Τετάρτη, Νοεμβρίου 23, 2022
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 23, 2022 | Permalink
Μια περιπλάνηση στην Αιώνια Πόλη ("Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη")

 

Ένα μυθιστόρημα από αυτά που δεν περιμένεις και σου φανερώνονται απρόσμενα σαν δώρο, είναι «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΡΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ»Lultima estate in citta»), του Ιταλού συγγραφέα, δημοσιογράφου και σεναριογράφου Gianfranco Calligarich (1947, Ασμάρα Ερυθραίας), βιβλίο που πρωτοεκδόθηκε το 1973, σε 17000 αντίτυπα, κέρδισε ένα σημαντικό βραβείο και δεν ξαναβγήκε στην αγορά – μια περίπτωση αντίστοιχη του έξοχου «Σκοτεινού νερού» του Πουλιέζε -, μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, όπου η μεγάλη ζήτηση το ξαναέφερε στην αγορά και στην επικαιρότητα. Ευτυχώς το διαβάζουμε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε ωραία μετάφραση της Δ.Δότση (σελ.215).


Στο σύντομο βιβλίο του ο Καλιγκάριτς, περιγράφει μια περίοδο της ζωής ενός τριαντάχρονου άνδρα, που βλέπει τις προσδοκίες του να διαψεύδονται, να αποτυγχάνει σε ότι επιχειρεί ž η μετακόμιση στη Ρώμη, ένας μεγάλος έρωτας, μια καριέρα στη δημοσιογραφία, δεν φέρνουν τίποτα άλλο από αδιέξοδα σε όλα τα επίπεδα. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο δημοσιογράφος Λέο Γκατζάρα θα μετακομίσει στη Ρώμη από το σκοτεινό και αποπνικτικό (κυρίως λόγω της οικογένειάς του) Μιλάνο. Κι εκεί θα δει τη ζωή του να αλλάζει.

«… η Ρώμη κουβαλάει μέσα της μια πρωτόγνωρη μέθη που κατακαίει τις αναμνήσεις. Πιο πολύ κι από πόλη είναι ένα μυστικό κομμάτι του εαυτού σου, ένα κρυμμένο αγρίμι. Δεν υπάρχουν ημίμετρα μαζί της. Ή θα γίνει ο έρωτας της ζωής σου ή θα πρέπει να την παρατήσεις, διότι ένα πράγμα απαιτεί το γλυκό αγρίμι: να το αγαπήσεις. Κι αυτά είναι τα μοναδικά τέλη διοδίων που θα σου επιβληθούν απ’ όπου κι αν έρχεσαι, είτε από τους πράσινους ανηφορικούς δρόμους του βορρά, είτε από τις κυματοειδείς ευθείες του νότου, είτε από τις αβύσσους της ψυχής σου. Αν την αγαπήσεις, θα σου δοθεί έτσι όπως την ποθείς, κι εσύ δεν πρέπει να κάνεις τίποτε άλλο παρά να αφεθείς στον ρου της, πλέοντας σε απόσταση αναπνοής από την ευτυχία που σου αξίζει.»

 
 
Πως όμως είναι, να βρίσκεσαι με ελάχιστα χρήματα σε μια πόλη που σε μαγεύει και σε παρασέρνει σε άλλους ρυθμούς; Ο Λέο, δείχνει από την αρχή του βιβλίου, ότι δεν τον πολυενδιαφέρει η δημοσιογραφία (ή τουλάχιστον, οι θέσεις που του προτείνονται). Οραματίζεται τον εαυτό του ως κάτι μάλλον διαφορετικό από αυτό που πραγματικά είναι, σαν έναν περιπλανώμενο μποέμ, που είναι φτιαγμένος για μεγάλα πράγματα, τα οποία κανείς (ως συνήθως) δεν διακρίνει. Ένα φιλικό του ζευγάρι που βρήκε δουλειά στο εξωτερικό, θα του παραχωρήσει ένα διαμέρισμα στο κέντρο και θα του πουλήσει το παλιό τους αυτοκίνητο. Ο Λέο θα βολτάρει στην άδεια λόγω του καλοκαιριού Ρώμη, θα πίνει καφέδες και ποτά στην Πιάτσα Ναβόνα, θα προσπαθεί να ακολουθήσει τη ζωή των διαφόρων γνωριμιών του από την μοδάτη κοινωνία της πόλης και όταν διαπιστώσει ότι ξεμένει από χρήματα, θα προσπαθήσει να βρει δουλειές στην τηλεόραση ή σε αθλητικές εφημερίδες που δεν καλύπτουν τις (θολές) φιλοδοξίες του.
 
Σε μια γιορτή, σε ένα φιλικό σπίτι, θα γνωρίσει την (εκπάγλου καλλονής) Αριάννα, μια νεαρή φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής, που έχει μαζί της τον πρώτο τόμο από το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μ.Προυστ, ενώ σε μια αποστροφή της κουβέντας, που και σε ποια εποχή θα θέλανε να ζούσανε, του απαντάει «στο Κομπραί». Τι παραπάνω να ζητήσει, ο νεαρός και ρομαντικός Λέο; Μετά από μια «αυτοκινητάδα» στην πόλη το ξημέρωμα, ο Λέο συνειδητοποιεί δύο πράγματα: αυτή η σχέση που διαγράφεται στον ορίζοντα, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αισιοδοξία  και η Αριάννα δεν έχει διαβάσει ούτε γραμμή από τον Προυστ.
 
Η Αριάννα μπορεί να σπουδάζει στην Αρχιτεκτονική, με πρόθεση να εργαστεί στη γενέτειρά της, την Βενετία, αλλά για την ώρα, το μόνο που δείχνει να την ενδιαφέρει, είναι να τριγυρίζει τις νύχτες έξω, γνωρίζοντας όλα τα στέκια, και κολυμπώντας στην πισίνα του σπιτιού της επιχειρηματία και στριφνής αδελφής της και της κοσμικής παρέας της, που περιλαμβάνει τηλεοπτικούς παραγωγούς, ζωγράφους και διάφορους ανέμελους πλούσιους. Ο μπερδεμένος Λέο δείχνει αμήχανος στη διαχείριση της κατάστασης, ενώ την ερωτεύεται όλο και περισσότερο. Η προσπάθεια για σεξ αποτυγχάνει οικτρά από την πλευρά του μπλοκαρισμένου νέου, που βλέπει ότι η Αριάννα είναι ένα αερικό που θα του ξεφεύγει διαρκώς.
 
«Πρέπει να ξέρεις δυο τρία πράγματα για τον συγγραφέα», της απάντησα εγώ και μετά συνέχισα λέγοντας πως ούτως ή άλλως ήταν διαπιστωμένο ότι, έπειτα από τον ερχομό της τηλεόρασης, η ανάγνωση γινόταν σταδιακά μια τόσο ξεπερασμένη δραστηριότητα, που θα άντεχε ακόμη μόνο αν είχε να κάνει με ανθρώπους ενός συγκεκριμένου επιπέδου ευφυίας. «Οι αναγνώστες είναι είδος προς εξαφάνιση. Σαν τις φάλαινες, τις πέρδικες και τα άγρια ζώα, εν ολίγοις», σχολίασα. «Ο Μπόρχες τους αποκαλεί μαύρους κύκνους και υποστηρίζει ότι οι καλοί αναγνώστες είναι πλέον πιο σπάνιοι κι από τους καλούς συγγραφείς. Λέει επίσης πως η ανάγνωση είναι πράξη μεταγενέστερη της γραφής, πιο ταπεινή, πιο ευγενής, πιο πνευματική. Όχι», συνέχισα να λέω, «άλλος είναι ο κίνδυνος. Τα βιβλία προξενούν διαφορετικές εντυπώσεις ανάλογα με τη ψυχική μας κατάσταση τη στιγμή που τα διαβάζουμε. Ένα βιβλίο που στην πρώτη ανάγνωση σου είχε φανεί κοινότοπο, στη δεύτερη ανάγνωση μπορεί να σε μαγέψει, μόνο και μόνο επειδή στο μεταξύ πέρασες μια στεναχώρια ή έκανες ένα ταξίδι ή ερωτεύτηκες. Με λίγα λόγια επειδή βίωσες κάτι».
 
Βόλτες στη θάλασσα με την Αριάννα σε μερικές από τις πιο ωραίες σκηνές του βιβλίου, βόλτες στη νύχτα, πίνοντας και μεθώντας με τον (πληθωρικό και αρκετά μεγαλύτερο) φίλο του Γκρατσιάνο, που νιώθει απελευθερωμένος από την πάμπλουτη Αμερικανίδα σύζυγό του, ο Λέο τριγυρίζει στις πλατείες, στα μπαρ, τα χορευτικά κέντρα και τις τρατορίες της Αιώνιας Πόλης, η σχέση του με την Αριάννα άλλοτε δείχνει να μπαίνει σε ένα δρόμο, άλλοτε χάνονται για μέρες, ενώ οι επαγγελματικές του προσπάθειες αποτυγχάνουν  συνεχώς και καταλήγει να είναι σαν ασκούμενος σε μια αθλητική εφημερίδα, με την επιστροφή στο Μιλάνο να είναι μια λύση, αλλά και ταυτόχρονα ήττα και εφιάλτης.


Το μυθιστόρημα, μπορεί να έχει την ατμόσφαιρα των ταινιών του Φελίνι («Dolce vita» και «8μιση») αλλά δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι εποχές είναι διαφορετικές και η Ιταλία βρίσκεται σε πολιτική και οικονομική κρίση, που μπορεί να μην είναι εμφανείς σε πρώτο επίπεδο στο βιβλίο, αλλά διακρίνονται στο υπόβαθρό του. Οι ήρωες δεν ασχολούνται καθόλου με την πολιτική κατάσταση και την έξαρση της τρομοκρατίας της εποχής (βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’70), αλλά είναι αρκετά ευδιάκριτο ότι, ο Καλιγκάριτς αναπαριστά το τέλος μιας εποχής και την παρακμή των παλιών κεφάτων πλεϊμπόις σε μια πόλη που εκφράζει απόλυτα αυτή την πορεία προς τον μαρασμό. Ο συγγραφέας δεν ακολουθεί την γκροτέσκα απεικόνιση των ταινιών του Paolo Sorrentino, οι συζητήσεις είναι μελαγχολικές και οι παρατηρήσεις με την μορφή σχολίων ή αποφθεγμάτων, ( καθώς οι ήρωες του βιβλίου τριγυρίζουν στην πόλη) αφοπλιστικές και γοητευτικές.
 
Μπορεί οι βόλτες στα μπαρ και το πολύ πιοτό να απηχεί βιβλία του Χέμινγουέι, αλλά ο Λέο είναι ένας τυπικός ήρωας των βιβλίων του Φ.Σ.Φιτζέραλντ – εξάλλου η ατμόσφαιρα θυμίζει αυτή των βιβλίων των Αμερικανών συγγραφέων του Μεσοπολέμου -, με τους χαρακτήρες να είναι «larger than life», εξωστρεφείς και πληθωρικοί, επιπόλαιοι και ανερμάτιστοι. Ο Λέο μέσα στα υπαρξιακά του αδιέξοδα, πάντα ανικανοποίητος και μπερδεμένος, δείχνει αποξενωμένος, ανίκανος να διαχειριστεί τις κρίσεις, περισσότερο γοητευμένος με την ιδέα του εαυτού του ως μονίμως χαμένου, ένας «αιώνιος έφηβος» που περιμένει να ωριμάσει.
 
Έτερος μεγάλος πρωταγωνιστής του βιβλίου, είναι ασφαλώς η Ρώμη. Η μαγευτική παρακμιακή πόλη και οι εξοχές της, που τριγυρίζει (και ανακαλύπτει) ο Λέο και η εκάστοτε παρέα του. Στην άδεια (λόγω διακοπών των κατοίκων της) και πάντα φασαριόζικη πόλη, οι ατελείωτες βόλτες με την παλιά Alfa-Romeo, τα καφέ στις υπέροχες πλατείες, τα στενά σοκάκια, τα παλιά σπίτια, η φασαρία και οι θόρυβοι, συνιστούν ένα κινηματογραφικό σκηνικό που νιώθεις ότι συμμετέχεις χάρη στην φρεσκάδα και την ζωντάνια του μυθιστορήματος. Διατρέχοντας τις σελίδες του, νιώθεις ότι διαβάζεις κι ανακαλύπτεις την πόλη για πρώτη φορά ž ο Καλιγκάριτς μεταδίδει τους ρυθμούς της και μεταφέρει, το χάος και την παρακμιακή γοητεία της, με ακαματάχητο στυλ.
 
Υπέροχο και τόσο φρέσκο (παρά την ηλικία του) αλλά και απόλυτα κινηματογραφικό «Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη», χαρίζει στιγμές μοναδικής αναγνωστικής απόλαυσης. Παρά τα υπαρξιακά αδιέξοδα του (μοναδικού λογοτεχνικά) ήρωά του και την αιωρούμενη μελαγχολία σε όλο το βιβλίο, ο συγγραφέας κατόρθωσε να ισορροπήσει με θαυμαστό τρόπο μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας, γέλιου και κλάματος, απελπισίας και αισιοδοξίας, ελαφράδας και σοβαρότητας σε ένα βιβλίο που σε «αιχμαλωτίζει» από την πρώτη έως την τελευταία παράγραφό του.
 
Βαθμολογία 84 / 100


 
Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2022
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2022 | Permalink
"Ο μικρός Γκοντάρ"

 

Όποιος πιάνει στα χέρια του, κάποιο από τα μυθιστορήματα της Μαρίας Γαβαλά (1947, Κορωπί Αττικής), θα πρέπει να έχει μόνιμα στο πίσω μέρος του εγκεφάλου του, ότι η εξαίρετη συγγραφέας δεν ασχολείται μόνο με την λογοτεχνία αλλά είναι (ή κυρίως ήταν) άνθρωπος του κινηματογράφου, σκηνοθέτις και σεναριογράφος, αλλά και θεωρητικός της (αποκαλούμενης ως) «7ης Τέχνης». Τα βιβλία της, προσφέρουν έναν ιδιαίτερα σαγηνευτικό συνδυασμό λόγου και εικόνας (άλλο λιγότερο, άλλο περισσότερο έντονα), που είναι μοναδικός στην εγχώρια λογοτεχνική σκηνή. Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΓΚΟΝΤΑΡ» - εκδ. Πόλις, σελ. 332, εκτός από το εμφανές, ότι δηλαδή είναι ένα τυπικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης («bildungsroman»), είναι ένα πολύ στοχαστικό βιβλίο, ενώ έχει και πολλά στοιχεία  «αυτομυθοπλασίας» («autofiction»).


Η ηρωίδα και αφηγήτρια του μυθιστορήματος είναι η Λουκία Βακαρή που πηγαίνει στο Παρίσι να σπουδάσει Κινηματογράφο. Βρισκόμαστε στο 1969 και η νεαρή και λίγο αφελής Ελληνίδα, θα γνωριστεί με τον Γκασπάρ, που δεν ήταν φοιτητής αλλά κινηματογραφούσε με την παλιά του μηχανή, σκηνές από τον δρόμο, το προαύλιο της σχολής κλπ. Ο Γκασπάρ ήταν μεγαλωμένος σε ανάδοχες οικογένειες και η προσωπική του ζωή ήταν το τελείως αντίθετο, της τακτοποιημένης και ήρεμης ζωής της Λουκίας που προέρχονταν από μια αστική οικογένεια της Αθήνας.
 
Οι δύο τόσο διαφορετικοί νέοι θα ερωτευτούν, θα έχουν σεξουαλικές συναντήσεις στην σοφίτα του Γκασπάρ αλλά η σχέση τους απέχει από το να είναι, όπως τουλάχιστον θα την περίμενε η ερωτευμένη Λουκία, καθώς εκείνος είναι ένα «άπιαστο πουλί», που είναι διαρκώς σε κίνηση, τραβώντας πλάνα από διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, τυχαία, ανάκατα. Εντωμεταξύ στην Αθήνα, τα οικογενειακά προβλήματα της Λουκίας είναι πολλά. Ο δίδυμος αδελφός του πατέρα της, ο «θείος Στέφανος», συλλαμβάνεται από την Χουντική κυβέρνηση ως αντιφρονών και φυλακίζεται. Το γεγονός αυτό, κινητοποιεί την μητέρα της Λουκίας, που είχε εγκαταλείψει τον πατέρα της, η οποία επανέρχεται στην οικογενειακή εστία ως δυναμικότερη όλων για να βοηθήσει όσο μπορεί.
 
Η φυλάκιση και η επερχόμενη δίκη του Στέφανου, υποχρεώνει την Λουκία να περνάει αρκετό καιρό στην Αθήνα, όπου παρακολουθούμε την (ενδιαφέρουσα) οικογενειακή ιστορία (και των δύο οικογενειών). Ο Γκασπάρ από την άλλη ζει μια ζωή στο δρόμο, πηγαίνει στην Αλγερία, κινηματογραφεί μαρτυρίες από ανθρώπους που έζησαν την μεγάλη διαδήλωση των Αλγερινών στο Παρίσι το 1961, θεωρεί ότι η Αφρική έχει τεράστιο ενδιαφέρον για τη δουλειά του. Όσο και να φέρνουν όλα αυτά σε αμηχανία την Λουκία, που δεν συμφωνεί απόλυτα με την μανία του συντρόφου της για την Αφρική, ο ενθουσιασμός του θα την κάνει να δει το σινεμά διαφορετικά, θα ανατρέψει τις ιδέες που είχε ∙ ο κόσμος της πλέον έχει αλλάξει, είτε στο Παρίσι, είτε στην Αθήνα.
 
«Ήταν οι μαρτυρίες των ανθρώπων που είχαν γλιτώσει από τη σφαγή και στη συνέχεια εγκατέλειψαν, σιγά σιγά, μες στον χρόνο, τη Γαλλία για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, μη νιώθοντας ασφαλείς στο Παρίσι. Απ’ ότι κατάλαβα, άλλοι έρχονταν στη Γαλλία επειδή δεν ένιωθαν ασφαλείς στην Αλγερία, κι άλλοι επέστρεφαν στην Αλγερία επειδή δεν ένιωθαν ασφαλείς στη Γαλλία. Ενώ εμείς οι Έλληνες ερχόμασταν στη Γαλλία επειδή δεν ήμασταν ασφαλείς στην Ελλάδα και, για να επιστρέψουμε, περιμέναμε να καθαρίσει ο τόπος μας από τα χουντικά αγκάθια και παράσιτα. Οι εθνοτικές μας ομοιότητες σχετίζονταν με το αίμα της εμφύλιας φαγωμάρας, με τα βασανιστήρια των εξεγερμένων και των αντιφρονούντων, με το ούζο και το ανιζέτ, με τον δάκο των ελαιόδεντρων και με τον δρόμο του εκτοπισμού – ή δεν ξέρω με τι άλλο ακόμα, δεν ήμουν ειδική σε αυτά τα ζητήματα.»
 
Ο αναγνώστης που θα προσεγγίσει το βιβλίο, νομίζοντας (ή ελπίζοντας ίσως) ότι θα βρει στις σελίδες του, να υπάρχουν αναφορές στον Ζαν – Λικ Γκοντάρ ή ίσως να υπάρχει μυθιστορηματική εμπλοκή του σκηνοθέτη, δεν θα βρει τίποτα, παρά μόνο αναφορές άμεσα ή έμμεσα σε αυτόν. Όπως δηλώνει σε συνεντεύξεις της, η συγγραφέας, έμπνευση για την ιστορία της είναι η δεύτερη ταινία του Γάλλου δημιουργού (και μια από τις πιο άγνωστές του) «Ο μικρός στρατιώτης» («Le Petit Soldat»). Στην ταινία του 1960 (που προβλήθηκε το 1963), υπάρχει μίξη ντοκουμέντου με μυθοπλασία, διαρκής κίνηση της κάμερας, πολύ voice-over, η Άννα Καρίνα συγκλονιστική, ερωτήματα που δεν βρίσκουν απαντήσεις, και πάνω απ’ όλα η τεχνική του «κάμερα-στυλό» με τους ηθοποιούς να περπατάνε στους δρόμους της πόλης. Η συγγραφέας εντάσσει στους προβληματισμούς της, τα στοιχεία από το είδος σινεμά που υπηρέτησε ο Γκοντάρ, σε ένα μυθιστόρημα πιο κοντά στο είδος του «cinema verite» απ’ οποιοδήποτε άλλο.
 
Η ηρωίδα της βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους, εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους. Η επαρχιακή Αθήνα της εποχής, η οικογένεια με τα προβλήματά της, η Χούντα, οι απαγορεύσεις, ο συντηρητισμός της κοινωνίας και από την άλλη, ο κοσμοπολιτισμός του Παρισιού, η ελευθερία, η μητρόπολις με τις φυλές των ανθρώπων, ο ενθουσιασμός του έρωτα και κυρίως ένα σινεμά που ανακαλύπτει ότι υπάρχει, ένα «σινεμά του δρόμου» και της διαρκούς κίνησης, ένα σινεμά άναρχο και αδέσμευτο, «ακατέργαστο» και αληθινό. Δεν θα περιπλανηθεί όπως ο σύντροφός της εξωτερικά, αλλά εσωτερικά – μέσα της θα γίνει η μεγάλη αλλαγή, η ενηλικίωση, το παιδί που θα γίνει γυναίκα.
 
«Συνέχιζα, λοιπόν, να μένω κοντά στους γονείς μου, έχοντας επιστρέψει στη λογική και τακτική μιας παιδικότητας, που άλλοτε μου άρεσε – ήταν ένα κουκούλι προστασίας, κι ας ερχόταν σε ρήξη με την αγαπημένη ρήση της μάνας μου, το «έξω από το καβούκι μας» - κι άλλοτε, πάλι, με εξόργιζε και μου προκαλούσε ασφυξία, διότι μου φαινόταν πως δεν θα κατάφερνα ποτέ να απογαλακτιστώ και να γίνω αυτόνομη. Με τον δρόμο που είχαν πάρει τα πράγματα, η ελευθερία μου κατέληξε να επιδεικνύεται σε δυο τετράδια, το Clairefontaine, δίδυμα ως προς την εξωτερική όψη, το ένα ριγωμένο και το άλλο αρίγωτο, φερμένα από το Παρίσι, όπου μέσα στο γραμμωτό, εκτός από το να κρατώ ημερολογιακές σημειώσεις, πρόσθετα και κάποια θραύσματα ονείρων που τα θεωρούσα άξια καταγραφής, ενώ στο άλλο σχεδίαζα τα αξιοπερίεργα και μυστήρια των δρόμων, των ερειπίων ή των καταγωγίων, με τη βοήθεια ενός μαλακού Albrect Durer Faber. Κάπου είχα διαβάσει ότι το γράψιμο ή το σχεδίασμα ισοδυναμούν με την κατασκευή ταινιών.»


Οι χαρακτήρες του βιβλίου, άψογοι λογοτεχνικά όλοι τους, υπηρετούν με συνέπεια το πλάνο της συγγραφέως. Ξεχωρίζουν βέβαια οι δύο κεντρικοί ήρωες, η Λουκία και ο Γκασπάρ, που βιώνουν έναν έρωτα «δύσκολο» αλλά δυνατό, γεμάτο αντιξοότητες και προβλήματα. Η Γαβαλά βρίσκει την ευκαιρία να στοχαστεί πάνω στη φύση του κινηματογράφου, στο τι είναι «αλήθεια» στον κινηματογράφο, στην τέχνη, στη ζωή, για το σινεμά που φτιάχνει ο Γκασπάρ και της ανοίγει άλλους ορίζοντες, για την αναπαράσταση των γεγονότων, για την πολιτική και τον άνθρωπο.
 
Ατμοσφαιρικό και γεμάτο κινηματογραφικές εικόνες το βιβλίο, ουσιαστικά από την πρώτη του σελίδα, «αιχμαλωτίζει» τον αναγνώστη με τη γοητεία και την λογοτεχνική του στιβαρότητα. Με σκηνές μεγάλης ομορφιάς (ο χορός της Λουκίας με τον θείο Στέφανο στο ερειπωμένο αρχοντικό, το επεισόδιο με τον ασφαλίτη που την έκανε να κατουρηθεί επάνω της, ο στρατιώτης που τρώει το κέικ που προοριζόταν για τον εξορισμένο και πολλές-πολλές άλλες) να κυριαρχούν στο μυθιστόρημα, ο αναγνώστης αφήνεται στον ρυθμό του, και απολαμβάνει ένα έξοχο βιβλίο.
 
«Ο ΜΙΚΡΟΣ ΓΚΟΝΤΑΡ», βιβλίο απολαυστικό και ταυτόχρονα στοχαστικό, θέτει ερωτήματα που ωθούν σε σκέψεις, αναπαριστά με ζωντάνια μια εποχή που φαντάζει τόσο μακρινή αλλά είναι πάντα επίκαιρη, χωρίς διδακτισμό με χαμηλότονο ύφος, ενώ η εξέλιξη της ιστορίας προσφέρει ανατροπές και κρατάει τον αναγνώστη σε ένα διαρκές ενδιαφέρον. Μπορεί να μη φτάνει στο ύψος του (συγκλονιστικού) προηγούμενου μυθιστορήματός της («Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ»), αλλά είναι ένα υπέροχο και δυνατό μυθιστόρημα.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
 
 
 
Τρίτη, Νοεμβρίου 08, 2022
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 08, 2022 | Permalink
Vernon Subutex 2 (μια απογοητευτική συνέχεια)
Έκλεινα το κείμενό μου στο blog, για το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του  «ΒΕΡΝΟΝ ΣΟΥΜΠΟΥΤΕΞ», λέγοντας: «ανυπομονώ για τη συνέχεια»! Τόσο, είχα γοητευτεί από το άναρχο χιούμορ, τον ελκυστικό και ταυτόχρονα απωθητικό ήρωα, την ζωντάνια και την ένταση του βιβλίου. Δυστυχώς η συνέχεια ήρθε για να προσγειώσει κάπως ανώμαλα τις προσδοκίες μου, καθώς το «ΒΕΡΝΟΝ ΣΟΥΜΠΟΥΤΕΞ 2» («Vernon Subutex, 2»), το δεύτερο μέρος της τριλογίας της Γαλλίδας Virginie Despentes (1969, Νανσύ) – (εκδόσεις Στερέωμα, (ωραία και πάλι) μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη, σελ.432), που κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες στα ελληνικά, δεν στέκεται στο ίδιο ύψος με το πρώτο βιβλίο, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι είναι κακό ή μέτριο, είναι απλά συμπαθητικό.


Το δεύτερο βιβλίο, συνεχίζεται από εκεί, που τελείωσε το πρώτο, λίγους μήνες αργότερα. Ο Βερνόν Σουμπουτέξ παραμένει ανέστιος και πένης, ο Ξαβιέ μετά το άγριο ξύλο που έφαγε, βγήκε από το νοσοκομείο, υγιής μεν αλλά ψυχικά εσαεί τραυματισμένος. Ο Σουμπουτέξ πλέον, είναι ένας κλοσάρ κανονικός που την βγάζει σε ένα παγκάκι στο (ωραιότατο) πάρκο Buttes-Chaumont στα βόρεια της πόλης του Παρισιού και τον φροντίζουν διάφοροι άστεγοι, ενώ τον ψάχνουν εναγωνίως οι παλιοί του φίλοι και μη, οι άνθρωποι που τον στέγασαν για μια-δυο μέρες στο πρώτο βιβλίο και αισθάνονται ενοχές που τον άφησαν να φύγει ή τον έδιωξαν ή τον κατηγόρησαν για κλοπές αργότερα.
 
«Παραληρεί. Έχει κενά μνήμης. Κι αυτό δεν του είναι δυσάρεστο. Πότε, πότε, προσπαθεί να λογικευτεί: δεν μπορεί να μείνει εκεί επ’ άπειρο, είναι ένα καλοκαίρι ψυχρό, θ’ αρπάξει κι άλλη πούντα, όχι, δεν πρέπει ν’ αφεθεί, πρέπει να γυρίσει κάτω στην πόλη να βρει καθαρά ρούχα, να κάνει κάτι… Μα όταν δοκιμάζει να ξανασυνδεθεί με πραγματιστικές ιδέες, φλιπάρει: φεύγει σε κατακόρυφη περιδίνηση. Ένας ήχος έρχεται απ’ τα σύννεφα, ο αγέρας πάνω στο δέρμα του είναι πιο απαλός κι από μετάξι, η νύχτα έχει μια μυρωδιά, η πόλη τού μιλάει και κείνος αποκωδικοποιεί τους ψιθύρους που υψώνονται και τον τυλίγουν, κουλουριάζεται μέσα τους και αιωρείται. Κάθε φορά, δεν ξέρει για πόσο, τον παρασέρνει τούτη η γλυκιά τρέλα. Δεν αντιστέκεται. Το μυαλό του, ταρακουνημένο από τα γεγονότα των τελευταίων βδομάδων, φαίνεται πως αποφάσισε να μιμηθεί τον μεθυστικό πυρετό των ναρκωτικών που είχε καταπιεί στην πρότερη ζωή του. Μετά από κάθε επεισόδιο, υπάρχει ένα ανεπαίσθητο κλικ, ένα αργό ξύπνημα: η φυσιολογική ροή των σκέψεών του αρχίζει πάλι.»
 
Οι «φίλοι» του που τον ψάχνουν μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώνονται και σχηματίζουν μια ομάδα ανομοιογενή και με διαφορετικούς προσανατολισμούς, ενώ και άλλα πρόσωπα ενσωματώνονται σε αυτήν διαδραματίζοντας μεγαλύτερο ή μικρότερο ρόλο στην ιστορία. Όταν τον βρίσκουν όμως, διαπιστώνουν ότι ο Σουμπουτέξ είναι διαφορετικός, πιο σκεπτικός, λιγομίλητος, ελάχιστα εκδηλωτικός. Μετατρέπεται πλέον σε ένα είδος γκουρού, που γύρω του μαζεύονται οι «φίλοι» του, διάφοροι τυχαίοι, πόρνες και απόκληροι, ενώ κι ο ίδιος μην έχοντας λησμονήσει την παλιά του τέχνη, παίζει μουσική σε ένα μπαράκι μια φορά την εβδομάδα.
 
Όπως και στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας, το διακύβευμα κι εδώ, αφορά τις «αποκαλυπτικές» (;) κασέτες που άφησε – ένα είδος διαθήκης - προτού αυτοκτονήσει ο Άλεξ Μπλιτς, ο επιτυχημένος μουσικός που αυτοκτόνησε. Το περιεχόμενό τους θα αποκαλυφθεί σχετικά νωρίς στο δεύτερο βιβλίο αν και το κυνηγητό γι’ αυτές παραμένει. Όμως το περιεχόμενό τους, τα λόγια του μαύρου μουσικού, είναι σίγουρα το πιο ενδιαφέρον μέρος ενός κατά τα λοιπά αδιέξοδου μυθιστορήματος.
 
«Εμείς μπήκαμε στο ροκ όπως άλλοι μπαίνουν σ’ έναν καθεδρικό ναό, το θυμάσαι Βερνόν; Και η ιστορία μας ήταν ένα ταξίδι στο υπερπέραν. Υπήρχαν άγιοι παντού, δεν ξέραμε μπροστά σε ποιον να γονατίσουμε για να προσευχηθούμε. Ξέραμε πως οι μουσικοί, με το που αποσύνδεαν τα βύσματα, ήταν άνθρωποι όπως όλοι, που αφόδευαν, που φυσούσαν τη μύτη τους όταν άρπαζαν καμιά πούντα, μα αυτό δεν άλλαζε τίποτα. Στ’ αρχίδια μας οι ήρωες, το μόνο που μας ένοιαζε ήταν ο ήχος. Μας διαπερνούσε, μας ισοπέδωνε, μας απογείωνε. Υπήρχε, και μας έφτιαχνε όλους με τον ίδιο τρόπο στην αρχή: Γαμώ την πουτάνα μου, υπάρχει; Ήταν υπερβολικά μεγάλο για να χωρέσει στα δικά μας κορμιά. Νιάτα που κάλπαζαν, δεν ξέραμε πόσο τυχεροί ήμασταν…»
 

Το «ΒΕΡΝΟΝ ΣΟΥΜΠΟΥΤΕΞ 2», είναι ένα σκοτεινό βιβλίο, καθώς η ατμόσφαιρα μεταβάλλεται, αφού η συγγραφέας επιλέγει να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τους «δορυφορικούς πρωταγωνιστές» της τριλογίας, τους ανθρώπους που είναι κοντά στον Σουμπουτέξ. Μέσα από τις ιστορίες τους, από την καθημερινότητά τους, τις αντιδράσεις τους, η Ντεπάντ καταγράφει τα κοινωνικά, πολιτικά, θρησκευτικά, οικογενειακά θέματα που απασχολούν την Γαλλική κοινωνία. Με πανοραμικό τρόπο και διατηρώντας το γκροτέσκο ύφος που μας είχε εντυπωσιάσει, περιγράφει τους ετερόκλητους ανθρώπους που περιστοιχίζουν τον ήρωά της, ενώ όπως και στο πρώτο βιβλίο, δεν διστάζει να παραθέσει απόψεις προκλητικές, μη ορθές πολιτικά, αποκαλύπτοντας περισσότερο το σκοτάδι των ψυχών που εμπλέκονται στην ιστορία της.
 
Αυτή όμως η επιλογή της συγγραφέως, να μη μονοπωλεί ο (εξαιρετικός) ήρωάς της, την ιστορία, αποβαίνει εις βάρος του ενδιαφέροντος του βιβλίου. Δυστυχώς η Ντεπάντ, δεν μπορεί να γράψει την «Ανθρώπινη Κωμωδία» του 21ου αιώνα (δεν είναι όλοι για όλα) και εκεί που ο καταιγιστικός ρυθμός του πρώτου βιβλίου, παίρνει μαζί του, τον αναγνώστη, στο δεύτερο βιβλίο και με την επιλογή της να εστιάσει σε διαφορετικούς χαρακτήρες, αδυνατίζει πολύ την ιστορία, που χάνει το κέντρο της. Το μυθιστόρημα – αν και ιδιαίτερα άνισο - κρατάει το ενδιαφέρον του, η αφήγηση πολλές φορές είναι συναρπαστική, το χιούμορ εναλλάσσεται με το δράμα, αλλά ο αναγνώστης νιώθει «μπουκωμένος» και σαν να μην τον αφορούν όλα αυτά που γίνονται από κάποιο σημείο και μετά.
 
Δεν γνωρίζω αν ο Βερνόν Σουμπουτέξ, εξελιχθεί στο τρίτο μέρος σε ένα είδος «Προφήτη» ή αν η Ντεπάντ, επιλέξει να επανέλθει πάλι στο άναρχο στυλ του πρώτου βιβλίου που ήταν τόσο εντυπωσιακό και σαγηνευτικό, όμως η αμηχανία που νιώθεις διατρέχοντας τις σελίδες του δεύτερου βιβλίου, δεν αφήνει μεγάλη αισιοδοξία. Σίγουρα, θα παρακολουθήσουμε την πορεία αυτού του μελαγχολικού και μοναχικού αντι-ήρωα, ενός εξαίρετου λογοτεχνικού χαρακτήρα, ελπίζοντας πως η Δημιουργός του, δεν θα μας απογοητεύσει.
 
Βαθμολογία 77 / 100


 
Πέμπτη, Νοεμβρίου 03, 2022
posted by Librofilo at Πέμπτη, Νοεμβρίου 03, 2022 | Permalink
Μια υπόσχεση και μόνο... ("Η Υπόσχεση")

 

Στιβαρή οικογενειακή saga, το πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του Νοτιοαφρικανού συγγραφέα Damon Galgut (Πρετόρια, 1963), με τίτλο «Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ» («The Promise») – (εκδ. Διόπτρα, (έξοχη) μετάφραση Κλ. Παπαμιχαήλ, σελ. 333), το οποίο βραβεύτηκε με το (σημαντικότατο) βραβείο Booker για το 2021, συνδυάζει με ευρηματικό και ελλειπτικό τρόπο την ιστορία της χώρας με τα προσωπικά δράματα, το δράμα με το χιούμορ, την πορεία προς την αυτογνωσία με το κοινωνικό σχόλιο.


Το μυθιστόρημα του Galgut, αναπτύσσεται σε τέσσερα μέρη, έχοντας στο κέντρο του την οικογένεια Σουάρτ. Κάθε μέρος εστιάζει στον θάνατο ενός από τα μέλη της οικογένειας (ουσιαστικά σε κάθε μέρος, η οικογένεια χάνει και ένα από τα μέλη της), και εκτυλίσσεται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους καλύπτοντας με αλληγορικό τρόπο, περίπου τέσσερις δεκαετίες, όπου η Νότια Αφρική αλλάζει.
 
Η Αμόρ είναι το μικρότερο παιδί της οικογένειας των Σουάρτ, που ζουν σε μια απομακρυσμένη φάρμα. Βρισκόμαστε στο 1986 όταν ξεκινάει η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας και η μητέρα της Αμόρ έχει μόλις πεθάνει από καρκίνο. Η σαραντάχρονη γυναίκα έζησε μια εικοσαετία στο κτήμα με τον σύζυγό της και προς κατάπληξη των πάντων, ασπάστηκε τον Ιουδαϊσμό λίγο προτού πεθάνει, δημιουργώντας ένα σκάνδαλο, αφού «έφυγε» από την Ολλανδική Μεταρρυθμιστική Εκκλησία όπου ανήκε η οικογένειά του συζύγου της. Η Αμόρ είναι ένα παιδί ιδιόρρυθμο, που πάντα αισθανόταν «εκτός», ενώ είχε χτυπηθεί και από κεραυνό όταν ήταν πολύ μικρή, χάνοντας το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού της – γεγονός που συντελεί στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς της.
Δύο εβδομάδες προτού πεθάνει η μητέρα της, η Αμόρ έγινε μάρτυρας ενός περιστατικού που την συγκλόνισε. Άκουσε τον διάλογο μεταξύ του πατέρα της και της μητέρας της, όπου εκείνη τον έβαλε να της υποσχεθεί, ότι θα μεταβίβαζε στην μαύρη υπηρέτρια της οικογένειας, την Σαλομέ, το μικρό σπιτάκι όπου εκείνη ζούσε στην άκρη του κτήματος μαζί με τον γιο της. Η Σαλομέ είχε έρθει στο κτήμα, μαζί με την ετοιμοθάνατη πλέον μητέρα της Αμόρ και ήταν εκείνη που την φρόντιζε καθ’ όλη τη διάρκεια της ασθένειάς της. Ήταν εκείνη που υπομονετικά, στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι της, κάνοντας όλες τις δουλειές που οι άνθρωποι της οικογένειας, σιχαίνονταν να κάνουν. Η παραχώρηση του μικρού οικήματος, όπου ήδη διαμένει, θεώρησε η άρρωστη γυναίκα ότι ήταν, η ελάχιστη ανταπόδοση για τις υπηρεσίες της. Η Αμόρ προσπαθεί να υπενθυμίσει στον πατέρα της, αυτή την «υπόσχεση» αλλά εκείνος θλιμμένος και συντετριμμένος σχεδόν αρνείται να την ακούσει.
 
«…Ενώ σκέφτεται μια ανάμνηση, που δεν την καταλάβαινε μέχρι τώρα, ενός απογεύματος μόλις πριν από δυο βδομάδες, σε εκείνο το ίδιο δωμάτιο, με τη μαμά και τον μπαμπά. Ξέχασαν πως ήμουν εκεί, στη γωνία. Δεν με είδαν, ήμουν σαν μια μαύρη γι’ αυτούς.
(Μου το υπόσχεσαι, Μάνι;
Αρπάζοντάς τον με σκελετωμένα χέρια, όπως στις ταινίες τρόμου.
Ναι, θα το κάνω.
Επειδή στ’ αλήθεια θέλω να έχει κάτι. Ύστερα απ’ όλα όσα έκανε
Καταλαβαίνω, λέει εκείνος.
Υποσχέσου μου πως θα το κάνεις. Πες το.
Το υπόσχομαι, αποκρίνεται πνιχτά ο μπαμπάς.)»
 
Η «υπόσχεση» αυτή, είναι βέβαια, άνευ αντικειμένου την εποχή που δόθηκε. Ιδιοκτησία δεν επιτρεπόταν στους μαύρους κατοίκους της χώρας τότε, ενώ την Αμόρ δεν την παίρνει κανείς στα σοβαρά. Αυτή η «υπόσχεση» που δεν εκπληρώνεται, διαπερνάει – χωρίς να κυριαρχεί – και στα τεκταινόμενα των υπόλοιπων τριών μερών του μυθιστορήματος. Τα αδέλφια της Αμόρ, η μεγαλύτερη και πιο «comme il faut» Άστριντ και ο Άντον που – υπηρετώντας την στρατιωτική του θητεία - θα σκοτώσει μια γυναίκα σε μια διαδήλωση, και στη συνέχεια θα λιποτακτήσει υπό το βάρος της πράξης του, πάντα αυτόνομος και απροσάρμοστος, δεν θα νιώσουν ποτέ κάποιο ισχυρό δέσιμο μεταξύ τους, ενώ ο τραγικός θάνατος του πατέρα τους στο δεύτερο μέρος από δάγκωμα φιδιού, περισσότερο ενισχύει την απομάκρυνση τους.
 
Περίεργοι θάνατοι, εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις και δυσκολίες, δεν βγάζουν από το μυαλό της Αμόρ αυτή την «υπόσχεση». Στις δεκαετίες που περνάνε, η χώρα αλλάζει, αλλά κάποια πράγματα παραμένουν τα ίδια. Η Αμόρ μέσα από το προσωπικό της ταξίδι αυτογνωσίας και αυτοεκπλήρωσης, αλλάζοντας κι εκείνη, θα δει πως θα έρθει κάποια στιγμή η ώρα να εκπληρωθεί η «υπόσχεση» αλλά ίσως πλέον να είναι αργά και πάνε από τριάντα χρόνια έχουν περάσει. Μόνο τότε θα διαπιστώσει ότι μπορεί ακόμα κι αυτό να είναι μια διαπίστωση της Ενοχής, ενός λαού, μιας κοινωνίας, όπου τα προσωπικά μπορούν άνετα να γίνουν γενικά κι όπου όλα πλέον έχουν αλλάξει.
 
«Η Αμόρ είναι δεκατριών ετών, η ιστορία δεν την έχει ποδοπατήσει ακόμη. Δεν έχει ιδέα σε τι χώρα ζει. Έχει δει μαύρους να τρέχουν να ξεφύγουν από την αστυνομία επειδή δεν έχουν μαζί το πάσο τους, και έχει ακούσει τους μεγάλους να μιλάνε επιτακτικά και χαμηλόφωνα για τις εξεγέρσεις στις γειτονιές των μαύρων, και μόλις την προηγούμενη εβδομάδα στο σχολείο έμαθαν πώς να κρύβονται κάτω από τραπέζια σε περίπτωση επίθεσης, κι ακόμη δεν ξέρει σε τι χώρα ζει. Έχει κηρυχθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης και οι άνθρωποι συλλαμβάνονται και κρατούνται χωρίς δίκη και κυκλοφορούν διάφορες φήμες αλλά όχι ατράνταχτα γεγονότα, επειδή εφαρμόζεται λογοκρισία στις ειδήσεις και δημοσιοποιούνται μόνο ωραίες ιστορίες που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, όμως εκείνη αυτές κυρίως πιστεύει. Είδε χθες το κεφάλι του αδελφού της να ματώνει από μια πέτρα, μα ακόμα και τώρα δεν ξέρει ποιος την πέταξε ή γιατί.»


Ο Galgut με αυτό του το βιβλίο (δεν έχω διαβάσει άλλα του, για να είμαι σίγουρος – είχε εκδοθεί πριν αρκετά χρόνια «Ο καλός γιατρός» στα ελληνικά, περνώντας μάλλον απαρατήρητο), αποδεικνύεται μεγάλος στυλίστας. Χρησιμοποιώντας μια μίξη κινηματογραφικού ύφους συνδυασμένο με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, η τριτοπρόσωπη αφήγησή του, δεν αποστασιοποιείται των γεγονότων, τα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς με μια ανθρώπινη ματιά. Η ελλειπτικότητα του κειμένου και οι μεγάλες χρονικές περίοδοι που καλύπτει με υπαινικτικό ύφος, εξυπηρετούν το σχέδιο του συγγραφέα για μια αλληγορία της κατάστασης της χώρας με τις αλλαγές που πραγματοποιούνται μέσα σε αυτές τις δεκαετίες και που αντανακλώνται στην πορεία αυτής της δυσλειτουργικής οικογένειας.
 
Οι πολλοί συμβολισμοί στην ιστορία και η μεγάλη χρονική περίοδος, αφήνουν όμως χάσματα στους χαρακτήρες, που πολλοί μένουν στο σκοτάδι για τον αναγνώστη. Παραδείγματος χάριν, ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος, η μαύρη υπηρέτρια, η Σαλομέ, δεν αναπτύσσεται επαρκώς, ενώ την ίδια αίσθηση έχω και για τον προβληματικό Άντον, που στην διάρκεια του βιβλίου, αποδεικνύεται το ίδιο ενδιαφέρων και καθοριστικός όπως η ηρωίδα της ιστορίας, η Αμόρ. Αυτές οι ελλείψεις στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, όπως και τα μεγάλα χάσματα, απομακρύνουν σε πολλές περιπτώσεις τον αναγνώστη να «μπει περισσότερο» μέσα στην ιστορία.
 
«Νότια Αφρική! Παλιά το όνομα αυτό προκαλούσε αμηχανία, τώρα όμως σημαίνει κάτι άλλο. Είμαστε όντως ένα έθνος που αψηφάει τη βαρύτητα.»
 
Είναι όμως πολλές οι αρετές του εξαιρετικού αυτού μυθιστορήματος, που θυμίζει σε πολλά σημεία βιβλία των μεγάλων λογοτεχνών της χώρας, όπως ο J.M.Coetzee και η Ναντίν Γκόρντιμερ, όπως και μια αίσθηση των μυθιστορημάτων του W.Faulkner με τους ήρωες αιχμάλωτους στη μοίρα τους, να πλανιέται στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Οι φυλετικές διακρίσεις και οι εντάσεις περιγράφονται με υπαινικτικό και ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο, ενώ θέματα όπως οι οικογενειακές σχέσεις, η επίδραση της θρησκείας, η συντηρητική και παλαιολιθική δομή της ανώτερης τάξης της χώρας, έχουν τρομερό ενδιαφέρον και αναλύουν (χωρίς διδακτισμό και χωρίς να κουράζουν) την πορεία της Νότιας Αφρικής από ένα βαθιά αστυνομικό κράτος με το πιο σκληρό διαχωρισμό, σε μια χώρα που μαστίζεται από την εγκληματικότητα και τον κυνισμό.
 
Σε ένα μυθιστόρημα, όπου η πορεία της ηρωίδας προς την αυτογνωσία οδηγεί στην διαπίστωση μιας ματαιότητας, σε ένα βιβλίο βαρυφορτωμένο με αλληγορίες και συμβολισμούς, όλα θα αποσυντονίζονταν αν δεν υπήρχε η εύστοχη χρήση του χιούμορ από τον Galgut. Ακόμα και σε στιγμές μεγάλης έντασης, το μαύρο χιούμορ χρησιμοποιείται για να τονίσει την σχετικότητα των καταστάσεων – ο πατέρας πέφτει νεκρός από δάγκωμα φιδιού, στην επιχείρηση έκθεσης ερπετών που είχε, οι αστυνομικοί που θυμίζουν ήρωες του Μπέκετ, η θεία Μαρίνα με τις υστερίες της, προσδίδουν αξία στο μυθιστόρημα που δεν πέφτει σε παγίδες μελοδραματισμού και προτάσσει το πανανθρώπινο μήνυμά του χωρίς υπερβολές.
 
Βαθμολογία 83 / 100