Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2016
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2016 | Permalink
"Κηλίδες της μνήμης"
“Σαν μεγαλώσω ανάμνηση θα γίνω”

Μια εξαιρετική και πολύ περιεκτική νουβέλα για την μνήμη, το παρελθόν, την παιδική ηλικία, τη σχέση γονέων-παιδιών, τον έρωτα. Το “ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΓΥΡΙΖΕΙΣ ΣΠΙΤΙ” (“Formas de volver a casa”) του (μάλλον μινιμαλιστή) Χιλιανού συγγραφέα Alejandro Zambra (Santiago de Chile, 1975), (Εκδ. Ίκαρος, (ωραία και εύστοχη) μετάφρ. Α.Κυριακίδη, σελ.172) είναι ένα νοσταλγικό ταξίδι αλλά και ένα βιβλίο που μιλάει για την Χιλή, την πολιτική για τις ιστορίες της ζωής μας και τον τρόπο που τις αφηγούμαστε, για τον τρόπο που τις θυμόμαστε.


“Εκείνα τα βράδια, μας άφηναν να μένουμε ξύπνιοι και να μιλάμε για λίγο, κι η μητέρα μου μας έλεγε το ανέκδοτο με το κερί που δεν έσβηνε με τίποτα. Ήταν μεγάλο και βαρετό, αλλά εμάς μας άρεσε πολύ: μια οικογένεια προσπαθούσε να σβήσει ένα κερί για να πάει να κοιμηθεί, αλλά ολωνών το στόμα ήταν στραβό. Τελικά η γιαγιά, που κι αυτή είχε στραβό στόμα, έσβησε το κερί βρέχοντας τα δάχτυλά της με σάλιο.
Ο πατέρας μου γέλασε κι αυτός με το ανέκδοτο. Οι γονείς μας ήταν εκεί για να μη φοβηθούμε. Αλλά εμείς δε φοβόμασταν. Αυτοί ήταν που φοβόνταν.
Γι' αυτά θέλω να μιλήσω· για τέτοιες αναμνήσεις.”

Το βιβλίο ξεκινάει με ένα σεισμό το 1985 και τελειώνει με έναν άλλον. Στην Χιλή του Πινοσέτ ο κόσμος ήταν φοβισμένος και ανά πάσα στιγμή μπορούσες να βρεθείς μπλεγμένος. Ο ήρωας/αφηγητής είναι 9 χρονών και θέλει να εξερευνήσει, να μάθει τον κόσμο γύρω του. Το βράδυ του σεισμού όταν όλοι βρίσκονται στην πλατεία της συνοικίας για να προστατευθούν, γνωρίζεται με ένα κορίτσι την Κλάουδια, 3 χρόνια μεγαλύτερή του, η οποία του ζητάει να παρακολουθεί τον θείο της Ραούλ, ο οποίος μένει μόνος του δίπλα στο σπίτι του ήρωα. Ο ήρωας το κάνει συνεπαρμένος από την “περιπέτεια” αλλά και επειδή έλκεται από την γοητεία της μεγαλύτερης του κοπέλας που ζει με την μητέρα της σε μια μακρινή συνοικία. Συναντιούνται κάθε εβδομάδα και της δίνει αναφορά με τις κινήσεις του Ραούλ αλλά λίγο καιρό μετά, εκείνη του ζητάει να σταματήσει την παρακολούθηση. Μια μέρα γυρίζοντας σπίτι από το σχολείο ο ήρωας, βλέπει τον Ραούλ να φεύγει με το αυτοκίνητο γεμάτο κούτες και μπαγκάζια, τρέχει να το πει στην Κλάουδια αλλά το διαμέρισμα που μένει εκείνη είναι πλέον άδειο και ένας γείτονας του λέει ότι έφυγαν ξαφνικά.
Αρκετά χρόνια μετά, ο ήρωας έχει μόλις χωρίσει την Έμε την κοπέλα με την οποία συζούσε και ήταν ερωτευμένος. Προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο για την παιδική του ηλικία και την ατμόσφαιρα στην Χιλή του Πινοσέτ. Θυμάται την παιδική του ηλικία, τις εκδρομές, την αδιαφορία των γονιών του για τα πολιτικά, την σιωπηρή συνενοχή τους με το καθεστώς. Όταν όμως εμφανίζεται πάλι η Κλάουδια στη ζωή του το παρελθόν ξαναζωντανεύει μπροστά στα μάτια του και η αλήθεια ήταν κάπως διαφορετική από αυτή που πίστευε τότε.

“Είναι εντυπωσιακό ότι το πρόσωπο του αγαπημένου, το πρόσωπο κάποιου με τον οποίο έχεις ζήσει μαζί, που νομίζεις ότι το ξέρεις, ίσως το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσες να περιγράψεις, που το'χεις κοιτάξει τόσα χρόνια, κι από πολύ κοντά – είναι ωραίο και κατά κάποιον τρόπο τρομερό να ξέρεις ότι ακόμα κι αυτό το πρόσωπο μπορεί ξαφνικά, απρόσμενα, να εκλύσει καινούργιες εκφράσεις, εκφράσεις που δεν έχεις ξαναδεί, εκφράσεις που ίσως δε θα ξαναδείς ποτέ.”

Θα μπορούσες να πεις ότι είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης καθώς ο ήρωας ωριμάζει μέσα από τις σελίδες του. Δεν θα είναι άκαιρο να ισχυριστεί κανείς ότι είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τη λογοτεχνία, για το γράψιμο, για τις ιστορίες μέσα στις ιστορίες. Περισσότερο όμως είναι μια ελεγεία για το παρελθόν και πως αυτό εισβάλλει στο παρόν. Ο Σάμπρα μέσα από τη νουβέλα του προσπαθεί να καταλάβει, να κατανοήσει τους γονείς του (το βιβλίο έχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία όπως έχει ο ίδιος δηλώσει σε συνεντεύξεις του), το πως κινούντο και ζούσανε στην εποχή της δικτατορίας του Πινοσέτ – όπως κάποια στιγμή ο ήρωας αναφέρει ότι μόνος εκείνος δεν μπορούσε να μιλήσει για νεκρούς και εξαφανισμένους συγγενείς τότε, γράφει για οικογενειακές στιγμές, εκδρομές, βραδιές μπροστά στη τηλεόραση, σχόλια από τον πατέρα του, την αμήχανη στιγμή της εισόδου στο γήπεδο που χρησίμευε κατά την περίοδο της χούντας ως τόπος βασανιστηρίων και εκτελέσεων.

Θραύσματα μνήμης και στοχασμός πάνω στη σχέση παρελθόντος και παρόντος, πάνω στην σχετικότητα του έρωτα και την δυσκολία στην επαφή και στη σχέση, περιγραφή της παιδικής ηλικίας με ρεαλισμό και αλήθεια, η μουσική που είναι διαρκώς παρούσα στο υπόβαθρο. Η γραφή του Σάμπρα γλαφυρή και εξομολογητική, άμεση αλλά και ψύχραιμη, χωρίς εντάσεις με ήρεμο ρυθμό παίρνει μαζί της τον αναγνώστη σ'αυτή την μελαγχολική βουτιά στις αναμνήσεις ανθρώπων που έφυγαν από τη ζωή σου και αμέλησες ή δεν πρόλαβες να τους ρωτήσεις κάποια πράγματα σημαντικά ή όχι που θα καθόριζαν τη ζωή σου.

“ “Δε ρωτούσαμε για να μάθουμε” μου λέει η Κλάουδια καθώς μαζεύουμε τα πιάτα και καθαρίζουμε το τραπέζι, “ρωτούσαμε για να γεμίσουμε το κενό.” ”


Ο Σάμπρα που γνωρίσαμε πριν από μερικά χρόνια με το υπέροχο “Μπονσάι” του, μια έξοχη λογοτεχνική μινιατούρα, θεωρείται από πολλούς ο “νέος Μπολάνιο” της Χιλής αν και προσωπικά τον βρίσκω εγγύτερα στον Κολομβιανό Vasquez. Ανήκει στη συγγραφική γενιά που προσπαθεί να συμφιλιώσει το παρελθόν με το παρόν στην ταλαιπωρημένη αυτή χώρα, που προσπαθεί να κατανοήσει την ιστορία και την γενιά του χωρίς να χαρίζεται πουθενά. Μπορεί να αποπειρώνται πολλοί να το κάνουν αυτό, αλλά το στυλ του Σάμπρα κερδίζει τον αναγνώστη, αυτές οι μικρές λεπτομέρειες που είναι διάσπαρτες στο βιβλίο και αιχμαλωτίζουν τη ματιά σου με την συναισθηματικότητά τους και με την αφοπλιστική του απλότητα, ακριβώς όπως γράφει κάπου η θαυμάσια Νικόλ Κράους για το βιβλίο “σαν ένα τηλεφώνημα στη μέση της νύχτας από έναν παλιόφιλο”.


“Αλήθεια είναι: πιο πολύ θυμόμαστε τους ήχους των εικόνων. Και καμιά φορά, όταν γράφουμε, τα σαρώνουμε όλα, θαρρείς και μόνο έτσι θα μπορέσουμε να πάμε παρακάτω. Θα'πρεπε απλώς να περιγράψουμε αυτούς τους ήχους, αυτές τις κηλίδες της μνήμης, αυτή την αυθαίρετη επιλογή - τίποτ'άλλο. Γι'αυτό και, στο κάτω κάτω, λέμε τόσα ψέματα. Γι'αυτό και κάθε βιβλίο είναι πάντα η άλλη όψη ενός άλλου βιβλίου, ογκώδους και παράξενου· ενός δυσανάγνωστου και αυθεντικού βιβλίου που το μεταφράζουμε, που το παραφράζουμε, μεταμφιέζοντάς το σε ανεκτή πρόζα."


 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 20, 2016
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 20, 2016 | Permalink
Μαγεμένος τόπος
“Οι συνηθισμένοι άνθρωποι είναι πιο επικίνδυνοι από τους άλλους.”

Ένα βιβλίο σκληρό, ταυτόχρονα όμως, ιδιαίτερα λυρικό, με πολλή βία αλλά και συναίσθημα. Το συγκλονιστικό και θαυμάσιο “ΜΑΓΕΜΕΝΟΣ ΤΟΠΟΣ” (“The Enchanted”), πρώτο βιβλίο μυθοπλασίας της Αμερικανίδας συγγραφέως, δημοσιογράφου και ερευνήτριας υποθέσεων θανατοποινιτών, Rene Denfeld (Εκδ.Μεταίχμιο, μετάφρ. Χ.Παπαδημητρίου, σελ.319), είναι ένα περίεργο και πολύ εσωτερικό βιβλίο "φυλακής", που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου και όταν το ολοκληρώσεις μένει βαθιά μέσα σου και το σκέπτεσαι για μέρες

Όταν άρχισα να διαβάζω, δεν ήξερα τι σημαίνουν κάποιες λέξεις. Τις ψιθύριζα μέσα στο κεφάλι μου. Απαρχαιωμένος, δικλίδα, καίριο. Ποιο είναι το νόημα αυτών των λέξεων; Άραγε οι άλλοι τις καταλαβαίνουν; Είναι το ίδιο όμορφες όπως ακούγονται μέσα στο κεφάλι μου;
Μια φορά, στις αρχές, δοκίμασα να επαναλαμβάνω ασταμάτητα τη λέξη “Σιου” μέσα στο κεφάλι μου. Ακόμη δεν είμαι σίγουρος πως ακούγεται. Είναι μία ή δύο συλλαβές; Για ώρες πολλές σκεφτόμουν πόσο περίεργο είναι ότι μερικά κομμάτια των λέξεων είναι σιωπηλά, όπως μερικά κομμάτια της ζωής μας. Άραγε οι άνθρωποι που έγραψαν τα λεξικά αποφάσισαν να αναπαραστήσουν με τη γλώσσα τη ζωή μας ή συνέβη τυχαία έτσι;
Αποφάσισα ότι δεν έχει σημασία, τελικά. Μέσα στο μυαλό μου οι λέξεις ακούγονται σωστά. Κυνηγούν η μία την άλλη σαν βάρκες σε μια λίμνη μετά το σούρουπ και ποιος νοιάζεται αν είναι σωστές οι παρομοιώσεις μου, οι άνω τελείες ή ότι άλλο.
Τα βιβλία φώτιζαν τη ζωή μου και μ'έκαναν να καταλάβω κάτι: Η ζωή είναι μια ιστορία. Όλα όσα μου έχουν συμβεί και θα μου συμβούν είναι κομμάτι της ιστορίας αυτού του μαγεμένου τόπου – όλα τα όνειρα και τα οράματα που βλέπω, τα πράγματα που καταλαβαίνω ξαφνικά μέσα στο κελί μου, σ'αυτό το μπουντρούμι. Τα βιβλία με βοήθησαν να δω ότι η αλήθεια δεν είναι στο άγγιγμα της πέτρας αλλά σ'αυτό που σου λέει η πέτρα.
Και οι πέτρες μου λένε πάρα πολλά. Αλλά, αν καταλαβαίνω μερικά πράγματα λάθος, τότε παρακαλώ συγχωρέστε με. Αυτός ο τόπος είναι τόσο μαγεμένος, που δεν μπορώ να μη πω την ιστορία του.”

Μια φυλακή παλαιού τύπου, όχι σαν τις υπερσύγχρονες ιδιωτικές που χτίζονται πλέον στις ΗΠΑ. Γεμάτη καταδικασμένους σε θάνατο, και την αίθουσα εκτελέσεων να δουλεύει εντατικά. Ο μελλοθάνατος αφηγητής της ιστορίας, που το όνομα του θα το μάθουμε μόνο στο τέλος του βιβλίου, το ονομάζει “μαγεμένο τόπο” γεμάτο με τις στάχτες των εκτελεσμένων “κρυμμένες μέσα στις τεφροδόχους”, και το οποίο τραντάζεται όποτε γίνεται κάτι σημαντικό μέσα στους τοίχους της φυλακής από την επέλαση των “χρυσαφένιων αλόγων που καλπάζουν βαθιά κάτω από τη γη”.
Σ' αυτόν τον τόπο που είναι όλα στο φως και στο σκοτάδι, όπου θεωρητικά δεν υπάρχουν μυστικά αλλά ουσιαστικά κανείς δεν ξέρει τίποτα για κανέναν, ο αφηγητής άλαλλος από τα 6 του, φυλακίζεται για ένα στυγερό έγκλημα για το οποίο ντρέπεται να μιλήσει και την πολυετή φυλάκιση στην οποία καταδικάζετα, την διαδέχεται η εσχάτη των ποινών για ένα φόνο που διαπράττει μέσα στη φυλακή. Ο αφηγητής μέσα στη φυλακή μαθαίνει να διαβάζει και περνάει τον περισσότερο χρόνο του στη βιβλιοθήκη όπου νιώθει “ελεύθερος” ενώ τα γεγονότα διυλίζονται μέσα από ένα μεταφυσικό φακό. Μέσα στη φαντασία του, όποτε γίνεται σεισμός άλογα επελαύνουν, όταν βρέχει νιώθει τον ποταμό να “αγριεύει και τα νερά να κατακλύζουν τα κελιά”, ανθρωπάκια με σφυριά να είναι μέσα στους τοίχους του κελιού του.

Ο αφηγητής όμως θα μείνει κυρίως στη σκιά, λίγα πράγματα θα μάθουμε γι' αυτόν. Περισσότερα θα μας πει για την τραγική ιστορία του συγκρατούμενού του και επόμενου στη λίστα των μελλοθανάτων, του στυγερού εγκληματία Γιορκ. Οι δικηγόροι του, κάνουν μια τελευταία προσπάθεια για αναψηλάφηση της δίκης και έχουν αναθέσει σε μια ερευνήτρια να βρει τυχόν παραλείψεις ή στοιχεία που θα επιτρέψουν κάτι τέτοιο. Ο ρόλος της είναι να ψάξει την ιστορία του καταδικασμένου, τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες μεγάλωσε, τι υπάρχει δηλαδή κάτω από την επιφάνεια. Η “Κυρία” (η ερευνήτρια) όπως αναφέρεται στο βιβλίο, θα δουλέψει κάτω από ισχυρή πίεση λόγω του περιορισμένου χρονοδιαγράμματος καθώς η ημερομηνία εκτέλεσης έχει οριστεί, ενώ κι ο Γιορκ επιθυμεί να πεθάνει κουρασμένος από τη φυλακή. Καταδικασμένος για φόνους μικρών κοριτσιών, λεπτομέρειες των οποίων δεν θα μάθουμε, αρνείται ουσιαστικά να συνεργαστεί με την Κυρία. Εκείνη μεθοδικά θα ανακαλύψει κάποια πράγματα που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την υπόθεση.

Θα μπορούσε να είναι ένα μυθιστόρημα αγωνίας αλλά η Ντένφελντ δεν ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο. Επιλέγει να εστιάσει ως προς το ερευνητικό στοιχείο πάνω στην Κυρία και την προσπάθειά της, στις συνομιλίες της με τους “μάρτυρες”, στη μοναχική της ζωή, την έλλειψη τρυφερότητας που νιώθει από μικρή – θύμα κι εκείνη μιας προβληματικής παιδικής ηλικίας, στην ψυχική συγγένεια (δέσιμο) που νιώθει για τον ιερέα της φυλακής. Εκείνη και ο Γιορκ, ο ανελέητος φονιάς τον οποίο υπερασπίζεται είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, η αντεστραμμένη αντανάκλαση του ίδιου καθρέφτη.

Η συγγραφέας, η οποία εργάζεται ως ερευνήτρια όπως η ηρωίδα (η “Κυρία”), περνάει μέσα από την αφήγηση της ιστορίας της, όλη την κουλτούρα της φυλακής, τους διεφθαρμένους δεσμοφύλακες, τον ισχυρό κρατούμενο που του πάνε τους πιο νέους και όμορφους φυλακισμένους για να τους “γλεντήσει”, τον διευθυντή που είναι πιο ανθρώπινος αλλά ανίκανος να κατανοήσει το τι ακριβώς συμβαίνει στη φυλακή του, τους μεταφορείς πτωμάτων στους φούρνους, την διάχυτη βία της καθημερινότητας στη φυλακή.

Μπορεί η ανάπτυξη των χαρακτήρων να μην είναι ενδελεχής και όλοι να μένουν σε ένα θολό φόντο αλλά ο “μαγεμένος τόπος” είναι ένα βιβλίο που σε καθηλώνει και σε σαγηνεύει. Σε αιχμαλωτίζει με τον ρυθμό του όπου την βίαιη καθημερινότητα της φυλακής, την αγριότητα των ανθρώπων, διαδέχονται σουρεαλιστικές σκηνές και επεισόδια περίεργα που θα ταίριαζαν σε ένα μυθιστόρημα της λογοτεχνίας του Φανταστικού. Περνάς υπέροχα με το βιβλίο αυτό (το οποίο μεταφέρθηκε ήδη στο θέατρο), όπου ο λυρισμός διαδέχεται ή συμπορεύεται με την φρίκη και η γοητεία με την απώθηση, ένα εξαιρετικό δείγμα λογοτεχνίας που σε μαγεύει και σε συναρπάζει.


 
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 14, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 14, 2016 | Permalink
Πόλη στις φλόγες
Ο θόρυβος γύρω από το μυθιστόρημα “ΠΟΛΗ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ” (“City on fire”), είχε ξεκινήσει προτού ακόμα εκδοθεί. Το τεράστιο χρηματικό ποσό που δόθηκε για την αγορά των δικαιωμάτων του στον πρωτοεμφανιζόμενο Αμερικανό συγγραφέα Garth Risk Hallberg (Baton Rouge,Louisiana 1978),η αναμονή για κάτι “σπουδαίο που έρχεται”, η σχεδόν ταυτόχρονη κυκλοφορία του βιβλίου σε όλο τον δυτικό κόσμο, δημιούργησαν ένα τεράστιο βιβλιοφιλικό (και όχι μόνο) hype που εμπορικά έκανε σίγουρα καλό στον εκδοτικό οίκο, δεν ξέρω όμως πόσο καλό έκανε στην ψύχραιμη αποτίμηση του βιβλίου και στην διαχρονική του αξία, διότι το βιβλίο είναι εξαιρετικό και θα ήταν άδικο να κριθεί μόνο από τη διαφημιστική καμπάνιά του.

Για τι είδους βιβλίο ακριβώς μιλάμε λοιπόν; Η “Πόλη στις φλόγες” (Εκδ. Κέδρος, (πολύ καλή) μετάφρ. Γ.Κυριαζής, σελ.1024), είναι ένα ογκώδες χορταστικό και πολυσύνθετο μυθιστόρημα που εμπεριέχει εντός του πολλά είδη. Αστυνομική πλοκή, μυθιστόρημα μαθητείας και ενηλικίωσης, οικογενειακό δράμα, κοινωνικό σχόλιο. Πολυπρόσωπο και δαιδαλώδες αλλά καθόλου χαοτικό, μας μεταφέρει στη Νέα Υόρκη του 77, μια πόλη πολύ διαφορετική από αυτή που διαμορφώθηκε μετά την δημαρχία Τζουλιάνι (την δεκαετία του '90), μια μεγαλούπολη σε παρακμή, όπου δεν αισθανόσουν ασφαλής μετά τη δύση του ήλιου, με την εγκληματικότητα και την παραβατικότητα σε έξαρση όπου όλα δείχνουν να καταρρέουν, να διαλύονται. Η χρονική περίοδος που καλύπτει το μυθιστόρημα είναι από τον Δεκέμβριο του 1976 μέχρι το μεγάλο black-out του Ιουλίου του 1977 με αρκετά flash-backs στην πλοκή.

Ο Hallberg χρησιμοποιεί παλιά και δοκιμασμένα υλικά για να πλάσει την ιστορία του. Ξεκινάει ουσιαστικά με ένα κλασσικότροπο τρικ (του είδους που θα άρεσε στον Chesterton και στον Wilkie Collins), ένα σχεδόν τυχαίο (όπως αρχικά παρουσιάζεται) γεγονός, ο πυροβολισμός της Σαμ, μιας πανκ φοιτήτριας σε ένα πάρκο της Νέας Υόρκης, ξετυλίγει το κουβάρι μιας υπόθεσης που περιλαμβάνει πολλές και διαφορετικές ιστορίες οι οποίες φαινομενικά ασύνδετες στην αρχή μεταξύ τους, κάπου λιγότερο ή περισσότερο, συνδέονται κατά την διάρκεια του βιβλίου.
Ένα γκέι ζευγάρι, ο έγχρωμος δάσκαλος Μέρσερ με τον “καλλιτέχνη” Γουίλιαμ Χάμιλτον Σουίνι τον τρίτο, γόνο αριστοκρατικής και πανίσχυρης οικονομικά οικογένειας, την οποία έχει εγκαταλείψει στην εφηβεία του, χαμένος στον κόσμο των ναρκωτικών, που έκανε και τον τραγουδιστή σε ένα πανκ συγκρότημα ενός δίσκου για λίγο. Τα μέλη του συγκροτήματος, ο μόνιμος ανταγωνιστής του Γουίλιαμ, ο “Νίκι Χάος” που αναλαμβάνει αρχηγός μετά την αποχώρηση του και οι υπόλοιποι, με τα ψευδώνυμα τους, “το κορίτσι του υπονόμου”, ο “Ντ.Τ.”, ο Σόλομον, που μένουν όλοι μαζί σε ένα ερειπωμένο σπίτι του Ιστ Βίλατζ. Η Σαμ που πέφτει θύμα του πυροβολισμού και βρίσκεται σε κώμα στο νοσοκομείο, ανήσυχη φοιτήτρια, πανέξυπνο και ατίθασο παιδί που εκδίδει ιδιοχείρως ένα φανζίν, το οποίο γράφει όλο μόνη της, φωτογράφος και γκρούπι του συγκροτήματος και ο κολλητός της (ή όχι και τόσο, αλλά ερωτευμένος τρελά μαζί της) Τσάρλι, παιδί των προαστίων, ένας υιοθετημένος έφηβος που κάνει την επανάστασή του και ονειρεύεται να ζήσει έντονα στη μεγάλη πόλη. Ο ιδιόρρυθμος, ανάπηρος επιθεωρητής Πουλάσκι που προσπαθεί με τον δικό του τρόπο να επιλύσει το μυστήριο γύρω από την επίθεση στη Σαμ και ο φίλος του, δημοσιογράφος Ρίτσαρντ Γκρόσκοφ, που προσπαθεί να επανέλθει στην πρώτη γραμμή της δημοσιογραφίας, γράφοντας ένα άρθρο για τον πυροτεχνουργό πατέρα της Σαμ και χάνεται μέσα στα προσωπικά του προβλήματα.

Είναι όμως κι άλλοι εξίσου σημαντικοί στην ανέλιξη της πλοκής. Η Βιετναμέζα Τζένι Νουγιέν, η Ρέιγκαν Χάμιλτον Σουίνι, αδερφή του Γουίλιαμ και ο πρώην σύζυγός της ο Κιθ ο οποίος είχε μια θυελλώδη σχέση με την Σαμ και λόγω αυτού του γεγονότος τον εγκαταλείπει η Ρέιγκαν παίρνοντας μαζί τα παιδιά τους, τον Γουίλ και την Κέιτ. Ο Χάμιλτον Σουίνι πατήρ με την δεύτερη σύζυγό του Φελίσια που προκάλεσε το ρήγμα στην οικογένεια, μαζί με τον αδερφό της τον Έιμορι Γκουλντ τον αποκαλούμενο και “Δαίμονα-αδερφό”, έναν σκοτεινό και σατανικό τύπο, αντάξιο μυθιστορηματικό ήρωα των μεγάλων βιβλίων του 19ου αιώνα.

Άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο σε αυτόν τον ιδιότυπο πολυπρόσωπο θίασο χαρακτήρων θα δώσει τον δικό του τόνο σε μια saga, στην αφήγηση του Hallberg που αργά ξετυλίγεται με τον φόντο της Νέας Υόρκης από πίσω και τις ροκ μουσικές της δεκαετίας του 70 να αποτελούν το ιδανικό soundtrack στο βιβλίο, που είναι διάσπαρτο από τραγούδια της εποχής, ονόματα τραγουδιστών και συγκροτημάτων σε ένα ανελέητο name dropping. Ο συγγραφέας με ατελείωτα μπρος-πίσω στην πλοκή, περιγράφει τις ζωές (τόσο διαφορετικές, τόσο όμοιες) των χαρακτήρων του διανθίζοντας την αφήγησή του, με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία, όπως, σελίδες από το φανζίν που εξέδιδε η Σαμ, ένα μεγάλο κομμάτι από το άρθρο που έγραφε ο Ρίτσαρντ για τους πυροτεχνουργούς, μια επιστολή που βρέθηκε σε ένα συρτάρι, μια ημερολογιακή καταγραφή του γιού της Ρέιγκαν, του Γουίλ από το μέλλον. Μέσα σε όλο αυτό το “κοντρολαρισμένο χάος” αναδύονται οικογενειακές σχέσεις, ερωτικά απωθημένα, κοινωνικό σχόλιο – γραμμένα με νατουραλιστικό και στρωτό ύφος.

Στο μυθιστόρημα κυριαρχεί η υποκειμενική ματιά των χαρακτήρων. Τα περιστατικά περιγράφονται μέσα από τη ματιά του ήρωα που παρακολουθεί εκείνη τη δεδομένη στιγμή ο συγγραφέας. Η τεχνική αυτή, σαγηνευτική και άκρως λογοτεχνική, χρησιμοποιείται από τον Hallberg σε βαθμό υπερβολικό, ο αναγνώστης νιώθει την πλοκή να μη προχωράει, να κάνει κύκλους επανερχόμενη στα ίδια πλαίσια. Ορισμένοι από τους χαρακτήρες αναλύονται σε βάθος ενώ άλλοι (εξίσου ή και περισσότερο ενδιαφέροντες) μένουν στη σκιά. Ο συγγραφέας κάπου επηρεασμένος από τα Ντοστογιεφσκικά έπη, ακολουθεί τον ρυθμό του μεγάλου Ρώσου, και εστιάζει στον απόλυτο κακό όπως είναι ο δαιμονικός Έιμορι Γκουλντ (που ο κάθε αναγνώστης επιθυμεί να τσακιστεί στο τέλος) χωρίς όμως να του αφιερώσει περισσότερο βάθος όπως ίσως θα έπρεπε.

Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει στο έπος του Hallberg είναι η ατμόσφαιρα της παρακμάζουσας Νέας Υόρκης. Τα οικοδομικά τετράγωνα που κατεδαφίζονται, καθώς πίσω τους κρύβονται οικονομικά συμφέροντα, ο συνεχής θόρυβος των δρόμων, η ανασφάλεια των κατοίκων, η οικονομική κρίση συνέπεια της πετρελαϊκής κρίσης εκείνων των χρόνων, οι μουσικές σκηνές και οι πειραματισμοί πάνω σε μουσικά είδη, η οικονομική χρεοκοπία της πόλης που ήταν προ των πυλών, η εγκληματικότητα και η παραβατικότητα που αποτελούσαν την καθημερινότητά της, η τεράστια ανεργία που επικρατούσε στην πόλη, ενώ οι 150 περίπου σελίδες που εκτυλίσσεται το μεγάλο black-out (με τις λεηλασίες και τις φασαρίες που συνέβαιναν στη διάρκειά του), που αποτελεί την κορύφωση του βιβλίου, περιγράφονται εκπληκτικά. Όλα αυτά δίνονται αριστουργηματικά από τον συγγραφέα – ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω δεν είχε καν ακόμα γεννηθεί τότε – σε ένα υπέροχο λογοτεχνικό tour-de-force που θα παρασύρει τον αναγνώστη του βιβλίου.

Απόηχοι από Ντίκενς και Ντοστογιέφσκι, λίγο από Ντελίλο, Γουάλας, Λέθεμ, Φράνζεν αλλά και βαθύς επηρεασμός από τον “Βωμό της Ματαιοδοξίας” (“Bonfire of the Vanities”) του (φιγουρατζή αλλά καλού συγγραφέα) Τομ Γουλφ, που γράφτηκε την δεκαετία του '80 (και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τεράστια επιτυχία). Ο Hallberg έπεσε στα βαθιά και τα κατάφερε πολύ καλά - δεν είναι (ακόμα) Marra, ούτε Franzen, ούτε Safran-Foer στο μυθιστορηματικό του ντεμπούτο. Μπορεί να γίνει ακόμα καλύτερος όμως, διότι οι δυνατότητές του είναι μεγάλες. Το βιβλίο δεν είναι αριστούργημα  - θα μπορούσε να ήταν αν έλειπαν περίπου 400 σελίδες -, είναι όμως ένα μυθιστόρημα μεγάλης πνοής (από αυτά που έλκουν τους βιβλιόφιλους), εξαιρετικό και ιδιαίτερα εντυπωσιακό ως σύνθεση και καταπληκτική αναπαράσταση της εποχής, το οποίο ευτύχησε στην ελληνική μεταφορά του με μια θαυμάσια έκδοση και μια υπέροχη μετάφραση.


Υ.Γ. Ο μεταφραστής Γιώργος Κυριαζής έχει δημιουργήσει στο Spotify μια λίστα των τραγουδιών που "ακούγονται" στο βιβλίο. 


 
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 07, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 07, 2016 | Permalink
Karl Ove Knausgård , Ο Αγώνας μου
Αναμφίβολα ο Νορβηγός συγγραφέας Karl Ove Knausgard (Όσλο,1968), αποτελεί το μεγαλύτερο εκδοτικό φαινόμενο των πρώτων χρόνων του 21ου αιώνα σε Ευρωπαϊκό και Βορειοαμερικανικό επίπεδο. Με το εξάτομο magnum opus του, “Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΟΥ” (“Min Kamp”), να προκαλεί μόνο και μόνο με τον τίτλο του θυμίζοντας το ομώνυμο έργο του Αδόλφου Χίτλερ, κερδίζει την κριτική αναγνώριση, προκαλεί συζητήσεις, έχει φανατικούς θαυμαστές αλλά και ορκισμένους εχθρούς (οι οποίοι απεχθάνονται το στυλ του) ενώ σκαρφαλώνει στη λίστα των best-sellers εκτοπίζοντας ευπώλητους (όπως τον πολύ James Paterson στις ΗΠΑ) συγγραφείς.

Οι έξι τόμοι του “Αγώνα μου”, είναι ουσιαστικά μια αυτοβιογραφία αν και ο όρος  αυτός έχει περιορισμούς, διότι εδώ δεν έχουμε περιγραφή της ζωής ενός ανθρώπου με “στρογγυλέματα” και εξιδανικευμένες καταστάσεις. Ούτε έχουμε να κάνουμε με την περιγραφή (από μέσα) μιας ζωής όπως έχει κάνει ο κινηματογράφος σε πλείστες περιπτώσεις με πιο χαρακτηριστική αυτή του (εξαιρετικού) “Boyhood”του Richard Linklater που παρακολουθήσαμε πριν μερικά χρόνια.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με κανονικό ξεγύμνωμα, με ένα ασεβές auto-da-fe, της καθημερινότητας ενός συγγραφέα. Ακόμα και οι πιο προσωπικές του στιγμές περιγράφονται εξαντλητικά, ακόμα και οι πιο βαρετές ώρες μιας ημέρας δίδονται με λεπτομέρειες.
Η μνήμη είναι διαρκώς παρούσα στα βιβλία, η μνήμη πρωταγωνιστεί και “κάνει παιχνίδι”, η μνήμη που λειτουργεί αυτόνομα και μπορεί να κάνει χρονικά άλματα. Δεν είναι ατυχής η σύγκριση με τον μεγάλο Μαρσέλ Προυστ, ούτε με τον Σελίν αλλά ούτε και με τον Τόμας Μαν για τους οποίους μιλάνε οι ξένοι λογοτεχνικοί κριτικοί. Ο Κνάουσγκορντ μιλάει για το παρελθόν του πολύ λεπτομερώς και του δίνει διαστάσεις, το πρώτο βιβλίο σε μερικά σημεία θυμίζει το "Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία" του Joyce, ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται όπως και στον Προυστ, ενώ είναι βλάσφημος και ανατρεπτικός στη γλώσσα όπως ο Σελίν, χωρίς να φοβάται και να διστάζει, ανατέμνει δε την αστική και μικροαστική νοοτροπία σε τέτοια λεπτομέρεια που ο Τόμας Μαν θα αναγνώριζε στοιχεία από το έργο του.

Στην Ελλάδα μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει οι τρεις πρώτοι τόμοι από τις εκδόσεις Καστανιώτη και σ'αυτούς αναφέρομαι στο σημερινό μου κείμενο. Τους διάβασα όλους μαζί, μια απόφαση που πήρα μετά από πολλή σκέψη, καθώς θεωρούσα ότι μόνο έτσι θα έχω μια σφαιρικότερη εικόνα της αξίας του συγγραφέα και θα κατανοήσω καλύτερα το έργο του. Μιλώντας με βιβλιόφιλους που εμπιστεύομαι, μετά την ανάγνωση από την πλευρά τους του πρώτου τόμου ένα χρόνο πριν, οι απόψεις διίσταντο σε βαθμό ανησυχητικό, μόνο και μόνο λοιπόν αυτή η ίντριγκα που προκαλούσε το βιβλίο αυτό σε παρακινεί να το διαβάσεις.
Προσωπικά, εντυπωσιάστηκα τουλάχιστον από τους δύο πρώτους τόμους, πολύ λιγότερο από τον τρίτο, αλλά ίσως έπαιξε ρόλο και η κόπωση μετά την ανάγνωση των δύο πρώτων. Οι τρεις τόμοι λοιπόν που έχουν κυκλοφορήσει (μέχρι το καλοκαίρι του 2016) είναι οι: “ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ” (σελ. 546), “ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑΣ” (σελ. 733), και “ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ” (σελ. 537), όλα σε μετάφραση (από τα Νορβηγικά) του Σωτ. Σουλιώτη.


Στο πρώτο βιβλίο της εξαλογίας με τίτλο "Ένας θάνατος στην οικογένεια", ο Κνάουσγκορντ μετά από μια εκπληκτική εισαγωγή-δοκίμιο για τον θάνατο, στο πρώτο μέρος περιγράφει τη ζωή του στην μικρή επαρχιακή πόλη της Νορβηγίας, στον τελευταίο χρόνο του σχολείου. Γενικώς ο θάνατος αιωρείται και είναι το κεντρικό σημείο στο μυθιστόρημα, όπως είναι κι ο τίτλος του άλλωστε - απασχολεί δε ολόκληρο το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Στο πρώτο μέρος λοιπόν, ο έφηβος Καρλ Ούβε προετοιμάζεται για το Πρωτοχρονιάτικο πάρτυ. Ο συγγραφέας μιλάει για τα θέματα και τα προβλήματα που απασχολούν την καθημερινότητα των εφήβων. Πως να ρίξουν γκόμενες, πως να προμηθευτούν μπίρες και αλκοόλ, την δυσκολία επικοινωνίας. Η μητέρα έχει φύγει από το σπίτι και είναι απούσα σε όλο το βιβλίο αυτό, καθώς και ο μεγαλύτερος αδερφός που σπουδάζει σε μια μακρινή πόλη.Τα άγχη και οι αγωνίες που μπορεί να φαίνονται επουσιώδη αλλά καθορίζουν χαρακτήρες περνάνε μέσα από, μια ανάλαφρη και έντονα λεπτομερειακή αφήγηση.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, αρκετά χρόνια αργότερα, ο Καρλ Ούβε είναι παντρεμένος με την Λίντα, την δεύτερη σύζυγο του, ζει στην Στοκχόλμη και ενημερώνεται ότι ο πατέρας του είναι νεκρός. Ο πατέρας, αυτός ο καταπιεστικός και σκληρός άνθρωπος, έχει ουσιαστικά αυτοκτονήσει. Αυτός ο αργός θάνατος του πλέον μισητού αλλά και πιο καθοριστικού ανθρώπου στη ζωή του κεντρικού ήρωα τι ρόλο θα παίξει και πόσο θα τον αλλάξει;

“Δεν ξέρεις πολλά, οπότε δεν  υπάρχουν. Ξέρεις πολλά, και πάλι δεν υπάρχουν. Γράφοντας, βγάζουμε την ουσία με την ουσία αυτών που ξέρουμε από τις σκιές. Αυτό είναι το γράψιμο. Όχι το τι συμβαίνει, όχι το τι γεγονότα διαδραματίζονται, αλλά το πως φτάνουν σε σένα. Εκεί πρέπει να πας, αυτός είναι ο τόπος και ο σκοπός της συγγραφής. Αλλά πως να φτάσεις εκεί;” (“Ένας θάνατος στην οικογένεια”)

 Στον δεύτερο τόμο με τίτλο "Ένας ερωτευμένος άντρας", ο Καρλ Ούβε είναι πατέρας τριών παιδιών και ζεί στη Σουηδία με την Λίντα. Ο γάμος τους δείχνει τελματωμένος, υπάρχει αρκετή γκρίνια και μιζέρια. Ο Καρλ Ούβε περιγράφει πως ξεκίνησε η σχέση του με την Λίντα, πόσο ερωτευμένος ήταν, την προσπάθεια που έκανε να την κατακτήσει, τη ερωτική τους σχέση, τον γάμο τους, τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού, την αλλαγή στη ζωή του, την ωρίμανσή του ως άνθρωπο, την μετακίνησή τους στο Μάλμο από την Στοκχόλμη. Το βιβλίο είναι γεμάτο από τους διαλόγους του ήρωα με τον κολλητό του φίλο Γκάιρ, έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα τύπο που λατρεύει το μποξ.
Ο Κνάουσγκορντ κριτικάρει τους Σουηδούς, την καθημερινή τους υποκρισία για το "πολιτικά σωστό" και "πρέπον", την καλογυαλισμένη ζωή στην επιφάνεια με τα προβλήματα να υποβόσκουν, την υπεροψία τους απέναντι σ'αυτόν τον "βλαχοΝορβηγό". Ο συγγραφέας αναλύει εξαντλητικά την προσπάθειά του να παράξει έργο, να γράψει το δεύτερο μυθιστόρημά του, ενώ οι σκηνές της καθημερινότητας διαδέχονται η μία την άλλη μονότονα και υπνωτιστικά.

“Ο Ίψεν είχε δίκιο. Όλα όσα έβλεπα γύρω μου, το επιβεβαίωναν. Οι σχέσεις υπήρχαν για να εξαλείψουν το ατομικό, να περιορίσουν την ελευθερία, να κρατήσουν χαμηλά αυτόν που θέλει ν' ανέβει ψηλά. Ποτέ δεν θύμωνε η μάνα μου περισσότερο, απ' όσο όταν συζητούσαμε για την έννοια της ελευθερίας. Όταν της έλεγα τη γνώμη μου, εκείνη κάγχαζε και έλεγε ότι αυτό δεν ήταν παρά αμερικάνικες τρίχες, μια ιδέα χωρίς περιεχόμενο, άδεια και ψεύτικη. Για τους άλλους υπάρχουμε, όμως, αυτή ήταν η σκέψη που είχε δημιουργήσει τον απόλυτα συστηματοποιημένο κόσμο που ζούμε, όπου το απρόβλεπτο έχει εξαφανιστεί τελείως, και μπορούσες να πας από τον βρεφονηπιακό στο σχολείο, απ' το σχολείο στο πανεπιστήμιο και από εκεί στην αγορά εργασίας, λες και ήταν τούνελ, σίγουρος ότι η επιλογή που έκανες ήταν ελεύθερη, ενώ στην πραγματικότητα σε φίλτραραν σαν κόκκο άμμου από την πρώτη κιόλας μέρα στο σχολείο.” (“Ένας ερωτευμένος άντρας”)


Στο τρίτο βιβλίο “Το νησί της εφηβείας”, ο ελληνικός τίτλος είναι εντελώς αποπροσανατολιστικός, καθώς ψάχνουμε που βρίσκεται η εφηβεία και δεν την βρίσκουμε! Σ' αυτό τον τόμο ο Καρλ Ούβε είναι στην παιδική ηλικία και η οικογένειά του, μετακομίζει στην άκρη ενός νησιού στη Νότια Νορβηγία. Οι δυσκολίες προσαρμογής στον καινούργιο τόπο, η σχέση του με τον μεγαλύτερο αδερφό του, ο οξύθυμος, αυστηρός και πολλές φορές εντελώς παράλογος πατέρας, η γλυκιά, ανεκτική και αιωνίως αφηρημένη μητέρα. Ο συγγραφέας παραθέτει καθημερινά επεισόδια, παιδικές αταξίες, τη ζωή στις σχολικές τάξεις, την σκληρότητα των παιδιών, την δυσκολία επικοινωνίας ενός ντροπαλού και δειλού παιδιού με τους συμμαθητές του που τον αποκαλούν “γυναικωτό” (“φέμι”), τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, η ανακάλυψη του σώματος.
Πιο κοντά στην αμερικάνικη λογοτεχνία (Mark Twain, Stephen King), ο τόμος αυτός που είναι ένα καθαρό bildungsroman (μυθιστόρημα ενηλικίωσης), είναι ο πιο αδύναμος από τους τρεις, αλλά μπορεί να να διαβαστεί αυτόνομα από κάποιον που δεν έχει ξεκινήσει τη σειρά.

“Η μνήμη δεν είναι κάτι που μπορείς να βασίζεσαι στη ζωή. Και δεν είναι για τον απλούστατο λόγο ότι η μνήμη δεν βάζει την αλήθεια πάνω απ' όλα. Ποτέ δεν είναι η προϋπόθεση για την αλήθεια αυτό που καθορίζει αν η μνήμη αποδίδει σωστά η όχι ένα γεγονός, αλλά η ιδιοτέλεια. Η μνήμη είναι ρεαλιστική, ύπουλη και πονηρή, αλλά όχι με τρόπο εχθρικό ή κακόβουλο. Απεναντίας, κάνει τα πάντα για να ικανοποιήσει τον κύριό της. Μερικά πράγματα τα ωθεί στο μεγάλο κενό της λήθης, άλλα τα αλλάζει έτσι που γίνονται αγνώριστα, άλλα τα παρεξηγεί υπέρ το δέον, και άλλα, κι αυτά τα άλλα είναι σχεδόν τίποτα, τα θυμάται πολύ καλά, ξεκάθαρα και σωστά. Το τι θυμάται κανείς καλά, ε, μ' αυτό δεν θα βγάλεις ποτέ άκρη” (“Το νησί της εφηβείας”)

Από την πρώτη σελίδα του πρώτου τόμου, ο Κνάουσγκορντ σε πιάνει από τον λαιμό και δεν σ'αφήνει. Είναι τέτοια η λεπτομέρεια της κάθε σκηνής που περιγράφει που νιώθεις ότι παρακολουθείς μια ζωή σε αργό γύρισμα. Ο συγγραφέας παίζει με τον χρόνο και τον αναγνώστη δοκιμάζοντας τα όρια τα δικά του αλλά και του ανθρώπου που θα ανοίξει το βιβλίο και θα τον διαβάσει. Εάν υπάρχουν γκρίζες ζώνες μεταξύ του τι θεωρούμε λογοτεχνικό και τι όχι, εδώ έχουμε πέσει μέσα σε μια τρύπα. Διότι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο πανέξυπνος Νορβηγός παίζει και με αυτά τα όρια σαν να ισορροπεί πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί.

Από το πρώτο βιβλίο (και υποθέτω μέχρι το έκτο και τελευταίο), το θέμα του πατέρα κυριαρχεί πάνω στο έργο του Κνάουσγκορντ. Αναμφίβολα υπάρχουν πολλά ζητήματα για έναν ψυχολόγο που τίθενται καθώς περιγράφονται οι οικογενειακές σκηνές με κάθε λεπτομέρεια. Ο πατέρας από ένας δραστήριος πολιτικά δάσκαλος πως μεταμορφώνεται μέσα στην οικογένεια σε έναν σκληρό και βίαιο άνθρωπο, πως καταλήγει αλκοολικός, πως οδηγείται στην πτώση απομονωμένος και περιθωριοποιημένος.

“Η αγριάδα των ματιών του. Το τράβηγμα στο στόμα του, τα χείλια που χωρίζονταν ανεξέλεγκτα. Και η φωνή του.
Μου έρχεται να βάλω τα κλάματα εδώ που κάθομαι και τον ανακαλώ στη σκέψη μου.
Η οργή του σαν κύμα, που σάρωνε όλα τα δωμάτια, έσκαγε πάνω μου, έσκαγε, έσκαγε έσκαγε και ξανάσκαγε επάνω μου κι έπειτα αποτραβιόταν. Μετά είχαμε ησυχία για βδομάδες ολόκληρες. Όμως, και πάλι δεν ησύχαζα, γιατί θα μπορούσε να ξανασυμβεί σε δύο λεπτά ή σε δύο μέρες. Δεν υπήρχε κάποια προειδοποίηση. Ξαφνικά, στα καλά καθούμενα, τον έβλεπες εκεί να έχει τελείως τρελαθεί. Είτε με έδερνε είτε όχι δεν είχε διαφορά, το ίδιο απαίσια ένιωθα και όταν με έπιανε απ' τ' αυτί και μου το γύριζε ή μ' έπιανε από το μπράτσο ή μ' έσερνε κάπου για να δω τι είχα κάνει, δεν φοβόμουν τον πόνο, αυτόν φοβόμουν, τη φωνή του, το πρόσωπό του, το σώμα του, την οργή που έβγαινε από αυτό, αυτά φοβόμουν, και ο τρόπος αυτός δεν μ' άφηνε ποτέ, τον είχα μέσα μου κάθε μέρα σε όλη τη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων” (“Το νησί της εφηβείας”)

Ο συγγραφέας στέκεται μπροστά στον καθρέφτη και παρατηρεί τον εαυτό του πως λειτουργεί κι ο ίδιος σαν πατέρας, σαν εραστής, σαν φίλος. Δεν χαρίζεται σε κανέναν και τα κείμενα του θα μπορούσαν να στείλουν την Λίντα (την δεύτερη σύζυγό του) κατ' ευθείαν στον γιατρό καθώς εκθέτει τις προσωπικές τους στιγμές, τις πιο μύχιες σκέψεις του, την ανία του στον οικογενειακό βίο, την αγανάκτησή του όταν δεν βρίσκει χρόνο και χώρο για να δουλέψει, την δυσφορία του με την αβάσταχτη καθημερινότητα, λίγες σελίδες αφότου έχει γράψει πόσο βαθιά ερωτευμένος μαζί της είναι, πόσο την έχει ανάγκη, πόσο λατρεύει την οικογένειά του. Όλο αυτό το συσσωρευμένο υλικό που οι περισσότεροι από τους συγγραφείς θα άφηναν απέξω, αυτός το εισάγει στην “πλοκή” στην ιστορία.


Ο Κνάουσγκορντ επιτίθεται στο Σουηδικό σύστημα, στην εφησυχασμένη και “προοδευτική” κοινωνία, στον μικροαστισμό των Νορβηγών, στις οικογενειακές δομές, σε συγγενείς και φίλους. Κρίνει πολύ αυστηρά τα μέλη της οικογένειάς του (κυρίως τον πατέρα και την γιαγιά του), τους φίλους του. Πολλές φορές ο αναγνώστης νιώθει σαν να διαβάζει ένα ημερολόγιο, τις πιο μύχιες σκέψεις κάποιου – από την άλλη θα μπορούσες να το πεις και θέαση μιας ζωής σε μια θεατρική σκηνή.

Θα μπορούσες να το πεις “υπερφίαλο κατασκεύασμα”, ή “εγωπαθές παραλήρημα”. Θα μπορούσες να σχολιάσεις λέγοντας ότι “αν θέλει ο Κνάουσγκορντ ψυχολόγο, εγώ τι φταίω”. Δεν θα έχεις κι άδικο, ούτε θα ήσουν μακριά από την πραγματικότητα. Από την άλλη όμως είναι τέτοια η γοητεία που ασκεί η γραφή του, που υπνωτίζεσαι και κολλάς. Παρακολουθείς μαγεμένος σκηνές αφόρητης ανίας, απίστευτες λεπτομέρειες ούτως ώστε ακόμα και όταν βαριέσαι (και το ξέρεις) δεν μπορείς να αφήσεις τα βιβλία αυτά από τα χέρια σου. Είναι μια αναγνωστική άσκηση που σου χαρίζει στιγμές απόλυτης απόλαυσης, στιγμές θαυμασμού, στιγμές που συναρπάζεσαι αλλά και στιγμές άκρατης ανίας και πλήξης.

Βρήκα τους δύο πρώτους τόμους εξαιρετικούς, τον τρίτο καλό αλλά όχι τίποτα το ιδιαίτερο. Όπως αναφέρω παραπάνω, ίσως συνετέλεσε η κούραση από την ανάγνωση των δύο πρώτων, ίσως η σύγκριση μαζί τους το αδικεί. Γεγονός είναι ότι το κάθε βιβλίο διαβάζεται αυτόνομα, βεβαίως αν κάποιος δεν ικανοποιηθεί από τον πρώτο τόμο δεν υπάρχει νόημα να συνεχίσει την ανάγνωση.

Ο αγώνας μου” δεν είναι ένα έργο που μπορείς να το προσπεράσεις με ένα απλό ανασήκωμα των ώμων, ή με ένα “μ' άρεσε” ή “δεν μ' άρεσε” (αφορισμοί συνηθισμένοι στα social media στις μέρες μας), ή, θα το απορρίψεις αμέσως, ή θα το αγαπήσεις και θα το συνεχίσεις. Το μεταφραστικό έργο του κυρίου Σουλιώτη δύσκολο και ογκώδες, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί προτιμήθηκε η ελληνοποίηση πολλών όρων ή οργανισμών. “Πάει να πληρώσει την ΔΕΗ” , “Έπαιξα Προ-πο” κ.ο.κ. Ελπίζω αυτό να μη συνεχιστεί με τους τρεις επόμενους τόμους. Οι εκδόσεις Καστανιώτη επιτελούν έναν άθλο με την έκδοση αυτού του έργου σ'αυτούς τους δύσκολους καιρούς, με την ολοκλήρωσή του σε 2 περίπου χρόνια, τα ξαναλέμε έχοντας πλήρη εικόνα του έργου.