Παρασκευή, Ιουνίου 26, 2009
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 26, 2009 | Permalink
Μαύρος κύκνος
«Τα παιδιά που οι άλλοι τούς κάνουν τη ζωή δύσκολη φέρονται λες και είναι αόρατα για να ελαττώσουν τις πιθανότητες να γίνει η ζωή τους δύσκολη. Οι βραδύγλωσσοι επίσης φέρονται λες και είναι αόρατοι για να ελαττώσουν τις πιθανότητες να αναγκαστούν να πουν κάτι που δεν μπορούν. Τα παιδιά που οι γονείς τους τσακώνονται φέρονται λες και είναι αόρατα μην τυχόν και προξενήσουν καμιά καινούργια αψιμαχία. Τζέισον Τέυλορ – Το Τριπλά Αόρατο Παιδί.»
Ο Τζέισον Τέυλορ είναι 13 χρονών και ζει στο Μπλακ Σουάν Γκρην, ένα χωριό αδιάφορο και απρόσωπο που τελευταία αρχίζει να οικοδομείται λίγο περισσότερο με την έλευση κάποιων αστικών οικογενειών. Βρισκόμαστε στην Αγγλία του 1982, την Αγγλία της Θάτσερ και της οξείας οικονομικής κρίσης. Ο Τζέισον είναι ένα ευαίσθητο παιδί, που προσπαθεί να γίνει αποδεκτός από τις τοπικές συμμορίες. Είναι βραδύγλωσσος και κάνει λογοθεραπεία ενώ γράφει ποιήματα (εν κρυπτώ) με το λογοτεχνικότατο ψευδώνυμο Έλιοτ Μπολιβάρ.
Αυτός είναι ο ήρωας του εξαιρετικού μυθιστορήματος, « ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ,(Εκδ.Ελληνικά Γράμματα, μετάφρ.Μαργ.Ζαχαριάδου, σελ.591), του υπέροχου Βρετανού συγγραφέα David Mitchell – που ο δικός του ΑΤΛΑΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ με είχε εντυπωσιάσει τόσο, όσο κανένα άλλο βιβλίο που διάβασα την προηγούμενη χρονιά. Σ’αυτό το μυθιστόρημα ο Μίτσελ παρουσιάζεται διαφορετικός. Χρησιμοποιώντας (σίγουρα) πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία μας παρουσιάζει τα άγουρα χρόνια ενός έξυπνου παιδιού στο στάδιο μεταξύ της παιδικής του ηλικίας και της εφηβείας που προσπαθεί να διαμορφώσει την προσωπικότητά του ζώντας σε μιά δυσλειτουργική μοντέρνα οικογένεια, όπου ο πατέρας κατέχοντας μιά μεγάλη θέση σε μιά αλυσίδα σούπερμάρκετ λείπει συνεχώς, όπου η μάνα ασφυκτιά και προσπαθεί να ανεξαρτοποιηθεί, όπου η μεγαλύτερη αδελφή του τον περιφρονεί. Η τοπική κοινωνία κλειστή, ψιλοαγροτική βλέπει την οικογένεια του Τζέισον ως εισβολείς ενώ το τοπικό σχολείο είναι γεμάτο από τσαμπουκάδες και άκρατο χουλιγκανισμό.
Ο Τζέισον προσπαθεί να αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα της βραδυγλωσσίας του εφευρίσκοντας διάφορους τρόπους παράκαμψης των «δύσκολων λέξεων» αλλά δυστυχώς γίνεται αντιληπτός. Αποτέλεσμα αυτού, να τον κοροϊδεύουν όλοι και εκείνος να επιλέγει την σιωπή. Η ποίηση είναι το καταφύγιο του. Γράφει ποιήματα που στέλνει με ψευδώνυμο στο περιοδικό της ενορίας αλλά γι’αυτά δεν μιλάει σε κανέναν. Στον ελεύθερο χρόνο του τριγυρίζει στα δάση της περιοχής, στην λίμνη όπου παρά την ονομασία του τόπου (Black Swan Green-Μαύρος Κύκνος), κύκνοι δεν υπάρχουν. Αλλά όμως τα δάση, οι εκτάσεις, η εξοχή λειτουργούν στην φαντασία του σαν μέρη μυθικά και σαν να τον μεταφέρουν σε μιά άλλη διάσταση.
Μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον παρακμής, όπου η Θάτσερ γιά να αντιμετωπίσει τα συνδικάτα, τις απεργίες, την τεράστια οικονομική κρίση εφευρίσκει μιά ηλίθια δικαιολογία (που κανείς πλέον δεν θυμάται) γιά να ξεκινήσει ένα πόλεμο με την Αργεντινή χιλιάδες μίλια μακριά από την Αγγλία. Ο πόλεμος των Φώκλαντς/Μαλβίνες ξεσηκώνει τα εθνικιστικά ένστικτα του κόσμου, τον κάνει να ξεχνάει την σκληρή πραγματικότητα, τα παιδιά του χωριού τον βλέπουν σαν παιχνίδι, ώσπου βλέπουν το φέρετρο με το πτώμα ενός από τους νεαρούς γόητες του χωριού να γυρίζει στην πατρίδα και συνειδητοποιούν την τραγωδία. Κάποια πράγματα που θεωρούντο δεδομένα γιά την Αυτοκρατορία ξαφνικά δείχνουν μετέωρα.
Ο Μίτσελ δομεί το βιβλίο σαν ένα είδος ημερολογίου. 13 τα χρόνια του Τζέισον, 13 οι μήνες της αφήγησης, 13 τα κεφάλαια του μυθιστορήματος που θα μπορούσε να είναι και μιά πολύ ωραία συλλογή διηγημάτων, αφού διατηρούν την αυτονομία τους. Τα τραγούδια παίζουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην αφήγηση, ένα είδος εξαίσιου σάουντρακ της εποχής. Μυστικά και ψίθυροι, εξομολογήσεις και εφηβικοί προβληματισμοί, ενώ τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα είναι διαρκώς παρόντα.
«Τα μυστικά δεν σε επηρεάζουν περισσότερο από όσο νομίζεις. Λες ψέμματα για να τα κρατήσεις κρυφά. Οδηγείς την κουβέντα αλλού. Ανησυχείς πως κάποιος θα ανακαλύψει το δικό σου μυστικό και θα το κάνει βούκινο. Νομίζεις πως εσύ ελέγχεις το μυστικό – αλλά μήπως τελικά το μυστικό χρησιμοποιεί εσένα; Μήπως οι τρελλοί διαμορφώνουν τους γιατρούς τους πολύ περισσότερο απ’όσο διαμορφώνουν οι γιατροί τους τρελλούς τους;»
Το μεγάλο προσόν όμως του βιβλίου και εκεί που φαίνεται η τεράστια μαεστρία του συγγραφέα είναι η αναπαράσταση του κόσμου του 13άχρονου σαν να το γράφει ο ίδιος.Διαβάζουμε τις πραγματικές προτεραιότητες του έφηβου, το να περνάς όσο γίνεται απαρατήρητος, να μη σε δούνε με τους γονείς σου έξω (ο Τζέισον περνάει βασανιστήρια από τους συμμαθητές του όταν τον βλέπουν να πηγαίνει σινεμά με την μητέρα του), να προσέχεις μη σε θεωρήσουνε «αδελφή», να μη «παρεκλίνεις» στα γούστα («το διάβασμα είναι αδερφίστικο...»). Ο Μίτσελ φέρεται τρυφερά στον ήρωα (alter-ego) του, τον «πονάει», συμμετέχει στους προβληματισμούς του, ενώ η αναπαράσταση της εποχής θα ενθουσιάσει όσους έζησαν έντονα την δεκαετία του 80.
Θυμίζει την «Λέσχη των τιποτένιων» του Τζόναθαν Κόου, έχει την ατμόσφαιρα του «Φύλακα στη σίκαλη» του Σάλιντζερ, αλλά πάνω απ’όλα έχει την προσωπική σφραγίδα αυτού του μεγάλου συγγραφέα που είναι ο Μίτσελ. Το γράψιμο του είναι φαινομενικά ανάλαφρο και διασκεδαστικό ενώ έτσι καταφέρνει και περνάει ουσιαστικά πράγματα που τα ανακαλύπτεις στην πορεία του κειμένου. Το μυθιστόρημα του (όπως και ο Άτλας του ουρανού) είναι αποσπασματικό, δεν ακολουθεί μιά σταθερή δομή ενώ ρεαλιστικά γεγονότα ανακατεύονται με υπερρεαλιστικά στοιχεία που υπεισέρχονται στην αφήγηση. Όλα αυτά προσδίδουν μιά ακαταμάχητη γοητεία στον αναγνώστη, ο οποίος είναι αδύνατον να μη ταυτιστεί με τον υπέροχο Τζέισον και τους εφηβικούς του προβληματισμούς, την αγωνία του γιά το πρώτο του φιλί, τις αντιδράσεις του καθώς βλέπει την διάλυση της οικογένειάς του, την επαγγελματική πτώση του πατέρα του και την επαγγελματική άνοδο της μητέρας του. Ένα μυθιστόρημα μαθητείας, ένα απολαυστικό κείμενο που το διαβάζεις απνευστί.
«Πολλές φορές σκέφτομαι πως τα αγόρια δεν γίνονται άντρες. Απλώς μένουν ζουληγμένα πίσω από μιά αντρική μάσκα. Και καμιά φορά το καταλαβαίνεις πως το αγόρι είναι ακόμα εκεί.»
Ο Τζέισον Τέυλορ είναι 13 χρονών και ζει στο Μπλακ Σουάν Γκρην, ένα χωριό αδιάφορο και απρόσωπο που τελευταία αρχίζει να οικοδομείται λίγο περισσότερο με την έλευση κάποιων αστικών οικογενειών. Βρισκόμαστε στην Αγγλία του 1982, την Αγγλία της Θάτσερ και της οξείας οικονομικής κρίσης. Ο Τζέισον είναι ένα ευαίσθητο παιδί, που προσπαθεί να γίνει αποδεκτός από τις τοπικές συμμορίες. Είναι βραδύγλωσσος και κάνει λογοθεραπεία ενώ γράφει ποιήματα (εν κρυπτώ) με το λογοτεχνικότατο ψευδώνυμο Έλιοτ Μπολιβάρ.
Αυτός είναι ο ήρωας του εξαιρετικού μυθιστορήματος, « ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ» ,(Εκδ.Ελληνικά Γράμματα, μετάφρ.Μαργ.Ζαχαριάδου, σελ.591), του υπέροχου Βρετανού συγγραφέα David Mitchell – που ο δικός του ΑΤΛΑΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ με είχε εντυπωσιάσει τόσο, όσο κανένα άλλο βιβλίο που διάβασα την προηγούμενη χρονιά. Σ’αυτό το μυθιστόρημα ο Μίτσελ παρουσιάζεται διαφορετικός. Χρησιμοποιώντας (σίγουρα) πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία μας παρουσιάζει τα άγουρα χρόνια ενός έξυπνου παιδιού στο στάδιο μεταξύ της παιδικής του ηλικίας και της εφηβείας που προσπαθεί να διαμορφώσει την προσωπικότητά του ζώντας σε μιά δυσλειτουργική μοντέρνα οικογένεια, όπου ο πατέρας κατέχοντας μιά μεγάλη θέση σε μιά αλυσίδα σούπερμάρκετ λείπει συνεχώς, όπου η μάνα ασφυκτιά και προσπαθεί να ανεξαρτοποιηθεί, όπου η μεγαλύτερη αδελφή του τον περιφρονεί. Η τοπική κοινωνία κλειστή, ψιλοαγροτική βλέπει την οικογένεια του Τζέισον ως εισβολείς ενώ το τοπικό σχολείο είναι γεμάτο από τσαμπουκάδες και άκρατο χουλιγκανισμό.
Ο Τζέισον προσπαθεί να αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα της βραδυγλωσσίας του εφευρίσκοντας διάφορους τρόπους παράκαμψης των «δύσκολων λέξεων» αλλά δυστυχώς γίνεται αντιληπτός. Αποτέλεσμα αυτού, να τον κοροϊδεύουν όλοι και εκείνος να επιλέγει την σιωπή. Η ποίηση είναι το καταφύγιο του. Γράφει ποιήματα που στέλνει με ψευδώνυμο στο περιοδικό της ενορίας αλλά γι’αυτά δεν μιλάει σε κανέναν. Στον ελεύθερο χρόνο του τριγυρίζει στα δάση της περιοχής, στην λίμνη όπου παρά την ονομασία του τόπου (Black Swan Green-Μαύρος Κύκνος), κύκνοι δεν υπάρχουν. Αλλά όμως τα δάση, οι εκτάσεις, η εξοχή λειτουργούν στην φαντασία του σαν μέρη μυθικά και σαν να τον μεταφέρουν σε μιά άλλη διάσταση.
Μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον παρακμής, όπου η Θάτσερ γιά να αντιμετωπίσει τα συνδικάτα, τις απεργίες, την τεράστια οικονομική κρίση εφευρίσκει μιά ηλίθια δικαιολογία (που κανείς πλέον δεν θυμάται) γιά να ξεκινήσει ένα πόλεμο με την Αργεντινή χιλιάδες μίλια μακριά από την Αγγλία. Ο πόλεμος των Φώκλαντς/Μαλβίνες ξεσηκώνει τα εθνικιστικά ένστικτα του κόσμου, τον κάνει να ξεχνάει την σκληρή πραγματικότητα, τα παιδιά του χωριού τον βλέπουν σαν παιχνίδι, ώσπου βλέπουν το φέρετρο με το πτώμα ενός από τους νεαρούς γόητες του χωριού να γυρίζει στην πατρίδα και συνειδητοποιούν την τραγωδία. Κάποια πράγματα που θεωρούντο δεδομένα γιά την Αυτοκρατορία ξαφνικά δείχνουν μετέωρα.
Ο Μίτσελ δομεί το βιβλίο σαν ένα είδος ημερολογίου. 13 τα χρόνια του Τζέισον, 13 οι μήνες της αφήγησης, 13 τα κεφάλαια του μυθιστορήματος που θα μπορούσε να είναι και μιά πολύ ωραία συλλογή διηγημάτων, αφού διατηρούν την αυτονομία τους. Τα τραγούδια παίζουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην αφήγηση, ένα είδος εξαίσιου σάουντρακ της εποχής. Μυστικά και ψίθυροι, εξομολογήσεις και εφηβικοί προβληματισμοί, ενώ τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα είναι διαρκώς παρόντα.
«Τα μυστικά δεν σε επηρεάζουν περισσότερο από όσο νομίζεις. Λες ψέμματα για να τα κρατήσεις κρυφά. Οδηγείς την κουβέντα αλλού. Ανησυχείς πως κάποιος θα ανακαλύψει το δικό σου μυστικό και θα το κάνει βούκινο. Νομίζεις πως εσύ ελέγχεις το μυστικό – αλλά μήπως τελικά το μυστικό χρησιμοποιεί εσένα; Μήπως οι τρελλοί διαμορφώνουν τους γιατρούς τους πολύ περισσότερο απ’όσο διαμορφώνουν οι γιατροί τους τρελλούς τους;»
Το μεγάλο προσόν όμως του βιβλίου και εκεί που φαίνεται η τεράστια μαεστρία του συγγραφέα είναι η αναπαράσταση του κόσμου του 13άχρονου σαν να το γράφει ο ίδιος.Διαβάζουμε τις πραγματικές προτεραιότητες του έφηβου, το να περνάς όσο γίνεται απαρατήρητος, να μη σε δούνε με τους γονείς σου έξω (ο Τζέισον περνάει βασανιστήρια από τους συμμαθητές του όταν τον βλέπουν να πηγαίνει σινεμά με την μητέρα του), να προσέχεις μη σε θεωρήσουνε «αδελφή», να μη «παρεκλίνεις» στα γούστα («το διάβασμα είναι αδερφίστικο...»). Ο Μίτσελ φέρεται τρυφερά στον ήρωα (alter-ego) του, τον «πονάει», συμμετέχει στους προβληματισμούς του, ενώ η αναπαράσταση της εποχής θα ενθουσιάσει όσους έζησαν έντονα την δεκαετία του 80.
Θυμίζει την «Λέσχη των τιποτένιων» του Τζόναθαν Κόου, έχει την ατμόσφαιρα του «Φύλακα στη σίκαλη» του Σάλιντζερ, αλλά πάνω απ’όλα έχει την προσωπική σφραγίδα αυτού του μεγάλου συγγραφέα που είναι ο Μίτσελ. Το γράψιμο του είναι φαινομενικά ανάλαφρο και διασκεδαστικό ενώ έτσι καταφέρνει και περνάει ουσιαστικά πράγματα που τα ανακαλύπτεις στην πορεία του κειμένου. Το μυθιστόρημα του (όπως και ο Άτλας του ουρανού) είναι αποσπασματικό, δεν ακολουθεί μιά σταθερή δομή ενώ ρεαλιστικά γεγονότα ανακατεύονται με υπερρεαλιστικά στοιχεία που υπεισέρχονται στην αφήγηση. Όλα αυτά προσδίδουν μιά ακαταμάχητη γοητεία στον αναγνώστη, ο οποίος είναι αδύνατον να μη ταυτιστεί με τον υπέροχο Τζέισον και τους εφηβικούς του προβληματισμούς, την αγωνία του γιά το πρώτο του φιλί, τις αντιδράσεις του καθώς βλέπει την διάλυση της οικογένειάς του, την επαγγελματική πτώση του πατέρα του και την επαγγελματική άνοδο της μητέρας του. Ένα μυθιστόρημα μαθητείας, ένα απολαυστικό κείμενο που το διαβάζεις απνευστί.
«Πολλές φορές σκέφτομαι πως τα αγόρια δεν γίνονται άντρες. Απλώς μένουν ζουληγμένα πίσω από μιά αντρική μάσκα. Και καμιά φορά το καταλαβαίνεις πως το αγόρι είναι ακόμα εκεί.»