ενοχλητικό παιδί που έχει μείνει μόνο του σε ένα καραβάνι μετά από την αλληλοεξόντωση αυτών που τον συνόδευαν, μια γριά μάγισσα, μια αρκούδα με κόκκινο τρίχωμα, παράνομους κυνηγούς που στήνουν παγίδες. Θα βρεθούν με πολλά λεφτά όταν προσπαθώντας να πουλήσουν το τομάρι αυτής της αρκούδας και εμπλεκόμενοι σε μια σειρά από φονικά, θα ανακαλύψουν έναν θησαυρό, ενώ αναπόφευκτα θα γνωρίσουν πόρνες και άλλες περίεργες τύπισες, θα διαφωνήσουν για τις ενέργειες που πρέπει να κάνουν, θα πλακωθούν πολλές φορές ακόμα και μεταξύ τους, ο Έλι θα κινδυνέψει να πεθάνει από τσίμπημα αράχνης ενώ δεν θα διστάσει να αυνανιστεί για να χαλαρώσει από το άγχος. Γενικώς αυτό το ταξίδι θα τους αλλάξει, οι περιπέτειες, οι άνθρωποι που συναντούν θα συντελέσουν στην μετατροπή τους.

Όταν φτάσουν πια στο Σαν Φρανσίσκο, μια πόλη πολύ διαφορετική από το σημερινό της πρόσωπο, δεν θ’αργήσουν να καταλάβουν ότι ο πράκτορας του Στόλαρχου, ο Χένρι Μόρις έχει δελεασθεί από τον μυστηριώδη Γουόρμ που έχουν εντολή να σκοτώσουν οι δύο εκτελεστές. Ο Τσάρλι αποκαλύπτει στον έκπληκτο Έλι, το πραγματικό νόημα αυτής της αποστολής και συμφωνούν σε ένα πλάνο που θα ανατρέψει τα πάντα. Έτσι κι αλλιώς όσο πλησιάζουν στο υποψήφιο θύμα τους, οι συζητήσεις μεταξύ των δύο αδερφών από τον τσακωμό και την αποκτήνωση του Τσάρλι, τις αλληλοπροσβολές και τις κραυγές, αλλάζουν, γίνονται πιο ανθρώπινες, βαθύτερες και με περισσότερο συναίσθημα. Βλέπουμε και κατανοούμε τα γεγονότα που τους οδήγησαν στην τωρινή τους κατάσταση, τις οικογενειακές δυσκολίες, τα προβλήατα επιβίωσης. Τα αγόρια γίνονται άντρες αλλά αυτό δεν τους γλυτώνει από τις  περιπέτειες τους, οι οποίες θα γίνουν ακόμα πιο ξέφρενες, θα τους την πέσουν Ινδιάνοι, θα φάνε το ξύλο της χρονιάς τους από εξαγριωμένες πόρνες. Μετά από αυτό το ταξίδι, τίποτα πια δεν θα είναι ίδιο.

Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο εικόνες και σκηνές βίας, αγριότητας, φονικά, πυροβολισμούς, ότι ακριβώς περιμένει κανείς από ένα παραδοσιακό γουέστερν, είδος που έχει καταγραφεί στο υποσυνείδητο μας από την παιδική μας ηλικία από διάφορες ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές, παρά από μυθιστορήματα (οι παλαιότεροι θα θυμούνται τα δημοφιλέστατα «βιπεράκια» του Λουίς Λ’Αμούρ) ή διηγήματα.
Το ύφος του ΝτεΓουίτ λογοτεχνικά φέρνει πιο κοντά σ’αυτό του Κόρμακ ΜακΚάρθυ (επικό και εσχατολογικό), παρά στης Annie Proulx (που είναι πιο ελεγειακό), αλλά εάν μιλήσουμε πρακτικά, το μυθιστόρημα θυμίζει ταινίες σπαγγέτι-γουέστερν ή τα αριστουργήματα του Σαμ Πέκινπα («Η άγρια συμμορία», «Φέρτε μου το κεφάλι του Αλφρέντο Γκαρσία») και την πρόσφατη ταινία του Κ.Ταραντίνο «Τζάνγκο ο τιμωρός» παρά τις πιο παραδοσιακού στυλ γουέστερν – μεγαλειώδεις όμως - ταινίες του Τζον Φορντ. Η παρακμιακή ατμόσφαιρα της εποχής, που θα τελειώσει με το ξέσπασμα του Εμφυλίου κάποια χρόνια αργότερα, οι σαλεμένοι χρυσοθήρες, η μανία του χρήματος, περιγράφονται εκπληκτικά από τον εξαιρετικά ταλαντούχο συγγραφέα.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια και περνάει μέσα από την αφηγηματική φωνή του μικρότερου αδερφού, του Έλι, που ουσιαστικά ωριμάζει μέσα από την ιστορία. Εκεί που ο Τσάρλι βυθίζεται όλο και περισσότερο στο ποτό και την κυνικότητα, ο Έλι μαθαίνει να ακούει τους ανθρώπους, να συζητάει μαζί τους, να ονειρεύεται μια διαφορετική ζωή, να προσπαθεί να αλλάξει, εξωτερικά στην αρχή, όταν προσπαθεί να αδυνατίσει ή μαθαίνοντας να πλένει τα δόντια του, μεταβαίνοντας σε πιο εσωτερική αλλαγή στη συνέχεια, ερωτευόμενος μια φθισικιά πόρνη και διαπιστώνοντας το αδιέξοδο της κατάστασής του. Ο ΝτεΓουίτ περνάει από το πικαρέσκο και μπουφόνικο θεατρικό ύφος των δύο αδερφών της αρχής, του ενός με το επιβλητικό άλογο και του χοντρού με τον νανοειδή και ετοιμόροπο Ζουμπά, στο λακωνικό και σπιντάτο ύφος περιγραφής κάποιων ιδιαίτερα βίαιων σκηνών, ενώ εντυπωσιάζει με το λυρικό στυλ δύο εμβόλιμων κεφαλαίων διακόπτοντας την πλοκή, που τα αποκαλεί: «διαλείματα».

«Οι Αδελφοί Αδελφές», είναι ένα απολαυστικό βιβλίο (ιδανικό για να το πάρει κανείς μαζί του στις διακοπές), που διαβάζεται απνευστί (ωραιότατο book-trailer υπάρχει στο YouTube για την Αμερικάνικη έκδοση). Υπέροχα μεταφρασμένο από τον Γ.Ι.Μπαμπασάκη (ο οποίος έγραψε έναν πολύ ωραίο πρόλογο που καλύτερα να διαβαστεί μετά το τέλος της ανάγνωσης διότι περιέχει spoilers), είναι ένα μυθιστόρημα «ωρίμανσης» και «αυτογνωσίας» που σίγουρα προσδίδει μια φρεσκάδα στο ιδιαίτερο αυτό είδος και εκπλήσσει ευχάριστα με την ποιότητά του, αποδεικνύοντας ότι αυτή δεν συνοδεύεται πάντα με «βαριά» και «στριφνά» αναγνώσματα.

 

 
Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2013 | Permalink
Booktalks@amagi radio, εκπομπή Σαββάτου 8/6/13

Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@amagi radio, του Σαββάτου 8/6.

Στο πρώτο μέρος κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα στο μυθιστόρημα του Ray Bradbury, ΦΑΡΕΝΑΙΤ 451.
Στο δεύτερο μέρος κουβεντιάζουμε με την συγγραφέα Ζέφη Κόλια για το καινούργιο της βιβλίο, "Λώρα, η τελευταία των Μαρξ".

Καλή ακρόαση

  BOOKTALKS@AMAGI RADIO-ΕΚΠΟΜΠΗ 8ΙΟΥΝΙΟΥ13 by librofilo
 
Δευτέρα, Ιουνίου 10, 2013
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 10, 2013 | Permalink
Hotel Chelsea


«Ah but you got away, didn't you babe,
you just turned your back on the crowd,
you got away, I never once heard you say,
I need you, I don't need you,
I need you, I don't need you
and all of that jiving around.»



CHELSEA HOTEL No2 (Leonard Cohen)

Διαβάζοντας την προηγούμενη εβδομάδα, το μυθιστόρημα του Γιώργου Γλυκοφρύδη (Αθήνα,1964) με (τον σαγηνευτικό) τίτλο «Hotel Chelsea», (Εκδ. Ψυχογιός, σελ.218), έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται συνεχώς πως θα μπορούσε  να σχηματοποιηθεί η αίσθηση που αποκόμιζα από την ανάγνωσή του. Κατέληξα ότι μου είναι αδύνατον να περιγράψω αυτό το συναίσθημα (ή την εμπειρία), με λογοτεχνικούς όρους, χρησιμοποιώντας δηλαδή τις όποιες αναγνωστικές προσλαμβάνουσες διαθέτω. Η μοναδική προσέγγιση, την οποία μπορώ να κάνω στο βιβλίο είναι μέσα από τις εικόνες, μέσα από ένα κινηματογραφικό πλαίσιο διότι αυτό ακριβώς είναι εκείνο που μου έμεινε από το «Hotel Chelsea», ένας καταιγισμός εικόνων, μια συνεχής κίνηση (της κάμερας ή αν θέλεις της «πένας» του συγγραφέα).

Ο κεραυνοβόλος και παθιασμένος έρωτας του Στέφανου με την Σάρα θα διακοπεί απότομα, όταν ένα αεροπλάνο θα πέσει πάνω στο κτίριο που εκείνη δουλεύει. Είναι η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και ο κόσμος αλλάζει μέσα σε μερικά λεπτά. Οι έντονες ερωτικές στιγμές του νεαρού ζεύγους, στην Ευρώπη και μετά στην Νέα Υόρκη και πιο συγκεκριμένα στο πολυτραγουδισμένο και πολυφωτογραφημένο Hotel Chelsea, θα περάσουν στο παρελθόν. Στο μυαλό όμως του Στέφανου, η Σάρα δεν «έφυγε», ακόμα ζει και έτσι δέκα χρόνια μετά θα ξαναβρεθεί στο ίδιο ξενοδοχείο, σαν να μη πέρασε μια μέρα, θεωρώντας ότι η Σάρα κοιμάται μαζί του, περπατάει στους ίδιους δρόμους δίπλα του, πάνε στα ρεστωράν που τους άρεσαν. Εξάλλου η Σάρα μπορεί να έχει θαφτεί κάτω από τα ερείπια των Δίδυμων Πύργων αλλά ενδέχεται και να έχει «μεταφερθεί» σε μια άλλη διάσταση, σε κάποιο παράλληλο σύμπαν εκατό χρόνια μετά την μοιραία ημερομηνία και είναι αυτή η μέρα, που «θα’πρεπε» να ξανασυναντήσει τον εραστή της όπως της είχε εκείνος υποσχεθεί κάποτε...

« «Λοιπόν, εκείνη την πρώτη μας νύχτα, δυο μήνες πριν, μου ζήτησες ακόμη ένα ραντεβού. Τουλάχιστον ακόμη μια νύχτα, έστω εκατό χρόνια αργότερα. Αν δεν ήθελα, μου είχες πει, να σε έβλεπα ποτέ ξανά στην υπόλοιπη ζωή μου, τουλάχιστον ας σε έβλεπα για ακόμη μια νύχτα μόνο, έστω εκατό χρόνια αργότερα. Στην επόμενη ζωή μου δηλαδή. Έτσι ώστε, λέει, να μπορούμε, μου είχες πει, να βλεπόμαστε έστω μια νύχτα για κάθε ζωή, για πάντα. Στην αιωνιότητα». Έκανε μια παύση. «Κι εγώ…το πήρα στα σοβαρά. Το πήρα ως αληθινό όρκο αληθινής αιώνιας αγάπης·  του πραγματικού απόλυτου έρωτα·  του παντοτινού.»

Η εισβολή όμως μιας εντυπωσιακής γυναίκας, της Γκρέις Μονρό στο ξενοδοχείο και η (διόλου τυχαία) γνωριμία της με τον Στέφανο θα προσδώσει μια διαφορετική διάσταση στην ιστορία και θα δημιουργηθεί ένα ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο. Η ζωή του Στέφανου θα αλλάξει, θα αρχίσει πάλι να ζει και να βλέπει την Νέα Υόρκη με άλλο μάτι, ο εσωτερικός του ρυθμός θα ανατραπεί και πρέπει να πάρει επιτέλους κάποιες αποφάσεις.

 

Η σκιά του εμβληματικού ξενοδοχείου πέφτει πάνω στην ιστορία έρωτα και φαντασίας, απώλειας και οδύνης που περιγράφει ο συγγραφέας. Το Chelsea hotel  με τις μνήμες στα δωμάτια, στους τοίχους, στα ασανσέρ, ένα ξενοδοχείο-μουσείο, κυριαρχεί στην ιστορία, στεγάζοντας τις ωραιότερες στιγμές του ζεύγους Στέφανος-Σάρα, χρησιμεύοντας ως αφορμή για να γνωριστεί ο Στέφανος με την Γκρέις, ξυπνώντας αναμνήσεις και δημιουργώντας το κατάλληλο ατμοσφαιρικό υπόβαθρο για να χτιστεί η ιστορία του Γλυκοφρύδη.

Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο εικόνες, αστραπιαίες που περνάνε σαν μια σειρά φωτογραφιών σε έναν τεράστιο τοίχο ή εικόνες από ερωτικές ταινίες, από ταινίες που έχουμε αγαπήσει. Το ζευγάρι να κάνει ξέφρενο έρωτα, εκείνος να θαυμάζει το κορμί της όταν εκείνη κοιμάται, να περπατάνε μαζί στους δρόμους της Ν.Υόρκης, οι αστυνομικοί να περνάνε χειροπέδες στον Στέφανο, η Γκρέις Μονρό που είναι «ίδια η Μπιγιονσέ» να στέκεται μπροστά του τυφλώνοντάς τον με την ομορφιά της, τα diners με τα βιντεοκλίπ της Lady Gaga, οι βόλτες μέσα στο υποβλητικό ξενοδοχείο, οι «τρύπες του χρόνου», οι εναλλαγές παρόντος, μέλλοντος και παρελθόντος. Θα μπορούσε να μοιάζει με ταινία ή σειρά επιστημονικής φαντασίας (The Fountain, Blade Runner, Lost, Fringe).

Δεν μπορώ να το δω αλλιώς παρά σαν ένα κινηματογραφικό κολάζ, μια σειρά στιγμιοτύπων. Ο Γλυκοφρύδης κινείται μαεστρικά στις ερωτικές στιγμές και στη δημιουργία ατμόσφαιρας, γοητεύεται από τον έρωτα που πλάθει με τη φαντασία του, δείχνει να χάνει την ισορροπία της ιστορίας, οι διάλογοι είναι αμήχανοι και δυσκολεύουν την ροή της ιστορίας με την έντονη προφορικότητά τους, γεγονότα μένουν μετέωρα και αποσπασματικά, ενώ ο δαιμονιώδης ρυθμός κάποιες φορές κόβεται απότομα από ανούσιες πληροφορίες για τραγούδια και καλλιτέχνες. Ο συγγραφέας νιώθεις ότι παρασύρεται από τις εικόνες, οι οποίες από τη μέση και μετά «βομβαρδίζουν» τον αναγνώστη (αδικαιολόγητα τις περισσότερες φορές) που νιώθει σαν να παρακολουθεί σενάριο βιντεοκλίπ.

Με το ερωτικό πάθος από τη μια να δονεί τα δρώμενα, την Νέα Υόρκη να είναι πάντα ένα γοητευτικό σκηνικό, το ξενοδοχείο Chelsea να σκεπάζει με τη σκιά του, ανθρώπους και καταστάσεις, ενώ το φουτουριστικό στοιχείο προσδίδει το υπερφυσικό στοιχείο στην ιστορία, όλα μοιάζουν ασύνδετα και ασυγχρόνιστα αλλά τελικά λειτουργούν.
Πολύ διαφορετικό, παρά τις κάποιες επι μέρους ομοιότητες, με τα προηγούμενα του έργα, τον εξαιρετικό αλλά φλύαρο «Επιβάτη» και το πολύ άνισο, «10 ώρες δυτικά», το «Hotel Chelsea», είναι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα, κινηματογραφικού ύφους και μορφής που αποτελεί αίνιγμα  και για τον αναγνώστη αλλά και για τον συγγραφέα. Ο μεν πρώτος κατά πόσον θα αφεθεί «να παρασυρθεί» από αυτό το tour-de-force εικόνων και ρυθμού, ο δε δεύτερος κατά πόσον θα μπορέσει να «επικοινωνήσει», να περάσει το όραμά του στο κοινό. Είναι ένα στοίχημα όπως και να το δεί κανείς.



 
Πέμπτη, Ιουνίου 06, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 06, 2013 | Permalink
Τα βιβλία είναι πολύ επικίνδυνα πράγματα

« «Ωραία, αλλά πως προέκυψαν τότε οι πυρονόμοι;» ρώτησε ο Μόνταγκ.
«Αχ!» Ο Μπήτυ έγειρε μπροστά, στην ελαφριά ομίχλη που είχε σχηματιστεί από τον καπνό της πίπας του. «Τι πιο φυσιολογικό και ευκολονόητο από αυτό; Εφόσον τα σχολεία έβγαζαν όλο και περισσότερους δρομείς, άλτες, οδηγούς αγώνων, ανειδίκευτους τεχνίτες, φορτοεκφορτωτές, πιλότους και κολυμβητές, ανειδίκευτους τεχνίτες, φορτοεκφορτωτές, πιλότους και κολυμβητές αντί για ερευνητές, κριτικούς, γνώστες και ευφάνταστους δημιουργούς, η λέξη «διανοούμενος» απέκτησε ασφαλώς τον αρνητικό χαρακτήρα που της άξιζε. Αυτό που δεν σου είναι οικείο, είναι λογικό να σε τρομάζει. Θα θυμάσαι ασφαλώς κι εσύ από το σχολείο σου εκείνο το αγόρι στην τάξη που ήταν εξαιρετικά «έξυπνο», που σήκωνε πάντα το χέρι για να διαβάσει ή να δώσει τη σωστή απάντηση, ενώ οι υπόλοιποι κάθονταν βουβοί σαν μούμιες και τον μισούσαν. Αυτό το έξυπνο αγόρι δεν ήταν που διαλέγατε για να δείρετε ή να βασανίσετε μετά το σχολείο; Μα βέβαια, αυτό διαλέγατε. Πρέπει να είμαστε όλοι ίδιοι. Δεν γεννηθήκαμε όλοι ελεύθεροι και ίσοι, όπως λέει το Σύνταγμα, αλλά γίναμε όλοι ίσοι· κι έτσι είναι όλοι ευτυχισμένοι, αφού δεν υπάρχουν πια βουνά για να συγκρίνεις το ύψος των κορυφών τους. Για να ανακεφαλαιώνουμε λοιπόν! Ένα βιβλίο στο διπλανό σπίτι είναι ένα γεμάτο και οπλισμένο περίστροφο. Το καίς. Το αφοπλίζεις. Κάνεις μια τομή στο μυαλό του ανθρώπου αυτού. Ξέρει κανείς ποιο θα μπορούσε να είναι το θύμα ενός πολυδιαβασμένου ανθρώπου; Εγώ πάντως δεν θα άντεχα δίπλα του ούτε δευτερόλεπτο. Ετσι λοιπόν, όταν κάποτε επιτέλους τα σπίτια σε όλο τον κόσμο απέκτησαν πλήρη πυροπροστασία…εξέλειψε και ο παλιότερος λόγος ύπαρξης του Σώματος, δηλαδή η πυρόσβεση. Όσοι υπηρετούσαν έως τότε στο Σώμα ανέλαβαν αυτά τα νέα καθήκοντα και έγιναν υπερασπιστές της πνευματικής μας ειρήνης, η δύναμη πυρός του απολύτως κατανοητού και δίκαιου τρόμου της κατωτερότητας: επίσημοι λογοκριτές, δικαστές και εκτελεστές. Αυτό είσαι, Μόνταγκ, κι αυτό είμαι κι εγώ.» »

Το «ΦΑΡΕΝΑΪΤ 451» («Fahrenheit 451»), του Ray Bradbury (Η.Π.Α. 1920-2012), είναι ένα βιβλίο που η φήμη του έχει εξαπλωθεί τόσο πολύ, που ακόμα και αν κάποιος δεν το έχει διαβάσει ή δεν έχει δεί την ομώνυμη ταινία του Φρ.Τριφό που βασίστηκε στο βιβλίο, ήδη νιώθει ότι γνωρίζει αρκετά γι’αυτό. Έχοντας διαβάσει το βιβλίο περίπου 30 χρόνια πριν, στην μοναδική μετάφραση που κυκλοφορούσε τότε, και έχοντας δεί την ταινία, δυο-τρεις φορές μέσα σ’αυτά τα χρόνια, η δύναμη της εικόνας, είχε κυριαρχήσει στη μνήμη μου και οι λέξεις του βιβλίου είχαν ξεθωριάσει - (εξαίσια προφητικό αυτό, ως προς την φιλοσοφία του βιβλίου). Από τις πρώτες σελίδες ανάγνωσης, όμως, της θαυμάσιας καινούργιας έκδοσης της Άγρας, (σε (ωραιότατη) μετάφραση Βασ. Δουβίτσα, σελ.271, με 4 επίμετρα να συμπεριλαμβάνονται, διαφορετικών εκδόσεων κλπ), και με αρκετή αναγνωστική εμπειρία πλέον, αυτόματα η ταινία ισοπεδώθηκε, εκμηδενίστηκε μπροστά στην ζωντάνια του κειμένου, στην μοναδική διεισδυτικότητά του και στο μοναδικό στυλ γραφής του μεγάλου αυτού συγγραφέα.

Η ιστορία είναι αρκετά γνωστή. Στην Αμερική του (όχι πολύ μακρινού) μέλλοντος, ο Γκάι Μόνταγκ είναι ένας πυρονόμος που η δουλειά του είναι να βάζει φωτιά σε πράγματα που το καθεστώς κρίνει επικίνδυνα, όπως είναι οι βιβλιοθήκες. Αρκεί μια ανώνυμη καταγγελία, ένα τηλεφώνημα και μέσα σε ελάχιστα λεπτά, το σώμα των πυρονόμων έχει φθάσει στο σπίτι του «παράνομου», του το έχει κάψει και έχει προβεί σε συλλήψεις. Η κοινωνία στην οποία ζει ο Μόνταγκ, δεν έχει μάθει να σκέφτεται, να συζητάει, να απολαμβάνει τη φύση, να περνάνε χρόνο με τον εαυτό τους. Είναι μια κοινωνία ανθρώπων που ζουν αποβλακωμένοι, ακούνε κάποιον συγκεκριμένο ραδιοφωνικό σταθμό με ακουστικά, βλέπουν διαδραστική τηλεόραση σε οθόνες διαστάσεων όσο ένας τοίχος και ενθουσιάζονται οδηγώντας με υπερβολική ταχύτητα επί ώρες.

Ο Μόνταγκ απολαμβάνει το θέαμα των βιβλίων που καίγονται, και να γυρίζει κουρασμένος στο σπίτι του σίγουρος ότι έχει κάνει σωστά τη δουλειά του. Αρκεί όμως μια ερώτηση από ένα μικρό κορίτσι, ούτε καν 17 χρονών, την Κλαρίς που μένει σχεδόν απέναντι από το σπίτι του, για να ανατρέψει τον εσωτερικό του ρυθμό. «Είστε ευτυχισμένος» τον ρωτάει η «μυστηριώδης» κοπέλα, μαζί με κάτι άλλα «περίεργα πράγματα» που του λέει, όπως ότι «στο γρασίδι μαζεύεται πάχνη το πρωί». Γυρίζοντας σπίτι αντιλαμβάνεται ότι η σύζυγός του, η Μίλντρεντ με την οποία είναι μαζί πολλά χρόνια έχει κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Καλεί βοήθεια, την σώζουν και εκείνη την επόμενη μέρα όχι μόνο δεν θυμάται τίποτα αλλά δείχνει ακόμα πιο αποξενωμένη από τον σύζυγό της, με μόνο της ενδιαφέρον την παρακολούθηση των τηλεοπτικών δεκτών που έχουν εγκαταστήσει στους 3 από τους 4 τοίχους του σαλονιού. 

Ο Μόνταγκ βλέποντας την Κλαρίς τις επόμενες ημέρες να του μιλάει για την μαγεία της συζήτησης, προσέχοντας τα φώτα στο σπίτι της και ακούγοντας τα γέλια της οικογένειάς της συνειδητοποιεί την κενότητα της ζωής του. Τα ίδια τα γεγονότα εξάλλου του προκαλούν τεράστια σύγχιση όταν από τη μια, καίνε ένα σπίτι με μια τεράστια βιβλιοθήκη και η ιδιοκτήτριά του, αυτοπυρπολείται μπροστά στα μάτια τους, και από την άλλη, όταν γυρνώντας σπίτι μαθαίνει ότι η Κλαρίς έχει παρασυρθεί από ένα αυτοκίνητο που έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα και η οικογένειά της έχει εξαφανισθεί.
Εχοντας προλάβει να αρπάξει ένα βιβλίο από το σπίτι που μόλις έκαψε, αρνείται να πάει στη δουλειά την επόμενη μέρα, και προσπαθεί να το κρύψει μαζί με άλλα βιβλία που έχει κατά καιρούς κρατήσει από τις επιχειρήσεις που έχει λάβει μέρος. Η Μίλντρεντ δεν συμφωνεί μαζί του, την βλέπει να απομακρύνεται. Όταν δέχεται την επίσκεψη του προϊστάμενού του, Μπήτυ, από τις ερωτήσεις του καταλαβαίνει ότι εκείνος έχει αντιληφθεί την αλλαγή του, αλλά πλέον είναι πολύ αργά – το μικρόβιο της αμφισβήτησης έχει μπει μέσα του, θέλει να μάθει περισσότερα έστω και με κίνδυνο της ζωής του και θυμάται την ύπαρξη ενός γηραιού κυρίου, ονόματι Φάμπερ, που είχε συναντήσει στο πάρκο, είχαν συζητήσει λίγο και ήταν σίγουρος ότι διάβαζε ακόμα βιβλία. Τον βρίσκει και μετά τη συζήτησή τους, ο Μόνταγκ πλέον είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος αν και γνωρίζει ότι όλα αυτά τον οδηγούν (στο δεύτερο μέρος του βιβλίου), σε μπελάδες από τους οποίους δεν γίνεται να απαλλαχθεί εύκολα.

Χρησιμοποιώντας ένα μοναδικό εύρημα με την θερμοκρασία (451 βαθμούς Φαρενάιτ – περίπου 233 βαθμοί Κελσίου) στην οποία το χαρτί των βιβλίων πιάνει φωτιά και καίγεται, το μυθιστόρημα του Μπράντμπερυ είναι περισσότερο ένα «εσχατολογικό μυθιστόρημα» παρά μια «δυστοπία». Βαδίζοντας στο ίδιο μήκος κύματος, με εξίσου σημαντικά βιβλία, όπως το «1984» του Όργουελ και «Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Χάξλεϋ (συγγραφέα από τον οποίο είναι επηρεασμένος), ο Μπράντμπερι επεκτείνει την συλλογιστική τους, αφού ο κόσμος που περιγράφει είναι αποχαυνωμένος και αλλοτριωμένος, βολεμένος και κλινικά νεκρός. Η εξουσία χρησιμοποεί την βία σ’αυτούς που ξεφεύγουν από τον κανόνα αλλά δεν χρειάζεται να κάνει κάτι άλλο αφού οι μάζες έχουν μπεί στα επιθυμητά καλούπια.


Το πλέον ευρηματικό όμως και δυσοίωνο στοιχείο του (γεμάτο χιούμορ και ειρωνία) μυθιστορήματος του Μπράντμπερι, είναι η διαπίστωση ότι τα βιβλία «σταμάτησαν να πουλάνε» και σιγά-σιγά εξαφανίστηκαν. Σε έναν κόσμο που δεν χρειάζονταν πλέον τον Λόγο αλλά την Εικόνα, που η αντίληψη ήταν: «περισσότερα σπορ για όλους, ομαδικό πνεύμα, κι έτσι δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι..Οργανώσεις, υπερ-αθλητικές εκδηλώσεις..Περισσότερες φωτογραφίες. Το μυαλό χωνεύει όλο και λιγότερα…Οι αυτοκινητόδρομοι γεμάτοι από πλήθη κόσμου που πηγαίνουν κάπου, κάπου, κάπου, πουθενά. Οι πρόσφυγες της οδήγησης..Τα περιοδικά όπως έλεγαν οι σνομπ κριτικοί, δεν ήταν παρά αποπλύματα.» Οι ίδιοι οι άνθρωποι (μας λέει ο ιδιοφυής συγγραφέας) απαγόρεψαν τα βιβλία, δεν χρειάστηκε κανένα μέτρο, κανένας νόμος, παρά μόνο η συνεχής και αέναη αποβλάκωση μέσω της «λαϊκοποίησης» της ψυχαγωγίας (που στο βιβλίο εκφράζεται με την διαδραστική τηλεόραση). Οι συγκρίσεις με την σημερινή εποχή και το προφητικό όραμα του Μπράντμπερι, φέρνει ανατριχίλα στον κάθε αναγνώστη.

«Ο χρόνος φοίτησης στο σχολείο μειώθηκε, η πειθαρχία χαλάρωσε, η φιλοσοφία, η ιστορία και οι ξένες γλώσσες βγήκαν από το πρόγραμμα, τα αγγλικά με τη γραμματική και την ορθογραφία τους σιγά σιγά παραμελήθηκαν και στο τέλος σχεδόν εξοστρακίστηκαν κι αυτά εντελώς. Ζούμε μόνο γιά την κάθε στιγμή, η δουλειά είναι που μετράει και η απόλαυση είναι σε ό,τι κάνεις μετά τη δουλειά. Γιατί λοιπόν χρειάζεται να μάθεις περιττά πράγματα, πέρα από το να πατάς κουμπιά, να ανοιγοκλείνεις διακόπτες και να βάζεις τις οβίδες στη θέση τους;»

Το βιβλίο που είχε πρώτα την μορφή διηγήματος, όπως εξιστορεί στα πολύ ενδιαφέροντα παραρτήματα που συνοδεύουν την έκδοση, ο Μπράντμπερι, γνώρισε την διάσημη (αν και άνιση) κινηματογραφική μεταφορά του Φρανσουά Τριφό (1966), και τουλάχιστον δύο τηλεοπτικές μεταφορές, ενώ έγινε και βιντεοπαιχνίδι. Είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο με εξαίσιες φράσεις, οι συζητήσεις μεταξύ Μόνταγκ και Φάμπερ είναι εκπληκτικές και θίγουν πολλά θέματα, ενώ από τη μέση και μετά, από την στιγμή της «εξέγερσης» του Μόνταγκ αποκτάει έναν ιλιγγιώδη ρυθμό με ένα φινάλε ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες (διαφορετικό από αυτό της ταινίας). 
Κανονικά ή θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία ή να απαγορευτεί τελείως διότι το βιβλίο αυτό αποτελεί «ωρολογιακή βόμβα» - είναι ένα μυθιστόρημα, αριστουργηματικό και βαθιά φιλοσοφικό για την δύναμη της σκέψης, την αλλοτρίωση, την λογοκρισία και την αντίσταση, που έχω την αίσθηση ότι όσο περνάνε τα χρόνια θα γίνεται όλο και πιο επίκαιρο.


 
Τρίτη, Ιουνίου 04, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουνίου 04, 2013 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 1/6/13
Ακούστε σε podcast την εκπομπή Booktalks στο Amagi radio, του Σαββάτου 1ης Ιουνίου.

Στην εκπομπή ακούγονται ποιήματα των Α.Σέξτον, Σ.Πλαθ, Ρ.Λόουελ, Τσ.Παβέζε, Γ.Σεφέρη, μια συνέντευξη του D.Mendelsohn και το ποστ μου για το αριστουργηματικό του βιβλίο "Χαμένοι" ενώ διαβάζουμε και το θαυμάσιο διήγημα "Γουέικφιλντ" του μεγάλου Ν.Χώθορν.

Καλή ακρόαση

  BOOKTALKS, ΕΚΠΟΜΠΗ 1-6-13 by librofilo