Τετάρτη, Μαΐου 27, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 27, 2015 | Permalink
Ή όλοι, ή κανείς
Δυναμικά εισέβαλλε στη νεοελληνική πεζογραφία, η Δέσποινα Μπάτρη (Αθήνα, 1970) με το πρώτο της βιβλίο, μια πολύ καλή (και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα) συλλογή διηγημάτων, με τίτλο "Ή ΟΛΟΙ Ή ΚΑΝΕΙΣ", (Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ.228). Το βιβλίο αποτελείται από 5 ζωντανές και ολόφρεσκες ιστορίες μεγάλης έκτασης που μοιάζουν να "αιωρούνται" μεταξύ διηγήματος και νουβέλας, ως η συγγραφέας να μην ήξερε ή να μην είχε αποφασίσει αν θα δώσει έκταση στα κείμενά της ή αν θα παραμείνει στην μικρή φόρμα.

Υπάρχει ένα ευδιάκριτο νήμα που συνδέει τις αξιοπρόσεκτες ιστορίες της Μπάτρη. Αυτό είναι τα ζεύγη των κεντρικών χαρακτήρων των διηγημάτων, όπου ο ένας είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο ή εκφράζει μια υπαρκτή κατάσταση και ο έτερος είναι ένα μυθοπλαστικό κατασκεύασμα. Οι ήρωες των ιστοριών παίρνουν μια απόφαση, άλλοτε στιγμιαία, άλλοτε κατόπιν σκέψης, να θυσιασθούν για χάρη κάποιου ή κάποιων άλλου/ων. Κάποιες φορές είναι οι συνθήκες που καθορίζουν την στάση του κεντρικού χαρακτήρα, άλλες φορές η προσωπικότητα του, οδηγεί στην αυτοθυσία.
Τα 4 από τα 5 διηγήματα εκτυλίσσονται εκτός του ελλαδικού χώρου, μόνο το πρώτο, με την έντονη αυτοβιογραφική χροιά διαδραματίζεται στην Ελλάδα, τα υπόλοιπα έχουν ως σκηνικό, την Βόρεια Αλβανία, την Αρμενία επί Σοβιετικού καθεστώτος, το Πακιστάν και τέλος την δράση ενός Ναζί αξιωματικού του Γερμανικού ναυτικού.


Στο πρώτο διήγημα "Ή όλοι, ή κανείς" που έδωσε και τον τίτλο στην συλλογή, ο υπαρκτός χαρακτήρας είναι ο Αριστοτέλης, ο οποίος παίρνει μια απόφαση ριψοκίνδυνη σε μια ακραία κατάσταση, με κίνδυνο να παρασύρει στον θάνατο τους συντρόφους του, για να γλυτώσει έναν σοβαρά τραυματισμένο, σε δεύτερο πλάνο η κόρη του, μια νεαρή γυναίκα σκέπτεται να αυτοκτονήσει, έχοντας μόλις γεννήσει νεκρό το παιδί της, ενώ στο συγκλονιστικό δεύτερο διήγημα (και καλύτερο της συλλογής), με τίτλο "Το ρολόι" μια γυναίκα σε ένα χωριό στην Βόρεια Αλβανία όταν πεθαίνει ο πατέρας της, επιλέγει να γίνει "άντρας" (σότα) για το υπόλοιπο της ζωής της και να προστατεύσει έτσι τις μικρότερες αδερφές της - ένα έθιμο που συνηθίζεται στα μέρη αυτά. Θυσιάζεται για το καλό των υπολοίπων της οικογένειάς της και αναλαμβάνει εκτός από την ηγεσία της οικογένειας και την υποχρέωση να ξεπλύνει το αίμα, να συνεχίσει την βεντέτα. Κάποια στιγμή, όμως σε ανύποπτο χρόνο, εμφανίζεται ένας άντρας στη ζωή της, τον ερωτεύεται, και πρέπει να αποφασίσει τι πορεία θα ακολουθήσει.

"...Κοκκίνισε. Την κερνάνε ρακή. Της στρίβουν τσιγάρο. Πρώτα απ' όλα πρέπει να βρεις ένα ρολόι" της λέει ο γεροντότερος. "Γίνεται αρσενικό χωρίς ρολόι; Φόρα του μακαρίτη του πατέρα σου. Τον φονιά. Πρέπει να τον φας. Σαν άντρας. Τις αδελφάδες σου. Να τις καλοπαντρέψεις. Το χωράφι. Να το οργώσεις. Όπλο. Σου πρέπει. Είσαι άντρας πια, τ' ακούς;"
Άντρας.
Έφυγε παραπατώντας. Η μυρωδιά του καμένου μαλλιού δεν είχε ακόμη φύγει από τα ρουθούνια της. Άνοιξε την πόρτα του πέτρινου πατρικού. Οι αδελφές της θρηνούσαν τη μοίρα τους γύρω από το σβησμένο μαγκάλι. Βλέπουν τα άτσαλα κομμένα κοντά της μαλλιά. Τα χνότα της βρομούσαν ρακή και τσιγάρο. Τα χάσανε. Άρχισαν να σκούζουν περισσότερο. Να μοιρολογάνε διπλά. "Ράψτε μου μια βράκα και μια πουκαμίσα. Σηκωθείτε". Έβγαλε το βυσσινί φουστάνι και φόρεσε τα ρούχα του πατέρα. Είχαν ακόμη πάνω τους σκούρους λεκέδες. Όσο και να τα πλένανε, το αίμα δεν έφευγε εντελώς. Κρατούσε στα χέρια το παλιό της ρούχο ώρα. Είπε να το ρίξει στο τζάκι, μα δεν της πήγαινε το χέρι. Σηκώνεται μπροστά στις αδελφάδες της και το καταχωνιάζει στον πάτο του μπαούλου. Καμιά τους δεν τόλμησε να το πειράξει όλα τα χρόνια που ακολούθησαν. Από κείνη τη μέρα πιάτο δεν ξανάπλυνε. Ούτε έραψε ούτε έστρωσε τραπέζι. Αυτά είναι για τις γυναίκες. Κι αυτή δεν πια γυναίκα.
Γυναίκα. " ("Το ρολόι")

Στην τρίτη ιστορία με τίτλο "Η κουκκίδα", το υπαρκτό πρόσωπο είναι ο ολυμπιονίκης κολυμβητής Σαβάρς Καραπετιάν και η κίνηση αυτοθυσίας που έκανε το 1976 σώζοντας δεκάδες ζωές όταν ένα λεωφορείο έπεσε σε μια λίμνη. Από αυτή του την ενέργεια ο Καραπετιάν αναγκάστηκε λόγω των πολλαπλών σοβαρών τραυμάτων να διακόψει την καριέρα του. Την σκηνή παρακολουθεί ένας υποψήφιος αυτόχειρας, ο οποίος ματαιώνει το σχέδιό του καθώς το ατύχημα και η μεγαλειώδης ηρωική πράξη εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του.
Το τέταρτο διήγημα της συλλογής, είναι το εντυπωσιακό "Η φωτογραφία της νύφης", που εκτυλίσσεται σε ένα χωριό του Πακιστάν και το οποίο ξεκινάει με μια σοκαριστική σκηνή λιθοβολισμού μέχρι θανάτου, μιας "ξεδιάντροπης" για τα ήθη κι έθιμα της περιοχής κοπέλας. Οι τέσσερις γυναίκες, που πρωτοστατούσαν στην εκτέλεση, μαζί και η μικρότερη αδερφή τους, επιστρέφουν σπίτι τους όπου ζουν σε συνθήκες απόλυτης ένδειας μαζί με τον πατέρα τους. Οι μεγαλύτερες αδερφές επιλέγουν την θυσία για να μπορέσει η μικρότερη αδερφή τους (και πιο αθώα) να παντρευτεί, να ξεφύγει από την μοίρα της οικογένειας.
Το βιβλίο κλείνει με την ιστορία του Χανς Λάνγκστορφ, καπετάνιου της ναυαρχίδας του Γερμανικού πολεμικού ναυτικού την δεκαετία του 30, του περίφημου θωρηκτού Γκραφ Σπέε. Το διήγημα έχει τίτλο "Αν δεν πολεμήσεις, σημαίνει ότι ηττήθηκες;" και αφηγείται την κρίσιμη απόφαση που πήρε ο Λάνγκστορφ να βουλιάξει το πολιορκημένο από εχθρικά πλοία, Γκραφ Σπέε όταν συνειδητοποίησε ότι μια μάχη θα καταδίκαζε σε θάνατο χιλιάδες συμπατριώτες του και αιχμαλώτους που επέβαιναν στο πλοίο. Παρακολουθούμε την συνειδησιακή μάχη του ήρωα του διηγήματος, ο οποίος τις ίδιες ώρες διαβάζει τα ανεπίδοτα γράμματα που έχει στείλει μια σαλεμένη μάνα ενός ναυτικού που έχει χάσει τη ζωή του.

Οι ιστορίες της Μπάτρη (που αδικούνται από την επιλογή του pop εξωφύλλου, το οποίο παραπέμπει σε άλλο είδος γραφής), σκληρές και με την έννοια του θανάτου, της αυτοκτονίας και της αυτοθυσίας να τις διαπερνάει, αφήνουν στο τέλος τους μια νότα αισιοδοξίας και ελπίδας, ενώ η μνήμη και το παρελθόν των ηρώων είναι διαρκώς παρόντα με αναδρομές στον χρόνο. Η θέση της γυναίκας στον κόσμο, από τον "πολιτισμένο" μέχρι τις εσχατιές της Ασίας τονίζεται συνεχώς και ο κοινωνικός προβληματισμός δεν χρησιμεύει για να καταδείξει κάτι αλλά λειτουργεί υπαινικτικά και με ακρίβεια.

Δεν είναι όλα τα διηγήματα στο ίδιο ύψος. Τα καλύτερα της συλλογής είναι αναμφισβήτητα, το "Ρολόι" και "Η κουκκίδα" τα οποία είναι εξαιρετικά, και βρίσκονται σε ένα ανώτερο επίπεδο από τα υπόλοιπα. Γενικότερα όμως θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Δέσποινα Μπάτρη έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα να δημιουργεί στέρεους χαρακτήρες που βρίσκονται στα όριά τους, και επιτυγχάνει απόλυτα στην δημιουργία ατμόσφαιρας και ρυθμού. Η ανομοιογένεια στο γλωσσικό ύφος είναι ένα πρόβλημα αλλά μάλλον οφείλεται στην διαφορετικότητα του κάθε διηγήματος, χρονικά και θεματικά. Στην συγγραφέα (δείχνει να) "πηγαίνει" περισσότερο, η νουβέλα και το μυθιστόρημα και θα πρέπει να δοκιμαστεί και σε αυτά τα πλαίσια για να έχουμε καλύτερη εικόνα.
Πάντως το πρώτο δείγμα είναι ιδιαιτέρως ικανοποιητικό, δεν θυμίζει σε τίποτα πρωτόλειο και είναι μια ένδειξη ότι έχουμε μπροστά μας μια "έτοιμη" και ικανότατη συγγραφέα. Αναμένω την συνέχεια της πορείας της με μεγάλο ενδιαφέρον.

__________________________________________________

Ακούστε την συζήτηση με την συγγραφέα Δέσποινα Μπάτρη γύρω από το βιβλίο της "Ή όλοι, ή κανείς" στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks@Amagi radio στο podcast που παραθέτω παρακάτω. Η συζήτηση ξεκινάει την δεύτερη ώρα της εκπομπής.

 
Τετάρτη, Μαΐου 20, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 20, 2015 | Permalink
"Ο πλανήτης των νεκρών"
Είναι ένα μυθιστόρημα – έκπληξη, ο υπέροχος «ΑΘΟΣ Ο ΔΑΣΟΝΟΜΟΣ», (Εκδ. Ροδακιό, σελ.279), της έμπειρης (αλλά ιδιαίτερα χαμηλότονης) συγγραφέως Μαρίας Στεφανοπούλου, ένα βιβλίο ελεγειακό και στοχαστικό που θίγει ένα ευαίσθητο θέμα της ελληνικής ιστορίας, της σφαγής των Καλαβρύτων κατά την διάρκεια του Γερμανικής κατοχής, ένα τραγικό γεγονός, για το οποίο πολλή κουβέντα έχει γίνει αλλά ελάχιστη ανάλυση.


Ο Άθος γεννιέται και μεγαλώνει στην Ευρυτανία, σπουδάζει Δασονόμος στην Δασοκομική σχολή της Βυτίνας στην Πελοπόννησο, όπου με το πέρας των σπουδών του γνωρίζει την Μαριάνθη, με την οποία παντρεύονται. Διορίζεται (αναλαμβάνει) στο Δασαρχείο Καλαβρύτων λίγο πριν τον πόλεμο, όπου και εγκαθίσταται με την οικογένειά του η οποία είναι ήδη τετραμελής, καθώς με την Μαριάνθη έχουν ήδη δύο παιδιά, τον Γιάννο και την Μαργαρίτα.
Στις 13 Δεκεμβρίου του ’43, οι Γερμανοί εκτελούν ως αντίποινα για τον θάνατο περίπου 80 στρατιωτών από τους αντάρτες της περιοχής, όλον τον ανδρικό πληθυσμό των Καλαβρύτων σε ένα χωράφι στα όρια της πόλης. Ο Άθος και ο μικρός του γιός Γιάννος, ένα παιδί μόλις 12 ετών που δεν ήθελε να αφήσει μόνο τον πατέρα του, θα είναι μέσα στους εκτελεσμένους. Οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά που είναι κλεισμένα στο σχολείο για να μη δουν την εκτέλεση, θα γλυτώσουν στην πλειοψηφία τους, μετά την φωτιά που έβαλαν οι Γερμανοί σε όλο το χωριό (και στο σχολείο), η Μαριάνθη και η κόρη της η Μαργαρίτα, θα φύγουν από το χωριό μετά τα γεγονότα αναζητώντας την τύχη τους στην Αθήνα.

13 άνθρωποι θα γλυτώσουν από την χαριστική βολή των Γερμανών, μέσα σ’αυτούς και ο Άθος, ο οποίος θα ξεφύγει από την φρίκη, περπατώντας μέσα στο χιόνι και πηγαίνοντας στο δάσος, αδυνατώντας να θυμηθεί το παραμικρό, η μνήμη του θα επανέλθει μερικά χρόνια αργότερα όταν μια βόμβα θα εκραγεί δίπλα του κατά την διάρκεια του Εμφυλίου. Θα συνεχίσει να ζει σε μια καλύβα στο δάσος, παρέα για αρκετά χρόνια με έναν Γερμανό γιατρό τον Κουρτ, ο οποίος ήταν κι αυτός ένας από τους διασωθέντες της άλλης πλευράς όμως και, που αποφάσισε να μείνει στην Ελλάδα την οποία είχε αγαπήσει. Οι δυο τους κατά την διάρκεια του εμφυλίου, φροντίζουν το δάσος, περιθάλπουν τραυματίες, μαζεύουν τους νεκρούς κι από τα δύο στρατόπεδα. Μετά τον εμφύλιο, ο Άθος συνεχίζει να ζει στο δάσος απομονωμένος από τον «πολιτισμό» ώσπου έρχεται και τον βρίσκει η εγγονή του, η Λευκή, η κόρη της Μαργαρίτας, η οποία γιατρός πλέον επιλέγει να εργαστεί στο νοσοκομείο των Καλαβρύτων, να «γνωρίσει» και να «καταλάβει» τον Άθο.

«Την πρώτη ώρα που κοιμήθηκα στην καλύβα του Άθου είδα ένα όραμα. Πως βρισκόμουν, λέει, στο ξέφωτο ενός δάσους και γύρω μου υψώνονταν πανύψηλες σημύδες που οι κορφές τους άστραφταν στη λάμψη του χιονιού. Στο μισό δάσος ήταν χειμώνας και στο άλλο μισό, από την απέναντι μεριά του ξέφωτου, καλοκαίρι. Αντίκρυ, ένας πορφυρός ήλιος χρύσωνε τα λεπτόσχημα ευγενικά δέντρα, που το αιθέριο μήκος τους δίνει ελπίδες σε όσους λαχταρούν ανατάσεις σε ουράνια πεδία. Απόρησα με το διχασμένο τούτο φως και αναζήτησα στο τοπίο τις σκιές τους, ήταν άραγε θερμές ή παγωμένες; Τότε είδα στη μέση στο ξέφωτο μια στρογγυλή λίμνη από ξύλα. Εκατοντάδες κομμένοι κορμοί δέντρων στο μέγεθος του ανθρώπινου σώματος σχημάτιζαν κύκλο, πολλούς ομόκεντρους κύκλους, τοποθετημένοι ξαπλωτοί ο ένας πλάι στον άλλο, οριζόντιοι στην περιφέρειά και όσο πλησίαζαν στο κέντρο τους κάθετοι, σχηματίζοντας σ’εκείνο το τυφλό κεντρικό σημείο μια θαλάσσια, θα’λεγες, δίνη, σαν να υπήρχε εκεί μια τρύπα που τα ρουφούσε όλα. Χορτάρι, πριονίδια και βρύα σπαρμένα ανάμεσα στους κορμούς τους κρατούσαν ενωμένους και συμπαγείς, σαν να είχαν φυτρώσει έτσι όλοι μαζί συγχρόνως, πλαγιασμένοι και κολλητά ο ένας με τον άλλο. Σκοτωμένοι, κι άλλοι σκοτωμένοι, κι άλλοι κι άλλοι, σκέφτηκα, τους ρουφάει η γη, το χώμα άπληστο δε χορταίνει αίμα και σάρκα. Άνοιξα τότε τα μάτια και είδα μπροστά μου, πίσω απ’το κλειστό τζαμάκι του παραθυριού, μια πελώρια σφαίρα στον κυανόμαυρο ουρανό. Δεν ήταν ήλιος ούτε φεγγάρι. Κάποιος μου ψιθύρισε στ’αυτί, εκείνη τη στιγμή, ότι η σφαίρα αυτή ήταν ένας νέος πλανήτης που πλησίαζε τη γη, ένα καφεκόκκινο ουράνιο σώμα που εμφανιζόταν συνήθως λίγο πριν το χάραμα, την ώρα του λύκου: ήταν ο πλανήτης των νεκρών.»

Έχει όμως γλυτώσει ο Άθος από την μαζική εκτέλεση; Η συγγραφέας επιλέγει να κινηθεί μυθοπλαστικά μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας. Ο βασικός αφηγητής είναι η Λευκή και υποτίθεται ότι διαβάζουμε τις σημειώσεις της αλλά στο πολυφωνικό βιβλίο της Στεφανοπούλου, παρακολουθούμε την ιστορία μέσα από τις αφηγήσεις, τις φωνές των γυναικών της οικογένειας, την αφήγηση του Κουρτ, μιας φιλάνθρωπης Γερμανίδας, μιας αντάρτισσας και τέλος της κόρης της Λευκής, της Ιοκάστης που ολοκληρώνει την ιστορία. Ο Άθος είναι το Δάσος, η Φύση απέναντι στην βαρβαρότητα του πολιτισμένου κόσμου, αντιπροσωπεύει την φωνή της λογικής, του Καλού απέναντι στο Κακό που μας περιβάλλει. Κανείς δεν τον αγγίζει, κανείς δεν τον πειράζει καθώς αρνείται να ενταχθεί στην κοινωνία μετά από την τραγική του εμπειρία. Θεωρεί την ιστορία των Καλαβρύτων ένα στυγερό έγκλημα και όχι μια θυσία όπως πιστεύει η επίσημη ιστορία των γεγονότων.

Εδώ είναι και το κομβικό σημείο της θέσης της συγγραφέως, αιρετική αλλά όχι λανθασμένη. Μέσω του ήρωά της, εκφράζει την άποψη ότι η σφαγή των Καλαβρύτων ήταν ένα στυγερό και αποτρόπαιο έγκλημα αλλά όχι μια θυσία, η οποία έχει μια θρησκευτική έννοια. Εγκλήματα που έγιναν υπερβολικά πολλά σε παγκόσμια βάση κατά την διάρκεια αυτού του αποτρόπαιου πολέμου αλλά θυσίες (με την θρησκευτική έννοια του όρου, που ίσως είναι και η μοναδική) όχι. Η μαζική σφαγή των Καλαβρύτων, κατά τον Άθο, ήταν ένα φριχτό έγκλημα.

Πυκνογραμμένο και με εξαιρετική γλώσσα το πολυφωνικό και βαθιά ανθρωπιστικό μυθιστόρημα της Στεφανοπούλου, περιγράφει μια υπέροχη ιστορία με κινηματογραφική ανατροπή. Δεν λείπουν βέβαια και κάποια περιττά στοιχεία που δεν βοηθάνε την εξέλιξη της ιστορίας, όπως το επεισόδιο με τον μικρό Μαρσέλο – μια ιστορία μέσα στην ιστορία – που δείχνει ξεκάρφωτο και τελείως αυτόνομο, ως εγκιβωτισμένο μέσα στην πλοκή. Ουσιαστικά όμως αυτό δεν έχει καμία σημασία, αφού, εκείνο που μετράει είναι το ελεγειακό ύφος και η σημασία της οικογενειακής μνήμης, που το βάρος της καθορίζει την ύπαρξή μας.

Το μυθιστόρημα υπαρξιακό και στοχαστικό, είναι γεμάτο εικόνες και με πολύ έντονη την μυρωδιά του δάσους, της φύσης. Ο «Άθος, ο δασονόμος» είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό βιβλίο (και μια πολύ φροντισμένη και άρτια αισθητικά έκδοση από το «Ροδακιό»), που προτρέπει σε σκέψεις και προβληματισμό, στοιχεία που λείπουν από την σύγχρονη εγχώρια παραγωγή.

« «Θέλετε ν’αλλάξετε τον κόσμο, την κοινωνία;» μας ρώτησε ένα βράδυ εκεί που καθόμασταν στο αρχονταρίκι κι ό,τι είχαμε αποφάει. «Εγώ θέλω ν’αλλάξει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος μόνος, ως άτομο απέναντι στον εαυτό του, και τούτο κρίνεται από τη στάση του απέναντι στα ζώα και στη φύση. Όταν σέβεσαι ένα δέντρο ή έναν σκύλο πιο πολύ από τη σημαία του κόμματος, τότε μπορείς να προσφέρεις περισσότερα στην ανθρωπότητα απ' ότι χιλιάδες φανατισμένοι διαδηλωτές που ανεμίζουν, κραυγάζοντας συνθήματα, αυτό το κόκκινο πανί με το σφυροδρέπανο. Ο κομμουνισμός θα περάσει στην ιστορία ως η δύναμη που νίκησε το φασισμό. Αλλά ύστερα απ'αυτό, τι νόημα πια θα έχει; Τη δικαιοσύνη που επικαλείται πως θα την εφαρμόσει στις κοινωνίες, αφού μόνο εξέγερση, αντίσταση και πόλεμο ξέρει να κάνει; Πως θα χτίσει εν ειρήνη, όταν χρειάζεται να εξολοθρεύει όσους δεν τον ασπάζονται, τους διαφορετικούς; Δεν αποδεικνύουμε την πίστη μας σε μιαν ιδέα καίγοντας ανθρώπους, αλλά όταν φλεγόμαστε εμείς για χάρη της.» »

______________________________________________________


Παρακολουθήστε την συζήτησή μου με την συγγραφέα Μαρία Στεφανοπούλου, στα πλαίσια της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 16/5. Η κουβέντα μας αρχίζει μετά την πρώτη ώρα, όπου ακούγονται μικροδιηγήματα από την συλλογή "Ιστορίες Μπονζάι" που ανθολογούν η Η.Νικοπούλου και ο Γ.Πατίλης. Καλή ακρόαση.

 
Πέμπτη, Μαΐου 14, 2015
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 14, 2015 | Permalink
Γυναίκα με ποδήλατο
Ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας Νικόλας Σεβαστάκης (Καρλόβασι, Σάμου 1964), με το σημαντικό και πολυεπίπεδο έργο στο φιλοσοφικό δοκίμιο και στην πολιτική θεωρία, μεταφέρει την ευαισθησία και τον βαθύ ανθρωπισμό του δοκιμιακού του λόγου στην λογοτεχνία ομολογουμένως εξαιρετικά αλλά και λυρικότατα, με την θαυμάσια συλλογή διηγημάτων του «ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΠΟΔΗΛΑΤΟ» (Εκδ.Πόλις, σελ228), φθάνοντας σε μια μεγαλύτερη μερίδα αναγνωστών που αγνοούσαν το πολυποίκιλο συγγραφικό του έργο.


32 διηγήματα απαρτίζουν την συλλογή αυτή, τα περισσότερα μικρής φόρμας, όπου διακρίνεται μια νοσταλγική διάθεση και ένας εξομολογητικός τόνος στο ύφος. Σάμος, Αθήνα, Λυών, Θεσσαλονίκη, οι τόποι μεταμορφώνονται σ’αυτήν την περιπλάνηση στον χώρο και στον χρόνο, το νησί των παιδικών και εφηβικών χρόνων με τα παιχνίδια, τις πλάκες, τις φάρσες, τις μικροπαραβιάσεις της καθημερινότητας και την παρατήρηση των διάφορων τύπων, στο αστικό σκηνικό με τον πολύ κόσμο, τις τράπεζες, τα λεωφορεία, τα μπαρ.

Ο υπαρξιακός τόνος είναι εμφανής και διαπερνάει την συλλογή από το πρώτο έως το τελευταίο διήγημα. Άνθρωποι κουρασμένοι, ηττημένοι, απογοητευμένοι με την διεισδυτική ματιά του συγγραφέα να στέκεται στις λεπτές αποχρώσεις, στα βλέμματα, στις σιωπές. Η μουσικότητα της γραφής είναι ευδιάκριτη όπως και η ποιητικότητα με μια αβεβαιότητα, μια αδιόρατη αίσθηση ανολοκλήρωτου των ιστοριών, όπου το ερώτημα αφήνεται να αιωρείται – ένα παιχνίδι με τον αναγνώστη που μπορεί να συνεχίσει εκείνος την ιστορία, να δώσει τον υποκειμενικό του τόνο σ’αυτήν, μια εφαρμογή του λεχθέντος από τον Μπόρχες, ότι «ο αναγνώστης γράφει την ιστορία».

«Στο μικρό βασίλειο των φανατικών της ανάγνωσης κινούνται, ως γνωστό, δυο κατηγορίες ανθρώπων: οι ψυχαναγκαστικοί και οι αδηφάγοι. Οι πρώτοι κατατρύχονται διαρκώς από την αγωνία μη φανούν ασυνεπείς, μην παρατήσουν τον αγώνα στη μέση. Οι άλλοι, αντίθετα, πέφτουν με τα μούτρα σε πολλά διαβάσματα αναστατώνοντας το μυαλό τους με διαφορετικά φίλτρα και μυρουδιές, ενώ σκορπίζουν γύρω τους αποφάγια και συχνά ολόκληρα πιάτα ανέγγιχτα. Οι πρώτοι υπακούν σε όλη τους τη ζωή στην επιθυμία της μητέρας να τρώνε όλο το φαγητό τους, ακόμα και όταν αισθάνονται πια χορτασμένοι και αηδιασμένοι. Οι δεύτεροι ζουν με τη σπατάλη και τρέχουν από βιβλίο σε βιβλίο χωρίς υπομονή, χωρίς τάξη και συνοχή.»
Αναγνώστης ένα πρωί στο κέντρο της πόλης»)

Η βιβλιοφιλία και η μουσική είναι παρούσες σχεδόν σε όλα τα διηγήματα, ενώ στην υπέροχη ιστορία «Η μουσική της αναχώρησης», ο συνδυασμός και των δύο ανωτέρω στοιχείων καθορίζει αυτό το διήγημα-διαμάντι, όπου ο Ζέμπαλντ συναντάει τον Γιαν Γκαρμπάρεκ και το Άουσβιτς τους Chills, ενώ σε ένα άλλο εξαίσιο διήγημα, την «Γυναίκα με ποδήλατο» (το ομώνυμο της συλλογής αυτής), η γυναίκα που διασχίζει την μικρή πόλη του νησιού με το ποδήλατό της, αδιάφορη στα βλέμματα των συμπολιτών της, να ερωτεύεται και να απογοητεύεται, μια ιστορία με το άρωμα και την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής που φέρνει στο νου συνειρμούς κινηματογραφικούς.

Διηγήματα σουρεαλιστικά, νοσταλγικά, τρυφερά, κάποια φανερά αυτοβιογραφικά, άλλα με μυθοπλασία, βαθιά φιλοσοφικά, σε όλα υπάρχει η αίσθηση της μελαγχολίας και της επίδρασης του χρόνου. Αν ήταν μυθιστόρημα, θα λέγαμε ότι είναι ένα καθαρό «μυθιστόρημα μαθητείας».

«Έλληνας μικροαστός διανοούμενος με ροπή στην μελαγχολική αδηφαγία» αυτοχαρακτηρίζεται ο συγγραφέας σε μια πρόταση κάποιας από τις ιστορίες του. Η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός υπάρχουν έντονα στη συλλογή αυτή, που σ’αφήνει με μια ωραία γεύση στο στόμα. Πυκνότητα στη γραφή, και, λεπτότητα αισθημάτων, χαρακτηρίζουν τη "Γυναίκα με το ποδήλατο" αλλά πρώτιστα, η ανάγνωση των διηγημάτων απαιτεί την εγρήγορση του αναγνώστη, την συμμετοχή του αλλά και την καθαρότητα του πνεύματός του. Η συλλογή διηγημάτων του Σεβαστάκη, στοχαστική και πνευματώδης είναι ένα άψογο λογοτεχνικό στολίδι και συνάμα ένα υπέροχο ταξίδι των αισθήσεων.


«Ήταν ευτυχισμένος όταν έβρισκε την ευκαιρία να επαναλάβει κάτι μέχρι να το κατακτήσει· πιο σωστά, μέχρι να το εγκαταλείψει προσωρινά για να το ξανασυναντήσει σε έναν άλλο, μακρινότερο καιρό, σε μια διαφορετική ηλικία. Για πολλούς ανθρώπους η ευτυχία βρίσκεται στα κρεσέντο, στο ασυνεχές μεταξύ διαφορετικών εμπειριών και στην ικανότητα ταχύρρυθμης λήθης. Σε μια τέτοια περίπτωση η επανάληψη ενός πράγματος λογαριάζεται αρχή της φθοράς, της μουντής στασιμότητας. Για κείνον ωστόσο ήταν – όχι πάντα, αλλά αρκετά συχνά – πηγή μιας έντονης απόλαυσης ξεδιπλωμένης κάτω από το χελωνίσιο καύκαλο της ρουτίνας. Η επανάληψη αποκάλυπτε έτσι την κρυμμένη ανθηρή και γευστική της πλευρά. Το να ξεγελάει μια ρουτίνα – όχι να του την καταστρέφουν οι άλλοι – αυτή ήταν η δική του αίσθηση ελευθερίας.»
(«Το ίδιο, ξανά και ξανά»)




 
Τετάρτη, Μαΐου 06, 2015
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 06, 2015 | Permalink
"Όπως γκρεμίζεται ουρλιάζοντας μια πόλη"
Όπως στο αριστούργημα του Προυστ, "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο", αρκεί η γεύση μιας μαντλέν να ενεργοποιήσει την μνήμη, έτσι και στον αφηγητή του θαυμάσιου μυθιστορήματος «Ο ΗΧΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΟΤΑΝ ΠΕΦΤΟΥΝ» («El ruido de las cosas al caer»), (Εκδ.Ίκαρος, (εξαιρετική) μετάφρ. Αχ.Κυριακίδη, σελ.294), του Κολομβιανού συγγραφέα Juan Gabriel Vasquez (Μπογκοτά,1973), η εξόντωση ενός ιπποτάμου (ο οποίος εκινείτο έξω από τα όρια του παρηκμασμένου και εγκαταλειμμένου ζωολογικού κήπου, που είχε φτιάξει σαν ένα είδος Ντισνειλαντ ο διαβόητος μεγαλέμπορος ναρκωτικών Εσκομπάρ την δεκαετία του 90), είναι ένα γεγονός που τον κάνει να θυμηθεί μια σειρά από μοιραία συμβάντα που του άλλαξαν τη ζωή, κάποια χρόνια πριν.

Τα γυρίσματα της τύχης (ή της μοίρας) όπως το παραπάνω, καθορίζουν τη ζωή του καθηγητή της Νομικής  Αντόνιο Γιαμάρα, ο οποίος 14 χρόνια πριν από το 2009 (δηλαδή το 1995), γνώρισε τον Ρικάρδο Λαβέρδε, μέσα σε ένα μπιλιαρδάδικο που σύχναζε. Ο Λαβέρδε είχε μόλις αποφυλακιστεί μετά από πολυετή κάθειρξη και του συστήθηκε ως πιλότος αεροσκαφών. Δεν μιλάει πολύ και αποπνέει ένα μυστήριο που για τον νεαρό (και ελαφρώς αποσυντονισμένο) τότε Γιαμάρα είναι πολύ γοητευτικό. Κάποια στιγμή του λέει ότι περιμένει την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Μπογκοτά, που έχει να τον δει απο τότε που καταδικάστηκε σε φυλάκιση και  η οποία έρχεται με το αεροπλάνο από το Μαϊάμι. Η πτήση όμως συντρίβεται λίγο πριν προσγειωθεί στην Κολομβιανή πρωτεύουσα ενώ κι ο ίδιος ο Λαβέρδε λίγες μερες αργότερα, θα πέσει νεκρός από τα πυρά δυο επιβαινόντων σε μια μοτοσυκλέτα. Ο Γιαμάρα που τον συνοδεύει θα τραυματιστεί άσχημα σωματικά αλλά περισσότερο ψυχολογικά από την επίθεση αυτή. Θα βγει από την κλινική ένας διαφορετικός άνθρωπος, και ο γάμος του (κυρίως λόγω μιας αναπάντεχης εγκυμοσύνης και της γέννησης ενός παιδιού) με μια φοιτήτριά του, θα αρχίσει να κλυδωνίζεται.

Ο Γιαμάρα έχει εφιάλτες και ξέρει ότι δεν θα ησυχάσει αν δεν βρει τον λόγο που δολοφονήθηκε ο Λαβέρδε, για τον οποίο συνειδητοποιεί ότι δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα. Όταν όμως λαμβάνει στον τηλεφωνητή του ένα μήνυμα από την κόρη του Λαβέρδε, της οποίας την ύπαρξη αγνοούσε, που τον προσκαλούσε σε ένα κτήμα μερικές ώρες από την Μπογκοτά, θα δεχθεί αμέσως την πρόσκληση. Η γνωριμία του με την Μάγια Φριτς, την κόρη του Λαβέρδε, η οποία θεωρούσε τον πατέρα της χαμένο από τις αρχές της δεκαετίας του 70, θα τον οδηγήσει σε ένα απρόσμενο ταξίδι ανακάλυψης μιας τραγικής οικογενειακής ιστορίας που είναι ταυτόχρονα και μια ιστορία της Κολομβίας  αλλά και ένα ταξίδι αυτογνωσίας και εσωτερικής αναζήτησης.

«Η ενηλικίωση φέρνει μαζί της την καταστροφική ψευδαίσθηση του αυτοελέγχου, ίσως δε να εξαρτάται κι απ' αυτήν. Εννοώ την αυταπάτη ότι εξουσιάζουμε τη ζωή μας, που μας επιτρέπει να νιώθουμε ενήλικες, καθότι συναρτάμε την ωριμότητα με την αυτονομία, το κυρίαρχο δικαίωμα να καθορίζουμε τι θα μας συμβεί μετά. Η απομάγευση έρχεται αργά ή γρήγορα, αλλά πάντα έρχεται, δεν είναι ασυνεπής στο ραντεβού, ποτέ δεν ήταν. Όταν έρχεται, τη δεχόμαστε χωρίς πολλή έκπληξη, γιατί κανένας που έχει ζήσει αρκετά δεν μπορεί να ξαφνιαστεί με τη διαπίστωση ότι η ζωή του έχει διαμορφωθεί από μακρινά γεγονότα και ξένες βουλήσεις, με ελάχιστη ή μηδαμινή συμβολή των δικών του αποφάσεων. Αυτές οι μακρές διαδικασίες που συναντάμε στη ζωή μας – πότε για να της δώσουν την ώθηση που χρειάζεται, πότε για να κάνουν θρύψαλα τα πιο λαμπρά μας σχέδια – τείνουν να μένουν κρυφές σαν υπόγεια ρεύματα, σαν ανεπαίσθητες μετατοπίσεις τεκτονικών πλακών, κι όταν τελικά γίνει ο σεισμός, επικαλούμαστε τις λέξεις που έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε για να εφησυχάζουμε: ατύχημα, σύμπτωση, καμιά φορά και  μοίρα. Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια αλυσίδα συγκυριών, ένοχων σφαλμάτων ή ατυχών αποφάσεων, οι συνέπειες των οποίων με περιμένουν στη γωνία· και παρ’ όλο που το ξέρω, παρ’ όλο που έχω τη δυσάρεστη βεβαιότητα ότι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν και θα με επηρεάσουν, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να τα αποτρέψω. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να καταπολεμήσω τις συνέπειές τους: να ελαχιστοποιήσω τις ζημιές, να μεγιστοποιήσω τα οφέλη. Το ξέρουμε, το ξέρουμε πολύ καλά· παρ’ όλα αυτά, πάντα τρομάζουμε όταν κάποιος μας αποκαλύπτει αυτή την αλληλουχία που μας έχει διαμορφώσει, κι είναι πάντα ανησυχητικό να διαπιστώνουμε, όταν άλλος είναι αυτός που μας τον αποκαλύπτει, τον ελάχιστο ή μηδαμινό έλεγχο που ασκούμε στην ίδια την εμπειρία μας.»

Το βιβλίο του Βάσκες, σε πρώτο επίπεδο έχει την δομή ενός ψυχολογικού θρίλερ αλλά είναι το δεύτερο και τρίτο επίπεδο που δίνει τον τόνο στην ιστορία. Ο συγγραφέας περιγράφει την δεκαετία του 1990 στην Κολομβία και τον πόλεμο των ναρκωτικών μεταξύ των μεγαλεμπόρων και της κυβέρνησης, τον φόβο που επικρατούσε στην Μπογκοτά με τις συνεχείς δολοφονίες, τον τρόμο που διέσπειραν τα ΜΜΕ με τους μεγάλους και πομπώδεις τίτλους, την ανασφάλεια στον κόσμο. Ο αφηγητής Γιαμάρα και η Μάγια Φριτς (η κόρη του Λαβέρδε) που ζει τελείως απομονωμένη ασχολούμενη με τα μελίσσια της, μέσα από την γνωριμία τους, θα διερευνήσουν το οικογενειακό παρελθόν τους, τις εμπειρίες τους που όπως διαπιστώνουν σε κάποια πράγματα ήταν κοινές. Ψάχνουν μέσα από ατελείωτες συζητήσεις και αναμνήσεις , να βρουν την ταυτότητά τους, κουβαλώντας τα τραύματα της παιδικής τους ηλικίας, με την ιστορία του Λαβέρδε - του οποίου η φυσιογνωμία κυριαρχεί πάνω στην ιστορία - να αντιπροσωπεύει την ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς.

«Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν», είναι επίσης ένα βιβλίο για την ιστορία μιας πόλης, μιας χώρας. Η κοσμοπολίτικη Μπογκοτά που βυθίζεται στο σκοτάδι, μια πόλη απομακρυσμένη, σχεδόν κρυμμένη, δύσκολο να φθάσεις εκεί, ακόμα πιο δύσκολο να την εγκαταλείψεις. Μια πόλη γοητευτική και πλανεύτρα που αλλάζει συνεχώς, που μεταβάλλεται. Ο Αμερικάνικος παράγοντας, οι μεγαλέμποροι των ναρκωτικών, οι διεφθαρμένες κυβερνήσεις, όλα αυτά που διαβάσαμε και στο έξοχο «35 νεκροί» του Άλβαρες, είναι κι εδώ παρόντα, περισσότερο υπαινικτικά και ουσιώδη.


Το παρελθόν αναμειγνύεται συνεχώς με το παρόν και το γενικό με το ατομικό στην σαγηνευτική αφήγηση του Βάσκες, σε ένα βιβλίο που δεν έχει τόση σημασία η δράση, τα τεκταινόμενα όσο η μαγεία του λόγου, του ύφους. Ο (άγνωστος μας στην Ελλάδα) Κολομβιανός (του οποίου το προηγούμενο βιβλίο "Οι Πληροφοριοδότες" που θα εκδοθεί πολύ σύντομα στη χώρα μας, είχε δημιουργήσει μεγάλη αίσθηση κυρίως στον Αγγλόφωνο κόσμο), αποδεικνύεται στυλίστας μεγάλου εύρους. Στην γραφή του θα αναγνωρίσουμε επιρροές από την Αγγλοσαξωνική λογοτεχνική παράδοση, Κόνραντ, Σ.Μπέλοου, Όστερ ενώ είναι πλησιέστερα στο ύφος των Κορτάσαρ, Μπόρχες (κυρίως) και του Μπολάνιο παρά του μεγάλου συμπατριώτη του, Γκ.Γκ.Μάρκες. Ένας συγγραφέας που θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον.


«Η Κολομβία παράγει φυγάδες, αυτό είν'αλήθεια, αλλά θα ήθελα να μάθω μια μέρα πόσοι απ'αυτούς γεννήθηκαν όπως εγώ κι όπως η Μάγια στις αρχές της δεκαετίας του 1970, πόσοι όπως η Μάγια κι όπως εγώ είχαν ήρεμα, προστατευμένα ή, έστω, ατάραχα παιδικά χρόνια, πόσοι διένυσαν την εφηβεία τους κι ενηλικιώθηκαν φοβισμένα, ενώ η πόλη γύρω τους βυθιζόταν στο φόβο και στον ήχο πυροβολισμών και βομβών χωρίς να έχει κηρυχτεί κανένας πόλεμος ή, έστω, κανένας συμβατικός πόλεμος, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Θα'θελα να μάθω πόσοι άφησαν την πόλη μου νιώθοντας με κάποιο τρόπο ότι σώζονταν, και πόσοι ένιωθαν ότι, σωζόμενοι, κάτι πρόδιδαν, γίνονταν τα ποντίκια του παροιμιώδους πλοίου αφού εγκατέλειπαν την φλεγόμενη πόλη.»