Δευτέρα, Ιουλίου 22, 2024
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουλίου 22, 2024 | Permalink
Thomas Hardy "Μακριά απ' το αγριεμένο πλήθος"
Ιστορία που με «βασανίζει» από πολύ παλιά, είτε (αρχικά) ως ταινία που αγάπησα, όταν την είδα σε τηλεοπτική προβολή, στα τέλη της δεκαετίας του 70, είτε ως βιβλίο που με εντυπωσίασε όταν το διάβασα στα Αγγλικά, νέος στα μέσα της δεκαετίας του ’80, το «ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΑΓΡΙΕΜΕΝΟ ΠΛΗΘΟΣ», ακόμα και ως φράση, σού μένει αλησμόνητη! Η έκδοση επιτέλους στα ελληνικά, του εμβληματικού μυθιστορήματος του Thomas Hardy (Ντόρσετ 1840 – Ντόρτσεστερ 1928), «ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΑΓΡΙΕΜΕΝΟ ΠΛΗΘΟΣ» («Far from the madding crowd»), σε (εξαιρετική) μετάφραση (και επίμετρο) από την Τόνια Κοβαλένκο (ως συνήθως) – (εκδόσεις Καστανιώτη, σελ.564), ήρθε να αποκαταστήσει ένα μεγάλο κενό στα (αρκετά) μεταφρασμένα έργα του σπουδαίου Βρετανού συγγραφέα, με ένα βιβλίο που αποτέλεσε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία όταν πρωτοεκδόθηκε το 1874, αλλά και να μου δώσει την ευκαιρία να επανεκτιμήσω, αυτό το θαυμάσιο μυθιστόρημα σε ωριμότερη ηλικία.


 
Ο στίχος που δίνει τον (απόλυτα επιτυχημένο) τίτλο στο βιβλίο, προέρχεται από το ποίημα «Ελεγεία γραμμένη σε επαρχιακό νεκροταφείο» του Άγγλου ποιητή του 18ου αιώνα, Τ. Γκρέι, και βρίσκεται στη 19η στροφή του ποιήματος: «Μακριά απ’ του αγριεμένου πλήθους τη χαμερπή τριβή, οι μετρημένες τους ελπίδες δεν ξεστράτισαν ποτέ…», όπου ο συγγραφέας, επισημαίνει την αγάπη του για την αγροτική ζωή της υπαίθρου, που απλώνεται διάχυτη σε όλη τη διάρκεια της βιβλιογραφίας του.
 
Η ιστορία του βιβλίου, τοποθετείται στην επινοημένη επαρχία του Ουέσεξ, στη νοτιοδυτική Αγγλία, τόπου που εκτυλίσσονται τα μεγάλα μυθιστορήματα του Χάρντι, όπου σε αυτή την απομονωμένη γωνιά, εκτυλίσσεται ένα συναρπαστικό δράμα με τραγικούς ήρωες, τέσσερις ανθρώπους, έρμαια καταστάσεων που τους οδήγησαν σε ακραίες συμπεριφορές και μπορεί η ιστορία να έχει happy-end, αλλά για να φτάσουμε ως εκεί, περνάμε από πολλές έντονες (και φορτισμένες συναισθηματικά) στιγμές με μεγάλη ένταση.
 
Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου, εμφανίζονται ήδη από το πρώτο κεφάλαιο και θα μας συνοδεύσουν έως το τέλος. Είναι η νεαρή Μπαθσίμπα (τι όνομα!) Έβερντιν, που θα κληρονομήσει μια μεγάλη φάρμα, και ο Γκάμπριελ Όουκ, που είναι ιδιοκτήτης φάρμας στην αρχή της ιστορίας, που την χάνει όμως γρήγορα μετά από τον μαζικό θάνατο των προβάτων του. Ο Γκάμπριελ θα υποχρεωθεί να ζητήσει εργασία στη φάρμα της Μπαθσίμπα, η οποία πριν από μερικούς μήνες, όταν ήταν ακόμα φτωχή φιλοξενείτο από μια θεία της και είχε απορρίψει την πρόταση γάμου που της είχε κάνει ο μικροκτηματίας (τότε) Γκάμπριελ. Τώρα η τύχη τα φέρνει έτσι, ώστε εκείνος να πάει ως βοσκός στη φάρμα της (μεγαλοκτηματία πλέον) Μπαθσίμπα και σιγά-σιγά με τις γνώσεις και την σκληρή εργασία του να τής γίνει απαραίτητος.
 
Ο Γκάμπριελ βλέπει την αγαπημένη του, να δέχεται το έντονο φλερτ, του γειτονικού κτηματία Γουίλιαμ Μπόλντγουντ, ενός μεσόκοπου αγρότη που στην αρχή συγκρατημένα και δωρικά, στη συνέχεια όμως φορτισμένα και παθιασμένα πολιορκεί την Μπαθσίμπα να ενδώσει στις προτάσεις του. Η Μπαθσίμπα είναι ένα άτομο ανεξάρτητο και ξεροκέφαλο, δυναμική και ταυτόχρονα ευάλωτη, που εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της ιστορίας σε μια γυναίκα που θα περάσει από διάφορα στάδια. Πεισματάρα και επίμονη, αυστηρή και λιγομίλητη στην αρχή, ερωτευμένη με πάθος με τον λάθος άνθρωπο στη συνέχεια που της γίνεται εμμονή, συνειδητοποιημένη και με συνεχή ενδοσκόπηση στη συνέχεια, καθώς οι συνθήκες την ωριμάζουν.
 
«Ο χαρακτήρας της Μπαθσίμπα ήταν παρορμητικός και υπολογιστικός μαζί. Ελισάβετ στο μυαλό, Μαρία Στιούαρτ στην ψυχή, συχνά πραγματοποιούσε ενέργειες αδιανόητα παράτολμες με εξαιρετική περίσκεψη. Πολλές από τις ιδέες της ήταν άψογοι συλλογισμοί ∙ δυστυχώς, παρέμεναν πάντα στη θεωρία ∙ λίγες μόνο ανάμεσά τους ήταν παράλογες υποθέσεις, μα, για κακή της τύχη, αυτές οι δεύτερες κατέληγαν συχνότερα σε πράξεις.»
 
Το μοιραίο πρόσωπο της ιστορίας, είναι ο όμορφος και επιπόλαιος λοχίας Τρόι, που τον γνωρίζουμε ως εραστή της καμαριέρας της Μπαθσίμπα, η οποία το σκάει για να τον ακολουθήσει, εκείνος όμως (δείχνει να) αδιαφορεί γι’ αυτήν. Η Μπαθσίμπα ερωτεύεται σφόδρα τον πονηρό και φιγουρατζή λοχία, ο οποίος εκμεταλλεύεται την περίσταση για να γίνει κάτοχος μιας μεγάλης κτηματικής περιουσίας και παντρεύεται την θολωμένη από το έντονο συναίσθημα γυναίκα. Οι πάντες εκπλήσσονται από αυτή την κίνηση της (μέχρι τότε σκληρής) Μπαθσίμπα, και περισσότερο απ’ όλους ο Μπόλντγουντ που θεωρούσε σίγουρο τον γάμο. Η έλευση του Τρόι στο αγρόκτημα, ως ιδιοκτήτη πλέον θα δυσκολέψει τη σχέση όλων, ο δε Γκάμπριελ Όουκ θα διακρίνει από την αρχή ότι η κρίση δεν θα αργήσει να ξεσπάσει, αλλά προσώρας δεν μπορεί να κάνει τίποτα, σε μια ιστορία που θα περάσει από πολλά κύματα για να καταλήξει κάπου.
 
«Όμως, όταν παίρνει κανείς σθεναρά την απόφαση να αποφύγει ένα κακό, το κακό έχει συνήθως προχωρήσει τόσο, ώστε η αποφυγή του είναι πλέον αδύνατη.»
 

Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι συγκλονιστικοί. Ο Γκάμπριελ Όουκ, αντιπροσωπεύει το υπέρτατο Καλό στην ιστορία. Υπομονετικός και ρομαντικός, εργατικός και πιστός, ταπεινόφρων και συγκροτημένος, είναι ένας ιδανικός χαρακτήρας. Η προσήλωσή του στο καλό της Μπαθσίμπα είναι συγκινητική και η βαθιά αγάπη του γι’ αυτήν, δονεί το βιβλίο και γίνεται ο καταλύτης της εξέλιξης. Ο λοχίας Τρόι, είναι ένας χαρακτήρας προορισμένος να γίνει αντιπαθής στο αναγνωστικό κοινό. Ματαιόδοξος και τυχοδιώκτης, φιλόδοξος και αριβίστας, που όμως βλέπουμε ότι διακατέχεται από ισχυρά αισθήματα ενοχής και θα εκπλήξει τον αναγνώστη με κάποιες κινήσεις του, που δείχνουν έναν άνθρωπο αποπροσανατολισμένο και ίσως όχι τόσο μοχθηρό, όσο φαινόταν στην αρχή. Ο στιβαρός και σοβαρός Μπόλντγουντ, θα πέσει θύμα της γοητείας της Μπαθσίμπα, θα την ερωτευτεί αργά αλλά σταθερά και θα οδηγηθεί σε μια απονενοημένη κίνηση χωρίς λογική που θα ανατρέψει τα πάντα στο βιβλίο.
 
«Η ιδιοσυγκρασία, σε συνδυασμό με τα γυρίσματα της τύχης, είχαν βάλει στον χαρακτήρα του λοχία Τρόι τη σφραγίδα της μοναδικότητας.
Ήταν ένας άνθρωπος για τον οποίο οι αναμνήσεις αποτελούσαν βάρος και οι προσδοκίες περίττευαν. Μπορούσε να αισθάνεται, να συμπάσχει και να νοιάζεται μονάχα για ό,τι βρισκόταν μπροστά του την εκάστοτε παρούσα στιγμή. Αντιμετώπιζε τον χρόνο σαν περιστασιακή, φευγαλέα αναλαμπή: του ήταν άγνωστη η προβολή της συνείδησης σε εποχές είτε περασμένες είτε μελλοντικές, που κάνει το παρελθόν συνώνυμο του αξιοθρήνητου και το μέλλον κάτι το οποίο συνιστά περίσκεψη. Για τον Τρόι, το παρελθόν ήταν το χθες ∙ το μέλλον, το αύριο ∙ το μεθαύριο ήταν το ποτέ.»


Η Μπαθσίμπα, είναι ένας στέρεος και πλήρης μυθιστορηματικός χαρακτήρας, που βάζει την ανεξαρτησία της πάνω απ’ όλα, αλλά θα πέσει θύμα της ερωτικής της αφέλειας, που εξιδανικεύει τον ωραίο λοχία για να γίνει στα χέρια του, το τέλειο θύμα. Είναι όμως ένας χαρακτήρας, που εξελίσσεται καθώς οι σελίδες του βιβλίου προχωράνε. Από ένα ατίθασο αγρίμι στην αρχή, σε μια ικανή και δυναμική αγρότισσα και κτηματία, σε μια ερωτευμένη με πάθος γυναίκα, σε μια συνειδητοποιημένη προσωπικότητα στη συνέχεια. Ο Χάρντι στον χαρακτήρα της ηρωίδας του, προτάσσει μια γυναίκα πρωτοπόρο για την εποχή της λογοτεχνικά, μια γυναίκα που δεν έχει ανάγκη κανέναν και είναι σύμβολο μιας εποχής που αλλάζει.
 
Ο Χάρντι με εκπληκτική ικανότητα, περιγράφει τις κοινωνικές διαφορές και τάξεις στην αγροτική κοινότητα, τις συμπεριφορές και τα στερεότυπα που ανατρέπονται, τον ρόλο των φύλων και τις αλλαγές που επέρχονται σε μια κοινωνία που σε ορισμένα πράγματα δείχνει πρωτόγονη και μακριά από τον πολιτισμό. Εκτός όμως από τους αλησμόνητους και συγκροτημένους χαρακτήρες, πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η Φύση. Η φύση που παρεμβαίνει στην ιστορία, ηρεμώντας και τιμωρώντας, ατίθαση και γαλήνια, ανυπότακτη και πλανεύτρα. Είναι στη Φύση, που αντανακλώνται μέσα στο βιβλίο, οι εσωτερικές καταστάσεις των χαρακτήρων και ο κύκλος της ζωής και της αγάπης.
 
Ενδεχομένως η σχολαστική λεπτομέρεια στην απεικόνιση της αγροτικής ζωής της υπαίθρου να κουράσει τον αναγνώστη, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Είναι όμως τόσο δυνατή και συναρπαστική η συνέχεια της ιστορίας που θα τον αποζημιώσει. Με μαεστρικό αφηγηματικό ρυθμό, που επιταχύνεται καθώς προχωράμε στο τέλος της ιστορίας, ο Χάρντι γνωρίζει πώς να κρατήσει τον αναγνώστη του, χαρίζοντάς του στιγμές λογοτεχνικού μεγαλείου.
 
 Ποιοτικά σχεδόν ισοδύναμο με τα μεταγενεστέρα αριστουργήματα του συγγραφέα («Ο δήμαρχος του Κάστερμπριτζ», «Τζουντ», «Η Τες των Ντ’ Υρμπένβιλ») αλλά, το «ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΑΓΡΙΕΜΕΝΟ ΠΛΗΘΟΣ», βιβλίο που δεν χάνει τη γοητεία του μέσα στο χρόνο με τη δύναμη της ιστορίας και του κοινωνικού πλαισίου που περιγράφει, μεταφέρθηκε δυο φορές στον κινηματογράφο με απόλυτη επιτυχία (είναι δύσκολο για τον θεατή να ξεχάσει την «απόλυτη» Julie Christie ως Μπαθσίμπα, αλλά και να μη τη φέρνει στο μυαλό του, καθώς διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου), αλλά και στην τηλεόραση. Μυθιστόρημα που είναι ένας αριστοτεχνικός συνδυασμός αφήγησης και κοινωνικού σχολιασμού, μια ακαταμάχητη εξερεύνηση του ερωτικού πάθους, της επιθυμίας για ανεξαρτησία αλλά και μια αποθέωση της Φύσης, που το καθιστούν απαραίτητα ανάγνωσμα για τους εραστές της κλασσικής λογοτεχνίας.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 

 
Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2024 | Permalink
Claudia Piñeiro "Καθεδρικοί"
Δεν ξέρω αν η Claudia Piñeiro (Burzaco, 1960), η διάσημη και ιδιαίτερα επιτυχημένη Αργεντινή συγγραφέας θα μείνει στη λογοτεχνική ιστορία, το μόνο που έχω καταλάβει διαβάζοντας και τα τρία βιβλία της που κυκλοφορούν στη γλώσσα μας, είναι ότι, είναι ευφυέστατη! Και ότι καθένα από τα τρία μυθιστορήματά της, το απόλαυσα αναγνωστικά (οι έννοιες βέβαια της λέξης «απόλαυση» είναι σχετικές, γιατί μόνο ευχάριστα δεν τα λες – εκτός ίσως από το «Δικιά σου για πάντα»), και τα βρήκα ιδιαίτερα αξιόλογα.
 
Την Piñeiro, την γνωρίσαμε με το (διάσημο) «Η Ελένα ξέρει», που εκδόθηκε πριν από μερικά χρόνια και μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη (στην Ελλάδα μόνο μέσω του Netflix, μπορεί να το δει κάποιος), όμως οι «ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΙ» («Catedrales») - (εκδόσεις Carnivora, μετάφραση Ασπασία Καμπύλη), το μυθιστόρημα που εκδόθηκε πριν λίγους μήνες, είναι το καλύτερό της, ένα βιβλίο που διαθέτει κάποιες ομοιότητες με το «Η Ελένα ξέρει», αλλά η πολυφωνία του, ο αφηγηματικός του ρυθμός και η συγκλονιστική ιστορία του, το καθιστούν ένα αξέχαστο ανάγνωσμα, που συγκινεί ακόμα και τον πιο αποστασιοποιημένο αναγνώστη.
 

Στους «Καθεδρικούς» (τίτλος – καθόλου τυχαία - εμπνευσμένος από  διήγημα «Καθεδρικός ναός» του Raymond Carver), έχουμε ένα αποτρόπαιο γεγονός που συνέβη 30 χρόνια πριν τον ενεστώτα χρόνο του μυθιστορήματος. Η δεκαεπτάχρονη Άννα Σορδά είχε βρεθεί νεκρή σε ένα οικόπεδο μιας γειτονιάς του Μπουένος Άιρες. Το φρικιαστικό του εγκλήματος ήταν ότι το πτώμα της βρέθηκε καμένο και τεμαχισμένο. Ο δολοφόνος δεν βρέθηκε ποτέ και η υπόθεση μπήκε γρήγορα στο αρχείο. Τριάντα χρόνια αργότερα η πληγή παραμένει ανοιχτή και μια οικογένεια παραμένει διχασμένη. Μέσα από την αφήγηση επτά (ουσιαστικά έξι και μιας στο τέλος) διαφορετικών φωνών (σε ισάριθμα κεφάλαια), μαθαίνουμε (σταγόνα – σταγόνα) τις λεπτομέρειες μιας ιστορίας με πολλές προεκτάσεις.
 
Η αστική οικογένεια του Αλφρέδο και της συζύγου του, απαρτίζονταν από τρεις κόρες, την μεγαλύτερη Κάρμεν που ήταν 20άρα όταν έγινε το φονικό, και τις δύο μικρότερες, την δεκαεπτάχρονη (τότε) Άννα και την δεκαπεντάχρονη (τότε) Λία, από την οποία ξεκινάει το βιβλίο. Η Λία ζει πλέον στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα της Ισπανίας και έχει ένα βιβλιοπωλείο. Έχει κόψει κάθε επαφή με την Κάρμεν και διατηρεί αλληλογραφία με τον πατέρα της Αλφρέδο, στον οποίον έχει απαγορέψει να της πει οτιδήποτε για την οικογένεια ή για τον εαυτό του. Μια μέρα θα δεχτεί την επίσκεψη της Κάρμεν, που εμφανίζεται με τον σύζυγό της Χουλιάν, ο οποίος τριάντα χρόνια πριν ήταν ακόμα δόκιμος ιερέας  - τώρα η Λία μαθαίνει ότι εγκατέλειψε τις σπουδές του για να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση που είχε ο πατέρας του. Δεν μαθαίνει όμως μόνο αυτό, ενημερώνεται ότι ο πατέρας τους έχει πεθάνει πριν κάποιους μήνες και ο γιος της Κάρμεν, ο Ματέο που είναι 23 ετών – και του οποίου αγνοούσε μέχρι τώρα την παρουσία – έχει εξαφανιστεί μετά τον θάνατο του παππού του και την ανάγνωση μιας επιστολής που εκείνος του είχε αφήσει. Η Κάρμεν θεωρεί ότι ο Ματέο βρίσκεται στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, από μια έρευνα που έκανε, και θεωρεί πιθανό να περάσει από το βιβλιοπωλείο της θείας του. Η Λία δεν υποδέχεται με χαρά την αδελφή της, ήταν πάντα ανταγωνιστικές οι σχέσεις τους, η Κάρμεν ήθελε να εξουσιάζει τα πάντα και ο θρησκευτικός της φανατισμός δεν την άφηνε να βλέπει καθαρά, εξάλλου τα προ τριακονταετίας γεγονότα διατηρούνται ακόμα καθαρά στη μνήμη όλων.
 
Τι είχε συμβεί όμως τριάντα χρόνια πριν και τι γνωρίζει ο καθένας από τους (τότε) εμπλεκόμενους. Από την αφήγηση της Λίας, του νεαρού Ματέο, του Χουλιάν και της Κάρμεν μαθαίνουμε κάποια πράγματα ενώ το παζλ συμπληρώνεται πιο ουσιαστικά από τις αφηγήσεις της Μαρσέλα, της κολλητής της Άννας, που βρέθηκε μαζί της στην εκκλησία τις μοιραίες στιγμές, αλλά ένα ατύχημα τής έσβησε τη μνήμη, και του ντετέκτιβ Έλμερ που προσλαμβάνεται από τον Αλφρέδο – αρκετά χρόνια αργότερα - για να εξιχνιάσει την υπόθεση, που όμως οδηγείται σε αδιέξοδο.
 
Όπως αναφέρω παραπάνω, το παζλ συμπληρώνεται μέσα από τις διαφορετικές αφηγήσεις και το τι πραγματικά έγινε, θα το μάθουμε στις τελευταίες σαράντα σελίδες, αν και από τη μέση και μετά, ο προσεκτικός αναγνώστης θα αντιληφθεί την φρικιαστική αλήθεια και ποιος ή ποιοι διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο. Τα γεγονότα που μαθαίνουμε σχεδόν από την αρχή είναι ότι, η Άννα ερωτεύτηκε τον Χουλιάν, που είχε μια σχέση έντονου φλερτ με την Κάρμεν. Ο Χουλιάν, νέος που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις ορμές του, παρά την θεολογική του κατεύθυνση, ήταν ερωτευμένος με την Κάρμεν, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία της πανέμορφης Άννας. Η Μαρσέλα στο ένα τρίτο του βιβλίου, μας αφηγείται τι ουσιαστικά συνέβη εκείνο το μοιραίο απόγευμα που η Άννα έσβησε στην αγκαλιά της μέσα στην εκκλησία, στην οποία είχε καταφύγει – μετά όμως η μνήμη της έσβησε και δεν κατάλαβε πώς το πτώμα της νεαρής βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση. Που βρίσκεται η αλήθεια σε μια ιστορία με τόσες διακλαδώσεις, και πόσο τυφλοί μπορούμε να είμαστε μπροστά σε κραυγαλέα γεγονότα που βρίσκονται μπροστά μας και αρνούμαστε να τα δούμε;
 
«Υπάρχουν τόποι όπου είναι πιο δύσκολο να επιβιώσεις: η έρημος, ένα ερημονήσι, η κορυφή ενός βουνού, ο Άρης, μια εμπόλεμη ζώνη, η ζούγκλα. Η οικογένειά μου.»
 
Η Πινιέιρο σκιαγραφεί ένα οικογενειακό πορτρέτο, όπου η αυστηρή (και διαρκώς απούσα) μητέρα καθοδηγεί τις τρεις κόρες, σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές οδηγίες. Η Κάρμεν – καθ’ εικόνα και ομοίωσή της – θα συνεχίσει το έργο της, προσφέροντας στον εθελοντισμό, περιφέροντας την περσόνα της οσίας, ενώ με τις αδερφές της, είναι ένας δαίμονας που καταπιέζει, τιμωρεί, βάζει τους κανόνες. Ο Αλφρέδο – ο πατέρας -, με τις πνευματικές του ανησυχίες, χάνει το παιχνίδι από νωρίς, θα κλειστεί στον εαυτό του και ο θάνατος της κόρης του, θα τον διαλύσει. Μια οικογενειακή κόλαση, από την οποία μόνο η Λία ουσιαστικά ξέφυγε, αλλάζοντας χώρα και ήπειρο, σοκάροντας τους πάντες, όταν δήλωσε ότι δεν πιστεύει πλέον στον Θεό, καταλήγοντας όμως στην πόλη – σύμβολο του καθολικισμού, το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα.
 
Γυναικοκτονία, απόντες γονείς, θρησκευτικός φανατισμός, πνευματικός βιασμός, αλλά και εμφανής έλλειψη ενσυναίσθησης, αγάπης και εμπιστοσύνης, χαρακτηρίζουν την ιστορία που αφηγείται η Πινιέιρο, που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τα υπόλοιπα βιβλία της. Κι εδώ υπάρχει έντονη η παρουσία του θρησκευτικού παράγοντα, υπάρχουν οι παράνομες αμβλώσεις, υπάρχει η «τυφλότητα» των πιο κοντινών προσώπων. Το καμένο και τεμαχισμένο πτώμα της Άννας μεταφέρεται νοητά από τον ένα στον άλλον μέσω της συνείδησής του και των ενοχών του.


Η συγγραφέας εμπνέεται από (και συνομιλεί με) το διήγημα «Καθεδρικός ναός» του σπουδαίου Raymond Carver, χρησιμοποιώντας το μεταφορικά, για να τονίσει το νόημα του βιβλίου της, και μπορεί ο τυφλός άνδρας του διηγήματος, να μην υπάρχει κυριολεκτικά στο μυθιστόρημά της, αλλά υπάρχουν αυτοί που δεν είναι «τυφλοί», αλλά «αρνούνται» να δουν, όπως γίνεται συνήθως. Η Άννα ουσιαστικά θυσιάστηκε στο όνομα μιας πίστης που χρειαζόταν ένα θύμα για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της ως μοναδικής και μόνης «αλήθειας». Θα μπορούσε να αποτελεί τον χαρακτήρα ενός λανθάνοντος καθεδρικού ναού, του πιο κραυγαλέου συμβόλου μιας πίστης.
 
«Όπως ακριβώς μου είχε ζητήσει, στο επόμενο γράμμα μου δεν έκανα ζαβολιές, δεν του έστειλα φωτογραφία. Μου έδωσα, ωστόσο, το ελεύθερο να μην του στείλω ούτε τις δικές μου λέξεις, αλλά τις λέξεις ενός άλλου.  Έβγαλα φωτοτυπία το διήγημα «Καθεδρικός ναός» του Ρέιμοντ Κάρβερ και υπογράμμισα κάποιες παραγράφους. Στο τέλος, γραμμένο με το χέρι μου, πρόσθεσα: «Όπως γράφει ο Κάρβερ, δεν μπορείς να περιγράψεις έναν καθεδρικό με λέξεις, θα ’πρεπε να τον ζωγραφίσουμε μαζί, οδηγώντας ο ένας το χέρι του άλλου, αλλά τα δικά μας χέρια βρίσκονται πολύ μακριά». Το διήγημα τελειώνει με τον αφηγητή να πρέπει να περιγράψει τον καθεδρικό σ’ έναν τυφλό, δίχως όμως να μπορεί να βρει τον τρόπο να το κάνει. Δικαιολογείται τότε ως εξής: «Το βέβαιο είναι ότι οι καθεδρικοί δεν σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο για μένα. Είναι μόνο καθεδρικοί, τίποτε άλλο. Κάτι που βλέπει κανείς αργά το βράδυ στην τηλεόραση». Ο τυφλός, ωστόσο, δεν είναι διατεθειμένος να τα παρατήσει τόσο εύκολα και του προτείνει άλλη μέθοδο. Να ζωγραφίσουν μαζί, το ένα χέρι πάνω στο άλλο να οδηγεί τη γραμμή. Τον πατέρα μου – καθηγητή Ιστορίας που διάβαζε παντός είδους δοκίμια, αλλά ουδέποτε υπήρξε μεγάλος λάτρης της λογοτεχνίας – το διήγημα του Κάρβερ τον ενθουσίασε. Μου έγραψε: «Το ένιωσα οικείο, υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που, χωρίς να είναι τυφλοί, δεν θέλουν να δουν. Αν τους πάρεις απ’ το χέρι, μπορεί να το κατορθώσουν». Και μου είπε ότι κι ο ίδιος βάλθηκε να ζωγραφίζει καθεδρικούς αφότου διάβασε το γράμμα μου. Του θύμισε, έλεγε, πόσο καιρό είχε να ζωγραφίσει και ότι ξαναβρήκε τη χαρά που ένιωθε όταν το έκανε.»
 
Το μυθιστόρημα είναι ευφυέστατο και το στυλ της Πινιέιρο υπέροχο. Οι χαρακτήρες της ολοζώντανοι και όχι χάρτινοι, οι διάλογοι ακριβείς και καίριοι, η κλιμάκωση της πλοκής εξαιρετική. Μπορεί το νουάρ στοιχείο να είναι σχετικά αδύναμο (και η ίντριγκα να απουσιάζει - γεγονός που μάλλον δεν θα προσελκύσει τους λάτρεις των αστυνομικών ιστοριών), αλλά το κοινωνικό στοιχείο του βιβλίου είναι ευδιάκριτο, όπως και ο σχολιασμός καταστάσεων και γεγονότων. Ο καθολικισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής ματιάς της συγγραφέως – αρκεί να δούμε πως ξεκινάνε δύο αφηγηματικές φωνές την περιγραφή τους, η Λία λέει: «Έπαψα να πιστεύω στον Θεό εδώ και τριάντα χρόνια», για να έρθει η Κάρμεν προς το τέλος του βιβλίου να ξεκινήσει με: «Πιστεύω στον Θεό. Η πίστη μου είναι απόλυτη, κατηγορηματική, παθιασμένη. Βίαιη αν χρειαστεί» και ένα ρίγος να διαπεράσει την ραχοκοκαλιά του αναγνώστη. Δεν χρειάζεται κάτι άλλο, μόνο μερικές λέξεις για να περιγράψεις μια κατάσταση.
 
Η προμετωπίδα του βιβλίου γράφει: «σ’ εκείνους που κατασκευάζουν τον δικό τους καθεδρικό, χωρίς Θεό», μεταφέροντας ουσιαστικά το απόφθεγμα του Χ.Λ.Μπόρχες που βρίσκεται πριν την αφήγηση του Ματέο: «Για ποιο λόγο να ζούμε με έργα τέχνης αλλότρια και παλιά; Ας κατασκευάσει ο καθένας τον δικό του καθεδρικό.» 
Είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα οι «Καθεδρικοί», ένα βιβλίο που μιλάει για το τραύμα, τις οικογένειες και τα μυστικά και ψέματα που υπάρχουν εντός τους, τον θρησκευτικό φανατισμό, τη μνήμη, την σιωπή της κοινωνίας, την «τυφλότητα» μας. Η Πινιέιρο οικοδομεί με υπομονή και επιμονή την ιστορία της, μέσα από την πολυφωνία των αφηγήσεων για ένα «έγκλημα», που μπορεί και να μην ήταν «φόνος» αλλά διαπράχθηκε με άλλους τρόπους. Θα μπορούσε να υπάρχει και η «φωνή» του θύματος, της Άννας, αλλά η επιλογή του να υπάρχει η αφήγηση της άτυχης Μαρσέλα, οδηγεί την ιστορία σε άλλα πλαίσια. Έτσι κι αλλιώς πάντως, το μυθιστόρημα είναι συγκλονιστικό και καθηλωτικό, που παρασύρει τον αναγνώστη του.
 
Στο βιβλίο απονεμήθηκαν τα βραβεία Dashiel Hammett στη Semana Negra της Χιχόν για το 2021 και το VLC Negra
της Βαλένθια για την ίδια χρονιά.
 
Βαθμολογία 84 / 100