Κυριακή, Φεβρουαρίου 27, 2022
posted by Librofilo at Κυριακή, Φεβρουαρίου 27, 2022 | Permalink
"Ανησυχία"

 

Η Νορβηγίδα Linn Ullmann (Oslo, 1966), είναι μια επιτυχημένη συγγραφέας, με μια σειρά από βραβευμένα μυθιστορήματα. Είναι όμως και κόρη δύο ιδιαιτέρως προικισμένων ανθρώπων, του μέγιστου Σουηδού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Ingmar Bergman και της εξαίρετης Νορβηγίδας ηθοποιού Liv Ullmann. Στο έκτο της βιβλίο (και δεύτερο που κυκλοφορεί στη χώρα μας), την «ΑΝΗΣΥΧΙΑ» («De Urolige») – (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφραση Χ.Παπαδημητρίου, σελ. 462), που θεωρείται μυθιστόρημα, αλλά μάλλον πρόκειται περί ενός χρονικού, περιγράφει με λογοτεχνικά εντυπωσιακό τρόπο κυρίως τη σχέση της με τον διάσημο πατέρα της, τα καλοκαίρια που πέρασε μαζί του και, τις τελευταίες του ημέρες λίγο πριν πεθάνει. Κυρίως όμως μέσα από την θραυσματική απεικόνιση των οικογενειακών σχέσεων, και την ανιδιοτελή αγάπη της συγγραφέως προς τον πατέρα της, παρακολουθούμε την αργή πορεία προς τον θάνατο μιας μεγαλοφυίας.


Η Lin Ullmann ήταν ένα παιδί εκτός γάμου, ένα από τα εννέα παιδιά του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, που σφράγισε την σύντομη αλλά θυελλώδη σχέση του σκηνοθέτη με την Liv Ullmann (πρωταγωνίστρια αρκετών ταινιών του). Το 1969, όταν η Lin ήταν τριών ετών, το ζευγάρι χώρισε, αλλά η σχέση τους παρέμεινε πολύ καλή (όπως και όλες οι σχέσεις του Bergman με τις πρώην συζύγους του) και η Lin περνούσε ένα μήνα το καλοκαίρι, στο νησί Φόρε (Faro), όπου ο πατέρας της είχε αγοράσει εκτάσεις και αγροτικές κατοικίες, τον στάβλο δε σε μια από αυτές, τον είχε μετατρέψει σε κινηματογραφική αίθουσα, όπου κάθε ημέρα υπήρχε οικογενειακή προβολή, που τηρείτο με ευλαβική ακρίβεια.
 
«Η δεύτερη αγάπη είναι προέκταση της πρώτης και αφορά τους εραστές που έγιναν γονείς και το κορίτσι που ήταν η κόρη τους. Αγαπούσα τη μητέρα μου και τον πατέρα μου απόλυτα, τους θεωρούσα δεδομένους με τον ίδιο τρόπο που, για ένα διάστημα, θεωρεί δεδομένες τις εποχές, ή τους μήνες ή τις ώρες, ο ένας ήταν νύχτα και ο άλλος μέρα, ο ένας τελείωνε εκεί όπου άρχιζε ο άλλος, εγώ ήμουν το παιδί της και το παιδί του, δεδομένου όμως ότι κι εκείνοι ήθελαν να είναι επίσης παιδιά, τα πράγματα μερικές φορές δυσκόλευαν κάπως. Και ύστερα ήταν το εξής: ήμουν το παιδί του και το παιδί της, αλλά όχι το παιδί τους, δεν ήμασταν ποτέ εμείς οι τρεις μαζί ž όταν κοιτάζω τις φωτογραφίες που είναι απλωμένες πάνω στο γραφείο μου, δεν υπάρχει ούτε μία που να είμαστε και οι τρεις μαζί. Αυτή κι αυτός κι εγώ.
Αυτός ο συνδυασμός δεν υφίσταται.»
 
Στο βιβλίο, τα ονόματα δεν αναφέρονται ποτέ, είναι «ο πατέρας», «η μητέρα», «το κορίτσι». Η συγγραφέας, εξιστορεί τα παιδικά καλοκαίρια και τις οικογενειακές συγκεντρώσεις στο νησί, όπου δεσπόζει η φιγούρα ενός Μπέργκμαν που ακολουθούσε με ακρίβεια το πρόγραμμά του, χωρίς να θέλει να τον ενοχλούν κατά τη διάρκεια της ημέρας, με την πέμπτη σύζυγό του, την Ίνγκριντ να επιβλέπει τα πάντα. Περιγράφει όμως με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο την εφηβεία της, «δίπλα» σε μια μητέρα ουσιαστικά απούσα, που την έβλεπε ελάχιστα στις Η.Π.Α. όπου μετακόμισαν για κάποια χρόνια – η Liv Ullmann ήταν σε ανοδική καλλιτεχνική πορεία την δεκαετία του ’80, με εμφανίσεις στο Μπρόντγουέι κλπ -, την αδυναμία επικοινωνίας μεταξύ των δυο τους, την αφόρητη μοναξιά της και την δυσκολία προσαρμογής σε μια χώρα όπου όλοι της φαίνονταν ξένοι.


Η Ullmann, δεν τηρεί μια γραμμική αφήγηση, υπάρχουν δεκαετίες της ζωής της που μένουν εκτός, έτσι λοιπόν με ένα μεγάλο χρονικό κενό, η συγγραφέας ξαναπιάνει το νήμα, εξιστορώντας την επαφή της με τον γηραιό πλέον πατέρα της, τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Όπως αναφέρει, σχεδίαζαν μέσα από μαγνητοφωνημένες συζητήσεις, να γράψει εκείνη ένα βιβλίο για τη ζωή του – το βιβλίο δεν γράφτηκε ποτέ, ούτε οι συζητήσεις που δυσκόλευαν όλο και περισσότερο λόγω της κατάστασης του, οδήγησαν πουθενά. Εκείνη ρωτάει κι εκείνος απαντάει, αλλά η σκέψη του χάνεται, οδηγεί αλλού.
 

«Το να γερνάς είναι δουλειά. Να πείθεις το σώμα σου να υπακούει στον εγκέφαλό σου και αργότερα να πείθεις τον εγκέφαλό σου να υπακούει στον εαυτό του, να ζητάς έλεος από τον Θεό. Σε όλη του τη ζωή, ο μπαμπάς ταλαντευόταν μεταξύ πίστης, αμφιβολίας και σκεπτικισμού. Μια φορά είπε: «Από τη μια μεριά πιστεύω ότι θα δω ξανά την Ίνγκριντ, από την άλλη πιστεύω ότι ο θάνατος είναι σαν να σβήνεις ένα κερί».»


Η θραυσματική αφήγηση της Ullmann, καθιστά το βιβλίο ακαταμάχητο. Κυριολεκτικά σε κρατάει αιχμάλωτο στις σελίδες του. Όποιος περιμένει ονόματα διάσημων πρωταγωνιστών, επισκεπτών, ταινιών θα απογοητευτεί. Την συγγραφέα δεν την ενδιαφέρουν καθόλου όλα αυτά, όπως επίσης, μένοντας διακριτικά στη σκιά, δεν αναφέρει την επιτυχημένη συγγραφική της πορεία, τη ζωή της εκτός από λίγες λεπτομέρειες, μεταξύ εφηβείας και ωριμότητας.
Με γλώσσα που εναλλάσσεται μεταξύ ρεαλισμού και λυρικότητας, διαβάζουμε για την σχετικότητα της μνήμης, σκηνές που επαναλαμβάνονται, συζητήσεις επώδυνες αλλά και αδιάφορες, ημέρες αφόρητες μέσα στην μοναξιά τους στην Αμερική που έρχονται σε αντίθεση με τις γεμάτες ξενοιασιά ημέρες στο νησί, όπου το μικρό κορίτσι ανακαλύπτει τη φύση και την γοητεία του ιδιοφυούς αλλά αφόρητα ναρκισσευόμενου πατέρα της. Μέσα από την αφήγηση της Ullmann, η θλίψη για την αναπόφευκτη παρακμή του πατέρα και ο παιδικός θαυμασμός της παιδικής ηλικίας, ανακατεύονται παράγοντας ένα υπέροχο αποτέλεσμα.
 
«Αγαπιέσαι, δεν αγαπιέσαι, θα μπορούσες να έχεις αγαπηθεί, αγαπήθηκες, είσαι η πιο αγαπημένη. Αν ο μπαμπάς ήταν τραγούδι, θα ήταν – λαμβάνοντας υπόψη όλες τις γυναίκες, όλους τους χωρισμούς, όλες τις μετάνοιες και όλες τις λέξεις – ένα τραγούδι με αρκετές δόσεις από κάντρι και μπλουζ, δυο μουσικά είδη που δεν τον ενδιέφεραν καθόλου, ούτε ήξερε πολλά γι’ αυτά.»
 

Ωραίο και σαγηνευτικό
auto-fiction χρονικό είναι η «Ανησυχία», που δεν διστάζει να παραθέσει σκληρές αλήθειες για τις σχέσεις γονιών – παιδιών και πώς αλλάζουν στη διάρκεια του χρόνου, για τις ευθύνες που αποφεύγονται, για τους εγωισμούς και τις ματαιοδοξίες. Περιγράφοντας δύο τόσο χαρισματικούς ανθρώπους, όπως ήταν οι γονείς της, αλλά παντελώς ανίκανους και αδιάφορους ως γονείς, η συγγραφέας ουσιαστικά σκηνοθετεί άλλη μια ταινία του σπουδαίου πατέρα της – μόνο που είναι τόσο σκληρά αληθινή και επώδυνη, που θα ήταν βασανιστικό για την ίδια, να κινηματογραφηθεί. Με έξοχο αφηγηματικό ρυθμό, οξυδέρκεια και ευφυέστατη δομή, το βιβλίο της Lin Ullmann, αποτελεί μια ευχάριστη αναγνωστική έκπληξη.
 
«Για να λειτουργήσει μια σχέση, είπε κάποτε, πρέπει να είσαι σίγουρος ότι μπορείς να γίνεσαι άλλοτε ο ενήλικας και άλλοτε το παιδί. Δεν γίνεται να είσαι το παιδί όλη την ώρα, ακόμα κι αν αυτό θέλεις μόνο.»
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
Κυριακή, Φεβρουαρίου 20, 2022
posted by Librofilo at Κυριακή, Φεβρουαρίου 20, 2022 | Permalink
The Illustrated Man ("Ο Εικονογραφημένος άνθρωπος")

 

Στα βάθη της βιβλιοθήκης μου, υπάρχει η έκδοση του «Εικονογραφημένου ανθρώπου» από τις εκδόσεις Απόπειρα του 1992. Ομολογώ ότι δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει το βιβλίο, παρά τον ενθουσιασμό κάποιων φίλων τότε γι’ αυτό. Τον Ιούλιο όμως του περασμένου χρόνου, κυκλοφόρησε η νέα (και πλήρης) έκδοση του βιβλίου, από τις εκδόσεις Άγρα (σελ. 439), σε μετάφραση του Β. Δουβίτσα με επίμετρο δικό του, και αποσπάσματα ενός κειμένου της M.Atwood για τον συγγραφέα. Αποφάσισα να το διαβάσω, μετά από την ανάγνωση ενός κειμένου για τον David Bowie, που κατά τύχη διάβασα. Και ιδού η αποκάλυψη «έσκασε» μπροστά στα μάτια μου. Πώς λένε κάποιοι στα τηλεοπτικά μικρόφωνα «έπεσα από τα σύννεφα»; Κάτι τέτοιο μου συνέβη, όταν τελείωνα τη μια ιστορία του βιβλίου και περνούσα στην άλλη. Εκρήξεις στο μυαλό
 
«Ο ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» («The Illustrated Man»), αυτή η συλλογή είκοσι ιστοριών του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα Ray Bradbury (1920, Ιλλινόι – 2012, Λος Άντζελες), είναι ένα βιβλίο που τυπικά φέρνει την κατηγοριοποίηση, «βιβλίο Ε.Φ.». Διατρέχοντας όμως τα διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή, αντιλαμβάνεσαι πόσο λανθασμένες μπορούν να αποδειχτούν αυτές οι «ευκολίες» - διότι το βιβλίο, έχει μεν τα στοιχεία Ε.Φ. αλλά κάποιες από τις ιστορίες του είναι αγωνιώδη θρίλερ, άλλες γέρνουν περισσότερο προς το Φανταστικό. Ακόμα κι αυτό, όμως τώρα που κάνω, είναι λανθασμένο, διότι εδώ μιλάμε για Λογοτεχνία (με Λ κεφαλαίο), που υπερβαίνει τα είδη και εντυπωσιάζει με την ποιότητά της.


 
Η συλλογή των διηγημάτων του Bradbury, εκδόθηκε το 1951. Είχαν προηγηθεί «Τα χρονικά του Άρη» (που κι αυτά επανεκδόθηκαν φέτος, από την Άγρα), ένα βιβλίο συγγενές ως προς το ύφος, που δεν φτάνει (κατά την προσωπική μου αντίληψη) όμως, την τελειότητα του «Εικονογραφημένου…». Όπως αναφέρει ο μεταφραστής στο εξαιρετικό του επίμετρο, οι εκδόσεις σε Η.Π.Α. και Μ.Βρετανία διέφεραν, κάποιες από τις ιστορίες, βγήκαν από τη μια έκδοση και μπήκαν στην άλλη και τούμπαλιν. Η χρονολογία έκδοσης είναι αναγκαία για να συνειδητοποιήσουμε ότι το βιβλίο γράφτηκε σε ένα κλίμα Μακαρθισμού και Ψυχρού πολέμου, που ακολούθησε το τέλος του Β Παγκόσμιου, αλλά και σε μια εποχή, μεγάλης οικονομικής ανόδου των Η.Π.Α., με την καθιέρωση της χώρας ως μεγάλης δύναμης, την αστική τάξη να ανεβαίνει και τις νέες τεχνολογίες να εισβάλλουν στην καθημερινότητα της ζωής των Αμερικανών.
 
Ένας άνθρωπος που το σώμα του είναι όλο εικονογραφημένο εμφανίζεται από το πουθενά, στον αμέριμνο αφηγητή. Τον διώχνουν από όλα τα τσίρκα που έχει δουλέψει γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο – το σώμα του είναι γεμάτο πίνακες που προλέγουν το μέλλον και τη νύχτα οι εικόνες μετακινούνται, με κάθε εικονογράφηση να αφηγείται μια μικρή ιστορία. Το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να κοιτάξεις. Κι όταν συναναστρέφεσαι αυτόν τον άνθρωπο για αρκετή ώρα, μπορείς να δεις στην πλάτη του, να περνάει ολόκληρη η ζωή σου, πως έζησες, πως θα ζήσεις, πως θα πεθάνεις. Ο αφηγητής αφήνει τον άνθρωπο να κοιμηθεί στο σπίτι του και το βράδυ, όταν ο Εικονογραφημένος έχει βυθιστεί στον ύπνο, παρατηρεί την πλάτη του, που έχει δεκαεννιά εικονογραφήσεις, δεκαεννιά ιστορίες, που τον οδηγούν σε ένα συναρπαστικό «ταξίδι»
 
«Έβγαλε το πουκάμισό του και το τσαλάκωσε μέσα στις χούφτες του. Ήταν γεμάτος Εικονογραφήσεις, από τον γαλάζιο δακτύλιο με τατουάζ γύρω από το λαιμό του μέχρι τη μέση του.
«Και συνεχίζεται όλο αυτό» είπε, διαβάζοντας τη σκέψη μου. «Είμαι παντού Εικονογραφημένος. Κοίτα». Άνοιξε το χέρι του. Στην παλάμη του υπήρχε ένα τριαντάφυλλο, φρεσκοκομμένο, με σταγόνες κρυστάλλινου νερού ανάμεσα στα μαλακά ροζ πέταλα. Έβαλα το χέρι μου να το πιάσω, αλλά ήταν μονάχα μια Εικονογράφηση.
Όσο για το υπόλοιπο σώμα του, δεν μπορώ να πω για πόση ώρα κάθισα και το κοιτούσα, μια και ήταν ολόκληρο ένα συνονθύλευμα από πυραύλους και σιντριβάνια και ανθρώπους, όλα τους φιλοτεχνημένα με τόση λεπτομέρεια και χρώμα ώστε μπορούσες να ακούσεις τις φωνές από τα πλήθη που κατοικούσαν στο σώμα του, να μουρμουρίζουν χαμηλόφωνα και βουβά. Με την παραμικρή μυϊκή σύσπαση, τα μικροσκοπικά στόματα τρεμόπαιζαν, τα μικροσκοπικά χρυσοπράσινα μάτια ανοιγόκλειναν, τα μικροσκοπικά ροδαλά χεράκια χαιρετούσαν. Υπήρχαν κίτρινα λιβάδια και γαλάζια ποτάμια και βουνά και άστρα και ήλιοι και πλανήτες διάσπαρτοι σε έναν Γαλαξία κατά μήκος του στήθους του. Οι άνθρωποι ήταν συγκεντρωμένοι σε είκοσι ή και παραπάνω παράξενες ομάδες πάνω στα χέρια, στους ώμους, στην πλάτη, στα πλευρά και στους καρπούς του, καθώς και στην κοιλιά. Τους συναντούσες σε δάση από τρίχες, να κρύβονται ανάμεσα σε έναν αστερισμό από φακίδες ή να κρυφοκοιτάζουν μέσα από τα σπήλαια της μασχάλης, με τα διαμαντένια μάτια τους να λαμπυρίζουν. Ο καθένας τους έμοιαζε απασχολημένος στη δική του δραστηριότητα ∙ ο καθένας τους ήταν ένα ξεχωριστό πορτραίτο μιάς γκαλερί.» («Πρόλογος – Ο Εικονογραφημένος άνθρωπος»)
 
Οι δεκαεννιά ιστορίες του τόμου, μπορούν να ενταχθούν – όπως αναφέρει ο συγγραφέας στον πρόλογό του, στην μεγάλη λογοτεχνική δεξαμενή του «what if…» («τι θα γινόταν, εάν…»). Ιστορίες με ανθρώπους που έχουν αποικίσει τον Άρη και την Αφροδίτη, ιστορίες με ανθρώπους που μένουν στη Γη σε ένα όχι τόσο μακρινό μέλλον. Ιστορίες που ξαφνιάζουν με την διορατικότητά τους, όπως «Η Σαβάνα», που περιγράφει την «Εικονική πραγματικότητα» με ένα παιδικό δωμάτιο, του οποίου οι τοίχοι λειτουργούν ανάλογα με τον ψυχισμό και που έχει μετατραπεί σε ζούγκλα για να παίζουν τα παιδιά με φρικιαστικά αποτελέσματα όταν οι πανικοβλημένοι γονείς προσπαθούν να το κλειδώσουν και να τα εμποδίσουν να ξαναπάνε εκεί μέσα. Ιστορίες που μετατρέπονται σε θρίλερ, όπως στις «Μαριονέτες Α.Ε.», όταν η ρέπλικα ενός ανθρώπου έχει νοημοσύνη και συναισθήματα, επεμβαίνοντας στην οικογενειακή ζωή του «αφέντη» της, ή, όταν στο «Καλειδοσκόπιο» οι αστροναύτες που βρίσκονται μέσα σε έναν πύραυλο που χτυπήθηκε από μετεωρίτη, αιωρούνται στο διάστημα, περιμένοντας το τέλος τους.
 
Ιστορίες που σε αφήνουν ενεό με την ευρηματικότητά τους, όπως το «Γύρισε ο τροχός», όταν ο Άρης έχει εποικισθεί μόνο με μαύρους, που έφυγαν από τη Γη, λόγω των φυλετικών διαχωρισμών, και πως αντιδρούν οι κάτοικοι του, όταν ενημερώνονται ότι καταφθάνει ένας πύραυλος με οδηγό έναν λευκό; Ή στον περίφημο «Διαστημάνθρωπο»Rocket man» - που ενέπνευσε το ομώνυμο τραγούδι του Elton John), όταν ο αστροναύτης πατέρας, λείπει στην οικογένειά του με τα συνεχή ταξίδιά του, που πάντα προϋποθέτουν ένα βίαιο τέλος. Ο Bradbury, δεν χρειάζεται πολλές σελίδες για να σου αφηγηθεί το τέλος του κόσμου, στο μοναδικό «Η τελευταία νύχτα του κόσμου» που ξαφνιάζει με την υπαινικτικότητά του ή στην «Λεωφόρο» όπου, όλο το διήγημα περνάει μέσα από τα μάτια ενός τσικάνο αγρότη που δεν καταλαβαίνει γιατί οι άνθρωποι φεύγουν πανικόβλητοι να σωθούν από την πυρηνική καταστροφή, ενώ το μοτίβο του «Φάρεναϊτ 451» ζωντανεύει στο έξοχο διήγημα «Οι εξόριστοι» όπου τα «επικίνδυνα βιβλία» έχουν καταστραφεί.
 
Το παρελθόν εκδικείται το μέλλον στην δυναμική ιστορία «Η Πόλη», όταν μια ερειπωμένη και «νεκρή» πόλη, ξυπνάει και εξολοθρεύει τους εισβολείς της αιώνες μετά, ενώ στις ιστορίες «Αλεπού στο Δάσος» και «Μπετονιέρα Α.Ε.» υπάρχει έντονο το στοιχείο του πολιτικού σχολίου. Γενικότερα, δεν υπάρχει διήγημα στο βιβλίο, που να μην σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Είναι όλα εκπληκτικά – ναι και τα δεκαεννιά, ενώ τις περισσότερες ιστορίες, μπορεί να νιώσεις ότι κάπου τις έχεις ξαναδιαβάσει ή έχεις δει σε τηλεοπτικά επεισόδια, διότι είναι γεγονός, ότι τις ιστορίες του Bradbury, είτε τις έχουν μεταφέρει σε μεγάλη και μικρή οθόνη, είτε τις έχουν κατακλέψει. 
 

«… «Τους έριξες καμιά ματιά; Νομίζεις ότι παλάβωσα; Ίσως. Είναι ένα τρελό προαίσθημα που είχα. Την τελευταία στιγμή προτού φύγουμε, παρήγγειλα αυτά τα βιβλία από το Ιστορικό Μουσείο. Εξαιτίας των ονείρων μου. Επί είκοσι νύχτες με μαχαίρωναν, με έσφαζαν, μια νυχτερίδα ούρλιαζε καρφωμένη σε έναν τάπητα χειρουργείου, ένα πράγμα σάπιζε κάτω από το έδαφος μέσα σε ένα μαύρο κουτί ∙ άσχημα, κακά όνειρα. Όλο το πλήρωμά μας είδε όνειρα με μάγισσες και λυκο-πλάσματα, βρικόλακες και φαντάσματα, πράγματα για τα οποία δεν μπορούσαν να γνωρίζουν τίποτα. Γιατί; Επειδή τα βιβλία με τέτοια φριχτά θέματα καταστράφηκαν πριν από έναν αιώνα. Δια νόμου. Απαγορεύτηκε να έχει οποιοσδήποτε τα βδελυρά αντίτυπά τους. Τα βιβλία αυτά που βλέπεις εδώ είναι τα τελευταία αντίτυπα, που διατηρήθηκαν για ιστορικούς λόγους στα κλειδωμένα υπόγεια του μουσείου».
Ο Σμιθ έσκυψε για να διαβάσει τους σκονισμένους τίτλους:
«Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας του Edgar Allan Poe. Δράκουλας του Bram Stoker. Φράνκεσταϊν της Mary Shelley. Το στρίψιμο της βίδας του Henry James. Ο θρύλος του Ακέφαλου Καβαλάρη του Washington Irvine. Η κόρη του Ραπατσίνι του Nathaniel Hawthorne. Ένα συμβάν στη γέφυρα Όουλ Κρικ του Ambrose Bierce. Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων του Lewis Carroll. Οι ιτιές του Algernon Blackwood. Ο μάγος του Οζ του L.Frank Baum. Η σκιά πάνω από το Ίννσμουθ του H.P.Lovecraft. Και άλλα! Βιβλία των Walter de la Mare, Wakefield, Harvey, Wells, Asquith, Huxley – όλοι τους ξεχασμένοι συγγραφείς. Όλα κάηκαν την ίδια χρονιά που τέθηκε εκτός νόμου το Χαλοουήν και απαγορεύτηκαν τα Χριστούγεννα! Αλλά, κύριε, σε τι θα μας χρησιμεύσουν αυτά πάνω στον πύραυλο;»
«Δεν ξέρω», αναστέναξε ο κυβερνήτης, «ακόμα» » («Οι Εξόριστοι»)
 
Παρότι ο Bradbury, έγινε παγκόσμια γνωστός με το εκπληκτικό του μυθιστόρημα «Φάρεναϊτ 451», το διήγημα ήταν η φόρμα που του ταίριαζε καλύτερα. Μέσα σε ελάχιστες σελίδες είχε την ικανότητα να δημιουργεί κόσμους και να ολοκληρώνει ιστορίες, που εμείς οι λάτρεις του μυθιστορήματος «κλαίμε» που τέτοια δύναμη της πλοκής δεν μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερες λογοτεχνικές φόρμες, αν και διαβάζοντας τις απίστευτες αυτές ιστορίες που έχεις μπροστά σου, αντιλαμβάνεσαι πόσο ωραίο μπορεί να είναι ένα διήγημα. Το ερώτημα όμως που προκύπτει από τις δυστοπίες, τις ιστορίες επιστημονικής φαντασίας, είναι κατά πόσον αντέχουν στο χρόνο – κι έρχονται βιβλία όπως «Ο εικονογραφημένος άνθρωπος» να απαντήσουν διαλύοντας κάθε αμφιβολία, απαντώντας σε αυτό το δίλημμα με τον καλύτερο τρόπο!
 
Οι περισσότεροι στέκονται στο γεγονός της διορατικότητας και της «προφητικής» σκέψης του Bradbury, όμως αυτό που έχει αξία για τον σημερινό αναγνώστη είναι το υπαινικτικό σχόλιο του συγγραφέα για την Αμερικανική κοινωνία της «αφθονίας» που έβλεπε να δημιουργείται αμέσως μετά τον θρίαμβο του Β Παγκοσμίου πολέμου. Οι ιστορίες που γράφει έχουν εντός τους, το αλληγορικό στοιχείο. Ο καταναλωτισμός, το «φαίνεσθαι», η ματαιοδοξία, η τεχνολογική έκρηξη προκαλούν την λογοτεχνική ματιά του Bradbury, που μέσα από την ελευθερία που του προσφέρει ο κόσμος της Επιστημονικής Φαντασίας, περνάει τα μηνύματα που θέλει χωρίς να κραυγάζει διότι οι ιστορίες γράφτηκαν εν μέσω ενός ανηλεούς Ψυχρού πολέμου κι ο Μακαρθισμός παραμόνευε.
 

Έγραψα παραπάνω ότι το διήγημα «Ο διαστημάνθρωπος» αποτέλεσε την έμπνευση για ένα από τα γνωστότερα (και ποιοτικότερα) τραγούδια του
Elton John. Υπάρχουν όμως πολλοί μουσικοί της rock που εμπνεύσθηκαν τα τραγούδια τους από ιστορίες του Bradbury – ακόμα και ο Bernie Taupin στιχουργός του «Rocket Man», αναγνώρισε την επιρροή μιας Αμερικανικής μουσικής μπάντας, των Pearls Before Swine, που είχαν γράψει ένα τραγούδι εμπνευσμένο από το ομώνυμο διήγημα, χωρίς όμως εμπορική επιτυχία. Ξεκίνησα το κείμενό μου, αναφέροντας ότι διάβασα κάτι για τον David Bowie και από εκεί οδηγήθηκα στον «Εικονογραφημένο άνθρωπο» - αυτό ήταν ένα άρθρο του Rolling Stone για μια συνάντηση του μουσικού με τον Ray Bradbury, πιο συγκεκριμένα ένα δείπνο, όπου ήταν παρών και ο Alice Cooper (που αφηγήθηκε την ιστορία) και το αναφέρει κι ο μεταφραστής του βιβλίου, Βασίλης Δουβίτσας στο επίμετρό του. Μουσικοί που έχουν εμπνευστεί από ιστορίες του Bradbury, ήταν οι Barclay James Harvest, οι Rush, οι Pixies και άλλοι.
 
Κάποιες από τις ιστορίες του τόμου, μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο στην ομώνυμη The Illustrated Man») μετριότατη ταινία του 1969, σε σκηνοθεσία Jack Smight, με πρωταγωνιστή τον μεγάλο Rod Steiger. Οι ιστορίες αυτές είναι, «Η Σαβάνα», «Η ασταμάτητη βροχή» και «Η τελευταία νύχτα του χρόνου», ενώ άλλες μεταφέρθηκαν ως επεισόδια τηλεοπτικών σειρών ή ως κομμάτια της rock όπερας «The Bradbury Tatoos».
 
«Ο Εικονογραφημένος άνθρωπος», είναι ένα βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων, που είναι αδύνατο να αντισταθείς στη γοητεία του. Ιστορίες βαθιά υπαρξιακές και ανθρωπιστικές, που θίγουν θέματα ελευθερίας του ατόμου, ηθικής, εκπαίδευσης, δημοκρατίας, καταπίεσης και που κρατάνε τον αναγνώστη αγκυλωμένο στη καρέκλα του, αποδεικνύοντας το πόσο σπουδαίος λογοτέχνης ήταν ο Ray Bradbury, που δεν σπούδασε κάτι, αλλά ήταν φανατικός αναγνώστης λογοτεχνίας. Οι επιρροές από τους μεγάλους συγγραφείς του 19ου αιώνα, είναι εμφανείς στη γραφή του (κυρίως ο E.A.Poe) – αν τον διαβάσει κανείς προσεκτικά, θα αναγνωρίσει πολλά βασικά μοτίβα από μυθιστορήματα ή διηγήματα του προπερασμένου αιώνα να εμφανίζονται στις ιστορίες του. Όπως γράφει και η Margaret Atwood στο ωραίο επίμετρο που κλείνει τον τόμο: «Απέφευγε την κατηγοριοποίηση και το μάντρωμα σε είδη όσο περισσότερο μπορούσε: Σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν ένας αφηγητής, ένας συγγραφέας μυθοπλασίας, και πάλι σύμφωνα με τον ίδιο οι ιστορίες και η μυθοπλασία δεν χρειάζονται ετικέτες.»
 
Βαθμολογία 88 / 100


 
 
 
 
Σάββατο, Φεβρουαρίου 12, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Φεβρουαρίου 12, 2022 | Permalink
Τρεις Έλληνες συγγραφείς (Γκανάσου, Τανούδης, Δούσος)

 

Οι περισσότεροι από τους Έλληνες συγγραφείς που έχουν γεννηθεί την δεκαετία του ’80 ή λίγα χρόνια πριν, έχουν ήδη εκδώσει δυο ή τρία βιβλία έκαστος (οι περισσότεροι), δίνοντας το στίγμα τους στα εγχώρια λογοτεχνικά δρώμενα. Ήδη παρατηρούμε αρκετές ενδιαφέρουσες περιπτώσεις δημιουργών που με το ευδιάκριτα προσωπικό ύφος τους, καλλιεργούν προσδοκίες για τη συνέχεια. Με τρεις από αυτές τις περιπτώσεις, τα καινούργια βιβλία «ταλαντούχων» (στην Ελλάδα, ο 40άρης είναι ακόμα «ταλέντο υπό διαμόρφωση») συγγραφέων, θα ασχοληθούμε σήμερα. Εμφανής υφολογική ομοιότητα δεν  υπάρχει μεταξύ τους, απλά τα βιβλία αυτά ξεχώρισαν ανάμεσα σε αρκετά συνομηλίκων τους, που διάβασα τους τελευταίους μήνες.
 
Η Τζούλια Γκανάσου (1978, Αθήνα) και ο Δημήτρης Τανούδης (1981, Αθήνα), έχουν ήδη αποκτήσει συγγραφική εμπειρία, με δύο  μυθιστορήματα και δύο νουβέλες η πρώτη, με τρεις νουβέλες ο δεύτερος. Η Γκανάσου είναι μια συγγραφέας που η πρόοδος της, είναι εμφανής από το πρώτο της βιβλίο, έως το τελευταίο, θυμίζοντας ομάδα που ανεβαίνει ποιοτικές κατηγορίες με κάθε νέα της εμφάνιση, ενώ ο Τανούδης με το τρίτο του βιβλίο, σε μελλοντολογικό ύφος ολοκληρώνει μια άτυπη τριλογία. Ο τρίτος από τους συγγραφείς που βιβλία τους παρουσιάζονται σε αυτό το κείμενο, είναι ο πρωτοεμφανιζόμενος στον χώρο του μυθιστορήματος, μετά από μια σειρά από παιδικά βιβλία και ένα λογοτεχνικό δοκίμιο, Φώτης Δούσος (1980, Σέρρες), που με ένα βιβλίο που έχει «hardboiled» αστυνομικό ύφος, συζητήθηκε αρκετά (λόγω της θεματικής του) στους βιβλιοφιλικούς κύκλους. Ας τα δούμε περισσότερο αναλυτικά…


Η Τζούλια Γκανάσου, στη νουβέλα της «ΓΟΝΙΜΕΣ ΜΕΡΕΣ» (εκδ. Γκοβόστη, σελ.141), περιορίζοντας την τάση της προς τον λυρισμό, έγραψε ένα υπαρξιακό δράμα, κινηματογραφικού ύφους (οι επιρροές από την ταινία «Ο Τζόνι πήρε το όπλο του» είναι εμφανείς), ένα μονόλογο με στοιχεία νουάρ που (καταρχάς) εντυπωσιάζει με την αφηγηματική του δύναμη.
 
Μια παράνομη συναλλαγή που δεν πήγε καλά και ο ήρωας / αφηγητής της νουβέλας, βρίσκεται ακινητοποιημένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Για την ακρίβεια βρίσκεται σε κώμα, η σκέψη του δουλεύει αλλά είναι εγκλωβισμένος σε ένα σώμα που δεν αντιδρά. Ο ήρωας βρέθηκε αναίσθητος δίπλα σε ένα νεκρό – από την πρώτη στιγμή θεωρείται ο βασικός ύποπτος σε μια υπόθεση λαθρεμπορίας. Είναι φύλακας αρχαιοτήτων, παντρεμένος και πατέρας δύο ενήλικων παιδιών. Έχει μεταφερθεί στο νοσοκομείο, φρουρούμενος και του χορηγείται φάρμακο για να θυμηθεί, για να ξυπνήσει και να δώσει κατάθεση.
 

« «Αγάπη μου…»
Που ανήκει εντέλει η οικεία φωνή; Ίσως μπερδεύονται εικόνες και ήχοι από διάφορες στιγμές της ζωής, ίσως μπλέκονται ψηφίδες, βιώματα, σπόροι, σπορές δημιουργώντας έναν κόσμο καινούργιο…
Μήπως η μηχανή αυτονομείται και στήνει παιχνίδι για να με εκδικηθεί;
Μήπως η θύμηση πλανεύει τη μνήμη;»
 
Ο άντρας με τη βοήθεια του φαρμάκου, ανασύρει από τη μνήμη του, θραύσματα, εικόνες όχι μόνο από την μοιραία βραδιά που τον οδήγησε στην τωρινή του κατάσταση, αλλά και από την παιδική του ηλικία, από τα νεανικά του χρόνια, από τη μητέρα του σε μια οδυνηρή επιστροφή στο παρελθόν, όταν όλα μπερδεύονται στο μυαλό του. Οι έντονες εικόνες από μια συμπλοκή, από μια κομπίνα που είχε στηθεί μέχρι τις στιγμές του οικογενειακού του βίου, μέχρι τη ζωή με την θεία του, που του την παρουσίαζαν ως τη μητέρα του, τον οδηγούν σε ένα ψυχολογικό και υπαρξιακό αδιέξοδο, καθώς η μνήμη του φθάνει πολύ πίσω μέχρι τα πέντε του χρόνια με εικόνες που έρχονται και φεύγουν. Το σώμα μπορεί να μην αντιδρά, αλλά το μυαλό δουλεύει συνεχώς σαν να βλέπουμε έναν άνθρωπο να περιστρέφεται μέσα σε μια δίνη που τον καταπίνει.
 

Η Γκανάσου με αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου, ελέγχει απόλυτα τον ρυθμό της ιστορίας της (στοιχείο που «αδυνάτιζε» προηγούμενα βιβλία της), ισορροπώντας μεταξύ της νουάρ ιστορίας γύρω από τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς, την αφήγηση του αναξιόπιστου ήρωά της, και την επιστροφή στο παρελθόν του, κρατώντας αμείωτο (και αυξανόμενο διαρκώς) το ενδιαφέρον του αναγνώστη του βιβλίου. Με γλώσσα που εναλλάσσεται μεταξύ ρεαλισμού και λυρικότητας και αφήγηση που κάποιες στιγμές μετατρέπεται σε αγχώδης και ασθματική, ελέγχοντας απόλυτα τον συναισθηματισμό, μεταφέρει το υπαρξιακό δράμα του ήρωά της στον αναγνώστη.
 
«Τις νύχτες των συναλλαγών, γινόμασταν πλάσματα της φαντασίας: σούπερμαν, λυκάνθρωποι, νέοι με γνώση γερόντων, μάντεις που προβλέπουν το μέλλον, παιδιά με φτερά, ηγέτες που βελτιώνουν τη μοίρα των όντων. Την αποφράδα νύχτα, δεν θυμάμαι σε τι είχε μεταμορφωθεί ο καθένας, ούτε πως μάτωσε το στιλέτο στο χέρι μου. Όμως νιώθω ότι υπάρχει ένα επίπεδο συμμετοχής μου στον φόνο. Το ξαναλέω: το πιο σκληρό είναι ότι δεν ξέρω από που πηγάζει αυτή η πεποίθηση, όπως δεν ήξερα από που προερχόταν η θλίψη της παιδικής ηλικίας, η τάση για απομόνωση, η καταφυγή στη σιωπή. Ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω γιατί δεν ένιωθα εύκολα αγάπη. Ποτέ δεν κατόρθωσα να εξαλείψω την αίσθηση πως το ψέμα είναι το μόνο που υπάρχει. Δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να τα κάνουμε πάντοτε, όλα όπως ήταν το πιο σωστό, το υγιεινό, το ηθικό, το πρέπον. Δεν κατανόησα γιατί στοχεύαμε την αιωνιότητα και δεν ζούσαμε ποτέ τη στιγμή.»
 
Είναι «άγριο να τα θυμάσαι όλα» γράφει η Γκανάσου, με διεισδυτικότητα που εκπλήσσει στην υπέροχη και άκρως απολαυστική νουβέλα της, θίγοντας θέματα φιλοσοφικά και υπαρξιακά, ψυχαναλυτικά και βαθιά εσωτερικά, με μια σειρά από ερωτήματα που εγείρονται και απαιτούν την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη. Οι «Γόνιμες μέρες» το καλύτερο μέχρι τώρα βιβλίο της σταθερά ανερχόμενης συγγραφέως, είναι ένα ελεγειακό βιβλίο, που μιλάει για τη μνήμη, το «ένδον σκάπτε», το ταξίδι στα βάθη της ύπαρξης και τη βάσανο που περικλείει.
  
Η πυκνότητα του λόγου που συναντούμε στην Γκανάσου, χαρακτηρίζει σε έντονο βαθμό (πιο έντονο δεν έχει) και τη νουβέλα του Δημήτρη Τανούδη με τίτλο «Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΒΑΡΒΑΡΟΣ» (εκδ. Μωβ Σκίουρος, σελ. 151), ένα βιβλίο που διαδραματίζεται σε μια «μετα-αποκαλυπτική» εποχή, σε ένα κοντινό (;) μέλλον, είναι μια στοχαστική δυστοπία που εγείρει ερωτήματα όχι μόνο για το μέλλον αλλά και για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.
 

Σε έναν «ου – τόπο», περίκλειστο από τείχη, οι επιζήσαντες ενός αφανισμού, έχουν οργανώσει την κοινωνία τους, προσπαθώντας να αποφύγουν τα λάθη του παρελθόντος. Σε μια κοινωνία δομημένη σε αυταρχικό πλαίσιο, ο αφηγητής του βιβλίου στοχάζεται και παρατηρεί το τι συμβαίνει μέσα στην πολιτεία, που έχει δομηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείσει αυτό που οδήγησε τους προγόνους τους στην καταστροφή. Τα παλιά βιβλία θεωρούνται αχρείαστα, οι θρησκείες περιττές και οτιδήποτε θυμίζει το «ένοχο παρελθόν» αποτελεί αντικείμενο κριτικής.
 
« «Ήξεραν μήπως εκείνοι τι ακριβώς ήταν;» ακούστηκε ξαφνικά ο Μαρτέλ. «Αν το ήξεραν αυτό, δεν θα είχαν προστατευτεί απ’ αυτό;»
Αφότου ο Μαρτέλ έγινε σύντροφος του Βόλφρικ επέτρεπε όλο και συχνότερα στον εαυτό του τέτοιες παρεμβάσεις. «Ναι», απάντησε ο Βόλφρικ, «σε κάποιο σημείο της ιστορίας τους πρέπει να πίστευαν ότι γνώριζαν τον εαυτό τους. Μου φαίνεται τόσο βέβαιο όσο και το γεγονός ότι εκείνη η πίστη δεν τους βοήθησε ν’αποφύγουν τον εαυτό τους. Διότι η αρρώστια του μυαλού τους ήταν κάτι που κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει. Διότι μια τέτοια αρρώστια μπορείς μόνο να νομίζεις ότι τη γνωρίζεις».
«Πολύ σωστά» είπε ο Μαρτέλ, βαραίνοντας αρρενωπά τη φωνή του. «Οφείλουμε έτσι να αποκοπούμε από μια κατάσταση του ανθρώπου όπου ούτε η αυτογνωσία μπορεί να τον προστατέψει. Όσο μακρύτερα βρισκόμαστε από αυτούς τόσο λιγότερο θα είμαστε αυτοί. Κι όσο περισσότερο διαφέρουμε τόσο θα είμαστε εμείς.»
 
Σε αυτή την πολιτεία, που έχει προκύψει από ανθρώπους που επιβίωσαν μιας καταστροφής, υπάρχει ο αρχέγονος φόβος που σκιάζει την καθημερινότητά τους, ο φόβος των «βαρβάρων». Στο βιβλίο που εκτυλίσσεται σε πέντε εποχές (ξεκινάει από χειμώνα και καταλήγει πάλι σε αυτόν), οι «βάρβαροι» υποτίθεται ότι ζουν στον κόσμο που υπάρχει έξω από τα τείχη της πόλης. Υπάρχουν όμως; Η απλώς χρησιμεύουν για να τρομάζουν τους κατοίκους της πολιτείας; Σε αυτό το (υποτίθεται) καλά οργανωμένο πλαίσιο που λειτουργεί η δομή της πολιτείας, ο ήρωας / αφηγητής, βλέπει μια εύθραυστη ισορροπία, μια ανάγκη για αλλαγή. Μήπως λοιπόν, μέσα από την παρουσία των «Βαρβάρων», του εξωτερικού «εχθρού», μπορούμε να δούμε καλύτερα τους εαυτούς μας, να προσεγγίσουμε με μεγαλύτερη ειλικρίνεια ο ένας τον άλλον;
 
Ο Τανούδης σε αυτό το σφιχτοδεμένο και ιδιαίτερα πυκνογραμμένο μυθιστόρημά του, ασχολείται με το προσφιλές στη λογοτεχνία θέμα των «Βαρβάρων». Δεν είναι μόνο το γνωστό ποίημα του Καβάφη, αλλά και αριστουργηματικά λογοτεχνικά έργα («Η έρημος των Ταρτάρων» του Μπουτζάτι, «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» του Coetzee), που αλληγορικά προτάσσουν τους «εκτός των τειχών» ως μια απροσδιόριστη απειλή για τον πολιτισμό, θέτοντας διαρκώς το ερώτημα: «ποιος είναι ο βάρβαρος τελικά».
 
«Θα επιμείνουμε στον πολιτισμό ακόμα κι όταν θα ‘χουμε καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος για να σωθούμε θα ‘ναι να ενδώσουμε στην αιώνια και βαθύτερη ανάγκη μας, όταν θα γέρνουμε προς τον γκρεμό και η ανάγκη μας θα ‘ναι το μοναδικό χέρι. Ούτε και τότε θ’ αλλάξουμε ∙ ούτε και τότε θα γίνουμε οι βάρβαροι. Όχι όμως γιατί θα πιστεύουμε ότι η αγάπη δεν μπορεί να έχει θέση στη ζωή των βαρβάρων αλλά γιατί θα ξέρουμε ήδη ότι οι βάρβαροι είναι απλώς το πρόσωπο της Αριάνε, το πρόσωπο του Ράινχαρτ, το πρόσωπο της μητέρας μου.»
 

Ο κόσμος, η κοινωνία χρειάζεται την αγάπη προς τον πλησίον και τον εαυτό μας, γράφει ο Τανούδης στο βιβλίο του. Ο ήρωας / αφηγητής παρατηρεί και στοχάζεται, βλέπει τα αδιέξοδα και τους περιορισμούς, τις παραλείψεις και τα λάθη, είναι ένας άνθρωπος ευαίσθητος αλλά που δεν παίρνει θέση. Η πλοκή είναι σαφές από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ότι είναι προσχηματική και χρησιμεύει μόνο για την ανάπτυξη των σκέψεων του ήρωα.
 
Ο Τανούδης ακολούθησε τον δύσκολο δρόμο στο "Η ανάγκη του να είναι κανείς βάρβαρος"! Έγραψε ένα υπαινικτικό φιλοσοφικό μυθιστόρημα ιδεών – κάτι που δύσκολα βρίσκεις στην εγχώρια παραγωγή. Έκανε όμως και ένα λάθος (που σίγουρα το επισημαίνει στα δημοφιλέστατα μαθήματα δημιουργικής γραφής που παραδίδει) – το «μπούκωσε», το «παραφόρτωσε» σε σημείο υπερβολικό, ίσως θέλοντας να πει πολλά πράγματα με τη μία. Παρουσιάζοντας αξιοσημείωτες αφηγηματικές αρετές που όμως για κάποιο λόγο που δεν κατανόησα δείχνουν «εγκλωβισμένες», έγραψε μια πυκνογραμμένη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα νουβέλα, υπέρ το δέον βέβαια εγκεφαλική και με ωραία γλώσσα, που με τους τόσους συνειρμούς που προκαλεί, τα τόσα ερωτήματα που θέτει, αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο.

 Σε ακριβώς αντίθετο κλίμα κινείται το νουάρ μυθιστόρημα του Φώτη Δούσου, με τον ωραίο τίτλο «Η ΛΙΣΤΑ ΤΟΥ ΛΕΠΟΡΕΛΟ» (εκδ. Νεφέλη, σελ.395), ένα βιβλίο που συζητήθηκε περισσότερο για το «ιντριγκαδόρικο» θέμα του και που έχει εμφανείς επιρροές από το σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα.
 

Γνωστοί εκδότες της πρωτεύουσας, δολοφονούνται όπως όλα δείχνουν από τον ίδιο άνθρωπο. Υπάρχει λοιπόν ένας κατά συρροή δολοφόνος που έχει βάλει στο μάτι ανθρώπους που κατευθύνουν και επηρεάζουν την εκδοτική παραγωγή της χώρας. Οι φόνοι είναι βίαιοι και ποικίλλουν, η αστυνομία είναι μπερδεμένη και προσπαθεί να λύσει την υπόθεση, μέσα από κείμενα που έχουν σταλεί στους δολοφονημένους εκδότες και έχουν απορριφθεί. Ο καταξιωμένος και αναγνωρισμένος εκδότης Θάνος Δημάδης, υποψιάζεται ότι μπορεί να είναι ο επόμενος στη λίστα του δολοφόνου. Προσλαμβάνει μια ιδιωτική αστυνομικό που του συστήνουν και με τη βοήθεια ανθρώπων που εργάζονται στον εκδοτικό του οίκο, μιας γραμματέως, του καλύτερου επαγγελματία αναγνώστη που απασχολεί, της κόρης του που σπουδάζει ψυχολογία και του πλέον αναγνωρισμένου και ιδιαίτερα μισητού λογοτεχνικού κριτικού, προσπαθούν να βρουν μέσα από τα εκατοντάδες ή και χιλιάδες κείμενα που έχουν σταλεί στον εκδοτικό του οίκο και έχουν απορριφθεί, στοιχεία που θα οδηγήσουν στην ανακάλυψη του δολοφόνου, προτού είναι πολύ αργά.
 
«Στην όπερα του Μότσαρτ Ντον Τζοβάνι υπάρχει η πασίγνωστη άρια του Λεπορέλο, όπου ο υπηρέτης του πρωταγωνιστή απαριθμεί τις χιλιάδες ερωτικές κατακτήσεις του βασικού ήρωα. Έχω καταρτίσει και εγώ έναν δικό μου, προσωπικό «Κατάλογο του Λεπορέλο». Μόνο που δεν απαρτίζεται από ονόματα και περιγραφές γυναικών, αλλά από σταθμούς της εκδοτικής μου πορείας. Ανατρέχοντας, λοιπόν, στο παρελθόν μου, μπορώ να διακρίνω κάποιες από τις σημαντικές στιγμές που με έφεραν εδώ που είμαι τώρα, αν όχι σε κάποιο βάθρο, τουλάχιστον σε μια καλή θέση.
Τη δική μου «Λίστα του Λεπορέλο» τη συνθέτουν βιβλία που έχω βγάλει. «Ώστε αυτές είναι οι ερωμένες σου;» θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. «Ναι, αυτές είναι. Τα βιβλία», θα απαντούσα με υπερηφάνεια.»
 
Παράλληλα ο Δημάδης, προσπαθεί να αφυπνίσει και κάποιους άλλους εκδότες – συνήθως μεγάλους, που θεωρεί ότι βρίσκονται στο μπλοκάκι του δολοφόνου, χωρίς μεγάλη επιτυχία όμως. Ενώ συμβαίνουν αυτά, ο ίδιος δεν διάγει τις καλύτερες μέρες της ζωής του, έχει μια μορφή κατάθλιψης, οι σχέσεις με την κόρη του ισορροπούν διαρκώς σε τεντωμένο σχοινί, ο εκδοτικός του οίκος έχει δυσβάσταχτα οικονομικά προβλήματα. Γνωρίζει ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο για την ανεύρεση του δολοφόνου, αλλά θα προλάβει προτού γίνει κι αυτός το επόμενο θύμα;
 
Το μυθιστόρημα του Δούσου, έχει ενδιαφέρουσα πλοκή αν και η αστυνομική ιστορία του, παρουσιάζει πολλά κενά και χάσματα. Κυρίως ενδιαφέρει βέβαια, τους βιβλιόφιλους που αυθόρμητα θα προσπαθήσουν να ανακαλύψουν ποια ονόματα κρύβονται πίσω από τους εκδότες που αναφέρει ο συγγραφέας (προσωπικά δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα, δεν είμαι καλός στους γρίφους), αν και το βασικό προσόν της ιστορίας, είναι η υπαρξιακή αγωνία του ήρωα – πρωτοπρόσωπου αφηγητή – που είναι ο Δημάδης. Μέσα από την δύσκολη και αγωνιώδη καθημερινότητά του που περιγράφει ο συγγραφέας, προβάλλεται ένας μικρόκοσμος ίντριγκας και δολοπλοκίας που είναι ο εκδοτικός χώρος, με λυσσαλέα μίση και ακόρεστα πάθη, με έναν ανταγωνισμό που θα ταίριαζε περισσότερο σε επιχειρήσεις όπου διακυβεύονται δισεκατομμύρια. 
Ο Δούσος με πολύ χιούμορ περιγράφει καταστάσεις με γκροτέσκο τρόπο – ένας εκδότης έχει ιδιωτικό στρατό, άλλος τεράστιο κτήμα, ενώ το «αγαπημένο αυτοκίνητο των εκδοτών είναι η BMW» όπως αναφέρει, ενώ δεν πάνε πίσω τα μαχαιρώματα και οι αντιζηλίες μεταξύ των συγγραφέων, κριτικών και όποιων εμπλέκονται στο κύκλωμα του βιβλίου.


«… ήξερα δεκάδες άλλες περιπτώσεις που, όπως τα αναρριχητικά φυτά, προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στον τοίχο και να βγουν πάνω από τους υπόλοιπους, πατώντας ουσιαστικά επί πτωμάτων. Ένας δολοφόνος πεζογράφων, ή ακόμα καλύτερα ποιητών, θα καθάριζε το τοπίο. Αυτό θα έκανε πραγματικά καλό στην πνευματική ζωή του τόπου.
Να μια ενδιαφέρουσα λίστα: ποιους σύγχρονους ποιητές και πεζογράφους θα ξεφορτωνόσουν, αν δεν υπήρχε περίπτωση να σε πιάσει η τσιμπίδα του νόμου; Ποιους θα ήθελες να δεις θύματα εγκληματικών ενεργειών; Εύκολα θα έβρισκα δέκα ονόματα. Αν πούμε ότι μια λίστα πρέπει να απαρτίζεται από δέκα πράγματα. Βασικά δεν θα ήξερα ποιον να πρωτοσυμπεριλάβω.»
 
Το μυθιστόρημα του Δούσου, διαβάζεται ευχάριστα αλλά χαρακτηρίζεται από φλυαρία και υπερβολική έκταση. Θεωρώ ότι και εδώ έχουμε μια περίπτωση, όπου ο συγγραφέας, προσπαθεί να βάλει πολλά υλικά μέσα σε μια ιστορία, που δεν είναι σίγουρο ότι ταιριάζουν μαζί. Λείπει από το βιβλίο ένα γερό editing που θα του μείωνε τις σελίδες τουλάχιστον κατά το 1/3, ώστε να το κάνει πιο σφιχτοδεμένο και λειτουργικό, διότι οι προβληματισμοί που θέτει για την γραφή και την κριτική, για την ανάγνωση και τους συγγραφείς είναι καίριοι και έχουν πολύ «ζουμί» αλλά χάνονται μέσα στη χαλαρότητα της ιστορίας.
 
«Η λίστα του Λεπορέλο», είναι εμφανές ότι απευθύνεται περισσότερο σε βιβλιόφιλους και ανθρώπους του χώρου, που θα διαβάσουν με μεγάλο ενδιαφέρον την ιστορία – οι υπόλοιποι δεν ξέρω αν θα συγκινηθούν. Το μυθιστόρημά του διακρίνεται για το χιούμορ και τα θέματα που θίγει, ενώ είναι ευδιάκριτες και ωραίες οι πολλές βιβλιοφιλικές αναφορές. Γενικότερα έχουμε μπροστά μας την περίπτωση ενός ανήσυχου και ευφυή συγγραφέα που, σίγουρα θα μας απασχολήσει στο μέλλον, καθώς (δείχνει ότι) διαθέτει την άνεση της αφήγησης και της πλοκής.
 



 
Κυριακή, Φεβρουαρίου 06, 2022
posted by Librofilo at Κυριακή, Φεβρουαρίου 06, 2022 | Permalink
Back to my roots ("Εξ αίματος")

 

Τα ταξίδια στον χρόνο, είναι ένα από τα δημοφιλέστερα θέματα στην κατηγορία της Επιστημονικής Φαντασίας. Με προπομπούς εμβληματικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα («Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου» του σπουδαίου Mark Twain του 1889, και το αριστουργηματικό «Η μηχανή του χρόνου» του H.G.Wells του 1895), ο ήρωας, σε αυτό το λογοτεχνικό είδος, που βρίσκεται ξαφνικά στο παρελθόν ή στο μέλλον, δίνει την δυνατότητα στον συγγραφέα να ασκήσει κριτική για το παρόν, δίνοντας μια άλλη διάσταση της ιστορίας ή να αφήσει την φαντασία του ελεύθερη για μια ουτοπική ή μη κοινωνία του μέλλοντος.
 
Η (ουσιαστικά άγνωστη στη χώρα μας) Αμερικανίδα συγγραφέας της Επιστημονικής Φαντασίας, Octavia Butler (1947, Pasadena California – 2006 Lake Forest Washington), ήταν μια πολυβραβευμένη συγγραφέας, που κυρίως με τα βιβλία της «Parable of the talents» και «Bloodchild», έκανε αίσθηση στις δεκαετίες ’80 και ’90. Το μυθιστόρημά της «ΕΞ ΑΙΜΑΤΟΣ» («Kindred») που εκδόθηκε την περασμένη χρονιά στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις Αίολος (μετάφρ. Γ.Μπαρουξής, σελ. 360), του 1979 είναι από τα σπουδαιότερα και πιο επιδραστικά έργα της, που στη χώρα του έκανε μια δεύτερη καριέρα όταν το 2017 εκδόθηκε ως graphic novel με μεγάλη εμπορική επιτυχία, επαναφέροντας την δημιουργό του στην επικαιρότητα με τα θέματα που θίγει το βιβλίο.
 

Το «Εξ Αίματος», ένα βιβλίο που το ταξίδι πίσω στον χρόνο αποτελεί τον άξονα πάνω στον οποίο δομείται η ιστορία του, η συγγραφέας του, το προσδιορίζει ως «Fantasy» και όχι ως Επιστημονική Φαντασία, διότι σε αυτό το «ταξίδι», δεν υπάρχει επιστημονική εξήγηση – απλά συμβαίνει σε κάποιες δεδομένες στιγμές. Η Butler, απλά χρησιμοποιεί το ταξίδι στον χωρόχρονο, ως πρόσχημα, για να θίξει τα προβλήματα των μαύρων στην εποχή της δουλοπαροικίας, και να αφυπνίσει τους Αμερικανούς του τέλους του 20ου αιώνα, να σκύψουν πάνω στα θέματα της βίας και των προκαταλήψεων στη κοινωνία.
 
Βρισκόμαστε στο 1976 και μετά από μια μετακόμιση σε ένα καινούργιο σπίτι στα προάστια του Λος Άντζελες, οι πρόσφατα παντρεμένοι Ντάνα και Κέβιν, ένα μικτό ζευγάρι (η Ντάνα είναι μαύρη κι ο Κέβιν λευκός) με προοδευτικές ιδέες, που και οι δύο είναι συγγραφείς (εκείνος είναι σχετικά γνωστός συγγραφέας, εκείνη προσπαθεί να βρει τον λογοτεχνικό δρόμο της), βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πολύ παράξενη κατάσταση. Η Ντάνα μεταφέρεται μετά από μια ξαφνική ζάλη στο Μέριλαντ του 1815 για να σώσει τον μακρινό πρόγονό της Ρούφους, γιο ενός μεγαλοκτηματία της περιοχής, πρώτα από πνιγμό στο ποτάμι και αργότερα εμφανιζόμενη σε περιστατικά που πραγματικά κινδύνευε η ζωή του. Το ταξίδι της Ντάνα στο παρελθόν διαρκεί στον πραγματικό χρόνο από μερικά λεπτά έως μια-δυο ημέρες ενώ στον παρελθόντα χρόνο μπορεί να μείνει εκεί για μήνες!
 
Η Ντάνα εξαρχής αντιμετωπίζεται από τον κτηματία και την οικογένειά του ως μια ιδιαίτερη περίπτωση σκλάβας που κάποιος έχει ελευθερώσει. Τα ρούχα της, τους φαίνονται αντρικά – φοράει παντελόνια -, η εκφορά του λόγου της παράξενη (μιλάει ως «γραμματιζούμενη»), τους λέει ότι είναι από τη Ν.Υόρκη, που οι μαύροι κυκλοφορούν ελεύθεροι, αγνοεί βασικούς κανόνες της καθημερινότητας και αντιμετωπίζεται γενικώς με καχυποψία απ’ όλους. Όταν δε, σε κάποιο «ταξίδι στο παρελθόν», έρχεται μαζί της ο Κέβιν (αν κρατιούνται χέρι με χέρι, μπορεί η Ντάνα να τον τραβήξει μαζί της), τότε τα πράγματα γίνονται περίπλοκα, διότι θα πρέπει να παίξουν το ρόλο του Αφέντη με την Σκλάβα του, για να μπορέσουν να γίνουν αποδεκτοί – η δε σεξουαλική σχέση που μπορούν να έχουν (η μόνη που θα μπορούσε να υπάρχει μεταξύ ενός λευκού και μιας μαύρης εκείνη την εποχή), φαίνεται πειστική στα μάτια των ακόμα πιο καχύποπτων ανθρώπων του κτήματος.
 
Στα ταξίδια της πίσω στο παρελθόν, η Ντάνα έχει «ως αποστολή» να διασώζει τον Ρούφους, μέχρι να γεννηθούν οι πρόγονοί της, ενώ εξαφανίζεται από τα μάτια τους όταν κινδυνεύει η ζωή της. Εμφανίζεται όταν εκείνος είναι σοβαρά άρρωστος (σε ένα είδους «κάλεσμα»), χρησιμοποιώντας χάπια του 20ου αιώνα που έχει στη τσάντα της (μετά το δεύτερο «ταξίδι» πηγαίνει προετοιμασμένη), όταν εκείνος μπλέκει σε σοβαρές καταστάσεις, όταν δε βιάζει και απαγάγει την μαύρη σκλάβα που του αρέσει (την μακρινή πρόγονη της Ντάνα που από αυτήν θα ξεκινήσει η οικογένειά της), θα σταθεί δίπλα τους. Η Ντάνα όμως ζώντας μέσα σε ένα μεγάλο κτήμα με δεκάδες σκλάβους γύρω της, βιώνει τις καταστάσεις όπως είναι στην πραγματικότητα κι όχι ως απλή επισκέπτις. Βλέπει τις αγοραπωλησίες κυρίως μικρών παιδιών που κάνει ο πατέρας του Ρούφους (και αργότερα εκείνος όταν παίρνει τη θέση του πατέρα του), βλέπει τις σκληρές έως απάνθρωπες τιμωρίες στις οποίες υποβάλλονται οι ομόχρωμοί της, τους βιασμούς που είναι μέρος της καθημερινότητας, τον βίαιο διαχωρισμό των οικογενειών. Θα υποστεί κι εκείνη τις μαστιγώσεις, θα δουλέψει στα χωράφια, ζώντας δε σε κάποιο από τα «ταξίδια» περίπου ένα έτος στο κτήμα, θα αναθεωρήσει ότι πίστευε για το παρελθόν.
 
«Διάβασα βιβλία για τη δουλεία, μυθιστορήματα και δοκίμια. Διάβασα ό,τι υπήρχε στο σπίτι και είχε έστω και μακρινή σχέση με το θέμα – ακόμη και το Όσα παίρνει ο Άνεμος ή, τουλάχιστον ένα μέρος του. Δεν άντεχα τις περιγραφές για ευτυχισμένους μαυρούληδες που ζουν σε μια δουλεία αγάπης.
Μετά, χωρίς να πολυκαταλάβω πως, έπιασα ένα από τα βιβλία του Κέβιν για τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Είχε αναμνήσεις ανθρώπων που επέζησαν από στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Αφηγήσεις για ξυλοδαρμούς, λιμοκτονία, βρομιά, αρρώστιες, βασανιστήρια, κάθε δυνατή εξαθλίωση. Λες και οι Γερμανοί προσπαθούσαν να κάνουν σε μερικά χρόνια ό,τι έκαναν οι Αμερικανοί επί δύο σχεδόν αιώνες.
Τα διαβάσματα μού’φεραν κατάθλιψη. Τρόμαξα και έβαλα τα υπνωτικά χάπια του Κέβιν στον σάκο μου. Οι λευκοί πριν από τον Εμφύλιο, όπως και οι Ναζί, ήξεραν πάρα πολλά για τα βασανιστήρια – πολύ περισσότερα απ’ όσα θα ήθελα να μάθω.»


Στο βιβλίο της η Butler, μιλάει για τα πάθη της φυλής της. Χρησιμοποιεί ως «οδηγό», το εμβληματικό αυτοβιογραφικό βιβλίο του (πρώην σκλάβου) Frederick Douglass «Narrative of the Life of Frederick Douglass, an American Slave» που εκδόθηκε το 1845, για το πως ήταν η ζωή στις Νότιες Πολιτείες, όπου οι εύποροι γαιοκτήμονες πλούτιζαν από την εκμετάλλευση των σκλάβων στους οποίους φέρονταν με κτηνωδία που ποίκιλλε ανάλογα τον «ιδιοκτήτη». Η ηρωίδα της γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων, συνειδητοποιεί ότι μια ολόκληρη κοινωνία είναι δομημένη πάνω στην Λευκή κυριαρχία και δύναμη πέρα από θεωρίες και βιβλία. Ζώντας στο κτήμα – που την διαβεβαιώνουν ότι δεν είναι από τα χειρότερα που υπάρχουν ως προς τη συμπεριφορά και τις τιμωρίες – βιώνει στο πετσί της, τον τρόμο και την εξουσία του Αφέντη που κυριολεκτικά μπορεί να κάνει ότι θέλει τους ανθρώπους του, ενώ ξέρει ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τον Ρούφους, απλά επιθυμεί να του ενσπείρει κάποιες ιδέες, να του προκαλέσει προβληματισμούς.  
 
Η συγγραφέας ευφυώς τοποθετεί στο κέντρο της αφήγησης ένα ζευγάρι που συμβολίζει την Αμερική της δεκαετίας του ’70 που αλλάζει, ένα μεικτό ζευγάρι που (θεωρητικά) αντιπροσωπεύει ό,τι πιο «προοδευτικό» υπάρχει τη δεδομένη στιγμή στη χώρα. Οι δυο τους, ενοχλούνται όταν βλέπουν στα λόγια και στις κινήσεις όχι μόνο αγνώστων αλλά και του οικογενειακού τους περίγυρου το «ξεβόλεμα», την αποδοκιμασία ή την έκπληξη. Όταν όμως η Ντάνα πηγαινοέρχεται στο παρελθόν διαπιστώνει ότι το φυλετικό ζήτημα είναι πολύ βαθιά χαραγμένο μέσα στους ανθρώπους, με προκαταλήψεις εγγεγραμμένες βαθιά στο DNA των κατοίκων της χώρας, ενώ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον πως μεταβάλλεται η σχέση μεταξύ του ζεύγους Ντάνα/Κέβιν που υποχρεούνται (εκ των συνθηκών) να υποδυθούν τους ρόλους αφέντης/σκλάβα όταν βρίσκονται στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, προβληματίζοντάς τους κατά πόσον η σχέση τους δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μοντέρνα εκδοχή της παλιάς εξουσιαστικής σχέσης.
 

Η
Butler τονίζει εμφαντικά μέσα από την ιστορία της, ότι το παρελθόν είναι διαρκώς παρόν κι ότι δεν πρέπει να το λησμονούμε. Ουσιαστικά μεταφέρει τα λόγια του σπουδαίου James Baldwin, που έλεγε ότι: «η μεγάλη δύναμη της Ιστορίας, προέρχεται από το γεγονός ότι, την μεταφέρουμε εντός μας, μάς εξουσιάζει το ασυνείδητο με ποικίλους τρόπους και είναι ουσιαστικά παρούσα σε όλες τις ενέργειές μας.» Η ηρωίδα του βιβλίου, θα χάσει μόνο ένα χέρι, αποτέλεσμα των ταξιδιών της, αλλά θα βγει από όλη αυτή την περιπέτεια ένας διαφορετικός άνθρωπος.
 
Το «Εξ αίματος», δεν είναι απλά άλλο ένα μυθιστόρημα Φαντασίας ή Επιστημονικής Φαντασίας, αλλά είναι ένα επίκαιρο και πολυεπίπεδο βιβλίο, όχι μόνο για το φυλετικό πρόβλημα και τον φανερό ή υποβόσκοντα ρατσισμό, αλλά και για την επιβίωση, την δύναμη της Ιστορίας, την συμπόνια και την αγάπη. Γραμμένο με έξοχο αφηγηματικό ύφος και ρυθμό, γεμάτο δυναμισμό και αγωνία, χαρίζει σπάνια αναγνωστική απόλαυση ακόμα και στους αναγνώστες που είναι επιφυλακτικοί (όπως η αφεντιά μου) απέναντι στη fantasy ή την επιστημονική φαντασία ως λογοτεχνικά είδη.
 
Βαθμολογία 85 / 100