Δευτέρα, Φεβρουαρίου 27, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 27, 2023 | Permalink
Ένας διαφορετικός "συγκάτοικος" ("ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΣ" του Βασίλη Τσιμπούκη)
Υπάρχει μια εσωτερική αμηχανία, όταν πρέπει να μιλήσεις ή να γράψεις, για το πρώτο βιβλίο, την πρώτη προσπάθεια ενός συγγραφέα. Το συναίσθημα αυτό γίνεται εντονότερο, όταν γνωρίζεις προσωπικά τον δημιουργό, όταν έχεις παρακολουθήσει έστω και εκ του μακρόθεν, τη διαδρομή του, όταν ξέρεις ότι έφθασε στο σημείο να γράψει ένα βιβλίο, κουβαλώντας γερές αναγνωστικές αποσκευές, πολυετούς μελέτης στη λογοτεχνία.
 
Ο Βασίλης Τσιμπούκης (Αθήνα, 1958), είναι τυπικά πρωτοεμφανιζόμενος με τον ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟ (εκδ. Loggia, σελ.164), αλλά από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει μπροστά του, ένα συνηθισμένο πρωτόλειο, μια ατέρμονη (και συχνά αδιέξοδη) αναζήτηση σε ύφος και δομή, αλλά ένα στιβαρό και άρτια δομημένο λογοτεχνικό κείμενο, μεγάλων απαιτήσεων, που ασχολείται με ένα θέμα – παγίδα (θα το χαρακτήριζα). Χρησιμοποιεί με δημιουργικό τρόπο, τον Νίκο Σκαλκώτα (Χαλκίδα 1904 – Αθήνα 1949), έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες του 20ου αιώνα για να τον αναπλάσει μυθοπλαστικά, χωρίς να εμπίπτει σε ευκολίες ή να φορτίζει συναισθηματικά κάποιες καταστάσεις.


Πριν από μια εικοσαετία, ο εξαιρετικός συγγραφέας (και ένας από τους καλύτερους που διαθέτουμε), Αλέξης Πανσέληνος, σε ένα από τα αρτιότερα βιβλία του, τον «ΚΟΥΤΣΟ ΑΓΓΕΛΟ», χρησιμοποίησε τον Νίκο Σκαλκώτα, με έμμεσο (αλλά ευδιάκριτο) τρόπο, ως έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματός του. Ο Σκαλκώτας στην πλοκή του βιβλίου του Πανσέληνου, ήταν ο μουσικός Μπεράτης, που διασώζεται από την πείνα και άλλους κινδύνους, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής από τον ελληνοαμερικανό ντέτεκτιβ-ήρωα του μυθιστορήματος του «Κουτσού Άγγελου».
 
Στον «Συγκάτοικο» όμως, ο Νίκος Σκαλκώτας, εμφανίζεται με διαφορετικό τρόπο και είναι διαρκώς παρών, μέσα από την εμμονή του αφηγητή του βιβλίου. Ο Βασίλης Τσιμπούκης χρησιμοποίησε ως μουσική υπόκρουση αλλά και ως δομικό πλαίσιο, τα «32 κομμάτια για πιάνο» του συνθέτη, παρεμβάλλοντας μεταξύ των κεφαλαίων του βιβλίου, ως θραύσματα, σημεία των επιστολών του Σκαλκώτα κυρίως προς τη φίλη του, Νέλλη Ασκητοπούλου από την περίοδο της διαμονής του στο Βερολίνο, άρθρα από εφημερίδες της 20ης Σεπτεμβρίου του ’49 (ημερομηνίας θανάτου του συνθέτη).


Στην πρώτη παράγραφο, στην αρχή δηλαδή του βιβλίου, μπαίνουμε κατευθείαν στο κλίμα του: «Μένω με κάποιον. Άλλοτε είναι υπερβολικά παρών, ενοχλητικά, ανυπόφορα, αναξιοπρεπώς παρών, άλλοτε άφαντος, εξαφανισμένος, βαρύθυμος, απρόβλεπτα ήσυχος, παραιτημένος, απών σαν νεκρός. Τον περιμένω και είναι φορές που τον αισθάνομαι στο μέσα δωμάτιο καθισμένο στην άκρη του κρεβατιού ή στην κουζίνα, ανοίγοντας ένα από τα πάνω ντουλάπια που τρίζει και προδίδει την παρουσία του. Αποσυρμένος από τον μέσα και τον έξω χρόνο; Όχι. Είναι πεθαμένος από το 1949, 20 Σεπτεμβρίου, στις 5.32μ.μ.»
 
Ο αφηγητής είναι ένας μονήρης άνθρωπος που ζει σε ένα τυπικό αθηναϊκό διαμέρισμα στην Αθήνα του 21ου αιώνα. Είναι φανατικός θαυμαστής του συνθέτη, συλλέγει ότι βρει γύρω από το έργο του, μελετάει τη μουσική του και ονειρεύεται να μπορέσει να ανακαλύψει πρωτότυπα μουσικά αρχεία του Σκαλκώτα. Η εμμονή του, αυτή θα τον οδηγήσει να φαντασιωθεί την παρουσία του συνθέτη στο διαμέρισμά του. Θεωρεί ότι συγκατοικεί μαζί του και έτσι περιγράφει την πορεία του στους δρόμους του Βερολίνου στα νεανικά χρόνια του συνθέτη, τις σπουδές του, την προσπάθειά του για επιβίωση παίζοντας σε καμπαρέ και σινεμά, την σχέση του με την Ματίλντε, την κόρη που απέκτησαν μαζί, το μωρό που χάσανε, την φυγή του από τη Γερμανία, τις δύσκολες μέρες στην Ελλάδα, την Κατοχή, τον γάμο του, έως τον πρόωρο θάνατό του, το 1949 λίγο προτού γεννηθεί το δεύτερο παιδί του.
 
Ο ανώνυμος αφηγητής δεν θα αρκεστεί όμως σε αυτά. Ουσιαστικά από ένα σημείο και μετά, θα ταυτιστεί με τον ήρωά του, θα ανασύρει πρόσωπα από την οικογένειά του, που θα τα εισαγάγει στην εμμονική του ανάπλαση της πραγματικότητας, με αφηγήσεις από το παρελθόν, οδηγούμενος προς μια ανάμιξη του Εγώ με τον Άλλον, του Εαυτού του μέσα από το θραυσματικό είδωλο ενός φανταστικού καθρέφτη.
 
Η φανταστική «συγκατοίκηση», είναι μια μορφή μαθητείας, ένα ταξίδι προς εαυτόν. Ο αφηγητής του βιβλίου, καθώς βυθίζεται όλο και περισσότερο μέσα στην εμμονή του, μετά τη μέση του βιβλίου, ουσιαστικά στήνει ένα θεατρικό σκηνικό, σαν να είναι ο ιδανικότερος σκηνοθέτης με τα πρόσωπα του έργου, να φωτίζονται καθώς περιγράφουν περιστατικά της ζωής τους, σαν να είναι ηθοποιοί ή ίσως μαριονέτες που απαγγέλουν τα λόγια που τους υπαγορεύει ο παντοδύναμος αφηγητής.
 
«Κάθε πρωί που ξυπνάω το διαμέρισμά μου φαντάζει άδειο, προσωρινά έρημο. Και η πολυκατοικία όπου μένω αποκτά διαστάσεις συμβόλου. Σαν να μη ζουν άνθρωποι, παρά οι άδειες ζωές τους. Εξαϋλωμένη καθημερινότητα. Εσύ έζησες σε διώροφα, ή σε κάμαρες που μοιράζονταν την ίδια αυλή. Σημασία είχε που κλείστηκες εκεί και σαν να μη σ’ ένοιαζε ο χορός του θανάτου, γυρνώντας στην Αθήνα προπολεμικά. Άρχισες πάλι να συνθέτεις. Η δεύτερη φάση. Η πρώτη στο Βερολίνο, δώδεκα χρόνια πριν. Άλλες εικόνες εκεί, τα κτίρια με τα οικόσημα που προσπερνούσες, σαν να ανάσαιναν οι γύψινες λεοντοκεφαλές, οι πλατείες και οι λεωφόροι που διέσχιζες, σαν σκηνικά που άλλαζαν με ταχύτητα αθέατοι τεχνικοί, η μεγάλη, ασύλληπτη εικόνα της Ιστορίας πριν από τη λαίλαπα. Πριν γεράσεις, μεσήλικας στα σαράντα πέντε, εγώ έφτασα τα εξήντα, λίγες μέρες πριν γεννηθεί ο δεύτερος γιος σου. Αναβόσβηνε σαν ρεκλάμα το 1949.»

 
Ο αφηγητής – που είναι στα όρια της διαταραχής - και πάλι δεν θα είναι ικανοποιημένος. Νιώθει ότι κάτι του ξεφεύγει. «Κι εσύ όλο μου ξεφεύγεις…» μονολογεί. Ο Νίκος Σκαλκώτας μέσα από την ροή του έξοχου και φροντισμένου μυθιστορηματικού λόγου του Βασίλη Τσιμπούκη, παρουσιάζεται ως μια σπαρακτική φιγούρα, ενώ ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται την εσωτερική βάσανο που τον ταλάνισε καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του – ένας άνθρωπος αποξενωμένος, όπου κι αν βρέθηκε, ξένος στη Γερμανία, «ξένος» και στη χώρα του, κυνηγημένος ουσιαστικά και συκοφαντημένος από ονομαστούς η μη συναδέλφους του, βιώνοντας τόσα που πάντα ονειρευόταν μια επιστροφή στη Γερμανία ή ακόμα και μια καριέρα στην Αμερική.
 
Ο Βασίλης Τσιμπούκης, στο υπέροχο βιβλίο του, χρησιμοποιώντας άλλοτε μακροπερίοδο και άλλοτε μικροπερίοδο λόγο, έχει γράψει ένα βαθιά εσωτερικό μυθιστόρημα (νουβέλα καλύτερα), υπαινικτικό και πυκνό, χρησιμοποιώντας εσωτερικό μονόλογο με τρόπο άμεσο και ζωντανό. Το δράμα του βαθύτατα υποτιμημένου (όσο ήταν εν ζωή) μεγάλου μας συνθέτη, παρουσιάζεται με τρόπο λυρικό, που συγκινεί, χωρίς να κραυγάζει. Ο «Συγκάτοικος», είναι, ένα βαθιά ανθρώπινο και ψυχολογικό μυθιστόρημα όχι μόνο για τον Νίκο Σκαλκώτα (ουσιαστικά αποτελεί μια έμμεση γνωριμία με τον σπουδαίο συνθέτη), αλλά και για τις εμμονές, για την ματαιότητα της ύπαρξης, την αναζήτηση εαυτού, ένα μυθιστόρημα που σε υποχρεώνει σε «δεύτερη ανάγνωση» για να μπορέσεις να το «ξεκλειδώσεις».
 
Υ.Γ. – Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου διαβάστηκε στην ωραία παρουσίαση – εκδήλωση για τον Νίκο Σκαλκώτα, στις 23/2/23, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, που οργάνωσαν οι εκδόσεις Loggia.
 
Υ.Γ1 -. Ο αναγνώστης για να μπορέσει να απολαύσει καλύτερα το βιβλίο, θεωρώ ότι πρέπει να διαβάσει κάποια πράγματα για τον Νίκο Σκαλκώτα, πριν προχωρήσει στην ανάγνωση του «Συγκάτοικου».
 
Υ.Γ.2 – Περισσότερα για την αλληλογραφία του Νίκου Σκαλκώτα αλλά και γενικότερα για τον συνθέτη, στο βιβλίο «ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ – ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ» των εκδόσεων Loggia, που περιέχει τις επιστολές του Σκαλκώτα προς την Νέλλη Ασκητοπούλου και άλλους, αλλά και μια ενδελεχή έρευνα του δικηγόρου Κωστή Δεμερτζή που έχει ασχοληθεί επί μακρόν με το έργο και τη ζωή του συνθέτη.
 
Βαθμολογία:  83 / 100


 
Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2023
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2023 | Permalink
O Joseph Roth και η αφηγηματική μαγεία
Κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στη Λέσχη Ανάγνωσης που συντονίζω, ετέθη το θέμα της μεγάλης δημοφιλίας του Joseph Roth. Τα μέλη της Λέσχης εξέφρασαν τον θαυμασμό τους για τον συγγραφέα, αλλά μια αναγνώστρια αναρωτήθηκε (φωναχτά) μήπως ο συγγραφέας αρέσει τόσο πολύ γιατί είναι «εύπεπτος». Χαρακτήρισε μάλιστα τα βιβλία του ως «café literature», δίνοντας την έννοια ότι μπορούν να διαβαστούν σε ένα καφέ ή σε ένα ΜΜΜ (κι όχι την ερμηνεία ότι οι ιστορίες του γράφτηκαν σε καφέ – που κάποιες γράφτηκαν). Οφείλω να ομολογήσω ότι αυτή η συζήτηση με προβλημάτισε, καθώς έχω αναρωτηθεί κι εγώ, τι είναι αυτό που «τραβάει» τόσο πολύ τους αναγνώστες, για να αγοράζουν κάθε μικρό βιβλιαράκι που εκδίδεται (και είναι πολλά) ετησίως, με δυο ή τρεις νουβέλες του συγγραφέα. Αφιέρωσα λοιπόν μερικές ώρες από τον αναγνωστικό μου χρόνο για να διαβάσω τις τελευταίες κυκλοφορίες των ιστοριών του Joseph Roth, δηλαδή βιβλία που βγήκαν από το δεύτερο μισό του ’21 έως το τέλος του ’22 και σημειώνουν όλα τεράστια εμπορική επιτυχία, μήπως κατανοήσω καλύτερα, την προτίμηση του (κάθε επιπέδου αναγνωστικού) κοινού, προς τον συγγραφέα.


Έχοντας αρκετά χρόνια να διαβάσω κάποιο βιβλίο του μεγάλου συγγραφέα και τρέφοντας ιδιαίτερη προτίμηση στα μεγάλα του μυθιστορήματα (κυρίως το «Εμβατήριο Ραντέτσκι» και το «Hotel Savoy»), δεν με απασχολούσαν πολύ οι νουβέλες του και ίσως το εκδοτικό overdose, να με μπέρδευε λίγο, αλλά με τον Roth, συμβαίνει ό,τι με όλους τους μεγάλους αφηγητές (που κάποιοι τους αποκαλούν «παραμυθάδες»), απλά όταν αρχίζεις να τους διαβάζεις, δεν μπορείς να σταματήσεις. Εκεί θεωρώ ότι οφείλεται και η αγάπη των αναγνωστών για τον συγγραφέα. Είναι βέβαιοι ότι θα διαβάσουν κάτι πραγματικά καλό, χωρίς να νιώθουν ότι «τους κοροϊδεύουν», χωρίς να βαριούνται με πολλές αναλύσεις. Οι νουβέλες του έχουν σε πρώτο επίπεδο (διότι σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο, μπορείς να βρεις πολλά θέματα – ψυχολογικά, κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά – διερεύνηση), μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, είναι απλά (και όχι απλοϊκά) γραμμένες, οι μεταφράσεις τους στα ελληνικά είναι έξοχες (είμαστε πολύ τυχεροί σε αυτό) και θίγει θέματα που είναι πάντα επίκαιρα (εντάξει, η νοσταλγία για τους Αψβούργους όχι τόσο, αλλά είναι πάντα γοητευτική) και πανανθρώπινα. Κάποιες δε, από τις νουβέλες του είναι πραγματικά «διαμάντια», που θα πρέπει κάθε αναγνώστης που σέβεται τον εαυτό του να τις διαβάσει.
 
Για όσους δεν έχουν ασχοληθεί με το «φαινόμενο» Joseph Roth, παραθέτω (ή υπενθυμίζω) ορισμένα βιογραφικά στοιχεία. Ο Roth γεννήθηκε στην Ανατολική Γαλικία, στην πόλη Μπρόντυ το 1894 και ήταν εβραϊκής καταγωγής. Η πόλη του βρισκόταν στο ανατολικότερο άκρο της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του που εξαφανίστηκε πριν την γέννησή του συγγραφέα και μεγάλωσε με την μητέρα του. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Φιλοσοφία, ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος κι εκείνος κατατάχθηκε το 1916 (όχι στην πρώτη γραμμή, αλλά μάλλον ως λογοκριτής ή στρατιωτικός ανταποκριτής). Η εμπειρία της ήττας, και η διάλυση της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας τον σημάδεψε δια βίου, καθώς απώλεσε την αίσθηση του «ανήκειν» και το σημείο αναφοράς που ήταν η «πατρική γη», που πέρασε στην Πολωνία (τώρα η περιοχή ανήκει στην Ουκρανία). Ασπάστηκε την Κομμουνιστική ιδεολογία και ασχολήθηκε επαγγελματικά με την δημοσιογραφία (έγινε γνωστός από την υπογραφή του στα άρθρα του ως «Κόκκινος Ροτ») στη Βιέννη αρχικά και αργότερα (μετά το 1920) στο Βερολίνο, όπου η επιτυχία ήρθε σχετικά γρήγορα και ήταν από τους υψηλότερα αμειβόμενους δημοσιογράφους της εποχής. Απογοητεύτηκε από την ΕΣΣΔ μετά την επίσκεψή του, το 1926, παραμένοντας συμπαθών προς το αριστερό κίνημα, ενώ από το 1923 και το μυθιστόρημά του «Ο ιστός της αράχνης» προειδοποίησε για τον κίνδυνο του Ναζισμού.
 

Ο γάμος του με την Friederike Reichler από το 1922, διαλύθηκε ουσιαστικά στα τέλη της δεκαετίας, αφού εκείνη διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και νοσηλεύτηκε σε σανατόριο εξουθενώνοντάς τον συναισθηματικά και οικονομικά. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 είναι αναγνωρισμένος (και καλοπληρωμένος) συγγραφέας, αλλά με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933, διέφυγε στο Παρίσι, ενώ έζησε και σε άλλες πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Τον ακολούθησε η νέα του σχέση, η Andrea Manga Bell που ήταν παντρεμένη με έναν Αφρικανό πρίγκιπα, ο οποίος την είχε εγκαταλείψει γυρίζοντας στο Καμερούν. Εκείνη με τα δυο της παιδιά ακολούθησε τον Ροτ στην εξορία αλλά τα συνεχιζόμενα και διογκούμενα οικονομικά του προβλήματα, όπως και η παθολογική του ζήλεια, οδήγησαν στην διάλυση της σχέσης. Ο χρόνιος αλκοολισμός του, η ανασφάλεια για το επαγγελματικό του μέλλον και η έλλειψη εργασίας τον οδήγησε σε τρομερή ανέχεια – κυριολεκτικά δεν είχε να φάει. Πέθανε από πνευμονία, το 1939 στο Παρίσι, προτού προλάβει να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη (στα χαρτιά του βρέθηκε η πρόσκληση της Αμερικανικής Εταιρείας Συγγραφέων).
 
Ο Ροτ ήταν κατά τον μέγιστο Χάρολντ Μπλουμ «το πολιτιστικό μνημείο των Εβραίων της Γαλικίας : ειρωνικός, συμπονετικός, απόλυτα συντονισμένος με την καταστροφική εποχή στην οποία έζησε». Η ταυτότητα τον απασχολεί στο λογοτεχνικό του έργο, που σε συνδυασμό με τη νοσταλγία για την «χαμένη πατρίδα» (την αυτοκρατορία των Αψβούργων) δημιουργούν ένα ακαταμάχητο και ιδιαίτερα σαγηνευτικό κοκτέιλ. Ο Ροτ γεννήθηκε σε ημέρες ακμής της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και είδε την παρακμή που προήλθε από την ματαιοδοξία του αγαπημένου του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ και την καταστροφή με τον Α παγκόσμιο πόλεμο, ενώ βίωσε την απόλυτη εξαφάνιση της Αυστρίας (και την μετατροπή της σε Γερμανική επαρχία), από τον Χίτλερ με το «Άνσλους».
Η αναζήτηση του πατέρα και της πατρικής γης που εξαφανίστηκε, θα επιδράσει καταλυτικά στον εύθραυστο ψυχισμό του Ροτ. Ο κομμουνισμός των νεανικών χρόνων που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την εμμονή του στους Αψβούργους, θα δώσει τη θέση του σε πολιτικό συντηρητισμό και σε μια απόλυτη εμμονή με την χαμένη Αυτοκρατορία που είχε μετά το 1933 περάσει σε μια εξιδανίκευση και μια ονειρική κατασκευή στο μυαλό του.
 
Πως όμως εκφράζονται όλα αυτά στη γραφή του; Ο Ροτ εκτός από τα μεγάλα του μυθιστορήματα που παρακολουθούν την παρακμή της Αυτοκρατορίας, στις νουβέλες του θα βγάλει όλο τον συναισθηματισμό και την ειρωνεία του, την συμπόνια για τους ανθρώπους – ήρωές του, την αίσθηση του «ανήκειν», την απώλεια της ταυτότητας, την διάχυτη μελαγχολία για τη χαμένη πατρίδα, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπουμε και την έγνοιά του για τον φτωχό και κατατρεγμένο άνθρωπο, τον απόλυτα αυτοκαταστροφικό (που εκφράζεται απόλυτα στο αριστουργηματικό «Σταθμάρχη Φαλμεράυερ»), τον αδικημένο και εξόριστο.
 
Ο «εβραϊσμός» του Ροτ, διακρίνεται στο λογοτεχνικό του ύφος, όπου οι περιγραφές των ανθρώπων, της αφόρητης καθημερινότητάς τους, του βάσανου της ύπαρξης, υπό το πρίσμα της ψυχολογικής παρατήρησης, είναι από τα μείζονα χαρακτηριστικά των Γερμανοεβραίων (δηλαδή αυτών που έγραψαν στα Γερμανικά) συγγραφέων του μεσοπολέμου. Η αίσθηση της χαμένης πατρίδας και της επερχόμενης καταστροφής, αλλά και η πίστη στη ζωή, η ενδελεχής χρησιμοποίηση της παραβολής και η ανάγκη της ενεργούς μνήμης, διαπερνούν το λογοτεχνικό έργο του Ροτ, που στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έβλεπε με συμπάθεια τον Καθολικισμό.


Οι νουβέλες του Joseph Roth, που αποτέλεσαν την αφορμή για αυτό το κείμενο και για τις οποίες γράφω λίγα λόγια παρακάτω, είναι: «Ο ΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ ΦΑΛΜΕΡΑΫΕΡ» («Stationchef Fallmerayer») – (εκδόσεις Άγρα, μετάφρ. Μ. Αγγελιδου, σελ.67), «Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ – Η ΠΡΟΤΟΜΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ» («Triumph de Schonheit» , «Die Buste des Kaisers») – (εκδ. Άγρα, μετάφρ. Μ. Αγγελίδου και Α. Αγγελίδης, σελ. 119), «Ο ΤΥΦΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ» («Der blinde Spiegel») – (εκδ. Κριτική, μετάφρ. Γ. Δεπάστας, σελ. 121) και «ΠΕΡΛΕΦΤΕΡ, η ιστορία ενός αστού» («Die geschichte eines Burgers») – (εκδ. Άγρα, μετάφρ. Μ. Αγγελίδου και Α. Αγγελίδης, σελ. 151). Όλες γράφτηκαν μεταξύ 1929 και 1935 και παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συγγραφικού ύφους του μεγάλου συγγραφέα για τα οποία γράφω παραπάνω.
 
Η παράξενη και αριστουργηματική, ιστορία του «Σταθμάρχη Φαλμεράυερ» κυριολεκτικά συγκλονίζει. Ένας άνθρωπος ενεργώντας τελείως συναισθηματικά και παρορμητικά, διαλύει τη ζωή του για έναν κεραυνοβόλο έρωτα. Ο Φαλμεράυερ είναι Σταθμάρχης σε έναν απομακρυσμένο και δευτερεύοντα σταθμό της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, στη γραμμή Αυστρίας-Ιταλίας, παντρεμένος με μια καλή γυναίκα, έχει δυο δίδυμες κόρες και ζει μια μονότονη ζωή. Δεν έχει ταξιδέψει ποτέ μακρύτερα από το τέλος της σιδηροδρομικής γραμμής που περνάει μπροστά από τον σταθμό του. Στις αρχές του 1914, ένα ατύχημα που γίνεται κοντά στον σταθμό του, όταν ένα εμπορικό τρένο συγκρούεται με ένα φορτηγό τρένο, γίνεται η αφορμή για να γνωρίσει την κόμησσα Βαλέβσκα, μια Ρωσίδα από το Κίεβο, η οποία δεν έχει ιδιαίτερες αμυχές αλλά έχει υποστεί σοκ. Θα την φιλοξενήσει σπίτι του, όπου της διαθέτει το μεγάλο δωμάτιο και η οικογένειά του, την φροντίζει έως ότου εκείνη, νιώσει καλύτερα. Η κόμησσα θα φύγει μετά από λίγο καιρό, αλλά ο Φαλμεράυερ, μυρίζει ακόμα το άρωμά της μέσα στο σπίτι για καιρό.
 

«Κατηφόρισαν την αλέα με τις σημύδες, και παρά την υγρή σκοτεινιά οι λεπτοί αραιοί κορμοί έφεγγαν ασημένιοι, σαν να ΄χαν φωτάκια αναμμένα μέσα τους. Κι ο Φαλλμεράυερ ένιωσε την ασημένια λάμψη των πιο τρυφερών δέντρων του κόσμου να ξυπνάει μέσα του τόση τρυφεράδα που άθελά του έσφιξε πιο πολύ το χέρι του στους ώμους της γυναίκας ž και αισθάνθηκε κάτω από το σκληρό βρεγμένο ύφασμα του παλτού την υποχωρητική καλοσύνη του κορμιού της ž  τη μια στιγμή το ‘νιωθε να γέρνει προς το μέρος του, ναι, σχεδόν να κολλάει πάνω του, και την άλλη ν’ απομακρύνεται, ανοίγοντας ξανά αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσά τους. Το χέρι του άφησε τους ώμους της, ανέβηκε στα βρεγμένα της μαλλιά, χάιδεψε το βρεγμένο αυτί της, άγγιξε το βρεγμένο της πρόσωπο. Και την επόμενη στιγμή στάθηκαν και οι δυο ταυτόχρονα, γύρισαν ο ένας στον άλλον, αγκαλιάστηκαν, το παλτό έπεσε από τους ώμους της, βουβό, βαρύ, στη γη – κι εκεί, στη βροχή μέσα, στη νύχτα μέσα, πρόσωπο με πρόσωπο, στόμα με στόμα, άρχισαν να φιλιούνται.» («Ο Σταθμάρχης Φαλλμεράυερ»)
 
Η εικόνα της, τού γίνεται εμμονή και όταν θα ξεσπάσει ο Α παγκόσμιος πόλεμος, θα καταταχθεί, θα γίνει αξιωματικός και θα επιδιώξει να μεταφερθεί κοντά στο Κίεβο όπου βρίσκεται ο πύργος της Βαλέβσκα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, θα μάθει Ρωσικά και θα περιμένει τη στιγμή που θα ξαναβρεθεί μπροστά στη γυναίκα που στοιχειώνει τα όνειρά του. Αυτή η στιγμή δεν θα αργήσει, καθώς ο πόλεμος επεκτείνεται και η κόμησσα, θα χρειαστεί ξανά τη βοήθειά. Και ο Φαλμεράυερ, θα είναι εκεί, έτοιμος να αλλάξει τη ζωή του για πάντα.
Μια ωδή στο πάθος και τον έρωτα, στο συναίσθημα και στη μαζοχιστική γοητεία της αυτοκαταστροφής, περιγράφει έναν απόλυτα λογοτεχνικό χαρακτήρα, που είναι αδύνατο να αντισταθείς στη γοητεία του. (Βαθμολογια: 87 / 100)
 
Στο τομίδιο που κυκλοφορεί με τον τίτλο «Ο τυφλός καθρέφτης» υπάρχουν δύο ιστορίες του Joseph Roth, η ομώνυμη και «Ο Απρίλης» (που κυκλοφορεί και ως αυτόνομη έκδοση, από τις εκδόσεις Κοβάλτιο). Στον «Τυφλό Καθρέφτη», ο Ροτ αφηγείται την ιστορία μιας ταπεινής και αφελούς κοπέλας, της Φίνι, που οι ανάγκες της ζωής την οδηγούν στη βιοπάλη από πολύ μικρή, και άμαθη όπως είναι σε έναν αδιέξοδο έρωτα που θα συντελέσει στην καταστροφή της. Η απελπισία διατρέχει όλη την ιστορία, μέσα από ολοζώντανες εικόνες, μιζέριας και αβάσταχτης καθημερινότητας, στην κατεστραμμένη Γερμανία του τέλους του Α παγκοσμίου πολέμου, σε ένα μελοδραματικό περίγραμμα που ο Ροτ ξέρει πολύ καλά πώς να απεικονίσει.
 
«… Η Φίνι ένιωθε πως καμία βοήθεια δεν ερχόταν, κι είχε μια αίσθηση πως έπρεπε, αδαής, όπως ήταν, να δώσει εξετάσεις μες στην επόμενη ώρα. Υπερήφανοι και τολμηροί ήταν οι άνθρωποι, σίγουρα έρχονταν απ’ τα μεγάλα, δροσερά, καλά φυλαγμένα σπίτια κι απ’ τα πλούσια δωμάτια, όπου καθρέφτες σε κάθε τοίχο επιβλέπουν διαρκώς τη στάση των κυρίων τους και την τελειοποιούν. Όποια όμως, όπως εμείς, έρχεται  απ’ τα στενά σπίτια και μεγαλώνει στα δωμάτια με τους τυφλούς καθρέφτες, μένει ντροπαλή κι ασήμαντη σ’ όλη της τη ζωή.» («Ο τυφλός καθρέφτης»)


Η δεύτερη ιστορία του βιβλίου «Ο Απρίλης» κινείται σε λιγότερο «βαρύ» ύφος, όπου ο ταξιδιώτης που φθάνει σε μια μικρή πόλη, θα έχει μια ερωτική σχέση με την καμαριέρα του ξενοδοχείου όπου διαμένει, αλλά την προσοχή του θα τραβήξει μια άλλη γυναίκα, που διακρίνει καθημερινά να στέκεται σε ένα παράθυρο. Τα γενικά αδιέξοδα της χώρας, αλληλεπιδρούν με τα προσωπικά αδιέξοδα των ηρώων του Ροτ, που δεν μπορούν να ξεφύγουν από την ειμαρμένη (και ίσως βαθιά μέσα τους δεν θέλουν). (Βαθμολογία: 83 / 100)
 
«Πολλούς ανθρώπους έβλεπα μες στη νύχτα. Άραγε, σ’ αυτή την πόλη πήγαιναν τόσο αργά για ύπνο, ή ήταν ο Απρίλης και η προσδοκία, διάχυτη στην ατμόσφαιρα, πως όλα τα ζωντανά πρέπει να μείνουν ξύπνια; Όλοι όσοι με πλησίαζαν είχαν κάποια σημασία. Κουβαλούσαν πεπρωμένα, ήταν οι ίδιοι πεπρωμένα ž ευτυχισμένοι ή δυστυχείς, καθόλου αδιάφοροι και τυχαίοι ž ή τουλάχιστον ήταν μεθυσμένοι. Στις μικρές πόλεις δεν βγαίνουν τη νύχτα τυχαίοι άνθρωποι στον δρόμο. Μόνο εραστές, ή κορίτσια του δρόμου, ή νυχτοφύλακες, ή τρελοί, ή ποιητές. Οι τυχαίοι και οι αδιάφοροι είναι σίγουρα στο σπίτι.» («Απρίλης, η ιστορία μιας αγάπης» από τον τόμο «Τυφλός Καθρέφτης»)
 
Ο μικρός τόμος που περιέχει δύο ιστορίες γραμμένες στα μέσα της δεκαετίας του ‘30, το «Ο θρίαμβος της ομορφιάς» και το «Η προτομή του αυτοκράτορα», είναι εκπληκτικός, καθώς οι δύο αυτές νουβέλες (σαν μεγάλα διηγήματα) είναι εξαίσιες! Στον «Θρίαμβο της ομορφιάς», το ύφος του Ροτ κινείται μεταξύ κυνισμού, ειρωνείας, και λεπτού χιούμορ, όταν εξιστορεί την περίπτωση της νεαρής συζύγου που θα σταλεί σε μια λουτρόπολη για να ξεπεράσει την υστερία και την ψυχρότητά της απέναντι στον σύζυγό της. Στο χαλαρό όμως περιβάλλον της φημισμένης λουτρόπολης, η σύζυγος θα ξεπεράσει τον εαυτό της σε σεξουαλικές επιδόσεις, με διάφορους νεαρούς συντρόφους. Στοχασμός πάνω στη πίστη αλλά και στη γυναικεία δύναμη, στη σχετικότητα της ευτυχίας και την απατηλή όψη των ερωτικών υποσχέσεων.
 
«… Φιλόδοξος είναι ο πληβείος. Ο παρακατιανός. Ο πραγματικός αριστοκράτης είναι ανώνυμος. Το αριστοκρατικό αίμα έχει μια δύναμη μεγαλύτερη από το φως της δόξας, τη λάμψη της επιτυχίας, το θρίαμβο της νίκης. Η φιλοδοξία είναι, όπως είπα, ιδιότητα του πληβείου. Αυτός βιάζεται. Αυτός ανυπομονεί να κατακτήσει την τιμή, τη δύναμη, την υπόληψη, τη δόξα. Ο αριστοκράτης, όμως, έχει όλο τον καιρό δικό του, μπορεί να περιμένει, ναι, μπορεί ακόμα και να παραμερίσει για να περάσουν άλλοι πριν απ’ αυτόν.»
(«Ο θρίαμβος της ομορφιάς»)


Στο σπουδαίο «Η προτομή του αυτοκράτορα», που διαδραματίζεται αμέσως μετά το τέλος του Α παγκοσμίου πολέμου, βρίσκουμε όλη την «λατρεία» του συγγραφέα για την παλιά Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, καθώς περιγράφει την ιστορία ενός Κόμη, που βλέπει το χωριό του, που τίποτα ποτέ δεν συνέβαινε μέσα στους αιώνες, να ανήκει πλέον στην Πολωνία, καθώς βρίσκεται στην Ανατολική Γαλικία. Ο παρακμάζον πλέον Κόμης, όμως που λατρεύει τον παλιό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ, έχει μια προτομή του. Γυρίζοντας από τον πόλεμο και βιώνοντας μια διαφορετική καθημερινότητα, θα στήσει την προτομή του αυτοκράτορα έξω από το σπίτι, κάτι που οι νέες Αρχές του τόπου θα του το απαγορέψουν. Νουβέλα στοχαστική και νοσταλγική για ένα χαμένο παρελθόν που εκφράζει και την αβεβαιότητα για το μέλλον, όπου κανείς δεν θα μπορεί να ανήκει ή να νιώθει ασφαλής κάπου, εκφράζεται μέσα από το υπαινικτικό λογοτεχνικό ύφος του Ροτ. (Βαθμολογία: 85 / 100)
 
Στο «Περλέφτερ» ημιτελές μυθιστόρημα (;), που βρέθηκε σε ένα από τα δυο κιβώτια με χειρόγραφα, που ο Ροτ άφησε σε ένα φίλο του στη Γερμανία, προτού αυτοεξοριστεί στο Παρίσι το 1933, βρίσκουμε όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο του συγγραφέα, τη νοσταλγία για αυτό που χάθηκε, την αβεβαιότητα για το μέλλον και το χάσμα μεταξύ παρελθόντος και αφόρητου παρόντος. Ο ήρωας του Ροτ, ο Περλέφτερ, είναι ο χαρακτηριστικός τύπος του μικροαστού της εποχής, που χωρίς σκέψη και εσωτερικό διχασμό, είναι έτοιμος να συμβιβαστεί με ότι του προσφερθεί για να έχει μια καλύτερη ζωή. Κομφορμιστής στο έπακρο, συντηρητικός από την κορυφή έως τα νύχια, εγωιστής και καλοπερασάκιας, είναι ο τύπος που θα στηρίξει τον Χίτλερ και την κάθε μορφή εξουσίας, που θεωρεί ότι θα του προσφέρει «ασφάλεια» και «επιχειρηματικό πνεύμα». Σε μια ιστορία που θα μπορούσε να εξαιρετική αν ολοκληρωνόταν, ο Ροτ στήνει ένα σύμπαν με πορτρέτα εκφραστών μιας εποχής και μιας νοοτροπίας, με το γνωστό του, αφηγηματικό ύφος που δεν σ’αφήνει να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από το κείμενο. (Βαθμολογία: 82 / 100)


«… Όπως έχω ήδη πει, ο Αλεξάντερ Περλέφτερ δεν αγαπούσε καθόλου τις παρορμητικές κινήσεις και τις οριστικές, αμετάκλητες αποφάσεις. Δεν έμπαινε ευχαρίστως σε μέρη απ’ όπου δεν θα μπορούσε να βγει εύκολα, από ευθείς και άνετους δρόμους. Του άρεσε να χασομεράει στις γέφυρες που ενώνουν το Εδώ με το Εκεί, επιτρέποντας σε όποιον τις διάβαινε να κρατάει ανοιχτές και τις δύο επιλογές, να μην αποφασίζει ούτε για το Εδώ ούτε για το Εκεί. Ο Αλεξάντερ Περλέφτερ μονίμως σε γέφυρες προχωρούσε. Όλα όσα είχε πετύχει τα χρωστούσε στην προσεκτική κι επιφυλακτική φύση του. Ήταν ο καρπός της πείρας του. Και παρέμεινε σταθερά επιφυλακτικός και προσεκτικός.» («Περλέφτερ»)
 
Οι χαρακτήρες των ιστοριών του Ροτ, είναι άνθρωποι αποπροσανατολισμένοι, με ματαιωμένες ελπίδες, με την ανάγκη να ανήκουν κάπου. Είναι συνήθως άνδρες – στον «Τυφλό καθρέφτη» έχουμε μια εξαίρεση – σε χάος και εσωτερική ταραχή. Ο συγγραφέας επίμονος και προσεκτικός παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης, τονίζει εμμέσως ότι οι ήρωες του δεν είναι ξεκομμένοι από το ιστορικό γίγνεσθαι, είναι κομμάτια του, κι ότι η εγγενείς αδυναμίες τους δεν είναι ποτέ απλές και εύκολα εξηγήσιμες.
 
Νοσταλγία για αυτό που χάθηκε και αναζήτηση ταυτότητας σε έναν εχθρικό και διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, είναι τα απολύτως διακριτά στοιχεία στο έργο του μεγάλου συγγραφέα. Είναι βέβαια, εκπληκτικές οι ιστορίες του Ροτ, η δύναμη της αφήγησής τους είναι συγκλονιστική, και το παρατηρεί κανείς, ακόμα και στις ελάσσονες από αυτές – στον «Περλέφτερ» π.χ. - , όπου η απλότητα και η ζωντάνια των περιγραφών σε κρατάνε, παρότι γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι διαβάζεις κάτι ανολοκλήρωτο. Και όπως γράφει ο Δ. Καψάλης στο φυλλάδιο που διανέμεται από την Άγρα «Η φούγκα της νοσταλγίας» : «Κανένας αναγνώστης, τουλάχιστον απ’ όσους αγαπούν το μυθιστόρημα, δεν θα αναρωτηθεί σε τι τον αφορά ένα έργο όπως αυτό του Ροτ που θέμα του είναι το νόημα του ανθρώπινου πόνου, η προσδοκία του θαύματος και η λαχτάρα της ύστατης λησμοσύνης.»



 
 
 
 
Κυριακή, Φεβρουαρίου 12, 2023
posted by Librofilo at Κυριακή, Φεβρουαρίου 12, 2023 | Permalink
Η γαλλική ιστορία ως πολιτικό θρίλερ ("Κόκκινα και Μαύρα χρόνια" Gerard Delteil)
Μίξη ιστορικών ντοκουμέντων με μυθοπλασία, αποτελεί το μυθιστόρημα «ΚΟΚΚΙΝΑ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑ ΧΡΟΝΙΑ» («Les annees rouge et noir»), του έμπειρου και πολύ σημαντικού (στη χώρα του), Γάλλου συγγραφέα noir βιβλίων Gerard Delteil (Παρίσι, 1939). Παρά τη φήμη όμως του συγγραφέα του, ως δημιουργού κατά βάση αστυνομικών ιστοριών, το συγκεκριμένο βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις του 21ου (μετάφραση Γ.Καυκιά, σελ. 552), ελάχιστη αστυνομική δράση εμπεριέχει, αφού είναι ουσιαστικά ένα πολιτικό θρίλερ, συγκλονιστικό στην εξέλιξή του, που περιγράφει μια ταραγμένη περίοδο της ιστορίας της Γαλλίας.


Το «ΚΟΚΚΙΝΑ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑ ΧΡΟΝΙΑ», είναι ένα μυθιστόρημα που περιγράφει την (αποκαλούμενη ως) «χρυσή τριακονταετία» της Γαλλίας (1944-1974) ουσιαστικά όμως αποδομώντας αυτό τον θρύλο. Η χρονική αυτή περίοδος, είδε την οικονομία της χώρας να εκτοξεύεται και παρά τους αποικιακούς πολέμους που συρρίκνωσαν την άλλοτε ένδοξη αυτοκρατορία, η Γαλλία, κυρίως υπό την καθοδήγηση του Στρατηγού Ντε Γκωλ για μια μακρά περίοδο, είδε τους οικονομικούς δείκτες της να βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά μεγέθη (170% αύξηση στους μισθούς από το 1950 έως το 1975, με αντίστοιχη αύξηση στους δείκτες κατανάλωσης). Ο Delteil στο βιβλίο του, εξετάζει χωρίς νοσταλγία, τι γίνεται πίσω από τις κουρτίνες σε αυτή τη περίοδο, με μια ιστορία με πολιτικά παιχνίδια, προδοσίες, συμβιβασμούς, αντιφάσεις και ματαιωμένες ελπίδες.
 
Η χρονική περίοδος που περιγράφει ο Delteil είναι από το 1942 έως το 1978 και σε αυτή περιλαμβάνονται, τα τελευταία χρόνια της Ναζιστικής Κατοχής, η Απελευθέρωση του Παρισιού και γενικότερα της Γαλλίας, οι μεγάλες διαδηλώσεις των εργατών το 1947, η μεγάλη απεργία στην αυτοκινητοβιομηχανία Ρενώ, η άνοδος στην εξουσία του Ντε Γκωλ και η προσωπολατρία γύρω από αυτόν (μη ξεχνάμε ότι στη Γαλλία υπήρχε η ιδεολογία γνωστή ως «Γκωλισμός»), η σφαγή των Αλγερινών διαδηλωτών το 1961 στο Παρίσι, η αναγνώριση του κράτους της Αλγερίας, ο Μάης του 68 με τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, οι εναλλαγές στην εξουσία, ο σχηματισμός του ακροδεξιού κόμματος υπό τον Λεπέν, η προεδρία του Πομπιντού και τέλος η άνοδος στην εξουσία του Ζισκάρ ντ’ Εστέν.
 
Οι τρεις ήρωες του βιβλίου, η Αν Λαμπόρντ, ο Αλέν Βερόν και ο Εμέ Μπασελί, κυριαρχούν στην ιστορία, μαζί με δεκάδες δευτερεύοντες χαρακτήρες. Οι διαδρομές τους μέσα στο χρόνο – την Αν την συναντάμε 20χρονη αντιστασιακή και την αφήνουμε γοητευτική μεσήλικα που συνταξιοδοτείται, τον Αλέν ανέμελο έφηβο και τον αφήνουμε επιχειρηματία με κοινωνικές ευαισθησίες ενώ τον Εμέ Μπασελί (τον πιο ενδιαφέροντα χαρακτήρα του βιβλίου) θα τον βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας ως τον άνθρωπο που κινεί τα νήματα της. Οι μικροϊστορίες των πρωταγωνιστών αλλά και τα στιγμιότυπα της καθημερινότητας εισέρχονται στη μεγάλη εικόνα, στο σύνολο της ιστορίας πανοραμικά, ενώ δεν λείπουν οι περιστασιακές εμφανίσεις των διανοουμένων της εποχής αλλά και οι συνεχείς αναφορές σε ταινίες και τραγούδια.
 
Ο Delteil, αφηγείται σε αυτή τη μυθιστορηματική saga, την ιστορία του γραμμικά, έχοντας τους τρεις ήρωες που προαναφέρω ως άξονες για να λειτουργήσει η (αξιοθαύμαστη) δομή του βιβλίου.
Η Αν Λαμπόρντ μέλος της Γαλλικής Αντίστασης στον Β παγκόσμιο πόλεμο, όταν βρέθηκε στο Παρίσι λίγο πριν απελευθερωθεί, με μυστική αποστολή, θα συναντήσει τον Εμέ Μπασελί, σύμβουλο της Δωσιλογικής κυβέρνησης, ο οποίος έχει ήδη δει προς τα πού πάει το πράγμα και «προστατεύει» κάποια στελέχη της Αντίστασης. Ο Μπασελί μπροστά στην ταραγμένη Αν, θα της πει κυνικά ότι ο βασικός στόχος είναι «ο κομμουνισμός» και η αποφυγή κατάληψης της εξουσίας από τους αριστερούς αντιστασιακούς. Με την συνάντηση αυτή, γίνεται σαφές στην πολύ νέα (τότε) Αν ότι οι κινήσεις της παρακολουθούνται. Η Αν στο κρησφύγετό της θα έχει ως συγκάτοικο, τον αριστερό αγωνιστή Ζαν Βερόν, με τον οποίο θα έχει μια σύντομη ερωτική σχέση. Στις μέρες της απελευθέρωσης όμως, ο Ζαν Βερόν πέφτει θύμα ενέδρας και δολοφονείται. Το πιθανότερο είναι όχι από τους Γερμανούς που εγκατέλειπαν την πρωτεύουσα, αλλά, από συνεργούς τους καθεστώτος του Βισύ. Ο μικρός αδελφός του Ζαν, ο Αλέν Βερόν, ένας έφηβος που το μόνο που θέλει είναι να διασκεδάζει, αναγκάζεται εκ των συνθηκών να βρει εργασία για να βοηθήσει τη χήρα μάνα του, ενώ έχει ως σκοπό της ζωής του να βρει τους δολοφόνους του αδερφού του. Θα συναντήσει την Αν σε μια υπηρεσία, η οποία τον διαβεβαιώνει ότι την ενδιαφέρει κι εκείνη το θέμα της δολοφονίας του Ζαν Βερόν. Οι παλιοί σύντροφοι του Ζαν, θα βρουν δουλειά στον Αλέν σε μια αυτοκινητοβιομηχανία όπου εκείνος ως δεινός τεχνίτης θα διαπρέψει.
 
Οι τρεις ήρωες του βιβλίου, μπορεί να συνδέονται χαλαρά ή όχι μεταξύ τους, αλλά η κοινή συνισταμένη που άμεσα ή έμμεσα ενδιαφέρει και τους τρεις (και πολλούς άλλους), είναι οι φάκελοι (σε μορφή καρτελών) που κρατούσε η κυβέρνηση του Βισύ σε κρυπτογραφική μορφή με τη βοήθεια της προηγμένης (για την εποχή) τεχνολογίας μιας εταιρείας. Οι φάκελοι αυτοί, έχουν μυστικά για την δράση διαφόρων πολιτικών ή ανθρώπων που συνδέονται με την εξουσία, κατά τη διάρκεια της Κατοχής ή και παλαιότερα. Οι πολύτιμοι φάκελοι όμως εξαφανίζονται και οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται στην κατοχή ενός από τους σπουδαιότερους αξιωματούχους της Κατοχικής κυβέρνησης, ο οποίος είναι αυτοεξόριστος στο Τιρόλο για να μη συλληφθεί. Τι υπάρχει στους φακέλους, είναι ένα από τα κομβικά στοιχεία του μυθιστορήματος και η εύρεσή τους θα απασχολήσει τη δράση του έως το τέλος.
 
«…Πρέπει να ξέρεις ότι στην Αντίσταση δεν συμφωνούσαν όλοι. Άλλωστε το είδες, όταν τραγουδήσαμε τη Διεθνή την ημέρα που μπήκε η αναμνηστική πλάκα για τον αδερφό σου, μερικοί δυσαρεστήθηκαν, ακόμα και μέσα στο κόμμα. Δεν αντισταθήκαμε λοιπόν στους Γερμανούς για τους ίδιους λόγους. Ο αδερφός σου, λοιπόν, ήταν απ’ αυτούς που έλπιζαν ότι δεν θα σταματούσαμε αφότου διώξαμε τον Πετέν και τον Λαβάλ. Αν ήταν ν’ αντικαταστήσουμε απλά μια αστική κυβέρνηση με μια άλλη αστική κυβέρνηση, γιατί να σκοτωθούμε; Για τη Γαλλία; Μα η Γαλλία των διακοσίων οικογενειών δεν είναι ίδια με τη Γαλλία των εργατών.»
 
Η Αν Λαμπόρντ, μετά την απελευθέρωση, θα σταδιοδρομήσει σε διάφορες κυβερνητικές θέσεις, πάντα στο παρασκήνιο. Ως φανατική Γκωλική, θα βρεθεί (ανάλογα με τη ροή των εξελίξεων) πιο κοντά ή πιο μακριά από την εξουσία. Το «αγκάθι» που πάντα θα έχει δίπλα της, είναι ο μικρότερος αδελφός της, ο Ζαν-Πιερ Λαμπόρντ, που θα υπηρετήσει ως στρατιώτης το καθεστώς του Βισύ, θα κρυφτεί με την απελευθέρωση στην Ισπανία, θα επανέλθει εργαζόμενος στο εργοστάσιο του πατέρα του στην επαρχία και αργότερα, όταν βλέπει ότι τα πράγματα δεν είναι επικίνδυνα γι’ αυτόν θα βγει πάλι στην επιφάνεια, υπηρετώντας ακροδεξιούς πολιτικούς και δουλεύοντας ως υπεύθυνος Ασφαλείας σε αυτοκινητοβιομηχανίες κυνηγώντας απεργούς, ενώ θα πρωτοστατήσει στην ίδρυση του κόμματος του Λεπέν. Με την Αν δεν έχουν καμία σχέση και ο ένας περιφρονεί τον άλλον, αν και οι δρόμοι τους έμμεσα θα συναντηθούν πολλές φορές. Η Αν θα παντρευτεί τον ανερχόμενο δικηγόρο Γκρανβέλ, που θα προσληφθεί από τον Μπασελί όταν εκείνος συλληφθεί.
 
Ο Εμέ Μπασελί, είναι ο κλασσικός «Man for all seasons». Ακροδεξιός πριν την Κατοχή, υπηρετεί το καθεστώς του Βισύ και λόγω της βοήθειας και των σχέσεων που έχει με στελέχη των Γκωλικών και γενικότερα των κεντρώων η δεξιών πολιτικών, όταν συλληφθεί, θα πέσει στα μαλακά και φυλακίζεται για λίγα χρόνια. Όταν θα επανέλθει, θα είναι σοφότερος και πιο προσεκτικός. Με τη βοήθεια ενός τραπεζίτη, θα φτιάξει μια εταιρεία ερευνών που ουσιαστικά θα είναι κάλυψη για τις παρασκηνιακές κινήσεις που κάνει με όλες τις κεντροδεξιές (ουσιαστικά) κυβερνήσεις του νέου κράτους, πάντα έχοντας ως προμετωπίδα, τον πόλεμο κατά του Κομμουνισμού. Πανίσχυρος και ευέλικτος, θα ελίσσεται ανάλογα με τις περιστάσεις, θα γνωρίζει τα πάντα και τους πάντες και θα φτάσει στο απόγειο της πολιτικής του καριέρας να γίνει σύμβουλος του Πομπιντού.
 
Ο Αλέν Βερόν, δουλεύει ως εργάτης στη Ρενώ, αλλά προσπαθεί να ισορροπήσει σε δύο όχθες. Από τη μια είναι η ομοφυλοφιλία του και η έμφυτη τάση του για ευζωία και ξενύχτια, από την άλλη η συμπάθειά του για το εργατικό κίνημα. Ως άριστος τεχνίτης, θα δουλέψει για ένα συνεργείο αυτοκινήτων και όταν αποσύρεται ο ιδιοκτήτης του, θα το αγοράσει με τη βοήθεια των νυχτερινών του επαφών και θα το αναπτύξει σε συνεργείο πολυτελών αυτοκινήτων. Οι δουλειές του θα πηγαίνουν εξαιρετικά, θα βοηθάει πάντα τους παλιούς συντρόφους του, αλλά και πάντα θα αναζητάει τους φονιάδες του αδελφού του. Για πολλά χρόνια θα προσπαθήσει να βρει τους φονιάδες του αδελφού του, όταν πια θα μάθει ποιος/ποιοι ήταν οι αυτουργοί του εγκλήματος θα είναι πια αργά και το γεγονός αυτό, λίγη σημασία θα έχει, απλά θα φωτίσει περισσότερο κάποιες συμπεριφορές.
 
Γύρω από αυτούς τους τρείς (ή τέσσερις αν συνυπολογίσουμε και τον πολύ ενδιαφέροντα Ζαν-Πιερ Λαμπόρντ), εισέρχονται στην πλοκή πολλοί δευτερεύοντες (αλλά καθόλου αδιάφοροι) χαρακτήρες, που διαδραματίζουν ρόλο σε αυτή. Κομμουνιστές, Ακροδεξιοί, Γκωλιστές, τεχνοκράτες δεξιοί, λομπίστες, ιδιοκτήτες μπαρ, εργοστασιάρχες, η ματιά του Delteil πάνω σε πρόσωπα και πράγματα της μεταπολεμικής γαλλικής κοινωνίας είναι ενδελεχής και πληθωρική. Ο συγγραφέας δεν αφήνει τίποτα εκτός, καλύπτει όλες τις πλευρές και ενδεχομένως να κουράζει με τα τόσα ονόματα και τις τόσες οργανώσεις – σίγουρα οι Γάλλοι αναγνώστες αναγνωρίζουν πράγματα και καταστάσεις – όχι μόνο κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο έως το τέλος, αλλά είναι τόσο συναρπαστικό που δεν μπορείς να σταματήσεις να διατρέχεις τις σελίδες του.
 

Το βασικό θέμα του βιβλίου, δεν είναι όμως οι ζωές των ηρώων του, η μυθοπλασία είναι το όχημα, για να μπορέσει ο
Delteil να κάνει σαφές στον αναγνώστη, ότι η Δ (τέταρτη) Γαλλική Δημοκρατία από το 1946 έως το 1958 (δηλαδή η περίοδος που καλύπτει το τέταρτο σύνταγμα της χώρας), ήταν ένα κράτος που οικοδομήθηκε χρησιμοποιώντας τους συνεργάτες των Ναζί κατακτητών. Η ενσωμάτωση των δωσιλόγων στο καθεστώς που ακολούθησε την απελευθέρωση (φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν κάποιοι που ήταν «καμένα χαρτιά»), με τέτοιο τρόπο ώστε το αστικό κράτος να περάσει «ομαλά» στην επόμενη μέρα (πολιτική που ακολουθήθηκε και στη χώρα μας, στην Ιταλία και αλλού), περιγράφεται μέσα από την στιβαρή αφήγηση. Με υπομονή και χρησιμοποιώντας την μυθοπλασία, ο συγγραφέας επισημαίνει την υποβόσκουσα βία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις, το πώς δομήθηκε ένα «οικονομικό θαύμα», την εισβολή του Αμερικανικού παράγοντα, την πορεία του Γκωλισμού ως κυρίαρχο σύστημα, την διαρκή παρουσία στο παρασκήνιο της ακροδεξιάς αλλά και την άνοδό της και την «δημοκρατική επισημοποίησή» της με το κόμμα του Λεπέν.
 
Οι ήρωες του μυθιστορήματος, δεν παραπέμπουν σε κάποιο γνωστό πρόσωπο της χώρας, εκτός από τον Εμέ Μπασελί, που είναι σαφές ότι πρόκειται για τον Georges Albertini, έναν πολιτικό που δεν τιμωρήθηκε αυστηρά περνώντας μερικά χρόνια στη φυλακή (όταν άλλοι για μικρότερα παραπτώματα εκτελέστηκαν), διέγραψε ακριβώς ίδια πορεία με τον μυθιστορηματικό χαρακτήρα Εμέ Μπασελί, και διακρίθηκε για το οργανωτικό του πνεύμα και την ικανότητά του να κάνει φίλους απ’ όλα τα κόμματα ενώ η πορεία του ήταν θεαματικά ανοδική (πάντα παρασκηνιακά) στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Επίσης στον μυθιστορηματικό χαρακτήρα του αδελφού της Αν Λαμπόρντ, του φανατικού αντικομμουνιστή και εξαιρετικά βίαιου Ζαν-Πιερ Λαμπόρντ, ο Delteil εισάγει στοιχεία από τον σύντομο αλλά ταραγμένο βίο του δεξιού χεριού του Ζαν-Μαρί Λεπέν, νεοναζί Francois Duprat.
 
Ο Gerard Delteil, πραγματοποίησε ένα λογοτεχνικό άθλο, χρησιμοποιώντας την τεχνική του νουάρ με τις απαραίτητες δόσεις ίντριγκας και (σε κάποια κομβικά σημεία του βιβλίου) αγωνίας, για να αφηγηθεί την μεταπολεμική περίοδο, σε ένα καθαρά πολιτικό και ιστορικό μυθιστόρημα. Έχοντας πολλά κοινά στοιχεία με το έξοχο «Ρέκβιεμ για μια δημοκρατία» του Thomas Cantaloube, το «ΚΟΚΚΙΝΑ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑ ΧΡΟΝΙΑ», είναι ένα μείζον λογοτεχνικό έργο, που προσφέρει μερικές ώρες λογοτεχνικής απόλαυσης στον αναγνώστη του, ένα πολύ φιλόδοξο μυθιστόρημα, που καταφέρνει χωρίς ίχνος διδακτισμού, να καθηλώσει αλλά και να συναρπάσει, να ωθήσει σε σκέψεις και προβληματισμούς (αλλά και συγκρίσεις με τα δικά μας ιστορικά γεγονότα) και να συγκινήσει.

ΥΓ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ του ΣΚ (11-12/2/23)
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 08, 2023
posted by Librofilo at Τετάρτη, Φεβρουαρίου 08, 2023 | Permalink
Μια άκρως λογοτεχνική "Εμμονή"

 

Λογοτεχνικό «tour de force», που η κατασκευή του μόνο θαυμασμό (και μέγιστη ηδονή) μπορεί να προκαλέσει σε κάθε βιβλιόφιλο, αλλά και ταυτόχρονα, ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που στο κέντρο του βρίσκεται η Λογοτεχνία (με κεφαλαίο Λ), είναι η «ΕΜΜΟΝΗ» («Possession»), της Αγγλίδας συγγραφέως, (Dame) Antonia Susan Byatt (Sheffield, 1936). Ένα βιβλίο, που γράφτηκε και κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ευτύχησε να εκδοθεί στη χώρα μας δύο φορές: το 2007 από τις εκδόσεις Α.Λιβάνη (που εξέδωσαν κι άλλα βιβλία της), με τον ατυχέστατο τίτλο «Αιχμάλωτα Πάθη» σε μετάφραση της Έφης Τσιρώνη, περνώντας απαρατήρητο, και στα μέσα της προηγούμενης χρονιάς από τις εκδόσεις Πόλις, σε (εξαιρετική) μετάφραση της Κατερίνας Σχινά (σελ.642).


Τι είναι λοιπόν η «Εμμονή»; Σε πρώτο επίπεδο αφορά την σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ δύο φιλολογικών ερευνητών και τον έρωτα που εισβάλλει αργά αλλά δυναμικά. Κάτω όμως (όχι πολύ, μη νομίζεις), από αυτή την επιφάνεια βρίσκεται ένα ολόκληρο σύμπαν που εμπεριέχει μια σειρά από αινίγματα, μια αστυνομική ιστορία, μυστικά πίσω από τις κλειστές θύρες των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των βιβλιοθηκών με το ύφος του «campus novel», ένα συνεχές ταξίδι μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα, θρύλους που έχουν χαθεί στο πέρασμα των χρόνων, ένα οδοιπορικό στην αγροτική Αγγλία και στην αγροτική Γαλλία, αλλά και πολλή σάτιρα της διανόησης και των εμμονών της, των πάμπλουτων συλλεκτών αντικειμένων αλλά και των μεθόδων που ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν για να αποκτήσουν το αντικείμενο του πόθου τους.
 
«Ένας άνθρωπος είναι η ιστορία που συνθέτουν οι αναπνοές και η σκέψη του, οι πράξεις, τα μόρια και τα τραύματά του, η αγάπη, η αδιαφορία και η απαρέσκεια ∙ κι ακόμα η φυλή και το έθνος του, η γη που έθρεψε τον ίδιο και τους προγόνους του, οι βράχοι και η άμμος από τα μέρη που γνώρισε, οι από καιρό αποσιωπημένες μάχες και οι αγώνες της συνείδησης, τα χαμόγελα των κοριτσιών και οι αργόσυρτες κουβέντες των ηλικιωμένων γυναικών, τα ατυχήματα και η βαθμιαία προέλαση του αδυσώπητου νόμου, όλα αυτά και κάτι παραπάνω, μία και μόνη φλόγα, που υπακούει με κάθε τρόπο στους νόμους που διέπουν τη Φωτιά, κι όμως ανάβει και σβήνει από τη μια στιγμή στην άλλη και είναι ματαιοπονία να το προσπαθείς, αφού είναι αδύνατον να ξανανάψει στον αιώνα τον άπαντα.»
 
Ο Ρόλαντ Μίτσελ είναι βοηθός ερευνητή ενός καθηγητή, που επιμελείται την έκδοση των Απάντων του ποιητή Χένρι Ας, ενός μείζονα ποιητή του προπερασμένου αιώνα που αναμείγνυε σκανδιναβικούς θρύλους στην δημοφιλή στα μέσα του 19ου αιώνα ποίησή του. Ο Ρόλαντ είναι κοντά στα 30 του, νιώθει ότι η ζωή του έχει τελματώσει μέσα σε ανιαρές ως επί το πλείστον έρευνες και μαζί και η σχέση του με μια κοπέλα που δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το έργο του. Είναι φανατικός της ποίησης του Ας και βρίσκεται στην Βιβλιοθήκη του Λονδίνου, μελετώντας ένα βιβλίο που υπήρχε στη συλλογή του Ας, όταν πέφτει πάνω σε μια απρόσμενη ανακάλυψη, δύο γράμματα του ποιητή προς μια γυναίκα – είχαν την προσφώνηση «Αγαπητή Κυρία» -, πέφτουν από το (σκονισμένο και χρόνια στα αζήτητα «ορεινά ράφια» της βιβλιοθήκης) βιβλίο που μελετούσε. Χρονολογία δεν υπήρχε στα γράμματα, αλλά το περιεχόμενό τους, έδειχνε ότι ο Ας απευθυνόταν σε μια συνάδελφό του, ποια άραγε; Έπρεπε να το ψάξει, αλλά πρώτιστα αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να κρύψει τα γράμματα – να τα πάρει μαζί του και να μη μιλήσει σε κανέναν για την ανακάλυψή του (ουσιαστικά να τα κλέψει).
Ο Ρόλαντ εργαζόταν σε μια χαμηλά αμειβόμενη θέση υπό τον καθηγητή Μπλακάντερ, σε μια έρευνα για τον Ας  που επιδοτείτο από το πανεπιστήμιου του Λονδίνου και από ένα ίδρυμα της Αλμπουκέρκης των ΗΠΑ, που διαχειριστής ήταν ο Μόρτιμερ Κρόπερ, ένας βαθύπλουτος Αμερικανός, που προσπαθεί να αποκτήσει ότι είχε γράψει ο Ας στη ζωή και να εκθέσει στο ίδρυμά του στις ΗΠΑ. Μεταξύ των δύο συνεργατών του Μπλακάντερ και του Κρόπερ, υπήρχε ένας υπόγειος πόλεμος, παρά το κοινό συμφέρον και την αγάπη για τον Ας.
 
Ο Ρόλαντ ήξερε που να ψάξει για παραπομπές και στοιχεία. Από την άλλη γνώριζε ότι ο Ας ήταν έγγαμος σε ένα (θεωρούμενο ως) ευτυχισμένο γάμο. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα, είχε την αίσθηση, σχεδόν βεβαιότητα, ότι η αποδέκτης των επιστολών του, ήταν μια ελάσσων ποιήτρια, η Κρίσταμπελ Λαμότ, που δεν ήταν πολύ γνωστή στο ευρύ κοινό αν και τελευταία είχε γίνει ντόρος γύρω από το όνομά της, μετά τις έρευνες και τις μελέτες μιας Αμερικανίδας καθηγήτριας που ασχολείτο με τον φεμινισμό στη Βικτωριανή λογοτεχνία. Η Λαμότ ζούσε αποτραβηγμένη στην εξοχή με μια φίλη της, θεωρείτο λεσβία και είχε γίνει γνωστή από μια τεράστια ποιητική σύνθεση με πολλά υπερφυσικά στοιχεία. Ο Ρόλαντ βρίσκει ότι υπάρχει μια καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Λίνκολν, η Μωντ Μπέιλι που ασχολείται με την Λαμότ, οπότε πηγαίνει εκεί για πληροφορίες. Η Μωντ, μια αναγεννησιακή φιγούρα και γνωστή για το απόμακρο και ψυχρό ύφος της, είναι μακρινή απόγονος της ποιήτριας, αφού η προ-προ-γιαγιά της ήταν η αδελφή της Λαμότ και ασχολείται όλη της τη ζωή με αυτήν. Υποδέχεται με καχυποψία και υπεροψία τον Ρόλαντ, εκπλήσσεται με το εύρημά του και μαζί αρχίζουν να ψάχνουν για πηγές. Ό,τι ανακαλύπτουν σιγά-σιγά τους εκπλήσσει όλο και περισσότερο!
 
Μαζί όμως με την αναζήτηση των δύο ερευνητών που τους φέρνει όλο και πιο κοντά σε μια αναπόφευκτη ερωτική σχέση που όμως αργεί να εξωτερικευτεί, παρακολουθούμε μέσα από επιστολές, ποιήματα και παραπομπές την σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο ποιητών, του Ας και τη Λαμότ, μια σχέση απαγορευμένη, κρυφή και θυελλώδη, γεμάτη μυστικά και υπαινιγμούς όπως κάθε Βικτωριανή παράνομη σχέση (και όχι μόνο). Τα ευρήματα των Ρόλαντ και Μωντ, δεν θα αργήσουν να μαθευτούν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο και ένα κυνηγητό ξεκινά, καθώς ο Ρόλαντ έχει απομονωθεί χωρίς να βρίσκεται πουθενά, ενώ και η Μωντ κρύβει επιμελώς τις κινήσεις της. Η δράση θα κορυφωθεί στην Βρετάνη της Γαλλίας, όπου είχε καταφύγει η Λαμότ στην οικογένεια του θείου της και η ίντριγκα όσο πλησιάζουμε προς το τέλος θα μεγαλώνει.
 
«… Δεν σου φαίνεται καμιά φορά ότι οι μεταφορές μας καταβροχθίζουν τον κόσμο μας; Ασφαλώς τα πάντα συνδέονται μεταξύ τους – διαρκώς – και υποθέτω ότι κάποιος σπουδάζει λογοτεχνία – τουλάχιστον εγώ γι’ αυτό τη σπούδασα – επειδή όλες αυτές οι συνδέσεις δείχνουν και απέραντα συναρπαστικές και κατά μια έννοια επικίνδυνα ισχυρές. Δεν το νομίζεις κι εσύ; Πως έχουμε την εντύπωση ότι κρατάμε το κλειδί για την αληθινή φύση των πραγμάτων; Θέλω να πω, όλα αυτά τα γάντια, για τα οποία μιλούσαμε πριν από ένα λεπτό, σαν να παίζαμε ένα παιχνίδι με άγκιστρα και θηλές – μεσαιωνικά γάντια, γάντια γιγάντων, η Μπλανς Γκλόβερ, τα γάντια του Μπαλζάκ, τα ωάρια της θαλάσσιας ανεμώνης – όλα αυτά για να καταλήξουμε στο ζουμί της υπόθεσης, στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα.»


Το πιο γοητευτικό στοιχείο του βιβλίου, είναι χωρίς αμφιβολία, η ανάμιξη των δύο ιστοριών που αφηγείται η Μπάιατ στο βιβλίο της. Η σχέση του Ρόλαντ και της Μωντ, σε συνδυασμό με την σχέση του Ας και της Λαμότ. Οι συγγένειες μεταξύ των δύο παράνομων ερωτικών δεσμών και οι διαφορές τους - η σύγκριση δεν γίνεται μόνο στις επαφές αλλά και στο κοινωνικό πλαίσιο των δύο εποχών που τις χωρίζουν πάνω από 100 χρόνια (130 για την ακρίβεια). Η συγγραφέας αναπλάθει μια ολόκληρη εποχή μέσα από την αλληλογραφία των δύο ποιητών και τα ποιήματά τους που μπορεί να αποτελέσουν στοιχεία της σχέσης τους. Με μοναδικό ύφος, κατασκευάζει ένα πλήρες Βικτωριανό σύμπαν, όπου ο ανυποψίαστος αναγνώστης νομίζει ότι διαβάζει ποιήματα του Τένισον, του Γουόρντσγουορθ, της Ροσέτι. Κάτι ανάλογο έκανε και ο John Fowles στην «Ερωμένη του Γάλλου Υποπλοιάρχου» (που ευτύχησε στην κινηματογραφική του μεταφορά , σε αντίθεση με την «Εμμονή» που η ταινία ("Έρωτικό Μυστικό"που φτιάχτηκε με βάση το μυθιστόρημα ήταν πολύ μακριά από το βιβλίο). Μόνο που εδώ η Μπάιατ αποπειράται κάτι πολύ πιο δύσκολο και φιλόδοξο, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος του βιβλίου της, είναι ακριβώς αυτή η πιστή αναπαράσταση της εποχής, όπως και, η έμφαση που δίδεται στο πως μια ανακάλυψη μπορεί να ξαναγράψει ή να αναθεωρήσει το έργο των ερευνητών που ασχολούνται με την Βικτωριανή εποχή στην σπουδαία Λογοτεχνία που αναπτύχθηκε τότε, τι σεισμό μπορεί να προκαλέσει αλλά και πόσο φτηνό ανταγωνισμό και ύπουλες μεθόδους μπορούν να χρησιμοποιήσουν ακόμα και οι «άνθρωποι του πνεύματος».
 
Το αφηγηματικό ύφος στο βιβλίο δεν είναι ενιαίο, και αυτό είναι φυσιολογικό να συμβαίνει λόγω της κατασκευής του. Η Μπάιατ δεν έγραψε ένα μυθιστόρημα με αρχή-μέση-τέλος, παρότι οι ιστορίες που αφηγείται έχουν τέτοια υφή. Κατασκεύασε δύο κόσμους και τους ανάμιξε με δυναμισμό και πρωτοτυπία. Έγραψε ποιήματα και επιστολές στο Βικτωριανό ύφος, συνέθεσε μια ερωτική ιστορία που μοιάζει να γράφτηκε από μια συγγραφέα της εποχής και την συνδύασε με μια ερωτική ιστορία του τέλους του 20ου αιώνα μεταξύ δύο ανθρώπων που δεν ξέρουν πώς να ερωτευτούν. Δημιούργησε ένα σύμπαν ανταγωνισμού και αλληλοσφαγής μεταξύ διανοουμένων και πανεπιστημιακών, ενώ καλλιέργησε την αγωνία για τα ευρήματα (που είναι συγκλονιστικά) μέχρι το τέλος σαν να γράφει ένα θρίλερ. Όλα αυτά μαζί, διανθισμένα με ειρωνεία (τι άλλο παρά τέτοια είναι η χρήση της Αλμπουκέρκης ως κέντρο μελετών ενός Βικτωριανού ποιητή) και σάτιρα, ευφυέστατους διαλόγους και στιγμές υπέρτατου λυρισμού και απόλαυσης.
 
«… Η συνοχή και η περαίωση, η συνεκτικότητα και η ολοκλήρωση είναι βαθιές ανθρώπινες επιθυμίες οι οποίες προς το παρόν, δεν είναι της μόδας. Ωστόσο ήταν και παραμένουν και τρομακτικές και σαγηνευτικά επιθυμητές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάσταση του έρωτα, το «ερωτεύεσθαι», το οποίο, μέσα από ένα επιμελές κοσκίνισμα, μετατρέπει τα φαινόμενα του κόσμου και την ιστορία του συγκεκριμένου εραστή, από τυχαίο κουβάρι σε συνεκτική πλοκή. Τον Ρόλαντ τον προβλημάτιζε η ιδέα ότι πιθανόν να ίσχυε το αντίθετο. Άπαξ και δύο άνθρωποι διαπίστωναν ότι ήταν μπλεγμένοι σε μια συγκεκριμένη πλοκή, ίσως άρχιζαν να συμπεριφέρονται ακολουθώντας τις περιελίξεις αυτής ακριβώς της πλοκής. Κι αυτό σήμαινε ότι θα έθεταν σε κίνδυνο κάποιο είδος ακεραιότητας με την οποία είχαν ξεκινήσει.»
 
Ό όγκος της «Εμμονής» είναι τεράστιος και μάλλον αποτρεπτικός, αλλά η προσπάθεια ανταμείβεται, καθώς είναι πάνω απ' όλα ένα σαγηνευτικό μυθιστόρημα, εξαίσιο δείγμα λογοτεχνικής μαγείας. Η συγγραφέας υπερβαίνει με άνεση τις σκοπέλους που συνήθως έχουν τέτοια εγχειρήματα με ένα βιβλίο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι αναγνώστες θα βαρεθούν κάποια στιγμή με τα πολυσέλιδα ποιήματα (το έπαθα κι εγώ), θα νιώσουν ότι δίνεται μεγάλη έμφαση στην κατασκευή κι όχι στις ιστορίες (το ένιωσα κι εγώ), από την άλλη όμως είναι τέτοιο το επίτευγμα που μένεις ενεός μπροστά του και μόνο όταν ολοκληρώνεις την ανάγνωση συνειδητοποιείς τι διάβασες…
 
Βαθμολογία 85 / 100