Οι
περισσότεροι από τους Έλληνες συγγραφείς που έχουν γεννηθεί την δεκαετία του
’80 ή λίγα χρόνια πριν, έχουν ήδη εκδώσει δυο ή τρία βιβλία έκαστος (οι
περισσότεροι), δίνοντας το στίγμα τους στα εγχώρια λογοτεχνικά δρώμενα. Ήδη
παρατηρούμε αρκετές ενδιαφέρουσες περιπτώσεις δημιουργών που με το ευδιάκριτα
προσωπικό ύφος τους, καλλιεργούν προσδοκίες για τη συνέχεια. Με τρεις από αυτές
τις περιπτώσεις, τα καινούργια βιβλία «ταλαντούχων» (στην Ελλάδα, ο 40άρης
είναι ακόμα «ταλέντο υπό διαμόρφωση») συγγραφέων, θα ασχοληθούμε σήμερα.
Εμφανής υφολογική ομοιότητα δεν υπάρχει
μεταξύ τους, απλά τα βιβλία αυτά ξεχώρισαν ανάμεσα σε αρκετά συνομηλίκων τους,
που διάβασα τους τελευταίους μήνες.
Η
Τζούλια Γκανάσου (1978, Αθήνα) και ο Δημήτρης Τανούδης (1981, Αθήνα), έχουν ήδη
αποκτήσει συγγραφική εμπειρία, με δύο
μυθιστορήματα και δύο νουβέλες η πρώτη, με τρεις νουβέλες ο δεύτερος. Η
Γκανάσου είναι μια συγγραφέας που η πρόοδος της, είναι εμφανής από το πρώτο της
βιβλίο, έως το τελευταίο, θυμίζοντας ομάδα που ανεβαίνει ποιοτικές κατηγορίες
με κάθε νέα της εμφάνιση, ενώ ο Τανούδης με το τρίτο του βιβλίο, σε
μελλοντολογικό ύφος ολοκληρώνει μια άτυπη τριλογία. Ο τρίτος από τους
συγγραφείς που βιβλία τους παρουσιάζονται σε αυτό το κείμενο, είναι ο
πρωτοεμφανιζόμενος στον χώρο του μυθιστορήματος, μετά από μια σειρά από παιδικά
βιβλία και ένα λογοτεχνικό δοκίμιο, Φώτης Δούσος (1980, Σέρρες), που με ένα
βιβλίο που έχει «hardboiled» αστυνομικό ύφος, συζητήθηκε αρκετά (λόγω της
θεματικής του) στους βιβλιοφιλικούς κύκλους. Ας τα δούμε περισσότερο αναλυτικά…
Η
Τζούλια Γκανάσου, στη νουβέλα της «ΓΟΝΙΜΕΣ ΜΕΡΕΣ» (εκδ. Γκοβόστη, σελ.141), περιορίζοντας
την τάση της προς τον λυρισμό, έγραψε ένα υπαρξιακό δράμα, κινηματογραφικού
ύφους (οι επιρροές από την ταινία «Ο Τζόνι πήρε το όπλο του» είναι εμφανείς),
ένα μονόλογο με στοιχεία νουάρ που (καταρχάς) εντυπωσιάζει με την αφηγηματική
του δύναμη.
Μια
παράνομη συναλλαγή που δεν πήγε καλά και ο ήρωας / αφηγητής της νουβέλας,
βρίσκεται ακινητοποιημένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Για την ακρίβεια
βρίσκεται σε κώμα, η σκέψη του δουλεύει αλλά είναι εγκλωβισμένος σε ένα σώμα
που δεν αντιδρά. Ο ήρωας βρέθηκε αναίσθητος δίπλα σε ένα νεκρό – από την πρώτη
στιγμή θεωρείται ο βασικός ύποπτος σε μια υπόθεση λαθρεμπορίας. Είναι φύλακας
αρχαιοτήτων, παντρεμένος και πατέρας δύο ενήλικων παιδιών. Έχει μεταφερθεί στο
νοσοκομείο, φρουρούμενος και του χορηγείται φάρμακο για να θυμηθεί, για να
ξυπνήσει και να δώσει κατάθεση.
«
«Αγάπη μου…»
Που
ανήκει εντέλει η οικεία φωνή; Ίσως μπερδεύονται εικόνες και ήχοι από διάφορες
στιγμές της ζωής, ίσως μπλέκονται ψηφίδες, βιώματα, σπόροι, σπορές
δημιουργώντας έναν κόσμο καινούργιο…
Μήπως
η μηχανή αυτονομείται και στήνει παιχνίδι για να με εκδικηθεί;
Μήπως
η θύμηση πλανεύει τη μνήμη;»
Ο
άντρας με τη βοήθεια του φαρμάκου, ανασύρει από τη μνήμη του, θραύσματα,
εικόνες όχι μόνο από την μοιραία βραδιά που τον οδήγησε στην τωρινή του
κατάσταση, αλλά και από την παιδική του ηλικία, από τα νεανικά του χρόνια, από
τη μητέρα του σε μια οδυνηρή επιστροφή στο παρελθόν, όταν όλα μπερδεύονται στο
μυαλό του. Οι έντονες εικόνες από μια συμπλοκή, από μια κομπίνα που είχε στηθεί
μέχρι τις στιγμές του οικογενειακού του βίου, μέχρι τη ζωή με την θεία του, που
του την παρουσίαζαν ως τη μητέρα του, τον οδηγούν σε ένα ψυχολογικό και
υπαρξιακό αδιέξοδο, καθώς η μνήμη του φθάνει πολύ πίσω μέχρι τα πέντε του
χρόνια με εικόνες που έρχονται και φεύγουν. Το σώμα μπορεί να μην αντιδρά, αλλά
το μυαλό δουλεύει συνεχώς σαν να βλέπουμε έναν άνθρωπο να περιστρέφεται μέσα σε
μια δίνη που τον καταπίνει.
Η
Γκανάσου με αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου, ελέγχει απόλυτα τον ρυθμό της
ιστορίας της (στοιχείο που «αδυνάτιζε» προηγούμενα βιβλία της), ισορροπώντας
μεταξύ της νουάρ ιστορίας γύρω από τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, την αφήγηση
του αναξιόπιστου ήρωά της, και την επιστροφή στο παρελθόν του, κρατώντας
αμείωτο (και αυξανόμενο διαρκώς) το ενδιαφέρον του αναγνώστη του βιβλίου. Με
γλώσσα που εναλλάσσεται μεταξύ ρεαλισμού και λυρικότητας και αφήγηση που
κάποιες στιγμές μετατρέπεται σε αγχώδης και ασθματική, ελέγχοντας απόλυτα τον
συναισθηματισμό, μεταφέρει το υπαρξιακό δράμα του ήρωά της στον αναγνώστη.
«Τις
νύχτες των συναλλαγών, γινόμασταν πλάσματα της φαντασίας: σούπερμαν,
λυκάνθρωποι, νέοι με γνώση γερόντων, μάντεις που προβλέπουν το μέλλον, παιδιά
με φτερά, ηγέτες που βελτιώνουν τη μοίρα των όντων. Την αποφράδα νύχτα, δεν
θυμάμαι σε τι είχε μεταμορφωθεί ο καθένας, ούτε πως μάτωσε το στιλέτο στο χέρι
μου. Όμως νιώθω ότι υπάρχει ένα επίπεδο συμμετοχής μου στον φόνο. Το ξαναλέω:
το πιο σκληρό είναι ότι δεν ξέρω από που πηγάζει αυτή η πεποίθηση, όπως δεν
ήξερα από που προερχόταν η θλίψη της παιδικής ηλικίας, η τάση για απομόνωση, η
καταφυγή στη σιωπή. Ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω γιατί δεν ένιωθα εύκολα αγάπη.
Ποτέ δεν κατόρθωσα να εξαλείψω την αίσθηση πως το ψέμα είναι το μόνο που
υπάρχει. Δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να τα κάνουμε πάντοτε, όλα όπως ήταν το
πιο σωστό, το υγιεινό, το ηθικό, το πρέπον. Δεν κατανόησα γιατί στοχεύαμε την
αιωνιότητα και δεν ζούσαμε ποτέ τη στιγμή.»
Είναι
«άγριο να τα θυμάσαι όλα» γράφει η Γκανάσου, με διεισδυτικότητα που εκπλήσσει στην
υπέροχη και άκρως απολαυστική νουβέλα της, θίγοντας θέματα φιλοσοφικά και
υπαρξιακά, ψυχαναλυτικά και βαθιά εσωτερικά, με μια σειρά από ερωτήματα που
εγείρονται και απαιτούν την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη. Οι «Γόνιμες μέρες»
το καλύτερο μέχρι τώρα βιβλίο της σταθερά ανερχόμενης συγγραφέως, είναι ένα
ελεγειακό βιβλίο, που μιλάει για τη μνήμη, το «ένδον σκάπτε», το ταξίδι στα
βάθη της ύπαρξης και τη βάσανο που περικλείει.
Η
πυκνότητα του λόγου που συναντούμε στην Γκανάσου, χαρακτηρίζει σε έντονο βαθμό
(πιο έντονο δεν έχει) και τη νουβέλα του Δημήτρη Τανούδη με τίτλο «Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ
ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΒΑΡΒΑΡΟΣ» (εκδ. Μωβ Σκίουρος, σελ. 151), ένα βιβλίο που
διαδραματίζεται σε μια «μετα-αποκαλυπτική» εποχή, σε ένα κοντινό (;) μέλλον, είναι
μια στοχαστική δυστοπία που εγείρει ερωτήματα όχι μόνο για το μέλλον αλλά και
για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.
Σε
έναν «ου – τόπο», περίκλειστο από τείχη, οι επιζήσαντες ενός αφανισμού, έχουν
οργανώσει την κοινωνία τους, προσπαθώντας να αποφύγουν τα λάθη του παρελθόντος.
Σε μια κοινωνία δομημένη σε αυταρχικό πλαίσιο, ο αφηγητής του βιβλίου
στοχάζεται και παρατηρεί το τι συμβαίνει μέσα στην πολιτεία, που έχει δομηθεί
με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείσει αυτό που οδήγησε τους προγόνους τους στην
καταστροφή. Τα παλιά βιβλία θεωρούνται αχρείαστα, οι θρησκείες περιττές και
οτιδήποτε θυμίζει το «ένοχο παρελθόν» αποτελεί αντικείμενο κριτικής.
«
«Ήξεραν μήπως εκείνοι τι ακριβώς ήταν;» ακούστηκε ξαφνικά ο Μαρτέλ. «Αν το
ήξεραν αυτό, δεν θα είχαν προστατευτεί απ’ αυτό;»
Αφότου
ο Μαρτέλ έγινε σύντροφος του Βόλφρικ επέτρεπε όλο και συχνότερα στον εαυτό του
τέτοιες παρεμβάσεις. «Ναι», απάντησε ο Βόλφρικ, «σε κάποιο σημείο της ιστορίας
τους πρέπει να πίστευαν ότι γνώριζαν τον εαυτό τους. Μου φαίνεται τόσο βέβαιο
όσο και το γεγονός ότι εκείνη η πίστη δεν τους βοήθησε ν’αποφύγουν τον εαυτό
τους. Διότι η αρρώστια του μυαλού τους ήταν κάτι που κανείς δεν μπορούσε να
γνωρίζει. Διότι μια τέτοια αρρώστια μπορείς μόνο να νομίζεις ότι τη γνωρίζεις».
«Πολύ
σωστά» είπε ο Μαρτέλ, βαραίνοντας αρρενωπά τη φωνή του. «Οφείλουμε έτσι να
αποκοπούμε από μια κατάσταση του ανθρώπου όπου ούτε η αυτογνωσία μπορεί να τον
προστατέψει. Όσο μακρύτερα βρισκόμαστε από αυτούς τόσο λιγότερο θα είμαστε
αυτοί. Κι όσο περισσότερο διαφέρουμε τόσο θα είμαστε εμείς.»
Σε
αυτή την πολιτεία, που έχει προκύψει από ανθρώπους που επιβίωσαν μιας
καταστροφής, υπάρχει ο αρχέγονος φόβος που σκιάζει την καθημερινότητά τους, ο
φόβος των «βαρβάρων». Στο βιβλίο που εκτυλίσσεται σε πέντε εποχές (ξεκινάει από
χειμώνα και καταλήγει πάλι σε αυτόν), οι «βάρβαροι» υποτίθεται ότι ζουν στον
κόσμο που υπάρχει έξω από τα τείχη της πόλης. Υπάρχουν όμως; Η απλώς
χρησιμεύουν για να τρομάζουν τους κατοίκους της πολιτείας; Σε αυτό το
(υποτίθεται) καλά οργανωμένο πλαίσιο που λειτουργεί η δομή της πολιτείας, ο
ήρωας / αφηγητής, βλέπει μια εύθραυστη ισορροπία, μια ανάγκη για αλλαγή. Μήπως
λοιπόν, μέσα από την παρουσία των «Βαρβάρων», του εξωτερικού «εχθρού», μπορούμε
να δούμε καλύτερα τους εαυτούς μας, να προσεγγίσουμε με μεγαλύτερη ειλικρίνεια
ο ένας τον άλλον;
Ο
Τανούδης σε αυτό το σφιχτοδεμένο και ιδιαίτερα πυκνογραμμένο μυθιστόρημά του,
ασχολείται με το προσφιλές στη λογοτεχνία θέμα των «Βαρβάρων». Δεν είναι μόνο
το γνωστό ποίημα του Καβάφη, αλλά και αριστουργηματικά λογοτεχνικά έργα («Η
έρημος των Ταρτάρων» του Μπουτζάτι, «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Coetzee), που αλληγορικά προτάσσουν τους «εκτός
των τειχών» ως μια απροσδιόριστη απειλή για τον πολιτισμό, θέτοντας διαρκώς το
ερώτημα: «ποιος είναι ο βάρβαρος τελικά».
«Θα
επιμείνουμε στον πολιτισμό ακόμα κι όταν θα ‘χουμε καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος
για να σωθούμε θα ‘ναι να ενδώσουμε στην αιώνια και βαθύτερη ανάγκη μας, όταν
θα γέρνουμε προς τον γκρεμό και η ανάγκη μας θα ‘ναι το μοναδικό χέρι. Ούτε και
τότε θ’ αλλάξουμε ∙ ούτε και τότε θα γίνουμε οι βάρβαροι. Όχι όμως γιατί θα
πιστεύουμε ότι η αγάπη δεν μπορεί να έχει θέση στη ζωή των βαρβάρων αλλά γιατί
θα ξέρουμε ήδη ότι οι βάρβαροι είναι απλώς το πρόσωπο της Αριάνε, το πρόσωπο
του Ράινχαρτ, το πρόσωπο της μητέρας μου.»
Ο
κόσμος, η κοινωνία χρειάζεται την αγάπη προς τον πλησίον και τον εαυτό μας,
γράφει ο Τανούδης στο βιβλίο του. Ο ήρωας / αφηγητής παρατηρεί και στοχάζεται,
βλέπει τα αδιέξοδα και τους περιορισμούς, τις παραλείψεις και τα λάθη, είναι
ένας άνθρωπος ευαίσθητος αλλά που δεν παίρνει θέση. Η πλοκή είναι σαφές από τις
πρώτες σελίδες του βιβλίου, ότι είναι προσχηματική και χρησιμεύει μόνο για την
ανάπτυξη των σκέψεων του ήρωα.
Ο
Τανούδης ακολούθησε τον δύσκολο δρόμο στο "Η ανάγκη του να είναι κανείς βάρβαρος"! Έγραψε ένα υπαινικτικό
φιλοσοφικό μυθιστόρημα ιδεών – κάτι που δύσκολα βρίσκεις στην εγχώρια παραγωγή.
Έκανε όμως και ένα λάθος (που σίγουρα το επισημαίνει στα δημοφιλέστατα μαθήματα
δημιουργικής γραφής που παραδίδει) – το «μπούκωσε», το «παραφόρτωσε» σε σημείο
υπερβολικό, ίσως θέλοντας να πει πολλά πράγματα με τη μία. Παρουσιάζοντας
αξιοσημείωτες αφηγηματικές αρετές που όμως για κάποιο λόγο που δεν κατανόησα
δείχνουν «εγκλωβισμένες», έγραψε μια πυκνογραμμένη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα
νουβέλα, υπέρ το δέον βέβαια εγκεφαλική και με ωραία γλώσσα, που με τους τόσους
συνειρμούς που προκαλεί, τα τόσα ερωτήματα που θέτει, αφήνει τον αναγνώστη
μετέωρο.
Σε
ακριβώς αντίθετο κλίμα κινείται το νουάρ μυθιστόρημα του Φώτη Δούσου, με τον
ωραίο τίτλο «Η ΛΙΣΤΑ ΤΟΥ ΛΕΠΟΡΕΛΟ» (εκδ. Νεφέλη, σελ.395), ένα βιβλίο που
συζητήθηκε περισσότερο για το «ιντριγκαδόρικο» θέμα του και που έχει εμφανείς
επιρροές από το σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα.
Γνωστοί
εκδότες της πρωτεύουσας, δολοφονούνται όπως όλα δείχνουν από τον ίδιο άνθρωπο.
Υπάρχει λοιπόν ένας κατά συρροή δολοφόνος που έχει βάλει στο μάτι ανθρώπους που
κατευθύνουν και επηρεάζουν την εκδοτική παραγωγή της χώρας. Οι φόνοι είναι
βίαιοι και ποικίλλουν, η αστυνομία είναι μπερδεμένη και προσπαθεί να λύσει την
υπόθεση, μέσα από κείμενα που έχουν σταλεί στους δολοφονημένους εκδότες και
έχουν απορριφθεί. Ο καταξιωμένος και αναγνωρισμένος εκδότης Θάνος Δημάδης,
υποψιάζεται ότι μπορεί να είναι ο επόμενος στη λίστα του δολοφόνου.
Προσλαμβάνει μια ιδιωτική αστυνομικό που του συστήνουν και με τη βοήθεια
ανθρώπων που εργάζονται στον εκδοτικό του οίκο, μιας γραμματέως, του καλύτερου
επαγγελματία αναγνώστη που απασχολεί, της κόρης του που σπουδάζει ψυχολογία και
του πλέον αναγνωρισμένου και ιδιαίτερα μισητού λογοτεχνικού κριτικού,
προσπαθούν να βρουν μέσα από τα εκατοντάδες ή και χιλιάδες κείμενα που έχουν
σταλεί στον εκδοτικό του οίκο και έχουν απορριφθεί, στοιχεία που θα οδηγήσουν
στην ανακάλυψη του δολοφόνου, προτού είναι πολύ αργά.
«Στην
όπερα του Μότσαρτ Ντον Τζοβάνι υπάρχει η πασίγνωστη άρια του Λεπορέλο, όπου ο
υπηρέτης του πρωταγωνιστή απαριθμεί τις χιλιάδες ερωτικές κατακτήσεις του
βασικού ήρωα. Έχω καταρτίσει και εγώ έναν δικό μου, προσωπικό «Κατάλογο του
Λεπορέλο». Μόνο που δεν απαρτίζεται από ονόματα και περιγραφές γυναικών, αλλά
από σταθμούς της εκδοτικής μου πορείας. Ανατρέχοντας, λοιπόν, στο παρελθόν μου,
μπορώ να διακρίνω κάποιες από τις σημαντικές στιγμές που με έφεραν εδώ που
είμαι τώρα, αν όχι σε κάποιο βάθρο, τουλάχιστον σε μια καλή θέση.
Τη
δική μου «Λίστα του Λεπορέλο» τη συνθέτουν βιβλία που έχω βγάλει. «Ώστε αυτές
είναι οι ερωμένες σου;» θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. «Ναι, αυτές είναι. Τα
βιβλία», θα απαντούσα με υπερηφάνεια.»
Παράλληλα
ο Δημάδης, προσπαθεί να αφυπνίσει και κάποιους άλλους εκδότες – συνήθως
μεγάλους, που θεωρεί ότι βρίσκονται στο μπλοκάκι του δολοφόνου, χωρίς μεγάλη
επιτυχία όμως. Ενώ συμβαίνουν αυτά, ο ίδιος δεν διάγει τις καλύτερες μέρες της ζωής
του, έχει μια μορφή κατάθλιψης, οι σχέσεις με την κόρη του ισορροπούν διαρκώς
σε τεντωμένο σχοινί, ο εκδοτικός του οίκος έχει δυσβάσταχτα οικονομικά
προβλήματα. Γνωρίζει ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο για την ανεύρεση του
δολοφόνου, αλλά θα προλάβει προτού γίνει κι αυτός το επόμενο θύμα;
Το
μυθιστόρημα του Δούσου, έχει ενδιαφέρουσα πλοκή αν και η αστυνομική ιστορία
του, παρουσιάζει πολλά κενά και χάσματα. Κυρίως ενδιαφέρει βέβαια, τους
βιβλιόφιλους που αυθόρμητα θα προσπαθήσουν να ανακαλύψουν ποια ονόματα
κρύβονται πίσω από τους εκδότες που αναφέρει ο συγγραφέας (προσωπικά δεν
ασχολήθηκα ιδιαίτερα, δεν είμαι καλός στους γρίφους), αν και το βασικό προσόν
της ιστορίας, είναι η υπαρξιακή αγωνία του ήρωα – πρωτοπρόσωπου αφηγητή – που
είναι ο Δημάδης. Μέσα από την δύσκολη και αγωνιώδη καθημερινότητά του που
περιγράφει ο συγγραφέας, προβάλλεται ένας μικρόκοσμος ίντριγκας και δολοπλοκίας
που είναι ο εκδοτικός χώρος, με λυσσαλέα μίση και ακόρεστα πάθη, με έναν
ανταγωνισμό που θα ταίριαζε περισσότερο σε επιχειρήσεις όπου διακυβεύονται
δισεκατομμύρια. Ο Δούσος με πολύ χιούμορ περιγράφει καταστάσεις με γκροτέσκο
τρόπο – ένας εκδότης έχει ιδιωτικό στρατό, άλλος τεράστιο κτήμα, ενώ το
«αγαπημένο αυτοκίνητο των εκδοτών είναι η BMW»
όπως αναφέρει, ενώ δεν πάνε πίσω τα μαχαιρώματα και οι αντιζηλίες μεταξύ των
συγγραφέων, κριτικών και όποιων εμπλέκονται στο κύκλωμα του βιβλίου.
«…
ήξερα δεκάδες άλλες περιπτώσεις που, όπως τα αναρριχητικά φυτά, προσπαθούσαν να
σκαρφαλώσουν στον τοίχο και να βγουν πάνω από τους υπόλοιπους, πατώντας
ουσιαστικά επί πτωμάτων. Ένας δολοφόνος πεζογράφων, ή ακόμα καλύτερα ποιητών,
θα καθάριζε το τοπίο. Αυτό θα έκανε πραγματικά καλό στην πνευματική ζωή του
τόπου.
Να
μια ενδιαφέρουσα λίστα: ποιους σύγχρονους ποιητές και πεζογράφους θα
ξεφορτωνόσουν, αν δεν υπήρχε περίπτωση να σε πιάσει η τσιμπίδα του νόμου;
Ποιους θα ήθελες να δεις θύματα εγκληματικών ενεργειών; Εύκολα θα έβρισκα δέκα
ονόματα. Αν πούμε ότι μια λίστα πρέπει να απαρτίζεται από δέκα πράγματα. Βασικά
δεν θα ήξερα ποιον να πρωτοσυμπεριλάβω.»
Το
μυθιστόρημα του Δούσου, διαβάζεται ευχάριστα αλλά χαρακτηρίζεται από φλυαρία
και υπερβολική έκταση. Θεωρώ ότι και εδώ έχουμε μια περίπτωση, όπου ο
συγγραφέας, προσπαθεί να βάλει πολλά υλικά μέσα σε μια ιστορία, που δεν είναι
σίγουρο ότι ταιριάζουν μαζί. Λείπει από το βιβλίο ένα γερό editing που θα του μείωνε τις σελίδες τουλάχιστον
κατά το 1/3, ώστε να το κάνει πιο σφιχτοδεμένο και λειτουργικό, διότι οι
προβληματισμοί που θέτει για την γραφή και την κριτική, για την ανάγνωση και
τους συγγραφείς είναι καίριοι και έχουν πολύ «ζουμί» αλλά χάνονται μέσα στη
χαλαρότητα της ιστορίας.
«Η
λίστα του Λεπορέλο», είναι εμφανές ότι απευθύνεται περισσότερο σε βιβλιόφιλους
και ανθρώπους του χώρου, που θα διαβάσουν με μεγάλο ενδιαφέρον την ιστορία – οι
υπόλοιποι δεν ξέρω αν θα συγκινηθούν. Το μυθιστόρημά του διακρίνεται για το
χιούμορ και τα θέματα που θίγει, ενώ είναι ευδιάκριτες και ωραίες οι πολλές
βιβλιοφιλικές αναφορές. Γενικότερα έχουμε μπροστά μας την περίπτωση ενός ανήσυχου
και ευφυή συγγραφέα που, σίγουρα θα μας απασχολήσει στο μέλλον, καθώς (δείχνει
ότι) διαθέτει την άνεση της αφήγησης και της πλοκής.