Πέμπτη, Ιουνίου 30, 2016
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 30, 2016 | Permalink
Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών
Πολύ παραπάνω από ένα απλό αστυνομικό μυθιστόρημα, πέρα από εύκολες ταυτοποιήσεις σε είδη όπως “πολάρ”, “νουάρ” κλπ. , το συναρπαστικό νέο βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα (Αθήνα,1968), με (τον μάλλον ατυχή) τίτλο “Ο ΚΡΥΦΟΣ ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΩΝ ΕΡΥΘΡΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΙΩΝ”, (Εκδ. Κέδρος, σελ. 547), προσφέρει μερικές ώρες ουσιαστικής αναγνωστικής απόλαυσης, και αυτή η αίσθηση, μεγαλώνει όλο και περισσότερο, καθώς, βυθίζεσαι στα αμέτρητα παρακλάδια της υπέροχης ιστορίας, που αφηγείται με το ευδιάκριτο στυλ που τον χαρακτηρίζει σε όλα του τα έργα ο συγγραφέας.

Ιταλία 2007, ο νεαρός φοιτητής Αλεσάντρο Φοντάνα εξαφανίζεται από το σπίτι του στη Μπολόνια και η μητέρα του Κιάρα, που πιστεύει ότι είναι ζωντανός, πηγαίνει στη Ρώμη και ζητάει τη βοήθεια του παλιού της φίλου (και αιώνιου θαυμαστή της), Γκαμπριέλε Αμπάτι ή Γκάμπι, ερασιτέχνη ιδιωτικού ντετέκτιβ, ο οποίος μαζί με τον φίλο του Νικόλα Μιλάνο, εμπόρου παλαιών βιβλίων (κεντρικοί χαρακτήρες και του θαυμάσιου "Η Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα"), αναλαμβάνουν την υπόθεση, περισσότερο από οίκτο και περιέργεια παρά επειδή πιστεύουν ότι μπορούν να βρουν κάτι.

Μάρτιος 1979,  μια αποτυχημένη προσπάθεια πολιτικής απαγωγής ενός βιομήχανου στο Μιλάνο, από έναν πυρήνα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, καταλήγει σε αιματοχυσία, με 5 νεκρούς μεταξύ των οποίων είναι ο βιομήχανος και δύο αστυνομικοί που βρίσκονταν σε ένα αυτοκίνητο που τον συνόδευε.

Σχεδόν 30 χρόνια μετά, τι συνδέει αυτές τις δύο ιστορίες; Ο 24χρονος Αλεσάντρο δούλευε την πτυχιακή του πάνω στο φαινόμενο της Τρομοκρατίας και τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, είχε μια σχέση χωρίς εμφανή προβλήματα με την Έλενα μια νεαρή κοπέλα, και έδειχνε απορροφημένος στην πτυχιακή του χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Ο Γκάμπι και ο Μιλάνο δεν βρίσκουν από που να πιαστούν σε μια ιστορία που δείχνει αδιέξοδη. Ότι τον Αλεσάντρο τον ψάχνει και ο Γκαρέλα, ένας τύπος που γνωρίζει ο Γκάμπι από το σκοτεινό παρελθόν του (για το οποίο ο Μιλάνο δεν ξέρει σχεδόν τίποτα), δεν τους βοηθάει σε κάτι, ενώ στην αναζήτηση τα μπλέκει λίγο έως αρκετά η σεξουαλική πείνα αλλά και η επιπολαιότητα του Μιλάνο που ορέγεται και τις δύο γυναίκες που ψάχνουν τον Αλεσάντρο, την Κιάρα και την Έλενα.
Η αναζήτηση φτάνει σε αδιέξοδο, μέχρι την ημέρα που ένας συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Ντίνο Μπατάλια, φίλος της Κιάρας και του  Αλεσάντρο, εκδίδει το νέο του μυθιστόρημα, με τίτλο “Τα καταραμένα αντίτυπα” και μέσα σ'αυτό, υπάρχουν εμβόλιμα στην πλοκή του, εφτά σημειώματα θανάτου, προς αντίστοιχους παραλήπτες. Σε ένα από αυτά τα σημειώματα, προς κάποια Μαρία, ο συγγραφέας αναφέρει προσωπικά στοιχεία της Έλενας που μόνον ο Αλεσάντρο γνώριζε. Η Έλενα διαβάζοντας το βιβλίο καλεί τον Μιλάνο και του αναφέρει το περίεργο γεγονός, εκείνος δεν ενημερώνει κανέναν και αποφασίζει να πάει στο σπίτι του συγγραφέα σε μια απομακρυσμένη περιοχή για να ενημερωθεί από πρώτο χέρι τι ακριβώς συμβαίνει. Από αυτή τη στιγμή και μετά, η ιστορία θα πάρει έναν ιλιγγιώδη ρυθμό με απρόβλεπτες συνέπειες και ποικίλες ανατροπές που θα οδηγήσουν στην επίλυση όχι μόνο αυτής της ιστορίας αλλά θα βγάλουν στο φως και λεπτομέρειες της αποτυχημένης απόπειρας κατά του βιομήχανου το 1979.

Το παρελθόν, το γαμημένο παρελθόν, ήταν σαν φίδι που κουλουριαζόταν αθόρυβα στα πόδια σου και σε δάγκωνε απροειδοποίητα. Δεν μπορούσες να ξεφύγεις από το παρελθόν.”

Γιατί ψάχνουν όλοι τον Αλεσάντρο και που μπορεί να πήγε αυτός; Τι είχε ανακαλύψει σε σχέση με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και κάποια καλά κρυμένα μυστικά του παρελθόντος; Τι σχέση μπορεί να έχει ο Γκάμπι με την εξαφάνιση του; Ποιός είναι ο Ντίνο Μπατάλια, αυτός ο απομονωμένος συγγραφέας που είχε χρόνια να βγάλει βιβλίο και πόσο φίλος του Αλεσάντρο είναι; Γιατί ψάχνει τον Αλεσάντρο ένας ακροδεξιός βουλευτής; Τι ξέρει αυτός ο σκοτεινός τύπος, ο Γκαρέλα; Ερωτήματα που ανακύπτουν συνεχώς κατά την ανάγνωση του βιβλίου και απαντιούνται στη συνέχεια καθώς οδεύουμε προς την τελική εκκαθάριση της ιστορίας.

 Το βιβλίο που προχωράει με ήρεμο ρυθμό στο πρώτο του μέρος, απογειώνεται στη συνέχεια. Ο Μαμαλούκας “χτίζει” την ιστορία του, σκαλί-σκαλί, με επιμονή και προσήλωση. Κανένα από τα πολλά πρόσωπα που μπαινοβγαίνουν στην ιστορία, δεν είναι εκεί τυχαία, όλα παίζουν τον ρόλο τους και σαν καλός “μαίτρ της αγωνίας” που είναι ο συγγραφέας, μας οδηγεί προς την λύση του μυστηρίου με τέμπο και υπομονή.

Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο ανατροπές και τις γνώριμες εμμονές του Μαμαλούκα με την λεπτομέρεια. Αυτοκίνητα αντίκες, ρολόγια, ποτά, malt whiskies, κρασιά, όλα κατονομάζονται λεπτομερώς, ενώ η μουσική το κατακλύζει απ'άκρη σ'άκρη, συνοδεύοντας τη δράση. Συμπυκνώνοντας όλα τα προηγούμενα του μυθιστορήματα σ'αυτό ο Μαμαλούκας παραδίδει στο κοινό το καλύτερο μέχρι τώρα έργο του, καθώς διαπιστώνουμε στοιχεία από την “Κοπέλα που σε λένε Φίνι” (ασφυξία, εγκλεισμός), από τον “Μεγάλο θάνατο του Βοτανικού” (βία, κυνισμός), από την  “Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα” (η Ρώμη, οι δύο κοινοί ήρωες, η ατμόσφαιρα της Ιταλίας), από την “Μοναξιά της Ασφάλτου” (η μουσική, τα αυτοκίνητα).

Στο βιβλίο, έχει γίνει πολλή δουλειά στο υπόβαθρο και τα 5 χρόνια προετοιμασίας (όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στον επίλογό του) φαίνονται. Τίποτα δεν έχει αφεθεί στην τύχη, ενώ  είναι εξαιρετική η αναπαράσταση του κλίματος της δεκαετίας του '70 στις σελίδες που αναφέρονται σ'αυτή την εποχή.
Το παρελθόν καθορίζει τις πράξεις του μέλλοντος. Τα ανομολόγητα μυστικά του, θα βγουν στην επιφάνεια, ξεσκεπάζοντας μια προδοσία που έμελλε να αλλάξει τις ζωές των πρωταγωνιστών της ιστορίας που αφηγείται ο Μαμαλούκας. Και όπως συμβαίνει συνήθως στα βιβλία του, κανείς από τους ήρωές του (εκτός από κάποια δευτερεύοντα πρόσωπα) δεν θα είναι αθώος ή αναμάρτητος – κάποιοι δε, θα κουβαλάνε σε όλη τους τη ζωή, βάρη που θα πρέπει να αποτινάξουν κάποια στιγμή.

“Ο κρυφός πυρήνας των ερυθρών ταξιαρχιών” είναι ίσως το καλύτερο βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα και μια γερή υπόσχεση για το μέλλον. Ωριμότερος από ποτέ, ο έμπειρος συγγραφέας, με μυθιστορηματικούς χαρακτήρες πιο στέρεους και με καλύτερο ρυθμό από τα προηγούμενα του μυθιστορήματα, εκμεταλλεύεται τις αρετές του και ελαχιστοποιεί τις αδυναμίες του. Το κάπως βιαστικό φινάλε και ορισμένες αχρείαστες επαναλήψεις δεν ενοχλούν καθώς τον αναγνώστη κερδίζουν οι συνεχείς ανατροπές στην πλοκή και ο καλοκουρδισμένος ρυθμός του μυθιστορήματος.  Εν ολίγοις, έχουμε ένα εξαιρετικό ευρωπαϊκό μυθιστόρημα που εάν ο συγγραφέας του, δεν είχε ελληνικό ονοματεπώνυμο, θα μπορούσε να σταθεί ισάξια δίπλα στους πολύ καλούς Ιταλούς αστυνομικούς συγγραφείς που διαθέτει αυτή η χώρα. 


 
Πέμπτη, Ιουνίου 23, 2016
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 23, 2016 | Permalink
Ο αχός της εποχής
Η Ρωσία, η λατρεμένη μάνα μου,
δεν παίρνει τίποτα με τη βία -
Παίρνει μονάχα ό,τι της δίνεις ευχαρίστως
όταν σου βάλει το μαχαίρι στον λαιμό.”
             Παραδοσιακό στρατιωτικό τραγούδι του 19ου αιώνα

Με το εκπληκτικό μυθιστόρημα “Ο ΑΧΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ” (“The noise of time”), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Θ.Σκάσσης, σελ. 231), αναμφίβολα βρισκόμαστε σε μια από τις κορυφαίες στιγμές στην πολύχρονη και πολύ επιτυχημένη συγγραφική καριέρα του έξοχου Βρετανού συγγραφέα Julian Barnes (Λέστερ,1946). Υπαινικτικό και ουσιαστικό το βιβλίο αυτό, δεν είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία του μεγάλου Ρώσου συνθέτη Dmitri Shostakovich αλλά ένα εσωτερικό μυθιστόρημα ιδεών που με αφορμή ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του συνθέτη στο Σοβιετικό καθεστώς, μιλάει για τον φόβο και την απεριόριστη δύναμη της εξουσίας, την δημιουργία και τους συμβιβασμούς, την υποταγή και την εσωτερική αντίσταση.

Τι ήξεραν για τον φόβο όσοι τον επέβαλλαν; Ήξεραν ότι φέρνει αποτέλεσμα, ήξεραν μέχρι και το πως έφερνε αποτέλεσμα, όχι όμως το πως ένιωθε κανείς.”

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 3 μέρη, σαν ένα συμφωνικό έργο, εξάλλου η όλη δομή του αναπτύσσεται με μουσικό τρόπο ενώ ο ιδιοφυής συγγραφέας χρησιμοποιεί μεθόδους που ανήκουν σε άλλες τέχνες όπως κινηματογράφο, με τα συνεχή fade outs και ζωγραφική με τα κολάζ. Κάθε μέρος περιγράφει μια διαφορετική χρονική περίοδο και αρχίζει με την ίδια πρόταση:
“ Ένα πράγμα ήξερε μόνο: Τούτη ήταν η χειρότερη εποχή.”

Το μυθιστόρημα έχει τριτοπρόσωπο αφηγηματικό ρυθμό, και ουσιαστικά δεν υπάρχει δράση – ένας άνδρας περιμένει δίπλα στον ανελκυστήρα της πολυκατοικίας που διαμένει να έρθουν να τον συλλάβουν – ένας άνδρας κάθεται στο αεροπλάνο μετά από το ταξίδι του στις Η.Π.Α. - ένας άνδρας κάθεται στο αυτοκίνητο δίπλα στον οδηγό και φέρνει στη μνήμη του τα χρόνια μετά τον πόλεμο. Όλη η “δράση” διαδραματίζεται εσωτερικά, στο μυαλό του Σοστακόβιτς, ο παρελθών χρόνος εναλλάσσεται με τον παρόντα και οι αναμνήσεις “σβήνουν” και επανέρχονται, μικρά κατακερματισμένα επεισόδια μιας ταλαίπωρης ζωής.

"Τι θα έκανες αν βρισκόσουν στη δίνη των γεγονότων;", το βασικό ερώτημα που θέτει ο Βόλμαν στο αριστουργηματικό του μυθιστόρημα "Κεντρική Ευρώπη", όπου και σ'αυτό ήταν ήρωας ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, και σ'αυτό πρωταγωνιστεί το Σταλινικό καθεστώς, αιωρείται συνεχώς πάνω από την ανάγνωση του υπαινικτικού και φιλοσοφικού βιβλίου του Μπαρνς.

Όπως λέω παραπάνω, το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη:
Στο πρώτο μέρος , ο Σοστακόβιτς πέφτει σε δυσμένεια από τον "Πατερούλη του Έθνους", λόγω της μουσικής που έγραψε για το λιμπρέτο της "Λαίδης Μάκβεθ του Μινσκ" (του Λέσκοφ), λοιδορείται, βλέπει ότι η περίοδος της ανοχής του καθεστώτος προς αυτόν έχει παρέλθει και είναι ώρα να πληρώσει κι αυτός την αναγνωρισιμότητά του και την προσωπική του ματιά. Τι κάνει λοιπόν; μαζεύει κάθε βράδυ τα πράγματα του, και περιμένει υπομονετικά να έρθουν να τον συλλάβουν. Ο καθημερινός τρόμος, η αίσθηση κάθε ξημέρωμα, ότι πέρασε κι αυτή η νύχτα είναι εφιαλτική. Ο μεγάλος συνθέτης περιμένει βασανιστικά και θυμάται, τα νιάτα του, το καταστροφικό του ντεμπούτο, τους έρωτές του, την άνοδο και μετά την δυσαρέσκεια των ιθυνόντων. Είναι η εποχή των μεγάλων εκκαθαρίσεων, όταν γλύτωναν ελάχιστοι "τυχεροί", αν και μπορεί να ήσουν περισσότερο τυχερός με μια σφαίρα στο σβέρκο, ποιός ξέρει...

Στο δεύτερο μέρος, έχουν περάσει 12 χρόνια κι ο Σοστακόβιτς, ουσιαστικά "εκβιάζεται" να συμμετάσχει σε μια "διάσκεψη ειρήνης" στη Νέα Υόρκη. Είναι ο σταρ της Σοβιετικής αντιπροσωπείας, οπότε όλα τα φώτα πέφτουν επάνω του με σκληρές και δύσκολες ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους, ενώ εισπράττει την περιφρόνηση του μεγάλου του ειδώλου, του Στραβίνσκυ και αναγκάζεται να "υποστεί τα πυρά" αντικομμουνιστών και διαδηλωτών, μισώντας τον εαυτό του και εξευτελιζόμενος.

" "Δεν άντεχε τον εαυτό του". Τρόπος του λέγειν, αλλά πολύ ακριβής. Κάτω από τη συνεχή πίεση της εξουσίας, ο εαυτός ραγίζει και διχάζεται. Ο δειλός στη δημόσια ζωή ζει μαζί με τον ήρωα στην ιδιωτική. Ή αντίστροφα. Ή, όπως συμβαίνει συνήθως, ο δειλός στη δημόσια ζωή ζει μαζί με τον δειλό στην ιδιωτική. Ωστόσο, η ιδέα ενός ανθρώπου χωρισμένου στα δύο με το τσεκούρι ήταν πολύ απλή. Καλύτερα να έλεγε: ενός ανθρώπου χαλασμένου σε εκατό κομμάτια, που προσπαθεί να θυμηθεί πως ήταν όλα αυτά μαζί - πως ήταν αυτός - κάποτε."

Το τρίτο μέρος εκτυλίσσεται πάλι 12 χρόνια αργότερα, το 1960 και ο Σοστακόβιτς δεν φοβάται πια για τη ζωή του, καθώς βρισκόμαστε στην περίοδο της διακυβέρνησης του Χρουτσώφ, ο Στάλιν έχει πεθάνει, τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα, αλλά του ζητείται (μάλλον πάλι εκβιάζεται ουσιαστικά) να γίνει μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος, κάτι που είχε αποφύγει ακόμα και την περίοδο της "Τρομοκρατίας". Ο Σοστακόβιτς και πάλι θα σκύψει το κεφάλι, πάλι θα συμβιβαστεί, γεμάτος φόβο.

"Τι θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί στον αχό της εποχής; Μόνο αυτή η μουσική που βρίσκεται μέσα μας, η μουσική της ύπαρξής μας, που μερικοί τη μετατρέπουν σε πραγματική μουσική. Και αυτή με τη σειρά της, αν είναι αρκετά δυνατή, αληθινή και καθαρή, έτσι ώστε να καταπνίξει τον αχό της εποχής, μετατρέπεται σε ψίθυρο της ιστορίας.
Να τι τον στήριζε."

Ο Σοστακόβιτς του Μπαρνς είναι ένας άνθρωπος που ζει συνεχώς μέσα στον φόβο και προσπαθεί να επιβιώσει, με κάθε τρόπο. Δεν είναι επαναστάτης, δεν είναι ηρωικός, δεν είναι καν χαρακτήρας larger than life που θα ταίριαζε σε επικό μυθιστόρημα και θα αποτελούσε πρότυπο.
Ο συγγραφέας στέκεται με σεβασμό και εκτίμηση απέναντι στον ήρωά του. Ο ήρωάς του είναι πολύ ανθρώπινος, πολύ ζωντανός. Δειλός όπως θα ήταν ο καθένας από εμάς, ένας άνθρωπος που αγκιστρώνεται στη μουσική του για να αντέξει αντιλαμβανόμενος την ειρωνεία των πραγμάτων. Το κράτος τον θέλει διαφορετικό και αυτή η εικόνα του περνάει σε δημόσιο χώρο, αλλά πρέπει να αντέξει εσωτερικά, η "αντίστασή του" είναι καθαρά εγκεφαλική και παθητική. Δεν μπορεί (φοβάται) να αυτομολήσει, προσπαθεί μόνο να επιβιώσει, σκύβοντας το κεφάλι, με ένα διαρκή τρόμο να τον κυριεύει. Ο συγγραφέας θέτει συνεχώς ερωτήσεις στον αναγνώστη σε ένα ιδιότυπο συγγραφικό παιχνίδι χωρίς να απαντάει σε καμία.

"Ο αχός της εποχής" (τι ευρηματικός τίτλος και μια μετάφραση που σέβεται το ύφος του κειμένου), είναι ένα κομψοτέχνημα, ένα μυθιστόρημα βαθιά υπαινικτικό και γεμάτο μαύρο χιούμορ και ειρωνεία, ανθρωπισμό και μελαγχολία. Ο Σοστακόβιτς είναι ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις που βρίσκεται εγκλωβισμένος και παγιδευμένος, μοναχικός και με ένα αίσθημα ήττας και απογοήτευσης να τον κατακλύζει. Η μουσική του θα ακούγεται αιώνια κι αυτή είναι η νίκη του απέναντι στο (κάθε ) καθεστώς, απέναντι σε κάθε εξουσία, κι αυτό είναι το μόνο που μετράει.












 
Πέμπτη, Ιουνίου 16, 2016
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 16, 2016 | Permalink
Περί "Υποταγής"
Γαλλία, 2022 και το Μουσουλμανικό κόμμα (με την στήριξη των δύο παραδοσιακών δυνάμεων, του Σοσιαλιστικού και του Δεξιού κόμματος) έχει πάρει την εξουσία.Τον πρώτο καιρό, οι αλλαγές στην καθημερινότητα της ζωής των κατοίκων του Παρισιού είναι ανεπαίσθητες. Κάποια μαγαζιά με sexy ρούχα έχουν κλείσει, τα παντοπωλεία με τροφές κόσερ δεν υπάρχουν πια - έχουν εξαφανιστεί, οι γυναίκες που βλέπει στον δρόμο είναι ντυμένες πιο συντηρητικά, χωρίς να τονίζουν την σεξουαλικότητά τους. Η μεγάλη ανεργία από την οποία υπέφερε η χώρα επί χρόνια καταπολεμάται με ένα δραστικό μέτρο, χορηγείται σύνταξη στις εργαζόμενες γυναίκες που θα περιοριστούν στα οικιακά τους καθήκοντα και έτσι ανοίγουν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Η εγκληματικότητα έχει μειωθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ και στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης, οι φοιτήτριες με τις μαντίλες, δεν περπατάνε με κάτω το κεφάλι και δίπλα στον τοίχο, αλλά με αυτοπεποίθηση πλέον, ενώ οι μισθοί των διδασκόντων έχουν τριπλασιασθεί καθώς τα αραβικά κεφάλαια που εισρέουν στο μουσουλμανικό (πλέον) πανεπιστήμιο της Σορβόνης είναι ανεξάντλητα.

Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, την υπέροχη “ΥΠΟΤΑΓΗ” (“Soumission”), ο ευφυέστατος και πάντα προκλητικός Γάλλος συγγραφέας Michel Houellebecq (Ρεϋνιόν Μαδαγασκάρης, 1958) – (Εκδ.Εστία, μετάφρ. Λ.Σιπητάνου, σελ.308), βάζει σε πρώτο επίπεδο μια πολιτική δυστοπία, που αφορά το άμεσο μέλλον (ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι το 2022, μόλις μερικά χρόνια από τώρα), όμως το βιβλίο είναι πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο, όπου κάτω από την επιφάνεια της πρόκλησης με τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που περιγράφει, το διαπερνάει μια βαθιά μελαγχολία, η οποία σε αντίθεση με το ανατρεπτικό χιούμορ του συγγραφέα, παίρνει μια ελεγειακή μορφή που συναρπάζει.

Ο ήρωας (και αφηγητής) του βιβλίου είναι ο 44άχρονος Φρανσουά, καθηγητής στην Σορβόνη και μελετητής του έργου του Ζορίς-Καρλ Ουισμάνς (Joris-Karl Huysmans), ενός εστέτ και απομονωμένου, πεσιμιστή συγγραφέα που τον απασχόλησε ιδιαίτερα ο καθολικισμός και που για ένα μεγάλο διάστημα της ζωής του, έζησε σε ένα μοναστήρι. Ο Φρανσουά είναι ένας κλασσικός ήρωας του Ουελμπέκ (που βρίσκουμε σχεδόν σε κάθε βιβλίο του), δύσκολος άνθρωπος αποξενωμένος και μοναχικός, χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις με ανθρώπους, που τον απασχολεί το σεξ πολύ, αδυνατεί να συνάψει σχέσεις καθώς φοβάται να δεσμευτεί, βλέπει με φρίκη το γήρας να πλησιάζει και βαριέται γενικώς πολύ. Παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στην πολιτική σκηνή της χώρας με δυσφορία και αίσθημα ανίας και αδιαφορίας.

Το μυθιστόρημα ξεκινάει λίγο πριν τις εθνικές εκλογές, όπου το μεγάλο φαβορί για την κατάκτηση της εξουσίας είναι το ακροδεξιό κόμμα της Μαρί Λεπέν (“Εθνικό Μέτωπο”). Τα προγνωστικά δείχνουν μάχη για την δεύτερη θέση μεταξύ του Μουσουλμανικού κόμματος (“Μουσουλμανική Αδελφότης”), και του Σοσιαλιστικού κόμματος. Τελικά το Μουσουλμανικό κόμμα κερδίζει τη δεύτερη θέση και έτσι στον δεύτερο γύρο των εκλογών, αντίπαλοι θα είναι η συντηρητική ακροδεξιά και ένα Μουσουλμανικό κόμμα, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της Γαλλίας και που ανατρέπει το γνωστό δίπολο, Δεξιοί – Σοσιαλιστές στην μάχη για την Προεδρία. Υπό τον φόβο της κατάκτησης της εξουσίας από την Λεπέν, οι Σοσιαλιστές και οι Δεξιοί συνεργάζονται με το Μουσουλμανικό κόμμα, το οποίο παρουσιάζεται αρκετά μετριοπαθές και με μια φιλοευρωπαϊκή εικόνα. Οι εκλογές βγάζουν το αναμενόμενο (αφού σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις συνασπίστηκαν απέναντι στον φόβο της ακροδεξιάς) αποτέλεσμα. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα κερδίζει τις εκλογές, ο ηγέτης της Μοχάμεντ Μπεν Αμπές, αναδεικνύεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και έτσι η Γαλλία μετατρέπεται επισήμως σε μουσουλμανικό κράτος.

Η Σορβόνη που είχε κλείσει για ένα μεγάλο διάστημα, ξανανοίγει υπό Μουσουλμανική διεύθυνση και άπειρα σαουδαραβικά κεφάλαια στη διάθεση της, και ο Φρανσουά που έλειπε για μεγάλο διάστημα και ευρίσκετο εκτός εξελίξεων, δέχεται ένα πλουσιοπάροχο συνταξιοδοτικό πακέτο, το οποίο του επιτρέπει να ζει καλύτερα από πριν. Τώρα έχει όλο τον χρόνο δικό του αλλά δεν ξέρει τι να τον κάνει. Μισάνθρωπος και ελιτιστής, έχει απομονωθεί τελείως, βλέπει δε ότι το σεξουαλικό παιχνίδι γίνεται όλο και πιο δύσκολο με τις αλλαγές στην εμφάνιση των γυναικών, κι έτσι περιορίζεται στον πληρωμένο έρωτα. Από την άλλη βλέπει τους παλιούς του συναδέλφους να παντρεύονται 3 και 4 γυναίκες ασπαζόμενοι τον ισλαμισμό με ευκολία, και οι αμοιβές τους να έχουν εκτοξευθεί. Ο Φρανσουά είναι άθεος, μάλλον αδιάφορος προς οτιδήποτε θρησκευτικό, σε ένα κόσμο που γίνεται όλο και περισσότερο παραδοσιακός καθώς τα Μουσουλμανικά κόμματα ανεβαίνουν ή κερδίζουν εκλογές και σε άλλα κράτη της Ε.Ε...Υπό το πρόσχημα μιας μεγάλης έκδοσης στον Ουισμάνς, την οποία καλείται να επιμεληθεί, ουσιαστικά το δίλημμα που του τίθεται είναι έμμεσο αλλά σαφές: έρχεσαι μαζί μας, γνωρίζεις δημοσιότητα, το έργο σου επιτέλους αναγνωρίζεται και “υποτάσσεσαι” στον Θεό μας και αφήνεις Εκείνος να σου λύσει τα προβλήματα ή μένεις απομονωμένος σε ένα διαμέρισμα, συνταξιούχος, χωρίς μεγάλες πιθανότητες στον έρωτα πια.

Το μυθιστόρημα του αιωνίως προβοκάτορα Ουελμπέκ είναι πολυεπίπεδο και βάζει τον υποψιασμένο αναγνώστη σε βαθιές σκέψεις. Μπορεί ως δυστοπία να κυριάρχησε το πολιτικό σκέλος του βιβλίου, καθώς δε η κυκλοφορία του συνέπεσε με την σφαγή στο περιοδικό Charlie Hebdo, θεωρήθηκε προφητικό. Αλλά πέραν του προφανούς και ανατρεπτικού του περιεχομένου, δηλαδή τι γίνεται όταν τα πράγματα αλλάζουν και οι Μουσουλμάνοι κυριαρχούν στην καρδιά της παλιάς, “φωτισμένης” Ευρώπης, ο συγγραφέας θίγει πολύ ουσιαστικά θέματα, όπως τη μοναξιά του διανοούμενου, το γήρας, την φθορά του σώματος, την αδυναμία επικοινωνίας, την υποκρισία των πανεπιστημιακών και πολιτικών κύκλων, τη σεξουαλική πείνα. Είναι γεγονός ότι, ο Ουελμπέκ ουσιαστικά χρησιμοποιεί τον ίδιο τύπο ήρωα σε όλα τα βιβλία του. Μισάνθρωπο, μοναχικό, σεξουαλικά εξαρτημένο, ελιτιστή, ενίοτε αφόρητα σεξιστή, μονίμως ναρκισσευόμενο, γκρινιάρη και αντιπαθή τελικά τύπο. Ποτέ όμως ο συγκεκριμένος μυθιστορηματικός χαρακτήρας δεν “κούμπωσε” τόσο καλά σε βιβλίο του όσο στην “Υποταγή”.

Ο στόχος βέβαια του ικανότατου και πανέξυπνου συγγραφέα δεν είναι το Ισλάμ, αλλά η παρακμή του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, του πνεύματος. Ο Ουελμπέκ δεν σταματάει να σατιρίζει και να κριτικάρει με φράσεις-τσιτάτα φαρμακερά και εύστοχα.
Η “Υποταγή” είναι ένα βιβλίο κυνικό και γεμάτο χιούμορ, που μπορεί να μη φθάνει στο προηγούμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα, το έξοχο “Ο χάρτης και η επικράτεια”, είναι όμως σχεδόν ισάξιό του, εξίσου απολαυστικό και καίριο απ' όπου κι αν το πιάσεις. Υπαρξιακό και γεμάτο πικρία για τη ζωή, για το αδιέξοδο της ύπαρξης, συνομιλεί ευθέως με τον Σοπενάουερ, τον Νίτσε, εκφράζοντας την απογοήτευση του συγγραφέα για τον κόσμο γύρω του που γκρεμίζεται.


 
Σάββατο, Ιουνίου 11, 2016
posted by Librofilo at Σάββατο, Ιουνίου 11, 2016 | Permalink
Μεταμορφώσεις
“Κι εγώ παίρνω φόρα, δεν έχει σημασία ως που θα φτάσω, αλλά παίρνω φόρα.”

Τι κάνει έναν νεαρό επιστήμονα πολλά υποσχόμενο και από αστική οικογένεια, να μεταστρέφεται σε φανατικό τζιχαντιστή; Πως ένας άνθρωπος που δεν τον απασχόλησε ποτέ το θέμα της θρησκείας, γοητεύεται από το Κοράνι και είναι έτοιμος να θυσιαστεί για χάρη του Προφήτη; Κι εσύ ο “φωτισμένος” άνθρωπος της Δύσης, πως αντιδράς όταν μαθαίνεις ότι ο πιο κοντινός σου άνθρωπος δεν είναι αυτός που νόμιζες ότι ξέρεις; Τι γίνεται όταν βρίσκεσαι μπροστά σε μια ολική ανατροπή των δεδομένων της ζωής σου και τα πιο εφιαλτικά σου όνειρα δείχνουν να σου χτυπούν τη πόρτα; Αυτά είναι κάποια από τα (πολλά) ερωτήματα που τίθενται κατά την ανάγνωση του εξαιρετικού μυθιστορήματος “ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ” του Γάλλου συγγραφέα Francois Vallejo (Mens,1960), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Γ. Στρίγκος, σελ.400), ενός βιβλίου προφητικού καθώς γράφτηκε αρκετά πριν από τα τρομοκρατικά χτυπήματα στη Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη, αρκετά πριν "σοκαριστούμε" μαθαίνοντας ότι, πολλοί Δυτικοί πλαισιώνουν τις γραμμές του Isis.

“Η πρώτη μου αντίδραση: όχι, αδύνατον, ο ετεροθαλής αδερφός μου δεν είναι έτσι. Και η δεύτερη, ταυτόχρονη σχεδόν: μα φυσικά και είναι, τίποτα δεν θα του ταίριαζε περισσότερο.”

Η Αλίξ, νεαρή συντηρήτρια έργων τέχνης πληροφορείται ότι ο νεότερος, ετεροθαλής αδερφός της Αλμπάν έχει ασπασθεί τον Ισλαμισμό και μάλιστα στην πιο ακραία μορφή του. Η Αλίξ είναι μια τυπική αστή Γαλλίδα της εποχής μας, ακούει Ισλαμ και τρέμει, το νέο της φαίνεται αδιανόητο. Ο Αλμπάν ήταν πάντοτε (και ως παιδί) άνθρωπος των άκρων, ήθελε να ζήσει τα πράγματα στην πιο τραβηγμένη τους μορφή, να δοκιμάζει τις αντοχές του. Καθώς μαθαίνει περισσότερα από έναν κοινό τους φίλο, συνειδητοποιεί ότι τα πράγματα έχουν σοβαρέψει πολύ, και ο Αλμπάν έχει παρατήσει τις σπουδές του στην Μοριακή Χημεία, έχει αλλάξει το όνομα του σε Αμπντελκρίμ Γιουσέφ και εκπαιδεύεται στις τρομοκρατικές μεθόδους. Προσπαθεί να αφυπνίσει τους (μακριά νυχτωμένους) γονείς τους - τον πατέρα του Αλμπάν και τη μητέρα της, που διατηρούν ένα επιτυχημένο γραφείο ταξιδίων στο κέντρο του Παρισιού - , για τον γιό τους, εκείνοι στην αρχή δεν την πολυπαίρνουν στα σοβαρά - “είναι μια φάση, θα του περάσει”, και μετά της λένε, ότι “θα τον στηρίξουν στην επιλογή του” καθώς αδυνατούν να πιστέψουν ότι ο μονάκριβος γιός του ασπάζεται τις θεωρίες περί “τζιχάντ κατά των άπιστων” κλπ.

Η Αλίξ αισθανόταν από μικρή υπεύθυνη για τον αδερφό της και ήταν πολύ δεμένοι οι δυο τους, αλλά κι εκείνος έδειχνε να προσκολλημένος μ' εκείνη. Τώρα βλέπει όλα αυτά που θεωρούσε δεδομένα να ανατρέπονται, κρατάει ημερολόγιο στον υπολογιστή της, και προσπαθεί με κάθε μέσο να βγάλει άκρη, να βρει τον Αλμπάν - να καταλάβει. Όταν τελικά έρχονται σε επαφή δια ζώσης, προσκρούει σε τοίχο, εκείνος είναι άκαμπτος και ήδη φανατισμένος, δεν θέλει να ακούσει κουβέντα, την κατηγορεί ότι ανακατεύεται στις υποθέσεις του και του κάνει τη ζωή δύσκολη μέσα στην οργάνωση. Η Αλίξ παραμελεί τη δουλειά της, για να ασχολείται όλη την ώρα με τον Αλμπάν, καθώς τα πράγματα σοβαρεύουν όταν ενημερώνεται από τους κοινούς τους γνωστούς ότι ο αδερφός της έφυγε για κάποιο στρατόπεδο στην Ασία να γίνει πολεμιστής του Ισλάμ, αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Σύντομα στο παιχνίδι μπαίνουν και οι μυστικές υπηρεσίες και πλέον τα πράγματα παίρνουν μια νέα μορφή, άγρια κι επικίνδυνη για όλους τους εμπλεκόμενους.

Ο Βαλεζό στο πολύ ζωντανό του μυθιστόρημα, δεν επικεντρώνει (όσο θα περίμενε κανείς) στην δράση, αλλά περισσότερο στα ψυχολογικά κίνητρα και στην εσωτερική πάλη των δύο αδερφών, της Αλίξ (κυρίως) και του Αλμπάν. Με ψύχραιμο και ήρεμο ύφος προσεγγίζει τα θέματα που θίγει, και αυτά είναι πολλά και καίρια. Η αδερφική αγάπη χωρίς όρια, το θέμα της θρησκείας και της υπέρβασης του εγώ, το θέμα της εξουσίας στις σχέσεις κάθε είδους (αδερφικές, ερωτικές, οικογενειακές, πολιτικές) και κυρίως το θέμα του φανατισμού (φονταμενταλισμού). Παρακολουθούμε την ιστορία μέσα από την υποκειμενική ματιά της Αλίξ, η οποία περιγράφοντας την μεταστροφή του αδερφού της, περιγράφει κυρίως, την εμμονή της για αυτό που θεωρεί εκείνη σωστό, την δική της μεταστροφή, την δική της εσωτερική πάλη, την έντονη τάση της για κυριαρχία. Ο Αλμπάν είναι ένας άνθρωπος αποπροσανατολισμένος και βαθιά μοναχικός που ψάχνει εναγωνίως κάπου να πιστέψει, κάπου να ακουμπήσει – από την επιρροή της αδερφής του, περνάει στην επιρροή των ιμάμηδων, και συμπεριφέρεται όπως ξέρει να κάνει καλά σ'όλη του τη ζωή, ακραία. Θα το πάει μέχρι το τέλος έτσι, μπερδεμένος και (εν πολλοίς) ακατανόητος, αδιάφορος για τις συνέπειες γύρω του σε ένα φινάλε αμφίσημο και μυστηριώδες.


Οι “Μεταμορφώσεις” είναι ένα βιβλίο που συναρπάζει και γοητεύει. Το στυλ του Βαλεζό είναι άμεσο και επικεντρώνεται στην αφήγηση της ιστορίας, χωρίς διδακτισμό και συμπεράσματα. Δεν δίνει απαντήσεις, απλά θέτει τα ερωτήματα, παραθέτει τα γεγονότα και αφήνει τον αναγνώστη να δώσει τις δικές του εξηγήσεις. Επικεντρώνει στην αδερφική σχέση και μέσα από αυτήν ξεδιπλώνει καταστάσεις πολύ επίκαιρες στην Ευρώπη εδώ και μερικά χρόνια (και για τα χρόνια που θα έρθουν), την διείσδυση του φανατισμού, τον ρόλο των μυστικών υπηρεσιών και τις μεθόδους τους, την σχετικότητα των πραγμάτων. Είναι ένα μυθιστόρημα που παρά τα κενά στην πλοκή του, προσφέρει λογοτεχνική απόλαυση και είναι ιδιαίτερα διαυγές στην ψυχολογική απεικόνιση των ηρώων του, χρησιμότατο δε στην κατανόηση όλου αυτής της παράνοιας που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.


 
Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2016
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2016 | Permalink
Μονοπάτι για το πουθενά
“Ένας κόσμος δροσιάς
και μέσα σε κάθε σταγόνα δροσιάς
ένας κόσμος αδιάκοπης πάλης”
                                             Ίσσα

Έρωτας, πόλεμος, βία και ανθρωπιά, σκληρότητα και λυρισμός, ελεγεία και ειρωνεία. Ένα μυθιστόρημα χορταστικό και πλήρες, το αριστουργηματικό “ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΓΙΑ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ” (“The Narrow road to the deep north”), του εξαιρετικού Αυστραλού συγγραφέα Richard Flanagan (Longford Tasmania, 1961), (Εκδ. Ψυχογιός, μετάφρ. Γ.Μπλάνας, σελ. 480), το οποίο βραβεύτηκε το 2014 με το Man Booker, δεν αφήνει αμφιβολίες για την αξία του από το πρώτο κεφάλαιο, από τις πρώτες σελίδες.

“Ο ευτυχισμένος άνθρωπος δεν έχει παρελθόν· ο δυστυχισμένος δεν έχει τίποτε άλλο.”

Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη ζωή του Ντορίγκο Έβανς, λογοτεχνικού χαρακτήρα (larger than life), βγαλμένου από τις σελίδες των μεγάλων Αμερικανών πεζογράφων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. επιτυχημένου γιατρού (χειρουργού), ήρωα του Β Παγκόσμιου πολέμου. Ενός άνδρα που η εξωτερική του εικόνα αν και φαινόταν αψεγάδιαστη και αστραφτερή, με έντονη κοινωνική ζωή, ήταν όμως ένας άνθρωπος μοναχικός και βασανισμένος, συναισθηματικά νεκρός παρά την έντονη ερωτική του δραστηριότητα.

Ο Ντορίγκο Έβανς σπουδάζει γιατρός, το μόνο μορφωμένο παιδί μιας αγροτικής οικογένειας της Τασμανίας, και ολοκληρώνοντας την ειδικότητα του στην χειρουργική στη Μελβούρνη, γνωρίζει την Έλλα, κόρη γνωστού δικηγόρου. Η σχέση του μαζί της είναι δεδομένο ότι θα οδηγήσει σε έναν ασφαλή και “καλό” γάμο. Όμως η Αυστραλία θα εμπλακεί στον πόλεμο και ο Ντορίγκο θα βρεθεί σε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης στην Αδελαΐδα με την παρότρυνση από την οικογένεια του, να επισκεφθεί ένα θείο του, ο οποίος διατηρεί ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο και που είναι φρεσκοπαντρεμένος με την Έιμι, μια ωραιότατη πολύ νέα (σχεδόν συνομήλικη του Ντορίγκο) γυναίκα.
Οι δύο νέοι θα ερωτευτούν κεραυνοβόλα και θα εκμεταλλευτούν κάθε γωνιά του ξενοδοχείου και των κοντινών εκδρομών για να απολαύσουν ο ένας τον άλλον. Σύντομα και ξαφνικά ο Ντορίγκο θα φύγει με άμεση διαταγή για το μέτωπο, χωρίς να προλάβει να ειδοποιήσει την Έιμι, η οποία την ίδια στιγμή μαθαίνει από τον σύζυγό της και θείο του Ντορίγκο, ότι η σχέση τους ήταν ήδη γνωστή σ'εκείνον.

Ο Ντορίγκο θα βρεθεί στην κόλαση (κυριολεκτικά) του πολέμου, η επικοινωνία του με την Έιμι θα χαθεί. Εκείνον σύντομα θα τον απασχολήσουν σοβαρότερα προβλήματα, καθώς ο λόχος του θα βρεθεί αιχμάλωτος των Ιαπώνων, στα βάθη του Σιάμ (Ταϊλάνδη), μαζί με χιλιάδες άλλους Αυστραλούς και Βρετανούς αιχμαλώτους. Στη βαθιά Ασιατική ζούγκλα, οι Ιάπωνες προσπαθούν να κατασκευάσουν ένα Φαραωνικό έργο, μια σιδηροδρομική γραμμή χιλιάδων χιλιομέτρων που θα συνδέσει το Σιαμ με την Μπούρμα (Βιρμανία). Στην κατασκευή του θα δουλέψουν ως σύγχρονοι σκλάβοι οι αιχμάλωτοι μέσα σε συνθήκες απάνθρωπες, που τις κάνουν ακόμα πιο δύσκολες οι εξωπραγματικές και παράλογες απαιτήσεις των Ιαπώνων. Χολέρα, πείνα, σκληρή δουλειά χωρίς φαΐ θα οδηγήσουν σε χιλιάδες θανάτους και ο Ντορίγκο θα προσπαθεί σε μόνιμη βάση να βρει ένα τρόπο συνεννόησης με τους Ιάπωνες – σύντομα βέβαια αντιλαμβάνεται ότι μιλάνε σε άλλο μήκος κύματος και δεν υπάρχει ελπίδα – και από την άλλη να διασώσει όσους περισσότερους μπορεί, συμπάσχοντας μαζί τους, ξυλοκοπούμενος κι εκείνος και χωρίς να απολαμβάνει τα ιδιαίτερα προνόμια της θέσης του.

"Ένας κόσμος πόνου
ανθίζει, όταν ανθίζει
η κερασιά"
              Μπασό

Ο Ντορίγκο θα επιβιώσει, χωρίς να καταλαβαίνει πως η μοίρα στάθηκε τόσο καλή μαζί του. Γυρίζοντας θα παντρευτεί την Έλλα που τον περίμενε στωικά. Μετά από χρόνια και χάρη σε ένα ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης, θα γίνει γνωστός σε όλη τη χώρα για το έργο που επιτέλεσε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης-κολαστήριο της Ασίας. Θα ειναι ένας ήρωας του έθνους, γεμάτος από ενοχές που επιβίωσε και με την ανάμνηση των ημερών που πέρασε με την Έιμι εκείνο το καλοκαίρι πριν τον πόλεμο. Τι έχει γίνει όμως η Έιμι, και πως ένα γράμμα που έλαβε ο Ντορίγκο στο στρατόπεδο άλλαξε τη ζωή του; Τώρα στα 77 του ο ήρωας του βιβλίου, φεύγει από ακόμα ένα κρεβάτι ξενοδοχείου, αποξενωμένος και αδιάφορος στα πάντα, συνειδητοποιώντας ότι το τέλος της ζωής του είναι κοντά.

Ο Φλάναγκαν έγραψε ένα βιβλίο μεγάλης πνοής και αξίας που φέρνει στο νου τις αφηγήσεις των συγγραφέων του 19ου αιώνα καθώς είναι εξίσου συναρπαστικό και πλούσιο σε εναλλαγές συναισθημάτων, δράση, χαρακτήρες που δύσκολα φεύγουν από το μυαλό σου. Ο πατέρας του συγγραφέα ήταν ένας από τους αιχμάλωτους που δούλευαν πάνω στη "Γραμμή" (όπως αποκαλείτο ο σιδηρόδρομος) και το βιβλίο αποτελεί έναν φόρο τιμής σ' εκείνον. Και είναι γεγονός ότι οι σελίδες του μυθιστορήματος που περιγράφουν τις ημέρες στη ζούγκλα είναι από τις δυνατότερες που έχω διαβάσει ποτέ στη ζωή μου. Τα βασανιστήρια των Ιαπώνων, οι συνεχείς ξυλοδαρμοί στη κατασκευή της Γραμμής, η πείνα και η προσπάθεια επιβίωσης των αιχμαλώτων, τα χειρουργεία και οι θάνατοι, η λάσπη ανακατεμένη με τα κόπρανα και οι αιχμάλωτοι να τσαλαβουτάνε μέσα σε όλη αυτή τη φρίκη, είναι σκηνές συγκλονιστικές και εφιαλτικές, ολοζώντανες μέσα από το έξοχο στυλ του συγγραφέα. Από την άλλη, ο παραλογισμός του πολέμου σε όλο του το μεγαλείο. Ιάπωνες που απαγγέλουν λυρικά (και πανέμορφα) χαϊκού, ενώ προγραμματίζουν ακόμα σκληρότερα μέτρα, ακόμα περισσότερο ξυλοφόρτωμα και ακόμα περισσότερους απαγχονισμούς. Μια ανύπαρκτη σιδηροδρομική γραμμή για ένα ανύπαρκτο κράτος (Σιάμ) σε μια αυτοκρατορία που παραπέει.

"Και η Γραμμή; Το όνειρο μιας παγκόσμιας Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας χαμένο στη ραδιενεργό σκόνη, ο σιδηρόδρομος δεν είχε πια ούτε λόγο ούτε έρεισμα. Οι Ιάπωνες μηχανικοί και οι φρουροί της είτε πιάστηκαν αιχμάλωτοι είτε επαναπατρίστηκαν και οι σκλάβοι που είχαν απομείνει για να τη συντηρούν ελευθερώθηκαν. Μέσα σε μερικές βδομάδες από το τέλος του πολέμου, η Γραμμή άρχιζε να καλωσορίζει το ίδιο της το τέλος. Εγκαταλείφθηκε από τους Ταϊλανδούς, ξηλώθηκε από τους Άγγλους, φορτώθηκε και ξεπουλήθηκε από τους ντόπιους.
Με το πέρασμα του χρόνου, η Γραμμή άρχισε να λυγίζει, να πετσικάρει. Οι πλαγιές της κατέρρευσαν, τα αναχώματα και οι γέφυρές της παρασύρθηκαν από τα νερά, οι σήραγγές της έκλεισαν. Η εγκατάλειψη έδωσε τη θέση της στη μεταμόρφωση. Εκεί όπου κάποτε ενέδρευε ο θάνατος, επέστρεψε η ζωή.
Η Γραμμή καλωσόρισε τη βροχή και τον ήλιο. Σπόροι φύτρωσαν σε μαζικούς τάφους, ανάμεσα σε κρανία και μηριαία οστά και σπασμένα στειλιάρια κασμάδων, ακροβλάσταρα ορθώθηκαν πλάι σε ατσαλόκαρφα και κλείδες, χώθηκαν γύρω σε τραβέρσες από τικ και κνήμες, ωμοπλάτες, σπόνδυλους, περόνες και μηρούς.
...Στο τέλος, έμειναν μόνο η ζέστη και τα σύννεφα και τα έντομα και τα πουλιά και τα ζώα και η βλάστηση που ούτε ήξεραν ούτε νοιάζονταν. Οι άνθρωποι είναι ένα μόνο ανάμεσα στα τόσα πράγματα του κόσμου· κι όλα αυτά τα πράγματα ποθούν να ζήσουν και η υψηλότερη μορφή ζωής είναι η ελευθερία: ο άνθρωπος να είναι άνθρωπος, το σύννεφο να είναι σύννεφο, το μπαμπού να είναι μπαμπού.
Θα περνούσαν δεκαετίες. Μερικά μικρά τμήματα θα καθαρίζονταν από κείνους που πίστευαν πως η μνήμη είχε σημασία μετασχηματισμένα με τον καιρό σε παράξενα νεκραναστημένα ίχνη αόρατων ποδιών - τουριστικές τοποθεσίες, ιερές τοποθεσίες, εθνικές τοποθεσίες.
Γιατί η Γραμμή τσάκισε, όπως τελικά τσακίζουν όλες οι γραμμές. Όλα έγιναν για το τίποτα και τίποτα δεν απέμεινε απ'αυτήν. Οι άνθρωποι συνέχισαν να λαχταρούν νόημα κι ελπίδα, αλλά τα χρονικά του παρελθόντος δεν είναι παρά το συγκεχυμένο χρονικό μιας ιστορίας χάους.
Και από κείνο το κολοσσιαίο χάλασμα - απέραντο, ενταφιασμένο - ξεχύθηκε η μοναχική επίπεδη ζούγκλα κι απλώθηκε πέρα μακριά. Τ'αυτοκρατορικά όνειρα και οι νεκροί χορτάρι έγιναν ψηλό."

Ο Φλάναγκαν θα παρακολουθήσει ακόμα και τους Ιάπωνες στρατιωτικούς στην πορεία τους μετά τον πόλεμο και στην προσπάθειά τους για επιβίωση, καθώς οι όροι έχουν αλλάξει και είναι αυτοί πλέον οι υποτελείς και οι κυνηγημένοι. Επιζώντες και από τις δύο πλευρές θα συνεχίσουν τη ζωή τους, για πάντα σημαδεμένοι από τον εφιάλτη που έζησαν, άνθρωποι πλέον μισοί και ψυχικά ανάπηροι, που δεν μπορούν να βρουν την ηρεμία και την ασφάλεια όπου κι αν στραφούν. Κι εκείνος που φαινομενικά είναι ο πλέον συμπαγής και “άνετος” απ'όλους, ο γοητευτικός Ντορίγκο, συνεχώς να μονολογεί "Αμί, Αμάντε, Αμούρ" και να είναι στην πραγματικότητα ένας άνθρωπος που δεν αισθάνεται να ανήκει πουθενά, να αλλάζει ερωτικές συντρόφους σαν τα πουκάμισα, να είναι ένας “ξένος” που αναβιώνει μνήμες από έναν έρωτα που έφυγε.

Δεν θα κουραστώ να το γράφω, το βιβλίο του Φλάναγκαν είναι μεγαλειώδες, σχεδόν ισάξιο θα έλεγα το ανυπέρβλητου "Εγχειρίδιου των Ιχθύων" του. Οι ερωτικές του σελίδες είναι λυρικότατες και συγκινούν με τη δύναμή τους, ενώ τα κεφάλαια γύρω από το στρατόπεδο και την κατασκευή του σιδηρόδρομου, σου κόβουν την ανάσα και μυρίζουν αίμα και λάσπη. Ο συγγραφέας δεν ακολουθεί τη γραμμική μορφή, καθώς τα χρονικά πλαίσια πηγαίνουν μπρος και πίσω, σαν κολάζ, και απαιτούν την εγρήγορση του αναγνώστη να μη χαθεί μέσα τους, αλλά γρήγορα συνηθίζει κανείς το ύφος του βιβλίου και αφήνεται στη μαγεία του. Τα γιαπωνέζικα χαϊκού, αινιγματικά και λυρικά, υπαινικτικά και καίρια, είναι ενταγμένα στη πλοκή, ένα δε από αυτά (του σπουδαίου Μπασό), δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο. Ένας ύμνος για το βαθύ και άλυτο μυστήριο της ύπαρξης, του έρωτα, της μνήμης που θα περάσει καιρός για να φύγει από το μυαλό μου.