Σάββατο, Μαΐου 28, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαΐου 28, 2022 | Permalink
Those vintage years ("Μικρές Αυτοκρατορίες")
Ο
Χρήστος Αστερίου (1971, Αθήνα), αποτελεί την ιδιαίτερη συγγραφική περίπτωση,
ενός στυλίστα δημιουργού που δεν παρασύρεται από «ευκολίες», που δεν υποκύπτει
στη γοητεία της πλοκής, ενώ στα μυθιστορήματα του, δεν βρίσκεις στοιχεία
σύγχρονης ηθογραφίας από τα οποία κατακλύζεται η εγχώρια παραγωγή.
Μετά το απαιτητικό και ευρηματικό μυθιστόρημά του «Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ» πριν από μερικά χρόνια, ο δημιουργικός και ολιγογράφος συγγραφέας επανήλθε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, με τις «ΜΙΚΡΕΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ – MURATTI / ΕΝΑΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ» (εκδ. Πόλις, σελ. 91), ένα ολιγοσέλιδο αφήγημα, που κινείται στον δυσδιάκριτο χώρο μεταξύ νουβέλας, έρευνας, ιστορικής καταγραφής.
Στο βιβλίο του ο Αστερίου, ασχολείται με μια ιστορική καπνοβιομηχανία, που κατασκεύαζε τα περίφημα τσιγάρα Muratti. Δεν αποπειράται όμως μια ιστορική καταγραφή της φίρμας, ούτε ασχολείται με τις λεπτομέρειες. Ουσιαστικά η ιστορία αυτή τού χρησιμεύει ως πρόσχημα για να μιλήσει για τις «μικρές αυτοκρατορίες» που χάνονται μέσα στο διάβα του χρόνου. Για τον μαρασμό και τη λησμονιά, για τις συνήθειες των ανθρώπων και πως μπορούν να αλλάξουν όλα, για την δύναμη του χρόνου και την σχετικότητα των πραγμάτων.
Η
καπνοβιομηχανία Muratti, ιδρύθηκε το 1821
στην Κωνσταντινούπολη από έναν Έλληνα καπνέμπορο, τον Βασίλειο Μουράτογλου.
Μέχρι το 1880 δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για την πορεία της εταιρείας που
άκμαζε, όμως το 1882 ο Σουλτάνος λόγω υπέρογκου χρέους παραδίδει το μονοπώλιο
του καπνού σε μια ευρωπαϊκή κοινοπραξία και κατ’ αυτόν τον τρόπο «υποχρεώνει»
την οικογένεια Μουράτογλου να μεταφέρει τις δραστηριότητές της εκτός Τουρκίας.
Οι Μουράτογλου (υιοί), ανοίγουν γραφεία στο Βερολίνο της Γερμανίας και στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, ο Σοφοκλής αναλαμβάνει το Γερμανικό γραφείο, ο Δημοσθένης το Βρετανικό. Η αλματώδης άνοδος της εταιρείας στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα την καθιερώνει στην αγορά και τα τσιγάρα της βρίσκονται στα δάχτυλα ηθοποιών και διασήμων που φωτογραφίζονται με αυτά, ενώ και τα κέρδη παρά τον Α παγκόσμιο πόλεμο πολλαπλασιάζονται.
Η απουσία απογόνων όμως, φέρνει αλλαγές στην ιδιοκτησία της εταιρείας. Ο Σοφοκλής πεθαίνει μετά τον πόλεμο και η εταιρεία περνάει στα χέρια των Αρμένιων Ιμπλακτσιάν, ενώ την διεύθυνση έχει ο καπνέμπορος Αλέξανδρος Εμφιετζόγλου, που παντρεύτηκε την χήρα του Σοφοκλή Μουράτογλου. Το όνομα της φίρμας συνεχίζει να είναι MURATTI.
Το
Αγγλικό παράρτημα της εταιρείας συνεχίζει υπό την διεύθυνση του Δημοσθένη
Μουράτογλου και ακμάζει ακολουθώντας τις τάσεις της εποχής, αναλαμβάνοντας
χορηγίες σε ποδηλατικούς αγώνες και σε τουρνουά ποδοσφαίρου, θα αντιμετωπίσει
την κρίση του μεγάλου πολέμου και τον συνδικαλισμό της εποχής και μετά τον
θάνατο του άκληρου Δημοσθένη, θα περάσει στα χέρια της Philip
Morris International, ενώ το Γερμανικό
παράρτημα αφού αγορασθεί από έναν Γερμανό επιχειρηματία το 1960, θα περάσει κι
αυτό στα χέρια της British American Tobacco. Τι θυμίζει πλέον
τα παλιά Muratti; Ένας τύπος τσιγάρου που ονομάζεται Muratti Ambassador και ένα τουρνουά ποδοσφαίρου
στα νησιά της Μάγχης που συνεχίζεται από το 1905 και διοργανώνεται ετησίως.
«Δεν είναι μόνο το αίσθημα της λύπης που μας κατακλύζει όποτε εντοπίζουμε ένα ρημαγμένο, εγκαταλειμμένο σπίτι, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε καλά καλά ποιοι και πότε κατοίκησαν σ’ αυτό. Δεν νιώθουμε μόνο θλίψη μαθαίνοντας γι’ ανθρώπους που χάθηκαν, ανιόντες συγγενείς, την ακριβή ιστορία των οποίων αγνοούμε, ή αγνώστους με βίους ανεξερεύνητους και ίχνη βυθισμένα στην ιλύ του παρελθόντος. Είναι κι ένας βουβός τρόμος που μας καταλαμβάνει στη θέα των ερειπίων που στέκουν στο δρόμο μας σαν τοπόσημα θανάτου. Δεν απεικονίζουν μόνο το παρελθόν, όπως θέλουμε να νομίζουμε, κοιτάζοντας τα κάποτε με κάποια αλαζονεία, αλλά προοικονομούν αυτό που μας επιφυλάσσει η μοίρα συμβολίζουν το αναπόφευκτο, την απόλυτη βεβαιότητα της λήθης. Ίσως γι’ αυτό και να συμβαίνει το ανεξήγητο, να πενθούμε, δηλαδή, ανθρώπους άγνωστους ή κουφάρια κτιρίων, απλώς και μόνο επειδή δεν κατάφεραν ν’ αντισταθούν στη διαβρωτική δύναμη του χρόνου.
Στην
πραγματικότητα, είμαστε όλοι μικρές αυτοκρατορίες, προορισμένες να χαθούν. Το
παράδοξο μοιρολόι που σιγοψιθυρίζουμε μιλάει, ουσιαστικά, για εμάς τους
ίδιους.»
Ο Αστερίου έκανε πολυετή έρευνα για το βιβλίο του. Ταξίδεψε στα κέντρα των επιχειρήσεων Muratti, αλλά βρήκε ελάχιστα στοιχεία. Κυρίως για τον 19ο αιώνα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα, ούτε το παραμικρό ντοκουμέντο, παρά μόνο ένα κουτί παπουτσιών που βρήκε σε κάποιο τοπικό αρχείο, με ένα πακέτο τσιγάρων και λίγα αντικείμενα. Τι απέμεινε λοιπόν, από μια τόσο πλούσια ιστορία, από ένα επιχειρηματικό θαύμα που κράτησε 100 χρόνια για μια οικογένεια και πολλά ακόμα για μια εταιρεία; Ουσιαστικά ένα άδειο κέλυφος.
Ο Αστερίου υποχρεώνεται (εκ των πραγμάτων) να αυτοσχεδιάσει, να οικοδομήσει ένα αφήγημα, έχοντας στα χέρια του σκόρπια στοιχεία. Ίσως όμως αυτή η συνθήκη, να τον ευνόησε, γιατί με λόγο ευσύνοπτο και περιεκτικό, έγραψε μια ελεγεία των χαμένων ευκαιριών και των απωλεσθέντων στιγμών στο πέρασμα του χρόνου. Τοποθετεί τον ήρωά του, έναν μοναχικό ηλικιωμένο που στη θέαση μιας ωραίας γυναίκας που καπνίζει, θυμάται την ηδονή που ένιωθε ανάβοντας ένα τσιγάρο, και αυτόματα, έρχεται στο νου του αυτή η μηχανική κίνηση που την βλέπουμε όλο και αραιότερα γύρω μας. Το πακέτο τσιγάρων που κρατούσε η κοπέλα ήταν MURATTI και αυτό ανασύρει μνήμες στον «ήρωα» της ιστορίας, που θα προσπαθήσει να βρει στοιχεία για την (ελληνικής έμπνευσης) εταιρεία, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία.
«…Αν οι εποχές μπορούν, ανεξαιρέτως όλες, να συνυπάρχουν ταυτόχρονα και όχι να στοιβάζονται σε στρώματα, η μία θύμα της άλλης, αν νεκροί και ζωντανοί, με το βάρος των προσωπικών τους ιστοριών, μπορούν να είναι, τρόπον τινά, παρόντες την ίδια στιγμή, το μονοσήμαντο «τώρα» αποκτά και πάλι νόημα, γίνεται ξανά συναρπαστικό.»
Οι Μουράτογλου (υιοί), ανοίγουν γραφεία στο Βερολίνο της Γερμανίας και στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, ο Σοφοκλής αναλαμβάνει το Γερμανικό γραφείο, ο Δημοσθένης το Βρετανικό. Η αλματώδης άνοδος της εταιρείας στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα την καθιερώνει στην αγορά και τα τσιγάρα της βρίσκονται στα δάχτυλα ηθοποιών και διασήμων που φωτογραφίζονται με αυτά, ενώ και τα κέρδη παρά τον Α παγκόσμιο πόλεμο πολλαπλασιάζονται.
Η απουσία απογόνων όμως, φέρνει αλλαγές στην ιδιοκτησία της εταιρείας. Ο Σοφοκλής πεθαίνει μετά τον πόλεμο και η εταιρεία περνάει στα χέρια των Αρμένιων Ιμπλακτσιάν, ενώ την διεύθυνση έχει ο καπνέμπορος Αλέξανδρος Εμφιετζόγλου, που παντρεύτηκε την χήρα του Σοφοκλή Μουράτογλου. Το όνομα της φίρμας συνεχίζει να είναι MURATTI.
«Δεν είναι μόνο το αίσθημα της λύπης που μας κατακλύζει όποτε εντοπίζουμε ένα ρημαγμένο, εγκαταλειμμένο σπίτι, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε καλά καλά ποιοι και πότε κατοίκησαν σ’ αυτό. Δεν νιώθουμε μόνο θλίψη μαθαίνοντας γι’ ανθρώπους που χάθηκαν, ανιόντες συγγενείς, την ακριβή ιστορία των οποίων αγνοούμε, ή αγνώστους με βίους ανεξερεύνητους και ίχνη βυθισμένα στην ιλύ του παρελθόντος. Είναι κι ένας βουβός τρόμος που μας καταλαμβάνει στη θέα των ερειπίων που στέκουν στο δρόμο μας σαν τοπόσημα θανάτου. Δεν απεικονίζουν μόνο το παρελθόν, όπως θέλουμε να νομίζουμε, κοιτάζοντας τα κάποτε με κάποια αλαζονεία, αλλά προοικονομούν αυτό που μας επιφυλάσσει η μοίρα συμβολίζουν το αναπόφευκτο, την απόλυτη βεβαιότητα της λήθης. Ίσως γι’ αυτό και να συμβαίνει το ανεξήγητο, να πενθούμε, δηλαδή, ανθρώπους άγνωστους ή κουφάρια κτιρίων, απλώς και μόνο επειδή δεν κατάφεραν ν’ αντισταθούν στη διαβρωτική δύναμη του χρόνου.
Ο Αστερίου έκανε πολυετή έρευνα για το βιβλίο του. Ταξίδεψε στα κέντρα των επιχειρήσεων Muratti, αλλά βρήκε ελάχιστα στοιχεία. Κυρίως για τον 19ο αιώνα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα, ούτε το παραμικρό ντοκουμέντο, παρά μόνο ένα κουτί παπουτσιών που βρήκε σε κάποιο τοπικό αρχείο, με ένα πακέτο τσιγάρων και λίγα αντικείμενα. Τι απέμεινε λοιπόν, από μια τόσο πλούσια ιστορία, από ένα επιχειρηματικό θαύμα που κράτησε 100 χρόνια για μια οικογένεια και πολλά ακόμα για μια εταιρεία; Ουσιαστικά ένα άδειο κέλυφος.
Ο Αστερίου υποχρεώνεται (εκ των πραγμάτων) να αυτοσχεδιάσει, να οικοδομήσει ένα αφήγημα, έχοντας στα χέρια του σκόρπια στοιχεία. Ίσως όμως αυτή η συνθήκη, να τον ευνόησε, γιατί με λόγο ευσύνοπτο και περιεκτικό, έγραψε μια ελεγεία των χαμένων ευκαιριών και των απωλεσθέντων στιγμών στο πέρασμα του χρόνου. Τοποθετεί τον ήρωά του, έναν μοναχικό ηλικιωμένο που στη θέαση μιας ωραίας γυναίκας που καπνίζει, θυμάται την ηδονή που ένιωθε ανάβοντας ένα τσιγάρο, και αυτόματα, έρχεται στο νου του αυτή η μηχανική κίνηση που την βλέπουμε όλο και αραιότερα γύρω μας. Το πακέτο τσιγάρων που κρατούσε η κοπέλα ήταν MURATTI και αυτό ανασύρει μνήμες στον «ήρωα» της ιστορίας, που θα προσπαθήσει να βρει στοιχεία για την (ελληνικής έμπνευσης) εταιρεία, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία.
«…Αν οι εποχές μπορούν, ανεξαιρέτως όλες, να συνυπάρχουν ταυτόχρονα και όχι να στοιβάζονται σε στρώματα, η μία θύμα της άλλης, αν νεκροί και ζωντανοί, με το βάρος των προσωπικών τους ιστοριών, μπορούν να είναι, τρόπον τινά, παρόντες την ίδια στιγμή, το μονοσήμαντο «τώρα» αποκτά και πάλι νόημα, γίνεται ξανά συναρπαστικό.»
Η αφήγηση είναι θραυσματική, χρησιμοποιούνται κάποιες φωτογραφίες, κάποια δημοσιεύματα σε εφημερίδες, κάποια ιστορικά στοιχεία. Ο Αστερίου με συγκροτημένο λόγο, δεν υποκύπτει σε λυρισμούς και μελαγχολικές κορώνες, χωρίς νοσταλγικό ύφος περιπλανιέται στα «vintage years» (που τραγουδά ο Brian Ferry), ενώ οι δύο (κάτι σαν) επιστολές που απευθύνει στον (ιδιαίτερα αινιγματικό) Σοφοκλή Μουράτογλου, γραμμένες σε προσωπικό τόνο και ευρισκόμενες στο κέντρο της αφήγησης, είναι εκπληκτικές και καταδεικνύουν μια διαφορετική πορεία που θα μπορούσε να πάρει το βιβλίο εάν ήθελε ο δημιουργός του να επεκταθεί περισσότερο.
Είμαστε όλοι λοιπόν, «μικρές αυτοκρατορίες» προορισμένες να σβήσουν χωρίς ίχνη στο πέρασμα του χρόνου; Το ερώτημα αιωρείται στη συνείδηση του αναγνώστη, καθώς διατρέχει τις σελίδες του μικρού αλλά πολύτιμου βιβλίου. Τι άλλο από «μικρή αυτοκρατορία» είναι το μαγαζί μου, η επιχείρηση του διπλανού, το σπίτι του γείτονα; Πόσο ρευστά είναι όλα αυτά και τι θα απομείνει στο τέλος;
Τι έχει απομείνει από τον κοσμοπολιτισμό των λεβαντίνων επιχειρηματιών, από την belle époque, από τη μόδα του καπνίσματος, από τις μοιραίες γυναίκες και τους μυστηριώδεις γόητες που έκαναν την κίνηση να ανάψουν ένα τσιγάρο; Τα MURATTI ήταν ένα τσιγάρο που σήμαινε πολλά περισσότερα, ήταν μόδα, ήταν ένδειξη καλού γούστου. Τι έχει μείνει από όλα αυτά για να τα θυμίζει; Ένα τουρνουά ποδοσφαίρου στα νησάκια της Μάγχης. Ειρωνικό αλλά και αρκετά ρομαντικό!
Οι «ΜΙΚΡΕΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ», είναι ένα βιβλίο στοχαστικό που δεν ωραιοποιεί καταστάσεις και δεν νοσταλγεί «χαμένα μεγαλεία». Είναι ένα βιβλίο για τη λήθη, τον χρόνο, τη μνήμη αλλά και για το όραμα, τη δημιουργικότητα και την ιστορία. Βοηθούμενο από μια πολυτελή έκδοση από τις εκδόσεις Πόλις που εντυπωσιάζει απλά και μόνο ξεφυλλίζοντάς τις σελίδες του, είναι ένα βιβλίο έκπληξη, που δείχνει τις μεγάλες δυνατότητες του δημιουργού του.
Βαθμολογία 83 / 100