Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2018
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2018 | Permalink
"Οι Καλοί"
Μετά
το πολύ εντυπωσιακό ντεμπούτο της, με το έξοχο «Έθιμα ταφής», οι απαιτήσεις
(των αναγνωστών που αγάπησαν το βιβλίο), ήταν πολύ μεγάλες για την Hanna Kent καθώς οι
περισσότεροι θεωρούσαν ότι είναι πολύ δύσκολο να επαναλάβει το πρώτο της
εγχείρημα. Η Αυστραλέζα συγγραφέας (Αδελαΐδα, 1985) όμως φρόντισε να διαψεύσει
τα προγνωστικά (ή να επιβεβαιώσει τους πιο διορατικούς), διότι το δεύτερό της
μυθιστόρημα, με τίτλο «ΟΙ ΚΑΛΟΙ» («The Good People») – (εκδ. Ίκαρος,
(έξοχη) μετάφρ. Μ. Αγγελίδου, σελ. 486), είναι εξίσου εντυπωσιακό και
συναρπαστικό με το πρώτο της, συγγενεύει αλλά είναι και διαφορετικό,
καταδεικνύοντας ότι έχουμε μπροστά μας, μια εξαιρετική συγγραφέα που θα μας
απασχολεί για πολλά χρόνια.
Όπως
και με τα «Έθιμα ταφής», η Κεντ ασχολείται με ένα αληθινό περιστατικό
καταγεγραμμένο στα δικαστικά χρονικά, που συνέβη στην Ιρλανδία και πιο
συγκεκριμένα στην κομητεία του Κέρι, το 1826. Όπως αναφέρει η συγγραφέας
υπάρχει πλήθος μαρτυριών για τις προσπάθειες στον 19ο αιώνα (υποθέτω
και στους προηγούμενους αιώνες), των ανθρώπων να ξορκίσουν τελώνια και να
επαναφέρουν στη ζωή, νεκρούς αγαπημένους τους που θεωρούσαν ότι τους είχαν
αρπάζει τα ξωτικά και οι νεράιδες. Στο μυθιστόρημά της «Οι Καλοί», η Κεντ
περιγράφει ένα από αυτά.
1825,
Ιρλανδία, σε ένα χωριό όπου τα σπίτια είναι απομακρυσμένα το ένα από το άλλο
και οι συνθήκες ζωής είναι πολύ φτωχικές, η Νόρα Λίχι, μένει χήρα μετά τον
αιφνίδιο θάνατο του συζύγου της, Μάρτιν. Ήδη πριν από λίγους μήνες είχε χάσει
και την κόρη της Τζοάνα, που ζούσε μακριά και ο γαμπρός της, ο Τάιγκ, της έφερε
στο σπίτι τον εγγονό της τον Μίχολ γιατί δεν μπορούσε να τον μεγαλώσει μόνος. Ο
Μίχολ όμως παρότι τεσσάρων ετών, δεν μιλούσε, ούτε περπατούσε και ούρλιαζε
συνεχώς και χωρίς λόγο. Ο γιατρός που είχε έρθει από την κοντινότερη πόλη, είχε
σηκώσει τα χέρια, θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι να τον βοηθήσει –
τους είπε ότι το παιδί είναι καθυστερημένο και έφυγε. Στο χωριό είχαν αρχίσει
να μιλάνε, καθώς η Νόρα έκρυβε τον μικρό από τα μάτια του κόσμου και μόνο δυο
τρεις γυναίκες τον είχαν δει, αλλά όλοι άκουγαν τα ουρλιαχτά του. Θεωρούσαν ότι
είχε φέρει κακοτυχία στον τόπο, συνδυάζοντάς το με το γεγονός του ξαφνικού
θανάτου του Μάρτιν Λίχι. Η Νόρα απελπισμένη, προσλαμβάνει μια νεαρή κοπέλα από
άλλη επαρχία, την Μαίρη για να φροντίζει τον μικρό και να την βοηθάει με το
σπίτι. Η Μαίρη που στην αρχή σοκάρεται με το θέαμα του παιδιού, καταφέρνει και
τον ηρεμεί κάποιες στιγμές, ενώ κοιμάται κοντά του τα βράδια. Οι συγγενείς και
γειτόνισσες της Νόρας, την συμβούλευαν συνεχώς να ζητήσει την βοήθεια της γριάς
Νανς, της γυναίκας που ασχολείτο με βότανα και μαντζούνια, ξεγεννούσε και
θεράπευε μικροτραυματισμούς και επιφανειακές δερματικές ασθένειες, ζώντας
απομονωμένη μέσα στο δάσος.
«Η
μοιρολογίστρα. Η μαμή. Η μοιράρισσα. Η Νανς άνοιγε το στόμα της και οι άνθρωποι
σκέφτονταν το πώς γύριζε η ζωή, πως στράβωναν τα πράγματα και γίνονταν άλλα.
Κοίταζαν τ’ άσπρα της μαλλιά κι έβλεπαν το περίεργο φως, ανάμεσα στη νύχτα και
στη μέρα. Ήταν η γυναίκα που έφερνε τα παιδιά στο σίγουρο λιμάνι του κόσμου.
Και ήταν η σειρήνα που ξέκοβε τα πλεούμενα από τις άγκυρες της ζωής και τα
βούλιαζε στα σκοτάδια.
Η
Νανς ήξερε πως αν την άφηναν να μένει σ’ αυτή την υγρή καλύβα, τη σφηνωμένη
ανάμεσα στο βουνό και στο δάσος και στο ποτάμι είκοσι τόσα χρόνια τώρα, το’
καναν μόνο και μόνο επειδή έβλεπαν σ’ αυτήν το ακατανόητο, αυτό που ούτε
καταλάβαιναν ούτε μπορούσαν να καταλάβουν. Η Νανς έστεκε φρουρός στην πύλη
ανάμεσα σε τούτον τον κόσμο και τον άλλον. Το τελευταίο ανθρώπινο τραγούδι,
πριν όλα χαθούν στο φύσημα του αγέρα και στις σκιές και στους αλλόκοτους
τριγμούς των άστρων. Η Νανς ήταν ο ψαλμός, ο παλιός, ο ψαλμός ο ειδωλολάτρης.
Οι
άνθρωποι πάντα φοβούνται αυτό που δεν ξέρουν, σκέφτηκε.»
Η
Νανς ήταν μια γυναίκα που την περιφρονούσαν, την φοβόνταν, αλλά και προσέτρεχαν
σ’ αυτήν στις δυσκολίες τους. Την θεωρούσαν μάγισσα, θεραπεύτρια και ότι
κατείχε υπερφυσικές δυνάμεις. Ο νέος παπάς του χωριού, σε αντίθεση με τον
προηγούμενο, προσπαθεί να την εκδιώξει, διαδίδοντας ότι τα βότανα και οι
αλειφές της είναι επικίνδυνες για την υγεία των κατοίκων. Οι άνθρωποι που ζουν
όμως στο χωριό και στις γειτονικές περιοχές, πιστεύουν στα ξωτικά και στις
νεράιδες – από τη μια φοβούνται την δύναμη της εκκλησίας και τις προσταγές του
ιερέα, από την άλλη σε κάθε πρόβλημα προστρέχουν στην γριά-Νανς για βοήθεια.
Όταν
η Νανς προσφέρεται να βοηθήσει την απελπισμένη Νόρα, για να «θεραπεύσει» τον
Μίχολ, εκείνη ανακουφίζεται, βλέπει την γριά σαν την μοναδική της ευκαιρία για
σωτηρία του μικρού, και υπακούει σε κάθε εντολή της. Η Νόρα είναι μια θλιμμένη
γυναίκα που την έχει κυριεύσει η απελπισία, δεν μπορεί να δει τη ζωή της δίπλα
σε ένα παιδί τόσο προβληματικό, προτιμάει να το δει νεκρό παρά να συνεχίζει
έτσι τη ζωή του. Οπότε, δέχεται κάθε ακραίο μέσο που η θεραπεία της Νανς απαιτεί,
διότι οι πρώτες προσπάθειες αποτυγχάνουν οικτρά, ο Νίχολ κυριολεκτικά
βασανίζεται αλλά οι δύο γυναίκες είναι πεπεισμένες ότι θα τον θεραπεύσουν
πιστεύοντας ότι δεν είναι ο Μίχολ αυτός που υποφέρει, αλλά ένα σώμα όπου μέσα
του κατοικούν ξωτικά, προσπαθούν λοιπόν με κάθε τρόπο να σκοτώσουν τα ξωτικά
φέρνοντας πίσω τον μικρό!
«Πόσο
κρυμμένη είναι η καρδιά, σκέφτηκε η Νανς. Πόσο φοβόμαστε μη μας δει κανείς όπως
είμαστε▪ και πόσο απελπισμένα το ποθούμε.»
Από
την αρχή του μυθιστορήματος, γίνεται σαφές ότι έχουμε την σύγκρουση δύο κόσμων,
της παραδοσιακής Ιρλανδίας των θρύλων και των παραδόσεων και της νέας
κατάστασης, μιας χώρας που προσπαθεί να «εκπολιτισθεί» με την πανίσχυρη
εκκλησία να θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η
συγγραφέας με μοναδική ικανότητα, θέτει τον αναγνώστη μπροστά σε διλήμματα και
ηθικούς προβληματισμούς, πρωτίστως με την ιστορία της Νανς, όπου εκείνη
παρουσιάζεται ως η γυναίκα που γνωρίζοντας κάποιες τεχνικές και ξεχωρίζοντας
από τις υπόλοιπες, είναι η «μάγισσα», η χρήσιμη αλλά επικίνδυνη επιλογή –
σκιαγραφείται δε, ως ένας άνθρωπος που δεν θέλει να κάνει κακό, ούτε να
καταραστεί αυτούς που την πολεμάνε, θέλει να θεραπεύει με τους αρχαίους τρόπους
που γνωρίζει, ο δε ιερέας παρουσιάζεται ως ένας αντιπαθής λογοτεχνικός ήρωας,
που όμως ουσιαστικά έχει δίκιο να είναι επιφυλακτικός και τελείως αντίθετος στα
μαντζούνια και στις δεισιδαιμονίες.
Κατά
δεύτερο λόγο δε, με την ιστορία της Νόρας όπου ναι μεν είναι η γυναίκα που έχει
χτυπηθεί από την μοίρα βλέποντας την κόρη της αρχικά και μετά τον σύζυγό της να
πεθαίνουν, από την άλλη είναι φανερή η πρόθεσή της να φτάσει την θεραπεία του
εγγονού της μέχρι τα άκρα διακινδυνεύοντας τον θάνατό του. Ο αναγνώστης παρακολουθεί
τις προσπάθειες των γυναικών και βρίσκεται συνεχώς μπροστά στο ερώτημα, μεταξύ
καλού και κακού σε όλη αυτή την ιστορία.
Όπως
και στα «Έθιμα ταφής», η Κεντ ασχολείται και εδώ με μια αγροτική κοινωνία και
τα έθιμά της, τις συνήθειές της. Σε αντίθεση με την βαριά και καταθλιπτική
(σκοτεινή) ατμόσφαιρα της Ισλανδίας, στο «Οι καλοί» έχουμε μια πιο «φωτεινή»
κοινωνία, περισσότερο εξωστρεφή όπου τα παραμύθια και τα στοιχεία της φύσης
παίζουν μεγάλο ρόλο. Τα ξωτικά και οι νεράιδες, τα δάση και τα ποτάμια, είναι
στην καθημερινότητα της μικρής κοινότητας που περιγράφεται στο βιβλίο. Και οι
δύο ιστορίες έχουν πολλή βία, η συγγραφέας εκμεταλλεύεται περιστατικά από δίκες
που είχαν απασχολήσει την κοινωνία της εποχής και το κάνει εξαιρετικά.
Η
Χάνα Κεντ με το ευφυές λογοπαίγνιο που κάνει με τον τίτλο του βιβλίου («Οι
Καλοί» είναι τα ξωτικά που υποτίθεται έχουν αρπάξει τον μικρό Μόχολ, αλλά είναι
και «οι καλοί άνθρωποι» με ότι και αν σημαίνει αυτό της μικρής κοινότητας),
ασχολείται με την ανάμιξη του παλιού με τον σύγχρονο κόσμο, την εισβολή του
«πολιτισμού» σε μια κοινωνία που δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί τις αλλαγές, τα
παγανιστικά έθιμα που κυριαρχούσαν στην Ιρλανδία (και είμαι σίγουρος σε κάποιες
περιοχές της είναι ακόμα ζωντανά). Δημιουργεί στέρεους λογοτεχνικούς χαρακτήρες
και στέκεται με τρυφερότητα στους χαρακτήρες των τριών ηρωίδων του βιβλίου της
(η νεαρή Μαίρη, η βοηθός της Νόρας δεν έχει μικρότερο ρόλο στο κείμενο, ενώ θα
καθορίσει ουσιαστικά τις εξελίξεις στην δίκη που κλείνει το βιβλίο), μεταφέρει
στον αναγνώστη ολοζώντανες τις αγωνίες και τα άγχη τους.
«Οι
Καλοί» είναι ένα έξοχο «page-turner» μυθιστόρημα, με υπέροχη ατμόσφαιρα, συναρπαστική
εξέλιξη, εξαιρετική απεικόνιση της εποχής, ζωντανούς χαρακτήρες και ωραίο ρυθμό.
Η Χάνα Κεντ έχει μεγάλη ικανότητα στην αφήγηση, είναι (σίγουρα) ένα μεγάλο
συγγραφικό ταλέντο και η ικανότητά της σε αυτό το είδος, του «γοτθικού»
μυθιστορήματος με κοινωνικές και αστυνομικές προεκτάσεις είναι ήδη δεδομένη,
δεν ξέρω αν μπορεί να τα καταφέρει εξίσου καλά σε μια πιο σύγχρονη μυθοπλασία,
αυτό είναι κάτι που θα το δούμε τα προσεχή χρόνια. Και αυτό το βιβλίο (όπως και
τα «Έθιμα ταφής») είναι μάλλον προορισμένο για κινηματογραφική ή τηλεοπτική
μεταφορά καθώς προσφέρεται από όποια πλευρά κι να το δει κανείς – αυτό δεν
είναι απαραίτητα κακό, είναι μια σύγχρονη πραγματικότητα με μεγάλα οικονομικά
οφέλη, ενδέχεται όμως να επηρεάσει κάποιες μελλοντικές συγγραφικές αποφάσεις.
Καλό είναι βέβαια να μη προτρέχουμε σε αυτές τις σκέψεις και να απολαύσουμε
αυτή την ωραία ιστορία.
Βαθμολογία
83 / 100