Υπάρχει
μια εσωτερική αμηχανία, όταν πρέπει να μιλήσεις ή να γράψεις, για το πρώτο βιβλίο,
την πρώτη προσπάθεια ενός συγγραφέα. Το συναίσθημα αυτό γίνεται εντονότερο,
όταν γνωρίζεις προσωπικά τον δημιουργό, όταν έχεις παρακολουθήσει έστω και εκ
του μακρόθεν, τη διαδρομή του, όταν ξέρεις ότι έφθασε στο σημείο να γράψει ένα
βιβλίο, κουβαλώντας γερές αναγνωστικές αποσκευές, πολυετούς μελέτης στη
λογοτεχνία.
Ο
Βασίλης Τσιμπούκης (Αθήνα, 1958),
είναι τυπικά πρωτοεμφανιζόμενος με τον ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟ
(εκδ. Loggia, σελ.164), αλλά από τις
πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει μπροστά
του, ένα συνηθισμένο πρωτόλειο, μια ατέρμονη (και συχνά αδιέξοδη) αναζήτηση σε
ύφος και δομή, αλλά ένα στιβαρό και άρτια δομημένο λογοτεχνικό κείμενο, μεγάλων
απαιτήσεων, που ασχολείται με ένα θέμα – παγίδα (θα το χαρακτήριζα).
Χρησιμοποιεί με δημιουργικό τρόπο, τον Νίκο
Σκαλκώτα (Χαλκίδα 1904 – Αθήνα 1949), έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες
συνθέτες του 20ου αιώνα για να τον αναπλάσει μυθοπλαστικά, χωρίς να
εμπίπτει σε ευκολίες ή να φορτίζει συναισθηματικά κάποιες καταστάσεις.
Πριν
από μια εικοσαετία, ο εξαιρετικός συγγραφέας (και ένας από τους καλύτερους που
διαθέτουμε), Αλέξης Πανσέληνος, σε
ένα από τα αρτιότερα βιβλία του, τον «ΚΟΥΤΣΟ ΑΓΓΕΛΟ», χρησιμοποίησε τον Νίκο
Σκαλκώτα, με έμμεσο (αλλά ευδιάκριτο) τρόπο, ως έναν από τους κεντρικούς
χαρακτήρες του μυθιστορήματός του. Ο Σκαλκώτας
στην πλοκή του βιβλίου του Πανσέληνου,
ήταν ο μουσικός Μπεράτης, που διασώζεται από την πείνα και άλλους κινδύνους,
κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής από τον ελληνοαμερικανό ντέτεκτιβ-ήρωα
του μυθιστορήματος του «Κουτσού Άγγελου».
Στον
«Συγκάτοικο» όμως, ο Νίκος Σκαλκώτας, εμφανίζεται με
διαφορετικό τρόπο και είναι διαρκώς παρών, μέσα από την εμμονή του αφηγητή του
βιβλίου. Ο Βασίλης Τσιμπούκης χρησιμοποίησε
ως μουσική υπόκρουση αλλά και ως δομικό πλαίσιο, τα «32 κομμάτια για πιάνο» του συνθέτη, παρεμβάλλοντας μεταξύ των
κεφαλαίων του βιβλίου, ως θραύσματα, σημεία των επιστολών του Σκαλκώτα κυρίως προς τη φίλη του, Νέλλη Ασκητοπούλου από την περίοδο της
διαμονής του στο Βερολίνο, άρθρα από εφημερίδες της 20ης Σεπτεμβρίου
του ’49 (ημερομηνίας θανάτου του συνθέτη).
Στην
πρώτη παράγραφο, στην αρχή δηλαδή του βιβλίου, μπαίνουμε κατευθείαν στο κλίμα
του: «Μένω με κάποιον. Άλλοτε είναι
υπερβολικά παρών, ενοχλητικά, ανυπόφορα, αναξιοπρεπώς παρών, άλλοτε άφαντος,
εξαφανισμένος, βαρύθυμος, απρόβλεπτα ήσυχος, παραιτημένος, απών σαν νεκρός. Τον
περιμένω και είναι φορές που τον αισθάνομαι στο μέσα δωμάτιο καθισμένο στην
άκρη του κρεβατιού ή στην κουζίνα, ανοίγοντας ένα από τα πάνω ντουλάπια που
τρίζει και προδίδει την παρουσία του. Αποσυρμένος από τον μέσα και τον έξω
χρόνο; Όχι. Είναι πεθαμένος από το 1949, 20 Σεπτεμβρίου, στις 5.32μ.μ.»
Ο
αφηγητής είναι ένας μονήρης άνθρωπος που ζει σε ένα τυπικό αθηναϊκό διαμέρισμα
στην Αθήνα του 21ου αιώνα. Είναι φανατικός θαυμαστής του συνθέτη,
συλλέγει ότι βρει γύρω από το έργο του, μελετάει τη μουσική του και ονειρεύεται
να μπορέσει να ανακαλύψει πρωτότυπα μουσικά αρχεία του Σκαλκώτα. Η εμμονή του,
αυτή θα τον οδηγήσει να φαντασιωθεί την παρουσία του συνθέτη στο διαμέρισμά
του. Θεωρεί ότι συγκατοικεί μαζί του και έτσι περιγράφει την πορεία του στους
δρόμους του Βερολίνου στα νεανικά χρόνια του συνθέτη, τις σπουδές του, την
προσπάθειά του για επιβίωση παίζοντας σε καμπαρέ και σινεμά, την σχέση του με
την Ματίλντε, την κόρη που απέκτησαν μαζί, το μωρό που χάσανε, την φυγή του από
τη Γερμανία, τις δύσκολες μέρες στην Ελλάδα, την Κατοχή, τον γάμο του, έως τον
πρόωρο θάνατό του, το 1949 λίγο προτού γεννηθεί το δεύτερο παιδί του.
Ο
ανώνυμος αφηγητής δεν θα αρκεστεί όμως σε αυτά. Ουσιαστικά από ένα σημείο και
μετά, θα ταυτιστεί με τον ήρωά του, θα ανασύρει πρόσωπα από την οικογένειά του,
που θα τα εισαγάγει στην εμμονική του ανάπλαση της πραγματικότητας, με
αφηγήσεις από το παρελθόν, οδηγούμενος προς μια ανάμιξη του Εγώ με τον Άλλον,
του Εαυτού του μέσα από το θραυσματικό είδωλο ενός φανταστικού καθρέφτη.
Η
φανταστική «συγκατοίκηση», είναι μια μορφή μαθητείας, ένα ταξίδι προς εαυτόν. Ο
αφηγητής του βιβλίου, καθώς βυθίζεται όλο και περισσότερο μέσα στην εμμονή του,
μετά τη μέση του βιβλίου, ουσιαστικά στήνει ένα θεατρικό σκηνικό, σαν να είναι
ο ιδανικότερος σκηνοθέτης με τα πρόσωπα του έργου, να φωτίζονται καθώς
περιγράφουν περιστατικά της ζωής τους, σαν να είναι ηθοποιοί ή ίσως μαριονέτες
που απαγγέλουν τα λόγια που τους υπαγορεύει ο παντοδύναμος αφηγητής.
«Κάθε πρωί που
ξυπνάω το διαμέρισμά μου φαντάζει άδειο, προσωρινά έρημο. Και η πολυκατοικία
όπου μένω αποκτά διαστάσεις συμβόλου. Σαν να μη ζουν άνθρωποι, παρά οι άδειες
ζωές τους. Εξαϋλωμένη καθημερινότητα. Εσύ έζησες σε διώροφα, ή σε κάμαρες που
μοιράζονταν την ίδια αυλή. Σημασία είχε που κλείστηκες εκεί και σαν να μη σ’
ένοιαζε ο χορός του θανάτου, γυρνώντας στην Αθήνα προπολεμικά. Άρχισες πάλι να
συνθέτεις. Η δεύτερη φάση. Η πρώτη στο Βερολίνο, δώδεκα χρόνια πριν. Άλλες
εικόνες εκεί, τα κτίρια με τα οικόσημα που προσπερνούσες, σαν να ανάσαιναν οι
γύψινες λεοντοκεφαλές, οι πλατείες και οι λεωφόροι που διέσχιζες, σαν σκηνικά
που άλλαζαν με ταχύτητα αθέατοι τεχνικοί, η μεγάλη, ασύλληπτη εικόνα της
Ιστορίας πριν από τη λαίλαπα. Πριν γεράσεις, μεσήλικας στα σαράντα πέντε, εγώ
έφτασα τα εξήντα, λίγες μέρες πριν γεννηθεί ο δεύτερος γιος σου. Αναβόσβηνε σαν
ρεκλάμα το 1949.»
Ο
αφηγητής – που είναι στα όρια της διαταραχής - και πάλι δεν θα είναι
ικανοποιημένος. Νιώθει ότι κάτι του ξεφεύγει. «Κι εσύ όλο μου ξεφεύγεις…» μονολογεί. Ο Νίκος Σκαλκώτας μέσα από την ροή του έξοχου και φροντισμένου
μυθιστορηματικού λόγου του Βασίλη
Τσιμπούκη, παρουσιάζεται ως μια σπαρακτική φιγούρα, ενώ ο αναγνώστης
αντιλαμβάνεται την εσωτερική βάσανο που τον ταλάνισε καθ’ όλη τη διάρκεια του
βίου του – ένας άνθρωπος αποξενωμένος, όπου κι αν βρέθηκε, ξένος στη Γερμανία,
«ξένος» και στη χώρα του, κυνηγημένος ουσιαστικά και συκοφαντημένος από
ονομαστούς η μη συναδέλφους του, βιώνοντας τόσα που πάντα ονειρευόταν μια
επιστροφή στη Γερμανία ή ακόμα και μια καριέρα στην Αμερική.
Ο
Βασίλης Τσιμπούκης, στο υπέροχο βιβλίο του, χρησιμοποιώντας άλλοτε
μακροπερίοδο και άλλοτε μικροπερίοδο λόγο, έχει γράψει ένα βαθιά εσωτερικό
μυθιστόρημα (νουβέλα καλύτερα), υπαινικτικό και πυκνό, χρησιμοποιώντας
εσωτερικό μονόλογο με τρόπο άμεσο και ζωντανό. Το δράμα του βαθύτατα
υποτιμημένου (όσο ήταν εν ζωή) μεγάλου μας συνθέτη, παρουσιάζεται με τρόπο λυρικό,
που συγκινεί, χωρίς να κραυγάζει. Ο «Συγκάτοικος»,
είναι, ένα βαθιά ανθρώπινο και ψυχολογικό μυθιστόρημα όχι μόνο για τον Νίκο Σκαλκώτα (ουσιαστικά αποτελεί μια
έμμεση γνωριμία με τον σπουδαίο συνθέτη), αλλά και για τις εμμονές, για την
ματαιότητα της ύπαρξης, την αναζήτηση εαυτού, ένα μυθιστόρημα που σε υποχρεώνει
σε «δεύτερη ανάγνωση» για να μπορέσεις να το «ξεκλειδώσεις».
Υ.Γ.
– Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου διαβάστηκε στην ωραία παρουσίαση – εκδήλωση για
τον Νίκο Σκαλκώτα, στις 23/2/23, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, που οργάνωσαν οι εκδόσεις Loggia.
Υ.Γ1
-. Ο αναγνώστης για να μπορέσει να απολαύσει καλύτερα το βιβλίο, θεωρώ ότι
πρέπει να διαβάσει κάποια πράγματα για τον Νίκο
Σκαλκώτα, πριν προχωρήσει στην ανάγνωση του «Συγκάτοικου».
Υ.Γ.2
– Περισσότερα για την αλληλογραφία του Νίκου
Σκαλκώτα αλλά και γενικότερα για τον συνθέτη, στο βιβλίο «ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ – ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ» των
εκδόσεων Loggia,
που περιέχει τις επιστολές του Σκαλκώτα
προς την Νέλλη Ασκητοπούλου και
άλλους, αλλά και μια ενδελεχή έρευνα του δικηγόρου Κωστή Δεμερτζή που έχει ασχοληθεί επί μακρόν με το έργο και τη ζωή
του συνθέτη.
Βαθμολογία: 83 / 100