Τρίτη, Αυγούστου 28, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Αυγούστου 28, 2018 | Permalink
"Λετισιά ή το τέλος των ανδρών"

Η δεκαοχτάχρονη σερβιτόρα Λετισιά Περαί, εξαφανίστηκε μια νύχτα του Ιανουαρίου 2011 λίγο προτού φτάσει σπίτι της σε ένα προάστιο της Ναντ στον νομό Λουάρ-Ατλαντίκ της Γαλλίας. Πέρασαν αρκετές εβδομάδες μέχρι να βρεθεί η σορός της Λετισιά γιατί ο κύριος ύποπτος που είχε συλληφθεί δύο ημέρες μετά την εξαφάνισή της, αρνείτο τα πάντα – και κυρίως «έπαιζε» με τις Αρχές προσπαθώντας να παραπλανήσει τις έρευνες. Η είδηση αυτή μια από τις τόσες παρόμοιες που διαβάζουμε στα αστυνομικά δελτία όλων των χωρών, προκάλεσε τεράστιο θόρυβο και συγκίνησε την κοινή γνώμη, πρωτίστως λόγω. της χρονοβόρου αναζήτησης και της μεγάλης κινητοποίησης της Αστυνομίας αλλά και των ΜΜΕ, για να βρεθεί η σορός της άτυχης νέας, αλλά και μετά, την πρωτοφανή παρέμβαση του τότε προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος κατηγόρησε τους δικαστές για πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς ο δολοφόνος της κοπέλας είχε αφεθεί ελεύθερος λίγους μήνες πριν και η επιτήρηση του θεωρήθηκε ελλιπής.



Αυτό το γεγονός εξετάζει ο Γάλλος συγγραφέας και ιστορικός Ivan Jablonka (Παρίσι, 1973) στο εξαιρετικό πολυφωνικό και πολυδιάστατο βιβλίο του, «ΛΕΤΙΣΙΑ ή το τέλος των ανδρών» («Laetitia ou la fin des homes») – (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Χ.Σκιαδέλλη, σελ. 433), το οποίο κινείται σε έναν υβριδικό χώρο μεταξύ λογοτεχνίας και ντοκουμέντου, όπου βέβαια ο Τρούμαν Καπότε με το εμβληματικό του «Εν Ψυχρώ» ήταν πρωτοπόρος κοντά 60 χρόνια πριν. Το βιβλίο του Ζαμπλονκά είναι περισσότερο κοντά στο docudrama, είδος πολύ συγγενές με την σύγχρονη τάση στον χώρο των κινηματογραφικών ντοκιμαντέρ, ή τον ντοκιμενταρισμένων τηλεοπτικών σειρών.

«Στις μέρες μας, οι άνθρωποι πεθαίνουν στο νοσοκομείο▪ μερικές φορές, στο σπίτι τους, στο κρεβάτι τους. Είτε είναι μόνοι είτε με τους δικούς τους, ο θάνατος είναι ένα ιδιωτικό δράμα, μια συμφορά που αφορά αποκλειστικά την οικογενειακή ζωή. Η Λετισιά, από την πλευρά της, πέθανε δημόσια.
Ο θάνατός της έγινε είδηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι γονείς της παρακολούθησαν την έρευνα από την τηλεόραση. Οι οικείοι της την έκλαψαν σε κοινή θεά, περιτριγυρισμένοι από δεκάδες γείτονες, χιλιάδες ανώνυμους και εκατομμύρια τηλεθεατές. Οι δημοσιογράφοι αυτοπροσκλήθηκαν στις πορείες διαμαρτυρίας και στην κηδεία. Τα κανάλια ανέλυσαν την προσωπικότητά της, σχολίασαν το τέλος της, με τόνο άλλοτε σοβαρό και θλιμμένο, άλλοτε ηδονοβλεπτικό και αγωνιώδη.»



Οι δίδυμες αδελφές Λετισιά και Τζεσικά Περαί, γεννήθηκαν από γονείς βίαιους και προβληματικούς. Όταν ο πατέρας τους μπήκε στην φυλακή και η μητέρα τους νοσηλεύτηκε σε νευρολογική κλινική, τα δύο κορίτσια σε ηλικία 8 ετών, μπήκαν σε ίδρυμα όπου θα μείνουν 5 χρόνια. Αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες αλλά ζουν αρμονικά με τα υπόλοιπα παιδιά και βρίσκουν την ηρεμία που δεν είχαν στο σπίτι τους με τα συχνά ξεσπάσματα βίας. Στην ηλικία των 13 ετών, επιλέγουν να πάνε σε μια ανάδοχη οικογένεια αντί να επιστρέψουν στο σπίτι του πατέρα τους που έχει αποφυλακιστεί. Η ανάδοχη οικογένεια που τα αναλαμβάνει είναι το ζεύγος Πατρόν (με το "άμεμπτο πρόσωπο" που όμως αποδεικνύεται μάλλον διαβολικό), σε ένα προάστιο της Ναντ, οι οποίοι έχουν ένα μεγάλο και άνετο σπίτι, και τα δύο κορίτσια εντάσσονται αμέσως σε ένα περιβάλλον οικογενειακό και φιλικό. Στο σχολείο κάνουν φίλους, βλέπουν τον πατέρα τους και τους συγγενείς τους σχετικά τακτικά, ζουν μια ζωή καθημερινότητας και ρουτίνας με μαθήματα, πάρτι και παρέες. Είναι δύο έφηβες με ιδιαιτερότητες βέβαια, που δεν διαφέρουν από εκατομμύρια συνομηλίκους τους.

Ο Ζαμπλονκά ανατέμνει με επιμονή, τη ζωή της Λετισιά, τα γεγονότα της ζωής της, και ξεκινάει από το γεγονός ότι σε κάθε δολοφονία, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στον δολοφόνο. Αυτός αναδεικνύεται σε σταρ, τυγχάνει προβολής, αρνητικός ήρωας που ψάχνουν όλοι να βρουν γιατί και πως, και όλοι ασχολούνται με αυτόν.
Ο συγγραφέας σε μια έρευνα δύο ετών, συναντήθηκε με όσους σχετίζονταν περισσότερο ή λιγότερο με την άτυχη κοπέλα, τους γονείς, την αδελφή της, την ανάδοχη οικογένεια, εξετάζει τις κατηγορίες κατά του Πατρόν για σεξουαλική κακοποίηση, τους συμμαθητές, τους φίλους, τους καθηγητές της, τους εργοδότες της, τους αστυνομικούς που ασχολήθηκαν και έλυσαν την υπόθεση, τους δημοσιογράφους που την ανέδειξαν σε γεγονός πρώτου μεγέθους στα ΜΜΕ και μετά την ξέχασαν. Ο Ζαμπλονκά παρακολούθησε την δίκη και την έφεση που ακολούθησε. Μαζεύοντας όλα τα στοιχεία, ανασυνθέτει την ζωή της Λετισιά από την ημέρα που γεννήθηκε μέχρι τον θάνατό της, εξεγείρεται, θυμώνει, η έρευνα δεν είναι κάτι απρόσωπο και καθαρά επιστημονικό για εκείνον, είναι κάτι που τον επηρεάζει στην προσωπική του ζωή.

« Ως διπλωματούχος γόνος της παρισινής αριστοκρατίας, δεν μεγάλωσα σε περιβάλλον μιζέριας και αλκοολισμού, δεν με απομάκρυνε από την οικογένειά μου ο δικαστής ανηλίκων, δεν πήγα σε Επαγγελματικό Λύκειο, μετακινούμε με μετρό και όχι με σκούτερ. Για μένα, που με χαρακτηρίζουν λέξεις - κλειδιά όπως εβραϊκή ταυτότητα, βιβλία και κοσμοπολιτισμός, η Λετισιά ενσαρκώνει τη διαφορετικότητα των Γάλλων με χριστιανική κουλτούρα, οι οποίοι έχουν όνομα που προφέρεται εύκολα, είναι ριζωμένοι σε μια περιοχή και γνωρίζουν την καταγωγή τους, έστω κι αν ανάγεται στοςυ Ατρείδες. Δεν ξέρω ποιος από τους δυό μας είναι λιγότερο φυσιολογικός.
Παίρνουμε απόσταση από τους νεκρούς μας, ενώ τα βάσανα του πλησίον χιμούν πάνω μας, μάς κατακλύζουν, μάς στοιχειώνουν και δεν μας αφήνουν ποτέ. Για τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια. Η πληγή μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, το δράμα και η ρουτίνα της ζωής μας, η εξημερωμένη νεύρωσή μας, και την έχουμε συνηθίσει, σαν μια αναπηρία. Στη ζωή της Λετισιά υπάρχουν τρείς αδικίες: η παιδική της ηλικία, ανάμεσα σε έναν βίαιο πατέρα κι έναν ανάδοχο πατέρα που καταχράστηκε την εξουσία του▪ ο φρικτός της θάνατος, στα δεκαοχτώ της χρόνια▪ η μεταμόρφωσή της σε είδηση του αστυνομικού δελτίου, δηλαδή σε μακάβριο θέαμα. Μπροστά στις δύο πρώτες αδικίες, θλίβομαι και αισθάνομαι ανήμπορος. Μπροστά στην τρίτη, επαναστατεί όλο μου το είναι. »



Η Λετισιά (και η αδελφή της Τζεσικά) εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά από τους γονείς της, και έζησε όλη της την ζωή σε ένα καθεστώς φόβου και ανασφάλειας. Βίωσε από την βρεφική της ηλικία την βία, την αποξένωση, την μοναξιά, την έλλειψη τρυφερότητας και αγάπης. Κόρη ενός βίαιου πατέρα, θετή κόρη ενός πατέρα που μάλλον την εκμεταλλευόταν σεξουαλικά (εάν όχι εκείνη, σίγουρα όπως αποδείχτηκε την αδελφή της), η Λετισιά ήταν ήδη θύμα προτού δολοφονηθεί.

Δυσλειτουργικές οικογένειες, τύποι προβληματικοί της Γαλλικής επαρχίας, υποκρισία και πολλή βία. Το δικαστικό σύστημα που πάσχει, το πολιτικό σύστημα που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την κάθε ευκαιρία για προβολή, ο σεξουαλικός και κοινωνικός ρατσισμός.
Το καλειδοσκόπιο μιας πάσχουσας κοινωνίας,  εξετάζει και ανατέμνει με ενσυναίσθηση και σκεπτικισμό ο Ζαμπλονκά γράφοντας ένα βιβλίο που εντυπωσιάζει με τον δυναμισμό και την ζωντάνιά του. Είναι ένα έξοχο βιβλίο, το οποίο θα μπορούσε να είναι μια απρόσωπη κοινωνιολογική μελέτη αλλά στα χέρια του ικανότατου (όπως αποδεικνύεται) συγγραφέα και χαρισματικού αφηγητή, μετατρέπεται σε ένα συγκλονιστικό λογοτεχνικό έργο που ταρακουνάει και αφυπνίζει τον αναγνώστη.

Βαθμολογία 80 / 100



 
Τετάρτη, Αυγούστου 22, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 22, 2018 | Permalink
Ο Μάστορας ("The Fixer")

Θυμάμαι πόση εντύπωση μου είχαν κάνει τα δύο μυθιστορήματα του Bernard Malamud (1914-1986), (ενός σχετικά άγνωστου κατά περίεργο λόγο στην Ελλάδα συγγραφέα), όταν τα είχα διαβάσει πολύ πολύ νέος, στις αρχές της δεκαετίας του 80. «Το ενοικιοστάσιο» (εκδ.Βίπερ) και ο (μεγαλειώδης) «Βοηθός» (εκδ. Α.Σ.Ε.) είναι δύο εξαιρετικά βιβλία (που δυστυχώς δεν κυκλοφορούν πλέον στην αγορά), τα οποία μου γνώρισαν έναν σπουδαίο δημιουργό. Επιτέλους όμως ξαναβρίσκουμε ένα ακόμα μεγάλο μυθιστόρημα του Μάλαμουντ στην ελληνική αγορά, με την έκδοση του πολυβραβευμένου «Ο ΜΑΣΤΟΡΑΣ» («The Fixer») – (εκδ. Καστανιώτης, μετάφρ. Κατ. Σχινά, σελ. 413) ενός συγκινητικού και βαθιά ανθρώπινου βιβλίου, στο οποίο συγγραφέας παίρνει μια συνταρακτική αληθινή ιστορία, και την μετατρέπει σε ένα εκπληκτικό λογοτεχνικό έργο φιλοσοφικό, κοινωνικό και πολιτικό, με το δικό του μοναδικό ύφος.

Ο Γιακόβ Μποκ, ο ήρωας του βιβλίου, είναι ένας πολύ άτυχος άνθρωπος. Μάστορας και πολυτεχνίτης, ζούσε σε ένα μικρό χωριό της Ουκρανίας. Η σύζυγός του τον εγκατέλειψε για έναν άλλον άντρα κι αυτός ντροπιασμένος και μόνος, βάζει τα λιγοστά του εργαλεία σε ένα κουτί, μερικά βιβλία σε ένα άλλο, παίρνει ένα ετοιμόρροπο κάρο και φεύγει για το Κίεβο να βρει την τύχη του. Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα (1911), και ο αντισημιτισμός στην Τσαρική Ρωσία είναι σε έξαρση κάτι που θα βρει πολύ έντονα μπροστά του ο ήρωας της ιστορίας που αφηγείται με χιούμορ και ρεαλισμό ο Μάλαμουντ.

"Το' χει η τύχη μου, σκεφτόταν πικραμένος. Πως το λέει η παροιμία; "Αν ήμουν έμπορος κεριών, ο ήλιος δεν θα έδυε". Δεν είμαι έμπορος, είμαι ο Γιάκοβ ο μάστορας, και ο ήλιος δύει κάθε ώρα για μένα. Είμαι το είδος του ανθρώπου που διαπιστώνει ότι είναι επικίνδυνο να είναι ζωντανός. Ένα πράγμα που πρέπει να μάθω είναι να λέω λιγότερα, πολύ λιγότερα· αλλιώς, θα χαντακώσω τον εαυτό μου. Λες και δεν είμαι ήδη χαντακωμένος!"


Ο Γιάκοβ Μποκ είναι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε ορφανός αφού οι δύο γονείς του πέθαναν νωρίς, πάσχει από άσθμα, δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει με την σύζυγό του που τα φτιάχνει με έναν άλλον, δεν είχε κανέναν φίλο, ζούσε μέσα στην γκρίνια και την μιζέρια με μια εμφανή πικρία και απαισιοδοξία για τη ζωή, ενώ είχε αποκηρύξει την θρησκεία του, κάτι απαράδεκτο για τους συγχωριανούς του Εβραίους επηρεασμένος, από την φιλοσοφία του Σπινόζα που διαβάζει μετά μανίας. Τώρα φτάνει στο Κίεβο και μετά από ένα μικρό διάστημα όπου δεν βρίσκει σχεδόν τίποτα να κάνει, ένα βράδυ σώζει έναν μεσήλικα μεθυσμένο που είχε πέσει κάτω στον χιονισμένο δρόμο. Ο άνθρωπος αυτός ονομάζεται Λεμπέντεφ και είναι ηγετικό στέλεχος της εθνικιστικής οργάνωσης "Μαύρες εκατονταρχίες" που ήταν πασίγνωστες για την αντισημιτική  τους δράση. Ο "μάστορας" από την στιγμή που πάτησε το πόδι του στο Κίεβο έχει κρύψει την εβραϊκή του ταυτότητα κι έτσι ο Λεμπέντεφ του προσφέρει δουλειά ως επόπτη στο πλινθοποιείο που διατηρεί. Ο Γιακόβ δέχεται με πολύ δισταγμό, αλλά οι προοπτικές είναι καλές, καθώς εκτός από αξιοπρεπή μισθό στις παροχές προσφέρεται κι ένα μικρό διαμέρισμα πάνω από το εργοστάσιο. Ο Γιάκοβ για πρώτη φορά στη ζωή του, έχει έναν σταθερό μισθό, και φαινομενική ηρεμία στη ζωή του.


Μετά από λίγο καιρό όμως, ένα αγόρι βρίσκεται φρικτά δολοφονημένο σε κοντινή απόσταση από το πλινθοποιείο. Μάρτυρες καταγγέλλουν τον Γιακόβ Μποκ ως δολοφόνο, αποκαλύπτοντας την εβραϊκή του ταυτότητα που τόσο επιμελώς έκρυβε. Ο όχλος ξεσηκώνεται και απαιτεί την άμεση τιμωρία του, ο ανακριτής που έχει αναλάβει την υπόθεση δείχνει σκεπτικός και βλέπει ότι τα στοιχεία δεν επαρκούν για στοιχειοθέτηση κατηγορίας, αλλά ο εισαγγελέας και η λαϊκή απαίτηση μέσω της προπαγάνδας που ασκείται από τα μέσα είναι τόσο ισχυρή, που ο Γιακόβ φυλακίζεται και ανακρίνεται συνεχώς και με κάθε τρόπο για να ομολογήσει. Εκείνος επιμένει στην αθωότητά του, δηλώνει συνεχώς και με κάθε τρόπο ότι είναι μεν Εβραίος αλλά δεν θρησκεύεται, τον οδηγούν στην τρέλα, κλείνοντάς τον στην απομόνωση, σπάζοντάς του τα νεύρα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αρνούμενοι να του παρέχουν δικηγόρο καθώς δεν ορίζεται δίκη και όλα βρίσκονται στην αναμονή. Το μαρτύριο θα συνεχιστεί για δύο χρόνια μέχρι να οριστεί η δίκη και ο Γιακόβ επιμένει.

"Περιμένεις. Περιμένεις. Περνούν λίγα λεπτά ελπίδας και μέρες απελπισίας. Μερικές φορές, απλώς περιμένεις, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ύβρις. Βυθίζεσαι στις σκέψεις σου. Βυθίζεσαι στις σκέψεις σου και προσπαθείς να σβήσεις με μια μουτζούρα το κελί της φυλακής. Αν είσαι τυχερός, ο χώρος εξαφανίζεται και περνάς μισή ώρα έξω, στα ανοιχτά, πέρα από πόρτες και τοίχους, πέρα από το μίσος για τον εαυτό σου. Αν δεν είσαι τυχερός, οι σκέψεις σου μπορεί να σε δηλητηριάσουν. Αν είσαι τυχερός και βγεις στο στετλ, ίσως περάσεις από έναν φίλο ή, αν αυτός λείπει, καθίσεις μονάχος σ' έναν πάγκο μπροστά στην καλύβα του. Μπορείς να μυρίσεις το γρασίδι και τα λουλούδια και να χαζέψεις τα κορίτσια, αν τύχει και περάσου κάνα δυο από το δρόμο. Μπορείς να κάνεις και τη δουλειά μιας μέρας, αν υπάρχει δουλειά. Σήμερα υπάρχει λίγη ξυλουργική. Ξεπατώνεσαι να πριονίσεις ένα ξύλο κι ύστερα να το καρφώσεις με το σφυρί. Όταν είναι ώρα να φας, ανοίγεις το μαντήλι με το προσφάι σου - καθόλου άσχημα. Το σημαντικό με την τροφή είναι να έχεις λίγη όταν τη θέλεις. Ένα σφιχτό αυγό με μια πρέζα αλάτι είναι νοστιμότατο. Το ίδιο και λίγη ξινή κρέμα  με μια πατάτα κομμένη στα δυο. Αν βουτάς το ψωμί σου σε φρέσκο γάλα και το πιπιλάς προτού το καταπιείς, η γεύση είναι πανδαισία. Και καυτό τσάι με λεμόνι κι ένα κύβο ζάχαρη. Το βραδάκι, παίρνεις το δρόμο μέσα απ' το μουσκεμένο γρασίδι προς την άκρη του δάσους. Κοιτάς το φεγγάρι στον γαλακτερό ουρανό. Ανασαίνεις το φρέσκο αεράκι. Μια φιλοδοξία σε πιλατεύει, υπάρχει ακόμα μέλλον. Στο κάτω κάτω της γραφής, είσαι ζωντανός και ελεύθερος. Ακόμα κι αν δεν είσαι τόσο ελεύθερος, νομίζεις πως είσαι. Το χειρότερο με τέτοιες σκέψεις είναι όταν σ' εγκαταλείπουν και ξαναβρίσκεσαι στο κελί σου. Το κελί είναι τα δάση και ο ουρανός σου."

Για τον «Μάστορα» που εκδόθηκε στις Η.Π.Α. το 1966, ο Μάλαμουντ εμπνεύστηκε από την ιστορία του Μεναχέμ Μπεϊλίς, ενός Εβραίου που κατηγορήθηκε το 1911 για την στυγερή δολοφονία ενός παιδιού στο Κίεβο. Ο Μπεϊλίς έμεινε δύο χρόνια στην φυλακή περιμένοντας την δίκη του, υπό τρομακτικές πιέσεις των Αρχών να ομολογήσει, ενώ στην πόλη είχαν ξεσπάσει αντισημιτικές ταραχές. Η υπόθεσή του, που συγκρίθηκε με την «υπόθεση Ντρέιφους», συγκίνησε πολλούς διανοούμενους στην Ρωσία και σε άλλες χώρες. Ο Μπεϊλίς αφέθηκε τελικά ελεύθερος και μετανάστευσε μετά από μια περιπλάνηση στις ΗΠΑ, όπου το 1925 δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του «The story of my sufferings» εξιστορώντας την περιπέτειά του.


Ο Μάλαμουντ παίρνει τα γεγονότα αυτής της ιστορίας και δεν αλλάζει πολλά στην εξέλιξη της, παρά μόνο στην προσωπικότητα του ήρωα. Σε αντίθεση με τον Μπεϊλίς, ο Γιακόβ Μποκ παρουσιάζεται σαν ένας άνθρωπος εν γένει ασυμπάθηστος, ψυχρός και μονήρης, προβληματικός στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, ξεροκέφαλος και ισχυρογνώμων, στοιχεία βέβαια που τον βοηθάνε στην υπερήφανη στάση του μέσα στην φυλακή όπου αρνείται να ομολογήσει παρά τις υποσχέσεις περί ευνοϊκής μεταχείρισης, παρά τα βασανιστήρια.

Ο ήρωας του βιβλίου, αυτός ο ιδιόμορφος και παράξενος Γιακόβ Μποκ ακολουθεί την φιλοσοφία του Σπινόζα και οι ιδέες του σπουδαίου Εβραίου φιλόσοφου διαπερνούν το μυθιστόρημα. Στον διάλογό του με τον ανακριτή σε μερικές μεγαλειώδεις σελίδες του μυθιστορήματος, αναπτύσσεται η φιλοσοφία και η κοσμοθεωρία του Σπινόζα, και αντιλαμβανόμαστε την στάση του Γιακόβ μπροστά στο μαρτύριο που βιώνει («η ζωή είναι ζωή και δεν έχει νόημα να την κλοτσήσεις στον τάφο»). Είναι οι φιλοσοφικές έννοιες που διάβαζε και δεν πολυκαταλάβαινε που τον τσάκισαν στην ζωή του έξω, και αυτές οι ίδιες έννοιες που τον κρατάνε ζωντανό μέσα στο κελί και στην απομόνωση που πολλές φορές βρέθηκε μήπως λυγίσει.
Μπορεί η φιλοσοφία να μην αλλάζει τον κόσμο, αλλάζει όμως τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα. Το τέλος του βιβλίου θα βρει τον ήρωα έναν διαφορετικό άνθρωπο καθώς θα έχει κυριαρχήσει στους προσωπικούς του δαίμονες μετατρέποντάς τον σε έναν ήρωα που δεν περίμενε ποτέ ότι θα γίνει.

Βιβλίο ορόσημο στην εβραιοαμερικάνικη λογοτεχνία, ο «Μάστορας» είναι ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα για την πάλη του ανθρώπου απέναντι στην απρόσωπη και αμείλικτη εξουσία, μια ανατομία της ανθρώπινης ψυχής και της μοναξιάς του ανθρώπου απέναντι στο παράλογο και στην αδικία. Είναι όμως κι ένα βιβλίο για τον φανατισμό και τα πολιτικά παιχνίδια, για τον λαϊκισμό και την χειραγώγηση των μαζών, για τον Σίσυφο και τον Προμηθέα που κρύβουμε μέσα μας.

Γεμάτο χιούμορ και στοχασμό, γραμμένο απλά και κατανοητά για κάθε αναγνωστικό επίπεδο, «Ο Μάστορας» (που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1968 από τον Τζ.Φρανκεχάιμερ), είναι ένα απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο και για κάθε λάτρη της λογοτεχνίας. Ελπίζω η κυκλοφορία του βιβλίου να αποτελέσει το έναυσμα να εκδοθούν ξανά ή σε νέες μεταφράσεις τα υπόλοιπα έργα του.

Βαθμολογία: 86 / 100





 
Παρασκευή, Αυγούστου 03, 2018
posted by Librofilo at Παρασκευή, Αυγούστου 03, 2018 | Permalink
Le Corre X 2 - Δύο μυθιστορήματα του Herve Le Corre

Με δύο εξαιρετικά μυθιστορήματα του Γάλλου συγγραφέα και εκπαιδευτικού Herve Le Corre (Bordeaux, 1955) θα ασχοληθεί σήμερα το blog. Είναι το πολυβραβευμένο "ΚΑΡΔΙΕΣ ΣΑΚΑΤΕΜΕΝΕΣ" ("Les coeurs dechiquetes") - (βραβεία "Mystere", "Μεγάλο βραβείο Αστυνομικής λογοτεχνίας και "Βραβείο Γαλλικού Αστυνομικού μυθιστορήματος" της Nouvel Observateur) και το πιο πρόσφατο "ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΓΙΑ ΣΚΥΛΙΑ" ("Prendre les loups pour des chiens"). Και τα δύο βιβλία έχουν εκδοθεί από τις (πάντα καλές) Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση Γιάννη Καυκιά. Θεωρώ τον Le Corre έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους Γάλλους πεζογράφους πέρα από τον ανούσιο διαχωρισμό των λογοτεχνικών ειδών, έναν μοναδικό στυλίστα της γραφής που κάθε του μυθιστόρημα αποτελεί αναγνωστική εμπειρία.
Ας δούμε όμως τα δύο βιβλία αναλυτικότερα:


Στο συγκλονιστικό νουάρ "Περνώντας του λύκους για σκυλιά" (σελ. 315), το σκηνικό από την αρχή προδιαθέτει για την τραγωδία που θα επακολουθήσει. Ένα απομονωμένο σπίτι στην καρδιά ενός δάσους δεν διαφέρει και πολύ από την φυλακή που βρισκόταν ο ήρωας του μυθιστορήματος Φρανκ. Είχε καταδικαστεί σε πενταετή φυλάκιση μετά την ληστεία που διέπραξε με τον αδερφό του Φαμπιάν. Ο Φρανκ, δεν μίλησε, δεν κατέδωσε τον συνεργό του, ο οποίος κατάφερε να διαφύγει. Μετά από πέντε χρόνια, από την φυλακή τον παραλαμβάνει η Τζέσικα, η σύντροφος του Φαμπιάν η οποία θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι της οικογένειάς της, που βρίσκεται κάπου στο πουθενά.
Σ' αυτό το σπίτι διαμένουν, οι γονείς της Τζέσικα και η μικρή της κόρη Ραχήλ. Ένα παράξενο κορίτσι, οκτώ χρονών, που δεν μιλάει πολύ, έχει καλούς τρόπους και δείχνει αποκομμένο από το πολύ τοξικό περιβάλλον της αγροικίας. Σύντομα ο Φρανκ συνειδητοποιεί ότι χώνεται όλο και περισσότερο σε μια μίζερη και επικίνδυνη κατάσταση, κανείς δεν ξέρει που ακριβώς βρίσκεται ο Φαμπιάν ο αδερφός του - κάπου στην Ισπανία για δουλειές τού λένε, βλέπει την οικογένεια να ζει από κομπίνες με κλεμμένα αυτοκίνητα που κάνει ο πεθερός του αδερφού του, ενώ διαπιστώνει ότι η Τζέσικα είναι εξαρτημένη από τα ναρκωτικά και κοιμάται με όποιον βρει, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Φρανκ χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Ο Φρανκ βλέπει το μέλλον να προδιαγράφεται δυσοίωνο όσο περνάνε οι μέρες, η μοναδική ακτίνα αισιοδοξίας και αθωότητας έρχεται από την αξιαγάπητη Ραχήλ. Η Τζέσικα και οι γονείς της φέρονται όλο και πιο παράξενα, νέα από τον Φαμπιάν δεν υπάρχουν, και διάφοροι μαφιόζοι απειλούν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο την οικογένεια που τον φιλοξενεί. Το ξέσπασμα της βίας θα είναι ακαριαίο και αιματηρό· κανείς δεν πρόκειται να βγει αλώβητος.

"Προσπαθούσε να σκεφτεί τις εβδομάδες που ακολούθησαν την αποφυλάκισή του και την τωρινή του κατάσταση, κι είχε την εντύπωση πως ήταν ένα αγρίμι που πιάστηκε σε παγίδα, πως το έδαφος υποχώρησε ξαφνικά κάτω απ' τα πόδια του καθώς περπατούσε κι έπεσε σ' ένα λάκκο όπου περίμενε τώρα να έρθουν οι κυνηγοί να τον βγάλουν για να τον κλείσουν για τα καλά στο κλουβί. Και του φαινόταν ότι ο εγκλεισμός του θα ήταν λιγότερο ανυπόφορος απ' το λάκκο όπου γύριζε γύρω γύρω  εξαντλημένος απ' τις προσπάθειες να σκαρφαλώσει  στ' απότομα τοιχώματα που τρίβονταν κάτω απ' τα χέρια και τα πόδια του."

Το "Περνώντας τους λύκους για σκυλιά" είναι, ένα ιδιαίτερα κλειστοφοβικό και σκοτεινό μυθιστόρημα, με τρομερή ένταση και υποβλητική ατμόσφαιρα. Οι περιγραφές των ημερών στην απομονωμένη αγροικία είναι χαρακτηριστικές, νιώθεις ότι συμμετέχεις στους τσακωμούς, στις φωνές, στην βρωμιά και στις μυρωδιές της κουζίνας. Ο Λε Κορ "παίζει" με τις σιωπές, την ηρεμία πριν την έκρηξη, τα πάθη που υποβόσκουν, την ζέστη του καλοκαιριού. Από τις πρώτες σελίδες ο αναγνώστης περιμένει το ξέσπασμα, την βία που θα ξεχειλίσει, το αίμα που θα τρέξει και ο συγγραφέας επιτείνει αργά και βασανιστικά την εξέλιξη της ιστορίας.

Ο Φρανκ (εξαιρετικός μυθιστορηματικός ήρωας) στην αρχή του βιβλίου είναι παρατηρητής, αποστασιοποιημένος που προσπαθεί να καταλάβει που βρίσκεται, σιγά σιγά όμως θα αλλάξει, θα μεταστραφεί, δεν μπορεί να είναι αμέτοχος πλέον, η εξαφάνιση του Φαμπιάν θα τον απασχολήσει όλο και περισσότερο, ενώ η σωτηρία της Ραχήλ θα είναι ένας αγνός σκοπός στον οποίον θα αφοσιωθεί.

Μια κοινωνία σε παρακμή, ένας κόσμος που καταρρέει περνάνε από τις σελίδες του βιβλίου. Ο Λε Κορ, μέγας στυλίστας, αφηγείται την ιστορία του, με έναν ακαταμάχητο συνδυασμό χειρουργικής ακρίβειας στις λεπτομέρειες, χιούμορ και με δόσεις λυρισμού οδηγώντας τον αναγνώστη σε μια απνευστί λογοτεχνική απόλαυση.

________________________________________________________

"Οι σακατεμένες καρδιές που μιλούν στα φαντάσματα" Λ.Φερέ

Μόνο ερωτικό δεν είναι το μυθιστόρημα "Καρδιές σακατεμένες" (σελ. 452), παρά τον τίτλο του, που παραπέμπει σε κάτι τέτοιο. Ο τίτλος όμως είναι ακριβέστατος (και είναι ένας στίχος από το τραγούδι του Γάλλου τραγουδοποιού Λεό Φερέ "A toi"), γιατί είναι ένα βιβλίο που μιλάει ακριβώς γι' αυτό: για ανθρώπους σακατεμένους και λειψούς από την εξέλιξη της ζωής τους, από τα γεγονότα που τους στιγμάτισαν για πάντα.

Δύο είναι οι ήρωες αυτού του εκπληκτικού νουάρ, ο αστυνόμος Πιέρ Βιλάρ που η ζωή του άλλαξε ολοκληρωτικά την ημέρα της εξαφάνισης του γιού του Πάμπλο, ο οποίος σε ηλικία 10 ετών έπεσε θύμα απαγωγής από το σχολείο του, και του έφηβου Βικτόρ, ενός μαθητή γυμνασίου που γυρνώντας από το σχολείο του ένα απόγευμα, βρίσκει την μητέρα του Ναντιά, νεκρή στο διαμέρισμά τους.

Ο συγγραφέας παρακολουθεί παράλληλα τις ζωές των δύο τραγικών ηρώων του, "καρδιών σακατεμένων που μιλούν στα φαντάσματα". Ο Βιλάρ αναλαμβάνει την υπόθεση της διαλεύκανσης της δολοφονίας της Ναντιά, μιας καθαρίστριας που δούλευε περιστασιακά ως πόρνη. Ο Βικτόρ θα πάει σε ίδρυμα, όπου από εκεί θα φιλοξενηθεί σε μια οικογένεια στην εξοχή. Σύντομα θα διαπιστώσει ότι παρακολουθείται από έναν πρώην εραστή της μητέρας του και η ζωή του κινδυνεύει, ενώ και ο αστυνόμος Βιλάρ βλέπει να καταδιώκεται από έναν μυστηριώδη άγνωστο που πάντα βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από αυτόν σε οτιδήποτε κάνει.

Ο Βιλάρ δεν έχει σταματήσει αρκετά χρόνια τώρα, να ψάχνει τα ίχνη του Πάμπλο, τον βοηθάει ένας απόστρατος αξιωματικός, ο οποίος όμως όταν του δίνει ραντεβού διότι έχει βρει πληροφορίες που ενδέχεται να οδηγήσουν κάπου, δολοφονείται εν ψυχρώ. Ο Βιλάρ νιώθει να βρίσκεται εντός ενός ασφυκτικού κλοιού και τα αδιέξοδα είναι συνεχή καθώς μια συνάδελφος και καλή φίλη της Ναντιά, που δούλευε κι αυτή περιστασιακά ως πόρνη, δολοφονείται και αυτή (αφήνοντας ορφανό το μικρό αυτιστικό αγόρι της), βυθίζοντας την υπόθεση περισσότερο στο σκοτάδι ενώ κι ο Βικτόρ δεν βρίσκει την ηρεμία στην οικογένεια που φιλοξενείται καθώς ο διώκτης του παραμονεύει.

"Ο Βιλάρ κούνησε το κεφάλι. Το είχε ήδη ακούσει αυτό. Η Ναντιά και η Σάντρα, και τώρα η Σελίν, όλες αυτές οι γυναίκες που κατάφερναν να σταθούν στα πόδια τους γιατί είχαν τα παιδιά με το μέλλον τους μπροστά τους, όπως προσπαθούσαν να το φανταστούν, εκτιμώντας ότι το δικό τους μέλλον έμοιαζε, στα τριάντα τους χρόνια, με μαύρη τρύπα."

Ελεγειακό νουάρ μυθιστόρημα, έχοντας την μορφή του αστυνομικού θρίλερ είναι συναρπαστικό στην εξέλιξή του με πολλές ανατροπές και έντονο κοινωνικό σχόλιο. Εκτός από τους δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας, σημαντικό ρόλο στην πλοκή διαδραματίζουν οι γυναίκες μετανάστριες, που μεγαλώνουν παιδιά μόνες, στις οποίες ο συγγραφέας στέκεται ιδιαίτερα καθώς αποτελούν στο βιβλίο τα μεγάλα θύματα, κακοποιημένες, σκεύη ηδονής και στο τέλος νεκρές.

Μυθιστόρημα για την απώλεια, για την θλίψη που κατατρώει τους δύο ήρωές του, που βλέπουν τη ζωή τους να αλλάζει, να καταστρέφεται. Μυθιστόρημα για την εγκατάλειψη, τα προβλήματα των παιδιών που εγκαταλείπονται για τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για την κακοποίησή τους και την απάθεια του κόσμου απέναντί τους. Ο Λε Κορ δεν αφήνει ούτε στιγμή τα συναισθήματα να τον κατακλύσουν, αποφεύγει με μαεστρία τις παγίδες του εύκολου μελοδραματισμού και προσφέρει ένα έξοχο λογοτεχνικό έργο που το αδικεί η σφραγίδα της τυποποίησης του νουάρ.


Πολλά είναι τα κοινά στοιχεία στα δύο μυθιστορήματα και το νήμα που τα συνδέει είναι εμφανές. Και τα δύο (όπως σχεδόν όλα τα βιβλία του Λε Κορ), διαδραματίζονται στην ευρύτερη περιοχή του Μπορντώ, στην επαρχία Ζιροντό, τόπο καταγωγής και διαμονής του συγγραφέα. Οι οικογένειες που περιγράφονται είναι δυσλειτουργικές, η βία (λεκτική και σωματική) είναι διαρκής, τα αδιέξοδα στις σχέσεις, ερωτικές και κοινωνικές ατελείωτα. Οι ήρωες των δύο βιβλίων είναι άνθρωποι που το παρελθόν τους έχει σημαδέψει και το μέλλον τους προδιαγράφεται αβέβαιο. Τα δύο παιδιά που κυριαρχούν στα βιβλία, περισσότερο ο Βικτόρ στις «Καρδιές σακατεμένες» και λιγότερο η μικρή Ραχήλ στο «Περνώντας τους λύκους για σκυλιά» έρχονται κατευθείαν από τα βιβλία του Κ.Ντίκενς, εντυπωσιάζουν και κερδίζουν τον αναγνώστη με την πρώτη ματιά. Οι αφετηρίες τους είναι διαφορετικές αλλά παλεύουν με τον τρόπο τους για επιβίωση και για σωτηρία. Ο συγγραφέας στέκεται από πάνω τους με βλέμμα τρυφερό περιγράφοντας σκηνές που χτυπάνε κατευθείαν στην καρδιά.

Ο Le Corre, δεινός παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης είναι ιδανικός στο να περιγράφει τις σιωπές και τις βίαιες εκρήξεις που ξεσπάνε, την εισβολή του παρελθόντος στο παρόν. Και στα δύο βιβλία που παρουσιάζονται παραπάνω (όπως και στο εξαιρετικό "Μετά τον πόλεμο"), οι εικόνες που μεταφέρει στον αναγνώστη είναι αφοπλιστικές (πολλές φορές δείχνει να είναι επηρεασμένος από φωτογράφους παρά συγγραφείς), το στυλ του είναι απαράμιλλο και ιδιαίτερα σαγηνευτικό, μετρημένο και χωρίς υπερβολές θυμίζοντας σε πολλά σημεία περισσότερο Αμερικανούς συγγραφείς παρά σύγχρονους ή παλαιότερους συμπατριώτες του που ασχολούνται με το νουάρ. Ένας μεγάλος συγγραφέας που πρέπει να τον ανακαλύψει το ελληνικό κοινό.

Βαθμολογία (και των δύο μυθιστορημάτων) : 82 / 100