Τετάρτη, Δεκεμβρίου 23, 2009
posted by Librofilo at Τετάρτη, Δεκεμβρίου 23, 2009 | Permalink
Ο λόγος στον Πεσσόα
Πέρασα ανάμεσά τους ξένος, αλλά κανείς τους δεν είδε ότι ήμουν ξένος. Έζησα ανάμεσά τους κατάσκοπος και κανείς τους, ούτε κι εγώ, δεν το υποψιάστηκε. Όλοι με είχαν γιά συγγενή τους. Κανείς δεν ήξερε ότι με αντάλλαξαν στη γέννησή μου. Έτσι, υπήρξα ίδιος με τους άλλους χωρίς ομοιότητα, αδελφός όλων χωρίς να είμαι της οικογένειας.
Ήρθα από χώρες θαυμαστές, τοπία καλύτερα κι από τη ζωή, αλλά για τις χώρες αυτές ποτέ δεν μίλησα παρά μόνο με τον εαυτό μου, και τα τοπία, που τα έβλεπα σαν ονειρευόμουν, ποτέ δεν τους τα ανέφερα. Τα βήματα μου ήταν σαν δικά τους πάνω στα πατώματα και τις πλάκες, αλλά η καρδιά μου ήταν μακριά, αν και χτυπούσε κοντά, ψεύτικος κύριος ενός κορμιού εξόριστου και ξένου.
Κανείς δεν με γνώρισε κάτω από το προσωπείο της ομοιότητας, ούτε έμαθε ποτέ πως ήταν προσωπείο, γιατί κανείς δεν ήξερε πως στον κόσμο αυτόν υπάρχουν μεταμφιεσμένοι. Κανείς δεν φαντάστηκε ότι δίπλα μου υπήρχε πάντα κάποιος άλλος, που τελικά ήμουν εγώ. Με περνούσαν πάντα ίδιο μ’εμένα.
Με φιλοξένησαν στα σπίτια τους, τα χέρια τους έσφιξαν τα δικά μου, με είδαν να περνώ στο δρόμο σαν να βρισκόμουν εκεί. Αλλά αυτός που είμαι δεν βρέθηκε ποτέ σ’εκείνα τα δωμάτια, αυτός που ζω δεν έχει χέρια για να του σφίξουν οι άλλοι, αυτός που με γνωρίζω δεν έχει δρόμους για να περάσει, εκτός κι αν είναι όλοι οι δρόμοι, ούτε δρόμους για να τον δούν, εκτός κι αν ο εαυτός του είναι όλοι οι άλλοι.
Ζούμε όλοι μας μακρινοί κι ανώνυμοι• μεταμφιεσμένοι, υποφέρουμε άγνωστοι. Σε μερικούς ωστόσο αυτή η απόσταση ανάμεσα σ’ένα ον και τον εαυτό του δεν αποκαλύπτεται ποτέ. Σε άλλους φωτίζεται από καιρού εις καιρόν, από φρίκη ή από οδύνη, από μια αστραπή χωρίς όρια. Αλλά για άλλους πάλι αυτή είναι η οδυνηρή επανάληψη και καθημερινότητα της ζωής τους.
Να γνωρίζουμε ακριβώς ποιοί είμαστε δεν είναι δικό μας θέμα, να γνωρίζουμε όμως πως ό,τι σκεφτόμαστε ή αισθανόμαστε είναι πάντα μια μετάφραση, πως ό,τι θέλουμε δεν το θελήσαμε, και ίσως κανείς δεν το θέλησε – να τα γνωρίζουμε όλα αυτά ανά πάσα στιγμή, να τα γνωρίζουμε όλα αυτά σε κάθε συναίσθημα, δεν είναι άραγε αυτό το να είναι κανείς ξένος στην ίδια του την ψυχή, εξόριστος μέσα στις ίδιες του τις αισθήσεις;
Αλλά η μάσκα που κοίταζα απαθής να μιλάει στη γωνία μ’έναν άνθρωπο χωρίς μάσκα, εκείνη την τελευταία νύχτα του καρναβαλιού, στο τέλος άπλωσε το χέρι και αποχαιρέτησε γελώντας. Ο κανονικός άνθρωπος έστριψε αριστερά, στη γωνία του σοκακιού όπου βρισκόταν. Η μάσκα – άχαρο ντόμινο – προχώρησε μπροστά και απομακρύνθηκε ανάμεσα σε ίσκιους και σποραδικά φώτα, αποχαιρετώντας οριστικά και αδιάφορα όλα αυτά που σκεφτόμουν. Τότε μόνο πρόσεξα ότι υπήρχαν κι άλλα πράγματα στο δρόμο εκτός από τους αναμμένους φανοστάτες και, στα μέρη όπου δεν υπήρχαν, μια έκταση ακαθόριστη, μυστική, σιωπηλή, γεμάτη από τίποτα όπως και η ζωή...
_________________________________________
Δεν βρίσκω καλύτερο τρόπο να ευχηθώ για τις γιορτινές μέρες από ένα ποιητικό κείμενο του αγαπημένου μου Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση φοράει την μάσκα μίας από τις πολλές περσόνες που είχε δημιουργήσει, του Μπερνάρντο Σοάρες . Το κείμενο υπάρχει στον Β’ τόμο του υπέροχου «Βιβλίου της Ανησυχίας» σε σπουδαία μετάφραση της κ.Μ.Παπαδήμα, σε έκδοση του Εξάντα. Και οι δύο τόμοι με τις σκέψεις, τις περιγραφές, τις ιδέες του μεγάλου Πορτογάλλου συγγραφέα είναι από τα ωραιότερα πράγματα που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους
Ήρθα από χώρες θαυμαστές, τοπία καλύτερα κι από τη ζωή, αλλά για τις χώρες αυτές ποτέ δεν μίλησα παρά μόνο με τον εαυτό μου, και τα τοπία, που τα έβλεπα σαν ονειρευόμουν, ποτέ δεν τους τα ανέφερα. Τα βήματα μου ήταν σαν δικά τους πάνω στα πατώματα και τις πλάκες, αλλά η καρδιά μου ήταν μακριά, αν και χτυπούσε κοντά, ψεύτικος κύριος ενός κορμιού εξόριστου και ξένου.
Κανείς δεν με γνώρισε κάτω από το προσωπείο της ομοιότητας, ούτε έμαθε ποτέ πως ήταν προσωπείο, γιατί κανείς δεν ήξερε πως στον κόσμο αυτόν υπάρχουν μεταμφιεσμένοι. Κανείς δεν φαντάστηκε ότι δίπλα μου υπήρχε πάντα κάποιος άλλος, που τελικά ήμουν εγώ. Με περνούσαν πάντα ίδιο μ’εμένα.
Με φιλοξένησαν στα σπίτια τους, τα χέρια τους έσφιξαν τα δικά μου, με είδαν να περνώ στο δρόμο σαν να βρισκόμουν εκεί. Αλλά αυτός που είμαι δεν βρέθηκε ποτέ σ’εκείνα τα δωμάτια, αυτός που ζω δεν έχει χέρια για να του σφίξουν οι άλλοι, αυτός που με γνωρίζω δεν έχει δρόμους για να περάσει, εκτός κι αν είναι όλοι οι δρόμοι, ούτε δρόμους για να τον δούν, εκτός κι αν ο εαυτός του είναι όλοι οι άλλοι.
Ζούμε όλοι μας μακρινοί κι ανώνυμοι• μεταμφιεσμένοι, υποφέρουμε άγνωστοι. Σε μερικούς ωστόσο αυτή η απόσταση ανάμεσα σ’ένα ον και τον εαυτό του δεν αποκαλύπτεται ποτέ. Σε άλλους φωτίζεται από καιρού εις καιρόν, από φρίκη ή από οδύνη, από μια αστραπή χωρίς όρια. Αλλά για άλλους πάλι αυτή είναι η οδυνηρή επανάληψη και καθημερινότητα της ζωής τους.
Να γνωρίζουμε ακριβώς ποιοί είμαστε δεν είναι δικό μας θέμα, να γνωρίζουμε όμως πως ό,τι σκεφτόμαστε ή αισθανόμαστε είναι πάντα μια μετάφραση, πως ό,τι θέλουμε δεν το θελήσαμε, και ίσως κανείς δεν το θέλησε – να τα γνωρίζουμε όλα αυτά ανά πάσα στιγμή, να τα γνωρίζουμε όλα αυτά σε κάθε συναίσθημα, δεν είναι άραγε αυτό το να είναι κανείς ξένος στην ίδια του την ψυχή, εξόριστος μέσα στις ίδιες του τις αισθήσεις;
Αλλά η μάσκα που κοίταζα απαθής να μιλάει στη γωνία μ’έναν άνθρωπο χωρίς μάσκα, εκείνη την τελευταία νύχτα του καρναβαλιού, στο τέλος άπλωσε το χέρι και αποχαιρέτησε γελώντας. Ο κανονικός άνθρωπος έστριψε αριστερά, στη γωνία του σοκακιού όπου βρισκόταν. Η μάσκα – άχαρο ντόμινο – προχώρησε μπροστά και απομακρύνθηκε ανάμεσα σε ίσκιους και σποραδικά φώτα, αποχαιρετώντας οριστικά και αδιάφορα όλα αυτά που σκεφτόμουν. Τότε μόνο πρόσεξα ότι υπήρχαν κι άλλα πράγματα στο δρόμο εκτός από τους αναμμένους φανοστάτες και, στα μέρη όπου δεν υπήρχαν, μια έκταση ακαθόριστη, μυστική, σιωπηλή, γεμάτη από τίποτα όπως και η ζωή...
_________________________________________
Δεν βρίσκω καλύτερο τρόπο να ευχηθώ για τις γιορτινές μέρες από ένα ποιητικό κείμενο του αγαπημένου μου Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση φοράει την μάσκα μίας από τις πολλές περσόνες που είχε δημιουργήσει, του Μπερνάρντο Σοάρες . Το κείμενο υπάρχει στον Β’ τόμο του υπέροχου «Βιβλίου της Ανησυχίας» σε σπουδαία μετάφραση της κ.Μ.Παπαδήμα, σε έκδοση του Εξάντα. Και οι δύο τόμοι με τις σκέψεις, τις περιγραφές, τις ιδέες του μεγάλου Πορτογάλλου συγγραφέα είναι από τα ωραιότερα πράγματα που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους