Παρασκευή, Δεκεμβρίου 26, 2014
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 26, 2014 | Permalink
Η Δεύτερη Ευκαιρία
«Μια δεύτερη ευκαιρία – αυτή είναι η αυταπάτη. Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να υπάρξει άλλη από την πρώτη. Δουλεύουμε στα σκοτεινά – κάνουμε ότι μπορούμε, δίνουμε ό,τι έχουμε. Οι αμφιβολίες είναι το πάθος μας και το πάθος μας είναι το έργο μας. Τα υπόλοιπα είναι η τρέλα της τέχνης.»


Αυτό που απολαμβάνει κάθε συνεπής βιβλιόφιλος, διαβάζοντας κείμενα του μεγάλου Αμερικανού (αλλά πολιτογραφημένου Βρετανού) συγγραφέα Henry James (1843-1916) είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια παρά μόνο με τις αισθήσεις. Αυτό μου συνέβη με τη νουβέλα (μεγάλο διήγημα ουσιαστικά) "Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ" ("The Middle Years"), (Εκδ. Μελάνι, μετάφρ.+επίμετρο Καρ.Μέρμηγκα, σελ.90). Ένα κείμενο 60 μόλις σελίδων (μικρών διαστάσεων μάλιστα), τόσο συμπυκνωμένο και περιεκτικό, που μένεις άφωνος και όπου κάθε πρόταση, κάθε λέξη είναι τόσο δουλεμένη που διαβάζεται δυο και τρείς φορές.

Η ιστορία είναι απλή αλλά γεμάτη σοφία. Ο Ντένκομπ ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας ηλικιωμένος πλέον, ο οποίος αναρρώνει από μια ασθένεια στο παραθαλάσσιο θέρετρο του Μπόρνμουθ, κρατάει στα χέρια του, το καινούριο του μυθιστόρημα "ΜΕΣΟΙ ΧΡΟΝΟΙ", το οποίο μόλις εκδόθηκε. Το θεωρεί ότι καλύτερο έχει γράψει μέχρι τώρα και αναρωτιέται αν θα μπορούσε (αυτό το συγκεκριμένο), να αποτελέσει εφαλτήριο μιας νέας ωριμότερης και ποιοτικότερης συγγραφικής πορείας, μιας "δεύτερης ευκαιρίας". Έκπληκτος διαπιστώνει ότι ένας νεαρός, ο οποίος συνοδεύει δύο κυρίες, μιαν ευτραφή μεσήλικα και μια νεαρά κρατάει στα χέρια του, ένα αντίτυπο του ίδιου ακριβώς βιβλίου, το οποίο μάλιστα κυριολεκτικά δεν το αφήνει από τα χέρια του, κρατώντας το σαν πολύτιμο αντικείμενο.

Ο Ντένκομπ γνωρίζεται με τον νεαρό, ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι ο δόκτωρ Χιού, γιατρός στις υπηρεσίες μιας Κόμησσας (της ευτραφούς κυρίας) - η οποία είναι σοβαρά άρρωστη -, εργάζεται δε μαζί με την δεσποινίδα Βέρναμ, η οποία είναι εμφανές ότι ενδιαφέρεται γι'αυτόν. Ο Ντένκομπ βλέπει στο πρόσωπο του γιατρού έναν ένθερμο θαυμαστή του έργου του, ο οποίος δεν έχει χάσει βιβλίο του - συζητάνε για το νεοεκδοθέν, χωρίς ο συγγραφέας να αποκαλύψει στον θαυμαστή του, την ταυτότητά του, αλλά όταν τον καταβάλλει η συγκίνηση της γνωριμίας και της κουβέντας, ο ήλιος και η ζέστη, λιποθυμάει και ο δόκτωρ Χιού τον μεταφέρει στο ξενοδοχείο του, μαθαίνοντας ποιός πραγματικά είναι. Μετά από αυτό ο δόκτωρ Χιού αποφασίζει να περνάει τις περισσότερες (σχεδόν όλες) ώρες του με τον Ντένκομπ εξοργίζοντας την Κόμησσα και θυσιάζοντας μ'αυτόν τον τρόπο τις μελλοντικές απολαβές του. Όμως ο συγγραφέας χειροτερεύει μέρα με τη μέρα συνειδητοποιώντας ότι το τέλος του βίου του, δεν θ'αργήσει να έρθει και "δεύτερη ευκαιρία" δεν πρόκειται να του δοθεί.

«Δεν φοβόταν τον πόνο, το θάνατο· δεν ήταν καν ερωτευμένος με τη ζωή· αλλά του είχε αποκαλυφθεί ένας βαθύς πόθος. Συνειδητοποίησε καθώς κυλούσαν οι ατέλειωτες, ήσυχες ώρες ότι μόνο με τους «Μέσους Χρόνους» είχε καταφέρει να απογειωθεί· μόνο εκείνη τη μέρα, καθώς τον επισκέπτονταν σιωπηλές λιτανείες, μπόρεσε να αναγνωρίσει το βασίλειό του. Του είχε αποκαλυφθεί όλο το βάθος και το πλάτος του. Αυτό που τον τρόμαζε πιο πολύ ήταν η ιδέα ότι η φήμη του θα στηριζόταν πάνω στο ημιτελές. Γιατί δεν ήταν με το παρελθόν του, αλλά με το μέλλον του που θα έπρεπε να σχετίζεται. Η αρρώστια και τα γηρατειά ορθώθηκαν μπροστά του σαν φαντάσματα με ανάλγητα μάτια· πώς να δωροδοκήσει τέτοιες ανελέητες μοίρες για να του δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία; Του είχε δοθεί η μία ευκαιρία που έχουν όλοι οι άνθρωποι – του είχε δοθεί η ευκαιρία της ζωής.»

Μέσα από την σαγηνευτική αφήγηση του Τζέιμς, του μεγαλύτερου ίσως στυλίστα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, περνάνε έννοιες όπως η αρρώστια, ο θάνατος, η δημιουργία, το ανέφικτο και το ανικανοποίητο της, τα νιάτα, τα γηρατειά, το χρήμα, ο έρωτας – ενώ θίγονται θέματα όπως η βιβλιοκριτική, τα λάθη, οι επιλογές, η ματαιοδοξία, η ωριμότητα. Ο Ντένκομπ αισθάνεται ότι τώρα αρχίζει η πραγματική του συγγραφική καριέρα και ζητάει μια «παράταση», μια «δεύτερη ευκαιρία», στην πραγματικότητα θέλει να ξορκίσει τον θάνατο που βλέπει να πλησιάζει, τα γηρατειά, το τέλος του βίου. Πιάνεται από τον θαυμασμό του νεαρού γιατρού και θέλει να ζήσει, να δημιουργήσει – η σχέση δημιουργού και αναγνώστη περιγράφεται μέσα σε λίγες σελίδες τόσο κομψά και ιδανικά.


«Η δεύτερη ευκαιρία» είναι ένα βιβλιαράκι-κομψοτέχνημα, διαμάντι πραγματικό. Δείχνει μικρό σε μέγεθος αλλά στη πραγματικότητα όταν το τελειώσεις, νιώθεις ότι διάβασες ένα δοκίμιο. Εξαιρετικά δομημένο, με άφθαστη οικονομία λόγου, βαθιά στοχαστικό και φιλοσοφικό, συμπυκνώνει όλο το έργο του μεγάλου δημιουργού.
Γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1890 όταν ο συγγραφέας έκλεινε τα 50 του χρόνια, είναι έργο ωριμότητας και σοφίας, εξάλλου τα καλύτερα μυθιστορήματά του Τζέιμς, βγήκαν λίγο αργότερα όπως «Το στρίψιμο της βίδας», «Τα φτερά της περιστέρας», «Οι Πρεσβευτές», «Η χρυσή κούπα». Στο εξαιρετικό της επίμετρο, η μεταφράστρια του βιβλίου Κ.Μέρμηγκα με λιτό και περιεκτικό τρόπο, κάνει κατανοητό το έργο και την προσωπικότητα του σπουδαίου αυτού συγγραφέα.

«…Είχε μεν από την αρχή ακολουθήσει τη λογοτεχνία, αλλά του είχε πάρει μια ζωή για να μπορέσει να πορευτεί στο πλευρό της. Μόνο σήμερα επιτέλους είχε ξεκινήσει να βλέπει, γι’αυτό ότι είχε κάνει μέχρι τώρα ήταν κινήσεις χωρίς κατεύθυνση. Είχε αργήσει πολύ να ωριμάσει και ήταν έτσι αδέξια η φύση του, ώστε έπρεπε να μαθαίνει μόνος του, από τα λάθη του.
«Προτιμώ τα λουλούδια σας τότε από τους καρπούς των άλλων και τα λάθη σας από τις επιτυχίες των άλλων» είπε ο ευγενής δόκτωρ Χιού. «Είναι για τα λάθη σας που σας θαυμάζω».»


 
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 19, 2014
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 19, 2014 | Permalink
Ρόζα
Τον Ιανουάριο του 1919, η ηττημένη του Α Παγκόσμιου πολέμου Γερμανία βρισκόταν σε αναταραχή. Η Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ των μιλιταριστών που αν και είχαν γνωρίσει τη συντριβή στο μέτωπο κρατούσαν ακόμα την εξουσία στα χέρια τους και της εργατικής εξέγερσης που με οδηγό το Κομμουνιστικό κόμμα των Σπαρτακιστών είχε μόλις συντριβεί. Η απογοήτευση του πληθυσμού, τα οικονομικά προβλήματα, οι στρατιώτες που γύριζαν από τα πεδία μάχης, όλα αυτά συσσωρευμένα αποτελούσαν ένα εκρηκτικό μίγμα, ένα καζάνι που βράζει, όπου κανείς δεν ήξερε τι θα του ξημερώσει η επόμενη μέρα. Η πορεία των γεγονότων έδειχνε ότι η χώρα βαδίζει προς μια καινούρια μεγαλύτερη σύγκρουση, όμως το παρακράτος είχε διαφορετική άποψη.  Οι δύο ηγέτες των Σπαρτακιστών, η δημοφιλέστατη Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπνεχτ συνελήφθησαν στο Βερολίνο, από μια παραστρατιωτική ομάδα, μεταφέρθηκαν σε ένα ξενοδοχείο, βασανίστηκαν και έπεσαν νεκροί. Η δολοφονία τους αποδόθηκε από τις επίσημες αρχές σε λυντσάρισμα από τον όχλο, αλλά παρά τις φήμες ότι η Ρόζα ήταν νεκρή, το σώμα της δεν είχε βρεθεί. Ανασύρθηκε τελικά από τον ποταμό Σπρέε μετά από τέσσερις μήνες.

Το τι ακριβώς συνέβη με το σώμα της Ρόζας,  αυτούς τους τέσσερις μήνες, από τη δολοφονία της , μέχρι την ανεύρευση του πτώματος της, έχει προκαλέσει σωρεία συζητήσεων και υποθέσεων όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπη η ιδέα του Αμερικανού συγγραφέα Jonathan Rabb (Βοστώνη,1964) να στηρίξει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, το "ΡΟΖΑ", (Εκδ.Πόλις, (ωραία) μετάφρ. Ρ.Γρηγοριάδου, σελ.559) πάνω στο γεγονός της εξαφάνισης και του μυστηρίου γύρω από το πτώμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Το μυθιστόρημα που αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας (τα υπόλοιπα είναι το "Shadow and light" που εκτυλίσσεται το 1927, και το "Second Son" που εκτυλίσσεται το 1937), είναι ένα όχι τόσο κλασσικό detective story, με ήρωα τον αστυνομικό επιθεωρητή Χόφνερ, ο οποίος με τον βοηθό του Φίχτε, προσπαθεί να επιλύσει μια σειρά από τελετουργικούς φόνους με τους οποίους βρίσκεται αντιμέτωπος, σε ένα Βερολίνο εφιαλτικό μέσα σε ένα ζοφερό περιβάλλον όπου κυριαρχούν η βία και ο φόβος.


Ο επιθεωρητής Νικολάι Χόφνερ, 45άρης επιπόλαιος και άστατος αλλά ιδιαιτέρως ευφυής και επίμονος, ευαίσθητος πολιτικά και ως γόνος Ρωσοεβραίων βιώνοντας την συνεχή διόγκωση του αντισημιτικού κλίματος που έχει ακολουθήσει τα ερείπια της ήττας και την υστερική προπαγάνδα των Μέσων Ενημέρωσης για τον "προαιώνιο εχθρό" και τους Κόκκινους, προσπαθεί να εξιχνιάσει μια σειρά από φόνους - που δείχνουν ως θύτη κάποιον κατά συρροή δολοφόνο - , οι οποίοι έχουν όλοι το χαρακτηριστικό ότι τα θύματα είναι γυναίκες από λαϊκές συνοικίες του Βερολίνου και στην πλάτη τους έχουν χαραχθεί πανομοιότυπα σημάδια που θυμίζουν κέντημα. Το άλλο κοινό χαρακτηριστικό των πτωμάτων είναι ότι όλα έχουν βρεθεί στις υπόγειες στοές των υπό κατασκευή καινούριων σταθμών του υπογείου σιδηροδρόμου, οι εργασίες του οποίου είχαν παγώσει τον τελευταίο χρόνο του πολέμου. Το επόμενο πτώμα όμως που συναντάει μέσα στις λάσπες κάποιου εργοταξίου είναι αυτό της "Κόκκινης Ρόζας", η οποία αγνοείται εδώ και μέρες, το σώμα της οποίας φέρει ίδια (η σχεδόν ίδια) σημάδια με τα προηγούμενα και έχει μεταφερθεί εκεί (όπως είναι εμφανές από κάπου αλλού). Όμως προτού καλά-καλά πάει το σώμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ στον ιατροδικαστή, δίνεται η εντολή να μεταφερθεί στα γραφεία της Πολιτικής Αστυνομίας και ο Χόφνερ να σταματήσει να ασχολείται άλλο με την υπόθεση, αλλά να επικεντρωθεί στην αναζήτηση του δολοφόνου.

Ο Χόφνερ που αντιμετωπίζει προβλήματα στην προσωπική του ζωή, καθώς οι σχέσεις με την σύζυγό του δεν είναι καλές και έχει αποξενωθεί από τα δύο του παιδιά, κυρίως τον μεγαλύτερο (έφηβο) γιό του που αλλάζει το όνομά του, από Σάσα (όπως τον φώναζαν) σε Αλεξάντερ και θαυμάζει τις παραστρατιωτικές οργανώσεις, εκτός των άλλων,  γνωρίζει το κορίτσι του Φίχτε, του βοηθού του και ανήμπορος να αντισταθεί στην επιθυμία του για εκείνην, αρχίζει μια ερωτική ιστορία, που ξέρει ότι θα πληγώσει πολλούς ανθρώπους.
Έμπειρος αστυνομικός όπως είναι,  διαβλέπει γρήγορα το μπλέξιμο με τους φόνους, καθώς μετά από έρευνες εντοπίζει την ταυτότητα του κατά συρροή δολοφόνου όμως βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο αίνιγμα, καθώς ο υποτιθέμενος δολοφόνος έχει δηλωθεί νεκρός κάπου στο Βέλγιο, ενώ τα διαφορετικά σχέδια σε άλλα σώματα δείχνουν ότι οι μακελάρηδες είναι δύο. Από την άλλη στο πτώμα της Ρόζας είχε βρεί μια πηλώδη ουσία, η οποία χρησιμοποιείτο (καθώς ανακαλύπτει) για πειράματα καταψύξεως πτωμάτων στρατιωτών κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πρόσβαση στο σώμα της Ρόζας δεν μπορεί να έχει, ο πανικός του κόσμου έχει φθάσει στα ύψη, όπως και οι φήμες αλλά τότε αρχίζει να λαμβάνει επιστολές από έναν πρώην σύντροφο της Ρόζας και του Λίμπνεχτ και εραστή της πρώτης παλαιότερα, τον Λέο Γιόγκισες, ο οποίος κρύβεται για να διαφύγει τη σύλληψη. Οι επαφές του Χόφνερ με τον Γιόγκισες γίνονται γνωστές στην Πολιτική Αστυνομία, η οποία προσπαθεί να κρατήσει κρυμμένο το σώμα της Ρόζας για δικούς της σκοπούς αλλά η ιστορία που του αφηγείται ο Γιόγκισες (όπου εκεί αναμιγνύονται σαλεμένοι απόστρατοι, τα Freicorps, οι παραστρατιωτικές οργανώσεις δηλαδή που αποκτούν όλο και μεγαλύτερη θρασύτητα και ελευθερία), είναι πολύ δυνατή και αποκαλυπτική για να κάνει τον Χόφνερ να σιωπήσει. Μια επιλογή που θα έχει τεράστιο προσωπικό κόστος γι'αυτόν.

Η "ΡΟΖΑ" είναι ένα υπέροχο μυθιστόρημα που βασίζεται περισσότερο στη δημιουργία ατμόσφαιρας παρά στην ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αλλά πολύ περιπεπλεγμένη αστυνομική ιστορία. Η ανάγνωσή του δεν είναι εύκολη για κάποιον που αγνοεί βασικά στοιχεία της ιστορίας και των γεγονότων που ακολούθησαν την ήττα της Γερμανίας στον Α παγκόσμιο πόλεμο, αν και ο συγγραφέας με ικανότητα στρέφει το ενδιαφέρον περισσότερο στο θριλερίστικο στοιχείο της ιστορίας παρά στο πολιτικό (που έτσι κι αλλιώς είναι αδύνατο να το αποφύγει). Ο ήρωας της τριλογίας, ο (περισσότερο Αμερικάνικος χαρακτήρας αστυνομικών ιστοριών παρά Ευρωπαϊκός) Χόφνερ είναι ένας αμφιλεγόμενος χαρακτήρας, πολύ ζωντανός και άμεσος που γίνεται οικείος και ο αναγνώστης συμπάσχει μαζί του, στις όχι και λίγες ταλαιπωρίες και βάσανα που περνάει, ενώ είναι πολύ ενδιαφέρουσα η προσέγγιση, η μυθοπλασία γύρω από τον φόνο, αυτά που επακολούθησαν (η κατασκευασμένη ιστορία δηλαδή), αλλά και  η αφήγηση για την προσωπικότητα της Ρόζας Λούξεμπουργκ.

Πρωταγωνιστής όμως του μυθιστορήματος και ίσως πιο σαγηνευτικό του στοιχείο είναι το Βερολίνο και η απεικόνιση του ζοφερού και σκοτεινού κλίματος εκείνης της εποχής. Η απογοήτευση και η κατάθλιψη του κόσμου, ο φόβος και η παρακμή σκιαγραφούνται εκπληκτικά δίνοντας έναν ελεγειακό τόνο στο βιβλίο που το απογειώνει πέρα από ένα απλό αστυνομικό θρίλερ. Οι σελίδες με τις περιγραφές των δρόμων, των σπιτιών, των ημιτελών σιδηροδρομικών σταθμών του υπογείου - που είναι ουσιαστικά μια κάθοδος στην Κόλαση, συντείνουν στην απόλαυση ενός βιβλίου που θέλει τον χρόνο του (έτσι κι αλλιώς δεν είναι κάτι που το "ξεπετάς" γρήγορα) για να μπείς στον ρυθμό  και την ατμόσφαιρά του.

"Ήταν μια "πόλη των λέξεων".
Το είχε ακούσει ή το είχε διαβάσει κάπου αυτό. Όχι μόνο στις εφημερίδες, αλλά και στις διαφημίσεις της, τι πινακίδες της, τα δρομολόγια της, και πάνω απ'όλα στα Litfassaulen της - εκείνους τους κυλινδρικούς στύλους που έβλεπε κανείς σχεδόν σε κάθε γωνιά κάθε γειτονιάς - το Βερολίνο ήταν μια μητρόπολη που ανάσαινε με λέξεις. Εκείνοι οι στύλοι ήταν κάτι το ξεχωριστό. Ήταν οι σύγχρονοι τελάληδες, φορτωμένοι με ένα χάος από αμέτρητα μηνύματα. Πουλούσες ένα κρεβάτι; Έβαζες αγγελία στη γωνία· είχε εργατική συγκέντρωση το βράδυ; Έβαζες ανακοίνωση στη γωνία· έψαχνες για κορίτσι; Έβαζες αγγελία στη γωνία. Σκεπασμένοι με τα καπέλα τους από πράσινο σφυρήλατο σίδερο, εκείνοι οι στύλοι ορθώνονταν σε ύψος δύο μέτρων, πιο ψηλά από καθετί άλλο στο δρόμο, κι έτσι τραβούσαν αμέσως την προσοχή. Ακόμα και οι φιγούρες στις αφίσες τους ήταν πιο χτυπητές απ' ό,τι άλλο έβλεπε κανείς σε μια βιτρίνα ή έναν πίνακα ανακοινώσεων. Ζευγάρια με κραυγαλέα κόκκινα ή πράσινα ρούχα και επιθετικές πόζες βροντοφώναζαν στους περαστικούς· οξείες γωνίες και αιχμηρές γραμμές που πάλευαν απεγνωσμένα να μην περάσουν απαρατήρητες. Οι στύλοι είχαν μια αταξία καταδική τους, που αντικατόπτριζε τη ζωή των δρόμων και ταυτόχρονα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της."








 
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 11, 2014
posted by Librofilo at Πέμπτη, Δεκεμβρίου 11, 2014 | Permalink
Play bouzouki gia mena
Άργησε πολύ να επανεμφανιστεί ο Σαλονικιός συγγραφέας Γιώργος Γκόζης (έ.γ.1970), στην ελληνική πεζογραφία. 12 χρόνια μετά τη δημοσίευση της πρώτης συλλογής του, με τίτλο «Ο νυχτερινός στο βάθος» (Εκδ.Νεφέλη), κυκλοφόρησε αυτή τη χρονιά τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΩ» (Εκδ.Πόλις, σελ.210).

Το «ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΩ» είναι μια ευφυέστατη συλλογή 18+1 ολιγοσέλιδων ιστοριών  ως επί το πλείστον  ανελέητης σάτιρας με αλησμόνητους χαρακτήρες με τους οποίους γελάς μέχρι δακρύων, συγκινείσαι, συμπάσχεις μαζί τους. Ο Γκόζης στα διηγήματα του,  περιγράφει την ελληνική ιλαροτραγωδία, το γελοίο και ταυτόχρονα δραματικό πρόσωπο αυτής της χώρας. Με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη και κάποια σημεία της Βόρειας Ελλάδας, απλώνει τις ιστορίες του και δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω.

Ιστορίες για τη Θεσσαλονίκη, αναμνήσεις της εφηβείας από το σχολείο, από την πόλη, από τις φιλίες που καταλαμβάνουν πάνω από το 1/3 του βιβλίου, ιστορίες για επίδοξους συγγραφείς, είτε με τη  μορφή σατιρικών συνταγών μαγειρικής, είτε με κωμικοτραγικά γεγονότα που συμβαίνουν σε μια επίδοξη συγγραφέα που αποφασίζει να παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Ιστορίες για την τηλεόραση και το διαδίκτυο, για τη στρατιωτική θητεία, για την πολιτική εξουσία, για τα καλοκαιρινά μπάνια με πούλμαν.


Ο συγγραφέας διακωμωδεί με τη γραφή και το ύφος του, τα πάντα. Με ειρωνία και χιούμορ παραθέτει στίχους από τραγουδάκια – χιτ εποχής των δεκαετιών 70 και 80, Τέρη Χρυσό, Ραφαέλα Καρά, Μπαρυ Γουάιτ, Λίτσα Διαμάντηplay bouzouki gia mena…, σκηνές από ελληνικές ταινίες όπου διαβάζοντας τες ξεκαρδίζεσαι από τα γέλια, φράσεις που έχουν μείνει στο συλλογικό υποσυνείδητο και που όταν τις βλέπεις στο χαρτί,  συνειδητοποιείς τη γελοιότητα τους αλλά και τη δική σου γελοιότητα καθώς θυμάσαι τον εαυτό σου να τις επαναλαμβάνει σε ανύποπτες στιγμές.

«Με μια κουταλιά κονιάκ, κορίτσια, συνεχίζουμε στο Βήτα.
Οι τζίτζικες δίνουν ρεσιτάλ στο ανεπανάληπτο ελληνικό καλοκαίρι της ταινίας εκείνης. Κάθε μεσημέρι ανελλιπώς και περί ώρα τετάρτη μεσημβρινή νταν, ο κύριος Βεργής, το Βήτα των υλικών μας, πηδάει ανελλιπώς.
«Μίστερ Βεργής; Ρωτάει η Έλενα Ναθαναήλ τον Άγγελο Αντωνόπουλο, χτυπώντας το κουδούνι της καμπάνας του.
«Γιές;» απαντά εκείνος και, παρόλο που πρόκειται για απάντηση, εντούτοις υπάρχει κι ένα ερωτηματικό στο τέλος.
«Τζένη», το τζ παχύ, αποκρίνεται με ψευδώνυμο εκείνη.
«Καμίν», το «περάστε» στα ελληνικά, αλλά και ενδεικτικό της σαν καμίνι ζέστης του Ιούλη της ταινίας, ενώ ταυτόχρονα εκείνος παραμερίζει και την ξεναγεί στο εσωτερικό του φτωχικού του.
«Ξέρεις, δεν έχω πολύ χρόνο. Εμπρός λοιπόν δείξε μου τι ξέρεις να κάνεις», της δίνει εντολή ξαπλωμένος στον καναπέ, υπονοώντας τι να τον φιλέψει άραγε εκείνο το μεσημέρι;»

Δημοσιογράφοι, εκκλησία, Δημόσιοι φορείς, νεόπλουτοι επιδειξίες, φορείς της εξουσίας που δεν γλυτώνουν από το διαβρωτικό και άναρχο χιούμορ του Γκόζη, ενώ από την άλλη ο συγγραφέας χαϊδεύει με το βλέμμα του, τους λαϊκούς τύπους, τους ντελιβεράδες με τις χαλασμένες εξατμίσεις, τους τσιγγάνους πωλητές γυαλιών, τα γκαρσόνια,  τους τζαμπατζήδες των καλοκαιρινών συναυλιών στο Σέιχ Σου.

Ο Μάκης ο μπουλντού, η κυρά-Σμαρώ με τις διαφορετικές συνταγές μαγειρικής για το πώς φτιάχνεις ένα κείμενο, η Λάουρα Χειμερινού, ο Άκης ο Αερομπέλ, ο Ανδροκλής Αμπέου των «Τηλεκηδειών live”, o Λεμονής – σερβιτόρος/σταρ του μικρού Θασιώτικου ζαχαροπλαστείου με τους ξακουστούς λουκουμάδες, ο «κύριος Υπουργέ», ο «αυτόπτης μάρτυς», οι επιβάτες του πούλμαν για μπάνια, είναι τύποι που λες και βγήκαν από την πινακοθήκη χαρακτήρων του Τσιφόρου, ευδιάκριτοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που τους προσέχουμε ή τους προσπερνάμε και που συνήθως οι συμπεριφορές τους αντιπροσωπεύουν αυτό που αποκαλείται «το μεγαλείον της φυλής».

Στο χιούμορ του βιβλίου υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ γελοίου και τραγικού, αυτού του «τραγέλαφου» που χαρακτηρίζει την ελληνική καθημερινότητα, ενώ σε κάποιες από τις ιστορίες είναι έντονος ο αυτοβιογραφικός τόνος. Οι «παράλληλοι μονόλογοι» που χαρακτηρίζουν τις τηλεοπτικές συζητήσεις με την φράση-κλισέ που θα ακουστεί πάντα σε ένα πάνελ, σε ένα τηλεοπτικό τραπέζι, «αφήστε με να ολοκληρώσω». Τα διηγήματα στη συλλογή μπορεί να είναι τυπικά 18 αλλά υπάρχει και το ακροτελεύτιο (ή πρώτο) διήγημα του οπισθόφυλλου που περιγράφει ακριβώς αυτή την παθογένεια των τηλεπαραθύρων.

Δεν είναι όλες οι ιστορίες του Γκόζη, στο ίδιο ύψος. Υπάρχουν κάποιες εξαιρετικές («Έκθεση Ιδεών», «Συνταγή μαγειρικής:Διηγήματα ρολάκι», «Αποκοπή χαλινού», «Ως ευ παρέστητε», «Θεράπων Υπουργός», «Play Bouzouki»), αρκετές αξιόλογες και δυο-τρείς που δεν προσθέτουν τίποτα στη συλλογή, ενώ υπάρχει μια τάση προς προς ηθικολογία, η οποία μάλλον χαλάει τις εντυπώσεις.


Το βιβλίο εν πρώτοις, κερδίζει τον αναγνώστη ήδη από το ευρηματικό εξώφυλλο με τη φωτογραφία του Alfred Eisenstaedt που απεικονίζει έκπληκτα παιδικά πρόσωπα στο τέλος της δεκαετίας του ’40 κάπου στη Γαλλία. Η γενικότερη αίσθηση βέβαια, που αποκομίζεις διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά, είναι της πυκνότητας του λόγου, της ικανότητας για πλοκή (που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα δυνατό στοιχείο για να γράψει ο συγγραφέας ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα), και της δημιουργικής σάτιρας που δεν αφήνεται σε ευκολίες – κάτι που έχει ανάγκη η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.


 
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2014
posted by Librofilo at Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2014 | Permalink
Τηλεοπτικές σειρές και λαϊκό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα
Με αφορμή την εξαγγελία ότι ο έξοχος David Lynch, έχει στα σκαριά το 3ο μέρος της εμβληματικής τηλεοπτικής σειράς Twin Peaks, κάπου 25  χρόνια μετά την προβολή του δεύτερου της κύκλου, ένα ερώτημα (ρητορικό μεν, το οποίο σηκώνει πολλή συζήτηση δε),είναι το κατά πόσον οι σύγχρονες Αμερικανικές (ως επί το πλείστον) τηλεοπτικές σειρές, είναι ένα είδος που μπορεί να αποτελέσει τον συνεχιστή του  λαϊκού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα (ή μυθιστορήματος σε συνέχειες σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής). 


Η κοινή διαπίστωση στις ΗΠΑ, στον χώρο του θεάματος, είναι ότι στις τηλεοπτικές σειρές των καλωδιακών κυρίως σταθμών, βρίσκουμε τόση ποιότητα όση λείπει τα χρόνια του 21ου αιώνα που διανύουμε, από τον κινηματογράφο των μεγάλων εταιριών, οι οποίες  έχουν  ρίξει το μεγαλύτερο βάρος τους σε ταινίες για εφήβους ή νεαρούς, με τα εφέ να έχουν αντικαταστήσει το σενάριο που είναι πλέον υποτυπώδες ενώ ο σκηνοθέτης έχει περάσει σε δεύτερο πλάνο. Το αντίθετο συμβαίνει στις τηλεοπτικές σειρές που γυρίζονται πλέον με τέτοια ταχύτητα που τρομάζει – κυρίως δε από τότε που εισέβαλλε στην αγορά το διαδικτυακό κανάλι Netflix, το οποίο προβάλλει όλα τα επεισόδια (ποτέ πάνω από 13) μαζί, στους συνδρομητές του, οι οποίοι μπορούν να επιλέξουν την άμεση ή σε συνέχειες προβολή τους (απόδειξη της τεράστιας επιτυχίας του Netflix, είναι η εξαγγελία και άλλων εταιριών (Sony κλπ) ότι ετοιμάζουν τις δικές τους διαδικτυακές πλατφόρμες - αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση).


Τα καλωδιακά (κυρίως) κανάλια δίνουν απεριόριστη ελευθερία κινήσεων στους σκηνοθέτες ή στους παραγωγούς που αναλαμβάνουν το project με την ομάδα τους. Συνήθως υπάρχει ένα «μεγάλο» όνομα που αναλαμβάνει την ευθύνη της σειράς (Σκορσέζε, Γκας Βαν Σαντ, Χαλ Γουάινερ), το οποίο αναθέτει σε μια ομάδα σκηνοθετών να ηγηθούν του κάθε επεισοδίου, με αποτέλεσμα σε μια σειρά 12 επεισοδίων, να μη σκηνοθετήσει κανείς πάνω από 2 ή 3 αλλά να ακολουθείται  μια ενιαία υφολογική γραμμή. Ουσιαστικά έχουμε μια ταινία μεγάλου (πολύ μεγάλου για την ακρίβεια) μήκους, που έχει τις επαναλήψεις και τους πλατειασμούς που συνεπάγεται η έκταση (ότι δηλαδή συνέβαινε και στα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα που ήταν σε συνέχειες σε περιοδικά της εποχής), αλλά ο θεατής δεν δυσανασχετεί αφού συνήθως μεσολαβεί το διάστημα μιας εβδομάδας από την παρακολούθηση του κάθε επεισοδίου.

Είναι γεγονός ότι στην πλειονότητά τους, οι σειρές που αναφέρω είναι αστυνομικές ή ιστορίες με ζόμπι (που έχουν γίνει της μόδας τελευταία) αλλά ακόμα κι αυτές, είναι σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από τις αντίστοιχες ταινίες που προβάλλονται στους κινηματογράφους. Το τόσο επιτυχημένο Walking Dead, για παράδειγμα είναι σκηνοθετικά έξοχο παρά το αποκρουστικό για κάποιους θέμα του, ενώ τα Fargo (που βασίζεται στην ταινία των αφών Κοέν) και True Detective, μπορεί να έχουν τη φόρμα του αστυνομικού θρίλερ, αλλά είναι κάτι πολύ παραπάνω - συνεχίζοντας την παράδοση παλαιότερων αστυνομικών τηλεοπτικών σειρών που άφησαν εποχή, όπως τα Sopranos και The Wire.

Αλλά οι σειρές που εντυπωσιάζουν με τη ποιότητα, την τόλμη και τη δομή τους, είναι οι κοινωνικές και οι πολιτικές σειρές, ορισμένες από τις οποίες είναι πραγματικά αριστουργηματικές, Mad Men, Boardwalk Empire (και τα δύο βρίσκονται στην ολοκλήρωσή τους αυτή τη χρονιά), House of Cards (ίσως η ευφυέστερη τηλεοπτική σειρά των τελευταίων χρόνων), Newsroom, το απίστευτο (και ιδιαίτερα πρωτότυπο και ιδιοφυές) Breaking Bad (που ολοκληρώθηκε πέρυσι αλλά οι φανατικοί της σειράς ακόμα το αναζητούν - οργανώθηκε δε και "εορτασμός" για την επέτειο του ενός έτους που τελείωσε η σειρά, κάτι που δείχνει ότι έχει γίνει ήδη cult), αλλά και αρκετές άλλες, είτε θυμίζουν λογοτεχνικά έργα (το Mad Men βασίζεται σε διηγήματα του Τσίβερ καθ'ομολογίαν του ίδιου του Χαλ Γουάινερ), είτε μπορούν άνετα να σταθούν επάξια (ή ακόμα και να ξεπεράσουν)βραβευμένες  κινηματογραφικές παραγωγές. Αφήνω απ'έξω από την κουβέντα το δημοφιλέστατο Game of Thrones, το οποίο βέβαια είναι τηλεοπτική μεταφορά της σειράς των λογοτεχνικών (ή παραλογοτεχνικών ανάλογα πως το βλέπει κανείς) βιβλίων,  που αποτελεί μια κατηγορία από μόνο του.

Είναι γεγονός ότι το ερώτημα της αρχής δεν μπορεί να απαντηθεί, αν και μπορείς να μιλάς ώρες γι'αυτό, εξάλλου η εποχή δεν έχει καμία σχέση με το πως ήταν η κοινωνία αλλά και η λογοτεχνία τον 19ο αιώνα, αλλά οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες για μια καλή ιστορία και μια ωραία αφήγηση παραμένουν, οπότε όταν αυτή δίδεται σε "σωστές" δόσεις, θα είναι πάντα ελκυστική και δημοφιλής. Απομένει να δούμε τη συνέχεια (επί της τηλεοπτικής οθόνης και όχι μόνο).

________________________________________________________

Το κείμενο δημοσιεύεται σχεδόν αυτούσιο στο καινούργιο τεύχος του περιοδικού ΔΕΝΤΡΟ
(Τεύχος 201/202 - Δεκέμβριος 2014)