Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2016 | Permalink
Γραφικός χαρακτήρας
Η υπέροχη συλλογή διηγημάτων του Νίκου Παναγιωτόπουλου (Αθήνα,1963) «ΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ», (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ.181) είναι ένα βιβλίο (από τα καλύτερα της χρονιάς που φεύγει), το οποίο, διαβάζεις σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, καθώς ρέει αβίαστα και ευχάριστα, αλλά η δύναμή του είναι τεράστια καθώς οι εικόνες του σε ακολουθούν, μένουν μέσα σου, σου θυμίζουν (εάν είσαι πάνω από 45-50) κάτι πολύ δικό σου, κάτι οικείο που έχει χαθεί για πάντα.

«Σκέφτομαι συχνά χαμογελώντας πως ό,τι και να πω, ο απόηχος του παρελθόντος θα βρίσκει πάντα τρόπο να τρυπώνει ανάμεσα στα λόγια μου.»

Ο «Γραφικός χαρακτήρας» που σε κερδίζει εξαρχής, από το εξώφυλλο του, είναι ένα βιβλίο καταβύθιση στο προσωπικό παρελθόν του συγγραφέα, από την παιδική του ηλικία μέχρι τα νεανικά του χρόνια και τον θάνατο του πατέρα που συμβολίζει την μετάβαση σε μια άλλη εποχή.

Αυτή η συλλογή διηγημάτων-μπονζάι (ή “flash fiction stories”) είναι ουσιαστικά θραύσματα μνήμης, μια περιγραφή οικογενειακών φωτογραφιών και στιγμιοτύπων. Οι μαυρόασπρες εικόνες μιας Ελλάδας μικροαστικής, της δεκαετίας του 60, κυριαρχούν στα 67 “διηγήματα” - εικόνες που απαρτίζουν το βιβλίο. Εικόνες μια Ελλάδας όχι τόσο μακρινής αλλά πολύ διαφορετικής. Σε μια τότε μακρινή συνοικία (το Χαλάνδρι), σαν τις περισσότερες γειτονιές, με τα μικρά σπίτια, με τις αλάνες.

Ιστορίες απόλυτα προσωπικές, τα βιβλία του Ιουλίου Βερν αγορασμένα από τον βιβλιοπώλη-δοσά, οι σκανταλιές, ο μικρότερος αδερφός (που συνήθως περνάει τα πάνδεινα), οι οικογενειακές εξορμήσεις στη θάλασσα, το κουρείο του θείου Γιώργου, η θεία Γιαννούλα, τα τραγούδια της εποχής, η μασέλα του πατέρα, ο θείος Μίμης με το σαράβαλό του,το σπάσιμο της κιθάρας και η σύγκρουση με τον πατέρα και η συμφιλίωση μετά από πολλά χρόνια, η εξέγερση της εφηβείας, η εξαδέλφη Ζωζώ που το σκάει για τη Θεσσαλονίκη, ο στρατός, η φωτογραφική μηχανή, η λατρεία για τον κινηματογράφο, η «Αποκάλυψη τώρα», η «Τζαμάικα», η ποίηση, οι πρώτες απόπειρες στη γραφή, η στεφανιογραφία της μάνας μέσα στο dvd.

«Όσο πιο βαθύ το παρελθόν τόσο μεγαλώνει κι η ανάγκη να κρατήσεις ζωντανά κομμάτια και θρύψαλα.»

Οικογενειακές φωτογραφίες, ριγμένες διάσπαρτα στο βιβλίο, ασπρόμαυρο παρελθόν – το παιδικό αυτοκινητάκι, οικογενειακά τραπέζια, η μητέρα σε ένα κανώ, τα δύο αδέρφια, ο πατέρας, ο θείος Τάκης σε πόζα μπροστά από το φορτηγάκι, εκδρομές στη θάλασσα. Η μνήμη σε ένα ατελείωτο φλας-μπακ, σαν σκηνές από ταινία ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 60. 

Ο Παναγιωτόπουλος με τις μικρές σύντομες σκηνές-διηγήματα δεν φλυαρεί, ούτε απεραντολογεί, κάποιες από αυτές είναι μόλις δυο-τρεις παράγραφοι, λιγότερο από σελίδα, η δε μεγαλύτερη δεν εκτείνεται πέραν των τεσσάρων σελίδων. Με γλώσσα προσεκτική και φροντισμένη, λιτός και με συναισθηματικό ύφος που δεν εκπίπτει στον μελοδραματισμό φροντίζει στις περισσότερες ιστορίες να δίνει βάθος στο φόντο, στην ατμόσφαιρα, στον χώρο που τις περιβάλλει.

Η εικόνα της πατρικής φιγούρας κυριαρχεί στις ιστορίες, η σχέση του συγγραφέα με τον πατέρα του είναι σε πρώτο φόντο, η μάνα είναι μεν παρούσα αλλά μένει συνήθως στη σκιά, διαγράφεται αχνά. Είναι η απαραίτητη συμφιλίωση του συγγραφέα με το παρελθόν του, με τον πατέρα με τον οποίο συγκρούστηκε για να «ξαναβρεί» ο ένας τον άλλον αργότερα, όταν ο πατέρας αρρώστησε κι ο γιός ωρίμασε.

"…Το ασθενοφόρο έφτασε κάποτε – χωρίς σειρήνα. Το θεώρησα καλό σημάδι. Το ακολούθησα βιαστικά στην εσωτερική αυλή. Βοήθησα τη μάνα να κατέβει και σταθήκαμε στην άκρη για ν'αφήσουμε τους τραυματιοφορείς να κάνουν τη δουλειά τους. Καθώς έσπρωχναν το φορείο στον διάδρομο των εξωτερικών ιατρείων περπάτησα πλάι του και του έσφιξα το χέρι. Μου χαμογέλασε και είπε: "Την πατήσαμε". Το ίδιο είχε πει όταν έμαθε ότι δεν είχα γράψει καλά στα μαθηματικά, χρόνια πριν, όταν έδινα Πανελλήνιες. "Μη φοβάσαι, σε κρατάω..." του είπα - το ίδιο είχε πει όταν πρωτοβγάλαμε τις βοηθητικές ρόδες από το ποδήλατο.
Λίγες ώρες αργότερα, παρηγορώντας την πανικόβλητη μάνα στις άχαρες πλαστικές καρέκλες έξω απ'την είσοδο της Εντατικής, συνειδητοποίησα πως δεν ενηλικιώνεσαι οριστικά παρά τη στιγμή που, θες δεν θες, είτε είσαι έτοιμος είτε όχι, αναλαμβάνεις τη φροντίδα των γονιών σου."

Δε νομίζω ότι θα υπάρξει αναγνώστης που δεν θα τον αγγίξει η τόσο ζωντανή και ρέουσα αφήγηση του Παναγιωτόπουλου, το λεπτό και διακριτικό ύφος που με σεβασμό περιγράφει τους πολλούς χαρακτήρες του βιβλίου, στον άψογο ρυθμό του που δίνει ομοιογένεια στο βιβλίο και δεν επιτρέπει χάσματα συγκινώντας όχι με φτηνά κόλπα αλλά με τη δύναμη της καθαρής λογοτεχνικής έκφρασης.







 
Τετάρτη, Νοεμβρίου 23, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 23, 2016 | Permalink
CONFITEOR
Ένα βιβλίο που ξεκινάει με μια τόσο "ιντριγκαδόρικη" πρόταση "Μέχρι χθες το βράδυ, περπατώντας στους βρεγμένους δρόμους της Βαλκάρκα, δεν είχα καταλάβει ότι το να γεννηθώ σε εκείνη την οικογένεια ήταν ένα ασυγχώρητο λάθος." τραβάει αμέσως την προσοχή και του πιο αφηρημένου αναγνώστη. Ευτυχώς η συνέχεια αποδεικνύεται το ίδιο (ή ίσως και περισσότερο) συναρπαστική, κι έτσι συνειδητοποιείς καθώς προχωράς την ανάγνωση, ότι, το "CONFITEOR" ("Jo Confesso"), του Καταλανού συγγραφέα Jaume Cabre (Βαρκελώνη,1947), (Εκδ. Πόλις, (σπουδαία) μετάφρ. Ευρυβ. Σοφός, σελ. 725), δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα εκπληκτικό κείμενο, ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα μεγάλης πνοής που το κλισέ "δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου" δεν είναι πλεονασμός.

Το Confiteor είναι ένα μυθιστόρημα που περνάει από την πρωτοπρόσωπη στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, ακόμα και μέσα στην ίδια παράγραφο, ενώ οι μεταβάσεις στους αιώνες και στις ιστορίες είναι συνεχείς και ανεξάντλητες. Είναι ουσιαστικά μια εξομολόγηση (confiteor=ομολογώ, εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου / πρωτοχρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Ιεράς Εξέτασης), από τον κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου, Αντριά Αρντέβολ προς τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, την Σάρα.

“Έχεις καταλάβει ότι η ζωή είναι μια απέραντη σύμπτωση; Από τα εκατομμύρια σπερματοζωάρια του πατέρα, μόνο ένα γονιμοποιεί το κατάλληλο ωάριο. Το ότι γεννήθηκες εσύ, ότι γεννήθηκα εγώ, είναι τεράστιες συμπτώσεις. Θα μπορούσαν να έχουν γεννηθεί εκατομμύρια διαφορετικά όντα που δεν θα ήμασταν ούτε εσύ ούτε εγώ. Σύμπτωση είναι επίσης ότι αρέσει και στους δυο μας ο Μπραμς· ότι στην οικογένειά σου υπήρξαν τόσοι νεκροί και ελάχιστοι επιζώντες. Τα πάντα είναι μια σύμπτωση. Αν η πορεία των γονιδίων μας και, στη συνέχεια, η ζωή μας είχε αλλαξοδρομήσει σ' ένα απ' τα εκατομμύρια πιθανά σταυροδρόμια, δεν θα μπορούσαν να γραφτούν όλα αυτά, που ένας Θεός ξέρει ποιός θα τα διαβάσει. Ιλιγγιώδες!”

Ο Αντριά έχει διαγνωστεί με αλτζχάιμερ, και κάνει λίγο πριν το νοητικό του τέλος, μια επισκόπηση όχι μόνο της ζωής του, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας με άξονα το Κακό και την επίδρασή του πάνω στους ανθρώπους μέσα στους αιώνες. Συμπρωταγωνιστής στην αφήγηση της ιστορίας είναι ένα σπάνιο βιολί Στοριόνι, που η κατοχή του, μόνο τον θάνατο και στενοχώριες έχει επιφέρει. Ένα βιολί μεγάλης οικονομικής αξίας, το οποίο από τότε που φτιάχτηκε έχει γίνει αντικείμενο πόθου αλλά και αιτία πολλών εγκλημάτων.

Ο ήρωας περιγράφει την παιδική του ηλικία, και το ζοφερό κλίμα στην Βαρκελώνη της δεκαετίας του σκληρού Φρανκισμού και καθολικισμού του 50. Μεγαλώνει σε ένα σπίτι, ως μοναχοπαίδι, όπου η τρυφερότητα και η αγάπη απουσιάζουν κι εκείνος καταφεύγει στα παιχνίδια του, με τα οποία συνομιλεί. Ο πατέρας του, Φέλιξ Αρντέβολ είναι μανιώδης συλλέκτης αλλά και αδίστακτος τυχοδιώκτης, που μαζεύει αντικείμενα τεράστιας αξίας απ'όλο τον κόσμο, εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες του, αλλά, και τις τεράστιες αλλαγές που έχει φέρει στον κόσμο ο Β Παγκόσμιος πόλεμος, όπου περιουσίες αλλάζουν χέρια εν μια νυκτί. Έχει ως βιτρίνα ένα κατάστημα με αντίκες, αλλά οι πραγματικές δοσοληψίες γίνονται είτε στο γραφείο του σπιτιού του, στο οποίο είναι μόνιμα κλεισμένος, είτε σε άλλες χώρες.

“Όλη η παιδική μου ηλικία στο σπίτι έχει καταγραφεί στο μυαλό μου σαν διαφάνειες από πίνακες του Χόπερ, με την ίδια κολλώδη μυστηριώδη μοναξιά. Βλέπω τον εαυτό μου σαν μία από αυτές τις φιγούρες που κάθονται σε ξέστρωτο κρεβάτι, με ένα βιβλίο παρατημένο σε μια γυμνή καρέκλα, ή που κοιτούν από το παράθυρο ή κάθονται δίπλα σ' ένα λιτό τραπέζι και παρατηρούν τον άδειο τοίχο.”

Ο Αντριά είναι ένα παιδί ιδιαίτερα χαρισματικό, αφού μαθαίνει γλώσσες πανεύκολα, έχει μεγάλη έφεση στη μελέτη ενώ οι ικανότητές του στην εκμάθηση βιολιού είναι αξιοπρόσεκτες. Μοναχικός, μεγαλώνει χωρίς αγάπη σε ένα ψυχρό περιβάλλον με τη μητέρα απόμακρη και εμφανώς παραμερισμένη. Οι δε γονείς μονίμως σε κόντρα γύρω από το μέλλον του μικρού. Ο πατέρας θέλει να τον δει κορυφαίο γλωσσολόγο, η μητέρα διάσημο βιολιστή. Ο βίαιος θάνατος του πατέρα του, θα τον γεμίσει με ενοχές καθώς μια σκανταλιά του θα οδηγήσει σε μια μεγάλη παρεξήγηση με απρόβλεπτες συνέπειες. Φοιτώντας στο πανεπιστήμιο θα ερωτευτεί την Σάρα Βόλτες-Εψτέιν, μια κοπέλα με καλλιτεχνική φύση εβραϊκής καταγωγής, η οποία όμως θα εξαφανιστεί από τη ζωή του απροειδοποίητα βυθίζοντάς τον σε μελαγχολία και μαρασμό, που θα καταπολεμήσει με τις σπουδές και την συντροφιά του Μπερνάτ, στενού του φίλου από τα μαθητικά χρόνια και εξελισσόμενου βιολονίστα. Η Σάρα θα γίνει η εμμονή του και η μόνιμη μελαγχολία του, ο ερχομός της ξανά στη ζωή του μετά από χρόνια θα του φέρει την πρόσκαιρη ευτυχία που θα σκιάζεται από διάφορα οικογενειακά και όχι μόνο προβλήματα, που κυρίως προκαλεί η κατοχή του ανεκτίμητου βιολιού.

Το συλλεκτικό βιολί (με την θλιβερή και μεγάλη ιστορία) είναι ο άξονας πάνω στον οποίον αναπτύσσει την αφήγησή του ο συγγραφέας. Παρακολουθούμε τις διαδρομές του μέσα στον χρόνο, όπου 5 αιώνες τραγικής ιστορίας από την Ιερά εξέταση μέχρι σήμερα περνάνε, με δεκάδες χαρακτήρες, των οποίων οι προσωπικές ιστορίες εμπλέκονται μαγευτικά. Σε αυτό το απέραντο χρονικό πλαίσιο ο συγγραφέας περιγράφει το Κακό μέσα από την σκληρότητα, την υποκρισία, τον ολοκληρωτισμό, την απληστία, την προδοσία, τον φθόνο, την απληστία. Εκφάνσεις του Κακού μέσα από τις ιστορίες που αφηγείται ο Καμπρέ, είναι η Εκκλησία, το Ισλάμ και πάνω απ'όλους, το υπέρτατο Κακό, ο Ναζισμός. Το Κακό είναι πολύπλευρο, είναι αχανές, δεν έχει τέλος.

“Όταν γευτείς την ομορφιά της τέχνης, η ζωή αλλάζει. Όταν ακούσεις τη Χορωδία Μοντεβέρντι, η ζωή αλλάζει. Όταν θαυμάσεις Βερμέερ από κοντά, η ζωή αλλάζει· όταν διαβάσεις Προυστ, δεν είσαι πια ο ίδιος. Αυτό που δεν ξέρω είναι γιατί.”

Ο συγγραφέας θέτει συνεχώς ερωτήματα για την φύση του Κακού, για την αβεβαιότητα και την σχετικότητά του, για τα ασαφή όρια μεταξύ προδοσίας και ηρωισμού, για το ανθρώπινο γένος και την ικανότητά του να ξεπερνάει τις πληγές (στο φόντο να αιωρείται το θεμελιώδες ερώτημα του Αντόρνο, “αν γίνεται να γραφτεί ποίηση μετά το Άουσβιτς”). Από τα εγκλήματα του Χριστιανισμού, στους φόνους δια πετροβολισμού του Ισλάμ, στις θηριωδίες του Ναζισμού, η απόσταση είναι μικρή. Το Κακό που επαναλαμβάνεται σε διάφορες μορφές μέσα στην ιστορία, καθώς μέσα στην ίδια παράγραφο, στο ίδιο πλάνο (αν μιλήσουμε με κινηματογραφικούς όρους), ο Ιεροεξεταστής αλλάζει σε Ναζί αξιωματικό καταδεικνύοντας την συνέχεια στην ανθρώπινη φρίκη.

Η άψογη δομή και το καθηλωτικό ύφος του Καμπρέ, δεν χάνεται ποτέ, ούτε μέσα στα συνεχή ταξίδια στον χρόνο και στην ιστορία, ούτε μέσα από την ανάμειξη προσώπων, χαρακτήρων μυθοπλαστικών αλλά και πραγματικών (ο Ρούντολφ Ες, ο Αιζάια Μπερλίν που εμφανίζονται με ενεργό ρόλο σε καταστάσεις). Από την Βαρκελώνη του 50 έως σήμερα, από τα Καταλανικά χωριά, στην Ρώμη, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε ένα Αφρικανικό χωριό, σε μοναστήρια της Βαλτικής και της Ισπανίας, στα βουνά της Κροατίας, στο Βέλγιο και στο Παρίσι, στην Οξφόρδη και στους Αγίους Τόπους, βρισκόμαστε (κυριολεκτικά) μέσα σε ένα σαγηνευτικό ταξίδι από το οποίο το απαράμιλλο ύφος του συγγραφέα δεν μας αφήνει να βγούμε.

“Η ζωή και η πραγματικότητα μπορούν να ερμηνευτούν, κατά προσέγγιση, μόνο με τη βοήθεια του έργου τέχνης, έστω κι αν είναι ακατανόητο.”

Εμβληματικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αστυνομικό θρίλερ, ερωτικό μυθιστόρημα, αλλά πάνω απ' όλα ένα σπουδαίο φιλοσοφικό μυθιστόρημα, το Confiteor δεν σε αφήνει να επαναπαυθείς στην αναγνωστική απόλαυση στην οποία σε υποβάλλει. Θέτει συνεχώς ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση, για το Κακό, για την αδυναμία των ανθρώπων, άλλοτε κατανοητή, άλλοτε παράλογη, για την σχετικότητα των πραγμάτων και των εννοιών, για την φύση του έρωτα, για τις ανασφάλειες και την εκμετάλλευση, για την φιλία και την αφοσίωση.


Είναι ένα πραγματικό λογοτεχνικό tour-de-force, καθηλωτικό και γενναίο, πανέξυπνο και φιλόδοξο, που κάποιες φορές γίνεται γοητευτικά παρανοϊκό και άλλες φορές υπερβολικά ρασιοναλιστικό. Είναι ένα βιβλίο που παρά τον τεράστιο όγκο του, δεν πετάς τίποτα. Με τις συνεχείς ανατροπές στον αφηγηματικό χρόνο αρμονικά τοποθετημένες σε σημείο να μη μπερδεύεται καθόλου ο αναγνώστης, μαγεύει και δεν επιτρέπει τον εφησυχασμό. Μπορεί να μη φθάνει το αριστουργηματικό προηγούμενο μυθιστόρημα του “Οι φωνές του ποταμού Πάμανο”, αλλά το συναγωνίζεται επάξια και είναι εκπληκτική η ικανότητα αυτού του εξαιρετικού συγγραφέα να γράψει δύο τόσο μεγάλα (με όλη τη σημασία της λέξης) μυθιστορήματα τα οποία θα τα μνημονεύουμε για πολλά χρόνια.


 
Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2016 | Permalink
Ο χορταριασμένος δρόμος
Μια Ιρλανδέζικη οικογένεια (τι άλλο;) πρωταγωνιστεί στο πολύ καλό βραβευμένο μυθιστόρημα “Ο ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ” (“The green road”), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Α.Καλοκύρης, σελ. 349), της πολύ αξιόλογης Ιρλανδής συγγραφέως Anne Enright (Δουβλίνο,1962), ένα στιβαρό δράμα οικογενειακών σχέσεων και διαψευσμένων προσδοκιών, μεγάλων και μικρών αποχωρισμών με έντονο κοινωνικό σχόλιο.

“Η ζωή είναι γεμάτη με πράγματα για τα οποία μετανιώνουμε”

Το μυθιστόρημα διατρέχει μια περίοδο 25 χρόνων, από το 1980 έως το 2005. Μέσα σ'αυτά τα χρόνια η χώρα αλλάζει και μαζί της η μητριαρχική οικογένεια Μάντιγκαν. Στο πρώτο μέρος που καταλαμβάνει πάνω από το μισό του βιβλίου, παρακολουθούμε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους το κάθε μέλος της οικογένειας (εκτός από τον πατέρα), δηλαδή τα 4 παιδιά και την μητέρα. Το δεύτερο μέρος εκτυλίσσεται το 2005 κορυφώνοντας την ιστορία.

Στο αρχικό κεφάλαιο που παρακολουθεί την Χάνα, την μικρότερη κόρη της οικογένειας, υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή, όπου η μητέρα, η Ρόζαλιν είναι στο κρεβάτι αρνούμενη να σηκωθεί, μένοντας εκεί επί μέρες, μετά την ανακοίνωση του μεγαλύτερου γιου της, του Νταν ότι θέλει να γίνει ιερέας. Είναι ο δικός της τρόπος διαμαρτυρίας αλλά και χειραγώγησης των 4 παιδιών της, τα οποία βλέπει σιγά-σιγά να χαράσσουν τους δικούς τους δρόμους φεύγοντας μακριά της.

Η Χάνα, ένα κορίτσι ατίθασο και έξυπνο, με περιέργεια για όλους και για όλα, μας εισάγει στον χώρο σε μια επαρχιακή παραθαλάσσια πόλη της Ιρλανδίας, κάπου στο Δυτικό Κλερ, αλλά και στην οικογενειακή ιστορία, με έναν πατέρα βιβλική αλλά και απόμακρη φιγούρα, σαν καρικατούρα, και μια μάνα που προσπαθεί να κοντρολάρει τους πάντες. Ο Νταν όχι μόνο ιερέας δεν θα γίνει, αλλά θα φύγει στη Ν.Υόρκη όπου θα δουλεύει σε γκαλερί, θα γνωρίσει την γκέι κοινότητα, θα ζήσει έντονα, θα δει τους κολλητούς του να φεύγουν από έιτζ, θα πειραματιστεί σε σχέσεις με γυναίκες και άνδρες για να βρει τον έρωτα στο πρόσωπο ενός βαθύπλουτου Καναδού φιλότεχνου. Η μεγαλύτερη αδερφή, η Κονστάνς προσπάθησε να ξεκολλήσει κι αυτή φεύγοντας στο Δουβλίνο να δουλέψει αλλά σύντομα κατέληξε πίσω  στον τόπο της, παντρεμένη με έναν εργολάβο οικοδομών ο οποίος εκμεταλλεύεται την οικοδομική έκρηξη της χώρας. Έχει  4 παιδιά, φοβάται για καρκίνο (στο μυθιστόρημα υπάρχουν μερικές σελίδες μεγάλης λογοτεχνικής αξίας στην επίσκεψή της για εξετάσεις σε μια κλινική), και είναι η μόνη που μένει κοντά στη μητέρα της και διατηρεί μαζί της στενή επαφή. Ο μικρότερος γιος ο Έμετ θα ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο, έγινε γιατρός και ζει σε χώρες μακρινές, στην Αφρική και στην Ασία προσπαθώντας να σώσει παιδιά από τις ασθένειες και την πείνα και να βρει τον εαυτό του χωρίς να μπορεί να κρατήσει κοντά του τις γυναίκες που ερωτεύεται. Η δε Χάνα μετά από αποτυχημένες προσπάθειες στο θέατρο θα βουλιάξει στο ποτό, απομακρυσμένη από όλους.

Η Ρόζαλιν το 2005 είναι πλέον 76 ετών, ζει μόνη και αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα στην υγεία της. Θέλει να ξαναδεί τα παιδιά της ίσως για τελευταία φορά. Τους στέλνει λοιπόν, Χριστουγεννιάτικες κάρτες με ευχές ανακοινώνοντάς τους ότι θέλει να πουλήσει το πατρικό τους σπίτι. Το γεγονός αυτό κινητοποιεί την οικογένεια, η οποία συγκεντρώνεται για τις γιορτές στο τεράστιο σπίτι της Κονστάνς, όπου τα αδέρφια θα ξαναβρεθούν μαζί μετά από αρκετά χρόνια προσπαθώντας να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος, κουρασμένα από τη ζωή που αλλιώς φέρθηκε στον καθένα από αυτούς και όπου η Ρόζαλιν και πάλι θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον τους.


Το μυθιστόρημα της Ενράιτ είναι γεμάτο με τα χρώματα της Ιρλανδίας, τις μυρωδιές της, τα τοπία της, τους ιδιαίτερους ανθρώπους της. Περιγράφει καταστάσεις που δεν διαφέρουν πολύ από τις δικές μας, τις στενά δεμένες οικογένειες που διαλύονται, την μητέρα που πάντα έχει τον τρόπο να περνάει το δικό της και να κυριαρχεί, την οικονομική φούσκα της χώρας που αλλάζει και από τόπο που υπέφερε από μακρές περιόδους πείνας, λιμού και τεράστιας φτώχειας μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, αίφνης μετατρέπεται σε οικονομικό παράδεισο και όπου τα σπίτια κοστίζουν τεράστια ποσά και κάποιοι γίνονται πλούσιοι πολύ γρήγορα. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή όπου ο Νταν φτάνει στη χώρα και έχει πάει να τον παραλάβει η Κονστάνς με ένα τεράστιο Lexus αφήνοντάς τον με το στόμα ανοιχτό.

Το στυλ της Ενράιτ είναι εξαιρετικό και η συγκροτημένη και ώριμη γραφή της καθηλώνει τον αναγνώστη. Η ματιά της είναι διεισδυτική και λεπτομερής, οι συνομιλίες ακριβείς και καίριες ακόμα και οι πιο κοινότοπες. Το βιβλίο μιλάει ουσιαστικά για την απομάκρυνση και τον αποχωρισμό, για το τι κρύβεται κάτω από την επιφάνεια μέσα στις οικογένειες, για την αγάπη και την απόσταση. Πότε λυρικό, πότε αποστασιοποιημένο το ύφος της συγγραφέως φροντίζει να κρατάει σε εγρήγορση την αφήγηση μιας ιστορίας όπου δεν συμβαίνουν πολλά στην επιφάνεια και όλα γίνονται αντιληπτά σε δεύτερο ή και τρίτο επίπεδο.

Εν κατακλείδι, “Ο χορταριασμένος δρόμος”, είναι ένα μυθιστόρημα που εντυπωσιάζει με το ύφος του και την δύναμή του. Η Ενράιτ πλάθει ορισμένους καταπληκτικούς χαρακτήρες, με κεντρικότερο και κυρίαρχο αυτόν της μητέρας Ρόζαλιν, ανατέμνοντας μια οικογένεια και την αδυναμία της να επανασυνδεθεί ουσιαστικά.


Υ.Γ. Ο “χορταριασμένος δρόμος” που δίνει τον τίτλο στο μυθιστόρημα, είναι υπαρκτός και διατρέχει το Μπάρεν της κομητείας Κλερ, θεωρείται από τους Ιρλανδούς “ο πιο όμορφος δρόμος στον κόσμο...με τους βράχους να σχηματίζουν περιστασιακά τείχη πριν βουλιάξουν ξανά μέσα στα λιβάδια και στα μικρά πετρώδη βοσκοτόπια που τα άνθη τους ήταν χαριτωμένα και σπάνια.”






 
Τετάρτη, Νοεμβρίου 09, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 09, 2016 | Permalink
HHhH
Παίρνεις ένα από τα δραματικότερα και γνωστότερα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, η οποία έχει γραφτεί, σε δεκάδες βιβλία και ταινίες, και το φινάλε της είναι θρυλικό, αφού όλοι οι πρωταγωνιστές πεθαίνουν. Μια ιστορία που τύφλα να έχουν μπροστά της, τα πιο ευφάνταστα μυθιστορήματα ή κινηματογραφικά σενάρια, η οποία διαθέτει δύο ηρωικούς χαρακτήρες που είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για το καλό της πατρίδας, τον απόλυτα κακό αντιήρωα που είναι ταυτόχρονα και ένας από τους πλέον μισητούς ανθρώπους της ιστορίας, έναν (αναπόφευκτο σε κάθε καλή ιστορία) προδότη, μια κινηματογραφική απόπειρα δολοφονίας και μια ακόμα πιο περιπετειώδη και αιματηρή πολιορκία που μόνο το “Άλαμο”, συγκρίνεται μαζί της. Ο τόπος που διαδραματίζεται η ιστορία σου είναι από τους ωραιότερους που υπάρχουν στη γη, ένα ζωντανό μουσείο, και το αποτέλεσμα είναι ήδη γνωστό σε όλους. Εσύ, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να περιγράψεις τα γεγονότα που είναι από μόνα τους αγωνιώδη και μυθιστορηματικά. Δεν το κάνεις όμως με τον “παραδοσιακό” τρόπο, διαλέγεις να αφηγηθείς μια ιστορία, παράλληλα με την δική σου προσπάθεια να την γράψεις. Και κατ' αυτόν τον τρόπο, μετατρέπεις κάτι που αρκετοί θα βαριόντουσαν να διαβάσουν, από ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα, στο απόλυτο “page-turner” βιβλίο.


Ο λόγος για το πανέξυπνο και εκπληκτικό ιστορικό μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Laurent Binet (Παρίσι,1972) με τον περίεργο τίτλο HHhH” (“Himmlers Hirn heisst Heydrich” - “Ο Χάιντριχ είναι ο εγκέφαλος του Χίμλερ”), (Εκδ. Κέδρος, (ωραία) μετάφρ. Γ.Ξενάριος, σελ.381). Ένα βιβλίο που ενώ αναπαριστά την “Επιχείρηση Ανθρωποειδές”, μια από τις ηρωικότερες αντιστασιακές ενέργειες του Β Παγκόσμιου πολέμου, την απόπειρα δολοφονίας του Ράινχαρντ Χάιντριχ, Κυβερνήτη της Βοημίας-Μοραβίας, πρώην αρχηγού της Γκεστάπο και της SD, γνωστότερου ως διοικητή των διαβόητων SS, εμπνευστή της “Τελικής Λύσης”, δηλαδή της μεθόδου που επιλέχτηκε για την εξόντωση εκατομμυρίων Εβραίων, γνωστού και ως “Χασάπη της Πράγας”, από την άλλη περιγράφει την προσπάθεια του συγγραφέα να αφηγηθεί την ιστορία, να περιγράψει την ατμόσφαιρα, να μείνει πιστός όσο γίνεται στα γεγονότα.

"Στην αρχή μου φάνηκε σαν μια απλή ιστοριούλα, που θα ΄ταν πολύ εύκολο να τη διηγηθώ. Δυο άνθρωποι πρέπει να σκοτώσουν έναν τρίτο. Τα καταφέρνουν (ή δεν τα καταφέρνουν), κι αυτό ήταν, πάει, τέλειωσε - ή περίπου. Όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα, νόμιζα, ήταν φαντάσματα που θα εμφανίζονταν ανάερα στην τοιχογραφία της ιστορίας. Με τα φαντάσματα όμως πρέπει να ασχοληθείς, πρέπει να τους αφιερώσεις χρόνο και κόπο, κι αυτό το ήξερα. Εκείνο που δεν ήξερα - αλλά έπρεπε να το υποψιαστώ, είναι πως τα φαντάσματα ένα και μόνο πράγμα επιδιώκουν: να επιστρέψουν στη ζωή. Κι εμένα θα μου άρεσε αυτό, μα οι απαιτήσεις της ιστορίας μου με εμποδίζουν, δεν μπορώ να δώσω το χώρο που θα ήθελα σ'αυτή τη στρατιά σκιών που όσο πάει και μεγαλώνει και η οποία, για να με εκδικηθεί που της δίνω σημασία, έχει αρχίσει και με στοιχειώνει."


Το βιβλίο είναι πολυσύνθετο και στηρίζεται ουσιαστικά σε τρεις διαφορετικούς άξονες.
Ο πρώτος άξονας είναι ο συγγραφέας ως μυθιστορηματικός ήρωας. Πως χρησιμοποιεί τις ιστορικές πηγές, τι κάνει όταν τα ίδια τα γεγονότα είναι τόσο δυνατά που οι λέξεις, οι προτάσεις δεν αρκούν για να τα περιγράψουν. Ο προβληματισμός για τον τρόπο αφήγησης. Η προσωπική του ζωή και οι σχέσεις του με το άλλο φύλο, τον ρόλο που έπαιξε η Τσεχοσλοβακία στην αρχή και αργότερα ο χωρισμός των δύο εθνοτήτων σε αντίστοιχα κράτη. Η λατρεία του για την Πράγα. Η ανασφάλειά του για το τι ακριβώς έγραψε, τα κενά που βρίσκει στην ιστορία. Η αναφορά του σε βιβλία (την "Κεντρική Ευρώπη", τις "Ευμενίδες") και ταινίες που ασχολήθηκαν με το θέμα.

Ο έτερος άξονας είναι οι δύο ηρωικές προσωπικότητες που επιλέχθηκαν από την εξόριστη Τσεχοσλοβακική κυβέρνηση του Λονδίνου να εκτελέσουν μια αποστολή αυτοκτονίας που φαινόταν τραβηγμένη από τα μαλλιά. Ο Τσέχος Γιαν Κούμπις και ο Σλοβάκος Γιόζεφ Γκάμπτσικ που αναλαμβάνουν να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα στον κόσμο γνωρίζοντας ότι εάν καταφέρουν να διαφύγουν ζωντανοί από την Πράγα θα είναι ένα θαύμα. Τα καταφέρνουν όταν θεωρούν ότι έχουν αποτύχει και πέφτουν όρθιοι παίρνοντας μαζί τους στο θάνατο δεκάδες εχθρούς σε μια απίστευτη πολιορκία στο κέντρο της Πράγας. Ο συγγραφέας δεν ξεχνάει όμως και κάποιους ανθρώπους που τους βοήθησαν, τους έκρυψαν, τους τάισαν, τους φυγάδευσαν χωρίς να σκεφτούν τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχαν, και που τελικά πλήρωσαν με τη ζωή τους, αυτούς τους ανώνυμους εν πολλοίς ήρωες.


Ο τρίτος άξονας είναι το “ανθρωποειδές”, Ράινχαρντ Χάιντριχ, ένας άνθρωπος που ενσάρκωνε το πρότυπο του “Άρειου” όπως τον θέλει η λαϊκή μυθολογία. Πανύψηλος, ξανθός με γαλανά μάτια, σατανικός και ευέλικτος, ευγενής και απάνθρωπος ταυτόχρονα, με μουσική κουλτούρα και αδίστακτος. Ο Binet περιγράφει με υπέροχο στυλ, πως αυτός ο αρχικά αποτυχημένος, ατιμασμένος από το στράτευμα και χωρίς ιδιαίτερα τυπικά προσόντα άνθρωπος κατάφερε να φθάσει τόσο ψηλά στη Ναζιστική ιεραρχία, σε σημείο να θεωρείται από πολλούς ο μελλοντικός διάδοχος του Χίτλερ στην εξουσία. Παρακολουθούμε πως χτίζει με υπομονή την καριέρα του μέσα στον ναζιστικό μηχανισμό και την ικανότητά του στις Μυστικές Υπηρεσίες που τον έφερε τόσο ψηλά, την αφοσίωσή του στον “σκοπό”, τις ενέργειές του για την εξόντωση των Εβραίων, σε συνεργασία με το έτερο "μπουμπούκι" τον Άιχμαν, και την ανάληψη των καθηκόντών του στην Τσεχοσλοβακία. Παράλληλα ο συγγραφέας περιγράφει την οικογενειακή του ζωή, την λατρεία του για το βιολί, τον μουσικό πατέρα του, τις φήμες για το ποσοστό εβραϊκού αίματος στην οικογένειά του που έρχονται σε αντίθεση με την Άρεια εμφάνισή του.

“Λένε ότι το να επινοείς έναν μυθιστορηματικό ήρωα επειδή θέλεις να κατανοήσεις τα ιστορικά γεγονότα είναι κάτι σαν παραχάραξη των πραγματικών γεγονότων. Ή, καλύτερα, όπως λέει ο ετεροθαλής αδελφός μου με τον οποίο τα συζητάμε όλα αυτά, είναι σαν να κάνεις αναπαράσταση στον τόπο του εγκλήματος, ενώ οι αποδείξεις είναι μπρος στα μάτια σου...”


Η ιστορία της επίθεσης στον Χάιντριχ είναι πασίγνωστη, αλλά ο τρόπος που επιλέγει να την αφηγηθεί ο Binet είναι μοναδικός και ο αναγνώστης θα αποζημιωθεί για την αναμονή περίπου 300 σελίδων μέχρι να φθάσει στο σημείο αυτό το βιβλίο, όπου κυριολεκτικά απογειώνεται, με μια σκηνή που σου κόβει την ανάσα – όπως άλλωστε και αυτά που θα ακολουθήσουν. Βλέποντας αυτές τις ημέρες μια καινούργια ταινία που κυκλοφόρησε για την “επιχείρηση ανθρωποειδές” με γνωστούς ηθοποιούς (το “Anthropoid”) αντιλαμβάνεσαι πόσο πιο ζωντανή είναι η περιγραφή του Γάλλου συγγραφέα πάνω στα γεγονότα. Το μπλοκάρισμα του όπλου, το τραμ που περνάει από μπροστά, η ανοιχτή μερσεντές του Χάιντριχ, ο ίδιος να αντιστέκεται στην επίθεση και να πυροβολεί όρθιος, το χάος που επικρατεί και αργότερα η πολιορκία στην εκκλησία και η επική αντίσταση στα πυρά αποτελούν το υλικό για το καλύτερο γουέστερν.

“Νομίζω πως αρχίζω να καταλαβαίνω: το μυθιστόρημα που γράφω είναι ένα υπο-μυθιστόρημα.”

Μεγαλοφυές στη σύλληψή του, το βιβλίο με τον πρωτότυπο τίτλο μπορεί να θεωρηθεί ισάξιο του επιτεύγματος της Χ.Μαντέλ με το Wolf Hall. Ο Binet αναγνωρίζει την επιρροή κυρίως των πιο ενημερωμένων αναγνωστών από αυτά που έχουν διαβάσει στο παρελθόν για το γεγονός αυτό, τα μυθιστορήματα, τις ταινίες που έχουν δει, και με τον προσωπικό και μοναδικό αφηγηματικό του τρόπο και με πολύ μικρά και σύντομα κεφάλαια, δίνει απαράμιλλη ζωντάνια στην ιστορία, φωτίζει τις λεπτομέρειες, δίνει συναισθηματισμό και χρώμα σε ένα συγκλονιστικό περιστατικό της παγκόσμιας ιστορίας. Εν μέρει φιλοσοφικό, εν μέρει μυθιστορηματικό, εν πολλοίς ιστορικό βιβλίο, το μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα (ο οποίος εργάζεται ως δάσκαλος σε σχολείο), συγκινεί και προβληματίζει, σαγηνεύνει και συναρπάζει δείχνοντας τον τρόπο πως να γράφεται ένα ιστορικό μυθιστόρημα στις μέρες μας.





 
Τρίτη, Νοεμβρίου 01, 2016
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 01, 2016 | Permalink
Το σχέδιο
Η Κατερίνα Μαλακατέ (Αθήνα,1978) παλαιά και σοβαρή βιβλιόφιλη blogger, αγαπημένη φίλη και επαγγελματική συνεργάτης, με το δεύτερο μυθιστόρημα της, "ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ" (Εκδ. Μελάνι, σελ.225), πραγματοποιεί ένα μεγάλο και ουσιαστικό βήμα προόδου με ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί την πολιτική δυστοπία ως πρώτο επίπεδο για να μιλήσει για τον ολοκληρωτισμό, τις κοινωνικές, οικογενειακές και ερωτικές σχέσεις, την αποξένωση.

Στο μυθιστόρημά της, η Κ.Μαλακατέ στηρίζεται σε ένα πασίγνωστο αλλά και επικίνδυνο τρυκ, του είδους των βιβλίων που αποκαλούνται "what if", δηλαδή "τι θα συνέβαινε, εάν...". Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η υπόθεση είναι ότι η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια ζούγκλα, ένα πραγματικό κολαστήριο, όπου κυβερνάει ο φασίστας Ένας (του οποίου το πρόσωπο δεν έχει δει κανείς, παρά μόνο ψηφίδες στους κατευθυνόμενους από την εξουσία τηλεοπτικούς δέκτες). Ο δικτάτορας ανέλαβε την εξουσία μετά από ένα πραξικόπημα ("των πέντε ημερών"), του οποίου προηγήθηκε ένα δημοψήφισμα όπου επικράτησε το "Όχι". Η χώρα είναι εκτός Ευρωπαϊκής ένωσης, απομονωμένη όχι μόνο από το εξωτερικό αλλά και εντός της. Η Αθήνα έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο στρατόπεδο με όρια γεωγραφικά, τα οποία φυλάσσονται. Μέσα στα όρια αυτά, οι πολίτες αποχαυνωμένοι δουλεύουν για το "κράτος" το οποίο τους παρέχει τροφή και στέγη, ενώ εκτός ορίων στην επαρχία, οι πόλεις που παρουσιάζουν τουριστικό ενδιαφέρον έχουν ερημώσει για να παραδοθούν στην "ανάπτυξη" μέσω γιγαντιαίων τουριστικών μονάδων, στα δε ορεινά χωριά και στις μακρινές περιοχές δεν υπάρχει ρεύμα, ούτε προϊόντα (άρα ούτε φαγητό), ενώ η επικοινωνία μέσω διαδικτύου και κινητών υφίσταται για όποιον μπορεί να βρει ρεύμα (το οποίο διαθέτουν κάποιοι επιτήδειοι ως συνήθως).

«…Στην αρχή, κρυφά μάλλον, ξεκίνησε η Ακροδεξιά να φτιάχνει ακαδημίες από παιδιά στην ηλικία μου και λίγο μεγαλύτερα. Τότε κανένας δεν έκανε τίποτα για αυτό, μόνο χαβαλέ στο internet. Κυκλοφορούσαν κάτι βίντεο με παιδάκια να μαθαίνουν να χαιρετούν ναζιστικά κι άλλα τέτοια χαρούμενα, κανένας δεν τους έδινε σημασία. Κακώς απ’ ότι φάνηκε. Γιατί όταν ήρθαν τα σκούρα, ορδές από αγόρια και κορίτσια δεκαπέντε και δεκαέξι χρονών με ξυρισμένα κεφάλια και τατουάζ τη σβάστικα, άρχισαν να περιπολούν στους δρόμους της Αθήνας. Η κυκλοφορία έγινε δύσκολη για όποιον διέφερε έστω και λίγο ή ρωτούσε κάτι παραπάνω. Ήταν κι οι μέρες πολύ πονηρές, όλοι μουδιασμένοι, να αδειάζουν ράφια και πιστωτικές.»

Ο Χάρης έχει φροντίσει να φύγει από την Ελλάδα, από τις αρχές της κρίσης, οπότε δεν έχει προλάβει να ζήσει τα τελευταία γεγονότα. Έχει πάει στο Παρίσι, με πρόσκληση από τον εκδοτικό οίκο που εκδίδει στα γαλλικά τα βιβλία του, και με ένα συμβόλαιο ενός έτους για να γράψει ένα μυθιστόρημα. Στην Ελλάδα έχει αφήσει την έφηβη κόρη του και την πρώην σύζυγό του, ενώ οι σχέσεις με τους γονείς του που έχουν πάει να ζήσουν σε ένα απομακρυσμένο χωριό είναι από καιρό παγωμένες. Ο Χάρης αφού περνάει μια περίοδο εσωστρέφειας και προσαρμογής, εμπνέεται από ένα τυχαίο περιστατικό και γράφει μια ιστορία που αφορά ένα ζευγάρι ελλήνων προσφύγων στην Γαλλία. Το βιβλίο γίνεται μπεστ-σέλερ, εκμεταλλευόμενο την ευαισθησία γύρω από την Ελλάδα, ο Χάρης είναι πλέον ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας, ενώ η γνωριμία του με μια Γαλλίδα θα αλλάξει την ζωή του.

Στην Ελλάδα, ο πατέρας του Χάρη, ο Χρήστος δεν είναι τόσο τυχερός. Πεθαίνοντας η γυναίκα του, τον αφήνει μόνο του στο χωριό, όπου οι πολιτικές εξελίξεις τον έχουν απομονώσει από την υπόλοιπη κοινότητα καθώς είναι ο μόνος που έχει καθαρή και ψύχραιμη σκέψη. Φιλοξενεί την κόρη του με τα δύο της παιδιά και διατρέφονται από τα ζαρζαβατικά του κήπου. Αίφνης, εμφανίζεται στην πόρτα του, η εγγονή του Ευγενία (κόρη του Χάρη), η οποία άγνωστο πως, κατάφερε να φθάσει σώα στο απομακρυσμένο μέρος. Ο Χρήστος της δείχνει απεριόριστη τρυφερότητα και προτίμηση, κάτι που στρέφει εναντίον του την κόρη του. Το ασφυκτικό περιβάλλον, η ζοφερή ατμόσφαιρα, και η ανοιχτή πλέον εχθρότητα της τοπικής μικροκοινωνίας που εκδηλώνεται με επιθέσεις στο σπίτι, υποχρεώνουν τον Χρήστο να πάρει την εγγονή του και να φύγουν από το χωριό με πρόθεση να βρει την μητέρα της στην Αθήνα και να την παραδώσει σε αυτήν. Ξεκινάνε ένα οδοιπορικό μέσα από κακοτράχαλους δρόμους, ερειπωμένα και κατεστραμμένα μέρη.

Θα τα καταφέρουν; Μήπως υπάρχει ένα Σχέδιο που εξυφαίνεται εν αγνοία των πρωταγωνιστών της ιστορίας ή τουλάχιστον κάποιων από αυτών; Ήταν τόσο αθώα η άφιξη της μικρής Ευγενίας στο σπίτι του παππού; Θα παίξει κάποιο ρόλο ο Χάρης στην ιστορία ή θα αφεθεί στην "νιρβάνα" της ερωτικής του σχέσης και της εμπορικής επιτυχίας των βιβλίων του; Σύντομα θα αποκαλυφθεί η αλήθεια που θα είναι εφιαλτική αλλά και καταλυτική.

«Πάνω μου βρωμάει ο θάνατος. Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που πάνω τους κρέμεται ο θάνατος. Από τη γέννηση. Μωρά που σκοτώνουν τις μανάδες τους στη γέννα, παιδιά που αποτελειώνουν τους γονείς τους αργά και βασανιστικά ως το τρελάδικο. Πάνω μου μυρίζει ο θάνατος, οι άλλοι μπορούν να τον δουν. Όχι όλοι. Όχι πάντα. Αυτό εκμεταλλεύομαι. Ως το τέλος.»

Η ιστορία που περιγράφει η Κ.Μαλακατέ είναι εφιαλτική και πολύ σκληρή. Μια βία υποδόρια διαπερνάει το βιβλίο απ’ άκρη σ’ άκρη, στις συνομιλίες, στις πράξεις των ηρώων της. Με τον ρυθμό του μυθιστορήματος να είναι χαλαρός στην αρχή, και μετά να γίνεται καταιγιστικός, ο αναγνώστης αισθάνεται άβολα και ασφυκτικά, καθώς συνειδητοποιεί όσο πλησιάζουμε προς το φινάλε το «σχέδιο» και πως θα υλοποιηθεί αυτό.

«Το Σχέδιο», είναι ένα πολύ ωραίο και στιβαρό μυθιστόρημα με μια ιστορία, που μας αγγίζει όλους. Οι οικογενειακές σχέσεις με τις συγκρούσεις και τα ψέματά τους, η ασφυκτική κοινωνία του χωριού, η αποξένωση, οι δυσκολίες του έρωτα, η σκληρότητα και η απανθρωπιά, το φάντασμα του ολοκληρωτισμού που φαίνεται πολύ κοντινό μας, η εκμετάλλευση και η ανάγκη για επιβίωση που τα ισοπεδώνει όλα, αποτελούν την ουσία του βιβλίου.
Θεωρώ ότι έπρεπε να δοθεί περισσότερη έκταση στην ανάπτυξη της πολιτικής δυστοπίας, η οποία μένει μετέωρη και αφήνει κενά, αλλά κατανοώ ότι η συγγραφέας την χρησιμοποιεί περισσότερο ως υπόβαθρο για να στηρίξει την ιστορία που αφηγείται. Η αφήγηση είναι ζωντανή και ρέουσα αν και ορισμένες φορές η χρήση υβριστικών εκφράσεων στους διαλόγους δεν προσδίδει τίποτα σε αυτούς και μάλλον αποσυντονίζει παρά προσδίδει έμφαση (όπως ίσως ήταν ο σκοπός της χρησιμοποίησής τους), οι χαρακτήρες είναι αληθινοί και όχι χάρτινοι, ενώ ο ρυθμός που αποτελούσε πρόβλημα στις πρώτες 60 σελίδες όσο αναπτύσσεται το βιβλίο και προχωράει η ιστορία, είναι έξοχος. Λεπτομέρειες βέβαια, διότι αυτό που προέχει είναι η αίσθηση της πληρότητας που αφήνει το μυθιστόρημα με την ολοκλήρωση της ανάγνωσής του.



Με γερή αναγνωστική παιδεία η Κ.Μαλακατέ, και με φανερή επιρροή από (αγαπημένους της) συγγραφείς που έχουν γράψει αριστουργήματα πάνω στο είδος της δυστοπίας και της επιστημονικής φαντασίας (όπως ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ και ο αριστουργηματικός «Δρόμος» ή ο Φίλιπ Κ.Ντικ με το εξαίσιο «Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο»,και το "Όρυξ και Κρέικ" της Άτγουντ), δείχνει να κερδίζει το στοίχημα σε ένα δύσκολο και πολύ απαιτητικό λογοτεχνικό είδος, αποφεύγοντας τις παγίδες και τις ευκολίες με ένα πολύ καλά δουλεμένο μυθιστόρημα που είμαι σίγουρος ότι αποτελεί την αρχή για κάτι πολύ καλό που έρχεται στη συνέχεια.