Ένα
μυθιστόρημα από αυτά που δεν περιμένεις και σου φανερώνονται απρόσμενα σαν δώρο,
είναι «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΡΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ» («L’
ultima estate in citta»), του Ιταλού
συγγραφέα, δημοσιογράφου και σεναριογράφου Gianfranco Calligarich (1947, Ασμάρα
Ερυθραίας), βιβλίο που πρωτοεκδόθηκε το 1973, σε 17000 αντίτυπα, κέρδισε ένα
σημαντικό βραβείο και δεν ξαναβγήκε στην αγορά – μια περίπτωση αντίστοιχη του
έξοχου «Σκοτεινού νερού» του Πουλιέζε -, μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του 21ου
αιώνα, όπου η μεγάλη ζήτηση το ξαναέφερε στην αγορά και στην επικαιρότητα.
Ευτυχώς το διαβάζουμε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε ωραία
μετάφραση της Δ.Δότση (σελ.215).
Στο
σύντομο βιβλίο του ο Καλιγκάριτς, περιγράφει μια περίοδο της ζωής ενός τριαντάχρονου
άνδρα, που βλέπει τις προσδοκίες του να διαψεύδονται, να αποτυγχάνει σε ότι
επιχειρεί
η μετακόμιση στη Ρώμη, ένας μεγάλος έρωτας, μια καριέρα στη δημοσιογραφία, δεν
φέρνουν τίποτα άλλο από αδιέξοδα σε όλα τα επίπεδα. Ο ήρωας του μυθιστορήματος,
ο δημοσιογράφος Λέο Γκατζάρα θα μετακομίσει στη Ρώμη από το σκοτεινό και
αποπνικτικό (κυρίως λόγω της οικογένειάς του) Μιλάνο. Κι εκεί θα δει τη ζωή του
να αλλάζει.
«…
η Ρώμη κουβαλάει μέσα της μια πρωτόγνωρη μέθη που κατακαίει τις αναμνήσεις. Πιο
πολύ κι από πόλη είναι ένα μυστικό κομμάτι του εαυτού σου, ένα κρυμμένο αγρίμι.
Δεν υπάρχουν ημίμετρα μαζί της. Ή θα γίνει ο έρωτας της ζωής σου ή θα πρέπει να
την παρατήσεις, διότι ένα πράγμα απαιτεί το γλυκό αγρίμι: να το αγαπήσεις. Κι
αυτά είναι τα μοναδικά τέλη διοδίων που θα σου επιβληθούν απ’ όπου κι αν
έρχεσαι, είτε από τους πράσινους ανηφορικούς δρόμους του βορρά, είτε από τις
κυματοειδείς ευθείες του νότου, είτε από τις αβύσσους της ψυχής σου. Αν την
αγαπήσεις, θα σου δοθεί έτσι όπως την ποθείς, κι εσύ δεν πρέπει να κάνεις τίποτε
άλλο παρά να αφεθείς στον ρου της, πλέοντας σε απόσταση αναπνοής από την
ευτυχία που σου αξίζει.»
Πως
όμως είναι, να βρίσκεσαι με ελάχιστα χρήματα σε μια πόλη που σε μαγεύει και σε
παρασέρνει σε άλλους ρυθμούς; Ο Λέο, δείχνει από την αρχή του βιβλίου, ότι δεν
τον πολυενδιαφέρει η δημοσιογραφία (ή τουλάχιστον, οι θέσεις που του
προτείνονται). Οραματίζεται τον εαυτό του ως κάτι μάλλον διαφορετικό από αυτό
που πραγματικά είναι, σαν έναν περιπλανώμενο μποέμ, που είναι φτιαγμένος για
μεγάλα πράγματα, τα οποία κανείς (ως συνήθως) δεν διακρίνει. Ένα φιλικό του
ζευγάρι που βρήκε δουλειά στο εξωτερικό, θα του παραχωρήσει ένα διαμέρισμα στο
κέντρο και θα του πουλήσει το παλιό τους αυτοκίνητο. Ο Λέο θα βολτάρει στην
άδεια λόγω του καλοκαιριού Ρώμη, θα πίνει καφέδες και ποτά στην Πιάτσα Ναβόνα,
θα προσπαθεί να ακολουθήσει τη ζωή των διαφόρων γνωριμιών του από την μοδάτη
κοινωνία της πόλης και όταν διαπιστώσει ότι ξεμένει από χρήματα, θα προσπαθήσει
να βρει δουλειές στην τηλεόραση ή σε αθλητικές εφημερίδες που δεν καλύπτουν τις
(θολές) φιλοδοξίες του.
Σε
μια γιορτή, σε ένα φιλικό σπίτι, θα γνωρίσει την (εκπάγλου καλλονής) Αριάννα,
μια νεαρή φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής, που έχει μαζί της τον πρώτο τόμο από το
«Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μ.Προυστ, ενώ σε μια αποστροφή της
κουβέντας, που και σε ποια εποχή θα θέλανε να ζούσανε, του απαντάει «στο
Κομπραί». Τι παραπάνω να ζητήσει, ο νεαρός και ρομαντικός Λέο; Μετά από μια
«αυτοκινητάδα» στην πόλη το ξημέρωμα, ο Λέο συνειδητοποιεί δύο πράγματα: αυτή η
σχέση που διαγράφεται στον ορίζοντα, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αισιοδοξία και η Αριάννα δεν έχει διαβάσει ούτε γραμμή
από τον Προυστ.
Η
Αριάννα μπορεί να σπουδάζει στην Αρχιτεκτονική, με πρόθεση να εργαστεί στη
γενέτειρά της, την Βενετία, αλλά για την ώρα, το μόνο που δείχνει να την
ενδιαφέρει, είναι να τριγυρίζει τις νύχτες έξω, γνωρίζοντας όλα τα στέκια, και
κολυμπώντας στην πισίνα του σπιτιού της επιχειρηματία και στριφνής αδελφής της
και της κοσμικής παρέας της, που περιλαμβάνει τηλεοπτικούς παραγωγούς,
ζωγράφους και διάφορους ανέμελους πλούσιους. Ο μπερδεμένος Λέο δείχνει αμήχανος
στη διαχείριση της κατάστασης, ενώ την ερωτεύεται όλο και περισσότερο. Η
προσπάθεια για σεξ αποτυγχάνει οικτρά από την πλευρά του μπλοκαρισμένου νέου,
που βλέπει ότι η Αριάννα είναι ένα αερικό που θα του ξεφεύγει διαρκώς.
«Πρέπει
να ξέρεις δυο τρία πράγματα για τον συγγραφέα», της απάντησα εγώ και μετά
συνέχισα λέγοντας πως ούτως ή άλλως ήταν διαπιστωμένο ότι, έπειτα από τον
ερχομό της τηλεόρασης, η ανάγνωση γινόταν σταδιακά μια τόσο ξεπερασμένη
δραστηριότητα, που θα άντεχε ακόμη μόνο αν είχε να κάνει με ανθρώπους ενός
συγκεκριμένου επιπέδου ευφυίας. «Οι αναγνώστες είναι είδος προς εξαφάνιση. Σαν
τις φάλαινες, τις πέρδικες και τα άγρια ζώα, εν ολίγοις», σχολίασα. «Ο Μπόρχες
τους αποκαλεί μαύρους κύκνους και υποστηρίζει ότι οι καλοί αναγνώστες είναι
πλέον πιο σπάνιοι κι από τους καλούς συγγραφείς. Λέει επίσης πως η ανάγνωση
είναι πράξη μεταγενέστερη της γραφής, πιο ταπεινή, πιο ευγενής, πιο πνευματική.
Όχι», συνέχισα να λέω, «άλλος είναι ο κίνδυνος. Τα βιβλία προξενούν
διαφορετικές εντυπώσεις ανάλογα με τη ψυχική μας κατάσταση τη στιγμή που τα
διαβάζουμε. Ένα βιβλίο που στην πρώτη ανάγνωση σου είχε φανεί κοινότοπο, στη δεύτερη
ανάγνωση μπορεί να σε μαγέψει, μόνο και μόνο επειδή στο μεταξύ πέρασες μια
στεναχώρια ή έκανες ένα ταξίδι ή ερωτεύτηκες. Με λίγα λόγια επειδή βίωσες
κάτι».
Βόλτες
στη θάλασσα με την Αριάννα σε μερικές από τις πιο ωραίες σκηνές του βιβλίου,
βόλτες στη νύχτα, πίνοντας και μεθώντας με τον (πληθωρικό και αρκετά
μεγαλύτερο) φίλο του Γκρατσιάνο, που νιώθει απελευθερωμένος από την πάμπλουτη
Αμερικανίδα σύζυγό του, ο Λέο τριγυρίζει στις πλατείες, στα μπαρ, τα χορευτικά
κέντρα και τις τρατορίες της Αιώνιας Πόλης, η σχέση του με την Αριάννα άλλοτε
δείχνει να μπαίνει σε ένα δρόμο, άλλοτε χάνονται για μέρες, ενώ οι
επαγγελματικές του προσπάθειες αποτυγχάνουν
συνεχώς και καταλήγει να είναι σαν ασκούμενος σε μια αθλητική εφημερίδα,
με την επιστροφή στο Μιλάνο να είναι μια λύση, αλλά και ταυτόχρονα ήττα και
εφιάλτης.
Το
μυθιστόρημα, μπορεί να έχει την ατμόσφαιρα των ταινιών του Φελίνι («Dolce vita» και «8μιση») αλλά
δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι εποχές είναι διαφορετικές και η Ιταλία
βρίσκεται σε πολιτική και οικονομική κρίση, που μπορεί να μην είναι εμφανείς σε
πρώτο επίπεδο στο βιβλίο, αλλά διακρίνονται στο υπόβαθρό του. Οι ήρωες δεν
ασχολούνται καθόλου με την πολιτική κατάσταση και την έξαρση της τρομοκρατίας
της εποχής (βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’70), αλλά είναι αρκετά
ευδιάκριτο ότι, ο Καλιγκάριτς αναπαριστά το τέλος μιας εποχής και την παρακμή
των παλιών κεφάτων πλεϊμπόις σε μια πόλη που εκφράζει απόλυτα αυτή την πορεία
προς τον μαρασμό. Ο συγγραφέας δεν ακολουθεί την γκροτέσκα απεικόνιση των
ταινιών του Paolo Sorrentino, οι συζητήσεις
είναι μελαγχολικές και οι παρατηρήσεις με την μορφή σχολίων ή αποφθεγμάτων, (
καθώς οι ήρωες του βιβλίου τριγυρίζουν στην πόλη) αφοπλιστικές και γοητευτικές.
Μπορεί
οι βόλτες στα μπαρ και το πολύ πιοτό να απηχεί βιβλία του Χέμινγουέι, αλλά ο
Λέο είναι ένας τυπικός ήρωας των βιβλίων του Φ.Σ.Φιτζέραλντ – εξάλλου η
ατμόσφαιρα θυμίζει αυτή των βιβλίων των Αμερικανών συγγραφέων του Μεσοπολέμου
-, με τους χαρακτήρες να είναι «larger than life», εξωστρεφείς και
πληθωρικοί, επιπόλαιοι και ανερμάτιστοι. Ο Λέο μέσα στα υπαρξιακά του αδιέξοδα,
πάντα ανικανοποίητος και μπερδεμένος, δείχνει αποξενωμένος, ανίκανος να
διαχειριστεί τις κρίσεις, περισσότερο γοητευμένος με την ιδέα του εαυτού του ως
μονίμως χαμένου, ένας «αιώνιος έφηβος» που περιμένει να ωριμάσει.
Έτερος
μεγάλος πρωταγωνιστής του βιβλίου, είναι ασφαλώς η Ρώμη. Η μαγευτική παρακμιακή
πόλη και οι εξοχές της, που τριγυρίζει (και ανακαλύπτει) ο Λέο και η εκάστοτε
παρέα του. Στην άδεια (λόγω διακοπών των κατοίκων της) και πάντα φασαριόζικη πόλη,
οι ατελείωτες βόλτες με την παλιά Alfa-Romeo, τα καφέ στις υπέροχες πλατείες, τα στενά σοκάκια, τα
παλιά σπίτια, η φασαρία και οι θόρυβοι, συνιστούν ένα κινηματογραφικό σκηνικό
που νιώθεις ότι συμμετέχεις χάρη στην φρεσκάδα και την ζωντάνια του
μυθιστορήματος. Διατρέχοντας τις σελίδες του, νιώθεις ότι διαβάζεις κι
ανακαλύπτεις την πόλη για πρώτη φορά ο Καλιγκάριτς μεταδίδει τους
ρυθμούς της και μεταφέρει, το χάος και την παρακμιακή γοητεία της, με
ακαματάχητο στυλ.
Υπέροχο
και τόσο φρέσκο (παρά την ηλικία του) αλλά και απόλυτα κινηματογραφικό «Το
τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη», χαρίζει στιγμές μοναδικής αναγνωστικής
απόλαυσης. Παρά τα υπαρξιακά αδιέξοδα του (μοναδικού λογοτεχνικά) ήρωά του και
την αιωρούμενη μελαγχολία σε όλο το βιβλίο, ο συγγραφέας κατόρθωσε να
ισορροπήσει με θαυμαστό τρόπο μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας, γέλιου και
κλάματος, απελπισίας και αισιοδοξίας, ελαφράδας και σοβαρότητας σε ένα βιβλίο
που σε «αιχμαλωτίζει» από την πρώτη έως την τελευταία παράγραφό του.
Βαθμολογία
84 / 100