Τετάρτη, Ιανουαρίου 27, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 27, 2021 | Permalink
"Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο"
 Μικρό σε μέγεθος, αλλά πολύ «μεγάλο», είναι το έξοχο μυθιστόρημα του (μάλλον άγνωστου αλλά σημαντικού) Αμερικανού συγγραφέα, William Maxwell (1908, Lincoln, Illinois – 2000, Νέα Υόρκη), με τίτλο «ΑΝΤΙΟ ΤΩΡΑ, ΤΑ ΛΕΜΕ ΑΥΡΙΟ» («So long, see you tomorrow») – (εκδ. Gutenberg – σειρά Aldina, (ωραία) μετάφρ. Παν. Κεχαγιάς, σελ. 187). Το βιβλίο που πρωτοδημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό New Yorker, του οποίου ο συγγραφέας διετέλεσε επί σειρά ετών (περίπου 40), επιμελητής λογοτεχνικών κειμένων, κέρδισε το National Book Award των Η.Π.Α. το 1982, και θεωρείται από την κριτική «ως ένα από τα 100 επιδραστικότερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στα Αγγλικά».


 
Το μυθιστόρημα μαθητείας του Maxwell, που περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως διαβάζουμε στην εξαιρετική εισαγωγή της Αμερικανίδας συγγραφέως Ann Patchett, είναι ένα χαμηλότονο βιβλίο, που διαπερνάει διαφορετικά λογοτεχνικά είδη, γραμμένο σαν αυτοβιογραφική εξομολόγηση που χρησιμοποιώντας στοιχεία από ρεπορτάζ εφημερίδων, ξεφεύγει από τα στενά όρια της ατομικής ιστορίας για να ολοκληρωθεί ως καθαρή και με δυναμισμό μυθοπλασία.
 
«Αυτό που με βεβαιότητα ονομάζουμε, ή τουλάχιστον αυτό που εγώ ονομάζω, ανάμνηση – δηλαδή μια στιγμή, μια σκηνή, ένα γεγονός που έχει παγιωθεί και άρα έχει γλυτώσει απ΄ τη λήθη – είναι στην πραγματικότητα κάτι σαν την αφήγηση μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό και κάθε φορά μπορεί και ν’ αλλάζει. Εμπλέκονται τόσο πολλά αντικρουόμενα συναισθήματα, που δεν είμαστε ποτέ απόλυτα ικανοποιημένοι από τη ζωή μας, και ίσως να είναι η δουλειά του αφηγητή να ανασκευάζει τα πράγματα έτσι ώστε να συμμορφώνονται μ’ αυτή την επιθυμία. Όπως και να ‘χει, όταν μιλάμε για το παρελθόν δεν σταματάμε ούτε στιγμή να λέμε ψέματα.»
 
Δύο σημαντικά γεγονότα καθορίζουν την ιστορία που περιγράφει ο ανώνυμος αφηγητής του βιβλίου. Η άγρια δολοφονία ενός άνδρα που ερωτεύτηκε την λάθος γυναίκα και ο θάνατος της μητέρας του αφηγητή από πνευμονία. Είναι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’20 στην επαρχία του Ιλινόις, και στη μικρή πόλη, ο αφηγητής βλέπει τη ζωή του να αλλάζει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Διάφορα ατυχήματα στην οικογένεια, με αποκορύφωμα αυτό, του μεγαλύτερού του αδερφού, που χάνει το πόδι του, που πιάστηκε στη ρόδα μιας άμαξας. Η μητέρα του πεθαίνει κατά την διάρκεια της Ισπανικής γρίπης, και όλη αυτή η συσσωρευμένη θλίψη στη ζωή ενός δεκάχρονου που ήταν τότε ο αφηγητής, πέφτει βαριά, κι εκείνος μεγαλώνει ως ένα εσωστρεφές παιδί που βρίσκει καταφύγιο στα βιβλία.
 
Ο πατέρας του θα ξαναπαντρευτεί μια πολύ μικρότερή του κοπέλα και θα χτίσουν ένα καινούριο σπίτι που προορίζεται να στεγάσει όλη την οικογένεια. Εκεί, καθώς χτίζεται η οικοδομή, θα παίζει με έναν συνομήλικό του, τον Κλίτους Σμιθ και θα νιώσει για πρώτη φορά στη ζωή του, ότι βρήκε έναν φίλο, ο οποίος όμως λίγο καιρό αργότερα, εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά όπως είχε έρθει. Θα μάθει τον λόγο αργότερα γιατί βουίζει η πόλη, ο πατέρας του Κλίτους, ο Κλάρενς Σμιθ, είχε δολοφονήσει τον εραστή της συζύγου του και μετά αυτοκτόνησε.
 
«Όταν ήμουν μικρός, έλεγα στη μητέρα μου τα πάντα. Όταν πέθανε, έμαθα πως ήταν καλύτερα να κρατάω μερικά πράγματα για τον εαυτό μου. Ό πατέρας μου εκπροσωπούσε την εξουσία, κάτι που σήμαινε – τουλάχιστον για μένα – ότι δεν μπορούσε να εκπροσωπεί ταυτόχρονα και την κατανόηση. Κι επειδή στα πειράγματα του μεγάλου μου αδελφού ενυπήρχε μια κάποια σκληρότητα (κάτι που ισχύει για κάθε πείραγμα), εγώ δεν τον εμπιστευόμουνα για τα σημαντικά ζητήματα, αν και θα μπορούσα. Όπως και να ‘χει, δεν μοιράστηκα με τον Κλίτους το δικό μου ναυάγιο, όσο καθόμασταν εκεί και κοιτούσαμε από ψηλά ολόκληρη τη γειτονιά, ούτε κι εκείνος μοιράστηκε μαζί μου το δικό του. Όταν το χρώμα του ουρανού μας πληροφορούσε ότι πλησίαζε η ώρα του βραδινού, κατεβαίναμε κάτω και λέγαμε «Αντίο τώρα» και «Τα λέμε αύριο», κι ο καθένας έπαιρνε το δρόμο του μέσα στο σούρουπο. Κι ένα βράδυ αυτός ο ανέμελος αποχωρισμός έγινε για τελευταία φορά. Είχε μπει ανάμεσά μας εκείνος ο πυροβολισμός.»
 
Χρόνια μετά, μαθητής στο Σικάγο, όπου ο πατέρας του έχει βρει μια καινούρια δουλειά, ο αφηγητής θα δει φευγαλέα στο νέο του σχολείο τον Κλίτους, ο οποίος θα σκύψει το κεφάλι και θα τον προσπεράσει κάνοντας ότι δεν τον έχει δει. Πολλά χρόνια, δεκαετίες αργότερα, ο αφηγητής θα θυμηθεί αυτή τη φιλία και θα ψάξει τα αρχεία των εφημερίδων της εποχής, να καταλάβει τι ακριβώς έγινε τότε στη μικρή πόλη του Ιλινόις και να ανασυνθέσει τα γεγονότα, χρησιμοποιώντας τη φαντασία του για να κατανοήσει τα αίτια της δολοφονίας, τη ζωή των εμπλεκομένων και την σχετικότητα αλλά και την αλήθεια της μνήμης.
 
Ο αφηγητής γεμίζει τα κενά από τις δημοσιεύσεις των εφημερίδων της μικρής πόλης (που δημοσιεύουν με λεπτομέρειες την ιστορία της δολοφονίας που συντάραξε την πόλη), με την φαντασία του. Αναπαριστά στο μυαλό του, τι ακριβώς συνέβη, μπαίνει στη θέση του παλιού του φίλου, που μικρό παιδί, είδε τον πατέρα του να μεταμορφώνεται σε κάτι ξένο, ένα άγριο θηρίο που ζητούσε εκδίκηση. Η εξιστόρηση των γεγονότων από ημερολόγιο καταγραφής, μετατρέπεται σε μυθιστορηματικό αφήγημα, όπου δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, παρά μόνο θύματα μιας αρχέγονης τραγωδίας.
 

«Αυτό που βλέπει ο Κλάρενς Σμιθ καθώς βοηθά τη σύζυγό του ν’ ανέβει στην άμαξα μετά την εκκλησία είναι μια γυναίκα που ενώπιον του Θεού είναι η νόμιμη σύζυγός του και τού οφείλει αγάπη, τιμή και υπακοή. Οι άλλοι, οι οποίοι δεν έχουν να χάσουν και τίποτα, βλέπουν ότι έχει μονίμως κάτι θλιμμένο στο φέρσιμό της, σαν να ζει στο παρελθόν ή μάλλον σαν να περιμένει από τη ζωή περισσότερα απ’ όσα της αναλογούν.»
 
Η απώλεια, η αγάπη, η μνήμη, η συγχώρεση αλλά και η αποτυχία να πλησιάσεις τον άλλον, η συμπόνια και η κατανόηση, κυριαρχούν σε αυτό το γεμάτο συναίσθημα βιβλίο. Με στοχαστικό και λυρικό ύφος, που εναλλάσσεται με τον ρεαλισμό της αγροτικής ζωής στην επαρχία, ο Maxwell σε αυτό το πολυεπίπεδο και σύνθετο μικρό μυθιστόρημα, ξεπερνάει τα όρια του memoir και σαγηνεύει τον αναγνώστη του, με την δύναμη και την πυκνότητα των περιγραφών του, αποδεικνύοντας την συγγραφική του ικανότητα χωρίς να εκβιάζει ή να κραυγάζει.
 
Υπέροχο μυθιστόρημα μαθητείας το «Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο», για τα πράγματα που χάσαμε χωρίς να το καταλάβουμε, για τα παιχνίδια της μνήμης, που δεν μας είναι πάντα πιστή. Το χαμηλότονο και ιδιαίτερα μεστό ύφος της αφήγησης, βυθίζει τον αναγνώστη σε αυτή την ιστορία, όπου δοκιμάζονται τα όρια της μνήμης, η σκληρότητα της παιδικής ηλικίας που πολλές φορές δεν έχει τίποτα το ρομαντικό. Ο Maxwell τινάζει από πάνω του τα περιττά, ανακατεύει δημιουργικά τη μνήμη με την φαντασία, χαρίζοντάς μας, ένα βιβλίο που ξαφνιάζει και σε αιχμαλωτίζει μέσα του.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
 
 
 
Κυριακή, Ιανουαρίου 24, 2021
posted by Librofilo at Κυριακή, Ιανουαρίου 24, 2021 | Permalink
Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο ("Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο")

 

Τρυφερό και συγκινητικό, το μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Jean Paul Dubois (1950, Τουλούζη), με τίτλο «ΔΕΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ» («Tous le Hommes n’habitent pas le monde de la meme facon») – (εκδ. Δώμα, μετάφρ. Μ. Γαβαλά, σελ. 261), είναι το βιβλίο που προς μεγάλη έκπληξη πολλών, κέρδισε το (πολύ σημαντικό) βραβείο Goncourt του 2019. Γιατί όμως αποτέλεσε έκπληξη η βράβευση του βιβλίου; Διότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται περισσότερο στους αναγνώστες, παρά στους κριτικούς, είναι ένα βιβλίο με αρχή, μέση, τέλος, με εξαιρετική δομή▪ ένα απόλυτα λαϊκό μυθιστόρημα, χωρίς μοντερνισμούς και γλωσσικά τερτίπια, απλά, ένα πολύ καλό βιβλίο.


Ο Dubois, ξεδιπλώνει την ιστορία τού ήρωά του, αργά και υπομονετικά, λεπτομερώς και με σαφήνεια. Ο Πωλ Χάνσεν, είναι ένας άνθρωπος από αυτούς που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ανθρώπους της διπλανής πόρτας», ένας επιστάτης σε ένα σχετικά πολυτελές συγκρότημα διαμερισμάτων του Μοντρεάλ, με πολύ βασική μόρφωση, μάλλον αδιάφορος εξωτερικά, καλός μάστορας με ότι καταπιάνεται, χωρίς πολλές φιλοσοφικές ανησυχίες και χωρίς η ζωή του να παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον (για τους τρίτους). Όλα αυτά, μέχρι που ένα μοιραίο γεγονός, μια «κακιά στιγμή»(;), τον φέρνει στη φυλακή, έγκλειστο σε ένα μικρό κελί, να το μοιράζεται με έναν ογκώδη (και μονίμως θυμωμένο, κι έτοιμο να εκραγεί) τύπο των Hells Angels. Τι οδήγησε τον ήρεμο και ταπεινό Πωλ στη φυλακή; Γιατί ο συγκρατούμενός του, τού επαναλαμβάνει ότι εκείνος θα έκανε χειρότερα αν βρισκόταν προ του γεγονότος που καταδίκασε τον Πωλ; Την απάντηση στο βασικό ερώτημα του βιβλίου, θα την μάθουμε προς το τέλος, καθώς το κουβάρι της ζωής του ξετυλίγεται αργά μέσα από την προσωπική αφήγηση του ήρωα.
 
«Ο εγκλεισμός έχει μια δυσάρεστη οσμή. Αποφορά από το μούλιασμα άσχημων σκέψεων, μυρωδιές από βρώμικες ιδέες που σέρνονται σχεδόν παντού, έντονες αναθυμιάσεις από παλιές νοσταλγικές στιγμές. Ο αέρας, που εξ ορισμού είναι ελεύθερος, δεν μπαίνει ποτέ εδώ μέσα. Εισπνέουμε τις ανάσες μας μέσα σε κλειστό δοχείο, κοινές αναπνοές φορτωμένες με τρίμματα κοτόπουλου και σκοτεινά σχέδια. Ακόμη και τα ρούχα, τα σεντόνια, οι επιδερμίδες, καταλήγουν να εμποτίζονται μ’ αυτές τις αναθυμιάσεις που δεν μπορείς ποτέ να τις συνηθίσεις. Επιστρέφοντας απ’ τους περιπάτους, ο εξωτερικός αέρας σταματά στο κατώφλι των περιστρεφόμενων θυρών και η μετάβαση είναι πάντα απότομη. Μια αόριστη ναυτία έρχεται αμέσως να μας υπενθυμίσει ότι ζούμε κι αναπνέουμε μέσα σε μια κοιλιά που μας κουβαλά μέσα της και μας χωνεύει αργά-αργά, προτού τελικά μας αποβάλει, περισσότερο για να μας ξεφορτωθεί παρά για να μας δώσει πίσω την ελευθερία μας.»
 
Όλα ξεκινάνε από μια εκκλησία θαμμένη στην άμμο, σε μια χερσόνησο, στο βόρειο άκρο της Δανίας. Μια εκκλησία που έχει μείνει έτσι σε αυτή την κατάσταση για αιώνες, όπου μόνο λίγα μέτρα από το παλιό καμπαναριό ξεχωρίζουν πάνω από την άμμο, αντικατοπτρίζοντας μια κατάσταση διαρκούς αμφιβολίας σαν ένας αινιγματικός πίνακας. Ο Πωλ γεννήθηκε σε μια ιδιαίτερη οικογένεια στην Τουλούζη της Γαλλίας, από πατέρα Δανό πάστορα, που καταγόταν από την πόλη με την θαμμένη εκκλησία και μητέρα Γαλλίδα που διηύθυνε έναν κινηματογράφο της πόλης. Οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο τόσο διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων, καθόρισαν τον Πωλ. Ο πάστορας πατέρας του, ήταν ένας άνθρωπος που είχε χάσει τη πίστη του σταδιακά και υπηρετούσε την εκκλησία για να φροντίζει το ποίμνιό του, περισσότερο από ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, παρά εκκλησιαστικό. Σύντομα ήρθε σε διάσταση με την σύζυγό του, την πανέμορφη Αννά Μαρζερί, που είδε τον κινηματογράφο της να ανθίζει κυρίως με την προβολή ταινιών καλλιτεχνικών κι ανατρεπτικών μετά τον Μάη του 68 ή άκρως ερωτικών και πορνογραφικών όπως το «Βαθύ λαρύγγι», που έρχονταν σε αντίθεση με την επαγγελματική ιδιότητα του συζύγου της – αποφέροντας όμως στην οικογένεια πολλά χρήματα. Το ένα έφερε το άλλο και το ζευγάρι χώρισε. Ο πάστορας βρήκε μια θέση σε ένα χωριό μεταλλωρύχων του Καναδά, ίσως το πιο μακρινό μέρος που έψαχνε να πάει, και πήρε μαζί του, τον νεαρό Πωλ που παράτησε τις σπουδές του στην Γεωγραφία για να μείνει και να δουλέψει σε χειρονακτικές εργασίες, σε μια οικογενειακή επιχείρηση εργολάβων, στη μικρή πόλη που ζούσε.
 
Ο πάστορας μπορεί να ενδιαφέρεται για το κοινό των λιγοστών ανθρώπων του εκκλησιάσματός τους στη μικρή εργατική πόλη του Καναδά, αλλά η ζωή δεν είναι εύκολη και πολύ μοναχική. Ο τζόγος θα τον συνεπάρει και η κατρακύλα θα είναι αναπόφευκτη. Δανεισμός υπέρογκων ποσών, κατάχρηση χρημάτων από το ταμείο της εκκλησίας, απόλυση, μοναξιά και απογοήτευση. Θα πεθάνει από έμφραγμα και ο Πωλ θα φύγει από την πόλη, καταλήγοντας στο Μοντρεάλ, όπου θα προσληφθεί ως επιστάτης-θυρωρός σε μια μεγάλη πολυκατοικία 65 ιδιόκτητων διαμερισμάτων, όπου θα έχει την ευθύνη όλων των λειτουργιών του κτιρίου, της πισίνας και των κήπων. Σε αυτή τη δουλειά, ο Πωλ θα βρει κυριολεκτικά τον εαυτό του, καθώς δεν ασκεί τυπικά την απαιτητική εργασία του, αλλά θα φροντίζει τους ενοίκους προσωπικά, θα ασχολείται με τους γηραιότερους, θα νοιάζεται για όλους, θα βρίσκει τη λύση για τα πάντα. Ο Πωλ θα ξεφύγει από τη μοναξιά και την έμφυτη μελαγχολία του, βρίσκοντας τον έρωτα, στο πρόσωπο μιας Ινδιάνας πιλότου, μικρών μεταφορικών υδροπλάνων και με ένα μικρό σκυλάκι, τη Νουκ, που η σύντροφός του βρήκε σε ένα από τα ταξίδια της στην ενδοχώρα, θα ζουν ευτυχισμένοι παρά τα καθημερινά μικροπροβλήματα της καθημερινότητας του κτιρίου και των ενοίκων του.
 
Ο Πωλ θρηνεί τους νεκρούς του, αυτό το διαβάζουμε από την αρχή του βιβλίου, έχει χάσει τους πάντες γύρω του – πέθαναν όλοι. Φαντάζεσαι κάτι φρικιαστικό ή πολύ εγκληματικό. Δεν είναι έτσι όμως…
Τι οδήγησε λοιπόν, αυτόν τον προσηνή και ευπροσήγορο άνθρωπο στην φυλακή; Ποια είναι η βίαιη πράξη και η ολιγόχρονη ποινή που δέχεται αδιαμαρτύρητα ως «δίκαιη τιμωρία»; Τι συνέβη στη ζωή του; Ο Dubois, κρατά καλά το μυστήριο μέχρι το τέλος, παρότι αρκετές σελίδες πριν από αυτό, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε (και να συμπάσχουμε) στο τι μπορεί να κάνει έναν αληθινά καλό και ήρεμο άνθρωπο να εκραγεί; Το φινάλε και η αποκάλυψη, έρχεται σε αρμονία με το ύφος του βιβλίου, σε μια ιστορία που συγκινεί με τον βαθύ ανθρωπισμό της.

 
«…Είναι βέβαιο ότι θα μάθετε για μένα πράγματα αρκετά δυσάρεστα. Όλα θα είναι αλήθεια. Και για ακόμα μια φορά δεν θα πω τίποτα για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Να ξέρετε όμως ότι, όλα αυτά τα χρόνια που πέρασα εδώ, συμπεριφέρθηκα σαν ένας αφοσιωμένος και έντιμος υπάλληλος. Ακόμα κι αν αυτοί οι όροι φαντάζουν σήμερα περίεργοι. Ακόμα κι αν, εδώ και καιρό, η πίστη με έχει εγκαταλείψει. Ακόμα κι αν η προσευχή έχει γίνει για μένα κάτι το αδύνατο. Σύντομα θα έχετε όλο το χρόνο και όλο το περιθώριο να με κρίνετε και να με καταδικάσετε. Σας ζητώ λοιπόν να συγκρατήσετε στη μνήμη σας αυτή την πολύ απλή φράση που έλεγε ο πατέρας μου και που την χρησιμοποιούσε για να μειώσει τη βαρύτητα των λαθών που κάνουν οι άνθρωποι: «Δεν βαραίνουν όλοι οι άνθρωποι τη γη με τον ίδιο τρόπο.»…»
 
Μελαγχολικό και πολύ ανθρώπινο, το μυθιστόρημα εγκλεισμού (όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε τα βιβλία που εκτυλίσσονται σε μια φυλακή) του Dubois, σε παίρνει μαζί του σε αυτό το ταξίδι, της ιστορίας μιας οικογένειας, ενός ανθρώπου συμπονετικού και δοτικού, που πιστεύει στις αξίες της ζωής και που ένα λάθος ή μια απόλυτα δικαιολογημένη πράξη (όπως μπορεί να το δει κανείς), θα τον οδηγήσει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Γραμμένο με απλό και φαινομενικά ανάλαφρο ύφος, πολύ χιούμορ και ενσυναίσθηση, συγκινεί τον αναγνώστη και τον οδηγεί σε σκέψεις πάνω σε θέματα ηθικής (το καλό και το κακό είναι διαρκώς παρόντα ως προβληματισμοί στην δομή του βιβλίου), αλλά και σχετικότητας για την πίστη, την δικαιοσύνη, την αυτοδικία και την τιμωρία (άδικη ή όχι – και ποια είναι τα όρια), την καλοσύνη και τον θυμό ή το έγκλημα.
 
Το «Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο», δεν είναι ένα μυθιστόρημα που εκπλήσσει με το αφηγηματικό του ύφος, ούτε (πιστεύω ότι) είναι ένα βιβλίο που θα του αφιερωθεί κάποιο κεφάλαιο σε μια μελλοντική παγκόσμια ιστορία της Λογοτεχνίας. Είναι όμως ένα πολύ ανθρώπινο και πολύ συναισθηματικό μυθιστόρημα, μια ωραία υπενθύμιση για την σχετικότητα της ζωής, το σύνθετο της κάθε ύπαρξης, την απώλεια και την συμπόνια, την αγάπη και την αφοσίωση, και κυρίως την διαμόρφωση του τόπου στην προσωπικότητα του καθενός από εμάς.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
 
 
 
 
 
 
 
Παρασκευή, Ιανουαρίου 15, 2021
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιανουαρίου 15, 2021 | Permalink
Ellroy ανεξέλεγκτος ("Θύελλα")

 «Η βροχή, ο χρυσός, η φωτιά. Είναι μία ιστορία όλα, βλέπεις.»

 Υπάρχουν βιβλία που σε κρατάνε καθηλωμένο από την πρώτη τους σελίδα, υπάρχουν βιβλία που σε κάνουν να βαριέσαι από την πρώτη τους παράγραφο, υπάρχουν βιβλία που ξεκινάνε ήρεμα και «απογειώνονται» μετά από λίγες δεκάδες σελίδες, υπάρχουν βιβλία που φαίνονται μέτρια από την πρώτη τους σελίδα. Τα μυθιστορήματα του τεράστιου Αμερικανού συγγραφέα, James Ellroy (Los Angeles, 1948), δεν θα τα βρεις σε καμιά από τις περιγραφές που ανέφερα παραπάνω – ίσως κάποια στην πρώτη. Τα βιβλία του Ellroy, απλά είναι αδύνατον να περιγραφούν, όπως ίσως και να τα ξεπετάξει κάποιος, με μια φράση «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε». Τα βιβλία του Ellroy, προκαλούν αναγνωστική αμηχανία (τουλάχιστον σε μένα) γιατί την ίδια στιγμή που σε κάποια από αυτά, λέω enough is enough, αρκετά, «μπούχτισα», κάτι με κάνει και γυρίζω τη σελίδα σαν υπνωτισμένος.
 

Η μακρά εισαγωγή, δεν είναι για να περιγράψω ή να μεταφέρω τα συναισθήματα που ένιωσα, διαβάζοντας την ογκώδη «ΘΥΕΛΛΑ» («This Storm») – (εκδ. Κλειδάριθμος, μετάφρ. Μ.Μακρόπουλος, σελ. 893), αυτό το χαοτικό και πληθωρικό έπος, που είναι το δεύτερο μέρος της Δεύτερης Τετραλογίας του Λος Άντζελες και αποτελεί συνέχεια του «Perfidia» (πρώτου μέρους της τετραλογίας), ενός βιβλίου που καλό θα είναι να το έχει διαβάσει ο αναγνώστης (παραπάνω από 1000 σελίδες κι αυτό) για να μπορέσει να κατανοήσει του τι συμβαίνει στην «Θύελλα». Βέβαια μπορεί να διαβάσει το κείμενο που είχα γράψει γι’ αυτό – δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο για να αντιληφθεί το κλίμα και την ατμόσφαιρα που πλάθει ο χαρισματικός συγγραφέας.
 
«…Ο πόλεμος
Η βροχή.
Ο χρυσός.
Λος Άντζελες και Μεξικό, η Πέμπτη Φάλαγγα.
Δεν θα πεθάνω όσο ζω τούτη την ιστορία.»
 
Η «Θύελλα» ξεκινάει από εκεί που σταματάει το «Perfidia», δηλαδή από την περίοδο των εορτών του μοιραίου Δεκεμβρίου του 1941 και εκτυλίσσεται μεταξύ 30/12/41 και 8/5/42. Οι βασικοί χαρακτήρες του πρώτου βιβλίου είναι εκεί και προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα πολεμική πραγματικότητα, όλοι στα όριά τους, πνευματικά και σωματικά, όλοι με τα καλά και τα πολλά κακά τους, ημιπαράφρονες και κινούμενοι μονίμως στα όρια της νομιμότητας – για την Ηθική δεν το συζητάμε, αυτή η λέξη απλά δεν υπάρχει, ενώ οι φόνοι γίνονται για ψύλλου πήδημα.
 
Η δράση του βιβλίου, κινείται μεταξύ Μεξικού και Καλιφόρνιας και ξαναβρίσκουμε τον αλκοολικό φιλόδοξο αστυνόμο Ουίλ Πάρκερ, τον Γιαπωνεζοαμερικανό Χιντέο Ασίντα, αυτήν την εγκληματολογική διάνοια που κυνηγάει τον χρυσό όπου τον βρει και πλέον φανερώνει ανοιχτά τον έρωτά του για τον Ντάντλεϊ Σμιθ, τον φασίστα Ιρλανδό σκληρό αστυνομικό που στοχεύει για την αρχηγία της Αστυνομίας, μόνιμα ανταγωνιζόμενος τον Ουίλ Πάρκερ, αλλά και την Κέι Λέικ, την ευφυέστατη ηρωίδα του «Perfidia» που μετά τη μέση της «Θύελλας» κινεί τα νήματα κι εδώ.
 
«Το Δημαρχείο ήταν παγιδευμένο όλο με κοριούς, από πάνω μέχρι κάτω. Αντίπαλες αστυνομικές φατρίες αλληλοκατασκοπεύονταν. Μπάτσοι απατεώνες, μπάτσοι μπλεγμένοι με συμμορίες, μπάτσοι απεργοσπάστες. Οι ομοσπονδιακοί το πήραν χαμπάρι και ξεκίνησαν έρευνα.
Μπάτσοι τσιφλικάδες. Μπάτσοι κλέφτες. Μπάτσοι στην Αργυρή Λεγεώνα και τον Γερμανοαμερικανικό Σύνδεσμο Μπουντ. Κλήσεις στο Γραφείο του Περιφερειακού Εισαγγελέα. Κλήσεις στον δήμαρχο Φλετς Μπόουρον. Μπάτσοι του Γραφείου των Ντετέκτιβ, να φοβάαααστε.»
 
Σε εξίσου σημαντικούς χαρακτήρες της πλοκής, προβάλλουν ο αστυνομικός Έλμερ Τζάκσον που διακινεί κι ένα κύκλωμα πορνείας, απόλυτα διεφθαρμένος αλλά απίστευτα ικανός και η πρώην υποπλοίαρχος του Ναυτικού, η κοκκινομάλλα εντυπωσιακή Τζόαν Κόνβιλ που μεθυσμένη προκαλεί ένα πολύνεκρο δυστύχημα, αλλά ο ερωτύλος Ουίλ Πάρκερ την διασώζει προτείνοντάς της θέση στο Εγκληματολογικό τμήμα, όπου θα διαπρέψει.
 
Μια καταιγίδα γίνεται η αφορμή να ξεθαφτεί ένα πτώμα σε ένα πάρκο, μια φονική πυρκαγιά την δεκαετία του 30 στην Καλιφόρνια, μια ληστεία τρένου που κουβαλούσε τόνους χρυσού και οι πραγματικοί ένοχοι δεν βρέθηκαν ποτέ, το άγριο φονικό δύο αστυνομικών σε ένα στέκι ναρκωτικών και πορνείας.
Σε αυτές τις υποθέσεις επικεντρώνονται οι έρευνες των κεντρικών χαρακτήρων του βιβλίου, υποθέσεις που λιγότερο ή περισσότερο παρουσιάζουν κοινά στοιχεία μεταξύ των εμπλεκομένων. Γύρω τους, κινούνται Κινέζοι μαφιόζοι, τρελαμένοι Αμερικάνοι και Μεξικανοί Ναζί, ακροδεξιές ομάδες, επαναστάτες Κομμουνιστές, ενώ οι Αμερικανογιαπωνέζοι κλείνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
 
Η Πέμπτη φάλαγγα που δρα υπογείως, δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα με σκηνές σφαγής, στο Μεξικό υπάρχει έντονη φιλοναζιστική δραστηριότητα και όλοι (μα όλοι) προσπαθούν να βρουν μια άκρη για γρήγορο και εύκολο πλουτισμό. Η αντι-Γιαπωνέζικη μανία κυριαρχεί, όπως και ο αντι-Σημιτισμός άλλωστε, ενώ, τα παιχνίδια εξουσίας μέσα στην Αστυνομία είναι συνεχή, και τα οργιώδη πάρτι των ισχυρών ανδρών του Χόλιγουντ δεν σταματάνε ποτέ. Από τους ντοπαρισμένους ψυχάκηδες στους Μεξικανούς πιστολέρο που παριστάνουν τους αστυνομικούς κι από τους εξόριστους Ούγγρους φυγάδες μουσικούς από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Χίτλερ (που είναι όλοι σεξομανείς, ύποπτοι, κομμουνιστές και ότι άλλο θες), στους τρελαμένους ιερείς που κήρυκες του μίσους, στις πόρνες που είναι καρφιά της αστυνομίας, στις πανσεξουαλικές μοιραίες γυναίκες. Ο Ellroy δημιουργεί μια τοιχογραφία, έναν μαξιμαλιστικό πίνακα όπου βρίσκεις τα πάντα για άπαντες.
 
«Θα αρπάξω το πεπρωμένο απ’ τον λαιμό. (…) Η τύχη και το πεπρωμένο γεννούν ευκαιρίες. Και οι ευκαιρίες έχουν ένα τίμημα.»
 

Ο Ellroy, με συνεχείς εναλλαγές ύφους μέσα στο ίδιο το βιβλίο, από τριτοπρόσωπη αφήγηση σε πρωτοπρόσωπη, από εσωτερικό μονόλογο σε στιγμές απόλυτης δράσης, και με μικρές, κοφτές προτάσεις και συνεχείς επαναλήψεις φράσεων και των γεγονότων, παίρνει μαζί του τον αναγνώστη σε έναν ιλιγγιώδη χορό, ένα γαϊτανάκι φρίκης και απέχθειας, ζόφου και αίματος. Περιγράφει την διεφθαρμένη πλευρά της κοινωνίας χωρίς έλεος, και εισβάλλει σαν σίφουνας στα πιο σκοτεινά σημεία της ανθρώπινης ψυχής. Υπερβολικός και είρων, ασεβής και κυνικός, δεν χαρίζεται σε κανέναν και προβάλλει ανοιχτά τις εμμονές του – ηθοποιοί χωρίς φραγμούς, σκηνοθέτες κομμουνιστές, συγγραφείς που έχουν πουλήσει τη ψυχή τους στο διάβολο. Ο Όρσον Ουέλς (που είναι εμφανής η αντιπάθεια του συγγραφέα στο πρόσωπό του), είναι ένα χοντρό αγόρι γεμάτο σεξουαλικά προβλήματα, που γίνεται χαφιές της Αστυνομίας για να μη ξεσκεπαστούν τα όργιά του, οι περισσότερες σταρ είναι λεσβίες και βιζιτούδες, το Λος Άντζελες είναι ένα μεγάλο κρεβάτι, όπου κρατικά μυστικά εναλλάσσονται με ναρκωτικά και όλοι παρακολουθούν και παρακολουθούνται.
 
Αληθινά κωμικοτραγικά επεισόδια όπως η «μάχη του Λος Άντζελες» όπου η αεροπορία ξεσηκώθηκε για έναν υποτιθέμενο βομβαρδισμό – μετά είπαν ότι τους επιτέθηκαν U.F.O. (lol), σε πραγματικές σφαγές Ιαπώνων που υποτίθεται ότι έκαναν απόβαση σε ακτές, το όλο σκηνικό είναι παρανοϊκό. Σε αυτό το μπαρόκ και γκροτέσκο μυθιστόρημα, που μοιάζει με ξεσαλωμένη διασκευή πολύωρης όπερας του Βάγκνερ, ξεδιπλώνεται όλη η συγγραφική μεγαλοφυία (ή τρέλα) του Ellroy. Οι ξένοι κριτικοί το χαρακτηρίζουν ως «αριστούργημα», αλλά πόσοι πραγματικά μπορούν να τα βγάλουν πέρα μαζί του; Πόσοι μπορούν να διαθέσουν 15 – 20 ώρες ανάγνωσης και καταβύθισης σε αυτόν τον άγριο και βίαιο κόσμο, όπου ο καλύτερος χαρακτήρας έχει σκοτώσει τη μάνα του (τουλάχιστον…);
 
«Αυτή η θύελλα, αυτή η θηριώδης καταστροφή. Η καταστροφή είναι η Ιστορία και η κλίκα φτιάχτηκε ως μέσο επιβίωσης απ’ αυτήν.»
 
Περισσότεροι από 90 χαρακτήρες (μάλιστα στο τέλος, υπάρχει και ευρετήριο), παρελαύνουν από τις σελίδες του χαοτικού αυτού μυθιστορήματος, αληθινοί και μυθιστορηματικοί πρωταγωνιστές, άλλοι που έχουν εμφανιστεί σε προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, άλλοι που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο και εξαφανίζονται γρήγορα. Είναι ένα βιβλίο αφόρητο και ταυτόχρονα σαγηνευτικό, ανοικονόμητο και χαώδες και ταυτόχρονα υπνωτιστικό και θελκτικό, εκνευριστικό και προκλητικό στο έπακρο, εμμονικό με άφθονο όμως χιούμορ και με εξάρσεις τρυφερότητας (που εκπλήσσουν), που μπορεί να διαβαστεί μόνο από τους λάτρεις του ύφους του συγγραφέα, οι υπόλοιποι καλό θα ήταν να απομακρυνθούν γρήγορα.
 
Βαθμολογία 80 / 100


 
 
 
 
Σάββατο, Ιανουαρίου 09, 2021
posted by Librofilo at Σάββατο, Ιανουαρίου 09, 2021 | Permalink
Ένα μυθιστόρημα για την Παρισινή Κομμούνα ("Στον ίσκιο της πυρκαγιάς")
«Ξέρει (…), ότι κάποιες μελλοντικές γενιές θα μάθουν ίσως ότι υπήρξε για δύο μήνες στο Παρίσι, την άνοιξη του 1871, μια ελπίδα τόσο ωραία, που κάποιοι άνθρωποι ήταν έτοιμοι να πεθάνουν για να την υπερασπιστούν.»
 
Περισσότερο ιστορικό μυθιστόρημα με στοιχεία νουάρ, παρά το αντίθετο, είναι το τελευταίο βιβλίο του εξαίρετου Γάλλου συγγραφέα Herve Le Corre (1955, Bordeaux), με τίτλο «ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ» («Dans lombre du brasier») – (Εκδόσεις του 21ου, μετάφρ. Γ. Καυκιάς, σελ. 517). Ένα μυθιστόρημα που αντίθετα από τα προηγούμενά του, που εκτυλίσσονται στην περιοχή του Μπορντώ, (γενέθλιας πόλης του συγγραφέα) και έχουν αστυνομική υφή με έντονο κοινωνικό σχόλιο, το συγκεκριμένο εστιάζει στις ημέρες της Κομμούνας του Παρισιού, δίνοντας έμφαση στους αγώνες των Κομμουνάρων, χρησιμοποιώντας την αστυνομική ιστορία που συνοδεύει την δράση, περισσότερο ως πρόσχημα, παρά ως επίκεντρο της μυθοπλασίας.
 

Ένα βιβλίο που εκτυλίσσεται στην (και για την) Παρισινή Κομμούνα λοιπόν. Πόσα όμως γνωρίζουμε γι’ αυτό το σημαντικό γεγονός, εκτός από κάποια γενικά στοιχεία; Διαβάζοντας το βιβλίο, και παρά τις καλές ιστορικές μου γνώσεις, έπιασα τον εαυτό μου «αδιάβαστο» σε πολλά σημεία – ένα παράδειγμα είναι, ότι πίστευα πώς, διήρκεσε περισσότερο καιρό κι όχι μόνο 72 ημέρες! Η ιστορία της Κομμούνας έχει σχεδόν λησμονηθεί πλέον, μια ιστορία δραματική όσο και υπέροχη, που άφησε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατοντάδες ή και χιλιάδες εκτοπισμένους στις εξορίες, και που η επίδρασή της στο πολιτικό γίγνεσθαι ήταν τεράστια.
 
Προτού αναλύσουμε το βιβλίο του Le Corre, είναι απαραίτητη μια συνοπτική περιγραφή των γεγονότων, όχι μόνο γι’ αυτούς που αγνοούν την ιστορία, αλλά κυρίως γι’ αυτούς που έχουν μια πολύ γενική γνώση αυτής.

 
Η Κομμούνα του Παρισιού, ήταν η επαναστατική κυβέρνηση, που εγκαθιδρύθηκε στο Παρίσι, μετά την εξέγερση της εθνοφρουράς και διήρκεσε για λίγο παραπάνω από δύο μήνες, από το τέλος Μαρτίου 1871 έως το τέλος Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Μετά την ήττα της Γαλλίας στον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο (1870-1871 όπου η Γαλλία συνετρίβη), το Παρίσι βρισκόταν ουσιαστικά υπό Πρωσική (Γερμανική) κατοχή, κάτι που δεν μπορούσαν να δεχτούν οι κάτοικοι της πόλης (που ήταν ήδη πάνω από τους μισούς βιομηχανικοί εργάτες), οι οποίοι είχαν αντέξει την πολιορκία της πόλης για έξι μήνες. Ο εκλεγμένος Πρόεδρος Τιέρ (Θιέρσιος) είχε διατάξει την Εθνοφρουρά να παραδώσει τα όπλα, φοβούμενος μια εργατική εξέγερση. Διέταξε τον στρατό να εισβάλλει στην πόλη και να αφοπλίσει την Εθνοφρουρά, οι διοικητές της όμως αρνήθηκαν και ο στρατός υποχώρησε στις Βερσαλλίες. Η νέα δημοτική αρχή του Παρισιού με πρόεδρο τον Ογκίστ Μπλανκί (που ήταν φυλακισμένος από την κυβέρνηση), στο τέλος Μαρτίου, ανακήρυξε την Παρισινή Κομμούνα, αντικαθιστώντας την Εθνοφυλακή με την Πολιτοφυλακή, αποτελούμενη από τους Πολίτες που μπορούσαν να πολεμήσουν.
Από τις 2 Απριλίου, το (ουσιαστικά αυτόνομο) Παρίσι βομβαρδιζόταν ανελέητα από τις κυβερνητικές δυνάμεις με την υποστήριξη των Πρώσων, ενώ όποιος συλλαμβάνονταν εκτελείτο χωρίς δίκη. Ο στρατός εισέβαλλε στην πόλη, παραβιάζοντας το τείχος στις 21 Μαΐου, αλλά οι ανατολικές εργατικές συνοικίες του Παρισιού, αντιστέκονταν ακόμα και ακολούθησε μια πραγματική σφαγή, που έμεινε στην ιστορία ως η «ματωμένη εβδομάδα» («La semaine sanglante») με τις απώλειες να ανέρχονται στον αριθμό των 30.000 ανθρώπων (αντίστοιχα οι κυβερνητικοί που πέθαναν ήταν περίπου 1.000).
Η Κομμούνα στο βραχύ διάστημα που κυβέρνησε, προχώρησε στον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, καθιέρωσε την δωρεάν Παιδεία, εξίσωσε τους μισθούς και πάγωσε τα ενοίκια. Το Παρίσι γνώρισε μεγάλες καταστροφές λόγω των συνεχόμενων βομβαρδισμών και βίωσε έναν πραγματικό Εμφύλιο πόλεμο με ανυπολόγιστες συνέπειες.
 
«Ξέρει ότι ανήκει σε άλλο είδος, και ίσως σε άλλη εποχή. Έχει μερικές φορές την εντύπωση ότι ανήκει σ’ ένα μέλλον που το φαντάζεται χλιδάτο και βάρβαρο, γεμάτο μοντέρνες βαρβαρότητες και απάνθρωπες προόδους. Όλα θ’ αλλάξουν, εκτός από τον άνθρωπο που θα παραμείνει δουλικός, χυδαίος, υποταγμένος, γεμάτος μίσος, έτοιμος για ομαδικό κυνήγι ή για αγελαία φυγή. Που θα του αξίζει μόνο η περιφρόνηση κι η τιμωρία. Το αίμα και τα δάκρυα.»
 

Ο Le Corre εστιάζει την δράση του μυθιστορήματός του, στις 10 τελευταίες ημέρες της Κομμούνας. Με τις βόμβες να πέφτουν στα τυφλά, και τους πολιτοφύλακες να βρίσκονται διαρκώς στα χαρακώματα, ή, σε μάχες εκ του συστάδην με τους στρατιώτες των Βερσαλιών, η κατάσταση στο Παρίσι είναι χαώδης και ασφυκτική.
Τρεις άνθρωποι που αγωνίζονται για την Κομμούνα αλλά και για την επιβίωσή τους, είναι οι ήρωες του μυθιστορήματος. Ο Αντουάν Ροκ, ένας βιβλιοδέτης, που του έχει ανατεθεί το πόστο του Επιτρόπου για την Ασφάλεια, ως ο «πιο συνετός και γνωστικός» - μια ειρωνεία της τύχης γι’ αυτόν που ανέκαθεν σιχαινόταν τις αστυνομικές μεθόδους. Τώρα βέβαια, η αποστολή του είναι κυρίως να εντοπίζει κατασκόπους και πεμπτοφαλαγγίτες των Βερσαλιών που κινούνται μέσα στον όχλο. Και δεν είναι λίγοι αυτοί, καθώς αρκετοί υποστηρικτές του παλιού καθεστώτος και της Μοναρχίας, βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο κέντρο του Παρισιού, ανυπομονώντας να λήξει αυτή η περίοδος της «αναρχίας» (όπως την αποκαλούν). Ο Αντουάν Ροκ βρίσκεται αντιμέτωπος με μια περίεργη ιστορία εξαφάνισης νεαρών γυναικών, που απάγονται καθημερινά από τους δρόμους της πόλης, από κάποιους που επιβαίνουν σε μια άμαξα που εμφανίζεται και εξαφανίζεται γρήγορα στα γεμάτα με κόσμο στενά.
 
Μια υπόθεση «τράφικινγκ» λοιπόν, όπως είναι ο σύγχρονος όρος. Από την αρχή του βιβλίου παρακολουθούμε, ποιοι είναι οι πρωτεργάτες αυτής της ιστορίας. Ένας φωτογράφος πορνογραφικών ενσταντανέ και ο συνεργός του, αλλά και ο οδηγός της άμαξας (ένας πολύ ενδιαφέρων μυθιστορηματικός χαρακτήρας). Παρασύρουν νεαρά κορίτσια με κάποιο αντίτιμο ή απλά τα απάγουν, τις ποτίζουν με λάβδανο και τις απεικονίζουν σε πρόστυχες πόζες (που προορίζονται για μελλοντική χρήση, «όταν ανοίξει η αγορά») και αργότερα πουλάνε τα ναρκωμένα κορίτσια, σε προαγωγούς με τους οποίους συνεργάζονται και βρίσκονται έξω από τα τείχη της πόλης.
 
Στην ιστορία εμπλέκονται άθελά τους και οι άλλοι δύο πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Η νοσοκόμα Καρολίν, που νυχθημερόν φροντίζει τους τραυματίες των μαχών στο νοσοκομείο, είναι μια από τις κοπέλες που για κακή της τύχη, θα αρπάξει η φονική άμαξα, μέρα μεσημέρι από τον δρόμο και θα την φυλακίσουν για «μελλοντική χρήση». Την Καρολίν αναζητάει ο αρραβωνιαστικός της, Νικολά Μπελέκ, ένας από τους πιο συνεπείς και μαχητικούς αγωνιστές, που ηγείται μιας μικρής ομάδας Κομμουνάρων, και μέσα από συμπλοκές και την προσπάθεια να συμβάλλει στην άμυνα της πόλης, διαπιστώνει την εξαφάνισή της και ο αγώνας του αποκτάει πιο προσωπική χροιά.
 
Γύρω τους, μια πινακοθήκη χαρακτήρων, από τους απλούς και ρομαντικούς αγωνιστές που μάχονται στα χαρακώματα, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο αφοσιωμένοι στην ιδέα της Κομμούνας αλλά όλοι έτοιμοι να θυσιαστούν, μέχρι τους εγκληματίες που για διαφορετικούς λόγους ο καθένας προβαίνουν σε φρικιαστικές πράξεις. Ο Le Corre περιγράφει με έντονα χρώματα και δίνοντας έμφαση στη λεπτομέρεια, τα γεγονότα, καθηλώνοντας τον αναγνώστη με την δύναμη του λόγου του.
 
«Ξέρει πως η εξέγερση θα ηττηθεί, πως αυτή η ανέλπιστη παρένθεση θα κλείσει σε λίγο. Δεν έχει σημασία. Αυτή η πόλη έχει το μοναδικό χάρισμα της εξέγερσης και της επανάστασης. Την καταδίκασαν στην πείνα, τη βομβάρδισαν, την ταπείνωσαν, κι όταν οι σπουδαίοι την πίστευαν πεθαμένη, ορθώθηκε, αντάρτισσα, γενναιόδωρη, προκαλώντας τον παλιό κόσμο και κηρύσσοντας, περ’ από τα πολιορκημένα τείχη της,   την κοινή σωτηρία και την οικουμενική δημοκρατία. Ο Ροκ αφήνει να γυρίζουν στη σκέψη του τα μεγάλα λόγια, οι μεγάλες ιδέες, κι αυτό το καρουζέλ, γρήγορο, νεανικό, του κάνει καλό. Αποκλείεται ν’ αφήσει αυτή την πόλη που κουβαλάει μέσα της όλο αυτό το αύριο, ειδικά αυτή τη στιγμή. Αν το έκανε, θα έμοιαζε μ’ αυτά τα καθάρματα που παρατούν τις γυναίκες τους όταν είναι γκαστρωμένες ή ετοιμόγεννες. Δεν ξέρει τι θα γεννήσει η Κομμούνα. Δεν ξέρει ποια τέκνα θ’ αφήσει στην Ιστορία όταν συντριβεί. Όμως αυτός οφείλει να είν’ εκεί. Με το Παρίσι. Ίσως επειδή μόνο αυτή η πόλη μπορεί να επιτελέσει ένα τέτοιο θαύμα: να δείξει στον εργαζόμενο κόσμο των ταπεινών και των καταπιεσμένων που πρέπει ν’ ακολουθήσουν. Ν’ αφήσει ίσως πίσω της κόκκινα τέκνα που θα κάνουν αυτή την κληρονομιά να καρποφορήσει.»

 
Εστιάζοντας στην ατμόσφαιρα των ημερών, ο Le Corre, έγραψε ένα ρέκβιεμ για τις τελευταίες ημέρες της Κομμούνας. Το βιβλίο λειτουργεί ως ένας πίνακας που θυμίζει ζωγράφους της εποχής, όπου αναπαρίστανται σε διαφορετικά σημεία του, μάχες, χαρακώματα, άνθρωποι να στήνονται σε έναν τοίχο και να εκτελούνται, μάχες σώμα με σώμα, νεαροί γαβριάδες να περιφέρονται πετώντας πέτρες ή ότι βρουν, άνθρωποι να κατακλύζουν τους δρόμους. Το χάος που επικρατούσε στους δρόμους του Παρισιού περιγράφεται τόσο ζωντανά, που ο αναγνώστης νιώθει ότι βρίσκεται εντός του, ότι συμμετέχει στις μάχες, ιδρώνει και ματώνει με τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Μυρίζουμε το μπαρούτι, νιώθουμε το αίμα στα χέρια μας, πονάμε με τους πληγωμένους, ζαλιζόμαστε από την ένταση της ιστορίας. Θίγει την επαναστατική ορμή κάποιων, τον καιροσκοπισμό αρκετών, την αφέλεια των περισσότερων.
 
Έξοχο ως ιστορικό μυθιστόρημα, μέτριο ως αστυνομικό όμως. Εξαρτάται από την διάθεση του αναγνώστη, πως θα εκτιμήσει αυτό το σαγηνευτικό αλλά ακαθόριστο βιβλίο. Αν τον ενδιαφέρουν τα ιστορικά γεγονότα, θα «μπει μέσα του», εάν όχι, μάλλον θα το βρει φλύαρο και χαοτικό. Ο Le Corre, αποδίδει φόρο τιμής στους ανώνυμους ανθρώπους που πολέμησαν για αξίες όπως «ισότητα» και «αδελφοσύνη», στους αφελείς ρομαντικούς της Ιστορίας, σε ένα ζοφερό και πολύ σκοτεινό βιβλίο που βαδίζει στα αχνάρια των «Αθλίων» του Ουγκό (χωρίς να φτάνει στο ύψος του), συγκινεί και συναρπάζει αν και δεν βρίσκεται στα επίπεδα των άλλων μυθιστορημάτων του πολύ καλού Γάλλου συγγραφέα.
 
Βαθμολογία 80 / 100
 
Υ.Γ. Ωραία και περιεκτικά κείμενα για την Κομμούνα του Παρισιού, μπορείτε να διαβάσετε εδώ κι εδώ.



  
 
Δευτέρα, Ιανουαρίου 04, 2021
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιανουαρίου 04, 2021 | Permalink
Μια μοναδική "Γεροντοκόρη"
 Το 1924 σε μια εποχή πλήρους συγγραφικής ωριμότητας, η σπουδαία Αμερικανίδα συγγραφέας Edith Wharton (Νέα Υόρκη, 1862 – Γαλλία, 1937), εκδίδει τέσσερις νουβέλες σε ένα τόμο, με τον τίτλο «Old New York» («Η παλιά Νέα Υόρκη»). Η κάθε μια από τις νουβέλες περιγράφει μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε διαφορετική δεκαετία του 19ου αιώνα. Οι νουβέλες αυτές είναι: «Ψεύτικη αυγή» («False Dawn») που αφορά την δεκαετία του 1840, «Η Γεροντοκόρη» («The Old Maid») που αφορά την δεκαετία του 1850, «Η Σπίθα» («The Spark») που αφορά την δεκαετία του 1860 και «Πρωτοχρονιά» («The New Years Day») που αφορά την δεκαετία του 1870.
Οι νουβέλες του τόμου, δεν είχαν εκδοθεί ποτέ στην ελληνική γλώσσα, και τώρα με το τέλος της χρονιάς, το νέο παιδί των εκδόσεων Ευρασία, με τον διακριτικό τίτλο «Ευρασία-Στιγμός», εξέδωσε στην σειρά «opusculum» μαζί με άλλα παρόμοιου σχήματος βιβλία, την νουβέλα «Η ΓΕΡΟΝΤΟΚΟΡΗ» («The Old Maid») - (σελ.172), σε μετάφραση της Χρ. Τσαλικίδου, με (ωραία και κατατοπιστική) εισαγωγή της συγγραφέως Roxana Robinson (που συστήνω να διαβαστεί μετά την ανάγνωση του βιβλίου), χαρίζοντας στους αναγνώστες ένα πολύτιμο δώρο με την έκδοση αυτής της εκπληκτικής ιστορίας.

 
«Η Γεροντοκόρη» κινείται στο γνωστό αφηγηματικό ύφος, της εξαίρετης συγγραφέως και παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με το αριστούργημά της «Τα χρόνια τηςαθωότητας» που γράφτηκε λίγα χρόνια πριν. Έχουμε κι εδώ, την απεικόνιση της μεγαλοαστικής / αριστοκρατικής τάξης της Νέας Υόρκης, τα μεγάλα σαλόνια με τα ακριβά σερβίτσια, τις υπέροχες επαύλεις, τα τέια και τις χοροεσπερίδες, τις εμφανίσεις που εντυπωσιάζουν με τα φορέματα της μόδας και τα εκθαμβωτικά κοσμήματα. Οι κυρίες οφείλουν να είναι όμορφες και καλοφτιαγμένες, οι κύριοι ατσαλάκωτοι και ευγενείς. Όλα αυτά στην απόλυτα λουστραρισμένη επιφάνεια, διότι υπογείως υπάρχει όλη η δράση, αλληλοσφαγές (με το γάντι) και μάχες εκ του συστάδην με θύματα που κουβαλούν τις πληγές για ολόκληρη τη ζωή τους.
 
«Ήταν πολύ κοντά στους Ράλστον για να μπορεί να τους δει αντικειμενικά όπως, για παράδειγμα, τον γιο που προαναφέραμε και όλα όσα μια μέρα αυτός θα εξουσίαζε. Συμμορφωνόταν με τους κανόνες τους χωρίς δεύτερη σκέψη όπως συμμορφώνεται κάποιος με τους νόμους της χώρας του. Κι ωστόσο εκείνο το τρέμουλο στα άηχα πλήκτρα της μοίρας, εκείνη η βουβή ερώτηση που κάποιες φορές τάραζε το μέσα της σαν φτερούγισμα, την απομάκρυνε τόσο απ’ αυτούς που για μια φευγαλέα στιγμή θα μπορούσε να τους δει καθαρά στη σχέση τους με άλλα πράγματα. Αυτή η στιγμή ήταν πάντα φευγαλέα: έκανε πίσω γρήγορα με κομμένη την ανάσα και λίγο χλωμή, επέστρεφε στα παιδιά, στο νοικοκυριό της, στα καινούργια φορέματα και στον καλό της Τζιμ.»
 
Ηρωίδες του βιβλίου, είναι δύο εξαδέλφες, η Ντίλια Λόβελ που έχει παντρευτεί τον πάμπλουτο αριστοκράτη Τζέιμς (Τζιμ) Ράλστον, σε ένα γάμο συμφέροντος και ισχυρής επιχειρηματικής ένωσης - έτσι κι αλλιώς οι Ράλστον δεν παντρευόντουσαν ότι κι ότι, έπρεπε οι νύφες να τηρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές και προϋποθέσεις για να γίνουν αποδεκτές, εκτός της δεδομένης εξωτερικής εμφάνισης που ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Η Ντίλια είχε περάσει ένα μεγάλο αλλά αδιέξοδο έρωτα με τον διστακτικό και συναισθηματικά ανώριμο Κλέμεντ Σπένσερ (ο οποίος κάποια χρόνια αργότερα έφυγε για να μείνει στη Ρώμη), πλέον είναι παντρεμένη με τον Τζιμ Ράλστον, έχουν δύο παιδιά, και έχει προσαρμοστεί πλήρως στις υποχρεώσεις που συνεπάγεται ο ρόλος της ως μέλος της πανίσχυρης οικογένειας.
 
Η έτερη ηρωίδα (και τραγικό πρόσωπο) του βιβλίου είναι η Σάρλοτ ή Σάτι Λόβελ, του λιγότερου εύπορου κλάδου των Λόβελς, η οποία είχε μια μεγάλη ατυχία όταν πραγματοποιούσε τα πρώτα της βήματα στην κοσμική ζωή, αφού αρρώστησε βαριά και αποσύρθηκε για πάνω από ένα χρόνο στην επαρχία. Γυρίζοντας αφοσιώθηκε στην φροντίδα άπορων ορφανών ιδρύοντας ένα ίδρυμα. Στο ίδρυμα αυτό, εμφανίστηκε μια μέρα, μια γυναίκα πλήρως καλυμμένη, που άφησε ένα κοριτσάκι βρέφος και μετά εξαφανίστηκε. Η Σάρλοτ όμως, που διατηρεί την ομορφιά της, παρά την ασθένεια και τα χρόνια που πέρασαν, είναι έτοιμη να παντρευτεί κι αυτή έναν Ράλστον, τον εξάδελφο του συζύγου της Ντίλιας, Τζο Ράλστον, ο οποίος είναι ερωτευμένος πολύ μαζί της.
 
«Οι Ράλστον δύσκολα αποχωρίζονταν τις παλιές τους συνήθειες, από τη στιγμή όμως που αποκτούσαν νέες, δυσκολεύονταν να καταλάβουν πώς ήταν δυνατόν να μην τις έχει υιοθετήσει και ο υπόλοιπος κόσμος.»
 
Η Σάρλοτ κουβαλάει ένα μεγάλο μυστικό, που λίγο πριν τον γάμο, εξομολογείται στην εμβρόντητη Ντίλια. Με αφορμή την άρνηση του Τζο Ράλστον, να την αφήσει να διευθύνει το Ίδρυμα που είχε, εκμυστηρεύεται στην ξαδέλφη της, ότι το έκθετο κοριτσάκι που είχε αφεθεί εκεί, είναι δικό της, καρπός του παράνομου έρωτά της, όχι με όποιον κι όποιον, αλλά με τον Κλέμεντ Σπένσερ, τον παλιό (και ουδέποτε λησμονημένο) έρωτα της Ντίλια.
Η Σάρλοτ (Σάτι), γνωρίζει ότι ενδεχόμενη αποκάλυψη του γεγονότος αυτού, θα χαλάσει τον επικείμενο γάμο, αλλά από την άλλη δεν θέλει να παρατήσει ούτε το Ίδρυμα στην τύχη του, κυρίως όμως ούτε την κόρη της. Η Ντίλια αφού ξεπεράσει το αρχικό σοκ, και την απέχθεια προς την ξαδέλφη της που παραβίασε τους άγραφους νόμους της Ηθικής, αλλά και που τόλμησε να νιώσει τις χαρές του έρωτα, παίρνει την κατάσταση στα χέρια της. Απαγορεύει στην Σάρλοτ να παντρευτεί τον Τζο Ράλστον – ουσιαστικά διαλύει τον γάμο της, λέγοντάς του ότι έχει επανέλθει η παλιά αρρώστια, ενώ φροντίζει να χρηματοδοτήσει την ανατροφή της Τίνας, της μικρής κόρης της Σάρλοτ, εξασφαλίζοντας το μέλλον της. Η τιμή των Ράλστον έχει διασωθεί και η Σάρλοτ απομακρύνεται.
 
Όμως μερικά χρόνια αργότερα, ο Τζέιμς Ράλστον πεθαίνει, αφήνοντας χήρα την Ντίλια, που καλεί την Σάρλοτ με την κόρη της να μείνουν μαζί της. Πλέον η πάμπλουτη Ντίλια, θα ζει μαζί με το παιδί της ξαδέλφης της και του παλιού αγαπημένου της. Η Τίνα θα μεγαλώσει σε ένα σπίτι που βλέποντας τα παιδιά της Ντίλια να την φωνάζουν «μαμά» θα την φωνάζει κι εκείνη έτσι, η Σάρλοτ θα είναι η γεροντοκόρη «θεία», που είναι πάντα αυστηρή και στεγνή, σε αυτή την ιδιόμορφη κατάσταση που δημιουργείται σε ένα φαινομενικά ειδυλλιακό περιβάλλον, με όλη την «ασφάλεια» και την οικονομική άνεση που εγγυάται. Το μέλλον, παρά την επιφανειακή ηρεμία που επικρατεί, δεν θα είναι ανέφελο για καμιά τους▪  ποια από τις δυο γυναίκες θα αναλάβει τον μητρικό ρόλο και πως θα διαχειριστούν την κατάσταση όσο η Τίνα μεγαλώνει και ετοιμάζεται να κάνει την εμφάνισή της στην κοινωνία;
 
«Ότι και να συνέβαινε, δεν μπορούσε ν’ αφήσει τη Σάρλοτ Λόβελ να παντρευτεί τον Τζο Ράλστον. Οι αρχές της εντιμότητας και της ακεραιότητας με τις οποίες την είχαν γαλουχήσει την εμπόδιζαν να συνεργήσει σε ένα τέτοιο σχέδιο. Μπορούσε να σκεφτεί – είχε ήδη σκεφτεί – έξυπνα επιχειρήματα, ευθείες και επιθετικές προκλήσεις ενάντια στην κοινωνική σκληρότητα με έξυπνες αναφορές σε ανάλογα περιστατικά. Αλλά δεν μπορούσε ποτέ να συμμετάσχει σ’ ένα ψέμα. Η ιδέα να παντρευτεί η Σάρλοτ τον Τζο Ράλστον – τον εξάδελφο του δικού της Τζιμ – χωρίς να του αποκαλύψει το παρελθόν της, φαινόταν στην Ντίλια τόσο επονείδιστο όσο θα φαινόταν σε οποιονδήποτε Ράλσον. Αν ο Τζο μάθαινε την αλήθεια, ο γάμος θα ακυρωνόταν ακαριαία ▪ αυτό το ήξερε ως και η Σάτι. Η κοινωνική ανοχή δεν βάραινε εξίσου άντρες και γυναίκες και ούτε η Ντίλια ούτε η Σάτι είχαν ποτέ αναρωτηθεί γιατί, όπως όλες οι κοπέλες της τάξης τους υποκλίνονταν απλώς στο αναπόφευκτο.»

 
Οι μυθιστορηματικοί ήρωες στα βιβλία της Wharton, είναι συνήθως γυναίκες που προσπαθούν να σπάσουν το κέλυφος της καλά οργανωμένης κοινωνίας, των καταπιεστικών θεσμών που τις περιβάλλουν, των καθορισμένων συμπεριφορών και άγραφων νόμων. Η Σάρλοτ δεν είναι καμιά επαναστάτρια, είναι απλά μια τραγική φιγούρα, που παραβίασε τους κανόνες, δεν είχε απλώς μια ερωτική σχέση εκτός γάμου, αλλά γέννησε και ένα εξώγαμο, που αντί να το στείλει κάπου μακριά, επίλεξε να το μεγαλώσει η ίδια. Γι’ αυτό πρέπει να τιμωρηθεί, πρέπει να εξοβελιστεί από τον κύκλο ή να μη μπορέσει καν να εισέλθει σε αυτόν. Επιλέγει χάριν της ευημερίας του παιδιού της, να απαρνηθεί τον ρόλο της μητέρας, να μείνει στο περιθώριο, βλέποντας την «ευεργέτιδα» εξαδέλφη της, να φέρεται και να υπολογίζεται ως μητέρα από την Τίνα χωρίς να βγάζει κουβέντα, ευνουχισμένη από τις κοινωνικές συνθήκες.
 
Το υπέροχο βιβλίο της Wharton, ακολουθεί όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που την επέβαλαν ως μεγάλη συγγραφέα. Η Νέα Υόρκη, αποτυπώνεται εκπληκτικά (και με κάποια νοσταλγία για τις καλές μέρες που πέρασαν), οι γυναίκες είναι όμορφες, θελκτικές αλλά απρόσιτες, τα σπίτια πολυτελέστατα. Η Wharton όμως κάνει κάτι μοναδικό, σε αφήνει να χαλαρώσεις και να απολαμβάνεις τις περιγραφές και τα small talks, το σκηνικό είτε εξωτερικό, είτε εσωτερικό, και αίφνης, αντιλαμβάνεσαι ότι βρίσκεσαι ως αναγνώστης στη μέση μιας υπόγειας διαμάχης, όπου το δηλητήριο εισέρχεται στις κουβέντες, κι όπου τηρώντας τους κανόνες της μάχης, οι νεκροί είναι ατελείωτοι.
 
Μπορεί ως αποκορύφωμα της έντασης και της δράσης του βιβλίου, να είναι η διεκδίκηση της κηδεμονίας της Τίνας, του «άτυχου-τυχερού» κοριτσιού, στο επίκεντρό του όμως είναι η ιστορία δύο γυναικών που η κάθε μια με τον τρόπο της προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια κοινωνία με ισχυρές δομές που δεν σπάνε. Η άκαμπτη Ντίλια, που κατέπνιξε τα πάθη της και τις ορμές της, για ένα καλό γάμο και προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της τήρησης των κανόνων και της σωτηρίας της εξαδέλφης της, και που βλέπει την Τίνα ως το παιδί που δεν κατάφερε να έχει από τον παλιό αγαπημένο της και η Σάρλοτ που παραβίασε τους κανόνες, που έζησε τον έρωτα και αναγκάστηκε να αποδεχτεί ένα ρόλο για να βρίσκεται κοντά στο παιδί της, που το βλέπει να ξεγλιστράει από τα χέρια της. Οι δύο γυναίκες, επιφανειακά συμφιλιωμένες, υποδόρια για πάντα εχθροί, θα τείνουν το χέρι η μία στην άλλη στις μοναδικές τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
 
Κοινωνικό σχόλιο, εκπληκτική ατμόσφαιρα, διάλογοι μεστοί και με ουσία και δυο αλησμόνητοι χαρακτήρες, προσφέρουν μοναδική λογοτεχνική απόλαυση σε αυτή τη μικρή νουβέλα που όμως είναι τόσο περιεκτική και ουσιαστική που νιώθεις ότι διάβασες ένα ογκώδες βιβλίο.

Το βιβλίο διασκευάστηκε για το θέατρο και αυτή η version του επιλέχθηκε για μια επιτυχημένη εμπορικά μεταφορά του στον κινηματογράφο το 1939 (ίσως την πιο κερδοφόρα χρονιά του Χόλιγουντ), με πρωταγωνίστριες την Μπέτι Ντέιβις (στον ρόλο της Σάρλοτ) και την Μίριαμ Χόπκινς (στον ρόλο της Ντίλια). Το φιλμ μεταφέρει τη δράση στα χρόνια του Εμφυλίου και επικεντρώνεται στη διαμάχη των δύο γυναικών για την Τίνα, μη δίνοντας έμφαση στο κοινωνικό πλαίσιο του βιβλίου.
 
Βαθμολογία 86 / 100