Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 30, 2010
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 30, 2010 | Permalink
Τα παιδιά από το Ντολόρες
Μια αναμνηστική σχολική φωτογραφία του 1941 αποτέλεσε την αφορμή για τον Αμερικανό δημοσιογράφο και συγγραφέα Patrick Symmes να γράψει ένα ωραίο και πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για την Κούβα των τελευταίων 70 περίπου χρόνων. «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΤΟΛΟΡΕΣ» (The boys from Dolores), (Εκδ. Πάπυρος, μετάφρ. Ε.Πουλάκου, σελ.406) δεν ασχολούνται μόνο με τον Φιντέλ Κάστρο, (κάτι το οποίο περιμένει κανείς από τη στιγμή που ο υπότιτλος του βιβλίου είναι "Ο Φιντέλ Κάστρο και η γενιά του, από την επανάσταση στην εξορία") αλλά περισσότερο με την ιδιόμορφη και μοναδική αυτή χώρα, την «querida»(την αγαπημένη) των Η.Π.Α. και ακόμα περισσότερο με τους αυτοεξόριστους Κουβανούς και τις αναμνήσεις τους.
Στην φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου, βλέπουμε 238 μαθητές του Ιησουίτικου κολέγιου Ντολόρες στο Σαντιάγκο της Κούβας. Είναι το 1941 και οι μαθητές απεικονίζονται με στρατιωτικές σχολές. Το Ντολόρες δεν ήταν οποιοδήποτε σχολείο. Ήταν ένα σχολείο που απαιτούσε κάποια οικονομικά στάνταρντς. Το Σαντιάγκο ήταν μια πόλη ανταγωνιζόταν ευθέως την Αβάνα σε οικονομικά μεγέθη και σ’αυτήν διέμεναν αρκετοί πλούσιοι της χώρας. Η οικογένεια Μπακάρντι και άλλες που τα εργοστάσια τους κρατικοποίησε η επανάσταση αναγκάζοντας τους να φύγουν. Σ’αυτήν την φωτογραφία μέσα σε θυρεούς και λάβαρα, στην τρίτη σειρά από πάνω διακρίνεται ο Φιντέλ. «Πέμπτος από δεξιά, με τις πτυχές της γαλανόλευκης σημαίας να ακουμπούν στους ώμους του. Τα φαρδιά πέτα του πουκαμίσου του ήταν ανοιχτά, αποκαλύπτοντας ένα μέρος του στήθους. Φορούσε το καπέλο του ριγμένο προς τα πίσω και κρατούσε το πηγούνι ψηλά, κοιτώντας κατευθείαν στη φωτογραφική μηχανή με το ύφος κάποιου που έχει ένα σκοπό. Τα αγόρια γύρω του κοιτούσαν προς κάθε άλλη κατεύθυνση. Θα μπορούσες να αποδώσεις αλαζονία στον τρόπο που ήταν ανασηκωμένο το καπέλο του, αν ήθελες, αλλά δεν ήταν παρά ένα δεκατετράχρονο αγόρι.»
Στο σχολείο φοίτησαν για αρκετά χρόνια ο Φιντέλ και τα δύο του αδέρφια, ο Ραμόν και ο Ραούλ. Γόνοι ενός μεγαλοκτηματία Γαλικιανού που είχε τη γή του αρκετά έξω από το Σαντιάγκο γι’αυτό τα παιδιά έμεναν μέσα στο σχολείο, όπου η προσωπικότητα του Φιντέλ κυριαρχούσε (στη φωτό αριστερά είναι αυτός με το γλειφιτζούρι). Πανέξυπνος, φωνακλάς και με τσαμπουκά, ξεχώριζε χωρίς όμως να κάνει κολλητές φιλίες. Ο Σιμς αντιμετωπίζει μια αντικειμενική δυσκολία ασχολούμενος με το θέμα του. Το πρόβλημα της μνήμης, λόγω των πολλών δεκαετιών που έχουν περάσει. Από αυτούς που διακρίνονται στην φωτογραφία πρέπει να βρει ποιοι και που ζουν. Σχεδόν το 90% από αυτούς που βρίσκει ζουν πλέον στις Η.Π.Α. και οι περισσότεροι αν όχι όλοι, μοιράζονται ένα κοινό συναίσθημα. Μίσος για τον Φιντέλ, τον οποίον αποκαλούν με ότι επίθετο μπορεί κανείς να φανταστεί.
Μέσα από αναμνήσεις παλαιών συμμαθητών, αλλά και ανθρώπων που γνώρισαν αργότερα τον Φιντέλ στο πανεπιστήμιο, ο συγγραφέας συνθέτει ένα πολυεπίπεδο πορτρέτο της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης όχι μόνο της σημερινής Κούβας αλλά (και εκεί είναι το πλέον ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου) και της προεπαναστατικής χώρας. Τα αποτυχημένα κινήματα της δεκαετίας του ΄50 όπου εμπλέκετο ο Φιντέλ, την κοινωνική κατάσταση επί Μπατίστα που δεν πήγαινε άλλο και γι’αυτό οι περισσότεροι από τους αφηγητές περιγράφουν το πώς στην αρχή ενθουσιάστηκαν με την Επανάσταση, και την μεγάλη φυγή ενός μεγάλου μέρους της αστικής τάξης του νησιού αργότερα. Το πώς επηρρέασε η Ιησουίτικη εκπαίδευση, της πειθαρχίας αλλά και της στιβαρής μόρφωσης την προσωπικότητα του Κάστρο αλλά και τον ρατσισμό της Κουβανικής κοινωνίας που συντηρείτο από την εκπαίδευση αυτή.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτουν οι αφηγήσεις των αυτοεξόριστων παλαιών συμμαθητών στο Ντολόρες. Αφηγήσεις ελεγειακές, που η ανάμνηση της Κούβας υπερισχύει οποιουδήποτε άλλου συναισθήματος. Κύριος τροφοδότης της ιστορίας είναι ο καθηγητής, δημοσιογράφος – πνευματικός άνθρωπος Λούντι Αγκιλάρ. Απόφοιτος της τάξης του ’44 από το Ντολόρες, διατηρούσε μια ψιλοανταγωνιστική σχέση με τον Κάστρο από το σχολείο. Υποστήριξε θερμά την επανάσταση αλλά όταν αντελήφθη προς τα πού πάει το πράγμα, έφυγε από την Κούβα για να αποτελέσει έναν από τους ηγέτες του αντι-Καστρικού κινήματος μέχρι το σημείο να συμμετάσχει ενεργά στην (ξακουστή για την αποτυχία της) απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων.
Έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι απ’όσους συναντάει ο Σιμς συμμετείχαν ενεργά στον αντι-Καστρικό αγώνα, πλέον βλέπουν την κατάσταση πιο ψύχραιμα, αφήνοντας τους γιούς τους (που δεν γνώρισαν την προεπαναστατική Κούβα) να είναι πιο φανατικοί. Ο συγγραφέας συναντάει και αρκετούς οι οποίοι έμειναν στο νησί, αρνούμενοι ή φοβούμενοι να κάνουν το βήμα απέναντι. Από τις αφηγήσεις τους βλέπουμε μια πιο ψύχραιμη απεικόνιση της ιδιόμορφης Κουβανικής κατάστασης και την ψυχοσύνθεση ενός πολύ υπερήφανου λαού. Το εύκολο για ένα βιβλίο σαν κι αυτό είναι να ξεστρατίσει σε μια υστερική αντικομμουνιστική προπαγάνδα, αλλά ο Σιμς είναι πολύ ικανός για να πέσει σε μια τέτοια παγίδα.
Στο βιβλίο υπάρχουν ιστορίες συναρπαστικές, όπως αυτή της οικογένειας Ντε Γιονγκ που τα μεγαλύτερα αδέρφια κατάφεραν να διαφύγουν, κρύβοντας τον χρυσό που είχαν στον κάδο των σκουπιδιών ενώ ο μικρότερος έμεινε πίσω από επιλογή – ένας ξένος πλέον για την υπόλοιπη οικογένεια. Ιστορίες από την απόβαση στον κόλπο των Χοίρων, το «φρικάρισμα» του μεγάλου Ναζίμ Χικμέτ όταν επισκέφτηκε την Κούβα το 1961 (2 μόλις χρόνια μετά την Επανάσταση) και διεπίστωσε τι ακριβώς γίνεται εκεί… «Ταξιδέψτε, ήταν η εντολή του στους συγκεντρωμένους συγγραφείς και συντάκτες. Τους παρότρυνε να εφεύρουν ταξίδια στο εξωτερικό, αμέσως, με κάθε δικαιολογία, κι ύστερα να μείνουν εκεί. Σαν τελευταία διέξοδο, όσοι δεν μπορούσαν να φύγουν στο εξωτερικό θα μπορούσαν, ίσως, να προστατέψουν τον εαυτό τους με το να γίνουν διάσημοι, στρέφοντας στο άτομό τους τη διεθνή προσοχή. «Κάντε τον έξω κόσμο να σας προσέξει» τους συμβούλεψε.» Ιστορίες όπως αυτήν με την «αποκαθήλωση» του Φιντέλ όταν τις έφαγε από έναν συμμαθητή του στο σχολείο. Ο συγγραφέας διηγείται σύγχρονους αστικούς μύθους, όπως αυτόν που ισχυρίζεται ότι ο Ραούλ Κάστρο, ο αδερφός του Φιντέλ, επονομαζόμενος και Τσίνο (Κινέζος) λόγω των χαρακτηριστικών του είναι εξώγαμο, ή όπως αυτόν που μάλλον έχει βάση ότι ο νεαρός Φιντέλ διέλυσε μια απεργία των εργατών στα κτήματα του πατέρα του με βίαιο τρόπο.
Μέσα από όλο αυτό το πλαίσιο, ο Σιμς αφηγείται την ιστορία της χώρας. Από τον ΙσπανοΑμερικανικό πόλεμο του τέλους του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Μια ιστορία δικτατοριών και μικρών περιόδων δημοκρατίας, μια ιστορία αγώνων και εκμετάλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας που η σημασία της είναι αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους της. Συγκρίνει την κατάσταση τώρα με το πώς θα ήταν αν δεν γινόταν η Επανάσταση ή με το πώς θα γίνει αφότου αλλάξει το καθεστώς – ένα Πουέρτο Ρίκο όπως αναφέρει χαρακτηριστικά…
Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που κάποιες φορές σε συναρπάζει λόγων της ικανότητας του Σιμς να αφηγείται γλαφυρά και με ωραίο ανάλαφρο στυλ. Δεν διστάζει να συγκρίνει την σημερινή κατάσταση του Φιντέλ με τον ήρωα του αριστουργήματος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, «Το φθινόπωρο του Πατριάρχη», μυθιστόρημα όπως και χιλιάδες άλλα, απαγορευμένο στην Κούβα. Ο Σιμς γενικά είναι πολύ προσεκτικός στις πολιτικές του θέσεις/απόψεις, αλλά όσο και να συμπαθείς τη χώρα και τους ανθρώπους της μια βόλτα στους δρόμους της Αβάνας και του Σαντιάγκο σήμερα σου δείχνει την πραγματικότητα…Γραμμένο το 2006 το βιβλίο μιλάει με υποτιμητικά λόγια για τον Ραούλ Κάστρο κάτι που μάλλον δεν δικαιώνει τον συγγραφέα αφού ο «Τσίνο» (εκπλήσσοντας τους περισσότερους) προχωράει σε μερικά εντυπωσιακά πολιτικά ανοίγματα, ενώ και ο ίδιος ο Φιντέλ στις τελευταίες του αναλαμπές δηλώνει ανοιχτά το αδιέξοδο του καθεστώτος.
Κλείνοντας παραθέτω την αγαπημένη μου ιστορία από το βιβλίο. Είναι αυτή της μικρού μήκους ταινίας, PM (Pasado Meridiano) που γύρισαν δύο κινηματογραφιστές, ο Καμπρέρα και ο Λεάλ (ο Σιμς αναφέρει μόνο τον δεύτερο) το 1961. Στην ταινία που είναι τραβηγμένη με ελαφριά κάμερα (ένα είδος σινεμά βεριτέ-τότε στην επικαιρότητα με τη γαλλική νουβέλ-βαγκ) δεν υπάρχει πλοκή, ούτε σχολιαστής, ούτε διάλογος. Είναι μια ματιά στη νυχτερινή ζωή της συνοικίας Λα Ρέγλα (το νησάκι απέναντι από το λιμάνι της Αβάνας), που ήταν ανέκαθεν μια συνοικία που ζούσαν μαύροι, είναι μια διαφορετική απεικόνιση της καθημερινότητας που ενόχλησε το καθεστώς…
«…Με μια ματιά στο PM οι λογοκριτές πανικοβλήθηκαν: αρνήθηκαν την άδεια, διέταξαν το θέατρο να ακυρώσει την προβολή, απαγόρεψαν την παρουσίαση της ταινίας οπουδήποτε και κατάσχεσαν το αντίτυπο που υποβληθεί στους κριτικούς.
Ο Λεάλ πίστευε πως το φιλμ κατασχέθηκε επειδή είχε φτιαχτεί εκτός κυβερνητικού ελέγχου. «Τους χάλαγε την ωραία πρόσοψη», μου είπε, σε μια καφετέρια της Νέας Υόρκης, σαράντα τρία χρόνια μετά τα γεγονότα. Ήδη το 1961, είχαν βγει δύο μεγάλες κυβερνητικές ταινίες με ηθοποιούς, Έστα Τιέρα Νουέστρα (Αυτή η γη είναι δική μας) και Βενσερέμος (Θα νικήσουμε), γλοιώδεις, φανερά προπαγανδιστικές ταινίες που μιλούσαν για χωρικούς χωρίς γη και για θυσίες. Αλλά το PM δεν έδειχνε Νέους Ανθρώπους: ήταν μια κλεφτή ματιά στη συνηθισμένη ζωή, τη μίζερη και απαράλλαχτη, γεμάτη μπουκάλες Βατ 69, ανθρώπους με φανταχτερά ρούχα, μεθύστακες, κι όλα τούτα σε μια φτωχική κι απεριποίητη γειτονιά της Ρέγλα. Ήταν αντιηρωική, γεμάτη ανθρώπους που φώναζαν, χόρευαν, τσακώνονταν και, γενικά, φέρονταν σαν μην είχε γίνει καθόλου Επανάσταση. Και η ταινία άγγιζε μια ρατσιστική χορδή, ισχυρίστηκε ο κινηματογραφιστής, λόγω του αφροκουβανικού περίγυρου στη Ρέγλα. Ένας (λευκός) υπάλληλος είχε πει στον Λεάλ τότε, «Δεν είμαστε έτσι».»
Στην φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου, βλέπουμε 238 μαθητές του Ιησουίτικου κολέγιου Ντολόρες στο Σαντιάγκο της Κούβας. Είναι το 1941 και οι μαθητές απεικονίζονται με στρατιωτικές σχολές. Το Ντολόρες δεν ήταν οποιοδήποτε σχολείο. Ήταν ένα σχολείο που απαιτούσε κάποια οικονομικά στάνταρντς. Το Σαντιάγκο ήταν μια πόλη ανταγωνιζόταν ευθέως την Αβάνα σε οικονομικά μεγέθη και σ’αυτήν διέμεναν αρκετοί πλούσιοι της χώρας. Η οικογένεια Μπακάρντι και άλλες που τα εργοστάσια τους κρατικοποίησε η επανάσταση αναγκάζοντας τους να φύγουν. Σ’αυτήν την φωτογραφία μέσα σε θυρεούς και λάβαρα, στην τρίτη σειρά από πάνω διακρίνεται ο Φιντέλ. «Πέμπτος από δεξιά, με τις πτυχές της γαλανόλευκης σημαίας να ακουμπούν στους ώμους του. Τα φαρδιά πέτα του πουκαμίσου του ήταν ανοιχτά, αποκαλύπτοντας ένα μέρος του στήθους. Φορούσε το καπέλο του ριγμένο προς τα πίσω και κρατούσε το πηγούνι ψηλά, κοιτώντας κατευθείαν στη φωτογραφική μηχανή με το ύφος κάποιου που έχει ένα σκοπό. Τα αγόρια γύρω του κοιτούσαν προς κάθε άλλη κατεύθυνση. Θα μπορούσες να αποδώσεις αλαζονία στον τρόπο που ήταν ανασηκωμένο το καπέλο του, αν ήθελες, αλλά δεν ήταν παρά ένα δεκατετράχρονο αγόρι.»
Στο σχολείο φοίτησαν για αρκετά χρόνια ο Φιντέλ και τα δύο του αδέρφια, ο Ραμόν και ο Ραούλ. Γόνοι ενός μεγαλοκτηματία Γαλικιανού που είχε τη γή του αρκετά έξω από το Σαντιάγκο γι’αυτό τα παιδιά έμεναν μέσα στο σχολείο, όπου η προσωπικότητα του Φιντέλ κυριαρχούσε (στη φωτό αριστερά είναι αυτός με το γλειφιτζούρι). Πανέξυπνος, φωνακλάς και με τσαμπουκά, ξεχώριζε χωρίς όμως να κάνει κολλητές φιλίες. Ο Σιμς αντιμετωπίζει μια αντικειμενική δυσκολία ασχολούμενος με το θέμα του. Το πρόβλημα της μνήμης, λόγω των πολλών δεκαετιών που έχουν περάσει. Από αυτούς που διακρίνονται στην φωτογραφία πρέπει να βρει ποιοι και που ζουν. Σχεδόν το 90% από αυτούς που βρίσκει ζουν πλέον στις Η.Π.Α. και οι περισσότεροι αν όχι όλοι, μοιράζονται ένα κοινό συναίσθημα. Μίσος για τον Φιντέλ, τον οποίον αποκαλούν με ότι επίθετο μπορεί κανείς να φανταστεί.
Μέσα από αναμνήσεις παλαιών συμμαθητών, αλλά και ανθρώπων που γνώρισαν αργότερα τον Φιντέλ στο πανεπιστήμιο, ο συγγραφέας συνθέτει ένα πολυεπίπεδο πορτρέτο της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης όχι μόνο της σημερινής Κούβας αλλά (και εκεί είναι το πλέον ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου) και της προεπαναστατικής χώρας. Τα αποτυχημένα κινήματα της δεκαετίας του ΄50 όπου εμπλέκετο ο Φιντέλ, την κοινωνική κατάσταση επί Μπατίστα που δεν πήγαινε άλλο και γι’αυτό οι περισσότεροι από τους αφηγητές περιγράφουν το πώς στην αρχή ενθουσιάστηκαν με την Επανάσταση, και την μεγάλη φυγή ενός μεγάλου μέρους της αστικής τάξης του νησιού αργότερα. Το πώς επηρρέασε η Ιησουίτικη εκπαίδευση, της πειθαρχίας αλλά και της στιβαρής μόρφωσης την προσωπικότητα του Κάστρο αλλά και τον ρατσισμό της Κουβανικής κοινωνίας που συντηρείτο από την εκπαίδευση αυτή.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτουν οι αφηγήσεις των αυτοεξόριστων παλαιών συμμαθητών στο Ντολόρες. Αφηγήσεις ελεγειακές, που η ανάμνηση της Κούβας υπερισχύει οποιουδήποτε άλλου συναισθήματος. Κύριος τροφοδότης της ιστορίας είναι ο καθηγητής, δημοσιογράφος – πνευματικός άνθρωπος Λούντι Αγκιλάρ. Απόφοιτος της τάξης του ’44 από το Ντολόρες, διατηρούσε μια ψιλοανταγωνιστική σχέση με τον Κάστρο από το σχολείο. Υποστήριξε θερμά την επανάσταση αλλά όταν αντελήφθη προς τα πού πάει το πράγμα, έφυγε από την Κούβα για να αποτελέσει έναν από τους ηγέτες του αντι-Καστρικού κινήματος μέχρι το σημείο να συμμετάσχει ενεργά στην (ξακουστή για την αποτυχία της) απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων.
Έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι απ’όσους συναντάει ο Σιμς συμμετείχαν ενεργά στον αντι-Καστρικό αγώνα, πλέον βλέπουν την κατάσταση πιο ψύχραιμα, αφήνοντας τους γιούς τους (που δεν γνώρισαν την προεπαναστατική Κούβα) να είναι πιο φανατικοί. Ο συγγραφέας συναντάει και αρκετούς οι οποίοι έμειναν στο νησί, αρνούμενοι ή φοβούμενοι να κάνουν το βήμα απέναντι. Από τις αφηγήσεις τους βλέπουμε μια πιο ψύχραιμη απεικόνιση της ιδιόμορφης Κουβανικής κατάστασης και την ψυχοσύνθεση ενός πολύ υπερήφανου λαού. Το εύκολο για ένα βιβλίο σαν κι αυτό είναι να ξεστρατίσει σε μια υστερική αντικομμουνιστική προπαγάνδα, αλλά ο Σιμς είναι πολύ ικανός για να πέσει σε μια τέτοια παγίδα.
Στο βιβλίο υπάρχουν ιστορίες συναρπαστικές, όπως αυτή της οικογένειας Ντε Γιονγκ που τα μεγαλύτερα αδέρφια κατάφεραν να διαφύγουν, κρύβοντας τον χρυσό που είχαν στον κάδο των σκουπιδιών ενώ ο μικρότερος έμεινε πίσω από επιλογή – ένας ξένος πλέον για την υπόλοιπη οικογένεια. Ιστορίες από την απόβαση στον κόλπο των Χοίρων, το «φρικάρισμα» του μεγάλου Ναζίμ Χικμέτ όταν επισκέφτηκε την Κούβα το 1961 (2 μόλις χρόνια μετά την Επανάσταση) και διεπίστωσε τι ακριβώς γίνεται εκεί… «Ταξιδέψτε, ήταν η εντολή του στους συγκεντρωμένους συγγραφείς και συντάκτες. Τους παρότρυνε να εφεύρουν ταξίδια στο εξωτερικό, αμέσως, με κάθε δικαιολογία, κι ύστερα να μείνουν εκεί. Σαν τελευταία διέξοδο, όσοι δεν μπορούσαν να φύγουν στο εξωτερικό θα μπορούσαν, ίσως, να προστατέψουν τον εαυτό τους με το να γίνουν διάσημοι, στρέφοντας στο άτομό τους τη διεθνή προσοχή. «Κάντε τον έξω κόσμο να σας προσέξει» τους συμβούλεψε.» Ιστορίες όπως αυτήν με την «αποκαθήλωση» του Φιντέλ όταν τις έφαγε από έναν συμμαθητή του στο σχολείο. Ο συγγραφέας διηγείται σύγχρονους αστικούς μύθους, όπως αυτόν που ισχυρίζεται ότι ο Ραούλ Κάστρο, ο αδερφός του Φιντέλ, επονομαζόμενος και Τσίνο (Κινέζος) λόγω των χαρακτηριστικών του είναι εξώγαμο, ή όπως αυτόν που μάλλον έχει βάση ότι ο νεαρός Φιντέλ διέλυσε μια απεργία των εργατών στα κτήματα του πατέρα του με βίαιο τρόπο.
Μέσα από όλο αυτό το πλαίσιο, ο Σιμς αφηγείται την ιστορία της χώρας. Από τον ΙσπανοΑμερικανικό πόλεμο του τέλους του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Μια ιστορία δικτατοριών και μικρών περιόδων δημοκρατίας, μια ιστορία αγώνων και εκμετάλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας που η σημασία της είναι αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους της. Συγκρίνει την κατάσταση τώρα με το πώς θα ήταν αν δεν γινόταν η Επανάσταση ή με το πώς θα γίνει αφότου αλλάξει το καθεστώς – ένα Πουέρτο Ρίκο όπως αναφέρει χαρακτηριστικά…
Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που κάποιες φορές σε συναρπάζει λόγων της ικανότητας του Σιμς να αφηγείται γλαφυρά και με ωραίο ανάλαφρο στυλ. Δεν διστάζει να συγκρίνει την σημερινή κατάσταση του Φιντέλ με τον ήρωα του αριστουργήματος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, «Το φθινόπωρο του Πατριάρχη», μυθιστόρημα όπως και χιλιάδες άλλα, απαγορευμένο στην Κούβα. Ο Σιμς γενικά είναι πολύ προσεκτικός στις πολιτικές του θέσεις/απόψεις, αλλά όσο και να συμπαθείς τη χώρα και τους ανθρώπους της μια βόλτα στους δρόμους της Αβάνας και του Σαντιάγκο σήμερα σου δείχνει την πραγματικότητα…Γραμμένο το 2006 το βιβλίο μιλάει με υποτιμητικά λόγια για τον Ραούλ Κάστρο κάτι που μάλλον δεν δικαιώνει τον συγγραφέα αφού ο «Τσίνο» (εκπλήσσοντας τους περισσότερους) προχωράει σε μερικά εντυπωσιακά πολιτικά ανοίγματα, ενώ και ο ίδιος ο Φιντέλ στις τελευταίες του αναλαμπές δηλώνει ανοιχτά το αδιέξοδο του καθεστώτος.
Κλείνοντας παραθέτω την αγαπημένη μου ιστορία από το βιβλίο. Είναι αυτή της μικρού μήκους ταινίας, PM (Pasado Meridiano) που γύρισαν δύο κινηματογραφιστές, ο Καμπρέρα και ο Λεάλ (ο Σιμς αναφέρει μόνο τον δεύτερο) το 1961. Στην ταινία που είναι τραβηγμένη με ελαφριά κάμερα (ένα είδος σινεμά βεριτέ-τότε στην επικαιρότητα με τη γαλλική νουβέλ-βαγκ) δεν υπάρχει πλοκή, ούτε σχολιαστής, ούτε διάλογος. Είναι μια ματιά στη νυχτερινή ζωή της συνοικίας Λα Ρέγλα (το νησάκι απέναντι από το λιμάνι της Αβάνας), που ήταν ανέκαθεν μια συνοικία που ζούσαν μαύροι, είναι μια διαφορετική απεικόνιση της καθημερινότητας που ενόχλησε το καθεστώς…
«…Με μια ματιά στο PM οι λογοκριτές πανικοβλήθηκαν: αρνήθηκαν την άδεια, διέταξαν το θέατρο να ακυρώσει την προβολή, απαγόρεψαν την παρουσίαση της ταινίας οπουδήποτε και κατάσχεσαν το αντίτυπο που υποβληθεί στους κριτικούς.
Ο Λεάλ πίστευε πως το φιλμ κατασχέθηκε επειδή είχε φτιαχτεί εκτός κυβερνητικού ελέγχου. «Τους χάλαγε την ωραία πρόσοψη», μου είπε, σε μια καφετέρια της Νέας Υόρκης, σαράντα τρία χρόνια μετά τα γεγονότα. Ήδη το 1961, είχαν βγει δύο μεγάλες κυβερνητικές ταινίες με ηθοποιούς, Έστα Τιέρα Νουέστρα (Αυτή η γη είναι δική μας) και Βενσερέμος (Θα νικήσουμε), γλοιώδεις, φανερά προπαγανδιστικές ταινίες που μιλούσαν για χωρικούς χωρίς γη και για θυσίες. Αλλά το PM δεν έδειχνε Νέους Ανθρώπους: ήταν μια κλεφτή ματιά στη συνηθισμένη ζωή, τη μίζερη και απαράλλαχτη, γεμάτη μπουκάλες Βατ 69, ανθρώπους με φανταχτερά ρούχα, μεθύστακες, κι όλα τούτα σε μια φτωχική κι απεριποίητη γειτονιά της Ρέγλα. Ήταν αντιηρωική, γεμάτη ανθρώπους που φώναζαν, χόρευαν, τσακώνονταν και, γενικά, φέρονταν σαν μην είχε γίνει καθόλου Επανάσταση. Και η ταινία άγγιζε μια ρατσιστική χορδή, ισχυρίστηκε ο κινηματογραφιστής, λόγω του αφροκουβανικού περίγυρου στη Ρέγλα. Ένας (λευκός) υπάλληλος είχε πει στον Λεάλ τότε, «Δεν είμαστε έτσι».»
Υ.Γ.1 Το καταπληκτικό PM (κρίνοντας εκ των περιστάσεων…) υπάρχει στο YouTube εδώ κι εδώ. 50 χρόνια μετά είναι ολοζώντανο – αισθάνεσαι τον ιδρώτα, το μεθύσι, την αλεγρία.
Υ.Γ.2 Και μια νοσταλγική ματιά στην Κούβα του ’58 (υπέροχη η μουσική) – όπως υποθέτω την θυμούνται οι αυτοεξόριστοι Κουβανοί. Όπως θα προσέξει ο παρατηρητικός θεατής, στους δρόμους δεν κυκλοφορούν καθόλου μαύροι…