Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 23, 2012 | Permalink
Μαύρος ουρανός, μαύρη θάλασσα
Τ’όνομα της Ζουχάλ που σημαίνει «Κρόνος», τ’όνομά του Μπαρίς που σημαίνει «Ειρήνη». Η ερωτική τους ιστορία σύντομη και περιπετειώδης – περισσότερο ένα παιχνίδι του μυαλού και μια έλξη των αντιθέτων. Εκείνη συμβολίζει την Επανάσταση και σαν τον μυθολογικό Κρόνο που τρώει τα παιδιά του, θα οδηγηθεί σε ένα ταξίδι αυτοκτονίας στην Μαύρη Θάλασσα. Εκείνος θα επιλέξει άλλο δρόμο, πιο συμβιβασμένο αλλά περισσότερο ουσιαστικό και (ίσως) μυαλωμένο. Εκείνη την κυνηγάνε ανελέητα και ορκίζεται εκδίκηση, εκείνον τον πυροβολούν και επιλέγει την συγγνώμη και την σιωπηλή αντίσταση.
Το ζευγάρι των ηρώων / πρωταγωνιστών του θαυμάσιου μυθιστορήματος, του Τούρκου συγγραφέα Izzet Celasin, που ζει πλέον μόνιμα στη Νορβηγία (και γράφει στα νορβηγικά) με τίτλο, «ΜΑΥΡΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ, ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ», (Εκδ. Πόλις, (ωραία) μετάφρ. Κ.Γλυνιαδάκη, σελ.444), δεν θα συναντηθεί πολλές φορές στις σελίδες του βιβλίου. Η εξέγερση και ο έρωτας είναι οι κινητήριες δυνάμεις μιας «page-turner» ιστορίας που έχει μεν αρκετά κλισέ και καταστάσεις που θυμίζουν άλλες ιστορίες που έχουμε διαβάσει ή έχουμε δει στον κινηματογράφο αλλά που συνδιασμένα με την αβάσταχτη γοητεία της Κωνσταντινούπολης, την μελαγχολική της ατμόσφαιρα και την συγγένεια με οικείες πολιτικές αναταραχές του παρελθόντος, κάνουν το μυθιστόρημα ιδιαίτερα σαγηνευτικό και ελκυστικό στα μάτια μας.
Τουρκία 1977, σε μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση και το μυθιστόρημα ξεκινάει με την μεγάλη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς. Ο νεαρός Μπασίμ ξεκινάει με τους φίλους του να συμμετάσχει στην πορεία προς την πλατεία Ταξίμ. Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης θα πέσουν πυροβολισμοί και η διαδήλωση θα διαλυθεί βίαια από τις αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις. Μέσα στον κακό χαμό, καθώς ο νεαρός προσπαθεί να προστατευθεί από τις σφαίρες που πέφτουν στο πλήθος (δεκάδες νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες ήταν ο τελικός απολογισμός), πέφτει πάνω σε μια όμορφη σχεδόν συνομήλική του κοπέλα, την Ζουχάλ.
« «Σήκω όρθιος σαν άντρας», ακούστηκε μια ήρεμη, κουρασμένη φωνή. Στάθηκα στα πόδια μου και συνάντησα για πρώτη φορά το βλέμμα της. Ήταν σκοτεινό κι αγριεμένο.
«Ξέρεις να τα χρησιμοποιείς αυτά;» με ρώτησε κραδαίνοντας μπροστά μου ένα πιστόλι κι ένα περίστροφο. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Σκατά», αναστέναξε, «τέλος πάντων, πάρε τούτο εδώ και κοίτα μην το χάσεις».»
Μαγνητισμένος την ακολουθεί και διαφεύγουν, ούτε το όνομά της δεν προλαβαίνει να μάθει. Τον ξαναβρίσκει όμως εκείνη. Φανατική ακτιβίστρια, οπαδός του ένοπλου αγώνα, ονειρεύεται την ανατροπή του καθεστώτος – προσπαθεί με τον φίλο, εραστή και αρχηγό της ομάδας της τον Κεμάλ, να εντάξουν τον Μπασίμ (που ήταν ακόμα μαθητής του Λύκειου) στην ένοπλη ομάδα τους. Εκείνος όμως διστάζει, έχει μεγαλύτερη έλξη για την Ζουχάλ παρά για τον «αγώνα». Κι έτσι θα παραμείνει «συμπαθών» αλλά εκτός της ένοπλης δράσης. Όταν επιτέλους έρχονται κοντά με την Ζουχάλ, και εκείνη αρχίζει να του δείχνει την ερωτική ανταπόκριση που περιμένει, αλλά εξαφανίζεται και πάλι, ίσως «για το καλό του».
Ο Μπασίμ είναι ένας άνθρωπος «χλιαρός», χωρίς εξάρσεις, που θέλει να γίνει ποιητής αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει ταλέντο. Που σπουδάζει Φιλολογία για να γίνει συγγραφέας αλλά βλέπει ότι οι σπουδές του τον βοηθάνε περισσότερο στις σχέσεις του με τις γυναίκες παρά σε οτιδήποτε άλλο. Με τη βοήθεια μιας γηραιάς καθηγήτριας που τον συμπαθεί, θα νοικιάσει ένα δικό της διαμέρισμα στο Μπέγιογλου, θα μεταφράζει κείμενα για να βγάζει τα προς το ζήν και θα προσπαθεί να βρει, την Ζουχάλ, που με την ομάδα της χτυπάνε στόχους, ληστεύουν τράπεζες και η φωτογραφία της εμφανίζεται όλο και περισσότερο στις εφημερίδες. Και τότε ξεσπάει το πραξικόπημα (1980) και η Ζουχάλ θα πάρει τα βουνά, ο Μπασίμ προσπαθεί να επιβιώσει, να βοηθήσει κάποιους ακτιβιστές, και να περιμένει μήπως εκείνη χρειαστεί την βοήθειά του.
«Το τίποτα είναι ένα βασανιστικό κενό. Είναι όταν περιμένεις κάτι συγκεκριμένο να συμβεί και ζεις γεμίζοντας τον χρόνο σου με χίλια δυο ανούσια πράγματα που έρχονται σε δεύτερη μοίρα, αφού ζεις μόνο για ένα, το ένα και συγκεκριμένο πράγμα που περιμένεις να συμβεί. Το τίποτα είναι ένας ανελέητος αντίπαλος• ποδοπατά, συνθλίβει, υποβαθμίζει, δηλητηριάζει όλα τ’άλλα. Οι γεύσεις χάνονται, ο ύπνος δεν σε τρέφει και η σελήνη δεν σε μαγεύει πια. Οι φράσεις παύουν να έχουν νόημα όσες φορές κι αν διαβαστούν. Θλιμμένα μοιάζουν όλα τα τραγούδια κι ανεπαρκείς οι λέξεις, και τους παλιούς τους φίλους σου πια ίσα που τους ανέχεσαι. Ακόμα και μια σαγηνευτική γυναίκα, που στο ξαφνικό φύσημα του ανέμου γυρνά για να ελέγξει, τάχα, τη φούστα της, ούτε κι αυτή τραβά την προσοχή. Το τίποτα πάει χέρι χέρι με την πλήξη. Κι όταν πια τίποτα δεν συμβαίνει, τα πάντα δοκιμάζουν την αντοχή σου.»
Το μυθιστόρημα ισορροπεί μεταξύ επαναστατικότητας και μελοδραματισμού. Από τη μια οι γιάφκες, ο ένοπλος αγώνας, οι μαρξιστικές ιδέες και από την άλλη, το γλυκερό και κάπως υπερβολικό στην ένταση των συναισθημάτων κλίμα των παλιών τούρκικων ταινιών. Η λογοτεχνική αυτή ακροβασία πετυχαίνει απόλυτα παρά τις στιγμές φλυαρίας και αμηχανίας στην πλοκή. Ο Μπαρίς είναι παιδί από εργατική οικογένεια αλλά του δίνεται η δυνατότητα να πάρει ανώτερη εκπαίδευση, να ξεφύγει από την τάξη του – έτσι λοιπόν, δεν μπορεί να ταυτιστεί με τους αγώνες, δεν μπορεί να πάρει μέρος στον ένοπλο αγώνα, που είναι ο μόνος συνδετικός κρίκος που έχει με την Ζουχάλ, την κόρη του ανώτατου αξιωματικού του στρατού, η οποία επαναστατεί ενάντια στην οικογένειά της και την άρχουσα τάξη που ο πατέρας της αντιπροσωπεύει, οι προτεραιότητές της δεν είναι ο έρωτας, τον οποίο εκείνη έχει στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, είναι ταγμένη 100% στην επανάσταση. Η Ζουχάλ ζει και διαμορφώνει τα γεγονότα ενώ ο Μπαρίς ενδιαφέρεται περισσότερο για τον κήπο του σπιτιού που νοικιάζει από την καθηγήτρια του, για την θέα στον Βόσπορο, για την μελαγχολία της Πόλης. Ο «αδύναμος» Μπαρίς θα παρασυρθεί, θα νιώσει προδομένος, αλλά θα καταλάβει ότι κυνηγάει μια χίμαιρα…
Η βία είναι ένα από τα κεντρικά θέματα του ιδιαιτέρως ρομαντικού (κατά τ’άλλα) μυθιστορήματος. Το ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας επανέρχεται συνέχεια: Υπάρχει «καλή (δικαιολογημένη) βία;», ο Μπαρίς επιλέγει τον δρόμο της «μη-βίας», της σκέψης και της ήρεμης αντίδρασης στο καθεστώς. Και κάποια στιγμή θα βρει μπροστά του το δίλημμα: να συνεργαστεί με το στρατιωτικό καθεστώς για να σώσει την αγαπημένη του ή όχι; Μπορείς να «προδώσεις τις ιδέες σου» θεωρώντας ότι δεν παίρνεις θέση; Ή τελικά τοποθετείσαι και απλά δεν το έχεις καταλάβει…
«Δεν έχω γράψει ακόμα ούτε μια λέξη. Ποιο το νόημα; Δεν μπορώ να δω τ’αστέρια. Κι εγώ δεν είμαι ο Κρόνος. Αυτή τη στιγμή, δεν έχω ούτε τον αγώνα ούτε κάποιον αγαπημένο στο μυαλό μου. Μόνο τον μαύρο ουρανό, τη μαύρη θάλασσα. Μα είμαι ευτυχισμένη.»
Είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα μαθητείας, γεμάτο νοσταλγία και ποίηση, με (υποθέτω) πολλά αυτοβιογραφικά σημάδια. Η γοητεία του Βόσπορου, η γεμάτη χρώματα και μυρωδιές Ιστανμπούλ, η ατμόσφαιρα αναταραχής στην ταραγμένη τριετία (1977-1980) που μεταφέρει ο συγγραφέας, το ζευγάρι των ηρώων, η αδάμαστη και ατρόμητη Ζουχάλ, η αφύπνιση και ο ρομαντισμός του Μπαρίς, οι ζωντανοί διάλογοι, τα έντονα συναισθήματα κάνουν τον αναγνώστη, πολλές φορές να συγκινείται και να μη μπορεί να αφήσει αυτό το τόσο γοητευτικό «ασπρόμαυρο» βιβλίο από τα χέρια του.
Anouar Brahem – Vague (e la nave va)
Το ζευγάρι των ηρώων / πρωταγωνιστών του θαυμάσιου μυθιστορήματος, του Τούρκου συγγραφέα Izzet Celasin, που ζει πλέον μόνιμα στη Νορβηγία (και γράφει στα νορβηγικά) με τίτλο, «ΜΑΥΡΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ, ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ», (Εκδ. Πόλις, (ωραία) μετάφρ. Κ.Γλυνιαδάκη, σελ.444), δεν θα συναντηθεί πολλές φορές στις σελίδες του βιβλίου. Η εξέγερση και ο έρωτας είναι οι κινητήριες δυνάμεις μιας «page-turner» ιστορίας που έχει μεν αρκετά κλισέ και καταστάσεις που θυμίζουν άλλες ιστορίες που έχουμε διαβάσει ή έχουμε δει στον κινηματογράφο αλλά που συνδιασμένα με την αβάσταχτη γοητεία της Κωνσταντινούπολης, την μελαγχολική της ατμόσφαιρα και την συγγένεια με οικείες πολιτικές αναταραχές του παρελθόντος, κάνουν το μυθιστόρημα ιδιαίτερα σαγηνευτικό και ελκυστικό στα μάτια μας.
Τουρκία 1977, σε μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση και το μυθιστόρημα ξεκινάει με την μεγάλη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς. Ο νεαρός Μπασίμ ξεκινάει με τους φίλους του να συμμετάσχει στην πορεία προς την πλατεία Ταξίμ. Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης θα πέσουν πυροβολισμοί και η διαδήλωση θα διαλυθεί βίαια από τις αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις. Μέσα στον κακό χαμό, καθώς ο νεαρός προσπαθεί να προστατευθεί από τις σφαίρες που πέφτουν στο πλήθος (δεκάδες νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες ήταν ο τελικός απολογισμός), πέφτει πάνω σε μια όμορφη σχεδόν συνομήλική του κοπέλα, την Ζουχάλ.
« «Σήκω όρθιος σαν άντρας», ακούστηκε μια ήρεμη, κουρασμένη φωνή. Στάθηκα στα πόδια μου και συνάντησα για πρώτη φορά το βλέμμα της. Ήταν σκοτεινό κι αγριεμένο.
«Ξέρεις να τα χρησιμοποιείς αυτά;» με ρώτησε κραδαίνοντας μπροστά μου ένα πιστόλι κι ένα περίστροφο. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Σκατά», αναστέναξε, «τέλος πάντων, πάρε τούτο εδώ και κοίτα μην το χάσεις».»
Μαγνητισμένος την ακολουθεί και διαφεύγουν, ούτε το όνομά της δεν προλαβαίνει να μάθει. Τον ξαναβρίσκει όμως εκείνη. Φανατική ακτιβίστρια, οπαδός του ένοπλου αγώνα, ονειρεύεται την ανατροπή του καθεστώτος – προσπαθεί με τον φίλο, εραστή και αρχηγό της ομάδας της τον Κεμάλ, να εντάξουν τον Μπασίμ (που ήταν ακόμα μαθητής του Λύκειου) στην ένοπλη ομάδα τους. Εκείνος όμως διστάζει, έχει μεγαλύτερη έλξη για την Ζουχάλ παρά για τον «αγώνα». Κι έτσι θα παραμείνει «συμπαθών» αλλά εκτός της ένοπλης δράσης. Όταν επιτέλους έρχονται κοντά με την Ζουχάλ, και εκείνη αρχίζει να του δείχνει την ερωτική ανταπόκριση που περιμένει, αλλά εξαφανίζεται και πάλι, ίσως «για το καλό του».
Ο Μπασίμ είναι ένας άνθρωπος «χλιαρός», χωρίς εξάρσεις, που θέλει να γίνει ποιητής αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει ταλέντο. Που σπουδάζει Φιλολογία για να γίνει συγγραφέας αλλά βλέπει ότι οι σπουδές του τον βοηθάνε περισσότερο στις σχέσεις του με τις γυναίκες παρά σε οτιδήποτε άλλο. Με τη βοήθεια μιας γηραιάς καθηγήτριας που τον συμπαθεί, θα νοικιάσει ένα δικό της διαμέρισμα στο Μπέγιογλου, θα μεταφράζει κείμενα για να βγάζει τα προς το ζήν και θα προσπαθεί να βρει, την Ζουχάλ, που με την ομάδα της χτυπάνε στόχους, ληστεύουν τράπεζες και η φωτογραφία της εμφανίζεται όλο και περισσότερο στις εφημερίδες. Και τότε ξεσπάει το πραξικόπημα (1980) και η Ζουχάλ θα πάρει τα βουνά, ο Μπασίμ προσπαθεί να επιβιώσει, να βοηθήσει κάποιους ακτιβιστές, και να περιμένει μήπως εκείνη χρειαστεί την βοήθειά του.
«Το τίποτα είναι ένα βασανιστικό κενό. Είναι όταν περιμένεις κάτι συγκεκριμένο να συμβεί και ζεις γεμίζοντας τον χρόνο σου με χίλια δυο ανούσια πράγματα που έρχονται σε δεύτερη μοίρα, αφού ζεις μόνο για ένα, το ένα και συγκεκριμένο πράγμα που περιμένεις να συμβεί. Το τίποτα είναι ένας ανελέητος αντίπαλος• ποδοπατά, συνθλίβει, υποβαθμίζει, δηλητηριάζει όλα τ’άλλα. Οι γεύσεις χάνονται, ο ύπνος δεν σε τρέφει και η σελήνη δεν σε μαγεύει πια. Οι φράσεις παύουν να έχουν νόημα όσες φορές κι αν διαβαστούν. Θλιμμένα μοιάζουν όλα τα τραγούδια κι ανεπαρκείς οι λέξεις, και τους παλιούς τους φίλους σου πια ίσα που τους ανέχεσαι. Ακόμα και μια σαγηνευτική γυναίκα, που στο ξαφνικό φύσημα του ανέμου γυρνά για να ελέγξει, τάχα, τη φούστα της, ούτε κι αυτή τραβά την προσοχή. Το τίποτα πάει χέρι χέρι με την πλήξη. Κι όταν πια τίποτα δεν συμβαίνει, τα πάντα δοκιμάζουν την αντοχή σου.»
Το μυθιστόρημα ισορροπεί μεταξύ επαναστατικότητας και μελοδραματισμού. Από τη μια οι γιάφκες, ο ένοπλος αγώνας, οι μαρξιστικές ιδέες και από την άλλη, το γλυκερό και κάπως υπερβολικό στην ένταση των συναισθημάτων κλίμα των παλιών τούρκικων ταινιών. Η λογοτεχνική αυτή ακροβασία πετυχαίνει απόλυτα παρά τις στιγμές φλυαρίας και αμηχανίας στην πλοκή. Ο Μπαρίς είναι παιδί από εργατική οικογένεια αλλά του δίνεται η δυνατότητα να πάρει ανώτερη εκπαίδευση, να ξεφύγει από την τάξη του – έτσι λοιπόν, δεν μπορεί να ταυτιστεί με τους αγώνες, δεν μπορεί να πάρει μέρος στον ένοπλο αγώνα, που είναι ο μόνος συνδετικός κρίκος που έχει με την Ζουχάλ, την κόρη του ανώτατου αξιωματικού του στρατού, η οποία επαναστατεί ενάντια στην οικογένειά της και την άρχουσα τάξη που ο πατέρας της αντιπροσωπεύει, οι προτεραιότητές της δεν είναι ο έρωτας, τον οποίο εκείνη έχει στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, είναι ταγμένη 100% στην επανάσταση. Η Ζουχάλ ζει και διαμορφώνει τα γεγονότα ενώ ο Μπαρίς ενδιαφέρεται περισσότερο για τον κήπο του σπιτιού που νοικιάζει από την καθηγήτρια του, για την θέα στον Βόσπορο, για την μελαγχολία της Πόλης. Ο «αδύναμος» Μπαρίς θα παρασυρθεί, θα νιώσει προδομένος, αλλά θα καταλάβει ότι κυνηγάει μια χίμαιρα…
Η βία είναι ένα από τα κεντρικά θέματα του ιδιαιτέρως ρομαντικού (κατά τ’άλλα) μυθιστορήματος. Το ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας επανέρχεται συνέχεια: Υπάρχει «καλή (δικαιολογημένη) βία;», ο Μπαρίς επιλέγει τον δρόμο της «μη-βίας», της σκέψης και της ήρεμης αντίδρασης στο καθεστώς. Και κάποια στιγμή θα βρει μπροστά του το δίλημμα: να συνεργαστεί με το στρατιωτικό καθεστώς για να σώσει την αγαπημένη του ή όχι; Μπορείς να «προδώσεις τις ιδέες σου» θεωρώντας ότι δεν παίρνεις θέση; Ή τελικά τοποθετείσαι και απλά δεν το έχεις καταλάβει…
«Δεν έχω γράψει ακόμα ούτε μια λέξη. Ποιο το νόημα; Δεν μπορώ να δω τ’αστέρια. Κι εγώ δεν είμαι ο Κρόνος. Αυτή τη στιγμή, δεν έχω ούτε τον αγώνα ούτε κάποιον αγαπημένο στο μυαλό μου. Μόνο τον μαύρο ουρανό, τη μαύρη θάλασσα. Μα είμαι ευτυχισμένη.»
Είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα μαθητείας, γεμάτο νοσταλγία και ποίηση, με (υποθέτω) πολλά αυτοβιογραφικά σημάδια. Η γοητεία του Βόσπορου, η γεμάτη χρώματα και μυρωδιές Ιστανμπούλ, η ατμόσφαιρα αναταραχής στην ταραγμένη τριετία (1977-1980) που μεταφέρει ο συγγραφέας, το ζευγάρι των ηρώων, η αδάμαστη και ατρόμητη Ζουχάλ, η αφύπνιση και ο ρομαντισμός του Μπαρίς, οι ζωντανοί διάλογοι, τα έντονα συναισθήματα κάνουν τον αναγνώστη, πολλές φορές να συγκινείται και να μη μπορεί να αφήσει αυτό το τόσο γοητευτικό «ασπρόμαυρο» βιβλίο από τα χέρια του.
Anouar Brahem – Vague (e la nave va)