«Από
παλιά η μνήμη από δεύτερο χέρι ρουφιάνευε την πρωτογενή μνήμη»
Η
μνήμη «μιλάει» αποσπασματικά με έναν έξοχο ελεγειακό και απόλυτα μινιμαλιστικό
λόγο, στο πρόσφατο βιβλίο του Μισέλ Φάις, με τίτλο «ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ», (εκδ. Πατάκη,
σελ.283). Εικόνες ολοκληρωμένες, εικόνες φευγαλέες, εικόνες σαν φωτογραφίες ή
σαν μικρού μήκους ταινίες, περνάνε σε σύντομα κεφάλαια (θυμίζοντας στους
παλαιότερους τα – μαγικά στα παιδικά μάτια - view-masters), προκαλώντας και
προσκαλώντας τον αναγνώστη σε ένα σαγηνευτικό παιχνίδι συμμετοχής.
«Κι
εκείνη ακριβώς τη μέρα, που δεν είναι αρκετά μέρα, κι ωστόσο μια μέρα
μπουχτισμένη από νύχτα, μια μέρα που εύχεσαι να μην ξημερώσει άλλη σαν αυτήν,
και σιγά μη σου κάνει το χατίρι, αφού κάθε μέρα από δω και πέρα, η αρχή να μη
γίνει, θα είναι ένα ξημέρωμα αυτής της μέρας, ίδιας και απαράλλαχτης, της
μπουχτισμένης από νύχτα και της πεισματικά αξημέρωτης, αυτή τη γαμημένη μέρα
λοιπόν, κάποιος που διατείνεται πως γεννηθήκατε το ίδιο λεπτό και, το
εξωφρενικότερο, πως θα πεθάνετε το ίδιο λεπτό ξαπλώνει πλάι σου γυμνός. Όχι, καμμία σχέση με
σοδομισμό. Ένας σκατόγερος, φτυστός εσύ τριάντα χρόνια μετά. Σκαμμένο πρόσωπο,
σταφιδιασμένο δέρμα, ραγισμένη φωνή, γέρνει στο προσκέφαλό σου. Κάποιος που
μόνο για το βάτεμα της ψυχής σου νοιάζεται, αρχίζει να σου ψιθυρίζει στο αυτί,
στο στόμα, στην κωλοτρυπίδα, ό,τι αθλιότητα έχεις σκεφτεί τόσο εξαντλητικά, που
είναι σαν να την έχεις κάνει, ό,τι αθλιότητα δεν έχεις σκεφτεί αλλά την έχεις
κάνει.
Η
καταχωνιασμένη κασέτα της ζωής σου ξανά και ξανά παιγμένη.»
Τα
«κτερίσματα» ήταν (στην αρχαία Ελλάδα) τα αντικείμενα τα οποία τοποθετούσαν στον τάφο μαζί με το νεκρό.
Συνήθως αντικείμενα αγαπητά σ΄ αυτόν κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ο Φάις,
αυτοβιογραφικός σχεδόν σε όλα τα κείμενά του, στην πλούσια βιβλιογραφία του, κάνει
σ’αυτό το βιβλίο, μια βαθιά τομή μιλώντας για την παιδική ηλικία, τα πρώτα
σεξουαλικά ερεθίσματα, τις μυρωδιές και την τριβή των σωμάτων, τον οικογενειακό
αλληλοσπαραγμό για να καταλήξει στις ερωτικές στιγμές, στις σχέσεις που τον
σημάδεψαν, στα ερωτικά βιώματα που καθόρισαν την προσωπικότητά του.
«Θλιβερός
αντιγραφέας της ζωής μου και ατάλαντος συγγραφέας της αυτοβιογραφίας ενός
άλλου. Ένας καταδικασμένος γραφιάς, καταδικασμένος να γράφει και να ξαναγράφει,
από τη μέρα που άνοιξε τα μάτια του μέχρι τη μέρα που θα τα κλείσει, το βιβλίο
του πατέρα και το βιβλίο της μητέρας, με άλλα λόγια το βιβλίο της ταραγμένης
ομιλίας, μνήμης και σεξουαλικότητας και ποτέ μα ποτέ το βιβλίο της οικογένειας,
δηλαδή το βιβλίο του εαυτού και των άλλων, το βιβλίο της ξανακερδισμένης
συνοχής.»
Μια
οικογένεια στην Βορειοανατολική Ελλάδα – στην Κομοτηνή συγκεκριμένα, οι γονείς
γιατροί με εβραϊκές ρίζες από την πλευρά του πατέρα και ένα παιδί με αχαλίνωτη
φαντασία, γεμάτο περιέργεια και μια αδυναμία στη μητέρα. Οι γονείς χωρίζουν, ο
μικρός ακολουθεί την μητέρα του στην Αθήνα.
Μνήμες από τη ζωή στη Θράκη την
δεκαετία του ‘60, ατμόσφαιρα ανατολής γεμάτης ερωτισμό και μυρωδιές στο πρώτο
μέρος, με εικόνες ενίοτε ρεαλιστικές, ενίοτε ιμπρεσιονιστικές – τα σώματα των
γυναικών, γεμάτα ερωτισμό είτε απροκάλυπτο, είτε στη φαντασία του γεμάτου
περιέργεια παιδιού. Ο θυμός προς την «μαλθακότητα» και την «ηρεμία» του πατέρα
που δέχεται τα γεγονότα χωρίς να αντιδράσει, η μανία – σχεδόν ερωτικής φύσης -
προς τη μητέρα που κάνει την «εξέγερσή της».
«Ένας
γάμος μες στα σκατά. Ένα μαλακισμένο
φλερτ. Μια γυναίκα μιλάει. Επείγεται. Κι ένα εξουθενωμένο σχολιαρόπαιδο, με
ξεσκισμένη καρδιά, ακούει – ακούει;»
Στο
δεύτερο μέρος, θραύσματα άναρχα και αποσπασματικά, σημειώσεις από τετράδια,
τραγούδια, ποιήματα, ερωτικές κραυγές, αγγελίες για σεξ, κραυγές και ψίθυροι,
βρισιές. Ένα παζλ φράσεων φαινομενικά ασύνδετων αλλά (επί της ουσίας), εξαιρετικά
δομημένης αρχιτεκτονικής ώστε να επιτείνουν την απόγνωση και την μελαγχολία που
διαπερνά τις σελίδες του βιβλίου.
«Όσο
περισσότερο σ’ερωτεύομαι, τόσο καθαρότερα βλέπω ότι ούτε έρωτας υπάρχει ούτε
εσύ.»
Στο
τρίτο μέρος, το ερωτικό παιχνίδι μέσα από σχέσεις, άλλες μακροχρόνιες, άλλες
εφήμερες. Με την ερωτική επιθυμία να δονεί τις σελίδες και μια σεξουαλικότητα
που εκρήγνυται μέσα από ανούσιες επαφές, άχρηστες συνομιλίες, υστερίες και
βίτσια, με το αδιέξοδο του έρωτα να κυριαρχεί παντού. Χιούμορ και
αυτοσαρκασμός, στοχασμός και ελεγεία σε πρώτο πλάνο με μια αφήγηση που παρασέρνει
τον αναγνώστη σε ένα μεθυστικό και γοητευτικό λογοτεχνικό ταξίδι.
«Ο
συμμαθητής σου, που είδε τη χοντρή θεούσα θεία του να βγαίνει από το μπάνιο
όπως τη γέννησε η μάνα της, να κάθεται πάνω σε μια κόκκινη πετσέτα και με
θωπευτικές κινήσεις να αλείφεται με Νιβέα ανάμεσα στα μπούτια και πίσω στα
κωλομέρια, καθόταν πλάι σου στο θρανίο.
Διαγωνίως
απέναντι καθόταν εκείνος που ισχυριζόταν ότι το πράμα της κατσίκας είναι
ανώτερο από εκείνο των συμμαθητριών σας.
Πίσω
σου καθόταν ένα λελέκι που επέμενε ότι δεν αυνανίζεται διότι, όπως διάβασε
σ’ένα βιβλίο σεξολογίας, το σπέρμα τελειώνει κι άμα τελειώσε, πως θα κάνει
παιδιά όταν μεγαλώσει και παντρευτεί;
Ο
γιός του συμβολαιογράφου, ο γιός του τυρέμπορα και ο γιός της βιβλιοπώλη ήταν
αχώριστοι στο δημοτικό, αχώριστοι στο γυμνάσιο, αχώριστοι και στο μοιραίο.
Στην
Τρίτη γυμνασίου, σε διακοπές στη Θάσο, τρικάβαλο σε μηχανάκι έπεσαν σε γκρεμό.»
Αυτή
η «εν θερμώ» ρέουσα αφήγηση είναι που καθιστά το συγκεκριμένο βιβλίο, πραγματικό
«στολίδι» γραφής και ύφους. Ανατρεπτικός και άναρχος, παραληρηματικός και
εξομολογητικός, ο συγγραφέας δεν διστάζει «να ξεγυμνωθεί» μέσα από τις θραυσματικές
εικόνες που περιγράφει, δεν διστάζει να μιλήσει ωμά και σκληρά προς εαυτόν και προς
αλλήλους, δεν κολώνει να επιτεθεί στην «αγία οικογένεια», δεν σταματάει να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται
σε ένα αλλιώτικο «πένθιμο εμβατήριο» για το σεξ, το ερωτικό παιχνίδι, τις ερωτικές
εμμονές, «τακτοποιώντας» ίσως τη σχέση του συγγραφέα με το παρελθόν, λειτουργώντας
ως ένα είδος «καθαρτηρίου» ψυχολογικού.
Τα
«Κτερίσματα», αυτά τα υπέροχα λογοτεχνικά θραύσματα μνήμης, θα μπορούσε να είναι
και ένα μοντέρνο δράμα ή μια αρχαιοελληνική τραγωδία. Με τις ασπρόμαυρες
φωτογραφίες να παρεμβάλλονται στο κείμενο και να φέρνουν στο νου, ένα παλιό
οικογενειακό άλμπουμ ή την «γυμνότητα» και την δύναμη της ασπρόμαυρης εικόνας. Θα
μπορούσε να είναι μια ταινία του Λ.Μπονιουέλ ή και μια «απογειωμένη» ταινία του
Ν.Λιντς, δεν είναι όμως τίποτε απ’όλα αυτά (ή ίσως όλα αυτά μαζί). Το βιβλίο του Φάις, είναι ίσως ότι
καλύτερο από πλευράς νεοελληνικής λογοτεχνίας διάβασα το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς
- ένα βιβλίο τόσο γοητευτικό που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.
«Σύμφωνοι.
Πονέσατε πολύ, αλλά και γελάσατε πολύ. Με άλλα λόγια, το μέλι κάποτε ζαχάρωσε
και το μαχαίρι στόμωσε. Κι ένας πόνος που γελάει πόσο ν’αντέξει; Κι όμως,
κανάγια χρόνε, πανταχού παρόντα με τους αμέτρητους ρουφιάνους σου, αυτό που δεν
αγγίζει η σκουριά σου άντεξε.»