Τρίτη, Απριλίου 27, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Απριλίου 27, 2010 | Permalink
"Ότι θυμάμαι πάντως είναι πράγματα τρομερά και ανείπωτα..."
Ο εξαιρετικός SEBASTIAN BARRY είναι ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Ιρλανδούς λογοτέχνες και το αποδεικνύει με κάθε μυθιστόρημά του. Η δύναμη της γραφής του σε συνδιασμό με την ποιητικότητα που χαρακτηρίζει την μυθοπλασία του, η εξαιρετική χρήση των ιστορικών γεγονότων είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν όλα του τα βιβλία. Με το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά του, «Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ» (The secret scripture, 2008) – (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ.Ά.Κορτώ, σελ.327) απέσπασε το σημαντικό βραβείο Costa, ενώ για μια ακόμα φορά ήταν στην short list του βραβείου Booker.

Το παρελθόν στοιχειώνει τις δημιουργίες του Μπάρυ, η ιστορία της Ιρλανδίας αποτελεί το πλαίσιο που εκτυλλίσονται τα μυθιστορήματα του, και δεν υπάρχει εξαίρεση ούτε στην «Μυστική γραφή» ενώ με πολύ δημιουργικό τρόπο συνδέει το πρώτο του βιβλίο, το εκπληκτικό «Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΙΝΙΑΣ ΜΑΚΝΑΛΤΥ» με το τελευταίο του, θίγοντας ξανά τα αγαπημένα του θέματα, τον αδερφοκτόνο εμφύλιο, τις θρησκευτικές διαμάχες, την εξουσία του κλήρου, την μοίρα των αδύναμων ανθρώπων. Και εάν στην «Οδύσσεια…» και στο «ΜΑΚΡΙΑ,ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ», οι «άτυχοι» ήρωες ήταν άνδρες, στην «Μυστική γραφή» ο κεντρικός χαρακτήρας είναι μία άτυχη γυναίκα, η Ροσίν Κλίαρ-ΜακΝάλτυ, η οποία αφηγείται την ζωή της και έμμεσα τη ιστορία του τόπου της λίγο προτού πεθάνει.

«Το Σλάιγκο μ’έκανε ότι είμαι και το Σλάιγκο με ξέκανε κατόπιν, μα ακόμα κι έτσι θα έπρεπε να είχα πάψει προ πολλού να εξαρτώ την ολοκλήρωσή μου και τη διάλυσή μου από τη συνάφεια των ανθρώπων και να φρόντιζα τον εαυτό μου μοναχή μου. Ο τρόμος και η οδύνη σημάδεψαν την ιστορία της ζωής μου γιατί όταν ήμουνα μικρή θεωρούσα πως άλλοι άνθρωποι όριζαν σαν γραφτό την ευτυχία ή την κακοτυχία μου – δεν γνώριζα πως ο άνθρωπος μπορεί να υψώσει ένα τείχος από νοερά σοβαντισμένα τούβλα ενάντια στη φρίκη και στα απάνθρωπα, τα σκοτεινά κόλπα του χρόνου που μας βάλλει, και ως εκ τούτου να χαράξει μόνο του την ιστορία του.»

Η Ροσίν είναι περίπου 100 χρονών και πάνω από 6 δεκαετίες ζει στο ψυχιατρείο του Ροσκόμον το οποίο είναι έτοιμο προς κατεδάφιση. Οι ασθενείς πρέπει να μεταφερθούν σε σύγχρονες εγκαταστάσεις και ο ψυχίατρος Δρ Γκρεν πρέπει να φροντίσει για την ομαλή τους μετακόμιση ή εάν εκείνος κρίνει γιά την απελευθέρωση τους. Η Ροσίν έχει μείνει μόνη στο ίδρυμα με την φροντίδα ενός ιδιόμορφου νοσοκόμου, του Τζον Κέιν και η περίπτωσή της είναι ιδιάζουσα και θέλει λεπτούς χειρισμούς.

Η Ροσίν ενώ φαίνεται να υποφέρει από προβλήματα μνήμης, γράφει κρυφά από όλους την ιστορία της ζωής της, την οποία την κρύβει επιμελώς κάτω από το πάτωμα του δωματίου της. Ο Δρ Γκρεν από την άλλη κρατάει κι αυτός σημειώσεις από το τι του λέει η Ροσίν στις κατ’ιδίαν συζητήσεις τους ενώ ψάχνοντας την αιτία του εγκλεισμού της αιωνόβιας ασθενούς στο ίδρυμα, βρίσκει μετά από ψάξιμο αρχείων μία αναφορά ενός ιερωμένου, του Πατέρα Γκοντ που παρουσιάζει την ιστορία της γηραιάς έγκλειστης λίγο διαφορετικά απ’ότι φαίνεται να θυμάται η ίδια.

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με δύο διαφορετικές αφηγήσεις. Την πιο προσωπική της Ροσίν και την αρχικά αποστασιοποιημένη, αλλά καθώς εξελίσσεται το βιβλίο αρκετά συναισθηματική του Δρ Γκρεν. Η αφήγηση της ασθενούς είναι συγκλονιστική. Μπροστά μας ξετυλίγεται μία ζωή που η μοίρα την σημάδεψε από μικρή. Οι ταλαιπωρίες του πατέρα της, που υπηρέτησε ως Πολιτοφύλακας στον Αγγλικό στρατό κατοχής σημάδεψε τη ζωή τους και κατέληξε στον θάνατό του - αυτοκτονία κατά την Ροσίν, δολοφονία κατά τον Πατέρα Γκοντ. Πανέμορφη και αντικείμενο πόθου για όλο το Σλάιγκο και τα περίχωρα η νεαρή Ιρλανδέζα τίθεται υπό την «προστασία» του ιερωμένου, ο οποίος ουσιαστικά της καθορίζει τη ζωή. Όταν εκείνη ερωτεύεται τον περιζήτητο γαμπρό της περιοχής, τον μουσικό Τομ ΜακΝάλτυ και παντρεύονται, η οικογένεια του που ήδη τραβάει τα ζόρια της με τον Ενίας τον άλλο τους γιό (ήρωα του πρώτου μυθιστορήματος του Μπάρυ),διαφωνώντας για την επιλογή του Τομ να επιλέξει μία Πρεσβυτεριανή για νύφη, όντας αυτοί φανατικοί Καθολικοί, τους βάζει στο περιθώριο και ζουν απομονωμένοι σε μια αγροικία στα περίχωρα του Σλάιγκο. Η κόλαση της Ροσίν αρχίζει μ’αυτόν τον γάμο και δεν θα τελειώσει ποτέ. Σε μια συγκινητική και ταυτόχρονα βίαιη και απάνθρωπη ιστορία θα καταλήξει να εγκλεισθεί χωρίς να φταίει στο ψυχιατρικό ίδρυμα πληρώνοντας τα θρησκευτικά πάθη, τον συντηρητισμό της τοπικής κοινωνίας, την σχιζοφρένεια της εποχής. Ο Δρ. Γκρεν από την άλλη, βιώνοντας από τη μια τον χαμό της συζύγου του και από την άλλη την έλξη που του ασκεί αυτή η γηραιά άγνωστή του εμπλέκεται όλο και περισσότερο στην ιστορία που τον τραβάει μέσα της και δεν μπορεί να την αφήσει αν δεν ξεδιαλύνει τα περιστατικά που οδήγησαν την Ροσίν στον εγκλεισμό. Η ιστορία θα του αποκαλύψει περισσότερα απ’όσα περιμένει…

Η οικογένεια της Ροσίν ήταν εξ’αρχής στο περιθώριο του Σλάιγκο. Μιας πόλης μικρής στο βορειοδυτικό άκρο της Ιρλανδίας, σκοτεινή και με σκληραγωγημένους κατοίκους στην πλειοψηφία τους Καθολικούς. Η οικογένεια Κλίαρ ήταν Πρεσβυτεριανοί, άρα πιο κοντά στην Προτεσταντική – Αγγλική επίδραση, συν το γεγονός ότι ο πατέρας της ηρωίδας υπηρέτησε στην Πολιτοφυλακή, αυτόματα τους έφερε στο έλεος του αυστηρού και φανατικού ιερέα, ο οποίος Καθολικός ων, εξουσίαζε ουσιαστικά την μικρή πόλη. Η Ροσίν είχε την ατυχία να πέσει και σε μια άκρως μητριαρχική οικογένεια, όπου η μητέρα του Τομ, εκδήλωσε την απέχθειά της προς αυτήν από την αρχή και της την είχε στημένη. Η καλωσύνη της ηρωίδας, η ευγένειά της και η διακριτική της συμπεριφορά αποτέλεσαν επιβαρυντικά στοιχεία που συνετέλεσαν στην ακόμα μεγαλύτερη περιθωριοποίησή της όταν συνελήφθη από τον ιερέα απλώς να συνομιλεί με έναν νεαρό πρώην αντάρτη. Το στιγμιαίο λάθος που ακολούθησε της σημάδεψε τη ζωή και συνέβαλε στον ήδη προδιαγεγραμμένο εγκλεισμό της στο ίδρυμα για το υπόλοιπο του βίου της.

Πέραν των ευκολιών που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας στην μυθοπλασία του – ο ιερέας λέγεται Γκοντ (Θεός) και εξουσιάζει τον μικρόκοσμο του Σλάιγκο, ο πατέρας της Ροσίν στην αρχή του βιβλίου δουλεύει ως νεκροθάφτης και η Ροσίν περνάει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή της ουσιαστικά μέσα σε ένα τάφο ή το άκρως μελοδραματικό φινάλε που κάπως χαλάει την συνολική εικόνα, έχουμε να κάνουμε με ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που συναρπάζει και συγκινεί ακόμα και τον πιο αδιάφορο ή αδαή αναγνώστη. Μπορεί οι συγγένειες με τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα να είναι εμφανείς αλλά δεν ενοχλεί αν κάποιος δεν έχει διαβάσει κανένα από τα προηγούμενα, απλά θα το απολαύσει περισσότερο αν ξέρει την ιστορία του Ενίας που ως άλλος Οδυσσέας ή ως άλλος Αινείας (του Βιργίλιου) μονίμως περιπλανιέται, ζώντας κι αυτός συνεχώς στο περιθώριο. Η μοίρα της Ροσίν και του Ενίας ενώνονται με έναν παράλογο (και καταλυτικό για την εξέλιξη του μυθιστορήματος) τρόπο, ο οποίος όμως δεν προξενεί εντύπωση διότι η ζωή της ηρωίδας και η καταδίκη της είναι η αποθέωση του παραλογισμού.

Υπέροχες και ολοζώντανες εικόνες από την ζωή στην προπολεμική-μετεμφυλιακή Ιρλανδία, άγρια ομορφιά του τοπίου σε συνδιασμό με βίαια και απάνθρωπα γεγονότα. Το γραπτό της Ροσίν αποκτά την υφή του ιερού κειμένου, και με την λυρική και φινετσάτη γλώσσα του Μπάρυ είναι ένα κείμενο υπέροχο και πανέμορφο που δεν μπορεί σαν το αφήσεις από τη χέρια σου.

«Ότι θυμάμαι πάντως είναι πράγματα τρομερά και ανείπωτα και θάνατο πολύ, και σαματά, μα όλο μαζί μου μοιάζει σαν αυτές τις αγριευτικές ζωγραφιές που κρεμάνε στις εκκλησίες. Κύριος οίδε γιατί, αφού σ’αυτές κατά κανόνα δεν διακρίνεις τίποτε απολύτως.»

Είναι ένα ταξίδι στην ιστορία της πανέμορφης και ταλαίπωρης χώρας, από τον Εμφύλιο στον βομβαρδισμό του Μπέλφαστ από την Λουφτβάφε, από τα νεοφασιστικά τάγματα του αυτοαποκαλούμενου Στρατηγού μέχρι την ντροπιαστική ημέρα που οι αρχές του τόπου κάλεσαν Άγγλο δήμιο να εκτελεί τις θανατικές εκτελέσεις. Ο συγγραφέας ανατέμνει τις παραδοσιακές αρχές των Ιρλανδέζικων οικογενειών με τις αδυσώπητες και τρομακτικές μέσα στον άκρατο συντηρητισμό τους συνήθειες, τον ύπουλο ρόλο της Καθολικής εκκλησίας, το αδιέξοδο των ψυχιατρικών ιδρυμάτων με τις απαράδεκτες συνθήκες που επικρατούσαν. Αυτοί που ξεχώριζαν είτε με την εξωτερική του εμφάνιση, είτε με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, είτε με τις αντισυμβατικές τους συμπεριφορές έπρεπε να μείνουν στο περιθώριο – αν τα συνδύαζαν δε όλα αυτά η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη.

«…Έζησα κι εγώ κάποτε με τους ανθρώπους και έμαθα πως κατά κανόνα είναι παγεροί και απάνθρωποι, και όμως θα μπορούσα να μνημονεύσω τρεις ή τέσσερις που υπήρξαν άγγελοι.
Φαντάζομαι ότι η σημασία του βίου μας μετριέται μ’αυτούς τους λιγοστούς αγγέλους που ξετρυπώνουμε από το πλήθος μας, χωρίς βέβαια να τους μοιάζουμε.»
 
Δευτέρα, Απριλίου 19, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Απριλίου 19, 2010 | Permalink
Η ανατομία μιάς αυτοκρατορίας μέσα από την κοινωνική ιστορία του Χ.Ζιν
Άραγε, υπάρχει «αντικειμενική» αφήγηση της Ιστορίας; Πόσες αλήθειες μπορούν να υπάρξουν όταν αφηγείσαι ιστορικά γεγονότα; Ο μεγάλος Howard Zinn, ένας αυθεντικός Homo Universalis, ιστορικός, συγγραφέας, πολιτικός ακτιβιστής είναι κατηγορηματικός: «Ακόμα και ένας έξυπνος 12άχρονος μπορεί να το καταλάβει, δεν μπορεί να υπάρξει μία «αντικειμενική αλήθεια» αλλά πολλές διαφορετικές «αλήθειες» ανάλογα με την υποκειμενική ματιά του ιστορικού». Από αυτή την αφετηρία πρέπει να ξεκινήσει κάποιος (ή έστω να την κρατήσει «στο πίσω μέρος του κεφαλιού του) όταν μπει στη διαδικασία να διαβάσει την επιβλητική «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ» (Εκδ. Αιώρα, μετάφρ. Θ.Καλύβα, σελ.779) του προαναφερόμενου Χάουαρντ Ζιν, ο οποίος πέθανε πολύ πρόσφατα σε ηλικία 88 χρονών.

Το σπουδαίο αυτό βιβλίο, που γνωρίζει τεράστια επιτυχία παγκοσμίως από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε, το 1984 (γνωρίζοντας συνεχείς επανεκδόσεις,ενώ ο συγγραφέας προσέθεσε μερικά κεφάλαια ακόμα για να φτάσει μέχρι το 2005), είναι μια κοινωνική ιστορία των Η.Π.Α. από την εποχή του Κολόμβου μέχρι την προεδρία του (αξέχαστου) Μπους τζούνιορ. Σ΄αυτές τις σχεδόν 800 σελίδες παρακολουθούμε τις περισσότερες φορές έκπληκτοι το πώς «χτίζεται», πως διαμορφώνεται ένα έθνος, ένα κράτος (from scratch που λένε και οι ίδιοι οι Αμερικανοί), και τις προσπάθειες, τους αγώνες των λαών, των κοινοτήτων, των φυλών που το απαρτίζουν.

Όπως γράφει, ο ίδιος ο Ζιν στο πρώτο κεφάλαιο:
«Η δική μου οπτική γωνία στην αφήγηση της ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών είναι διαφορετική:πιστεύω πως δεν πρέπει να δεχόμαστε ότι η μνήμη των κρατών ταυτίζεται με τη δική μας. Τα έθνη δεν είναι και δεν υπήρξαν ποτέ κοινότητες. Όταν η ιστορία οποιασδήποτε χώρας παρουσιάζεται ως ιστορία μιας οικογένειας, τότε αποκρύπτονται λυσσαλέες συγκρούσεις συμφερόντων (που μερικές φορές εμφανίζονται στο προσκήνιο, αλλά τις περισσότερες φορές είναι καταπιεσμένες) ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους, σε αφέντες και δούλους, σε καπιταλιστές και εργάτες, σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, σε άτομα διαφορετικής φυλής και φύλου. Και σ’έναν τέτοιο κόσμο συγκρούσεων, σ’έναν κόσμο θυμάτων και δημίων, είναι καθήκον των σκεπτόμενων ανθρώπων, όπως είπε ο Αλμπέρ Καμί, να μη συμμαχήσουν με τους δήμιους.
Έτσι λοιπόν, σε αυτή την αναπόφευκτη επιλογή στρατοπέδου, που προκαλείται από την επιλεκτικότητα και την έμφαση που δίνει καθένας στα ιστορικά γεγονότα, προτιμώ να επιχειρήσω να διηγηθώ την ιστορία της ανακάλυψης της Αμερικής από την πλευρά των Ινδιάνων Αράουακ, την ιστορία του Συντάγματος από την πλευρά των σκλάβων, την ιστορία του Άντριου Τζάκσον όπως την βίωσαν οι Τσερόκι, την ιστορία του Αμερικανικού Εμφυλίου όπως την είδαν οι Ιρλανδοί της Νέας Υόρκης, την ιστορία του Μεξικανικού πολέμου όπως την έζησαν οι λιποτάκτες του στρατηγού Σκοτ, τη Βιομηχανική Επανάσταση όπως την είδαν οι νεαρές γυναίκες που δούλευαν στα κλωστουφαντουργεία του Λόουελ, την ιστορία του Ισπανοαμερικανικού πολέμου όπως την έζησαν οι Κουβανοί, την κατάκτηση των Φιλιππίνων από την πλευρά των μαύρων στρατιωτών στο νησί Λουζόν, την ιστορία της Χρυσής Εποχής όπως την είδαν οι αγρότες του Αμερικανικού Νότου, την ιστορία του Α παγκόσμιου πολέμου όπως τον είδαν οι σοσιαλιστές, την ιστορία του Β παγκόσμιου πολέμου όπως τον είδαν οι πασιφιστές, το Νιού Ντιλ όπως το βίωσαν οι μαύροι του Χάρλεμ, τη μεταπολεμική αμερικανική αυτοκρατορία όπως την έζησαν οι δούλοι στη Λατινική Αμερική και ούτω καθεξής, όλα αυτά βέβαια στο βαθμό που κάθε άνθρωπος –όσο και αν πασχίζει- κατορθώνει να «δει» την ιστορία από την οπτική γωνία κάποιου άλλου.»


Ο Ζιν δεν αρκείται σε απλές αναφορές αλλά παραθέτει εξαντλητικά στοιχεία για να τεκμηριώσει τις απόψεις του. Σε 25 κεφάλαια αναλύει τα πάντα με απλότητα και σαφήνεια, με διεισδυτικότητα και ενάργεια, με κέφι και χιούμορ χωρίς πρόθεση διδακτισμού ή χωρίς να «κουνάει το δάχτυλο» επικριτικά. Δεν υιοθετεί «θεωρίες συνωμοσίας» για το Περλ Χάρμπορ, ή για την 11/9. Δεν στέκεται σε λεπτομέρειες γύρω από γεγονότα και μάχες, ούτε σε ημερομηνίες και στείρα καταγραφή ιστορικών γεγονότων αλλά περνάει την άποψή του πάντα βέβαια από την πλευρά των απλών ανθρώπων.

Ο συγγραφέας τονίζει γεγονότα άγνωστα στον πολύ κόσμο – τουλάχιστον στον μέσο Ευρωπαίο (και όχι μόνο) αναγνώστη. Οι σφαγές των Αμερικανών στρατιωτών στις Φιλιππίνες στις αρχές του 20ου αιώνα, ίσης σχεδόν αγριότητας με αυτές που πραγματοποίησε ο Αμερικανικός στρατός στο Βιετνάμ είναι ένα γεγονός που έχει ξεχαστεί ή δεν έχει τονισθεί. Όπως και το τι πέρναγε ο κόσμος την αποκαλούμενη «Χρυσή Εποχή» την δεκαετία του 20, που άνθιζε το χρηματιστήριο και που έμεινε στο κοινωνικό υποσυνείδητο ως «Εποχή της Τζαζ» (μέσα από τα έξοχα μυθιστορήματα του Φ.Σ.Φιτζέραλντ), στην πραγματικότητα ήταν μια εποχή που το 90% του λαού υπέφερε μη μπορώντας να πληρώσει το νοίκι του, εξάλλου όπως διαπιστώνεται από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται απέξω και ο ίδιος ο Ζιν το γράφει ξεκάθαρα: «Όταν ο πρόεδρος δηλώνει χαρούμενα ότι «η οικονομία μας είναι γερή», δεν ομολογεί ότι δεν είναι καθόλου γερή για 40 ή 50 εκατομμύρια πολίτες που παλεύουν να επιβιώσουν, μολονότι ενδέχεται να είναι αρκετά γερή για πολλά μέλη της μεσαίας τάξης και ιδιαίτερα γερή για το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού που κατέχει το 40% του συνολικού πλούτου του έθνους

Ο Ζιν υποστηρίζει ότι το Αμερικανικό κράτος στήθηκε πάνω στις ανάγκες των ισχυρών. Η θέση του είναι ότι το περίφημο Σύνταγμα των Η.Π. που θεωρείται το «δημοκρατικότερο» που υπάρχει δεν είναι τίποτε άλλο από μία κίνηση 55 προνομιούχων λευκών που στο τέλος του 18ου αιώνα υποκίνησαν και επέτυχαν την ανεξαρτησία των Η.Π.Α. από τους Άγγλους, δημιουργώντας μια ισχυρή κεντρική κυβέρνηση για να εξυπηρετεί τις ανάγκες τους, η δε (περίφημη) φράση «εμείς ο λαός» βάζει στο παιχνίδι την μεσαία τάξη αφήνοντας απέξω ένα τεράστιο κομμάτι του πληθυσμού όπως οι Ινδιάνοι (απίστευτη γενοκτονία), οι μαύροι, οι γυναίκες.

Ένα κράτος που στήθηκε πάνω στην ανάγκη για πλουτισμό, στην ανάγκη για εργατικά χέρια και πάνω στον μύθο του «όλοι μπορούν να τα καταφέρουν». Η επεκτατική μανία των Η.Π.Α έγινε όλο και πιο έντονη τον 19ο αιώνα, όταν με το πρόσχημα του «δεν χωράμε» που με τα χρόνια μετετράπη σε «κινδυνεύουμε από εξωτερικούς εχθρούς» προκαλούσε πολέμους για «ψύλλου πήδημα».΄Ετσι κατακτήθηκαν η Φλόριντα, το Νέο Μεξικό, η Καλιφόρνια από Ισπανούς και Μεξικάνους. Έτσι τα νησιά της Καραϊβικής έγιναν προτεκτοράτα άμεσα ή έμμεσα εξαρτώμενα από τις Η.Π.Α. Σε μια «συνηθισμένη» Ιστορία αυτά τα γεγονότα, οι μάχες, οι «θρίαμβοι του στρατού», θα αναλύονταν λεπτομερώς, ο Ζιν όμως τα περιγράφει όπως τα βίωναν οι εργάτες και οι άνεργοι που καλούντο να πολεμήσουν σε χώρες, σε εδάφη άγνωστα και παντελώς αδιάφορα σ’αυτούς.

Ο συγγραφέας προκαλεί με την στάση του πολλές φορές, σε σημείο που απορείς όταν διαβάζεις ότι το βιβλίο διδάσκεται σε κολλέγια ή ακόμα και σε σχολεία. Το κεφάλαιο για τον Εμφύλιο, έναν από τους πιό αιματηρούς πολέμους της ιστορίας, είναι εκπληκτικό και για τον Ευρωπαίο αναγνώστη άκρως διαφωτιστικό όταν συνειδητοποιεί ότι (αντίθετα με την κοινή πεποίθηση) ο Αβραάμ Λίνκολν δεν είχε ως προτεραιότητα την απελευθέρωση των μαύρων, για την ακρίβεια το θέμα της δουλείας «έκαιγε» τόσο πολύ που προτιμούσε να μη το ακουμπάει στην αρχή, εξάλλου οι μαύροι του Βορρά δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, απλά ο στρατός της «Ένωσης» χρειάζονταν χέρια οπότε έγινε η ανάγκη, φιλοτιμία…

«Έτσι την 1η Ιανουαρίου 1863, όταν εκδόθηκε η Διακήρυξη της Χειραφέτησης, απελευθέρωσε όσους σκλάβους βρίσκονταν σε περιοχές που μάχονταν ακόμα εναντίον της Ένωσης…ενώ δεν έκανε καμία μνεία σε όσους βρίσκονταν στις περιοχές της Ένωσης.
…Σύμφωνα με τη Διακήρυξη της Χειραφέτησης οι μαύροι μπορούσαν να καταταγούν στον στρατό της Ένωσης. Όσο αυξανόταν ο αριθμός των μαύρων που συμμετείχαν στον πόλεμο τόσο αυτός έμοιαζε με πόλεμο για την απελευθέρωσή τους. Παράλληλα οι λευκοί που εξαναγκάζονταν να κάνουν όλο και περισσότερες θυσίες – ιδίως οι φτωχοί λευκοί του Βορρά, οι οποίοι επιστρατεύονταν υποχρεωτικά, τη στιγμή που ένας νόμος απαγόρευε στους πλούσιους να αποφύγουν τον πόλεμο εξαγοράζοντας τη θητεία τους προς 300 δολλάρια – δυσανασχετούσαν όλο και περισσότερο. Έτσι το 1863 σημειώθηκαν ταραχές, κατά τις οποίες οι εξαγριωμένοι λευκοί στις πόλεις του Βορρά εξεγέρθηκαν – όχι κατά των πλουσίων, οι οποίοι βρίσκονταν σε απόσταση ασφαλείας, αλλά κατά των μαύρων που αποτελούσαν τον εύκολο στόχο. Αυτές οι ταραχές εξελίχθηκαν σ’ένα όργιο θανάτου και βίας. Κάποιος μαύρος από το Ντιτρόιτ περιέγραψε όσα είδε:έναν όχλο που έσερνε αμάξια φορτωμένα με βαρέλια γεμάτα μπίρα, οπλισμένο με ραβδιά και τούβλα, αν περιφέρεται στην πόλη και επιτίθεται σε μαύρους άντρες, γυναίκες και παιδιά. Άκουσε κάποιον να λέει: «Αφού μας υποχρεώνουν να σκοτωθούμε για χάρη των νέγρων, τότε κι εμείς θα σκοτώσουμε όλους τους νέγρους της πόλης».»


Ο ρατσισμός κατά τον Ζιν υπάρχει διάχυτος στην αμερικανική κοινότητα. Από τον πρώτο άποικο που πάτησε το πόδι στην ήπειρο καλλιεργείται το ρατσιστικό κλίμα και η συμπεριφορά. Το ίδιο το κράτος από τη γένεσή του ενθάρρυνε μεθόδους ελέγχου των μειονοτήτων και των «απέξω». Ο συγγραφέας πολύ απλά περιγράφει τως πως η κατανομή των 2/3 του εθνικού πλούτου κατανέμεται με τρόπο που στρέφει τον έναν εναντίον του άλλου (δεδομένου ότι το 1/3 του πλούτου ανήκει σε περίπου 1% του πληθυσμού), «τους μικροϊδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας εναντίον όσων δεν έχουν καθόλου περιουσία, τους μαύρους εναντίον των λευκών, τους γηγενείς εναντίον των μεταναστών, τους διανοούμενους και τους επαγγελματίες εναντίον των αμόρφωτων και των ανειδίκευτων. Οι ομάδες αυτές κατηγορούν η μια την άλλη και πολεμούν μεταξύ τους με τόση σφοδρότητα και βία, ώστε δεν αντιλαμβάνονται την κοινή τους θέση – να μοιράζονται τα αποφάγια μιας πολύ πλούσιας χώρας.»

Συνδικαλιστικοί αγώνες τεράστιοι, μικροεξεγέρσεις, απεργίες, κινήματα, η Αμερικάνικη ιστορία είναι γεμάτη από ανώνυμους ήρωες, μεροκαματιάρηδες, πεισματάρηδες ανθρώπους που συνετρίβησαν από ένα εκπληκτικό και πολύπλοκο σύστημα ελέγχου που όταν δει τα σκούρα κάνει έξυπνες μεταρρυθμίσεις ή κινητοποιεί μηχανισμούς παραγωγής πατριωτισμού μέσα από την ελεγχόμενη εκπαίδευση ή τα άκρως ελεγχόμενα Μ.Μ.Ε της χώρας. Οι ήρωες του Ζιν όπως λέει ο ίδιος είναι οι ανώνυμοι συνδικαλιστές, οι «φωτισμένοι» μαύροι ηγέτες που χάθηκαν μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, οι ηρωικοί οργανωτές απεργιών που πνίγηκαν στο αίμα, οι σοσιαλιστές που προσπάθησαν να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο, δεν είναι οι στρατηγοί που αιματοκύλισαν περιοχές, κράτη και αναδείχθηκαν ήρωες (ιδιαίτερη αίσθηση έκανε στις Η.Π.Α η αντιμέτωπιση του στρατηγού και μετέπειτα προέδρου Τζάκσον, τον οποίο περιγράφει ως στυγνό σφαγέα ινδιάνων). Μέσα από την γοητευτική απεικόνιση της ιστορίας του Ζιν αναδεικνύεται ο τρομερός δυναμισμός αυτών των διαφορετικών εθνοτήτων, των Ευρωπαίων μεταναστών που πάλεψαν σκληρά, των μαύρων που κατάφεραν να ξεπεράσουν όλες τις αντιξοότητες και να μορφωθούν, των γυναικών που έδωσαν αγώνες επί 2 αιώνες μέχρι να κατακτήσουν κάποια δικαιώματα.

Μέσα από τις σελίδες αυτού του αριστουργήματος καταλαβαίνουμε πως δημιουργήθηκαν οι τεράστιες περιουσίες των Ροκφέλερ, των Μόργκαν και άλλων. Πως δημιουργήθηκαν τα μεγάλα πνευματικά ιδρύματα / πανεπιστημιακές σχολές ενώ όλο το οικονομικό πλαίσιο και όλη η νοοτροπία του αμερικανικού κράτους παρουσιάζεται με σαφήνεια στο παρακάτω απόσπασμα:

«Σ’εκείνα τα χρόνια που ακολούθησαν τον Αμερικανικό Εμφύλιο, ο Ράσελ Κόνγουελ, απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Γέιλ, ιερέας και συγγραφέας δημοφιλών βιβλίων, έδωσε την ίδια διάλεξη, με τον τίτλο «Εκτάρια γεμάτα με διαμάντια», περισσότερες από 5.000 φορές, μιλώντας συνολικά σε πολλά εκατομμύρια ακροατές σε ολόκληρη τη χώρα. Το μήνυμά του ήταν ότι ο καθένας μπορούσε να πλουτίσει αν προσπαθούσε αρκετά σκληρά και ότι, αν κοιτούσε κανείς με αρκετή προσοχή, υπήρχαν παντού «εκτάρια γεμάτα με διαμάντια». Ακολουθεί ένα απόσπασμα:
Λέω ότι οφείλετε να πλουτίσετε και έχετε καθήκον να το κάνετε…Όσοι πλουτίζουν πιθανόν να συγκαταλέγονται στους πλέον έντιμους ανθρώπους της κοινωνίας. Θα σας το πω ξεκάθαρα…οι 98 στους 100 πλούσιους της Αμερικής είναι έντιμοι. Γι’αυτό είναι πλούσιοι. Γι’αυτό τους εμπιστεύονται χρήματα. Γι’αυτό δημιουργούν τεράστιες επιχειρήσεις και βρίσκουν πολλούς ανθρώπους πρόθυμους να εργαστούν γι’αυτούς. Επειδή είναι έντιμοι…
Εκφράζω συμπάθεια για τους φτωχούς, όμως οι φτωχοί που αξίζουν τη συμπάθειά μας είναι ελάχιστοι. Είναι λάθος να συμπονούμε κάποιον που έχει τιμωρήσει ο Θεός για τις αμαρτίες του. Ας θυμόμαστε ότι κάθε φτωχός στην Αμερική περιήλθε σ’αυτή την κατάσταση εξαιτίας των ελαττωμάτων του…»


«Η ιστορία του λαού των Η.Π.» διαβάζεται μονορούφι, δεν σ’αφήνει να πάρεις ανάσα. Ακόμα κι αν διαφωνείς με κάποια πράγματα της νεώτερης (μεταπολεμικής) ιστορίας των Η.Π.Α που είναι γνωστά σ’εμάς, ακόμα κι αν το «πολεμικό ύφος» κάποιες φορές ξαφνιάζει, είναι τέτοιος ο πλούτος γνώσεων που σου δίνει αυτό το βιβλίο που (προσωπικά) αισθάνομαι τυχερός που το διάβασα. Η έκδοση χωρίς πολλές υποσημειώσεις παρά μόνο εκεί που πραγματικά χρειάζεται, με μετάφραση που αποδίδει θαυμάσια τον ρέοντα λόγο του Ζιν είναι άξια συγχαρητηρίων. Ένα βιβλίο συναρπαστικό που δεν απευθύνεται μόνο στους λάτρεις της ιστορίας αλλά και σ’αυτούς του πολιτισμού αφού διαβάζοντάς το κατανοείς καλύτερα την λογοτεχνία και τον κινηματογράφο αυτής της χώρας.

------------------------------------------------------------------------


1.Δράση – Αντίδραση. Και μετά την μεγάλη επιτυχία του βιβλίου του Ζιν στις Η.Π. βγήκε και η «απάντηση» με την «A Patriot's History of the United States: From Columbus's Great Discovery to the War on Terror» των Larry Schweikart και Michael Allen.

2. Νομίζω ότι το πλέον αυθεντικό μυθιστόρημα που μπορεί να διαβάσει κανείς σχετικά με την Αμερικάνικη ιστορία και μπορεί άνετα να συνδιάσει με το βιβλίο του Ζιν είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας του μεγάλου John Dos Passos U.S.A – Ο 42ος Παράλληλος. Ένα πραγματικό αριστούργημα που ακόμα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδυσσέας -όπως και ολόκληρη η τριλογία (42ος παράλληλος, 1919, Τα πολλά λεφτά) που κάποια στιγμή βγήκε σε ένα τόμο.
 
Παρασκευή, Απριλίου 09, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Απριλίου 09, 2010 | Permalink
Ιστορίες μέσα σε ιστορίες
«Κάθε στιγμή, σε μια ιστορία βρισκόμαστε»… «Ιστορίες μέσα σε ιστορίες μέσα σε ιστορίες. Ποτέ σου δεν ξέρεις πότε τελειώνει η μια και πότε αρχίζει η άλλη! Στην πραγματικότητα, η μια εισχωρεί μέσα στην άλλη. Μόνο στα βιβλία είναι ξεκάθαρα χωρισμένες μεταξύ τους».

«Ξεκάθαρα χωρισμένες»…Μμμ, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει στο βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα Ντάνιελ Κέλμαν με τίτλο «ΦΗΜΗ», (Εκδ.Καστανιώτη, (ωραία) μετάφρ. Κ.Κοσμά, σελ. 162). Συλλογή διηγημάτων όπου το ένα εμπλέκεται μέσα στο άλλο σχηματίζοντας ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα ή απλά ένα διανοητικό παιχνίδι του πανέξυπνου νέου (γενν.1975) συγγραφέα σε κάποιο θέμα που ταλάνιζε τον Χ.Λ.Μπόρχες σε ολόκληρη τη ζωή του – ιστορίες μέσα σε ιστορίες που συνεχίζονται στο διηνεκές…Σύνδεση έστω και χαλαρή μεταξύ των 9 σύντομων διηγημάτων που υπάρχουν στον μικρό αυτό τόμο υπάρχει, όπως υπάρχει και μία σειρά κάποιων γεγονότων (τα οποία συνήθως καθορίζονται από τερτίπια της μοίρας/τύχης) που εμφανίζονται από τη μία ιστορία στην άλλη, ενώ το πνεύμα του Συγγραφέα / Πρωταγωνιστή / Θεού κινεί τα νήματα ανάλογα με τις ορέξεις του.

Ένας αριθμός κινητού τηλεφώνου που κατά λάθος δίδεται σε μια καινούργια σύνδεση αναστατώνει τη ζωή δύο ανθρώπων ενός τεχνικού που ξαφνικά αρχίζει να δέχεται κλήσεις που προορίζονταν για κάποιον άλλον που τον ζητάνε όλοι με το μικρό του όνομα Ραλφ. Κυρίως γυναίκες που σπαράζουν από την απουσία του. Η ζωή του τεχνικού αναστατώνεται όπως και του γνωστού ηθοποιού Ραλφ Τάνερ που λόγω της απώλειας του αριθμού του βρίσκεται να χάνει τη δουλειά του και την ταυτότητά του σιγά-σιγά. Οι δύο αυτές ιστορίες που παίζουν με το θέμα της ταυτότητας αλληλομπλέκονται και επηρεάζουν η μία την άλλη. Ο ιδιοφυής Κέλμαν παίζει έξυπνα με το θέμα της ρευστότητας του Εγώ, της εναλλαγής ταυτότητας και προσωπικότητας.

Η μοίρα καθορίζει και τις ζωές δύο συγγραφέων, του επιτυχημένου Λεό Ρίχτερ που περιοδεύει τον κόσμο καλεσμένος από επιμορφωτικά ιδρύματα στυλ Γκαίτε Ίνστιτουτ να μιλήσει για τη δουλειά του. Μεσήλικας, κουρασμένος και κυρίως μπαφιασμένος μένει λίγο σε κάθε μέρος και χάνει σιγά-σιγά τον εαυτό του μέσα από αυτές τις περιοδείες. Κάποια στιγμή αποφασίζει να μη ταξιδέψει σε κάποια Ασιατική χώρα και παρακαλάει την συνάδελφό του Μαρία Ρουμπινστάιν,να πάει στη θέση του. Εκείνη το βλέπει σαν μια αλλαγή στην καθημερινότητά της και μπλέκει στην περιπέτεια της ζωής της αφού η κατάληξη της ιστορίας θα είναι να χαθούν τα ίχνη της από τη στιγμή που θα απωλέσει τα προσωπικά της έγγραφα και από κάποιο λάθος στους καταλόγους θα είναι καταγεγραμμένη ως Λεο Ρίχτερ. Και σ’αυτές τις δύο ιστορίες, του Ρίχτερ και της Μαρίας βλέπουμε τα ασαφή όρια μεταξύ ταυτοτήτων και περσόνας των ηρώων, σε ένα Καφκικό περιβάλλον.

Σε όλα τα διηγήματα υπάρχει έντονη η σκιά ενός σούπερ-επιτυχημένου συγγραφέα, του Μιγέλ Αουρίστος Μπλάνκος, του οποίου τα βιβλία υπάρχουν παντού, ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές – αυτός ο συγγραφέας εμφανίζεται στο εξαιρετικό διήγημα με τίτλο «Απάντηση στην Ηγουμένη», όπου μετά από μία εκπληκτική περιγραφή (όπου όλοι καταλαβαίνουμε ποιόν ειρωνεύεται ο δαιμόνιος Κέλμαν), μόλις διαπιστώνει ότι σε μερικές παραγράφους έχει διατυπώσει τις μοναδικές αλήθειες που έχει γράψει ποτέ, φτάνει στα πρόθυρα αυτοκτονίας.

«Ο Μιγέλ Αουρίστος Μπλάνκος, ο συγγραφέας που τον λατρεύει ο μισός πλανήτης και τον περιφρονεί ο άλλος μισός, έχοντας στο ενεργητικό του βιβλία που μιλούν για εσωτερική γαλήνη και χάρη και για την αναζήτηση του νοήματος της ζωής μέσα από την περιδιάβαση σε χλοερούς λειμώνες και πράσινους λοφίσκους, διάβηκε με ήρεμο βήμα το κατώφλι του γραφείου του στο μπροστινό τμήμα του ρετιρέ του, που υψωνόταν πάνω από την αστραφτερή ακτή του Ρίο ντε Τζανέιρο. Στην επιφάνεια της θάλασσας απλωνόταν μια εκτυφλωτική ανταύγεια, και στην απέναντι μεριά του κόλπου διαγράφονταν οι πλαγιές των βουνών με τις φαβέλες, άλλοτε ξεκάθαρα και άλλοτε σαν σκιερή γκρίζα επιφάνεια, αναλόγως με τον τρόπο που φωτίζονταν. Ο Μιγέλ Αουρίστος Μπλάνκος χρειάστηκε να σκιάσει τα μάτια με την παλάμη του για να διακρίνει καλύτερα το γραφείο το:δυο χρυσές πένες, δεκαεπτά καλοξυσμένα μολύβια, ένα επίπεδο πληκτρολόγιο μπροστά από μια επίπεδη οθόνη και στην άκρη, σε απόλυτη τάξη, το φρεσκοτυπωμένο χειρόγραφο του νέου του βιβλίου, "Ρώτα τον κόσμο, θα σου μιλήσει". Ένα κεφάλαιο μόνο του απέμενε, είχε γράψει μέσα στις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες όλα τα άλλα με την ίδια ευχέρεια, όπως και τα προηγούμενα-αυτή τη φορά το θέμα ήταν ότι η Πίστη και η Εμπιστοσύνη δημιουργούνται μέσα από τις πράξεις και τις τελετουργίες που τις εκφράζουν και όχι, όπως νομιζόταν, το αντίστροφο: όποιος είναι πιστός σε κάποιον άλλον αρχίζει να τον αγαπά, όποιος βοηθά κάποιον φίλο γίνεται καλύτερος άνθρωπος, όποιος πιέζεται να πάει στη λειτουργία παύει να την θεωρεί κενή τελετή, κι εκείνη σταδιακά του αποκαλύπτει την ύπαρξη και την εγγύτητα ενός Υπέρτατου Όντος που τον προστατεύει.»

Το καλύτερό (κατά την άποψή μου) διήγημα της συλλογής είναι η ιστορία μιας γυναίκας που πεθαίνει από καρκίνο και έχει αποφασίσει να κάνει ευθανασία στην Ελβετία σε μια διάσημη κλινική. Καθώς πλησιάζουν οι μέρες, καθώς κοντεύουν οι ώρες που θα εγκαταλείψει τον κόσμο αρχίζει να εκλιπαρεί τον συγγραφέα (που είναι βέβαια ο Λέο Ρίχτερ), να αλλάξει το τέλος του διηγήματος, να της χαρίσει τη ζωή. Ένα διήγημα που αναδεικνύει τον Συγγραφέα ως το Υπέρτατο Ον, που έχει φτιάξει έναν ιστό της αράχνης από τον οποίο και ο ίδιος δεν μπορεί να βγει – πόσω μάλλον οι χαρακτήρες των ιστοριών του.

Ακόμα και οι υπόλοιπες ιστορίες του βιβλίου, ο μπλόγκερ-κομπιούτερ φρηκ που ζει διπλή ζωή μεταξύ διαδικτύου και μίζερης πραγματικότητας και που είναι ουσιαστικά υπεύθυνος για το λάθος στο πρώτο διήγημα με τον αριθμό τηλεφώνου που δόθηκε στον ανύποπτο τεχνικό, ή το αφεντικό του που ζει διπλή ζωή μεταξύ γραφείου και οικογενειακής εστίας μέσα στο ψέμα και την υποκρισία εστιάζουν στο δισυπόστατο και το αμφίσημο της ταυτότητας, ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι, στην διάσταση (ή την ομοιότητα) μεταξύ εικονικής και πραγματικής ζωής.

«Η Φήμη» είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα, και ο αναγνώστης περνάει πραγματικά καλά διαβάζοντάς το, αλλά σε δεύτερο επίπεδο είναι πολύ καίριο και ουσιώδες. Ο Κέλμαν χρησιμοποιεί το χιούμορ και την ανεμελιά για να μιλήσει για ζωτικά θέματα όπως είναι η αλήθεια και η πλάνη, τα παιχνίδια της τύχης και η σκιά του πεπρωμένου, η έννοια του σωσία (doppelganger) και της ταυτότητας, η αδυναμία διαχείρισης της ζωής μας και τελικά το ποιοι πραγματικά είμαστε. Με απόηχους από Ναμπόκοφ, Μπόρχες και Χαβιέ Μαρίας, ο Κέλμαν με αυτό το φαινομενικά απλό βιβλιαράκι αναδεικνύεται ως ένας συγγραφέας ολκής που δείχνει να παίζει στα δάχτυλα τις λογοτεχνικές παραδόσεις και να τις αξιοποιεί με θαυμαστό τρόπο.
 
Τρίτη, Απριλίου 06, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Απριλίου 06, 2010 | Permalink
Ο παράνομος εαυτός του
Με κομμένη την ανάσα διαβάζεται το εξαιρετικό μυθιστόρημα «Ο ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΕΑΥΤΌΣ ΤΟΥ» (HIS ILLEGAL SELF), του μεγάλου Αυστραλού συγγραφέα Peter Carey, (Εκδ.Ελληνικά Γράμματα, μετάφρ.Γ.Πολυκανδριώτης, σελ.387), μια ιστορία με κινηματογραφικό ρυθμό που αναπαριστά και ζωντανεύει τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και το κλίμα των αρχών της δεκαετίας του 70 στις Η.Π.Α, τις εναλλακτικές κοινότητες της Αυστραλίας , τις αντιθέσεις σ’αυτήν την περίεργη χώρα αλλά και τις πολιτιστικές αντιθέσεις μεταξύ των δύο χωρών (Η.Π.Α. και Αυστραλίας).

Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο επτάχρονος Τζέι που μαθαίνει ξαφνικά ότι το πραγματικό του όνομα είναι Τσε. Γεννήθηκε κατά λάθος από ένα νεανικό ολίσθημα της πανέξυπνης και πάμπλουτης Σούζαν που σπούδαζε στο Ράντκλιφ και η οποία ερωτεύτηκε τον συμφοιτητή της και αρχηγό του S.D.S. μιάς αριστερίστικης φοιτητικής οργάνωσης Ντέηβ Ρούμπο. Το ζευγάρι ξεκίνησε με συμμετοχή στις αντιπολεμικές διαμαρτυρίες και εξελίχθηκαν σε ακτιβιστές του φοιτητικού κινήματος. Η μητέρα της Σούζαν, η αριστοκράτισα γιαγιά Φοίβη Σέλκιρκ δεν δυσκολεύτηκε να αποκτήσει την κηδεμονία του μικρού, ο οποίος δεν γνώρισε ποτέ τους γονείς του που ζουν επικηρυγμένοι από τις αρχές, λόγων των βομβιστικών επιθέσεων στις οποίες πρωταγωνιστούν.

Το μυθιστόρημα ξεκινάει το 1972, όταν ο Τσε βλέπει την γιαγιά του να τον παραδίδει στην όμορφη και πανύψηλη Ντάιαλ στο πρόσωπο της οποίας νομίζει ότι διακρίνει την μητέρα του. Η Ντάιαλ βρίσκεται στο λάθος μέρος, την λάθος στιγμή. Μια ημέρα μετά την επισημοποίηση της πρόσληψής της ως καθηγήτρια στο Βάσαρ (ένα από τα πιο αριστοκρατικά κολέγια της Αμερικής), η πρόεδρος του σχολείου (χαμογελώντας πονηρά), της δίνει το τηλέφωνο της παλιάς της φίλης, της Σούζαν Σέλκιρκ. Η Ντάιαλ που το πραγματικό της όνομα είναι Άννα Ξένος και είναι ελληνικής καταγωγής ανακατεύτηκε λίγο στο φοιτητικό κίνημα, ερωτεύτηκε κι αυτή τον Ντέηβ Ρούμπο και ήταν κολλητή της Σούζαν την οποία θαύμαζε.
Τώρα η Σούζαν στο τηλέφωνο της ζητάει μια χάρη. Να της πάει τον γιό της στην Φιλαδέλφεια για μια μέρα – έχει συνεννοηθεί με την γιαγιά του και δεν θα υπάρξει πρόβλημα…Όπως όμως βρίσκονται στον σταθμό των λεωφορείων, τα νέα τους προλαβαίνουν. Η Σούζαν ανατινάχθηκε σε μια βομβιστική απόπειρα στην Φιλαδέλφεια.
Η Άννα/Ντάιαλ τα χάνει, δεν ξέρει τι να κάνει. Σε λίγες ώρες η φωτογραφία της μαζί με αυτήν του μικρού είναι σε όλα τα δελτία ειδήσεων. Θεωρείται υπεύθυνη απαγωγής του Τσε. Οι τύποι της οργάνωσης επικοινωνούν μαζί της και της δίνουν λεφτά, ψεύτικα διαβατήρια και δύο αεροπορικά εισιτήρια για Αυστραλία μαζί με μια διεύθυνση κάποιων συνεργατών εκεί. Προτού το καλοκαταλάβουν, το παράξενο παράνομο ζευγάρι βρίσκονται down-under. Σε μια χώρα για την οποία η Ντάιαλ δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα και με μια «καυτή πατάτα» στα χέρια. Τον μικρό Τσε, ο οποίος στην αρχή ενθουσιάζεται με το κρύψιμο και το τρέξιμο αλλά λίγο αργότερα «τα παίζει» από την ταλαιπωρία. Οι «σύντροφοι» στην Αυστραλία ούτε να τους δουν, τους ξεφορτώνονται αμέσως, τους λένε να πάνε να κρυφτούν στην έρημο διότι η χώρα αστυνομοκρατείται, συνεργάζεται άμεσα με τις Αμερικανικές αρχές, άσε που συμμετέχει ενεργά στον πόλεμο του Βιετνάμ με στρατεύματα.
Η Άννα/Ντάιαλ μετά από ωτοστόπ, περιπέτειες με διάφορους περίεργους, βρίσκει καταφύγιο σε ένα κοινόβιο χαμένο κάπου στο πουθενά, όπου εκεί νομίζουν ότι θα βρουν έναν προοδευτικό τρόπο σκέψης, ένα καταφύγιο, μια διαφυγή, αλλά στην πραγματικότητα η ταλαιπωρία τους συνεχίζεται και τα αδιέξοδα μεγαλώνουν. Θα υπάρξει άραγε σωτηρία; Η ανατροπή στο τέλος προβληματίζει περισσότερο παρά δίνει λύση στο δυνατό θρίλερ καταδίωξης που έχει εξελιχθεί το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα.

Και οι δύο ήρωες του βιβλίου αναρωτιούνται συνεχώς τι γυρεύουν εκεί. Η δυναμική και ικανότατη Άννα μέσα στην απίστευτη γκαντεμιά της, όπου για μια παρόρμηση της στιγμής έρχεται η ζωή της τούμπα, βλέπει να την μισούν γιατί είναι Αμερικάνα, γιατί είναι μορφωμένη, γιατί είναι μια ξένη – που διαπιστώνει βέβαια ότι σε όλη της τη ζωή μια ξένη ήταν (το όνομα που επιλέγει να της δώσει ο συγγραφέας δεν είναι τυχαίο), ελληνίδα για τους αμερικάνους, αμερικάνα για τους αυστραλούς. Ο μικρός πιστεύει ότι η Άννα είναι η μητέρα του, αναρωτιέται πότε θα γνωρίσει τον πατέρα του, «μεγαλώνει» απότομα στις ερημιές της άγνωστης γης με βάναυσο τρόπο. Είναι μεγαλωμένος στα πούπουλα, προορισμένος για το Χάρβαρντ (όπως συνεχώς του τονίζει η Άννα), και βρίσκεται να μην έχει που να κάνει μπάνιο, και να συγχρωτίζεται με βρώμικα παιδιά που του φαίνονται (τουλάχιστον) ηλίθια.

Ο Κάρεϊ είναι μοναδικός μάστορας. Κατασκευάζει ένα μυθιστόρημα δρόμου και φυγής δομημένο σε 54 σύντομα κεφάλαια με ιλιγγιώδη δράση στο οποίο με τον δικό του τρόπο σχολιάζει τα πάντα. Τους επαναστάτες της δεκάρας που παίζουν επικίνδυνα παιχνίδια χωρίς να αναλογίζονται τις συνέπειες, τον Αμερικάνικο τρόπο σκέψης, την αστυνομοκρατία και την βία του Αυστραλέζικου κράτους, τον μικροαστισμό των κοινοβίων που δεν έχουν τίποτα το ρομαντικό στον τρόπο ζωής τους, την βία που κυριαρχεί στην ανθρώπινη φύση. Με την διαπιστωμένη από τα προηγούμενα βιβλία του ικανότητά του να δημιουργεί αντιθέσεις στους χαρακτήρες, εστιάζει στα δίπολα μάνα-κόρη (Σέλκιρκ), κόρη-πατέρας (η Άννα και ο αγωνιστής του ελληνικού εμφυλίου πατέρας της), της μορφωμένης και ανέραστης / απόμακρης Άννας με τον Τρέβορ, έναν ντεσπεράντο που στην αρχή παρουσιάζεται στο βιβλίο ως το υπέρτατο Κακό (ως έτερος Ρόμπερτ ντε Νίρο στο Cape Fear) για να αποδειχθεί (εν μέσω των προσωπικών του αδιεξόδων) ένας ρομαντικός και ενδιαφέρων τύπος.

«Ο ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΕΑΥΤΟΣ ΤΟΥ» είναι κυρίως ένα μυθιστόρημα μαθητείας. Μία αναζήτηση ταυτότητας. Ο Τσε ίσως λίγο υπερβολικά ώριμος για την ηλικία του, προσπαθεί να κάνει τα πρώτα του βήματα στον κόσμο βγαίνοντας από το κουκούλι του ανακαλύπτει τα πάντα. Η Άννα / Ντάιαλ ψάχνει την ταυτότητά της συνεχώς. Ξεχώριζε πάντα για τις μαθητικές της επιδόσεις και για την εξυπνάδα της. Αυτή μια κόρη ράφτη, μετανάστη που σχεδόν δεν την έβαζαν μέσα στο σπίτι τους οι Σέλκιρκ καταφέρνει να προσληφθεί στο Βάσαρ, αλλά ποια είναι η πραγματική της φύση; Μια ζωή καταπιεσμένη από όλους και από όλα καταφέρνει να επιβιώσει στην «άγρια ζούγκλα», να αισθανθεί «μητέρα» φροντίζοντας τον μικρό Τσε, να αισθανθεί γυναίκα βλέποντας την μπρουτάλ ερωτική προσέγγιση του άξεστου Τρέβορ.
Όπως γράφει η Μ.Ζαχαριάδου στο εξαιρετικό επίμετρο του μυθιστορήματος:
«Ο αναγνώστης περπατάει δίπλα στους δύο ήρωες, έναν μπερδεμένο επτάχρονο και μια πανικόβλητη νεαρή γυναίκα, όσο προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους σαν τα μυρμήγκια σε πίνακα του Τζάκσον Πόλοκ, να βγάλουν νόημα, να καταλάβουν τι συμβαίνει, ποιος είναι τι. Η οπτική τους δεν ταυτίζεται – καθόλου μάλιστα. Εξάλλου, κανένας από τους δυο δεν ξέρει την «αλήθεια». Καθένας τους κρατάει κομμάτια του παζλ, που πρέπει ο ίδιος ο αναγνώστης να ενώσει, ενώ βρίσκεται κι αυτός διαρκώς μετέωρος, κάπως άβολα, μερικούς πόντους πάνω από την πραγματικότητα – στην ουσία εγκλωβισμένος στην παράνοια της εποχής, στη γενικά θολή ατμόσφαιρα των αρχών της δεκαετίας του ΄70.»

Θυμίζει Χάισμιθ στα καλύτερά της, αλλά είναι κλασσικός Κάρεϊ με την όλο συναισθηματισμό ανάπτυξη του δράματος, με τις πινελιές χιούμορ που κάποιες στιγμές αποφορτίζουν την διαρκώς αυξανόμενη ένταση της δράσης. Ένα βιβλίο το οποίο στέκεται ισάξια δίπλα στα αριστουργήματα του συγγραφέα (το «Όσκαρ και Λουσίντα» και την «Αληθινή ιστορία της συμμορίας Κέλι») που του χάρισαν 2 βραβεία Booker και που προσφέρει γνήσια λογοτεχνική απόλαυση.