Πέμπτη, Μαΐου 26, 2016
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 26, 2016 | Permalink
Η εσχάτη των ποινών
Τελικά είναι αποδεδειγμένο ότι η ατμόσφαιρα του πολιτικού θρίλερ, ταιριάζει στον πολύ καλό Περουβιανό συγγραφέα, Santiago Roncagliolo (Λίμα, 1975) περισσότερο από κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος που έχει δοκιμάσει (και γνωρίζουμε). Μερικά χρόνια μετά τον εξαιρετικό του “Κόκκινο Απρίλη” και την καλή αλλά άνιση, “Τέταρτη Ρομφαία”, επανέρχεται στο είδος αυτό με το έξοχο και άκρως συναρπαστικό μυθιστόρημα “Η ΕΣΧΑΤΗ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ” (“La pena maxima”), (Εκδ. Καστανιώτη, (ωραία) μετάφρ. Κ.Αθανασίου, σελ. 382).

Ο κεντρικός χαρακτήρας του “Κόκκινου Απρίλη”, ο εισαγγελέας Φέλιξ Τσακαλτάνα, είναι ο ήρωας και του νέου βιβλίου του Ρονκαλιόλο. Ένας Τσακαλτάνα όμως πολύ πιο νέος, λίγο πάνω από τα 20 του χρόνια, απόφοιτος της Νομικής που εργάζεται ως βοηθός αρχειοφύλακας στο αρχείο των Δικαστηρίων της Λίμα. Εμμονικός με τη λεπτομέρεια, και φανατικός με τη πιστή τήρηση του νόμου, ο Τσακαλτάνα είναι χωμένος μέσα σ' αυτό το Καφκικό περιβάλλον όπου εργάζεται, ασφαλής μέσα στη χαώδη γραφειοκρατία των ατελείωτων εγγράφων που ταξινομεί.

Γύρω του η χώρα παραληρεί. Βρισκόμαστε στη περίοδο διεξαγωγής του Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου, του 1978, που διεξάγεται στην γειτονική Αργεντινή, και η ομάδα του Περού ελπίζοντας σε διάκριση, συμμετέχει με μία από τις καλύτερες ομάδες στην ιστορία της. Το μυθιστόρημα χρονικά καλύπτει την δεκαπενθήμερη περίοδο του ποδοσφαιρικού τουρνουά, και τα κεφάλαια έχουν τίτλο τον εκάστοτε αγώνα της εθνικής Περού, όπως και τον τελικό Αργεντινή-Ολλανδία. Στις δύο αυτές χώρες (Αργεντινή και Περού), όπως και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι στρατιωτικές χούντες κυβερνούν. Αλλού σκληρότερες και με μεθόδους βασανιστηρίων που σοκάρουν ακόμα και σήμερα με την αγριότητά τους (Αργεντινή), αλλού ελαφρώς ηπιότερες και με πρόθεση να παραδώσουν την χώρα τους στους πολιτικούς, όπως στο Περού που ετοιμάζεται για δημοκρατικές εκλογές. Ο κόσμος όμως ελάχιστα ενδιαφέρεται γι' αυτές, μεθυσμένος από την ένταση των αγώνων.

Η ιστορία που αφηγείται ο Ρονκαλιόλο ξεκινάει με μια στυγερή δολοφονία. Ένας  άντρας με ένα σακίδιο στη πλάτη που έχει μέσα ένα μωρό, δολοφονείται σε ένα σοκάκι μιας συνοικίας της Λίμα, για την ακρίβεια εκτελείται εν ψυχρώ. Ο δολοφόνος τον στήνει στον τοίχο και περιμένει τους πανηγυρισμούς από τις τηλεοράσεις που είναι στη διαπασών για να τραβήξει τη σκανδάλη. Ο νεκρός είναι ένας καθηγητής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο, ο Χοακίν Κάλβο, ο οποίος ήταν ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο ο μονήρης και “μαμάκιας” Τσακαλτάνα είχε επαφή, παίζοντας μαζί του σκάκι και λέγοντας δυο κουβέντες παραπάνω. Όταν ο Τσακαλτάνα αποφασίζει να ψάξει για τον εξαφανισμένο φίλο του και διαπιστώνει ότι έχει δολοφονηθεί, συνειδητοποιεί ότι δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για την προσωπική του ζωή, ούτε καν τι είδους άνθρωπος ήταν. Αποφασίζει να κάνει στην άκρη τις γραφειοκρατικές του δουλειές και να ξετυλίξει το νήμα μιας ιστορίας που στην αρχή του φαίνεται ακατανόητη αλλά σιγά σιγά θα τον βάλει μέσα της και θα τον αλλάξει τελείως.

Ο Χοακίν Κάλβο όμως ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που πίστευε ο αφελής Τσακαλτάνα. Ήταν ένας πράκτορας του καθεστώτος που μπορούσε να διεισδύει στις αριστερίστικες ομάδες, μια τραγική φιγούρα που γεννήθηκε από ένα ζευγάρι αναρχικών στην Ισπανία του Εμφυλίου και δολοφονήθηκε στην χουντοκρατούμενη Λατινική Αμερική της δεκαετίας του '70. Καθώς ξετυλίγεται το παζλ, στην ιστορία εμπλέκονται εξεγερμένοι φοιτητές που απάγονται και μεταφέρονται σε Αργεντίνικες φυλακές, μια μοιραία ξανθιά γυναίκα, ο πατέρας του Χοακίν Κάλβο πρώην αναρχικός ακτιβιστής κατά τη διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου, η μητέρα του Τσακαλτάνα, η Σεσίλια - η κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος εκείνος και δεν ξέρει πως να προχωρήσει τη σχέση του μαζί της, ένας αντιναύαρχος, οι υπηρεσίες πληροφοριών, η οργάνωση “Κόνδωρ” (μια κοινή παραστρατιωτική επιχείρηση των συνεργαζόμενων δικτατοριών της Λατ.Αμερικής), οι απαγωγές βρεφών από τα μαιευτήρια των φυλακών της Αργεντινής. Οι θάνατοι είναι πολλοί και η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος ισορροπεί μεταξύ της ποδοσφαιρικής παράκρουσης των ημερών και των σκοτεινών πολιτικών παιχνιδιών και του ξεκαθαρίσματος παλιών λογαριασμών.

“Ο Τσακαλτάνα σκέφτηκε ότι, σε τελική ανάλυση, όλες οι πόλεις κατοικούνται από φαντάσματα. Άνθρωποι που είναι ήδη νεκροί γυρίζουν στους δρόμους της Λίμα ή του Μπουένος Άιρες, αφήνοντας κομματάκια από την ανάμνησή τους να κρέμονται στις γωνίες, αφήνοντας μνήμες που σιγά σιγά ξεθωριάζουν, σαν τις προσόψεις των σπιτιών, μέχρι τελικά να εξαφανιστούν.”

Ο Ρονκαλιόλο στήνει μοναδικά την ιστορία του με εξαιρετική δομή και στυλ. Δεν παρακολουθεί σχεδόν καθόλου την ποδοσφαιρική δράση και την ομαδική παράκρουση με τους αγώνες. Βλέπουμε την απογοήτευση των Περουβιανών που διαδέχθηκε τον αρχικό τους ενθουσιασμό και την κατάληξη σ' αυτόν τον “εθνικό εξευτελισμό” που ήταν η συντριβή από την Αργεντινή με σκορ 6-0, σε έναν καθοριστικό (για την τελευταία) αγώνα – κάτι που στην ποδοσφαιρική συνείδηση της χώρας δεν έχει ξεπεραστεί ακόμα. Διακρίνεται μέσα από την υπέροχη αφήγηση του συγγραφέα η χειραγώγηση του ποδοσφαίρου από την εξουσία, το πως ο λαός παρασύρεται και τυφλώνεται.


Το μυθιστόρημα κλείνει με τους πανηγυρισμούς των Αργεντίνων για τα γκολ των Μάριο Κέμπες και Μπερτόνι (εμβληματικές ποδοσφαιρικές φιγούρες της εποχής), που τους χαρίζουν το παγκόσμιο κύπελλο και τα πανηγύρια του στρατηγού Βιδέλα, τα άσπρα χαρτάκια γεμίζουν τον αγωνιστικό χώρο καθώς οι φυλακές γεμίζουν από νεκρούς και βασανισμένους. “Η εσχάτη των ποινών” - τίτλος αμφίσημος, που σημαίνει την εκτέλεση του πέναλτυ στο ποδόσφαιρο, όπως, και την καταδίκη σε θάνατο - είναι ένα θαυμάσιο και πολύ ζωντανό, χορταστικό πολιτικό θρίλερ όπου η προσπάθεια για επιβίωση και εξουσία, για τον έρωτα και τον θάνατο και όπου τα πολιτικά παιχνίδια εξουσίας κυριαρχούν και όλα αυτά στροβιλίζονται σε ένα μεθυστικό λογοτεχνικό χορό με θύτες και θύματα. Νικητές και ηττημένοι δεν υπάρχουν σ' αυτό το μυθιστόρημα-πολιτικό σχόλιο, με την αμφισημία να κυριαρχεί στην ιστορία όπως και στον τίτλο του.


 
Τετάρτη, Μαΐου 18, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 18, 2016 | Permalink
Δεκάτη Δεκεμβρίου
Διαβρωτικό χιούμορ, δόσεις δυστοπίας και πινελιές καθημερινότητας διαμορφώνουν, την εξαίσια ατμόσφαιρα των ιστοριών του πολύ καλού Αμερικανού συγγραφέα διηγηματογράφου και δοκιμιογράφου, George Saunders (Amarillo, Texas 1958), με τίτλο “ΔΕΚΑΤΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ” (“Tenth of December”), (Εκδ. Ίκαρος, μετάφρ. Γ.Ι.Μπαμπασάκης, σελ.263).

Τα διηγήματα του Saunders, φαίνονται απλά αλλά δεν είναι, η σάτιρα τους είναι υποδόρεια, οι μονόλογοι του κινούνται μεταξύ παραλογισμού και ρεαλισμού ενώ χρησιμοποιεί την επιστημονική φαντασία με χιούμορ και δόσεις πικρίας. Οι 10 ιστορίες του βιβλίου, προσφέρουν ένα πανόραμα της μικροαστικής Αμερικής, των προαστίων και των μικρών πόλεων-δορυφόρων, με οικογένειες που έχουν οικονομικά προβλήματα, με έφηβους που ψάχνονται, με ενήλικες απογοητευμένους και απελπισμένους, φαινομενικά αδιάφορους μυθοπλαστικά, βαρετούς τύπους αλλά και γεμάτους μοχθηρία και καταπιεσμένα συναισθήματα.

Χαρακτηριστικές εικόνες από μια Αμερική των “losers” αυτής της ζωής, των καθημερινών ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που βλέπουν το μέλλον τους να διαγράφεται απελπιστικό. Με ονόματα κοφτά και μικρά, Κάιλ, Αλ, Μικ, Τζος, Τεντ, Μπο, ονόματα εργατών, μικροαστών, “αντιλογοτεχνικά”, ενώ η γλώσσα στα περισσότερα από τα διηγήματα είναι προφορική. Ο Saunders χρησιμοποιεί εκφράσεις του πεζοδρομίου, κραυγές, συντομογραφίες, οι ήρωες του κόβουν τη πρόταση στη μέση, μιλάνε ακατέργαστα, γράφουν χρησιμοποιώντας σύμβολα, τους αισθάνεσαι δίπλα σου, ακούς την ανάσα τους.

Δεν είναι όλα τα διηγήματα της συλλογής στο ίδιο ύψος, αλλά μερικές από τις ιστορίες είναι εξαιρετικές. Στην πρώτη με τίτλο “Πανωλεθρίαμβος”, μια έφηβη με τα μυαλά πάνω από το κεφάλι της, εκεί που ονειρεύεται στιγμές μεγαλείου για τα 15α γενέθλιά της, δέχεται επίθεση μέσα στο σπίτι της και σώζεται κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή από το περιφρονημένο και ελαφρώς προβληματικό γειτονόπουλό της που παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα και αναρωτιόταν αν πρέπει ή όχι να επέμβει, ενώ στο μελλοντολογικό “Απόδραση από το αραχνοκέφαλο”, φυλακισμένοι για βαριά εγκλήματα γίνονται πειραματόζωα σε φάρμακα που θα επηρεάσουν τη συμπεριφορά τους και την ικανότητά τους για αγάπη. Οι δε "Βέργες", είναι ένα διήγημα, τόσο λιτό και περιεκτικό, τόσο πλήρες.
Ένας σαραντάχρονος πατέρας αποφασίζει να κρατήσει ημερολόγιο για να το αφήσει παρακαταθήκη στις επερχόμενες γενιές, στο υπέροχο “Τα ημερολόγια”, και ένας βετεράνος του πολέμου, γυρίζει σπίτι εμφανώς διαταραγμένος όπου βρίσκει μια πραγματικότητα ίσως πιο θλιβερή από αυτή του πολέμου, όπου η μητέρα του παιδιού του συζεί με άλλον, η μητέρα του έχει σπιτώσει έναν μέθυσο και η αδερφή του δεν θέλει να τους δει στο “Ο γυρισμός”, στο δε καλύτερο διήγημα της συλλογής και αυτό που δίνει τον τίτλο του σ' αυτήν “Δεκάτη Δεκεμβρίου”, όπου ένας κατατονικός τύπος με αυτοκτονικές τάσεις που το έχει σκάσει από το ίδρυμα, ανανεώνει την πίστη του στη ζωή, σώζοντας έναν ατίθασο νεαρό από πνιγμό σε μια παγωμένη λίμνη.

Τα διηγήματα του Saunders, ανθρώπινα και με έναν βαθύ ουμανισμό κάτω από την χιουμοριστική επιφάνειά τους, διεισδύουν μέσα στο θυμικό του αναγνώστη, ο οποίος τα σκέφτεται για καιρό μετά. Ορισμένα από αυτά είναι πραγματικά διαμάντια και οι καταστάσεις που περιγράφει, μπορεί να φέρνουν στο νού, τις ιστορίες καθημερινού παραλογισμού της Φλάνερι Ο'Κόνορ, τις ακαταμάχητες ιστορίες του μεγάλου Ρέιμοντ Κάρβερ αλλά έχουν και κάτι από το μαύρο μέλλον του Βόνεγκατ.
Το πνεύμα του χιούμορ και του παραλόγου έχει μεταφερθεί επιτυχώς από τον Γ.Ι.Μπαμπασάκη (σε άλλη μια εκδοτική επιτυχία των εκδόσεων Ίκαρος), που έπιασε το πνεύμα του συγγραφέα σ'αυτή την έξοχη συλλογή διηγημάτων, ιδιαίτερα δε η απόδοση του τίτλου του διηγήματος "Victory lap" ως "Πανωλεθρίαμβο" είναι ευρηματική. Κοντολογίς ο Saunders (πολυβραβευμένος στις ΗΠΑ) αποδεικνύεται ένας πολύ αξιόλογος συγγραφέας με τον οποίον αξίζει να ασχοληθούμε εκτενώς στο μέλλον.




 
Τετάρτη, Μαΐου 11, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 11, 2016 | Permalink
Στην άκρη του γκρεμού
Ένα πανόραμα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στις χώρες του Νότου είναι το συγκλονιστικό μυθιστόρημα “ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ” (“En la orilla), του σπουδαίου και πρόσφατα χαμένου Ισπανού συγγραφέα Rafael Chirbes (Βαλένθια 1949-2015), (Εκδ. Κέδρος, μετάφρ. Β.Κνήτου, σελ.438). Ένα ακόμα μυθιστόρημα για την “κρίση” λοιπόν; Ναι, αλλά ίσως ότι πιο οξύ και καίριο έχω διαβάσει για αυτή την περίοδο. Ένα αριστουργηματικό βιβλίο που σου σφίγγει το στομάχι, σε πιάνει απ' το λαιμό και δεν μπορείς να πάρεις ανάσα.

Το βιβλίο του Τσίρμπες, ξεκινάει σαν θρίλερ όταν, στις πρώτες του σελίδες ο μετανάστης Αχμέτ, στο καθημερινό του ψάρεμα στον βάλτο βρίσκει 3 πτώματα διαμελισμένα από τα σκυλιά. Φεύγει γρήγορα για να μην έχει μπλεξίματα, είναι εδώ και ένα μήνα άνεργος από τότε που ο εργοδότης του ο Εστέμπαν, έκλεισε το ξυλουργείο όπου δούλευε και κάθε μέρα κάτι ψαρεύει για να φάει, σήμερα όμως τρέχει να ξεφύγει.

Αυτό το πολύ δυνατό πρώτο κεφάλαιο, μας διεγείρει την περιέργεια, αλλά ο συγγραφέας αρνείται να συνεχίσει στο ίδιο ύφος, στο ίδιο μοτίβο. Απλά είναι σαν να σου λέει: “μη το ξεχάσεις, έχε το στο πίσω μέρος του μυαλού σου γιατί θα σου χρειαστεί”. Το μυθιστόρημα συνεχίζεται για 400 σελίδες με αφηγήσεις ανθρώπων χτυπημένων από την οικονομική καταστροφή, κυρίως του Εστέμπαν, του ήρωα του βιβλίου, του οποίου η διαβρωτική και υποβλητική αφήγηση διατρέχει την ραχοκοκκαλιά του βιβλίου.

Η “ιστορία” διαδραματίζεται στην μικρή πόλη της Όλμπα, επίνειο της μεγαλύτερης και τουριστικότερης Μισέντ, στην Αραγωνία, περίπου μια ώρα από την Βαλένθια, στο τέλος του 2010. Η κρίση έχει χτυπήσει για τα καλά την χώρα και η ανεργία είναι στα υψηλότερα επίπεδα. Το πρώην ψαροχώρι που μετατράπηκε σε τουριστικό θέρετρο με μαρίνες και συγκροτήματα εξοχικών κατοικιών και πολυτελών σπιτιών υποφέρει καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι είναι άνεργοι και το μέλλον προδιαγράφεται σκοτεινό.

Ο Εστέμπαν είναι 70 ετών και διατηρούσε ένα μεγάλο ξυλουργείο που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του κι εκείνος από τον δικό του πατέρα. Τώρα αναγκάσθηκε να το κλείσει, καθώς είχε επενδύσει όλα του τα χρήματα, κι όχι μόνο τα δικά του, αλλά και της επιχείρησης, στον παντοδύναμο εργολάβο Πεδρός, ο οποίος χρεοκόπησε (και “την έκανε” για Βραζιλία), παρασύροντας όσους συνεργάζονταν μαζί του. Ο Εστέμπαν είναι ένας απελπισμένος και θυμωμένος άνθρωπος. Το μαγαζί έχει κατασχεθεί λόγω χρεών, υποχρεώνεται να απολύσει την Κολομβιάνα Λιλιάνα που φρόντιζε τον υπέργηρο πατέρα του, ο οποίος είναι ανήμπορος και με άνοια, τα εναπομείναντα χρήματα του τελειώνουν, τα δύο αδέρφια του φευγάτα από χρόνια και χωρίς επαφές μεταξύ τους, περιμένουν τον θάνατο του πατέρα τους νομίζοντας ότι θα κληρονομήσουν κάτι, αλλά τα πάντα έχουν γίνει σκόνη αφού είχαν επενδυθεί στις καλές εποχές από τον Εστέμπαν. Εκείνος γνωρίζει ότι η ευθύνη θα πέσει επάνω του, θα τον κατηγορήσουν, όπως τον κατηγορούν και οι πρώην (πλέον) υπάλληλοί του, που τους πέταξε στο δρόμο, όπως τον κατηγορεί και η Λιλιάνα στην οποία είχε χαρίσει τα δαχτυλίδια της μητέρας του.

Ο Εστέμπαν έχει αποφασίσει να τελειώνει με αυτή την ιστορία, να τελειώνει με τη ζωή του, δεν ξέρει τον τρόπο (ή μήπως τον ξέρει), δεν αντέχει πια. Δεν αντέχει να πηγαίνει για ποτό και χαρτιά με την παρέα του που δεν αντιμετωπίζουν οικονομικό πρόβλημα, καθώς οι σκοτεινές τους μπίζνες στο παρελθόν, τους άφησαν γερό κομπόδεμα. Τον παλιό κολλητό του Φρανθίσκο, τον γιο του Φαλαγγίτη, που έγινε μεγάλος και τρανός στον χώρο της γευσιγνωσίας και της οινογνωσίας, που του πήρε το κορίτσι με το οποίο ήταν ερωτευμένος και μέσω των γνωριμιών του, την ανέδειξε σε μεγάλη σεφ με δύο αστέρια Μισελέν ή τον Χουστίνο που εκμεταλλεύεται τους μετανάστες στέλνοντάς τους σε δουλειές από τις οποίες παίρνει μεγάλες προμήθειες λαδώνοντας τις αρχές. Τώρα αυτοί οι δύο, μαζί με τον διευθυντή της τοπικής τράπεζας που δίνει τις εντολές για κατασχέσεις σπιτιών κατά συρροή, κουνάνε το δάχτυλο και ηθικολογούν ανερυθρίαστα μπροστά στον πικραμένο και άλαλο Εστέμπαν.

Στο μυθιστόρημα, δεν υπάρχει πλοκή, δεν υπάρχει εξέλιξη των ιστοριών. Υπάρχει η κεντρική αφήγηση του Εστέμπαν, με την ιστορία του πρώην κομμουνιστή πατέρα που αποφυλακίστηκε κάποια χρόνια μετά τον Εμφύλιο και λούφαξε μέσα στο ξυλουργείο του καθ'όλη την περίοδο της δικτατορίας του Φράνκο, με την ιστορία του ίδιου του Εστέμπαν, που εγκλωβίστηκε λόγω της ανασφάλειάς του αλλά και του άτυχου έρωτά του με την Λεονόρ (που έχασε από τον Φρανθίσκο), στο ξυλουργείο, σε μια δουλειά που μισούσε και περνώντας τα υπόλοιπα χρόνια ζώντας με τους γονείς του και επισκεπτόμενος τα μπουρδέλα και τα στριπτιζάδικα της περιοχής. Υπάρχουν και οι παράλληλες αφηγήσεις, της Λιλιάνας από την Κολομβία με τον μέθυσο άντρα και κάποιων πρώην υπαλλήλων του Εστέμπαν που αφηγούνται τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πλέον στην καθημερινότητά τους.

Ο συγγραφέας δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω. Αφηγείται την πορεία μιας χώρας προς την πτώση, την καταστροφή. Την πορεία από το όνειρο στο δράμα, από την ανάπτυξη στην κρίση. Ο ανθυγιεινός τόπος που έγινε θέρετρο, ο βάλτος που θάβει εγκλήματα και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς, ο παλιός αγωνιστής που καταλήγει να τον ξεσκατίζουν, η επίπλαστη άνεση και καλοπέραση μέσα από κομπίνες, ο αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας με τη μεγάλη ζωή, τα κότερα, την σύζυγο με τις πλαστικές που χρεοκοπεί και παρασύρει μια ολόκληρη πόλη καθώς αυτός πετάει για άλλα μέρη, τις διαπλοκές γύρω από τα “αστεράτα” εστιατόρια και τα βραβευμένα κρασιά, τις απάνθρωπες κομπίνες με τους σύγχρονους σκλάβους που μεταφέρονται σαν ζώα για εργασία, προς χάριν της “κονόμας”, το εμπόριο λευκής σαρκός. Μια κοινωνία που έχει αποσυντεθεί λόγω της αλαζονείας και της απληστίας, της αποξένωσης και της μανίας για χρήμα και εξουσία αφήνοντας πίσω της συντρίμμια και νεκρούς.

Ο Τσίρμπες έγραψε ένα μεγάλο βιβλίο - που βραβεύτηκε με το Premio de Critico το 2013 - στοχαστικό και κυνικό, ελεγειακό και ανθρώπινο, και ταυτόχρονα σκληρό και αφόρητο. Δεν είναι ένα εύκολο μυθιστόρημα καθώς είναι όλο αφηγηματικό με ελάχιστο διάλογο και κίνηση, αλλά σε υπνωτίζει και σε μαγεύει με το εκπληκτικό του ύφος και την τέλεια δομή του. Ωραία μετάφραση, αλλά η έκδοση χρήζει επιμέλειας αφού τα συντακτικά και ορθογραφικά λάθη είναι πολλά, αυτό όμως δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία αφού εδώ μιλάμε για μια πλήρη αναγνωστική εμπειρία από τις λίγες, που απόλαυσα διαβάζοντάς το αργά, για να διαρκέσει όσο γίνεται περισσότερο.


 
Κυριακή, Μαΐου 08, 2016
posted by Librofilo at Κυριακή, Μαΐου 08, 2016 | Permalink
Επέτειος (2006-2016)
8 Μαΐου 2006, η ημερομηνία έναρξης αυτού του blog. Σήμερα, ακριβώς 10 χρόνια αργότερα, πολλά έχουν αλλάξει – σχεδόν έχουν έρθει τα πάνω κάτω – αλλά η μοναδική σταθερά (ή έστω μία από τις ελάχιστες) παραμένει η λατρεία προς την λογοτεχνία, προς την ανάγνωση γενικότερα. Προσπαθήστε να σκεφτείτε πως ήταν η ζωή μας μόλις δέκα χρόνια πριν, τι λέγαμε, τι γράφαμε, πως ονειρευόμασταν και δείτε το σήμερα. Τα βιβλία κράτησαν την ψυχική μου ισορροπία, ενίσχυσαν την σκέψη μου, την κριτική μου ματιά προς τα γεγονότα, προς τις αλλαγές που έγιναν στη ζωή μου.

Εκατοντάδες κριτικές παρουσιάσεις βιβλίων, δημοσιεύτηκαν στο blog, και προσπάθησα να τηρήσω την αρχική μου δέσμευση: “Αυτό το blog θα είναι μόνο για τα βιβλία που με ενδιαφέρουν, για αυτά που διάβασα, που διαβάζω αυτό τον καιρό”. Έγραψα και γράφω για βιβλία που έχω διαβάσει με προσοχή (μη το θεωρείτε δεδομένο, δεν διαβάζουν όλοι τα βιβλία που γράφουν γι' αυτά), γράφω για βιβλία που έχω κάτι να πω, όχι για εκείνα που με άφησαν αδιάφορο, δεν μου άρεσαν (παρά μόνο αν έχω έντονη επιθυμία να μιλήσω γι' αυτά) ή μπορεί και να μου άρεσαν πολύ αλλά δεν έχω κάτι να πω. Η αναλογία είναι περίπου 1 προς 2 ή 1 προς 3 (δηλαδή γράφω για 1 από τα 3 που διαβάζω), αφού πέφτουν στα χέρια μου αρκετές μετριότητες, αρκετά βιβλία που είναι (πάντα κατά την άποψή μου) πολύ μέτρια – και συνήθως αυτά τα τελευταία, είναι βιβλία Ελλήνων δημιουργών, πολυσυζητημένων ή μη. Δεν γράφω σχεδόν ποτέ για βιβλία ποίησης, παρ' ότι διαβάζω αρκετά κάθε χρονιά, διότι θεωρώ την ποίηση μια τέχνη που απευθύνεται πρώτιστα στο συναίσθημα, στην χρονική στιγμή ανάγνωσής της, κρίνω δε όσο λιγότερο μιλάμε γι' αυτήν τόσο καλύτερο είναι.

Στα δέκα αυτά χρόνια, προσπάθησα να είμαι δίκαιος και ακριβής. Πάντα κινούμαι με το προσωπικό αισθητικό μου κριτήριο, χωρίς να επηρεάζομαι από συμπάθειες ή φιλίες και όποτε τυχαίνει να γράφω για βιβλίο καλού φίλου, το δηλώνω εξαρχής ώστε γνωρίζει ο αναγνώστης αυτού του ιστολογίου την άκρα υποκειμενικότητα της άποψης για το έργο.


Με το blog γνώρισα πολύ κόσμο, μάλλον για να το θέσω καλύτερα, χάριν του blog γνώρισα πολύ κόσμο. Ανώνυμους βιβλιόφιλους, ανθρώπους που αγαπούσαν το διάβασμα και βρήκαν σε μένα μια “αδερφή ψυχή”, ανθρώπους που εκτίμησαν το στυλ της γραφής μου, ακολούθησαν (και ακολουθούν) τις προτάσεις μου, με εμπιστεύονται για το γούστο μου. Τους ευχαριστώ και τους ευγνωμονώ όλους, ακόμα κι αυτούς που η γνωριμία τους μαζί μου, κράτησε λίγο ή περιορίστηκε σε γραπτή επικοινωνία. Γνώρισα συγγραφείς, δημοσιογράφους, εκδότες, ανθρώπους που κινούνται γύρω από τον χώρο του βιβλίου. Δυστυχώς (όσον αφορά τους συγγραφείς), διαπίστωσα στις περισσότερες των περιπτώσεων έλλειψη αγάπης για την ανάγνωση λογοτεχνίας, ημιμάθεια (ή ακόμα και αμάθεια για τα βασικά), άκρατο εγωισμό, ανασφάλειες και μεγάλη ανάγκη για καταξίωση. Μάλλον κι εκείνοι θα απογοητεύτηκαν από τη γνωριμία μας, αφού δεν βρήκαν “ευήκοον ους” να τους “νταντέψει”.

Το blog υπήρξε η αφορμή για να γνωριστώ με σημαντικούς για τη ζωή μου ανθρώπους, που με υπερηφάνεια αποκαλώ φίλους μου (και ελπίζω κι αυτοί να λένε το ίδιο για μένα), ανθρώπους με τους οποίους μας ενώνει το πάθος για την λογοτεχνία, η ίδια “αρρώστια” για την μυθοπλασία, το ωραίο λογοτεχνικό ύφος, την λογοτεχνική πρωτοτυπία, το ξάφνιασμα της ανακάλυψης μιας λογοτεχνικής φωνής που δεν την γνωρίζαμε, της λαχτάρας για το βιβλίο ενός αγαπημένου μας δημιουργού. Ανθρώπους που γουστάρουμε να διαφωνούμε και να πειράζουμε ο ένας τον άλλον για τις εμμονές και τα κολλήματά μας, για τις παραξενιές και τις μικρές (μάλλον ανώδυνες) ιδιοτροπίες. Μέσα απο τους ανθρώπους αυτούς δημιουργήθηκε το 2013 το Booktalks, ένα στέκι βιβλιοφιλίας και απόλαυσης για το οποίο είμαι υπερήφανος και ελπίζω να διαρκέσει πολλά χρόνια ακόμα.

Θα ήθελα με την συμπλήρωση αυτών των 10 χρόνων, να μπορώ να δώσω υποσχέσεις για την συνέχεια του blog. Δεν ξέρω, δεν είμαι σίγουρος για τίποτα, για την ώρα θα συνεχίσω να γράφω την άποψή μου για βιβλία που μου δίνουν το κίνητρο να μιλήσω, θα προσπαθώ να είμαι συνεπής στο ραντεβού μου, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Τα blogs δεν περνάνε την καλύτερή τους περίοδο, είναι γεγονός ότι φθίνουν, και ο κόσμος προτιμάει την γρήγορα και εύκολη λύση του Facebook και του Twitter για να πει την άποψή του. Το blog όμως προσφέρει την μόνιμη καταγραφή, ξέρεις ότι θα βρεις το κείμενο που ψάχνεις και δεν θα χαθεί στον καταιγισμό του timeline (χρονολογίου), στο Facebook ή της συνεχούς ροής του Twitter, οπότε για όλους εμάς που θέλουμε να ανατρέχουμε σε κάποιο παλαιότερο κείμενο, δικό μας ή όχι, το blog συνεχίζει να αποτελεί την ιδανικότερη λύση.

Ευχαριστώ που με διαβάζετε, ελπίζω να είμαστε μαζί για πολλά χρόνια ακόμα. Συνεχίστε να αγαπάτε τη λογοτεχνία, το βιβλίο. Ακόμα κι αν υπάρχουν γύρω μας δεκάδες πράγματα για να μας απογοητεύουν συνεχώς, η ανάγνωση μιας ωραίας σελίδας, μιας καλοφτιαγμένης πρότασης, μιας ελκυστικής και γοητευτικής ιστορίας, θα μας δίνει πάντα κουράγιο και θα μας χαρίζει αισιοδοξία για το μέλλον. Σας φιλώ, Άγης