«Νομίζω
πώς προτιμώ μια ζωή σε μέγεθος νουβέλας.»
Μια
αληθινή έκπληξη, είναι «Ο ΦΙΛΟΣ» («The Friend»), ένα μυθιστόρημα
χωρίς ιδιαίτερες συστάσεις (στους «βιβλιοφιλικούς κύκλους») – αν και το National Book Award, που απέσπασε το
2018 στις Η.Π.Α. συνιστά κορυφαία διάκριση -, από μια άγνωστη στη χώρα μας
(υποθέτω και στην υπόλοιπη Ευρώπη) συγγραφέα (και καθηγήτρια Δημιουργικής
Γραφής στο Boston University), την Αμερικανίδα
(με ρίζες από Παναμά και Γερμανία) Sigrid Nunez (1951, Νέα Υόρκη),
που έφτασε τα 67 της χρόνια για να γίνει γνωστή και στη χώρα της με αυτό, το
έβδομο βιβλίο της. «Ο Φίλος» αυτή η
υπέροχη νουβέλα των 244 σελίδων, που
λατρεύουν όσοι την διαβάζουν, κυκλοφόρησε εντός της χρονιάς, στη χώρα μας από
τις εκδόσεις Gutenberg, στη σειρά Aldina, σε ωραία μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου.
Το
μυθιστόρημα της Nunez,
ισορροπεί θαυμαστά μεταξύ διαφόρων λογοτεχνικών ειδών. Χρησιμοποιώντας
πρωτοπρόσωπη αφήγηση και έχοντας την
μορφή του «autofiction», κινείται μεταξύ μυθοπλασίας, χρονικού
και δοκιμίου, βομβαρδίζοντας (κυριολεκτικά) τον αναγνώστη με έξοχα αποφθέγματα
δεκάδων συγγραφέων, σε ένα προσωπικό και εξομολογητικό ύφος ενός ευαίσθητου και
στοχαστικού, μοναχικού ανθρώπου που ζει σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη. Η ουσία
όμως είναι (και αυτό που πρώτιστα ενδιαφέρει τον αναγνώστη), ότι έχουμε μπροστά
μας, μια δυνατή ιστορία γεμάτη συναισθήματα που δεν εκτρέπεται σε
μελοδραματισμούς.
Η
ανώνυμη αφηγήτρια, είναι συγγραφέας και καθηγήτρια Δημιουργικής Γραφής σε ένα
πανεπιστήμιο, όταν πληροφορείται ότι ο καλύτερός της φίλος και προσωπικός της
μέντορας αυτοκτόνησε. Η αφηγήτρια μια μεσήλικας μοναχική γυναίκα, που ζει μόνη
της σε ένα διαμέρισμα του Μανχάταν της Νέας Υόρκης, συντρίβεται με τα τραγικά
νέα, και προσπαθεί να ανασυνθέσει μέσα από τις αναμνήσεις της, την
προσωπικότητα του άντρα, ενός χαρισματικού ανθρώπου, συγγραφέα και καθηγητή,
μεγάλου «γυναικά» που έκανε τρεις γάμους και είχε αναρίθμητες ερωμένες, κυρίως
μεταξύ των φοιτητριών του. Μια από αυτές για πολύ μικρό χρονικό διάστημα ήταν
και η αφηγήτρια του βιβλίου, που όμως παρέμεινε κοντά του, σε μια φιλία που
δυνάμωσε μετά το ερωτικό τους ξέσπασμα (και την προσωπική της απογοήτευση).
«Άραγε
ισχύει πώς ο λογοτεχνικός κόσμος είναι ναρκοθετημένος με μίσος, ένα πεδίο μάχης
γεμάτο ελεύθερους σκοπευτές όπου εκδηλώνονται συνέχεια ζηλοφθονίες κι
αντιπαλότητες; ρώτησε ο δημοσιογράφος του NPR
τον διακεκριμένο συγγραφέα. Πού παραδέχτηκε πώς είναι. Υπάρχει πολύς φθόνος και
κακία, είπε ο συγγραφέας. Και προσπάθησε να δώσει μια εξήγηση: Μοιάζει με μια
βυθιζόμενη σχεδία πάνω στην οποία πασχίζουν ν’ ανέβουν υπερβολικά πολλοί
άνθρωποι. Οπότε, μόλις σπρώξεις κάποιον, η σχεδία υψώνεται λιγάκι για σένα.
Εάν
η ανάγνωση όντως αυξάνει την ενσυναίσθηση, όπως μάς λένε διαρκώς, τότε φαίνεται
πώς η γραφή αφαιρεί ένα μέρος της.»
Λίγο
καιρό μετά την κηδεία, η αφηγήτρια δέχτηκε μια κλήση από την σύζυγο νο3 – με
την οποία δεν είχε και τις καλύτερες των σχέσεων -, που της ζητάει να πάρει τον
σκύλο του εκλιπόντος, έναν γηραιό μολοσσό που ονομάζεται «Απόλλων», ο οποίος
πενθεί βγάζοντας τρομαχτικά ουρλιαχτά. Η αφηγήτρια καταρχάς αρνείται λόγω της
απαγόρευσης κατοικίδιων στην πολυκατοικία που διαμένει, μετά πείθεται και παίρνει
τον γιγαντόσωμο σκύλο στο διαμέρισμά της, με σκοπό να του βρει κάποιο σπίτι.
Όσο όμως οι μέρες περνάνε, δένεται όλο και περισσότερο με τον απίστευτα ήρεμο
σκύλο που είναι περισσότερο θλιμμένος από αυτήν.
Στο
σημείο αυτό, η συγγραφέας μεταθέτει το κέντρο βάρος του μυθιστορήματος, από την
ιστορία ανάμνησης του εκλιπόντος φίλου, στην σχέση μεταξύ των δύο συγκατοίκων,
της αφηγήτριας και του νέου της «κολλητού», του μοναδικού Απόλλωνα. Η γυναίκα,
που κινδυνεύει με έξωση από το διαμέρισμα, και ο σκύλος (που είναι ένας «αγαθός
γίγαντας»), κουβαλάνε το πένθος τους συνεχώς και διαρκώς σκέπτονται τον
εκλιπόντα που (ίσως και να) περιμένουν να εμφανιστεί ξανά μπροστά τους. Ο
«βιβλιόφιλος» Απόλλων (που περιμένει καθημερινά να του διαβάσει αποσπάσματα από
βιβλία η αφηγήτρια), προσκολλάται μετά από το αρχικό στάδιο αμηχανίας στη
δυστυχισμένη γυναίκα και εκείνη αποκτάει νέο νόημα στη ζωή της, αντικρύζοντας
το θλιμμένο βλέμμα του σκύλου.
«Μήπως
πιστεύω πώς αν είμαι καλή μαζί του, αν ενεργώ ανιδιοτελώς και κάνω θυσίες γι’
αυτόν, μήπως πιστεύω πώς αν αγαπώ τον Απόλλωνα – τον όμορφο, γηράσκοντα,
μελαγχολικό Απόλλωνα – θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα βρω στη θέση του εσένα, που
θα έχεις επιστρέψει από τους νεκρούς;»
Η
ιστορία του Απόλλωνα θυμίζει λίγο το «Χάτσικο», την ταινία όπου ο σκύλος
περίμενε υπομονετικά στον σταθμό του τρένου, τον «κύριό του» να επιστρέψει
ακόμα και μετά τον αιφνίδιο θάνατό του, η σχέση της αφηγήτριας με τον σκύλο
είναι αφοπλιστική και πολύ συναισθηματική, αλλά ουσιαστικά το autofiction της Nunez,
είναι ένα βιβλίο για την γραφή και τους συγγραφείς.
Ο
φιλικός κύκλος της αφηγήτριας, όπως και ο εκλιπών μέντοράς της είναι συγγραφείς
ή καθηγητές Δημιουργικής Γραφής, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τη νέα
πραγματικότητα, τον νέο-συντηρητισμό που έχει επικρατήσει στο Αμερικανικό
εκπαιδευτικό σύστημα, ανατρέποντας όλα τα δεδομένα, σε βαθμό που (όπως αναφέρεται
κάπου στο βιβλίο), η αίθουσα διδασκαλίας να έχει απωλέσει αυτή την «ερωτική
ατμόσφαιρα» μεταξύ διδάσκοντος και διδασκομένου και οι μαθητές της να γράφουν
βιβλία Φαντασίας για μυθικά βασίλεια χωρίς να υπάρχει μέσα στο κείμενό τους,
ερωτικές σκηνές ενώ δεν περιλαμβάνεται κανένας σημαντικός γυναικείος
χαρακτήρας, κι όταν ρωτάει έναν φοιτητή γιατί το κάνει αυτό, εκείνος της
απαντάει ότι «κόβει» τις σκηνές με σεξ για το Εργαστήριο - «Πλάκα μου κάνετε; Ξέρετε πώς θα
αντιδρούσαν. Εννοώ, ξέρετε, οι γυναίκες. Μπορεί και να μ’ έδιωχναν από τη
σχολή.»
Η
σχέση ανθρώπου – ζώου κυριαρχεί επίσης στο βιβλίο, καθώς παρακολουθούμε την
πορεία της συγκατοίκησης που από αναγκαστική, μετατρέπεται σε απολαυστική (με
όλες τις δυσκολίες που εμπεριέχει), όπως επίσης υπάρχουν υπέροχες σελίδες για
το τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας, τα όρια της μυθοπλασίας και του
μυθιστορήματος, και άλλα πολλά γύρω από την γραφή, ενώ στις σελίδες του υπάρχει
ένα ατελείωτο name-dropping συγγραφέων και
βιβλίων, κανονικός κατάλογος αναφορών.
«Παράξενο
που η γραφή οδηγεί στην εξομολογηση.
Όχι
πως δεν οδηγεί και στην ακατάσχετη ψευδολογία.»
Η
αίσθηση και η διαχείριση της απώλειας, η θλίψη και το πένθος είναι διάχυτα σε
όλο το μυθιστόρημα της Nunez. Χωρίς όμως
συναισθηματισμούς και κραυγές, εξάρσεις και μελοδράματα. Η συγγραφέας μιλάει
για την αυτοκτονία και πως την αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, την
μοναξιά και την αποξένωση, την συντροφικότητα, την αγάπη και την δημιουργία
μέσα από δεκάδες αποφθέγματα από βιβλία, ρητά από συγγραφείς που σε κάποια άλλα
βιβλία μπορεί να ενοχλούσαν με το πόσα πολλά είναι, αλλά εδώ εντάσσονται
αρμονικά στο ύφος του βιβλίου.
Χαμηλόφωνο
και υπαινικτικό ύφος, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και με πολύ χιούμορ που
διαπερνάει απ’ άκρη, σ’ άκρη τις σελίδες του, «Ο φίλος» είναι ένα γράμμα, μια στοχαστική
εξομολόγηση προς έναν αγαπημένο άνθρωπο που χάθηκε για πάντα αλλά και ένας
ύμνος για τη ζωή και την αναζήτηση ευτυχίας.
Η
Sigrid Nunez ξεπερνάει με
ευστροφία τα ενοχλητικά σημεία ενός autofiction, όπου τις
περισσότερες φορές η αυτοαναφορικότητα είναι απωθητική και εκλαμβάνεται ως
δείγμα «εξυπνακίστικου» ύφους, με την φρεσκάδα της γραφής της, την ωριμότητα
και την ηρεμία με την οποία ξετυλίγει την ιστορία της και τέλος το πώς
καταφέρνει να «αιχμαλωτίσει» ακόμα και τον πλέον αδιάφορο (ως προς το θέμα του
βιβλίου) αναγνώστη εντός της. Ένα βιβλίο – έκπληξη που νιώθεις την επιθυμία να
ξαναδιαβάσεις μεγάλα κομμάτια του, απόδειξη της αξίας και της γοητείας του.
Βαθμολογία
86 / 100