Δευτέρα, Αυγούστου 25, 2014
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 25, 2014 | Permalink
Η γοητεία του Fitzgerald
Για πολλά χρόνια φοβόμουνα να "επιστρέψω" στον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Από τους πολυαγαπημένους μου συγγραφείς την δεκαετία του '80, είχα να διαβάσω κάτι δικό του πάνω από μια 20ετία, παρά τις εξαιρετικές επανεκδόσεις με ωραίες καινούργιες μεταφράσεις κάποιων από τα υπέροχα μυθιστορήματά του,  διότι θεωρούσα ότι, δεν θα μπορέσω να ξαναβρώ τη συγκίνηση στις ιστορίες του. Πόσο λάθος όμως ήταν αυτό...

Αρκούσαν 2-3 σελίδες από τη συλλογή διηγημάτων "ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΑ και άλλες ιστορίες", που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άγρα (μετάφρ. Α.Μπερλής, σελ. 220), για να ξαναβρώ την μαγεία, τον σαρκασμό και την ειρωνεία, τον συναισθηματισμό και την βαθιά ανθρωπιά, τον άκρατο ρομαντισμό που διαπερνάνε τις ιστορίες του συγγραφέα αυτού, ιδανικού εκφραστή της "γενιάς του μεσοπολέμου", που δεν είναι ούτε ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος του κόσμου (πολλοί έχουν γράψει πολύ καλύτερα μυθιστορήματα από αυτόν), ούτε ο καλύτερος διηγηματογράφος που έχει υπάρξει (αν και καμιά δεκαριά διηγήματά του είναι αριστουργήματα), αλλά σίγουρα είναι ο πιο σπαρακτικός και ο πιό "γλυκός" απ'όλους.

Στη συλλογή διηγημάτων "Επιστροφή στη Βαβυλώνα", υπάρχουν 6 ιστορίες γραμμένες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, 2 από αυτές είναι γραμμένες την δεκαετία του '20 και 4 από αυτές την δεκαετία του '30. Η χρονική συγκυρία συγγραφής των διηγημάτων παίζει ρόλο, διότι το Κραχ του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης και ότι αυτό προκάλεσε, άλλαξε τον ψυχισμό των Αμερικανών, αφού από τα τρελά γλέντια και την οικονομική άνθηση της μεταπολεμικής περιόδου (δηλαδή της περιόδου μετά τον Α Παγκόσμιο πόλεμο και της ουσιαστικής εισόδου των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή ως ηγέτιδας δύναμης), ήρθε το σπάσιμο της "φούσκας" και η απότομη κατάρρευση της μεγαλοαστικής (και όχι μόνο) τάξης, το χάσιμο τεράστιων περιουσιών και η αλλαγή στην ψυχολογία του πληθυσμού που θα περάσει σχεδόν μια δεκαετία για να μπορέσει να ανακάμψει.

Ο Φιτζέραλντ (1896-1940),  στις ιστορίες του δείχνει αυτή την μετάλλαξη των ηρώων του, αλλαγή που συνέβη και στον ίδιο. Ας μη ξεχνάμε ότι υπάρχει πολύς αυτοβιογραφικός τόνος στα γραπτά του μεγάλου αυτού συγγραφέα.
Η επιστροφή στη Βαβυλώνα», το διήγημα που δίνει τον τίτλο του στη συλλογή αυτή, είναι ένα αριστουργηματικό κείμενο και ένα από τα καλύτερα πράγματα που έγραψε ο Φιτζέραλντ. Γραμμένο το 1930, λίγο μετά το Κραχ, είναι ένα ελεγειακό και σπαρακτικό διήγημα, το οποίο περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης.
Ο Τσαρλς Ουέηλς, είναι ένας εκπατρισμένος Αμερικανός που εργάζεται στην Πράγα και επιστρέφει στο Παρίσι μετά από τρία χρόνια να ζητήσει την κηδεμονία της μικρής του κόρης από την οικογένεια της αδερφής της γυναίκας του. Η κηδεμονία του είχε αφαιρεθεί μετά τον θάνατο της συζύγου του και μητέρας της μικρής, λόγω του έντονου αλκοολισμού του, που τον οδηγούσε σε ακραίες και βίαιες συμπεριφορές. Ο Ουέηλς όμως είναι ένας διαφορετικός και συνειδητοποιημένος άνθρωπος πλέον που έχει ξαναφτιάξει την περιουσία του, μετά την οικονομική του καταστροφή, έχει περιορίσει σημαντικά το ποτό και έχει κάνει μια νέα αρχή. Η μικρή του κόρη τον υποδέχεται με χαρά και θέλει να ζήσει μαζί του, αλλά η αδερφή της γυναίκας του αντιδράει ενθυμούμενη την συμπεριφορά του και θεωρώντας τον ουσιαστικά υπεύθυνο για τον θάνατο της αδερφής της. Το διήγημα είναι ένα κομψοτέχνημα, γεμάτο ειρωνεία, χιούμορ και ξεχειλίζει από συγκίνηση και πικρία.

«Αυτά ως προς τα έργα και τις ημέρες της Μονμάρτρης. Και οι κραιπάλες, οι ασωτίες ήταν σε παιδαριώδη κλίμακα, και ξαφνικά κατάλαβε το νόημα της λέξης «εξανεμίζω» - μεταβάλλω κάτι σε «άνεμο», σε αέρα, από το κάτι φτιάχνω ένα τίποτα. Στις μικρές ώρες της νύχτας κάθε μετάβαση από μέρος σε μέρος ήταν ένα τεράστιο ανθρώπινο άλμα, μια αύξηση του τιμήματος που όφειλες να καταβάλεις για το προνόμιο της ολοένα και πιο αργής κίνησης.
Θυμόταν χιλιάρικα που δόθηκαν σε ορχήστρες για να παίξουν ένα τραγούδι, κατοστάρικα που πετάχτηκαν για να φωνάξει ένας πορτιέρης ένα ταξί.
Αλλά όλα αυτά δεν δόθηκαν μάταια.
Ακόμα και τα χρήματα που ξοδεύτηκαν αλόγιστα ήταν μια προσφορά στο πεπρωμένο, ώστε να μη θυμάται αυτά που πρωτίστως άξιζε να θυμάται, αυτά που τώρα θα θυμόταν για πάντα – πως του πήραν το παιδί του, πως η γυναίκα του κατέφυγε σε έναν τάφο στο Βερμόντ.»

Στην «Τρελή Κυριακή», η δράση μεταφέρεται στο Χόλιγουντ και στην ξέφρενη ζωή των συνεχών πάρτι και των γκλάμορους επαύλεων, όπου ο νεαρός σεναριογράφος Τζόελ Κόουλς, γεμάτος όνειρα και φιλοδοξίες ερωτεύεται την πανέμορφη σύζυγο του διάσημου σκηνοθέτη που του έχει αναθέσει το σενάριο μιας ταινίας. Διήγημα με πολλές αυτοβιογραφικές νότες, γραμμένο το 1932 που μεταφέρει την αρνητική εικόνα που είχε ο συγγραφέας για το Χόλιγουντ.

Το εξαιρετικό «Χειμωνιάτικα όνειρα», είναι ένα διαφορετικό αλλά μάλλον ισάξιο κείμενο του «Μεγάλου Γκάτσμπυ» μιάς που κινείται στο ίδιο ελεγειακό ύφος με το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα. Ο Ντέξτερ Γκρην υλοποιώντας σχετικά άνετα και γρήγορα τον μεγάλο του στόχο, να πλουτίσει και να γίνει ισότιμο μέλος στο αριστοκρατικό κλαμπ των γκόλφερς, στο οποίο δούλευε τα καλοκαίρια, προσπαθεί να κατακτήσει και τη Τζούντυ που, έβλεπε από μικρή να έρχεται με τον πατέρα της, και με τα χρόνια να μετατρέπεται σε μια καλλονή που χειριζόταν τους άνδρες όπως γούσταρε. Η κατάκτηση όμως της Τζούντυ θα του φέρει περισσότερα προβλήματα από ευτυχία, ο Ντέξτερ ως άλλος Γκάτσμπυ θα ζήσει με το ανεκπλήρωτο όνειρο που χάθηκε, με τις ευκαιρίες που γλίστρησαν από τα χέρια του.

" "Πάει καιρός" είπε, "πάει πολύς καιρός που είχα κάτι μέσα μου, αλλά τώρα αυτό πέταξε. Αυτό που είχα πέταξε, χάθηκε. Δεν μπορώ να βάλω τα κλάματα, ούτε νοιάζομαι. Χάθηκε, δεν θα ξανάρθει ποτέ πιά"."

Το θαυμάσιο "Πλουσιόπαιδο", τέταρτη ιστορία της συλλογής (η οποία έχει κυκλοφορήσει παλαιότερα από τις εκδ. Οδυσσέας), είναι ουσιαστικά μια νουβέλα, όχι μόνο λόγω μεγέθους (σχεδόν 60 σελίδες) αλλά και δομής. Ο Φιτζέραλντ περιγράφει την ιστορία του Άνσον Χάντερ (ενός από τους χαρακτηριστικότερους ήρωες της πεζογραφίας του), ο οποίος είναι ένας νέος αριστοκρατικής καταγωγής  (αυτό στις ΗΠΑ τεκμαίρεται από το αν η οικογένεια σου είχε συμβάλλει στην ανάπτυξη της πόλης της Νέας Υόρκης πριν το 1880!), φιλόδοξος και υπερόπτης, υπερβολικά ίσως προσγειωμένος και "γήινος", εγωπαθής και νάρκισσος, που όμως δεν έχει καμία προσωπικότητα τόσο ελκυστική ώστε να μπορέσει να έχει δίπλα του ανθρώπους που πραγματικά τον αγαπάνε και νοιάζονται γι'αυτόν. Ο χειρότερος εφιάλτης του, να μη μείνει μόνος τον διακατέχει και αίφνης στην ηλικία των 30 συνειδητοποιεί την (αβάσταχτη) μοναξιά του και φρικάρει.

Τα δύο  διηγήματα που κλείνουν τη συλλογή, "Η χαμένη δεκαετία" και "Η κατάρρευση" είναι από τα τελευταία κείμενα του συγγραφέα. Η "χαμένη δεκαετία" γράφτηκε το 1939 (1 χρόνο πριν τον θάνατο του) και η "Κατάρρευση" το 1936. Είναι και τα δύο άκρως αυτοβιογραφικά και ιδιαίτερα σπαρακτικά. Στη "Χαμένη δεκαετία", ένα "διαμαντάκι" 6 μόλις  σελίδων, ο ιδιόρρυθμος "επισκέπτης" της εφημερίδας που δουλεύει ο Τριμπλ (ο ήρωας της ιστορίας) θέλει να αποκαταστήσει τη σχέση του με τη πόλη της Νέας Υόρκης, σχέση που έχασε για δέκα χρόνια που ήταν βυθισμένος στον αλκοολισμό, ενώ στη "Κατάρρευση", γραμμένη στο ύφος του δοκιμίου, ο Φιτζέραλντ καταγράφει την απελπισία και την ήττα, την αποτυχία και την απογοήτευση, την ερωτική ψευδαίσθηση και την ματαιότητα στις σχέσεις. Ένα κείμενο γεμάτο σπαραγμό και λυρισμό που σου αφήνει ένα σφίξιμο στο στομάχι.

Η "Επιστροφή στη Βαβυλώνα" είναι μια συλλογή διηγημάτων που θα μπορούσε να αποτελέσει την καλύτερη εισαγωγή (ή ίσως το τελευταίο αντίο) στον συγγραφικό κόσμο του Φιτζέραλντ. Διηγήματα που κυμαίνονται από εξαιρετικά έως αριστουργηματικά και από τα οποία δεν πετάς απολύτως τίποτα, τα οποία δείχνουν και τη μεγάλη γκάμα του συγγραφέα στην ανάπτυξη του λόγου. Από το "άπλωμα" του "Πλουσιόπαιδου", περνάμε στον υπαινικτικό λόγο της "Χαμένης δεκαετίας", από τις εκθαμβωτικές περιγραφές των πριβέ κλαμπ στα "Χειμωνιάτικα όνειρα", στον πικρό και δοκιμιακό λόγο της "Κατάρρευσης", χωρίς να λείπουν από όλες τις ιστορίες οι κοινές συνισταμένες που χαρακτηρίζουν το έργο του μεγάλου συγγραφέα. 6 μοναδικές ιστορίες που χαρίζουν στιγμές μεγάλης αναγνωστικής απόλαυσης.

"Άρχισε με ένα συγκεκριμένο άτομο και προτού το καταλάβεις θα διαπιστώσεις ότι δημιούργησες έναν ανθρώπινο τύπο· άρχισε με έναν ανθρώπινο τύπο και δεν θα αργήσεις να αντιληφθείς ότι δεν δημιούργησες τίποτα. Αυτό συμβαίνει διότι είμαστε όλοι μυστήριοι τύποι, και πιο μυστήριοι κάτω από το πρόσωπό μας και τη φωνή μας απ'όσο θέλουμε να ξέρουμε οι άλλοι ή απ'όσο ξέρουμε εμείς οι ίδιοι. Όταν ακούω κάποιον να λέει για τον εαυτό του ότι είναι ένας "μέσος άνθρωπος, έντιμος και ανοιχτός", είμαι σίγουρος ότι έχει κάποια πολύ συγκεκριμένη και ενδεχομένως φριχτή ανωμαλία την οποία έχει αποφασίσει να κρύβει - και οι διαβεβαιώσεις του ότι είναι μέσος άνθρωπος, έντιμος και ανοιχτός, είναι ο τρόπος που έχει να υπενθυμίζει στον εαυτό του τη συγκάλυψη."



 
Δευτέρα, Αυγούστου 18, 2014
posted by Librofilo at Δευτέρα, Αυγούστου 18, 2014 | Permalink
Οικογένειες...
"Σ'ένα σύμπαν και μια εποχή που διαστέλλονται διαρκώς μέχρι την τελική αυτοκαταστροφή τους το ιδανικό μυθιστόρημα θα πρέπει να αποτελείται από ιστορίες-μέσα-στις-ιστορίες που με τον καιρό θα αντικαταστήσουν τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις που έχουν ξεμείνει από το μυθιστόρημα του 19ου και του 20ου αιώνα."

Ο Πίντσον παίρνει το βραβείο Νόμπελ και μάλιστα θα πάει να το παραλάβει προσωπικώς! Παιδιά θαύματα που κερδίζουν τεράστια ποσά σε τηλεπαιχνίδια. Ο Λογικός Θετικισμός. Οι Τρείς ταφές του Μελκιάδες Εστράδα. Το "Ανθρώπινο στίγμα" του Φ.Ροθ. Τα σουβλάκια με κοτομπέικον. Ο Ρόμπερτ Πάτινσον. Το σκάκι. Το πιο άσχημο όνομα που υπάρχει...(Γιακουμής). Ένα ανέκδοτο θεατρικό έργο του Στρατή Τσίρκα. Το Κορεάτικο σινεμά. Ο Μάικλ Στάιπ σε ρόλο σήριαλ κίλερ. Η κατάθλιψη. Η μοναξιά. Ένα κεφάλαιο από ροζ μυθιστόρημα. Το Μάο ΙΙ του Ντε Λίλο. Ένας ήρωας που λέγεται Γκάιγκερ! Το "Ξυράφι του Όκαμ". Ο Καντ. Εικόνες από μαχητικά αεροσκάφη να κάνουν σχηματισμούς στον ουρανό.


Όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμα υπάρχουν στο πολύ καλό πρωτόλειο, του Λευτέρη Καλοσπύρου (Αθήνα, 1980), με τίτλο "Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ" (Βραβείο περιοδικού Αναγνώστης, πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου), (Εκδ. Πόλις, σελ. 309), ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, εξαιρετικών προθέσεων, με πολύ ενδιαφέρον ύφος, ιδιαίτερα πολύπλοκο και με πολλές επιρροές από τους σύγχρονους Αγγλοσάξωνες πεζογράφους.

Ο Ανδρέας Αριθμέντης νεαρός σε ηλικία συγγραφέας και γόνος οικογένειας συγγραφέων (αλλά και διαπρεπών αρχιτεκτόνων), με πατέρα και αδερφό που εκδίδουν βιβλία, ολοκληρώνει ένα θεατρικό έργο. Στο έργο αυτό, πρωταγωνιστεί η "μοναδική ελληνική οικογένεια" που δεν έπαιξε στο χρηματιστήριο, τότε που όλη η χώρα συμμετείχε ομαδικά στη προσπάθεια εύκολου πλουτισμού. Αυτό το μότο, συνοδεύει σχεδόν κάθε έκφραση του Μιχάλη, ενός μανιοκαταθλιπτικού τύπου που γράφει ροζ μυθιστορήματα για να ζήσει, ενώ στα συρτάρια του έχει τα "σοβαρά" του βιβλία που έχει γράψει ή προσπαθεί έστω να γράψει. Κυκλοφορεί μέσα στο σπίτι με μια πετσέτα στους ώμους, σαν μποξέρ σε αμερικάνικη ταινία και διαφωνεί συνεχώς με την σύζυγό του Μάρθα, εξουσιομανή και καταπιεστική, η οποία εργάζεται σε "γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης" και που έχει βάλει ως στόχο της ζωής της να προωθήσει την κόρη τους Χριστίνα - ένα "παιδί-θαύμα" που μπορεί να απαντήσει σε κάθε είδους ερώτηση - στη συμμετοχή της σε ένα τηλεπαιχνίδι γνώσεων που θα τους λύσει το πρόβλημα επιβίωσης.

Όμως αυτή δεν είναι η μόνη ιστορία που υπάρχει στο μυθιστόρημα του Καλοσπύρου. Ο Ανδρέας ανακαλύπτει ότι αποτελεί τον ήρωα σε ένα διήγημα του αδερφού του, οπότε μας αποκαλύπτει ένα δικό του διήγημα όπου έχει κι αυτός ήρωα τον αδερφό του. Μέσα στα χαρτιά που θα αφήσει μετά τον θάνατό του σε μια θυρίδα, θα υπάρχουν επίσης μισοτελειωμένα διηγήματα, καθώς και ιστορίες ημιτελείς με πρωταγωνιστές κάποιους από τους ήρωες του θεατρικού του έργου.

Όλες οι ιστορίες ενυπάρχουν η μία μέσα στην άλλη, εγκιβωτισμένες και χωρίς γραμμική σειρά. Η κεντρική βέβαια παραμένει το θεατρικό έργο. Στο ενδιάμεσο παρεμβάλλονται ηλεκτρονικά μηνύματα που στέλνει ο συγγραφέας Ανδρέας Αριθμέντης στον εαυτό του με απόψεις γύρω από το έργο το ίδιο, την λογοτεχνία, τη ζωή. Οι ιστορίες μπορεί να διαφέρουν αλλά έχουν ως επίκεντρο την οικογενειακή ζωή σε διάφορες εκφάνσεις της. Διαφωνίες, έρωτες, ανταγωνισμοί, κακίες ενδοοικογενειακές, ιστορίες παλιές που ταλανίζουν το σήμερα, το παρελθόν που επιστρέφει. Αισθήματα καταπιεσμένα και αδιέξοδες καταστάσεις είναι σε καθημερινή διάταξη ενώ επανέρχεται συνεχώς η δυσκολία επικοινωνίας και λόγου.

Το μυθιστόρημα του Καλοσπύρου είναι γεμάτο από διακειμενικές αναφορές. Ντε Λίλο, Γουάλας, Ροθ, Σάλιντζερ, Πίντσον, Μπέκετ. Οι εμμονές και οι αναγνωστικές αναζητήσεις του σοβαρού αναγνώστη και συγγραφέα,  εμπλέκονται με τις συγγραφικές του ανησυχίες και τις γλωσσικές και υφολογικές αναζητήσεις. Οι πολλοί εγκιβωτισμοί, που μπλέκονται μεταξύ τους, δυσκολεύουν τον αναγνώστη και απαιτούν την ενεργό και διαρκή συμμετοχή του στα δρώμενα. Δεν είναι ένα μυθιστόρημα που θα σε αφήσει να το απολαύσεις, αλλά σου θέτει διαρκώς ερωτήματα και γρίφους. Το θέμα της "ηθικής" και της "ευθύνης", η δύναμη της τεχνολογίας και η αδυναμία της επικοινωνίας που γίνεται εντονότερη από ποτέ. Η γλώσσα ποικίλλει από κλασσικότροπη σε ιντερνετική με εκφράσεις της φεισμπουκικής καθημερινότητας να υπάρχουν μέσα στο κείμενο.

"Η μοναδική οικογένεια" πάντως, είναι ένα μυθιστόρημα που εντυπωσιάζει με την τεχνική του και το ύφος του. Αποσπασματικό και γεμάτο παραπομπές και εγκιβωτισμούς, εγκεφαλικό και σύνθετο, προϊόν σίγουρα μόχθου και εκφραστικής αναζήτησης. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μεν ωραίο και κυρίως εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά δεν παύει να φαίνεται βαρυφορτωμένο και μπουκωμένο, ίσως μέσα στη προσπάθεια του συγγραφέα να πει πολλά πράγματα με τη μία - στόχος απόλυτα θεμιτός αλλά πολύ δύσκολος. Το σίγουρο είναι ότι το βιβλίο είναι μια θαυμάσια πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση, απόλυτα ενθαρρυντική για τη συνέχεια,  που μας γνωρίζει έναν συγγραφέα ενημερωμένο για τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα, διαβασμένο και λάτρη της ανάγνωσης, ο οποίος μπορεί να προσφέρει σπουδαία πράγματα στο μέλλον.

"Ο λόγος για τον οποίο είναι σχεδόν απίθανο να εμφανιστεί σ'αυτήν τη χώρα κάποιος θηριώδης σίριαλ κίλερ τύπου Τεντ Μπάντι ή Ζόντιακ ή κάποιος δολοφόνος τύπου Μπρέιβικ είναι ότι εδώ ο μέσος υποψήφιος εκτονώνεται ασκώντας περιορισμένη βία επί καθημερινής βάσεως. Η βία δεν συσσωρεύεται, δεν εγκλωβίζεται, δεν παγιδεύει τον υποψήφιο θύτη σε έναν φαύλο κύκλο ακόρεστων φαντασιώσεων, αλλά βρίσκει διαρκώς νέες βαλβίδες εκτόνωσης. Καμμιά φαντασίωση δεν μένει ανικανοποίητη σε τούτον τον τόπο."




 
Τετάρτη, Αυγούστου 13, 2014
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 13, 2014 | Permalink
Χόμερ και Λάνγκλεϋ
"Είμαι ο Χόμερ, ο τυφλός αδερφός. Δεν έχασα την όρασή μου μονομιάς, έγινε λίγο όπως στις ταινίες, σαν αργό σβήσιμο."

Η εναρκτήρια πρόταση του εκπληκτικού μυθιστορήματος "ΧΟΜΕΡ & ΛΑΝΓΚΛΕΫ" ("Homer & Langley"), (Εκδ. Πατάκη, (θαυμάσια) μετάφρ. Μ.Ζαχαριάδου, σελ.285), του Αμερικανού συγγραφέα E.L.Doctorow (Νέα Υόρκη, 1931), μας εισάγει κατευθείαν στην ιστορία που αφηγείται αυτός ο μεγάλος συγγραφέας, μια ιστορία αληθινή και ιδιαίτερα μακάβρια, εμπλουτισμένη όμως,  με πολλά στοιχεία μυθοπλασίας.

Οι αδερφοί Κόλλυερ αποτέλεσαν έναν αστικό μύθο για την Αμερική του μεσοπολέμου. Ο τυφλός Χόμερ και ο σχιζοφρενικός Λάνγκλεϋ κληρονόμησαν το αρχοντικό των γονιών τους - οι οποίοι έπεσαν θύματα της ισπανικής γρίπης στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα -  στην χλιδάτη 5η λεωφόρο, της Ν.Υόρκης, ένα εντυπωσιακό τετραόροφο κτίσμα στα όρια του Χάρλεμ. Τα δύο αδέρφια ζούσαν απομονωμένα από τον υπόλοιπο κόσμο χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, τηλέφωνο, με τα πατζούρια κλειστά. Υπήρχαν φήμες ότι κρύβουν μέσα στο σπίτι τεράστια χρηματικά ποσά παρ'ότι αρνούντο να πληρώσουν την υποθήκη του σπιτιού στο οποίο διέμεναν. Βρέθηκαν νεκρά το 1947, θαμμένοι μέσα σε τόνους σκουπιδιών, ο Χόμερ από ασιτία, λόγω του θανάτου του αδερφού του και προστάτη του Λάνγκλεϋ, ο οποίος πιάστηκε σε μια από τις  παγίδες  για τους αρουραίους που είχε γεμίσει το σπίτι.


Ο Ντοκτόροου παίρνει τη βασική δομή της ιστορίας των δύο εκκεντρικών αδερφών και την αναπλάθει προσθέτοντας χαρακτήρες στη πλοκή, γεγονότα που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα ενώ η δράση εκτυλίσσεται μέχρι τη δεκαετία του 70 και τον πόλεμο του Βιετνάμ. Το βιβλίο λοιπόν μπορούμε να το θεωρήσουμε ως καθαρή μυθοπλασία και ως τέτοια θα πρέπει να διαβαστεί και να κριθεί. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον τυφλό αδερφό, τον Χόμερ ως αφηγητή της οικογενειακής (και όχι μόνο) ιστορίας, ο οποίος (υποτίθεται ότι) καταγράφει τα έργα και τις ημέρες των δύο αδερφών.

Τα δύο αδέρφια μεγαλώνουν στη μεγαλοαστική έπαυλη της 5ης Λεωφόρου, ο Χόμερ χάνει την όραση του σε μικρή ηλικία και αναπτύσσει ικανότητες στη διαίσθηση και στην ακοή, ενώ είναι πολύ καλός πιανίστας. Ο Λάνγκλεϋ θα επιζήσει του Α Παγκόσμιου πολέμου, αλλά θα γυρίσει μισότρελος από τα αέρια μουστάρδας που έχει εισπνεύσει στο μέτωπο. Τρέφει απέχθεια προς κάθε είδους εξουσία ενώ έχει αηδιάσει με τους ανθρώπους. Ο Χόμερ με δίψα για τη ζωή, θα επηρεαστεί από τον αδερφό του και προστάτη του και θα τον ακολουθήσει στον μοναχικό και εσωστρεφή δρόμο που έχει επιλέξει. Βεβαίως στην αρχή και όσο ήταν νέοι τα δύο αδέρφια πέφτουν με τα μούτρα στη νυχτερινή ζωή και τις διασκεδάσεις της ποτοαπαγόρευσης.

Ο Λάνγκλεϋ όμως μέσα στη παράνοιά του θα αναπτύξει τη "θεωρία περί αντικαταστάσεων". Σύμφωνα μ'αυτήν το κάθε τι αντικαθίσταται στη ροή της ζωής ώστε να υπάρχει συνέχεια, τα παιδιά αντικαθιστούν τους γονείς, η κάθε γενιά την προηγούμενη και η είδηση της επόμενης μέρας αυτή της προηγούμενης. Μελετά και συσσωρεύει καθημερινά όλες τις εφημερίδες, ώστε να αποδείξει ότι τίποτα ουσιαστικά δεν αλλάζει και η πρόθεσή του είναι να εκδώσει τη δικιά του άχρονη και χωρίς ημερομηνία λήξης εφημερίδα που θα περιέχει όλες τις ειδήσεις.

"Το σχέδιο του Λάνγκλεϋ συνίστατο στην καταμέτρηση και καταχώριση ειδήσεων ανά κατηγορίες: εισβολές, πόλεμοι, μαζικές δολοφονίες, αυτοκινητικά, σιδηροδρομικά και αεροπορικά ατυχήματα, ερωτικά σκάνδαλα, εκκλησιαστικά σκάνδαλα, ληστείες, φόνοι, λιντσαρίσματα, βιασμοί, πολιτικές ατασθαλίες, με ειδική υποκατηγορία για εκλογικές νοθείες, αστυνομική βία, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, επενδυτικές απάτες, απεργίες, πυρκαγιές σε λαϊκές πολυκατοικίες, αστικές δίκες, ποινικές δίκες και ούτω καθ'εξής. Υπήρχε ξεχωριστή κατηγορία για φυσικές καταστροφές, όπως επιδημίες σεισμούς και τυφώνες. Δεν τις θυμάμαι όλες τις κατηγορίες. Όπως μου έλγε στο τέλος - δεν διευκρίνιζε πότε - θα είχε αρκετά στατιστικά στοιχεία ώστε να περιορίσει τα ευρήματά του στα είδη εκείνα των γεγονότων που, εκ της συχνότητάς τους, συνιστούσαν πρωτογενείς ανθρώπινες συμπεριφορές. Έπειτα θα πραγματοποιούσε περαιτέρω στατιστικές συγκρίσεις, με σκοπό να αποκρυσταλλώσει τα πρότυπά του τόσο, ώστε να ξέρει ποιές ειδήσεις πρέπει να πάνε στην πρώτη σελίδα, ποιές στη δεύτερη και ούτω καθ'εξής. Επιλογή και σχολιασμός έπρεπε να γίνονται στις φωτογραφίες με βάση τα τυπικά τους χαρακτηριστικά, αναγνώριζε όμως ότι αυτό θα ήταν δύσκολο. Ισως και να μη συμπεριλάβανε φωτογραφίες. Το εγχείρημα ήταν τεράστιο και τον απασχολούσε για αρκετές ώρες κάθε μέρα. Κάθε πρωί έβγαινε για να πάρει όλες τις πρωινές εφημερίδες και το απόγευμα τις απογευματινές, ενώ ήταν και οι οικονομικές εφημερίδες, τα πορνογραφικά έντυπα και τα λοιπά. Ήθελε να βάλει επιτέλους την αμερικανική ζωή σε μια έκδοση, την αενάως επίκαιρη άχρονη εφημερίδα του Κόλλυερ, όπως την αποκαλούσε, τη μοναδική εφημερίδα που δεν θα χρειαζόταν ποτέ κανείς."

Ο Λάνγκλεϋ θα ασχολείται με αυτό το Μπορχεσικό δίλημμα ολόκληρη τη ζωή του, αλλά είναι ταυτόχρονα παθολογικά κλεπτομανής και συλλέκτης διαφόρων άχρηστων αντικειμένων, κάποια στιγμή δε, θα φέρει μέσα στο σπίτι ένα παλιό αυτοκίνητο, το οποίο θα βρίσκεται ως αξιοθέατο μέσα στο σαλόνι. Εν τω μεταξύ από το σπίτι παρελαύνουν, ένα ζεύγος καταθλιπτικών Ιαπώνων υπηρετών, μια τυφλή έγχρωμη μαγείρισσα με τον μουσικό γιό της, μια δεσποινίς της "καλής κοινωνίας", μια κοπελίτσα που μαθαίνει μουσική και την ερωτεύεται σφόδρα ο Χόμερ (αλλά και ο Λάνγκλεϋ). Γνωρίζοντας έναν γκάνγκστερ θα κινδυνεύσει η ζωή τους, ενώ την δεκαετία του '70 θα κατασκηνώσουν  μέσα στο σπίτι μια ομάδα από χίπις, με τους οποίους θα περάσουν υπέροχα.

Η απομόνωσή τους έρχεται σε αντίθεση με ολόκληρη την κοινωνία, η οποία στην αρχή κοιτάζει με ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα τους δύο "τρελούς", ενώ στη συνέχεια θα σταθεί εχθρικά απέναντί τους, είτε με έμμεσο, είτε με άμεσο και σκληρό τρόπο. Τα δύο αδέρφια, βρίσκονται απέναντι σε ένα σύστημα αξιών και συμπεριφορών, δεδομένων και στερεοτύπων. Είναι τα μαύρα πρόβατα της μεγαλοαστικής κοινωνίας, η ντροπή της 5ης λεωφόρου και ως τέτοιοι πρέπει να εκμηδενισθούν, να εξοντωθούν.

"Είναι χάλασμα ο χαμός, πιο χθόνιος κι από βυθού χαράδρα..." (The Wonderer", W.H.Auden)

Ο Ντοκτόροου ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή συγγραφείς του καιρού μας, ένας ήδη κλασσικός αλλά και ταυτόχρονα μοντέρνος δημιουργός, αφοπλίζει τον αναγνώστη με την στιλάτη και ιδιαίτερα "κομψή" αφήγησή του. Χιούμορ και σπαραγμός εναλάσσονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Τα δύο αδέρφια, ο ευαίσθητος Χόμερ που αφήνεται να τον οδηγήσει ο παράφρων αλλά πανέξυπνος Λάνγκλεϋ, αναδεικνύονται σε εμβληματικούς αλλά και ταυτόχρονα συμβολικούς χαρακτήρες, κριτικάροντας την σύγχρονη αμερικανική κοινωνία, επισημαίνοντας τον θάνατο της έντυπης δημοσιογραφίας.

Το έξοχο μυθιστόρημα του Ντοκτόροου  (που δεν στέκεται βέβαια, στο ίδιο ύψος με την αριστουργηματική "Στρατιά" του), είναι μια ανατομία της Αμερικής του 20ου αιώνα με την μανία του χρήματος, τον στρατιωτικό επεκτατισμό, την γραφειοκρατία, τον καθωσπρεπισμό αλλά και την απώλεια, την αδυναμία επαφής. Ο συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί ευκολίες, ούτε μεταφέρει την  (πολύ γνωστή στην αμερικάνικη κοινωνία) πραγματική ιστορία (που έχει διασκευασθεί ως μικρού μήκους ταινία στον κινηματογράφο ("Junk Palace"-2010), αλλά και ως τηλεοπτικό επεισόδιο της σειράς "Οι δρόμοι του Σαν Φρανσίσκο"), αλλά την απογειώνει με τρόπο δημουργικό και άκρως λειτουργικό. Αριστοτεχνικά γραμμένο, δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου, συμπάσχοντας με αυτό το φοβερό δίδυμο χαρακτήρων μέχρι το τραγικό τους τέλος.

"Είμαι εγώ, τι διάολο να κάνω!...Εγώ, ο βλοσυρός μελετητής των άχρηστων πραγμάτων." (Φ.Πεσόα)





 
Τετάρτη, Αυγούστου 06, 2014
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 06, 2014 | Permalink
Η ζωή πίσω από το Τείχος
"Ο κομμουνισμός,  Σαρλότε, είναι σαν τη θρησκεία των αρχαίων Αζτέκων: Πίνει αίμα."

Δύσκολα μπορεί να εκφραστεί το μεγαλείο ενός συγκλονιστικού μυθιστορήματος, όπως είναι αυτό του 60άρη πρωτοεμφανιζόμενου (!) στη λογοτεχνία, Γερμανού Μαθηματικού, που γεννήθηκε στη Ρωσία, Eugen Ruge, με τον ποιητικό τίτλο "ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΛΙΓΟΣΤΕΥΕ ΤΟ ΦΩΣ" ("IN ZEITEN DES ABNEHMENDEN LICHTS"), το οποίο, κυκλοφόρησε πριν από αρκετό καιρό (και πέρασε μάλλον απαρατήρητο) από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος (μετάφρ. Τ.Βότσος, σελ.468). 'Ενα μυθιστόρημα, που μιλάει για τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία από την ίδρυσή της μέχρι τη πτώση του Τοίχους, μια οικογενειακή σάγκα, που σάρωσε τα βραβεία στη Γερμανία (2009, βραβείο Α.Ντέμπλιν, 2011, Γερμανικό βραβείο Λογοτεχνίας).

Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας ξεκινώντας από το τέλος, από το 2001, όταν ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Αλεξάντερ έχει μόλις βγεί από το νοσοκομείο μετά από μερικές εβδομάδες παραμονής, όπου του διαγνώστηκε ένας τύπος καρκίνου, ο οποίος δεν του αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Αποφασίζει να κάνει ένα τελευταίο ταξίδι στο Μεξικό, εκεί που άρχισαν όλα κατά κάποιο τρόπο, εκεί που ο παππούς του και η γιαγιά του, ο Βίλχελμ και η Σαρλότε, έζησαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εργαζόμενοι για λογαριασμό Σοβιετικών συμφερόντων, και η εμπειρία τους αυτή, συντρόφευσε τα παιδικά χρόνια του Αλεξάντερ με τις διηγήσεις της γιαγιάς του κυρίως αλλά και του μεγαλοσχήμονα παππού του.


Ο Βίλχελμ, η Σαρλότε, ο Κουρτ, η Ιρίνα, ο Αλεξάντερ, ο Μάρκους. 4 γενιές μιας οικογένειας και μαζί η ιστορία μιας τεχνητής χώρας, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που δημιουργήθηκε το 1952 και κατέρρευσε εν μια νυχτί όταν γκρεμίστηκε το Τείχος του Βερολίνου, το 1989. 37 χρόνια στην παγκόσμια ιστορία αλλά και στη ζωή της οικογένειας που δημιούργησαν τα δύο κομματικά στελέχη, ο Βίλχελμ και η Σαρλότε, οι οποίοι επαναπατρίζονται από το Μεξικό για να στελεχώσουν την καινούργια χώρα, και να "ανταμειφθούν" για τις θυσίες που υποβλήθηκαν τόσα χρόνια και  την βαμμένη με αίμα,  αφοσίωσή τους στο Κόμμα αφού χάσανε το ένα τους παιδί στην ΕΣΣΔ υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, ενώ το άλλο, ο Κουρτ, βρέθηκε στα Σταλινικά γκουλάγκ για να επιστρέψει από τα Ουράλια και τα βάθη της Σιβηρίας, παντρεμένος με την Ιρίνα, μια καπάτσα και δυναμική γυναίκα που προσαρμόστηκε αμέσως στη ζωή της ξένης (γι'αυτήν) χώρας, παρ'ότι δεν έμαθε ποτέ καλά τα Γερμανικά.

Ο Αλεξάντερ (Σάσα για την Ιρίνα και την μητέρα της τη Ναντιέζντα Ιβάνοβνα), το παιδί που γεννιέται από την ένωση του Κουρτ και της Ιρίνα, θα μεγαλώσει σε μια χώρα, θα ονειρεύεται μια άλλη χώρα (το Μεξικό), και πως είναι η ζωή σε μια διπλανή (αλλά τόσο μακρυνή) χώρα (την Δυτ. Γερμανία). Όπως και ο πατέρας του ο Κουρτ θα είναι κι εκείνος αποπροσανατολισμένος και με την αίσθηση οτι "η ζωή είναι αλλού" χωρίς να είναι σίγουρος, που...
Θα γίνει σκηνοθέτης και κάποια μέρα θα διαφύγει στη Δύση χωρίς να το ξέρει κανείς ούτε καν η μητέρα του μικρού αγοριού του Μάρκους που έκανε με την Μελίτα. Ο δε Μάρκους που μεγαλώνει σε ένα χωριό της ενοποιημένης πλέον Γερμανίας, θα κρεμάει ναζιστικές σημαίες και θα κυνηγάει μετανάστες, ακολουθώντας την "τάση" των νέων στο υποβαθμισμένο (πλέον) μέρος που μένει.

Το κεντρικό γεγονός της ιστορίας που αφηγείται ο Ρούγκε, είναι η 1η Οκτωβρίου, του 1989, ημέρα των 90ων γενεθλίων του Βίλχελμ και λίγο πριν την πτώση του Τείχους, όπου η ημέρα αυτή περιγράφεται από 6 διαφορετικούς αφηγητές. Η αφήγηση του βιβλίου δεν είναι γραμμική, πηγαίνει μπρος πίσω στον χρόνο, όπου η αρχή και το τέλος είναι το 2001 και στεκόμαστε σε χρονιές σημαντικές ή όχι για την οικογένεια, των δεκαετιών του 50, του 60 και του 70. Η Ανατολική Γερμανία δεν παρουσιάζεται ούτε ως κόλαση, αλλά ούτε και ως παράδεισος - σε αντίθεση με το Μεξικό, τόπο ανεκπλήρωτων επιθυμιών, αλεγρίας, στιγμών ερωτικών στη μνήμη της Σαρλότε, αλλά και στη φαντασία του Αλεξάντερ, μόνο η πραγματικότητα που θα βρει μπροστά του εκεί θα τον διαψεύσει ολοκληρωτικά.

Οι ήρωες του Ρούγκε, χαρακτήρες άκρως μυθιστορηματικοί, ένας κι ένας...Ο Βίλχελμ που ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας, ανήκοντας στη νομενκλατούρα του καθεστώτος, χωρίς ούτε αυτός να καταλάβει πως..Αυτός και η Σαρλότε, είναι από τους ευνοημένους του καθεστώτος, κατοικούν σε ένα παλιό πύργο που είχε ένας Ναζί, και μιλάνε συνέχεια για το Μεξικό και τη Ρωσία στους καλεσμένους τους, ενώ ο Βίλχελμ (γραφική φιγούρα στα γεράματα που συλλέγει μετάλλια), πετάει που και που κάποιες κουβέντες στα ισπανικά (τα οποία δεν έμαθε ποτέ) - η Σαρλότε, διανοούμενη και σκληρή σαν βράχος,  πολύ πιο ταλαντούχα από εκείνον, με άποψη και γνώσεις, δεν θα συγχωρέσει ποτέ τον εαυτό της που άφησε το Μεξικό για να γυρίσει πίσω στη Γερμανία.
Ο γιός τους, ο Κουρτ που εξαργυρώνει όλη του τη ζωή τα χρόνια που πέρασε στα Σταλινικά Γκουλάγκ, είναι Ιστορικός απολαμβάνοντας τον σεβασμό (και αποκρύπτοντας την αλήθεια όπως τον κατηγορεί ο γιός του), στέλεχος του Κόμματος  και απογοητευμένος από την ζωή στην Ανατολική Γερμανία, προσπαθεί να επιβιώσει με τις μικρότερες δυνατές απώλειες – εγκλωβισμένος και στα όρια της κατάθλιψης. Η Ιρίνα με την μαγειρική της και την μάνα που αρνείται να αντιληφθεί που ακριβώς βρίσκεται, νομίζοντας ότι δίπλα τους, πέρα από τα σύνορα βρίσκεται η Αμερική και τέλος ο Αλεξάντερ – alter ego του συγγραφέα, που η ασθένειά του και η συνειδητοποίηση του επερχόμενου θανάτου του, τον έχει συγκλονίσει, θα κάνει το ταξίδι στο Μεξικό μη ξέροντας τι ακριβώς ψάχνει. Το μόνο που καταλαβαίνει είναι ο παραλογισμός του κόσμου και η εφημερίδα που κάθε μέρα κυκλοφορεί με ένα αεροπλάνο να πέφτει πάνω σε έναν ουρανοξύστη.

Γύρω τους επικρατεί φόβος και ανασφάλεια. Οι εντάσεις στην οικογένεια περιγράφονται είτε με αφορμή τα γενέθλια του Βίλχελμ, είτε με αφορμή κάποιο γεγονός – τη θητεία του Αλεξάντερ στο στρατό, το μαγείρεμα της «μοναστηριακής χήνας» από την Ιρίνα, τον θυμό της Σαρλότε. Το κάθε μέλος της οικογένειας αντιπροσωπεύει και μια περίοδο στη ζωή της Ανατολικής Γερμανίας, ο Βίλχελμ την ελπίδα, ο Κουρτ την αποδοχή, ο Αλεξάντερ την ανατροπή. Εκεί που ξεκίνησαν να χτίσουν κάτι που ήλπιζαν ότι θα αλλάξει τον κόσμο, όπως πίστευε η Σαρλότε στο Μεξικό, βρίσκονται σε ένα καθεστώς τρόμου και καταπίεσης, ο καθένας τους θα αντιδράσει διαφορετικά.

Είναι ένα μυθιστόρημα για τον αυτοπροσδιορισμό, για την απογοήτευση, για τους συμβιβασμούς μικρούς και μεγάλους, για την υποταγή και την εξέγερση, για τα όνειρα που πήγαν στράφι. Για την μνήμη και την λήθη, την αίσθηση των πραγμάτων που παρέρχονται και χάνονται. Για τις «μισές αλήθειες» και την αίσθηση του «ανήκειν».
Με την ρέουσα αφήγησή του και το χιούμορ που είναι διάχυτο στο βιβλίο, ο Ρούγκε περιγράφει εκπληκτικά τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία, από τη μια την άνευ όρων υποταγή και υπακοή των κατοίκων, από την άλλη τις προσδοκίες με την περεστρόικα και τον Γκορμπατσώφ. Την λαχτάρα για τη ζωή στην άλλη πλευρά και την απογοήτευση από την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την πτώση του Τοίχους, όπου τα σπίτια έχασαν την αξία τους, και οι κάτοικοι βρέθηκαν φτωχότεροι από πριν.

Το βιβλίο έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, (αφού η οικογένειά του συγγραφέα παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτήν της ιστορίας που περιγράφει) και η ανάγνωση του, μπορεί να παρομοιασθεί με το ξεφύλλισμα ενός οικογενειακού άλμπουμ παλιών φωτογραφιών, οι χαρακτήρες παρουσιάζονται με γλυκύτητα και σεβασμό, ακόμα και οι πιο στριφνοί γίνονται συμπαθείς στον αναγνώστη, με τις παραξενιές τους, τις τρέλες τους. Παρά την έλλειψη αγωνίας για τα τεκταινόμενα, η ιστορία είναι τόσο ελκυστική που σε μαγνητίζει, δείγμα του εξαιρετικού στυλ του συγγραφέα, ο οποίος μας χάρισε ένα αλησμόνητο έργο.