Τρίτη, Οκτωβρίου 26, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 26, 2010 | Permalink
Πατρίδα από πέτρα, πατρίδα από βαμβάκι
Η «ΠΑΤΡΙΔΑ ΑΠΟ ΒΑΜΒΑΚΙ» της πολύ ενδιαφέρουσας συγγραφέως, ποιήτριας και δημοσιογράφου Έλενας Χουζούρη, (Εκδ.Κέδρος, σελ.371) είναι ένα καλό και ευανάγνωστο αλλά άνισο μυθιστόρημα που χειρίζεται ικανοποιητικά ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα – τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, οι οποίοι τον Αύγουστο του ‘49 για να γλυτώσουν όταν κατέρρευσε το μέτωπο εξαναγκάσθηκαν να περάσουν στην Αλβανία και από εκεί «διοχετεύθηκαν» στις εσχατιές της Ρώσικης στέπας, στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν μετά από πολυήμερο ταξίδι.
Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο γιατρός Στέργιος Χ. και ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι ο Οκτώβριος του ’67 σε ένα σοβιετικό τρένο που μεταφέρει αυτόν και την οικογένειά του, την σύζυγό του Σταυρούλα και τις δύο κόρες τους, από την Τασκένδη στη Μόσχα. Η πρόθεση του γιατρού (την οποία έχει επιβάλει στην οικογένειά του) είναι να φτάσουν μέχρι τα Σκόπια, όπου και θα εγκατασταθούν αρχίζοντας την ζωή τους από την αρχή – εκείνος νιώθει ότι πρέπει να βρίσκεται όσο γίνεται πιο κοντά στα ελληνικά σύνορα, στην Θεσσαλονίκη την γενέθλια πόλη του και γι’αυτό δεν διστάζει να διαλύσει την τακτοποιημένη ζωή του στην Τασκένδη, την θέση του στο νοσοκομείο. Φεύγουν από την «πατρίδα από βαμβάκι» για να πάνε κοντά στην «πατρίδα από πέτρα» - ακολουθώντας την αντίθετη διαδρομή 18 χρόνια μετά. Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τις αναμνήσεις του Στέργιου από τις δραματικές μέρες του ’49 και την φυγή αυτού και των συντρόφων του για να γλυτώσουν, το ταξίδι σε ένα φορτηγό πλοίο των χιλιάδων μαχητών του Δ.Σ., οι οποίοι κλεισμένει σε αμπάρια φτάνουν στο Μπατούμ της Γεωργίας και από εκεί στοιβάζονται σε ένα τρένο για να ταξιδέψουν επί μερόνυχτα με τελικό προορισμό την Τασκένδη. Παρακολουθούμε την ζωή του Στέργιου εκεί, τις πρώτες του προσπάθειες να προσαρμοσθεί, τον αρχικό αγωνιστικό ρομαντισμό του που εξελίσσεται σε προσπάθεια για επιβίωση, τον γάμο του με την Σταυρούλα (όπως του επέβαλλε η κομματική γραμμή), τον θάνατο του «Πατερούλη» και την διχόνοια μεταξύ των ελλήνων εξόριστων, την σκληρή δουλειά στο νοσοκομείο και τελικά τον καθοριστικό (για τη ζωή του) έρωτά του με την συνάδελφό του Όλγα Κιριλένκο. Σχέση παθιασμένη που θα μπορούσε να του αλλάξει τη ζωή αν δεν εμπλέκετο και εκεί η κομματική γραμμή που του επέβαλλε τις προθέσεις της πάλι.
Παράλληλα, οι μνήμες του Στέργιου διακόπτονται για να παρακολουθήσουμε αποσπασματικά είναι η αλήθεια, την πορεία της οικογένειας του στην Θεσσαλονίκη. Την αγωνία της μητέρας του, την πονηριά της αδερφής του που φτιάχνει ψεύτικα γράμματα (δήθεν από τον Στέργιο) για να καλμάρει την μάνα, την εντελώς αντίθετη πορεία του αδερφού του ο οποίος γίνεται αξιωματικός του στρατού αποκηρύσσοντας τον «εγκληματία» Στέργιο, πράξη όμως που λίγο τον βοήθησε στην ανέλιξή του επαγγελματικά.
Το μυθιστόρημα ακολουθεί τον αφηγηματικό ρυθμό του αργού τρένου που διασχίζει την ρώσικη στέπα. Ο Στέργιος δεν κοιμάται και σκέφτεται τα χρόνια που πέρασαν, την διαδρομή της ζωής του τα τελευταία 18 χρόνια, τις επιλογές που τον σημάδεψαν. Εικόνες από την μεγάλη φυγή, σκηνές βίας μεταξύ των προσφύγων, πολιτικά παιχνίδια στα οποία φρόντιζε να μην εμπλέκεται αλλά τελικά βρισκόταν κατηγορούμενος από όλους, την οικογενειακή ζωή με μια σύζυγο που συμπονούσε αλλά ποτέ του δεν αγάπησε και τέλος σκηνές από την καταδικασμένη σχέση του με την Όλγα και το μεγάλο μυστικό που αποκαλύπτεται στο τέλος του βιβλίου αν και όλοι έχουμε καταλάβει τι είναι...Το μεγάλο χρονικό χάσμα (κάπου μια δεκαετία) που περνάει από το απότομο φινάλε της σχέσης και της αναχώρησης για τα Σκόπια δεν καλύπτεται στο μυθιστόρημα κάτι που προξενεί εντύπωση στον αναγνώστη – εκτός αν αποτελέσει υλικό για κάτι άλλο που θα αποσαφηνιστεί μελλοντικά από την συγγραφέα.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι στέρεοι και εξόχως μυθιστορηματικοί. Ο Στέργιος ένας άνθρωπος που έχει τις καλύτερες των προθέσεων αλλά τις χειρότερες των επιλογών, ένας αδύναμος και ίσως αφελής άνθρωπος που δεν μπορεί να ξεφύγει από τις δαγκάνες του κομματικού μηχανισμού και τα εσωκομματικά παιχνίδια. Ένας χαρακτήρας που σηκώνει πολλή ανάλυση και μεγάλη συζήτηση. Η Όλγα, η Σταυρούλα, η μάνα Ελένη Χ., η αδερφή του η Μαρίκα – όλοι «αυτοσχέδιοι χορευτές» σ’αυτόν τον ιδιότυπο χορό της ιστορίας, μικροί ήρωες που εμπλέκονται σε μια μεγαλύτερη εικόνα και σε γεγονότα που τους παρασέρνουν όλους.
Αργά πάει το τρένο, αργά πάει και το βιβλίο. Φλυαρία και χαλαρός ρυθμός σε μια ιστορία (που έχει όλες τις προϋποθέσεις να είναι) τόσο ενδιαφέρουσα δεν ταιριάζουν και εκεί ακριβώς έγκειται η ένστασή μου. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την συγγραφέα (και με τράβηξαν στο προηγούμενο και καλύτερο της βιβλίο, τον «Σκοτεινό Βαρδάρη», που διατηρεί μια χαλαρή σχέση με αυτό εδώ), δηλαδή χρησιμοποίηση ειδησεογραφικών πηγών, χρήση ημερολογίων, επιστολική αφήγηση, προσεκτική και ευδιάκριτη ιστορική έρευνα, αφηγηματικές πηγές που έχουν το στοιχείο του ντοκουμέντου, παιχνίδι με τον χρόνο, μη γραμμική αφήγηση, όλα αυτά είναι πολύ ελκυστικά και κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος του βιβλίου, που μένει ανοιχτό και προϊδεάζει για μια συνέχεια των «περιπετειών» του μπερδεμένου μέσα στις επιλογές του ήρωα.
Ο ήρωας του βιβλίου είναι ο γιατρός Στέργιος Χ. και ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι ο Οκτώβριος του ’67 σε ένα σοβιετικό τρένο που μεταφέρει αυτόν και την οικογένειά του, την σύζυγό του Σταυρούλα και τις δύο κόρες τους, από την Τασκένδη στη Μόσχα. Η πρόθεση του γιατρού (την οποία έχει επιβάλει στην οικογένειά του) είναι να φτάσουν μέχρι τα Σκόπια, όπου και θα εγκατασταθούν αρχίζοντας την ζωή τους από την αρχή – εκείνος νιώθει ότι πρέπει να βρίσκεται όσο γίνεται πιο κοντά στα ελληνικά σύνορα, στην Θεσσαλονίκη την γενέθλια πόλη του και γι’αυτό δεν διστάζει να διαλύσει την τακτοποιημένη ζωή του στην Τασκένδη, την θέση του στο νοσοκομείο. Φεύγουν από την «πατρίδα από βαμβάκι» για να πάνε κοντά στην «πατρίδα από πέτρα» - ακολουθώντας την αντίθετη διαδρομή 18 χρόνια μετά. Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τις αναμνήσεις του Στέργιου από τις δραματικές μέρες του ’49 και την φυγή αυτού και των συντρόφων του για να γλυτώσουν, το ταξίδι σε ένα φορτηγό πλοίο των χιλιάδων μαχητών του Δ.Σ., οι οποίοι κλεισμένει σε αμπάρια φτάνουν στο Μπατούμ της Γεωργίας και από εκεί στοιβάζονται σε ένα τρένο για να ταξιδέψουν επί μερόνυχτα με τελικό προορισμό την Τασκένδη. Παρακολουθούμε την ζωή του Στέργιου εκεί, τις πρώτες του προσπάθειες να προσαρμοσθεί, τον αρχικό αγωνιστικό ρομαντισμό του που εξελίσσεται σε προσπάθεια για επιβίωση, τον γάμο του με την Σταυρούλα (όπως του επέβαλλε η κομματική γραμμή), τον θάνατο του «Πατερούλη» και την διχόνοια μεταξύ των ελλήνων εξόριστων, την σκληρή δουλειά στο νοσοκομείο και τελικά τον καθοριστικό (για τη ζωή του) έρωτά του με την συνάδελφό του Όλγα Κιριλένκο. Σχέση παθιασμένη που θα μπορούσε να του αλλάξει τη ζωή αν δεν εμπλέκετο και εκεί η κομματική γραμμή που του επέβαλλε τις προθέσεις της πάλι.
Παράλληλα, οι μνήμες του Στέργιου διακόπτονται για να παρακολουθήσουμε αποσπασματικά είναι η αλήθεια, την πορεία της οικογένειας του στην Θεσσαλονίκη. Την αγωνία της μητέρας του, την πονηριά της αδερφής του που φτιάχνει ψεύτικα γράμματα (δήθεν από τον Στέργιο) για να καλμάρει την μάνα, την εντελώς αντίθετη πορεία του αδερφού του ο οποίος γίνεται αξιωματικός του στρατού αποκηρύσσοντας τον «εγκληματία» Στέργιο, πράξη όμως που λίγο τον βοήθησε στην ανέλιξή του επαγγελματικά.
Το μυθιστόρημα ακολουθεί τον αφηγηματικό ρυθμό του αργού τρένου που διασχίζει την ρώσικη στέπα. Ο Στέργιος δεν κοιμάται και σκέφτεται τα χρόνια που πέρασαν, την διαδρομή της ζωής του τα τελευταία 18 χρόνια, τις επιλογές που τον σημάδεψαν. Εικόνες από την μεγάλη φυγή, σκηνές βίας μεταξύ των προσφύγων, πολιτικά παιχνίδια στα οποία φρόντιζε να μην εμπλέκεται αλλά τελικά βρισκόταν κατηγορούμενος από όλους, την οικογενειακή ζωή με μια σύζυγο που συμπονούσε αλλά ποτέ του δεν αγάπησε και τέλος σκηνές από την καταδικασμένη σχέση του με την Όλγα και το μεγάλο μυστικό που αποκαλύπτεται στο τέλος του βιβλίου αν και όλοι έχουμε καταλάβει τι είναι...Το μεγάλο χρονικό χάσμα (κάπου μια δεκαετία) που περνάει από το απότομο φινάλε της σχέσης και της αναχώρησης για τα Σκόπια δεν καλύπτεται στο μυθιστόρημα κάτι που προξενεί εντύπωση στον αναγνώστη – εκτός αν αποτελέσει υλικό για κάτι άλλο που θα αποσαφηνιστεί μελλοντικά από την συγγραφέα.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι στέρεοι και εξόχως μυθιστορηματικοί. Ο Στέργιος ένας άνθρωπος που έχει τις καλύτερες των προθέσεων αλλά τις χειρότερες των επιλογών, ένας αδύναμος και ίσως αφελής άνθρωπος που δεν μπορεί να ξεφύγει από τις δαγκάνες του κομματικού μηχανισμού και τα εσωκομματικά παιχνίδια. Ένας χαρακτήρας που σηκώνει πολλή ανάλυση και μεγάλη συζήτηση. Η Όλγα, η Σταυρούλα, η μάνα Ελένη Χ., η αδερφή του η Μαρίκα – όλοι «αυτοσχέδιοι χορευτές» σ’αυτόν τον ιδιότυπο χορό της ιστορίας, μικροί ήρωες που εμπλέκονται σε μια μεγαλύτερη εικόνα και σε γεγονότα που τους παρασέρνουν όλους.
Αργά πάει το τρένο, αργά πάει και το βιβλίο. Φλυαρία και χαλαρός ρυθμός σε μια ιστορία (που έχει όλες τις προϋποθέσεις να είναι) τόσο ενδιαφέρουσα δεν ταιριάζουν και εκεί ακριβώς έγκειται η ένστασή μου. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την συγγραφέα (και με τράβηξαν στο προηγούμενο και καλύτερο της βιβλίο, τον «Σκοτεινό Βαρδάρη», που διατηρεί μια χαλαρή σχέση με αυτό εδώ), δηλαδή χρησιμοποίηση ειδησεογραφικών πηγών, χρήση ημερολογίων, επιστολική αφήγηση, προσεκτική και ευδιάκριτη ιστορική έρευνα, αφηγηματικές πηγές που έχουν το στοιχείο του ντοκουμέντου, παιχνίδι με τον χρόνο, μη γραμμική αφήγηση, όλα αυτά είναι πολύ ελκυστικά και κρατάνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος του βιβλίου, που μένει ανοιχτό και προϊδεάζει για μια συνέχεια των «περιπετειών» του μπερδεμένου μέσα στις επιλογές του ήρωα.