Τρίτη, Οκτωβρίου 26, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 26, 2010 | Permalink
Πατρίδα από πέτρα, πατρίδα από βαμβάκι
Η «ΠΑΤΡΙΔΑ ΑΠΟ ΒΑΜΒΑΚΙ» της πολύ ενδιαφέρουσας συγγραφέως, ποιήτριας και δημοσιογράφου Έλενας Χουζούρη, (Εκδ.Κέδρος, σελ.371) είναι ένα καλό και ευανάγνωστο αλλά άνισο μυθιστόρημα που χειρίζεται ικανοποιητικά ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα – τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, οι οποίοι τον Αύγουστο του ‘49 για να γλυτώσουν όταν κατέρρευσε το μέτωπο εξαναγκάσθηκαν να περάσουν στην Αλβανία και από εκεί «διοχετεύθηκαν» στις εσχατιές της Ρώσικης στέπας, στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν μετά από πολυήμερο ταξίδι.

Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο γιατρός Στέργιος Χ. και ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι ο Οκτώβριος του ’67 σε ένα σοβιετικό τρένο που μεταφέρει αυτόν και την οικογένειά του, την σύζυγό του Σταυρούλα και τις δύο κόρες τους, από την Τασκένδη στη Μόσχα. Η πρόθεση του γιατρού (την οποία έχει επιβάλει στην οικογένειά του) είναι να φτάσουν μέχρι τα Σκόπια, όπου και θα εγκατασταθούν αρχίζοντας την ζωή τους από την αρχή – εκείνος νιώθει ότι πρέπει να βρίσκεται όσο γίνεται πιο κοντά στα ελληνικά σύνορα, στην Θεσσαλονίκη την γενέθλια πόλη του και γι’αυτό δεν διστάζει να διαλύσει την τακτοποιημένη ζωή του στην Τασκένδη, την θέση του στο νοσοκομείο. Φεύγουν από την «πατρίδα από βαμβάκι» για να πάνε κοντά στην «πατρίδα από πέτρα» - ακολουθώντας την αντίθετη διαδρομή 18 χρόνια μετά. Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τις αναμνήσεις του Στέργιου από τις δραματικές μέρες του ’49 και την φυγή αυτού και των συντρόφων του για να γλυτώσουν, το ταξίδι σε ένα φορτηγό πλοίο των χιλιάδων μαχητών του Δ.Σ., οι οποίοι κλεισμένει σε αμπάρια φτάνουν στο Μπατούμ της Γεωργίας και από εκεί στοιβάζονται σε ένα τρένο για να ταξιδέψουν επί μερόνυχτα με τελικό προορισμό την Τασκένδη. Παρακολουθούμε την ζωή του Στέργιου εκεί, τις πρώτες του προσπάθειες να προσαρμοσθεί, τον αρχικό αγωνιστικό ρομαντισμό του που εξελίσσεται σε προσπάθεια για επιβίωση, τον γάμο του με την Σταυρούλα (όπως του επέβαλλε η κομματική γραμμή), τον θάνατο του «Πατερούλη» και την διχόνοια μεταξύ των ελλήνων εξόριστων, την σκληρή δουλειά στο νοσοκομείο και τελικά τον καθοριστικό (για τη ζωή του) έρωτά του με την συνάδελφό του Όλγα Κιριλένκο. Σχέση παθιασμένη που θα μπορούσε να του αλλάξει τη ζωή αν δεν εμπλέκετο και εκεί η κομματική γραμμή που του επέβαλλε τις προθέσεις της πάλι.

Παράλληλα, οι μνήμες του Στέργιου διακόπτονται για να παρακολουθήσουμε αποσπασματικά είναι η αλήθεια, την πορεία της οικογένειας του στην Θεσσαλονίκη. Την αγωνία της μητέρας του, την πονηριά της αδερφής του που φτιάχνει ψεύτικα γράμματα (δήθεν από τον Στέργιο) για να καλμάρει την μάνα, την εντελώς αντίθετη πορεία του αδερφού του ο οποίος γίνεται αξιωματικός του στρατού αποκηρύσσοντας τον «εγκληματία» Στέργιο, πράξη όμως που λίγο τον βοήθησε στην ανέλιξή του επαγγελματικά.

Το μυθιστόρημα ακολουθεί τον αφηγηματικό ρυθμό του αργού τρένου που διασχίζει την ρώσικη στέπα. Ο Στέργιος δεν κοιμάται και σκέφτεται τα χρόνια που πέρασαν, την διαδρομή της ζωής του τα τελευταία 18 χρόνια, τις επιλογές που τον σημάδεψαν. Εικόνες από την μεγάλη φυγή, σκηνές βίας μεταξύ των προσφύγων, πολιτικά παιχνίδια στα οποία φρόντιζε να μην εμπλέκεται αλλά τελικά βρισκόταν κατηγορούμενος από όλους, την οικογενειακή ζωή με μια σύζυγο που συμπονούσε αλλά ποτέ του δεν αγάπησε και τέλος σκηνές από την καταδικασμένη σχέση του με την Όλγα και το μεγάλο μυστικό που αποκαλύπτεται στο τέλος του βιβλίου αν και όλοι έχουμε καταλάβει τι είναι...Το μεγάλο χρονικό χάσμα (κάπου μια δεκαετία) που περνάει από το απότομο φινάλε της σχέσης και της αναχώρησης για τα Σκόπια δεν καλύπτεται στο μυθιστόρημα κάτι που προξενεί εντύπωση στον αναγνώστη – εκτός αν αποτελέσει υλικό για κάτι άλλο που θα αποσαφηνιστεί μελλοντικά από την συγγραφέα.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι στέρεοι και εξόχως μυθιστορηματικοί. Ο Στέργιος ένας άνθρωπος που έχει τις καλύτερες των προθέσεων αλλά τις χειρότερες των επιλογών, ένας αδύναμος και ίσως αφελής άνθρωπος που δεν μπορεί να ξεφύγει από τις δαγκάνες του κομματικού μηχανισμού και τα εσωκομματικά παιχνίδια. Ένας χαρακτήρας που σηκώνει πολλή ανάλυση και μεγάλη συζήτηση. Η Όλγα, η Σταυρούλα, η μάνα Ελένη Χ., η αδερφή του η Μαρίκα – όλοι «αυτοσχέδιοι χορευτές» σ’αυτόν τον ιδιότυπο χορό της ιστορίας, μικροί ήρωες που εμπλέκονται σε μια μεγαλύτερη εικόνα και σε γεγονότα που τους παρασέρνουν όλους.

Αργά πάει το τρένο, αργά πάει και το βιβλίο. Φλυαρία και χαλαρός ρυθμός σε μια ιστορία (που έχει όλες τις προϋποθέσεις να είναι) τόσο ενδιαφέρουσα δεν ταιριάζουν και εκεί ακριβώς έγκειται η ένστασή μου. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την συγγραφέα (και με τράβηξαν στο προηγούμενο και καλύτερο της βιβλίο, τον «Σκοτεινό Βαρδάρη», που διατηρεί μια χαλαρή σχέση με αυτό εδώ), δηλαδή χρησιμοποίηση ειδησεογραφικών πηγών, χρήση ημερολογίων, επιστολική αφήγηση, προσεκτική και ευδιάκριτη ιστορική έρευνα, αφηγηματικές πηγές που έχουν το στοιχείο του ντοκουμέντου, παιχνίδι με τον χρόνο, μη γραμμική αφήγηση, όλα αυτά είναι πολύ ελκυστικά και κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος του βιβλίου, που μένει ανοιχτό και προϊδεάζει για μια συνέχεια των «περιπετειών» του μπερδεμένου μέσα στις επιλογές του ήρωα.
 
Τρίτη, Οκτωβρίου 19, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 19, 2010 | Permalink
Ο Ροθ "επιμένει"
Οι δύο νουβέλες του ακάματου Philip Roth που εκδόθηκαν πρόσφατα στην Ελλάδα, «ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ» (2008), και «Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ» (2009) , το πιθανότερο είναι να χαρακτηρισθούν από τους «βιβλιοκριτικούς του μέλλοντος» (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα), ως από τα πλέον ελάσσονα έργα που θα έχουν παραχθεί από την «λογοτεχνική βιομηχανία» του τεράστιου αυτού συγγραφέα. Με ήδη πάνω από 30 μυθιστορήματα / νουβέλες, ο Ροθ (γεν. 1933), συνεχίζει να παράγει έργο, και θα πρέπει να παραδεχθεί ακόμα και ο πιο δύστροπος αναγνώστης των βιβλίων του ότι ακόμα και «οι μέτριες» δουλειές του, είναι μια κλάση παραπάνω από τα βιβλία των περισσοτέρων σύγχρονων συγγραφέων.

Η «Αγανάκτηση» (Indignation), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Α.Δημητριάδου, σελ. 253), ξεκινάει ως μυθιστόρημα μαθητείας για να ολοκληρωθεί ως δράμα. Οι πρώτες σελίδες μας προϊδεάζουν για κάτι που έχουμε ξαναδιαβάσει από τον συγγραφέα. Ο νεαρός Μάρκους Μέσνερ, ένα πανέξυπνο εβραιόπουλο σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της περιοχής του και στις διακοπές του βοηθάει τον καταπιεστικά παραδοσιακό πατέρα του στο οικογενειακό χασάπικο που διατηρεί. Όταν η πίεση του πατέρα (σε συνδιασμό με τις φοβίες του – βρισκόμαστε στο 1951 και οι Η.Π.Α. έχουν εμπλακεί σε έναν ακόμα ηλίθιο πόλεμο, αυτόν με την Κορέα) γίνεται αφόρητη, ο Μάρκους αποφασίζει να μετεγγραφεί σε ένα πανεπιστήμιο όσο πιο μακριά από την οικογενειακή εστία γίνεται. Επιλέγει το πανεπιστήμιο του Γουάινσμπεργκ, Οχάιο (πόλη του ομώνυμου αριστουργήματος του Σέργουντ Άντερσον - και εξαιρετικά άμεση αναφορά σ'αυτό), επειδή του άρεσε η φωτογραφία σε ένα φυλλάδιο που τυχαία έπεσε στα χέρια του – ένα αγόρι και ένα κορίτσι να κοιτάνε χαμογελαστοί και γεμάτοι υγεία τον φακό. Στην πραγματικότητα όμως βρίσκεται ξαφνικά σε ένα άκρως συντηρητικό μέρος, στην καρδιά της βλαχοαμερικής, όπου είναι υποχρεωτικός ο εκκλησιασμός, οι εβραίοι είναι μειονότητα και οι συμφοιτητές σπαστικοί όσο δεν παίρνει. Όταν καταφέρνει να βγει ραντεβού με μια όμορφη συμφοιτήτρια του, η οποία τον εκπλήσσει με την ερωτική της «ελευθερία», η αποκάλυψη έρχεται από τον συγγραφέα ανατρέποντας τα πάντα στην ροή του κειμένου.

Ο ήρωας Μάρκους Μέσνερ είναι ζωντανός-νεκρός όταν τα αφηγείται όλα αυτά (δικαιολογώντας τον τίτλο της πρώτης ενότητας του βιβλίου («Υπό την επήρρεια της μορφίνης»).
«Ακόμη και τώρα που είμαι πεθαμένος κι εγώ δεν ξέρω από πότε, πασχίζω να ανασυνθέσω τα ήθη που επικρατούσαν στην πανεπιστημιούπολη και να ανακεφαλαιώσω τις αγωνιώδεις προσπάθειες να παρακάμψω αυτά τα ήθη, οι οποίες υπέθαλψαν τις απανωτές αναποδιές που κατέληξαν στον θάνατό μου στα δεκαεννιά μου χρόνια. Ακόμα και τώρα (αν το «τώρα» μπορεί να λεχθεί υπό την έννοια του «βάθους χρόνου»), που εγώ είμαι εδώ ζωντανός (αν το «εγώ» και το «εδώ» σημαίνουν ακόμη κάτι) όσο ζωντανή μπορεί να είναι μόνον η μνήμη (αν «μνήμη» με την κυριολεκτική έννοια του όρου είναι το μέσο που τα περικλείει όλα και όπου εγώ συνεχίζω να υπάρχω ως «ο εαυτός μου») συνεχίζω να προβληματίζομαι με τη στάση της Ολίβια. Άραγε αυτός είναι ο ρόλος της αιωνιότητας, να κάθεσαι να σκαλίζεις τις μικρολεπτομέρειες μιας ολόκληρης ζωής; Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα πρέπει να θυμάται κανείς την κάθε στιγμή της ζωής του ως το παραμικρό; Ή μήπως όλο αυτό είναι η δική μου επέκεινα ζωή, και όπως η κάθε ζωή, η κάθε μια ένα άφθαρτο δακτυλικό αποτύπωμα μιας επέκεινα ζωής διαφορετικής από όλων των άλλων; Δεν μπορώ να απαντήσω. Στη ζωή, γνωρίζω μόνο το τι είναι• στον θάνατο, το τι είναι γίνεται τι ήταν. Δεν φτάνει που είσαι δέσμιος της ζωής σου όσο τη ζεις, συνεχίζεις να είσαι κολλημένος πάνω της και αφού έχεις φύγει. Ή, πάλι, ίσως αυτό ισχύει για μένα, για μένα και μόνο. Ποιος θα μπορούσε να μου το έχει πει; Ή μήπως θα ήταν λιγότερο τρομακτικός ο θάνατος αν είχα αντιληφθεί ότι δεν είναι ένα αέναο τίποτε αλλά ότι, αντίθετα, είναι μια μνήμη που στοχάζεται αέναα τον εαυτό της; Ίσως βέβαια αυτή η διηνεκής μνήμη είναι απλώς ο προθάλαμος της λήθης…»

Από αυτό το σημείο και μετά, παρ’ότι το ύφος του βιβλίου παραμένει το ίδιο, χαλαρή αφήγηση, καλός ρυθμός, σάτιρα με ωραία ειρωνία, η διάθεση του αναγνώστη απέναντι στην ιστορία αλλάζει και το μυθιστόρημα μετατρέπεται σε κάτι σαν (διαφορετικό μέσα στην ομοιότητά του) «Ο Τζόνι πήρε τ’όπλο του», την υπέροχη ταινία του Ντ.Τράμπο. Υποψιαζόμαστε ότι ο Μάρκους τελικά είχε την τύχη που φοβόταν ο πατέρας του, απλά περιμένουμε να μάθουμε το πώς.

Ο Μάρκους αγανακτεί με όλους και με όλα. Με τους συμφοιτητές του, με την ιδέα των φοιτητικών αδελφοτήτων που συνιστούν μικρές η μεγάλες κλίκες, με την ιδέα του εβραϊσμού, με τον ρατσιμό των άλλων έναντι των εβραίων φοιτητών, με τον συντηρητισμό της πόλης. Η εμμονή του με το σεξ, χαρακτηριστική της εποχής, όπου όλα καλύπτοντο υπό τον μικροαστικό μανδύα του καθωσπρεπισμού, τον έχει διαπεράσει. Όταν λοιπόν η Ολίβια στο πρώτο ραντεβού παίρνει πρωτοβουλίες, ο Μάρκους αντιδράει τόσο απαράδεκτα ώστε στη συνέχεια (και σε συνδιασμό με την συνειδητοποίηση των ψυχολογικών προβλημάτων εκείνης) αγανακτεί και με τον εαυτό του.

Αναρωτιέμαι πόσα βιβλία του μεγάλου αυτού συγγραφέα θα μπορούσαν να έχουν αυτόν τον τίτλο. Αγανάκτηση. Ο Ροθ σε όλο του τον συγγραφικό βίο αυτό κάνει. Ειρωνεύεται αυτό το πρόσωπο της Αμερικής. Το συντηρητικό, το θεοκρατικό, το σεξουαλικά καταπιεσμένο, το κοινωνικά απομονωμένο. Γραμμένο με απαράμιλλη τεχνική, το βιβλίο χωρίς να έχει κάποια εντυπωσιακή ιστορία και χωρίς να σου λέει πράγματα που δεν τα έχεις ξαναδιαβάσει ακόμα και σε παλαιότερα μυθιστορήματα του συγγραφέα, τελικά σε κερδίζει με τα αλλεπάλληλα αφηγηματικά τερτίπια και τις συνεχείς ανατροπές.

Η έτερη νουβέλα, «Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ» (The Humbling), «Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Κ.Σχινά, σελ.170), είναι ένας κλασσικός Ροθ των τελευταίων 10 χρόνων. Σεξουαλικές φαντασιώσεις, μοναξιά και μελαγχολία των γηρατειών, η αίσθηση της ματαιότητας, το επερχόμενο τέλος. Ναι, ο Ροθ που όλοι λατρεύουμε να μισούμε είναι εδώ. Μόνο που είναι πιο αδύναμος και πιο «στεγνός» από ποτέ, περιγράφοντας μια ιστορία που (υποπτεύομαι ότι) μπορεί να την «ξεπέταξε» σε 2-3 μέρες. Piece of cake για την αξία του συγγραφέα και ιδού ένα βιβλίο που διαβάζεται μέσα σ’ένα απόγευμα αλλά που δυστυχώς δεν προσθέτει τίποτα στο έργο του.

Ο εξηντάρης ηθοποιός του κλασσικού θεάτρου Σάιμον Άξλερ ταπεινώνεται πολλές φορές σ’αυτές τις 170 σελίδες του βιβλίου. Στην αρχή της ιστορίας τον βρίσκουμε να έχει χάσει πλέον την ικανότητα να παίζει. Έχει προβλήματα μνήμης, δεν μπορεί να υποδυθεί κανένα ρόλο. Αυτό τον οδηγεί στην κατάθλιψη και τον μαρασμό. Η σύζυγός του δεν περιμένει πολύ, τον εγκαταλείπει για να πάει στην Καλιφόρνια αφήνοντάς τον μόνο στο σπίτι του κάπου στην εξοχή παρέα με μια καραμπίνα, την οποία είναι έτοιμος να την βάλει στο στόμα του και να πυροβολήσει.

Αντί να κάνει αυτό, πηγαίνει σε μια ψυχιατρική κλινική που του συστήνει ο γιατρός του και μένει μέσα 26 μέρες. Βγαίνει ανανεωμένος αλλά ακόμα αισθάνεται απόλυτα μπλοκαρισμένος καλλιτεχνικά. Τότε μπαίνει στη ζωή του, η σαραντάχρονη κόρη κάποιων παλιών του φίλων, η Πεγκίην την οποία θυμόταν από τότε που βύζαινε στην αγκαλιά της μάνας της. Η Πεγκίην είναι μια ελκυστική γυναίκα, καθηγήτρια σε κοντινό πανεπιστήμιο και φανατική λεσβία, η οποία διατηρεί ερωτική σχέση με την κοσμήτορα της σχολής της. Ο ένας έλκεται τόσο πολύ από τον άλλον ώστε αφήνουνε τα πάντα για να πέσουνε με τα μούτρα σε μια έντονη σεξουαλική σχέση, η οποία όμως δεν γίνεται κοινωνικά αποδεκτή από κανέναν. Στην αρχή το ζευγάρι δεν επηρρεάζεται από συμβάσεις τέτοιου είδους και ζουν τον έρωτά τους – πόσο όμως μπορεί να κρατήσει αυτό; Πόσο μπορεί ο έρωτας να κυριαρχήσει του θανάτου; Και όταν το ερωτικό αντικείμενο αποχωρήσει από τη σκηνή, μήπως έφτασε η ώρα για την «μεγάλη παράσταση»;


Το ερώτημα είναι πόσες φορές τα έχουμε διαβάσει αυτά στα βιβλία του Ροθ…Νεαρές γυναίκες που έλκονται από υπερώριμους άντρες, τους αναστατώνουν τη ζωή και μετά φεύγουν. Είναι σχεδόν αναμενόμενο – ο συγγραφέας μπορεί μόνο τους διαλόγους να αλλάζει και κάποιες άλλες λεπτομέρειες και το’χει έτοιμο το κείμενο. Η μαγκιά όμως του μεγάλου συγγραφέα είναι ότι όλα αυτά δεν είναι καθόλου βαρετά και απ’ότι φαίνεται αρέσουν στο κοινό – τουλάχιστον στο ελληνικό που γουστάρει Ροθ όσο κανέναν άλλον σε σημείο να πορώνονται κάποιοι/ες όταν πλησιάζει η απονομή του βραβείου Νόμπελ κάθε χρόνο. (Στην Ελλάδα μας αρέσουν οι επετηρίδες και ως γνωστόν μόνο εμείς ξέρουμε ποιος-αξίζει-να-πάρει-τι.)


Η ξένη κριτική δεν στάθηκε φιλικά απέναντι στην νουβέλα του Ρόθ. «Σεξουαλικές φαντασιώσεις ενός γέρου», «ώρα να αποσυρθείς», μέχρι και «γελοίο» το αποκάλεσαν ενώ οι σεξουαλικές σκηνές με τα ντίλντο και την παρτούζα θεωρήθηκαν σχεδόν κωμικές. Το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις, και θα μπορούσε να πει κάποιος ότι οι έντονες αυτές σκηνές έχουν κάτι το μελαγχολικό, το ελεγειακό – ο Άξλερ ξαναπαίζει στη σκηνή, υποκρίνεται τον σούπερ εραστή, ο οποίος μπορεί να ικανοποιήσει μετά από οινοποσία μετά φαγητού δύο καυτές γκόμενες ταυτόχρονα. Ναι, ο θάνατος μπορεί να περιμένει…
 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 13, 2010
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 13, 2010 | Permalink
Ένα περίεργο "καπρίτσιο"
Ο μεγάλος Βρετανός συγγραφέας John Fowles (1926-2005) μετέφερε στο χαρτί πολύ έντονα τις εικόνες τις οποίες είτε κάποια στιγμή της ζωής του είχε δει τυχαία, ή σε κάποιο όνειρό του είχαν εμφανιστεί. Όπως συνέβη στο αριστούργημα του «Η ερωμένη του Γάλλου υποπλοιάρχου» όταν ξαναέφερε στη μνήμη του την εικόνα μιας γυναίκας που είχε δει να ατενίζει την θάλασσα από την άκρη ενός ερημικού μώλου και αυτό αποτέλεσε την αφορμή για την υπέροχη ιστορία του προαναφερθέντος βιβλίου, έτσι και με το κύκνειο άσμα του, το νεοεκδοθέν στη χώρα μας, μυθιστόρημα του «ΕΝΑ ΚΑΠΡΙΤΣΙΟ» (A Maggot), (Εκδ. Εστία, μετάφρ. Φ.Ταμβακάκης, σελ. 532), αποφάσισε να γράψει μια ιστορία που επανερχόταν επίμονα στο ασυνείδητο του (όπως περιγράφει στον πρόλογο του βιβλίου), μια μικρή ομάδα ταξιδιωτών που κατευθυνόταν προς ένα γεγονός:

«…Ταξίδευαν στον ορίζοντα, σαν σκηνή από ανακυκλούμενη ταινία σε μηχανή προβολής ή σαν στίχος από ποίημα, το υπόλειμμα ενός χαμένου μύθου.
Όμως μια μέρα, ένας από τους αναβάτες απέκτησε πρόσωπο. Τυχαία αγόρασα ένα σχέδιο με μολύβι και νερομπογιά, μιας νεαρής κοπέλας. Δεν υπήρχε το όνομα του ζωγράφου, μόνο ένα μικρό σημείωμα με μελάνι στη μια γωνία, που μάλλον λέει στα ιταλικά 16 Ιουλίου 1683. Αυτή ακριβώς η ημερομηνία με ευχαρίστησε στην αρχή όσο και το σχέδιο, που δεν είναι τίποτα ξεχωριστό. Όμως κάτι στο μακρύ πρόσωπο του νεκρού κοριτσιού, στα μάτια της, μια απροσδιόριστη παρουσία, μια άρνηση να πεθάνει, άρχισε να στοιχειώνει.»

Μακρά εισαγωγή για ένα μυθιστόρημα για το οποίο έχω πολλές επιφυλάξεις. Έτσι κι αλλιώς δεν τα πάω καλά με τις θρησκευτικές αντιμαχίες - αιρέσεις που ταλάνιζαν τον κόσμο παλαιότερα και όσο το βιβλίο πήγαινε προς τον αστυνομικό γρίφο, η πλοκή του παρουσίαζε αρκετό ενδιαφέρον, όταν το «γύρισε» στους θρησκευτικούς οραματισμούς / παραληρήματα, «μ’έχασε» οριστικά…

Βρισκόμαστε στο 1736 και πέντε έφιπποι ταξιδιώτες κατευθύνονται προς άγνωστο προορισμό κάπου στη νοτιοδυτική Αγγλία. Καταλύουν σε ένα πανδοχείο μιας μικρής πόλης. Συστήνονται ως θείος, ανηψιός, δύο υπηρέτες μαζί τους – ο ένας κωφάλαλος και μια υπηρέτρια. Από την αρχή και από τις πρώτες λέξεις που ανταλάσσουν μεταξύ τους καταλαβαίνουμε ότι κανείς δεν είναι αυτό που λέει. Ο θείος είναι ηθοποιός που έχει προσληφθεί από τον νεαρό που υποδύεται τον ανηψιό του. Ο κωφάλαλος υπηρέτης έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον «ανηψιό» αλλά και με την «υπηρέτρια», η οποία στην πραγματικότητα είναι μία πόρνη, η οποία έχει προσληφθεί για μερικές ημέρες, ενώ ο έτερος υπηρέτης είναι και αυτός στην υπηρεσία της παρέας για μερικές μόνο ημέρες.

Λίγο καιρό μετά την αναχώρηση της «παρέας», σε κοντινή απόσταση από την πόλη κοντά σε μια σπηλιά βρίσκεται κρεμασμένος ο κωφάλαλος υπηρέτης με ένα μάτσο βιολέτες στο στόμα. Οι υπόλοιποι έχουν χαθεί από προσώπου γης. Οι υποψίες πέφτουν πάνω στον (μάλλον) αυτόχειρα κωφάλαλο. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι σκότωσε τους υπόλοιπους και μετά αυτοκτόνησε. Ο πατέρας του εξαφανισμένου νεαρού, ένας άνθρωπος της εξουσίας, ένας αριστοκράτης, του οποίου το όνομα δεν θα μάθουμε ποτέ, αναθέτει στον δικηγόρο Αίυσκοφ την διελέυκανση της περίεργης ιστορίας και την ανεύρεση του γιού του.

Ο Αίυσκοφ γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται στην όλη ιστορία. Ο «ανηψιός» διηύθυνε την ομάδα, την οποία είχε προσλάβει για σκοπούς που θα παραμείνουν άγνωστοι σχεδόν μέχρι το τέλος του βιβλίου, ο ηθοποιός πληρώθηκε εξαιρετικά για ένα ρόλο που του ήταν πανεύκολο να υποδυθεί αλλά κι εκείνος δεν κατάλαβε το γιατί. Αυτός και ο ένας υπηρέτης, ένα ρεμάλι που βρέθηκε κάπου στην Ουαλία, την επόμενη μέρας της αναχώρησής τους από το πανδοχείο, σε μια διασταύρωση έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του αφού η αποστολή τους θεωρήθηκε λήξασα. Ο κωφάλαλος ήταν ο υπηρέτης του «ανηψιού» και ο ρόλος του ήταν να συνευρίσκεται ερωτικά με την πόρνη και ο νεαρός αφέντης του να παρακολουθεί, αρνούμενος πεισματικά να συμμετάσχει. Η δε πόρνη εξαφανισμένη και δύσκολο να βρεθεί φαίνεται ότι είναι το κλειδί της ιστορίας.

Μέσα από συνεντεύξεις υπό τη μορφή ανάκρισης, ο Αίυσκοφ χρησιμοποιώντας την δύναμη της εξουσίας που του δίνει η κοινωνική του θέση και το όνομα του προϊστάμενού του «χτίζει» την παράξενη ιστορία, η κατάθεση όμως της πόρνης θα αλλάξει τελείως τα δεδομένα εκτρέποντας την ανάκριση σε μια κατεύθυνση που κανείς δεν περιμένει ότι θα πάρει με πολλά υπερφυσικά στοιχεία, θρησκευτικές ενοράσεις και άλλα πολλά.

Ο Φόουλς δεν αρκείται σε μια (έτσι κι αλλιώς γοητευτική λόγω εποχής και στυλιστικής ικανότητας του) περιγραφή των συμβάντων και εξιστόρησης του μύθου αλλά υπάρχουν σελίδες που λειτουργεί σχολιαστικά, επεμβαίνοντας και διακόπτοντας την ροή της αφήγησης του, ώστε να δώσει στοιχεία για την εποχή, τις σχέσεις εξουσιαστών και εξουσιαζομένων, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση της χώρας και κυρίως της υπαίθρου, όσο προχωράμε δε προς το τέλος του μυθιστορήματος, το μπέρδεμα με τις θρησκευτικές αιρέσεις, που έβρισκαν τότε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης. Τότε ο συγγραφέας αφήνει κατά μέρος τον λυρισμό και το ανυπέρβλητο στυλ που θαυμάσαμε σε άλλα μυθιστορήματά του για να υιοθετήσει ένα «διδακτικό» ύφος που μετατρέπει το ανάγνωσμα σε κάτι βαρετό και κουραστικό. Εκεί δηλαδή που έχει παρασύρει τον αναγνώστη – διότι ο Φόους ήταν πάνω απ'όλα ένας εξαιρετικός στυλίστας, ένας συγγραφέας που σε γοήτευε – φρενάρει και «ολισθαίνει» προς ένα λογιωτατισμό που προσωπικά με απωθεί.

Εν κατακλείδι, «Το καπρίτσιο» είναι κι αυτό ένα μυθιστόρημα όπως οι ήρωές του. Δεν είναι αυτό που δείχνει στην αρχή – παρ’ότι ο συγγραφέας μάς προειδοποιεί στον πρόλογό του. Είναι μια ιστορία με αρκετή δόση αστρολογίας, οραμάτων, θρησκευτικών παροξυσμών. Είναι η ιστορία μιας αίρεσης – που αποσπάει τον θαυμασμό του συγγραφέα και η γέννηση μιας οσιομάρτυρος (μουρλοκακομοίρας λέω εγώ, αλλά αυτό είναι μια καθαρά προσωπική άποψη) που τα διαβάζεις όλα αυτά «υπνωτισμένος» από το εκπληκτικό στυλ αυτού του μεγάλου συγγραφέα, άσχετα αν μπορεί στο τέλος να εξοργιστείς με το αποτέλεσμα…
 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 06, 2010
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 06, 2010 | Permalink
Παιδί 44
Το εντυπωσιακό αστυνομικό μυθιστόρημα «ΠΑΙΔΙ 44» (Child 44), (Εκδ.Πατάκη, μετάφρ. Ο.Παπακωνσταντοπούλου, σελ.504), του πρωτοεμφανιζόμενου Βρετανού συγγραφέα Tom Rob Smith (γεν. 1979) δεν είναι ένα απλό θρίλερ αλλά ένα απαιτητικό μυθιστόρημα με ιδιαίτερη ένταση συναισθημάτων και πολλές ανατροπές.

Η Σταλινική Ρωσία είναι γεγονός ότι προσφέρεται για μυθιστορηματική δράση, αφού ήταν ίσως η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα δοκίμασε ένα καθεστώς «Οργουελιανού τύπου» όπου όλοι και όλα παρακολουθούνται, ο χαφιεδισμός είναι κομμάτι της καθημερινότητας όπως και το αίσθημα του φόβου. Ακόμα όμως και το πιο οργανωμένο σύστημα έχει κάποια κενά που μπορεί να φαίνονται παράλογα αλλά σε ένα κράτος παραλόγου το τι είναι λογικό και τι όχι, σηκώνει πολλή κουβέντα.
Το έγκλημα είναι κάτι που το Σταλινικό καθεστώς δεν δεχόταν ότι μπορεί να υπάρξει. Οι αστυνομικές αρχές δεν το πολυψάχνανε, ούτε ασχολούντο ιδιαίτερα να βρουν τους ή τον ένοχο. Πηγαίνανε προς δύο κατευθύνσεις, σε αυτούς που θεωρούσαν ότι είχαν νοητικά προβλήματα και σ'εκείνους που θεωρούσαν ύποπτους για αντικαθεστωτική συμπεριφορά...Ο «παράδεισος» δεν επιτρέπει «καπιταλιστικές παρεκτροπές» και «αρρωστημένες συμπεριφορές» οπότε ο φόνος είναι κάτι που διαπράττεται από «πράκτορες του καπιταλισμού» με απώτερο σκοπό την αποδιοργάνωση και την ανατροπή του καθεστώτος ή από άτομα μειωμένης νοημοσύνης ή ψυχολογικά διαταραγμένα.

«Ελέγχουμε αυτούς που εμπιστευόμαστε»

Βρισκόμαστε στο 1953 λίγο πριν πεθάνει ο «Πατερούλης» και η «τρομοκρατία» των κρατικών αρχών είναι στο φόρτε της. Όταν λοιπόν ο (ήρωας του βιβλίου) Λέο Ντεμίντοφ πρώην σημαίνον στέλεχος της MGB, της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας και ήρωας του Β Παγκόσμιου Πολέμου βρίσκεται μπροστά σε μια σειρά δολοφονιών με τα ίδια χαρακτηριστικά – παιδί (αγόρι ή κορίτσι δεν έχει σημασία) γυμνό, στον αστράγαλο δεμένος ένας σπάγγος, το στόμα γεμάτο φλούδες από κορμό δέντρου – αντελήφθη ότι έχει μπροστά του έναν σήριαλ-κίλερ με ανυπολόγιστο αριθμό θυμάτων. Ο Λέο όμως είναι σε δυσμένεια, οι ανώτεροί του νιώθουν τον προβληματισμό του για τις μεθόδους ανάκρισης (και όχι μόνο) που ακολουθούνται, η σύζυγός του η πανέμορφη Ραίσα δείχνει αρκετά ανεξάρτητη και με «ύποπτες γνωριμίες» οπότε, με συνοπτικές διαδικασίες τους ξαποστέλνουν από το σώμα και δίνουν στον (κάποτε promising) Λέο, μια περιποιημένη δυσμενή μετάθεση στα βάθη της Ρώσικης στέπας. Τα πτώματα που βρίσκει στις γραμμές του τρένου του θυμίζουν το πτώμα ενός μικρού παιδιού ενός υφιστάμενού του στη Μόσχα, που είχε φροντίσει να «θάψει» ως ατύχημα προτού διωχτεί από το Σώμα. Αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση είναι αρκετά πολύπλοκη αλλά οι Αρχές τις οποίες ο ίδιος υπηρετεί δεν θέλουν να ασχοληθούν, αρνούνται να κατανοήσουν το πρόβλημα και συν τοις άλλοις του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Ο θάνατος του Στάλιν αλλάζει λίγο τα πράγματα και ένα φως αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα, η λύση του προβλήματος όμως περιέχει πολλές εκπλήξεις για τον Λέο που η ζωή του έχει ήδη αλλάξει, η σχέση του με την Ραίσα έχει περάσει από σαράντα κύματα με αμοιβαίες οδυνηρές αποκαλύψεις και η πίστη του στο καθεστώς έχει σβήσει.

Ο Ρομπ Σμιθ βάζει τον αναγνώστη του εξ’αρχής σε ένα δίλημμα. Ένας «καλός άνθρωπος» μπορεί να υπηρετεί τις «Δυνάμεις του Κακού» και να παραμένει καλός; Ο Λέο στην αρχή του μυθιστορήματος λειτουργεί ως αυτόματο. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του δεύτερες σκέψεις. Του λένε να συλλάβει με οποιοδήποτε τρόπο έναν «ύποπτο», τον συλλαμβάνει. Του λένε να τον ανακρίνει και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τις πιο απεχθείς μεθόδους για να «αποσπάσει» μια ομολογία – διότι όλοι ομολογούν στο τέλος. Πόσο συμπαθής μπορεί να γίνει ένα ρομπότ της εξουσίας; Η μεταστροφή του Λέο που η μοίρα του υπακούει σε έναν αρχαίο και απαράβατο κανόνα - «αυτά που κάνεις, θα πάθεις» - θα είναι βασανιστική. Όταν ο προϊστάμενός του, του ζητάει να καταδώσει την αγαπημένη του Ραίσα το καμπανάκι που χτυπάει μέσα του βγάζει τον ξεχασμένο του εαυτό και τότε συνειδητοποιεί ορισμένες επώδυνες αλήθειες και να δει την πραγματικότητα όπως είναι.

Καταιγιστική δράση, σελίδες που δεν μπορείς να τις αφήσεις από τα χέρια σου αλλά και καταστάσεις που παρέχουν τροφή για (πολλή) σκέψη και προβληματισμό. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, «μυστικά και ψέμματα» που αποκαλύπτονται, το παρελθόν που καταδιώκει και δεν σ’αφήνει σε ησυχία. Ο κινηματογραφικός ρυθμός του μυθιστορήματος (λες και γράφτηκε κατευθείαν για το σινεμά – εξάλλου τα δικαιώματα έχουν αγοραστεί από τον Ρίντλεϋ Σκοτ) δεν σ’αφήνει να ηρεμήσεις, τα ηθικά διλήμματα του ήρωα και η σχέση του με την Ραίσα προσθέτουν συγκίνηση στην ιστορία και η λεπτομερής και ενδελεχής περιγραφή του κλίματος και της ατμόσφαιρας των «σκοτεινών ημερών» του Σταλινισμού, κάνουν την ανάγνωση απόλαυση. Το αμήχανο και κατώτερο των προσδοκιών φινάλε δεν αναιρεί την ένταση και τον δυναμισμό του έξοχου βιβλίου που στηρίζεται (τροποποιώντας την αρκετά στις λεπτομέρειες όπως και στα χρονικά πλαίσια), στην αληθινή ιστορία του Αντρέϊ Τσικατίλο γνωστού και ως «Χασάπη του Ροστόβ».