Πέμπτη, Οκτωβρίου 24, 2024
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 24, 2024 | Permalink
Η πάλη του φωτός ενάντια στο σκότος ("Βαθύ το σκοτάδι πριν την αυγή")
 Στο εξαιρετικό του δοκίμιο «ΑΛΛΟΚΟΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ» που εκδόθηκε πριν 8 περίπου χρόνια (σχετικό κείμενο, μπορείτε να διαβάσετε στο blog), ο Νικήτας Σινιόσογλου, ασχολήθηκε με 7 «σαλούς» Έλληνες, που μέσα στους αιώνες άφησαν το στίγμα τους στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας. Ένας από αυτούς, είναι ο Χριστόδουλος Ευσταθίου (Παμπλέκης) που γεννήθηκε το 1733 στο Ξηρόμερο Ακαρνανίας και πέθανε το 1793 στη Λειψία. Ο Παμπλέκης (όπως είναι περισσότερο γνωστός – προσωνύμιο που του απέδωσαν οι αντίπαλοί του), αποκαλείται από τον Σινιόσογλου: «το μαύρο μαργαριτάρι της νεοελληνικής φιλοσοφίας» και τοποθετείται στο βιβλίο του, στην κατηγορία «Βλασφημία» (ένα από τα επτά αμαρτήματα), αφού ο «αλλόκοτος» αυτός άνθρωπος, αφορίστηκε μετά θάνατο από την επίσημη Εκκλησία.
 
Με τον Χριστόδουλο Ευσταθίου - Παμπλέκη εξ Ακαρνανίας, ως μυθιστορηματικό ήρωα, ασχολείται η έμπειρη στο ιστορικό μυθιστόρημα, και ιδιαίτερα αξιόλογη συγγραφέας Ελένη Πριοβόλου (1959, Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας), στο νέο της μυθιστόρημα, με τίτλο «ΒΑΘΥ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΥΓΗ» (εκδόσεις Καστανιώτη, σελ.405), ένα φιλόδοξο εγχείρημα που η συγγραφέας με ενδελεχή και εμπεριστατωμένη έρευνα (που φαίνεται όχι μόνο από την πλούσια βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου αλλά και από τις πολλές ιστορικές λεπτομέρειες που εμπλουτίζουν τις σελίδες του), το φέρνει εις πέρας με αξιοθαύμαστο τρόπο.
Η Πριοβόλου ασχολείται διεξοδικά με τη ζωή του ήρωά της - ενός χαρακτήρα λογοτεχνικά larger than life – «δίνοντάς του» τον λόγο, έχοντας δηλαδή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και η εμπειρία της την καθοδηγεί ώστε να αποφύγει τις παγίδες του αφηγηματικού ύφους που επίλεξε.


Η ζωή του Παμπλέκη, περιγράφεται από τη μέρα που γεννήθηκε έως τη μέρα που πέθανε. Ορφανός από τη μητέρα του λίγους μήνες αφότου γεννήθηκε, χάνει το ένα του μάτι όταν προσβλήθηκε από ευλογιά μόλις τριών ετών. Το γεγονός της παραμόρφωσής του, τον σημάδεψε σε όλη του τη ζωή και αποτέλεσε αιτία προσβολών με προσωνύμια όπως: «χοιρόδουλος τυφλός», «Κύκλωψ», «γκαβός», «τετυφλωμένος εσωτερικώς και εξωτερικώς» και άλλα. Ο πατέρας του ήταν Κλεφταρματωλός και ήταν μονίμως κρυπτόμενος και αναγκασμένος να βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, φθάνοντας πολύ μακριά από τον τόπο τους. Ήταν ακόμα πολύ μικρός ο Χριστόδουλος, όταν συνελήφθησαν στους πρόποδες του Ολύμπου, από τους Τούρκους, και παρακολούθησε τον πατέρα του να πεθαίνει μετά από φρικτά βασανιστήρια.
Γλύτωσε από το δουλεμπόριο, χάρη σε έναν εύπορο έμπορο από το Λιτόχωρο, τον Καλλία, που διαβλέποντας την έμφυτη ευφυία και φιλομάθεια του μικρού, τον έστειλε να μάθει γράμματα, φθάνοντας σε εφηβική ηλικία στην περίφημη Αθωνιάδα σχολή του Αγίου Όρους, όπου φοίτησε υπό τον Ευγένιο Βούλγαρη μαζί με τον Κοσμά τον Αιτωλό και άλλους.
 
Το πνεύμα της αμφισβήτησης όμως είχε μπει μέσα του. Ερχόμενος σε επαφή με ξένα κείμενα, και με τις ιδέες του Διαφωτισμού, φθάνει σε σύγκρουση με τους συντηρητικούς κύκλους της Εκκλησίας. Αμφισβητώντας τα πάντα και διαβάζοντας συνεχώς, βλέπει να τίθεται στο περιθώριο και φεύγοντας από το Άγιο Όρος, αδυνατεί να βρει κάποια θέση που να του ταιριάζει, καθώς οι εχθροί του είναι πολλοί και του κλείνουν το δρόμο.
 
«… Τα ερωτήματα που έθετα είχαν να κάμουν με τις θεωρήσεις της θρησκείας μας. Αφού η θεϊκή υπόσταση μας παραδόθηκε από τον Αριστοτέλη ως κάτι το άπειρον και ακατάληπτον, γιατί η ορθόδοξος βυζαντινή παράδοση έλαβε την ιουδαϊκή θρησκεία ως αρχή και έθεσε άλλες βάσεις από εκείνες των αρχαίων μας προγόνων; Ο Ελισαίος δεν φειδόταν απαντήσεων. Είπε πως πριν από αιώνες, όταν η Ορθοδοξία καταργούσε σιγά σιγά – και υποχθόνια – την αρχαία θρησκεία, ο τότε σοφός λεγόμενος Μιχαήλ Ψελλός προσπάθησε να ερμηνεύσει εκ νέου τον Πλάτωνα ως τον πραγματικό πρόγονο της χριστιανικής θεολογίας. Όμως τελικά ο Αριστοτέλης κατέστη αναπόσπαστο μέρος της ανατολικής θρησκείας. Στα κατ’ ιδίαν, άτυπα μαθήματα, ο Ελισαίος προσπαθούσε να μην παρέχει έτοιμες γνώσεις, αλλά να βοηθάει τον νου – τον δικό μου και του Δημητράκη – ώστε να αποκτήσει εμπειρία σκέψης για να βγει από την ανωριμότητα. Να μεταχειριζόμαστε το μυαλό μας κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να συνδέει κυκλικά τις ιδέες και τα νοήματα. Λέγοντα κυκλικά, εννοούσε να έχουμε τη δυνατότητα να φτάνουμε ως τις απαρχές. Τότε που ο άνθρωπος, με τη φαντασία και τον νου, μη γνωρίζοντας τον κόσμο που τον περιέβαλλε, ανακάλυψε τον Θεό και τη φιλοσοφία. «Δηλαδή, άλλο η φιλοσοφία και άλλο η θεολογία, δάσκαλε;» αναρωτιόμουν. Ο Ελισαίος μού έλυσε μια και καλή την απορία: «Στη θεολογία ο Θεός έρχεται δια της αποκαλύψεως. Στη φιλοσοφία δια της ανακαλύψεως».
Έτσι, αντιλήφθηκα πως ο δικός μου δρόμος ήταν εκείνος της ανακαλύψεως. Και στην ανακάλυψη αυτή με οδήγησαν όχι οι Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά οι αρχαίοι συγγραφείς. Οι Μιλήσιοι φυσικοί φιλόσοφοι και ο Πλάτων, τα εγχειρίδια των οποίων μετέφραζε εις την νεωτέρα ελληνική ο Ελισαίος Βραχωρίτης.»
 
Η φυγή στην Ευρώπη είναι πλέον μονόδρομος, οπότε θα πάει στη Βενετία, ως δάσκαλος ελληνικών σε ευκατάστατους εμπόρους, και θα συνεχίσει τις μελέτες του κυρίως σε φιλοσοφικά και επιστημονικά κείμενα της εποχής. Οι συγκρούσεις του με τις Εκκλησιαστικές αρχές θα ενταθούν κυρίως μετά τη μετάφραση από τα γαλλικά του βιβλίου «Αληθής πολιτική» και τη δημοσίευση του πρώτου του βιβλίου με τίτλο «Περί Φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών και μεταφυσικών, πνευματικών και θείων αρχών» το 1786, στη Βιέννη, όπου διέμενε.
 
Η συντηρητική όμως πολιτική της Αυστρίας, τον αναγκάζει να μεταβεί στη Λειψία όπου θα γράψει το τελευταίο του βιβλίου «Περί Θεοκρατίας», έναν λίβελλο ουσιαστικά για τα έργα και τις ημέρες της Εκκλησίας, που αποτέλεσε και την αφορμή για τον αφορισμό εκείνου και των οπαδών του.
 
«τοις οθωμανοίς άπαν το γένος ημών παραδόντες (…) ανελεύθερον ανδράποδον καταστήσαντες τούτο, άπαν θείον είδος σχολής και ακαδημίας αυτώ επέκλεισαν οι θεοστυγείς (…) ασπαζόμενοι και προτιμώντας την μωράν θεοκρατίαν περισσότερον από την όντως ιεράν και θείαν φιλοσοφίαν.»Περί Θεοκρατίας»)


Η Πριοβόλου με το βιβλίο της αυτό, δίνοντας στον (μάλλον λησμονημένο) Παμπλέκη φωνή, τον φέρνει στην επικαιρότητα, στο σήμερα. Ο μοναχικός και επίμονος αγώνας του για φως και αφύπνιση του Γένους, είναι πάντα επίκαιρος και ουσιαστικά χρησιμεύει ως ένα καίριο πολιτικό σχόλιο για την εποχή μας. Το Άδικο που κυριαρχεί στο διηνεκές, η πολιτική εκμετάλλευση, οι ανεξάρτητες φωνές που καταπνίγονται, η προσπάθεια για ατομική ελευθερία, και βασικά και πάνω απ’ όλα, ο διαρκής αγώνας του Φωτός ενάντια στο Σκότος, είναι οι βασικές παράμετροι που χαρακτηρίζουν το πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο του βιβλίου που έχοντας τη μορφή ενός auto-da-fe, ενός ιστορικού μυθιστορήματος, γίνεται ένα προσιτό ανάγνωσμα.
 
Η γλώσσα διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στο μυθιστόρημα. Η συγγραφέας επιλέγει να συνδυάσει τον αφηγηματικό λόγο ενός μορφωμένου ανθρώπου του 18ου αιώνα με τη γλώσσα που ο ίδιος χρησιμοποιούσε στα κείμενά του. Η προσπάθειά της αυτή, μετά το αρχικό ξάφνιασμα του αναγνώστη, την δικαιώνει και επιτυγχάνεται ένας ρέων αφηγηματικός ρυθμός που λειτουργεί αποτελεσματικά και παρουσιάζει μεγάλο λογοτεχνικό ενδιαφέρον.
 
Ο Παμπλέκης μέσα από το βιβλίο παρουσιάζεται ως ένας καθημερινός και ιδιαίτερα βασανισμένος άνθρωπος. Καταδικασμένος από την αρχή του βίου του, στη μοναξιά λόγω της εμφάνισής του, πείσμων και φιλομαθής, εύστροφος και ευφυέστατος, εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που το δίνονται και επιλέγει τον «δύσκολο» δρόμο, υπερασπιζόμενος τις ιδέες του μέχρι τέλους. Το μυθιστόρημα ρέει, δεν πλατειάζει, παρά τον όγκο του και οι ευκολίες αποφεύγονται, ενώ η μίξη αληθινών προσώπων της εποχής – από τον Ευγένιο Βούλγαρη έως τον Ρήγα Φεραίο –, με επινοημένους χαρακτήρες είναι ωραία δομημένη.
 
Η αδυναμία αυτού του εξαιρετικού (κατά τα λοιπά) μυθιστορήματος, είναι η επιλογή της Πριοβόλου να αποφύγει να «τσαλακώσει» τον ήρωά της. Μπορεί να τον «αγάπησε» υπερβολικά, να θαύμασε τόσο πολύ τον αγώνα του, που (χωρίς να φτιάχνει μια αγιογραφία) να μη προσπαθεί (ή να μη θέλει) να δείξει τις αδυναμίες του και τα λάθη του ή να μη τονίζει την έλλειψη διπλωματίας του. Ο Παμπλέκης ξεροκέφαλος και επίμονος, πέρα από τη βεντέτα με τον Διονύσιο Πλαταμώνος, πήγε κόντρα σε όλη τη κατεστημένη εκκλησία. Σε αυτό το κομμάτι, που παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, ίσως θα ήταν προτιμότερο να επικεντρωθεί λίγο περισσότερο το μυθιστόρημα. Αλλά όπως γράφω στην αρχή του κειμένου, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ιστορικό μυθιστόρημα, οπότε η κάθε επιλογή του συγγραφέα είναι σεβαστή.
 
Εν κατακλείδι το «Βαθύ το σκοτάδι πριν την αυγή», είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που θα παρασύρει τον αναγνώστη με τον ρυθμό του και θα τον βάλει (κυριολεκτικά) μέσα σε ένα σύμπαν αυτογνωσίας και πάλης, σε χρόνους σκοτεινούς που γεννιόταν όμως κάτι μεγάλο. Η Ελένη Πριοβόλου περιγράφει με έξοχο τρόπο αυτή τη μετάβαση των εποχών, τις ζυμώσεις που θα οδηγήσουν στις επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα στην Ευρώπη, σε ένα βιβλίο που διδάσκει χωρίς διδακτισμό και συγκινεί χωρίς μελοδραματισμό.
 
«Καθώς άπασαν σπουδήν, άπασαν γνώσιν, και τέλος άπαντα θείον και ανθρώπινον καλούμενον φωτισμόν, μόναι αι δύο αύται λέξεις, αρετή και φιλοσοφία. Παν τουναντίον, άπασαν πονηρίαν, άπασαν αγνωσίαν και άπαντα θείον και ανθρώπινον λεγόμενον σκοτισμόν, μόνο αι τοιαύταις αντικείμεναι δύο αύται, αμάθεια δηλαδή και κακία.»Περί Θεοκρατίας»)
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 09, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 09, 2024 | Permalink
Γκέρτα
Η τραγική ιστορία μιας γυναίκας που υπέφερε σχεδόν για επτά δεκαετίες, ζωντανεύει μέσα από ένα μυθιστόρημα, που θα μπορούσε να αποτελεί μέρος ενός ιστορικού αφηγήματος. Το μυθιστόρημα της Τσέχας συγγραφέως Katerina Tuckova (1980 - Κούρζιμ, Μοραβία) με τίτλο «ΓΚΕΡΤΑ» («Vyhnani Gerty Schnirch») που εκδόθηκε πριν από ένα χρόνο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια (μετάφραση Κ. Τσίβος, σελ.477), δεν είναι απλά συγκλονιστικό, περιγράφει με ψυχραιμία μια ιστορία που δύσκολα ξεχνάς, ενώ έχει στο επίκεντρό του, μια ηρωίδα από εκείνες που στη λογοτεχνία αποκαλούνται «larger than life».


Τα ιστορικά γεγονότα στην ιστορία που αφηγείται η Tuckova: Το 1938, εδάφη της (τότε) Τσεχοσλοβακίας, παραχωρήθηκαν μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, στην Γερμανία του Χίτλερ. Ήταν τα εδάφη της Σουδητίας, με μεγαλύτερη πόλη το Μπρνο, όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Γερμανοί και είχαν δοθεί στη Τσεχοσλοβακία μετά το τέλος του Α Παγκοσμίου πολέμου («Συνθήκη του Σεν Ζερμέν 1919»). Μετά την προσάρτηση, στην περιοχή που αποτέλεσε πλέον τμήμα του Ράιχ, εγκαταστάθηκε ναζιστική διοίκηση και τα πολιτικά δικαιώματα των Τσέχων πολιτών αφαιρέθηκαν. Το 1945 με την απελευθέρωση του Μπρνο και της υπόλοιπης Τσεχοσλοβακίας από τις συμμαχικές δυνάμεις, οι γερμανικής καταγωγής κάτοικοι των περιοχών αυτών, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα σε μια πορεία προς τα αυστριακά σύνορα. Χιλιάδες πέθαναν στην όχι ιδιαίτερα μεγάλη διαδρομή που χώριζε τις πόλεις και τα χωριά τους από τα αυστριακά σύνορα.
 
Η Γκέρτα Σνιρχ, κόρη Γερμανού υπαλλήλου της κυβέρνησης και Τσέχας μητέρας, είναι 20 χρονών όταν υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το σπίτι της και να βαδίσει προς την εξορία. Ο κόσμος της είχε γκρεμιστεί ήδη τρία χρόνια πριν, όταν πέθανε η Τσέχα μητέρα της, που αποτελούσε μια σταθερά στο φανατισμένο με ναζιστικό κλίμα σπίτι της. Ήταν εκείνη που μιλούσε τσεχικά με την κόρη της, παρά την απαγόρευση του καταπιεστικού «αρχηγού της οικογένειας» που εκπαίδευε τον γιο του (και αδερφό της Γκρέτα) για να πάει να πολεμήσει στο μέτωπο. Όταν πέθανε η μητέρα της, η Γκρέτα συνειδητοποίησε πόσο κτηνώδης ήταν ο πατέρας της, ο οποίος άρχισε να τη βιάζει λίγο καιρό μετά, αφήνοντάς την έγκυο αργότερα.
 
Τώρα η Γκέρτα, έχει βρεθεί με ένα μωρό λίγων μηνών στην αγκαλιά της, και κάποια προσωπικά της είδη, τον Μάιο του 1945, στο καραβάνι που βαδίζει προς τα αυστριακά σύνορα. Τους μάζεψαν όλους στο Μπρνο, φορώντας τους, λευκά περιβραχιόνια με το μαύρο Γ. Η Γκέρτα ήταν ήδη τσακισμένη, την είχε κακοποιήσει ο θυρωρός της πολυκατοικίας της, υποσχόμενος να την προστατεύσει – ήταν εκείνος που την παρέδωσε στους Τσέχους, ζούσε μόνο για το βρέφος, την Μπάρμπορα. Περνώντας από στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν μαζέψει εκεί Γερμανούς πρώην αξιωματούχους και τους άνδρες του Μπρνο, και ενώ επιδημίες τύφου θερίζουν τον κόσμο, αφήνουν τις γυναίκες σε ένα χωριό σχετικά κοντά στα σύνορα, το Πόχορζέλιτσε. Εκεί θα εγκατασταθεί η Γκρέτα μαζί με μερικές άλλες γυναίκες ως εργάτριες σε αγροκτήματα. Μέσα στην ατυχία της, είναι τυχερή γιατί δουλεύει για μια καλή γυναίκα, ενώ οι καλές της γνώσεις των δύο γλωσσών (Τσεχικά και Γερμανικά) θα την βοηθήσουν να βρει θέση στο δημαρχείο της περιοχής. Τα χρόνια περνάνε, η Τσεχοσλοβακία περνάει από διάφορες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, η Γκέρτα πάντα θα είναι μια ξένη, μια «Γερμανίδα», ενώ και με την κόρη της δεν θα έχουν ιδιαίτερα καλές σχέσεις από τότε που η Μπάρμπορα θα μπει στην εφηβεία. Θα χρειαστεί να περάσουν δεκαετίες μέχρι να ενσωματωθεί στη κοινωνία, αλλά θα έρθει ποτέ η συγχώρεση;
 
«Η Γκέρτα αισθάνθηκε παντού γύρω της το μίσος, το πάθος για εκδίκηση. Παρατηρούσε το πλήθος να αφηνιάζει: θυμωμένοι ενήλικες κινούσαν απειλητικά τις γροθιές τους, παιδιά, ούτε καν έφηβοι, παράβγαιναν σε κραυγές για να δείξουν πως είναι κι αυτά έτοιμα να εξοντώσουν τους Γερμανούς. Κι όσο η Γκέρτα τους παρατηρούσε, τόσο μέσα της καταλάγιαζε ο πόθος της για εκδίκηση, μαλάκωνε και μίκραινε μέχρι που απόμεινε μια μικρή, σκληρή, αλλά πολύ βαριά μπάλα στον πάτο της κοιλιάς της. Ο φόβος. Η Γκέρτα φοβόταν.
Τιμωρία στους Γερμανούς; Σε όλους τους Γερμανούς; ’Η τιμωρία στους Γερμανούς που έφταιξαν, που συμμετείχαν στην οικοδόμηση τους Ράιχ, ή σ’ εκείνους που άρπαξαν τσεχικές και εβραϊκές περιουσίες; Ποιους Γερμανούς;
«Τιμωρία στους Γερμανούς!»
«Έξω οι Γερμανοί!»
«Έξω οι Γερμανοί!»
Η πλατεία συνταρασσόταν από τις εκδικητικές κραυγές χιλιάδων ανθρώπων. Η Γκέρτα έσκυψε πάνω από την Μπάρμπορα που έκλαιγε, την έσφιξε στην αγκαλιά της, βαθιά μέσα στην αγκαλιά της, βαθιά στα σωθικά της. Από φόβο. Γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή που ακούγονταν τα σφυρίγματα και οι αγριοφωνάρες του πλήθους δίπλα της, συνειδητοποίησε ότι η ίδια δεν θα μπορούσε να συμπλεύσει με τον όχλο, τη μάζα των ανθρώπων που προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τις ενοχές τους, από τη θλίψη της απώλειας συγγενών, φίλων και γνωστών, παίρνοντας εκδίκηση σε βάρος τρίτων. Η ίδια δεν θα εκδικούνταν. Ποιον εξάλλου να εκδικηθεί; Όλους τους Γερμανούς; Τον εαυτό της; Που ήταν μεν Τσέχα κατά το ήμισυ, αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν και κόρη του Φρίντριχ Σνιρχ, υπαλλήλου του προτεκτοράτου, άρα και Γερμανίδα κατά το ήμισυ, και μέλος της Ένωσης Γερμανίδων Κορασίδων που συμμετείχε στους εράνους της Winterhilfe


Στο τέλος του μυθιστορήματος, η Μπάρμπορα θεωρεί ότι η μητέρα της έζησε «μια εντελώς ανεκπλήρωτη και άχρηστη ζωή». Ήταν όμως έτσι; Η Γκέρτα ζητούσε απεγνωσμένα μια συγγνώμη από τις Αρχές, από το Μπρνο, τίποτε άλλο. Στο πρόσωπό της, στη μυθιστορηματική μορφή της, η Tuckova, περιγράφει μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που παρασύρθηκαν από τη δίνη των γεγονότων, από το ιστορικό γίγνεσθαι, μια «χαμένη γενιά» ανθρώπων που θεωρήθηκαν «ένοχοι» σε εποχές που το «δίκαιο» και το «άδικο» ήταν σχετικές έννοιες.
 
Η συγγραφέας τοποθετώντας την Γκέρτα στο επίκεντρο της ιστορίας της, δεν την ηρωοποιεί, ούτε περιγράφει μελοδραματικά τις περιπέτειές της, το αντίθετο μάλιστα, παρότι ολόκληρο το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από την ιστορία της. Δείχνει μια γυναίκα με απίστευτο κουράγιο και θέληση για ζωή, πείσμα και αγωνιστικότητα, αρκετή «ξεροκεφαλιά», εγωισμό και πάθος για δικαίωση. Μετατοπίζοντας το βάρος στο τελευταίο τρίτο του βιβλίου, φέρνοντας την Μπάρμπορα, με την δική της προσωπικότητα στο προσκήνιο, μας δείχνει μια ελαφρώς διαφορετική πλευρά της ηρωίδας της, με ενέργειες που είχαν επίπτωση στη ζωή της κόρης της. Η Γκέρτα είναι ένα διχασμένο άτομο, όπως ήταν και η καταγωγή της. Η συγγραφέας τονίζει αυτόν τον διχασμό από την αρχή του βιβλίου, την περίοδο που η εξουσία ήταν στα χέρια των Ναζί στη πόλη, η ηρωίδα της προσέχει και παρατηρεί τις αδικίες, νιώθοντας (συναισθηματικά) περισσότερο Τσέχα παρά Γερμανή, αργότερα υφίσταται τη βία του πατέρα της και μετά υφίσταται τη βία των συμπατριωτών της, όταν θα είναι ένα τίποτα για πάνω από μια δεκαετία.


Ασχολούμενη με ένα τόσο ευαίσθητο (και αμφιλεγόμενο στην πατρίδα της) θέμα, η Tuckova, εντυπωσιάζει με την έρευνα και την οξυδέρκεια με την οποία ξεδιπλώνει την ιστορία που αφηγείται – χαρακτηριστικά όπως αναφέρει η ίδια σε μια συνέντευξή της, η Τσέχικη πλευρά μιλάει για 1200 νεκρούς κατά τη διάρκεια των εκτοπίσεων, η Γερμανική πλευρά για 5000 νεκρούς και υπάρχουν φήμες για 10.000 θύματα. Χωρίς διδακτισμό και λαϊκισμό, δεν ολισθαίνει στις συναισθηματικές ευκολίες, θέτοντας διαρκώς τον αναγνώστη προ ερωτημάτων περί συλλογικής ευθύνης, δίκαιου και άδικου, καταπίεσης και ελευθερίας, δικαίωσης και συγχώρεσης. Την Γκέρτα της θα την ακολουθεί η πικρία σε όλη της ζωή, η αίσθηση της αδικίας, η αίσθηση της απώλειας, η αίσθηση της χαμένης ζωής.
 
Το βιβλίο γνώρισε τη θεατρική του μεταφορά στην Πράγα και πρέπει ίσως να το θεωρήσουμε ότι αποτελεί καθρέφτη για την Τσέχικη ιστορία και την κοινωνία – και σίγουρα είναι επώδυνο για τον πολίτη της χώρας αυτής. Είναι όμως αυτά τα «μικροεπεισόδια» της Ιστορίας, που μας δίνουν την ευκαιρία να κατανοήσουμε καλύτερα την «ανθρώπινη περιπέτεια» και να διαπιστώσουμε την άγνοιά μας για τόσα σημαντικά γεγονότα. Η «ΓΚΕΡΤΑ» είναι ένα σπουδαίο και επίκαιρο μυθιστόρημα, που ξαφνιάζει και συγκινεί.
 
Βαθμολογία 86 / 100