Τρίτη, Αυγούστου 28, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Αυγούστου 28, 2018 | Permalink
"Λετισιά ή το τέλος των ανδρών"
Η
δεκαοχτάχρονη σερβιτόρα Λετισιά Περαί, εξαφανίστηκε μια νύχτα του Ιανουαρίου
2011 λίγο προτού φτάσει σπίτι της σε ένα προάστιο της Ναντ στον νομό
Λουάρ-Ατλαντίκ της Γαλλίας. Πέρασαν αρκετές εβδομάδες μέχρι να βρεθεί η σορός
της Λετισιά γιατί ο κύριος ύποπτος που είχε συλληφθεί δύο ημέρες μετά την
εξαφάνισή της, αρνείτο τα πάντα – και κυρίως «έπαιζε» με τις Αρχές προσπαθώντας
να παραπλανήσει τις έρευνες. Η είδηση αυτή μια από τις τόσες παρόμοιες που
διαβάζουμε στα αστυνομικά δελτία όλων των χωρών, προκάλεσε τεράστιο θόρυβο και
συγκίνησε την κοινή γνώμη, πρωτίστως λόγω. της χρονοβόρου αναζήτησης και της
μεγάλης κινητοποίησης της Αστυνομίας αλλά και των ΜΜΕ, για να βρεθεί η σορός
της άτυχης νέας, αλλά και μετά, την πρωτοφανή παρέμβαση του τότε προέδρου της
Γαλλικής Δημοκρατίας Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος κατηγόρησε τους δικαστές για πλημμελή
άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς ο δολοφόνος της κοπέλας είχε αφεθεί ελεύθερος
λίγους μήνες πριν και η επιτήρηση του θεωρήθηκε ελλιπής.
Αυτό
το γεγονός εξετάζει ο Γάλλος συγγραφέας και ιστορικός Ivan
Jablonka (Παρίσι, 1973) στο εξαιρετικό πολυφωνικό και πολυδιάστατο βιβλίο του, «ΛΕΤΙΣΙΑ ή το τέλος των ανδρών» («Laetitia ou la fin des homes») – (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Χ.Σκιαδέλλη, σελ. 433), το
οποίο κινείται σε έναν υβριδικό χώρο μεταξύ λογοτεχνίας και ντοκουμέντου, όπου
βέβαια ο Τρούμαν Καπότε με το εμβληματικό του «Εν Ψυχρώ» ήταν πρωτοπόρος κοντά 60
χρόνια πριν. Το βιβλίο του Ζαμπλονκά είναι περισσότερο κοντά στο docudrama, είδος πολύ συγγενές με την σύγχρονη τάση
στον χώρο των κινηματογραφικών ντοκιμαντέρ, ή τον ντοκιμενταρισμένων
τηλεοπτικών σειρών.
«Στις
μέρες μας, οι άνθρωποι πεθαίνουν στο νοσοκομείο▪ μερικές φορές, στο σπίτι τους,
στο κρεβάτι τους. Είτε είναι μόνοι είτε με τους δικούς τους, ο θάνατος είναι
ένα ιδιωτικό δράμα, μια συμφορά που αφορά αποκλειστικά την οικογενειακή ζωή. Η
Λετισιά, από την πλευρά της, πέθανε δημόσια.
Ο
θάνατός της έγινε είδηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι γονείς της
παρακολούθησαν την έρευνα από την τηλεόραση. Οι οικείοι της την έκλαψαν σε
κοινή θεά, περιτριγυρισμένοι από δεκάδες γείτονες, χιλιάδες ανώνυμους και
εκατομμύρια τηλεθεατές. Οι δημοσιογράφοι αυτοπροσκλήθηκαν στις πορείες
διαμαρτυρίας και στην κηδεία. Τα κανάλια ανέλυσαν την προσωπικότητά της,
σχολίασαν το τέλος της, με τόνο άλλοτε σοβαρό και θλιμμένο, άλλοτε
ηδονοβλεπτικό και αγωνιώδη.»
Οι
δίδυμες αδελφές Λετισιά και Τζεσικά Περαί, γεννήθηκαν από γονείς βίαιους και
προβληματικούς. Όταν ο πατέρας τους μπήκε στην φυλακή και η μητέρα τους
νοσηλεύτηκε σε νευρολογική κλινική, τα δύο κορίτσια σε ηλικία 8 ετών, μπήκαν σε
ίδρυμα όπου θα μείνουν 5 χρόνια. Αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες αλλά ζουν
αρμονικά με τα υπόλοιπα παιδιά και βρίσκουν την ηρεμία που δεν είχαν στο σπίτι
τους με τα συχνά ξεσπάσματα βίας. Στην ηλικία των 13 ετών, επιλέγουν να πάνε σε
μια ανάδοχη οικογένεια αντί να επιστρέψουν στο σπίτι του πατέρα τους που έχει
αποφυλακιστεί. Η ανάδοχη οικογένεια που τα αναλαμβάνει είναι το ζεύγος Πατρόν (με
το "άμεμπτο πρόσωπο" που όμως αποδεικνύεται μάλλον διαβολικό), σε ένα
προάστιο της Ναντ, οι οποίοι έχουν ένα μεγάλο και άνετο σπίτι, και τα δύο
κορίτσια εντάσσονται αμέσως σε ένα περιβάλλον οικογενειακό και φιλικό. Στο
σχολείο κάνουν φίλους, βλέπουν τον πατέρα τους και τους συγγενείς τους σχετικά
τακτικά, ζουν μια ζωή καθημερινότητας και ρουτίνας με μαθήματα, πάρτι και
παρέες. Είναι δύο έφηβες με ιδιαιτερότητες βέβαια, που δεν διαφέρουν από
εκατομμύρια συνομηλίκους τους.
Ο
Ζαμπλονκά ανατέμνει με επιμονή, τη ζωή της Λετισιά, τα γεγονότα της ζωής της, και
ξεκινάει από το γεγονός ότι σε κάθε δολοφονία, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται
στον δολοφόνο. Αυτός αναδεικνύεται σε σταρ, τυγχάνει προβολής, αρνητικός ήρωας
που ψάχνουν όλοι να βρουν γιατί και πως, και όλοι ασχολούνται με αυτόν.
Ο
συγγραφέας σε μια έρευνα δύο ετών, συναντήθηκε με όσους σχετίζονταν περισσότερο
ή λιγότερο με την άτυχη κοπέλα, τους γονείς, την αδελφή της, την ανάδοχη
οικογένεια, εξετάζει τις κατηγορίες κατά του Πατρόν για σεξουαλική κακοποίηση, τους
συμμαθητές, τους φίλους, τους καθηγητές της, τους εργοδότες της, τους
αστυνομικούς που ασχολήθηκαν και έλυσαν την υπόθεση, τους δημοσιογράφους που
την ανέδειξαν σε γεγονός πρώτου μεγέθους στα ΜΜΕ και μετά την ξέχασαν. Ο Ζαμπλονκά
παρακολούθησε την δίκη και την έφεση που ακολούθησε. Μαζεύοντας όλα τα στοιχεία,
ανασυνθέτει την ζωή της Λετισιά από την ημέρα που γεννήθηκε μέχρι τον θάνατό
της, εξεγείρεται, θυμώνει, η έρευνα δεν είναι κάτι απρόσωπο και καθαρά
επιστημονικό για εκείνον, είναι κάτι που τον επηρεάζει στην προσωπική του ζωή.
«
Ως διπλωματούχος γόνος της παρισινής αριστοκρατίας, δεν μεγάλωσα σε περιβάλλον
μιζέριας και αλκοολισμού, δεν με απομάκρυνε από την οικογένειά μου ο δικαστής
ανηλίκων, δεν πήγα σε Επαγγελματικό Λύκειο, μετακινούμε με μετρό και όχι με
σκούτερ. Για μένα, που με χαρακτηρίζουν λέξεις - κλειδιά όπως εβραϊκή
ταυτότητα, βιβλία και κοσμοπολιτισμός, η Λετισιά ενσαρκώνει τη διαφορετικότητα
των Γάλλων με χριστιανική κουλτούρα, οι οποίοι έχουν όνομα που προφέρεται
εύκολα, είναι ριζωμένοι σε μια περιοχή και γνωρίζουν την καταγωγή τους, έστω κι
αν ανάγεται στοςυ Ατρείδες. Δεν ξέρω ποιος από τους δυό μας είναι λιγότερο
φυσιολογικός.
Παίρνουμε
απόσταση από τους νεκρούς μας, ενώ τα βάσανα του πλησίον χιμούν πάνω μας, μάς
κατακλύζουν, μάς στοιχειώνουν και δεν μας αφήνουν ποτέ. Για τον εαυτό μας, δεν
μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια. Η πληγή μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, το δράμα
και η ρουτίνα της ζωής μας, η εξημερωμένη νεύρωσή μας, και την έχουμε
συνηθίσει, σαν μια αναπηρία. Στη ζωή της Λετισιά υπάρχουν τρείς αδικίες: η
παιδική της ηλικία, ανάμεσα σε έναν βίαιο πατέρα κι έναν ανάδοχο πατέρα που
καταχράστηκε την εξουσία του▪ ο φρικτός της θάνατος, στα δεκαοχτώ της χρόνια▪ η
μεταμόρφωσή της σε είδηση του αστυνομικού δελτίου, δηλαδή σε μακάβριο θέαμα.
Μπροστά στις δύο πρώτες αδικίες, θλίβομαι και αισθάνομαι ανήμπορος. Μπροστά
στην τρίτη, επαναστατεί όλο μου το είναι. »
Η
Λετισιά (και η αδελφή της Τζεσικά) εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά από τους γονείς
της, και έζησε όλη της την ζωή σε ένα καθεστώς φόβου και ανασφάλειας. Βίωσε από
την βρεφική της ηλικία την βία, την αποξένωση, την μοναξιά, την έλλειψη
τρυφερότητας και αγάπης. Κόρη ενός βίαιου πατέρα, θετή κόρη ενός πατέρα που
μάλλον την εκμεταλλευόταν σεξουαλικά (εάν όχι εκείνη, σίγουρα όπως αποδείχτηκε
την αδελφή της), η Λετισιά ήταν ήδη θύμα προτού δολοφονηθεί.
Δυσλειτουργικές
οικογένειες, τύποι προβληματικοί της Γαλλικής επαρχίας, υποκρισία και πολλή
βία. Το δικαστικό σύστημα που πάσχει, το πολιτικό σύστημα που προσπαθεί να
εκμεταλλευτεί την κάθε ευκαιρία για προβολή, ο σεξουαλικός και κοινωνικός
ρατσισμός.
Το
καλειδοσκόπιο μιας πάσχουσας κοινωνίας, εξετάζει και ανατέμνει με ενσυναίσθηση και
σκεπτικισμό ο Ζαμπλονκά γράφοντας ένα βιβλίο που εντυπωσιάζει με τον δυναμισμό
και την ζωντάνιά του. Είναι ένα έξοχο βιβλίο, το οποίο θα μπορούσε να είναι μια
απρόσωπη κοινωνιολογική μελέτη αλλά στα χέρια του ικανότατου (όπως
αποδεικνύεται) συγγραφέα και χαρισματικού αφηγητή, μετατρέπεται σε ένα
συγκλονιστικό λογοτεχνικό έργο που ταρακουνάει και αφυπνίζει τον αναγνώστη.
Βαθμολογία
80 / 100