Το σίγουρο είναι ότι η φήμη και ο διάλογος που γίνεται (γύρω ή) για
τον David Foster Wallace
(Η.Π.Α., 1962-2008) ξεπερνάει την δημοτικότητα των βιβλίων του. Ένας συγγραφέας
με φανατικούς οπαδούς, οι οποίοι με τον τραγικό θάνατό του τον αναγόρευσαν σε
σύμβολο μιας «καταραμένης» λογοτεχνικής γενιάς – διότι και η λογοτεχνία (όπως
και οι υπόλοιπες τέχνες) χρειάζεται τους μάρτυρές της. Η πρόσφατη έκδοση στη
χώρα μας, της συλλογής διηγημάτων του με τίτλο, «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΛΗΘΗ» («Oblivion»), (Εκδ. Κέδρος,
(ωραία) μετάφρ. Γ.Πολυκανδριώτης, σελ. 469) μας δίνει μια εικόνα του
λογοτεχνικού κόσμου ενός από τα μεγαλύτερα ταλέντα (κάποιοι τον θεωρούν το
μεγαλύτερο) της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ιστορίες που περιέχουν άλλες ιστορίες, οι οποίες εκτρέπονται
σε κάτι άλλο διαφορετικό από αυτό που διάβαζες μέχρι τώρα. Ψυχολογικά και
διανοητικά παιχνίδια που οδηγούν στα βάθη της ύπαρξης, στα βάθη του μυαλού το
οποίο ακολουθεί τις δικές του ιδιαίτερες διαδρομές. Τίποτα (κυριολεκτικά) δεν
είναι όπως φαίνεται στα 8 ανισομερή διηγήματα της συλλογής. Κάποια από αυτά
έχουν διαστάσεις νουβέλας, κάνα-δυό είναι πολύ σύντομα, αλλά όλα
χαρακτηρίζονται από σπαραγμό (ακόμα και στις «ανάλαφρες» στιγμές τους) και
εσωστρέφεια, ενώ μια ακαθόριστη απειλή νιώθεις να κρέμεται από πάνω τους.
Οι ήρωες των ιστοριών του Γουάλας, είναι απλοί, καθημερινοί
άνθρωποι που η ζωή τους έχει παρασύρει σε αδιέξοδες επιλογές, άνθρωποι που
αφαιρούνται και παρασύρονται από τις σκέψεις τους, άνθρωποι που «χάνονται» μέσα
στις σκέψεις τους, σε βαθμό που να μην αντιλαμβάνεσαι αν αυτά που περιγράφουν
όντως εξελίσσονται μέσα στην ιστορία ή είναι απλώς νοητικές κατασκευές,
ιστορίες που δεν τελειώνουν, δεν ολοκληρώνονται όπως οι ίδιες οι ζωές τους (ή
οι ζωές μας)…
Στον «Αφρατούλη» το πρώτο διήγημα της συλλογής,
παρακολουθούμε το πλασάρισμα ενός κέϊκ και τον συντονισμό μιας δημογραφικής
ομάδας για το προϊόν αυτό μιας εταιρίας γλυκισμάτων. Ο συντονιστής Τέρι Σμιντ
εν μέσω αναλύσεων, στατιστικών πινάκων σκέφτεται (ή συνειδητοποιεί) την
ασημαντότητά του μέσα στην επιχείρηση, την αποξένωσή του από την ζωή καθώς τα
συναισθήματά του, η προσωπικότητά του έχουν διαβρωθεί από την αβάσταχτη
καθημερινότητα της εργασίας του. Εν τω μεταξύ υπάρχει μια αδιόρατη απειλή που
νιώθεις στην ατμόσφαιρα της ιστορίας, ο Σμιντ παρακολουθείται από τον
προϊστάμενό του, ο οποίος παρακολουθείται από τον δικό του προϊστάμενο που έχει
καταστρώσει και ένα σχέδιο «καταστροφής» διότι θεωρεί ότι οι συντονιστές δεν
είναι απαραίτητοι σ’αυτές τις ομάδες. Ο τρόμος του Σμιντ διαπερνάει τις (εν
αρχή ακατανόητες και επαναλαμβανόμενες) σελίδες του διηγήματος φθάνοντας στον
αναγνώστη, ο οποίος αν είναι ανυποψίαστος ως προς τις τεχνικές του Γουάλας, ένα
πολιτιστικό σοκ το παθαίνει.
Ο (αδιόρατος) τρόμος υπάρχει όμως και στο επόμενο διήγημα,
το εκπληκτικό «Η ψυχή δεν είναι σιδεράδικο» όπου ο μικρούλης αφηγητής είναι ένα
από τα 4 παιδιά που πιάστηκαν όμηροι (ή θεωρήθηκαν ως τέτοιοι) από τον σαλεμένο
δάσκαλο του δημοτικού σχολείου, ο οποίος κάποια στιγμή «φλίπαρε» και άρχισε να
γράφει στον μαυροπίνακα, την φράση «ΣΚΟΤΩΣΕ ΣΚΟΤΩΣΕ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ ΣΚΟΤΩΣΕ
ΤΟΥΣ ΚΑΝΕ ΤΟ ΤΩΡΑ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΥΣ» συνέχεια. Όταν τα πανικοβλημένα και αλλαλάζοντα
παιδιά εγκατέλειψαν κακήν-κακώς την αίθουσα, ο αφηγητής κλεισμένος στον εαυτό
του δεν «παίρνει χαμπάρι» από τα τεκταινόμενα εντός της αιθούσης απλώς
αισθανόταν μια απειλή και ασχολείται ξορκίζοντας τους φόβους του (είναι μικρό
παιδάκι εξάλλου) με ιστορίες που
κατασκευάζει και με τις ονειροπολήσεις του, κάτι που ουσιαστικά κάνει και ο
ήρωας του σύντομου διηγήματος, «Η φιλοσοφία και ο καθρέφτης της φύσης», ο
οποίος ένοχλημένος σε βαθμό παράνοιας από τα βλέμματα που συγκεντρώνει πάνω της
η μητέρα του, μετά τις αποτυχημένες πλαστικές επεμβάσεις στις οποίες έχει
υποβληθεί (έχοντας την αφήσει με μια μόνιμη έκφραση τρόμου στο πρόσωπό της, σε
βαθμό που οι επιβάτες των λεωφορείων ή οι διαβάτες στο δρόμο να νομίζουν ότι
έχει απαχθεί ή έστω κινδυνεύει από τον γιό της), αφήνεται να περιπλανάται στην
φαντασία του αρνούμενος να δει την πραγματικότητα.
Η μικρότερη ιστορία της συλλογής (μόλις 4 σελίδες), είναι το
εξαιρετικό «Μετεμψυχώσεις καμένων παιδιών», όπου ένας πατέρας προσπαθεί να
λησμονήσει αλλά δεν μπορεί τις λεπτομέρειες από το ατύχημα του νεογέννητου
μωρού του, το κάψιμο με καυτό νερό, που συνετέλεσε στον χαμό του. Η
ρεαλιστικότητα αλλά και η φρίκη της ιστορίας συγκλονίζουν ενώ η όλη σκηνή σαν
σε αργό γύρισμα (μια τεχνική που χρησιμοποιεί συχνά-πυκνά ο συγγραφέας)
αποτυπώνεται ανεξίτηλα στο μυαλό του αναγνώστη. Αφήγηση αγχωτική, μακριές
προτάσεις, ένα μικρό διαμάντι που διαβάζεται με μια ανάσα.
«…Αν δεν έχεις κλάψει ποτέ και θες να το κάνεις, κάνε ένα
παιδί. Σπάσε τα φύλλα της καρδιάς σου και κάτι θα κάνει ένα παιδί, είναι το
βραχνό τραγούδι που ξανακούει ο Μπαμπάς, λες και η κυρία στο ραδιόφωνο ήταν
εκεί δίπλα του και κοιτούσε τι είχαν κάνει, αν και ώρες αργότερα εκείνο που ο
Μπαμπάς δε θα μπορέσει ποτέ να συγχωρήσει στον εαυτό του είναι το πόσο ήθελε να
καπνίσει ένα τσιγάρο, εκείνη τη στιγμή, καθώς φάσκιωσαν το μωρό όπως μπόρεσαν
με πάνες και δυο πετσέτες βαλμένες σταυρωτά και ο Μπαμπάς το σήκωσε σαν
νεογέννητο, με το κεφάλι του στη μια παλάμη, και το πήγε τρέχοντας στο
φανταχτερό φορτηγάκι και είχε λιώσει τα ειδικής παραγγελίας λάστιχα μέχρι να
φτάσει στην πόλη και τα Επείγοντα Περιστατικά του νοσοκομείου και η πόρτα του
νοικάρη έμεινε να κρέμεται όλη μέρα μέχρι που είχε σπάσει ο μεντεσές αλλά ήταν
πλέον αργά όταν δε γινόταν τίποτα και δεν προλάβαιναν το παιδί είχε μάθει πια
να εγκαταλείπει τον εαυτό του και να παρακολουθεί όλα τα υπόλοιπα να
εκτυλίσσονται από ένα σημείο κάπου πάνω ψηλά, και όσα χάθηκαν από εκείνη τη
στιγμή δεν είχαν πια καμία σημασία, και το σώμα του παιδιού διογκώθηκε και
προχώρησε και πήρε τον πρώτο του μισθό και έζησε τη ζωή του άδειο, ένα πράγμα
μεταξύ άλλων πραγμάτων, η ψυχή του σαν τους υδρατμούς ψηλά, να πέφτει σαν βροχή
και να ξανανεβαίνει, ο ήλιος να ανεβοκατεβαίνει σαν γιο-γιό.»
Η ακατάληπτη και εσωστρεφής ιστορία (μια μακριά παραβολή;)
«Ακόμα ένας πρωτοπόρος» όπου ο αφηγητής αναλύει σε κάποιο σεμινάριο μια ιστορία
για ένα παιδί που εξαφανίστηκε στη ζούγκλα, ιστορία που κρυφάκουσε σε ένα μακρύ
αεροπορικό ταξίδι. Η περιγραφή της ιστορίας εκτρέπεται σε κλίμακες και γίνεται
παράλογη και ακατανόητη, ερμητικά κλειστή. Ευτυχώς (για τον αναγνώστη), στο
έξοχο «Παλιό καλό νέον», ο αφηγητής, διαφημιστής (κάτι σαν τον Σμιντ του
«Αφρατούλη»), είναι ξεκάθαρος από την αρχή. «Όλη μου τη ζωή ήμουν μια απάτη.
Δεν υπερβάλλω. Σε γενικές γραμμές, το μόνο που έκανα πάντοτε ήταν να προσπαθώ
να προβάλω μια συγκεκριμένη εντύπωση για μένα σε άλλους ανθρώπους. Κυρίως να
είμαι αρεστός ή να με θαυμάζουν.». Ευχαρίστηση ή ικανοποίηση δεν λαμβάνει,
οι απογοητεύσεις είναι συνεχείς και ο
ψυχαναλυτής του αποδεικνύεται πιο αδύναμος από αυτόν σε σημείο να φτάνει ο
ψυχαναλυόμενος να αναλύει τον ψυχαναλυτή ο οποίος αδυνατεί να κατανοήσει το
παιχνίδι του ασθενούς του. Ένα υπαρξιακό αριστοτεχνικά γραμμένο διήγημα,
απεικόνιση της εποχής και την αδυναμία αντίληψης του συνανθρώπου μας, που
δείχνει τις αρετές του συγγραφέα στην διαχείριση του λόγου, το υποδόριο χιούμορ
αλλά και την απελπισία που διαπερνάει το έργο του.
Η «Λήθη» (ομώνυμο διήγημα της συλλογής) είναι σαν ένα
εφιαλτικό παιχνίδι, όπου η σύζυγος κατηγορεί τον άνδρα της ότι ροχαλίζει, τον
διώχνει από την συζυγική κλίνη, του διαμαρτύρεται συνεχώς, ενώ εκείνος
υποστηρίζει ότι δεν ροχαλίζει και όλα αυτά τα φαντάζεται εκείνη, φθάνοντας την
συμβίωσή τους στα όρια του χωρισμού. Το κινηματογραφικό τέλος αλλάζει τα
δεδομένα της ιστορίας κάνοντας τον αναγνώστη να αναρωτιέται τι διάβασε με τον
ίδιο τρόπο που ο Πόε πολλές δεκαετίες πριν έκανε με τις ιστορίες και τα
ποιήματά του (κάπως σαν «a dream within a dream»).
Θεωρώ την τελευταία ιστορία του βιβλίου, την νουβέλα «Το
κανάλι της Δυστυχίας» ένα αριστουργηματικό κείμενο, το οποίο ακόμα κι αν δεν
έχεις διαβάσει τίποτα από το έργο του Γουάλας, αυτό από μόνο του είναι ικανό να
σε αφήσει με ανοιχτό το στόμα. Οι 130 σελίδες της φιλοσοφικής αυτής νουβέλας,
έχουν ως background την
11η Σεπτεμβρίου και την πτώση των Δίδυμων Πύργων και η αφήγηση
στρέφεται γύρω από τις προσπάθειες ενός free-lancer
έμπειρου δημοσιογράφου, ο οποίος προσπαθεί να δημοσιεύσει στο μοδάτο περιοδικό
«Στιλ» μια ιστορία για έναν επαρχιώτη ζωγράφο, ο οποίος αφοδεύει πίνακες/έργα
τέχνης. Ο Γουάλας περιγράφει τον ψεύτικο και τελείως επίπλαστο κόσμο του
περιοδικού, με τις κομψές βοηθούς αρχισυντακτών, με τις στιλάτες μαθητευόμενες
από καλά κολέγια που μαζεύονται μετά τη δουλειά πίνοντας κοκτέιλ και
σχολιάζοντας τα πάντα. Εκείνο που δεν γνωρίζουν οι «μπάρμπι-wannabe δημοσιογράφοι» που νομίζουν ότι
κρατάνε τα κλειδιά της επιτυχίας στα χέρια τους είναι, ότι μερικές μέρες
αργότερα θα πέσουν νεκρές αφού τα γραφεία του περιοδικού στεγάζονται σε κάποιον
όροφο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου.
Η σάτιρα είναι ανελέητη και την αφήγηση διαπερνάει μια λεπτή
ειρωνία και ταυτόχρονα ένα σχόλιο για ένα κόσμο που έφυγε μέσα σε λίγα λεπτά
της ώρας. Το χοντροκομένο θέμα του δημοσιογράφου που είναι ταμάμ για το
καλωδιακό δίκτυο «Το κανάλι της Δυστυχίας» που ξετρελαίνεται με το θέμα και
προγραματίζει ζωντανή αφόδευση του καλλιτέχνη και δημιουργία δεν αντιπροσωπεύει
τίποτε άλλο παρά την απεικόνιση της σύγχρονης μηντιακής κοινωνίας που δεν
διστάζει μπροστά σε τίποτα, ότι κι αν είναι αυτό, αρκεί να βγάλει κέρδος. Ο
γκροτέσκος συμβολισμός της «καλλιτεχνικής δημιουργίας», σε συνδιασμό με τον
στυγνό και άχρωμο επαγγελματισμό του δημοσιογράφου, ο οποίος ουσιαστικά δεν
έχει άποψη για το τι προσπαθεί να κάνει, απλά το κάνει, οι κινήσεις των
εργαζομένων που δεν έχουν άλλη άποψη παρά μόνο αυτή που τους υπαγορεύει πως
«ότι πουλάει, είναι καλό», μέσα από την αιχμηρή και στυλάτη αφήγηση απογειώνουν
την νουβέλα σε μεγάλα λογοτεχνικά ύψη.
Η συλλογή είναι εξαιρετική και τα περισσότερα διηγήματα
είναι μικρά αριστουργήματα. Μοναδικό ύφος που αγγίζει πολλά είδη λογοτεχνίας,
Μπέκετ, Πίντσον, Ροθ, Ντε Λίλο, όλοι συγγραφείς-κολοσσοί διαπερνάνε τις σελίδες
του Γουάλας που απ’ότι αντιλαμβάνομαι (διότι δεν τα έχω διαβάσει) βρήκε την
ιδανική του έκφραση στο εμβληματικό μυθιστόρημα «Infinite Jest» και στο ημιτελές «Pale King» (όλα αμετάφραστα στα
ελληνικά). Ακόμα και υποτυπώδης όμως η γνωριμία μας με τον αυτόχειρα συγγραφέα
αρκεί για να κατανοήσουμε το μεγαλείο του, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να
εισχωρήσουμε στον ερμητικά κλεισμένο κόσμο του, να επιλύσουμε τα μυστήρια των
ιστοριών του. Η «Αμερικάνικη Λήθη» ως συλλογή είναι πιο απαιτητική από το
«Κορίτσι με τα παράξενα μαλλιά» για το οποίο είχα γράψει πριν από 4 χρόνια,
εξάλλου εκδόθηκε 3 μόλις χρόνια πριν από τον θάνατό του, η γραφή του είναι πιο
συγκροτημένη και το ύφος του πιο ξεκάθαρο. Είναι ευτύχημα που στην ελληνική
έκδοση, υπάρχει το έξοχο επίμετρο του (φίλου) Λευτέρη Καλοσπύρου, ενός ανθρώπου
που ασχολείται χρόνια με τον Γουάλας, και μας βοηθάει να «ξεκλειδώσουμε» κάποια κομάτια του
ιδιόμορφου κόσμου του.