Πέμπτη, Μαΐου 26, 2016
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 26, 2016 | Permalink
Η εσχάτη των ποινών
Τελικά είναι αποδεδειγμένο ότι η ατμόσφαιρα του πολιτικού θρίλερ,
ταιριάζει στον πολύ καλό Περουβιανό συγγραφέα, Santiago Roncagliolo (Λίμα, 1975) περισσότερο από κάθε άλλο λογοτεχνικό
είδος που έχει δοκιμάσει (και γνωρίζουμε). Μερικά χρόνια μετά τον εξαιρετικό
του “Κόκκινο Απρίλη” και την καλή αλλά άνιση, “Τέταρτη Ρομφαία”, επανέρχεται στο είδος
αυτό με το έξοχο και άκρως συναρπαστικό μυθιστόρημα “Η ΕΣΧΑΤΗ ΤΩΝ ΠΟΙΝΩΝ” (“La pena
maxima”), (Εκδ. Καστανιώτη, (ωραία) μετάφρ.
Κ.Αθανασίου, σελ. 382).
Ο κεντρικός χαρακτήρας του “Κόκκινου Απρίλη”, ο εισαγγελέας Φέλιξ
Τσακαλτάνα, είναι ο ήρωας και του νέου βιβλίου του Ρονκαλιόλο. Ένας Τσακαλτάνα
όμως πολύ πιο νέος, λίγο πάνω από τα 20 του χρόνια, απόφοιτος της Νομικής που
εργάζεται ως βοηθός αρχειοφύλακας στο αρχείο των Δικαστηρίων της Λίμα.
Εμμονικός με τη λεπτομέρεια, και φανατικός με τη πιστή τήρηση του νόμου, ο
Τσακαλτάνα είναι χωμένος μέσα σ' αυτό το Καφκικό περιβάλλον όπου εργάζεται,
ασφαλής μέσα στη χαώδη γραφειοκρατία των ατελείωτων εγγράφων που ταξινομεί.
Γύρω του η χώρα παραληρεί. Βρισκόμαστε στη περίοδο διεξαγωγής του
Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου, του 1978, που διεξάγεται στην γειτονική
Αργεντινή, και η ομάδα του Περού ελπίζοντας σε διάκριση, συμμετέχει με μία από
τις καλύτερες ομάδες στην ιστορία της. Το μυθιστόρημα χρονικά καλύπτει την
δεκαπενθήμερη περίοδο του ποδοσφαιρικού τουρνουά, και τα κεφάλαια έχουν τίτλο
τον εκάστοτε αγώνα της εθνικής Περού, όπως και τον τελικό Αργεντινή-Ολλανδία.
Στις δύο αυτές χώρες (Αργεντινή και Περού), όπως και σε άλλες χώρες της
Λατινικής Αμερικής, οι στρατιωτικές χούντες κυβερνούν. Αλλού σκληρότερες και με
μεθόδους βασανιστηρίων που σοκάρουν ακόμα και σήμερα με την αγριότητά τους
(Αργεντινή), αλλού ελαφρώς ηπιότερες και με πρόθεση να παραδώσουν την χώρα τους
στους πολιτικούς, όπως στο Περού που ετοιμάζεται για δημοκρατικές εκλογές. Ο
κόσμος όμως ελάχιστα ενδιαφέρεται γι' αυτές, μεθυσμένος από την ένταση των
αγώνων.
Η ιστορία που αφηγείται ο Ρονκαλιόλο ξεκινάει με
μια στυγερή δολοφονία. Ένας άντρας με
ένα σακίδιο στη πλάτη που έχει μέσα ένα μωρό, δολοφονείται σε ένα σοκάκι μιας
συνοικίας της Λίμα, για την ακρίβεια εκτελείται εν ψυχρώ. Ο δολοφόνος τον
στήνει στον τοίχο και περιμένει τους πανηγυρισμούς από τις τηλεοράσεις που
είναι στη διαπασών για να τραβήξει τη σκανδάλη. Ο νεκρός είναι ένας καθηγητής
Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο, ο Χοακίν Κάλβο, ο οποίος ήταν ο μοναδικός
άνθρωπος με τον οποίο ο μονήρης και “μαμάκιας” Τσακαλτάνα είχε επαφή, παίζοντας
μαζί του σκάκι και λέγοντας δυο κουβέντες παραπάνω. Όταν ο Τσακαλτάνα
αποφασίζει να ψάξει για τον εξαφανισμένο φίλο του και διαπιστώνει ότι έχει
δολοφονηθεί, συνειδητοποιεί ότι δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα για την προσωπική του
ζωή, ούτε καν τι είδους άνθρωπος ήταν. Αποφασίζει να κάνει στην άκρη τις
γραφειοκρατικές του δουλειές και να ξετυλίξει το νήμα μιας ιστορίας που στην
αρχή του φαίνεται ακατανόητη αλλά σιγά σιγά θα τον βάλει μέσα της και θα τον
αλλάξει τελείως.
Ο Χοακίν Κάλβο όμως ήταν κάτι τελείως διαφορετικό
από αυτό που πίστευε ο αφελής Τσακαλτάνα. Ήταν ένας πράκτορας του καθεστώτος
που μπορούσε να διεισδύει στις αριστερίστικες ομάδες, μια τραγική φιγούρα που
γεννήθηκε από ένα ζευγάρι αναρχικών στην Ισπανία του Εμφυλίου και δολοφονήθηκε
στην χουντοκρατούμενη Λατινική Αμερική της δεκαετίας του '70. Καθώς ξετυλίγεται
το παζλ, στην ιστορία εμπλέκονται εξεγερμένοι φοιτητές που απάγονται και
μεταφέρονται σε Αργεντίνικες φυλακές, μια μοιραία ξανθιά γυναίκα, ο πατέρας του
Χοακίν Κάλβο πρώην αναρχικός ακτιβιστής κατά τη διάρκεια του Ισπανικού
εμφυλίου, η μητέρα του Τσακαλτάνα, η Σεσίλια - η κοπέλα με την οποία είναι
ερωτευμένος εκείνος και δεν ξέρει πως να προχωρήσει τη σχέση του μαζί της, ένας
αντιναύαρχος, οι υπηρεσίες πληροφοριών, η οργάνωση “Κόνδωρ” (μια κοινή
παραστρατιωτική επιχείρηση των συνεργαζόμενων δικτατοριών της Λατ.Αμερικής), οι
απαγωγές βρεφών από τα μαιευτήρια των φυλακών της Αργεντινής. Οι θάνατοι είναι
πολλοί και η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος ισορροπεί μεταξύ της ποδοσφαιρικής
παράκρουσης των ημερών και των σκοτεινών πολιτικών παιχνιδιών και του
ξεκαθαρίσματος παλιών λογαριασμών.
“Ο Τσακαλτάνα σκέφτηκε ότι, σε τελική ανάλυση,
όλες οι πόλεις κατοικούνται από φαντάσματα. Άνθρωποι που είναι ήδη νεκροί
γυρίζουν στους δρόμους της Λίμα ή του Μπουένος Άιρες, αφήνοντας κομματάκια από
την ανάμνησή τους να κρέμονται στις γωνίες, αφήνοντας μνήμες που σιγά σιγά
ξεθωριάζουν, σαν τις προσόψεις των σπιτιών, μέχρι τελικά να εξαφανιστούν.”
Ο Ρονκαλιόλο στήνει μοναδικά την ιστορία του με
εξαιρετική δομή και στυλ. Δεν παρακολουθεί σχεδόν καθόλου την ποδοσφαιρική
δράση και την ομαδική παράκρουση με τους αγώνες. Βλέπουμε την απογοήτευση των
Περουβιανών που διαδέχθηκε τον αρχικό τους ενθουσιασμό και την κατάληξη σ'
αυτόν τον “εθνικό εξευτελισμό” που ήταν η συντριβή από την Αργεντινή με σκορ
6-0, σε έναν καθοριστικό (για την τελευταία) αγώνα – κάτι που στην ποδοσφαιρική
συνείδηση της χώρας δεν έχει ξεπεραστεί ακόμα. Διακρίνεται μέσα από την υπέροχη
αφήγηση του συγγραφέα η χειραγώγηση του ποδοσφαίρου από την εξουσία, το πως ο
λαός παρασύρεται και τυφλώνεται.
Το μυθιστόρημα κλείνει με τους πανηγυρισμούς των
Αργεντίνων για τα γκολ των Μάριο Κέμπες και Μπερτόνι (εμβληματικές
ποδοσφαιρικές φιγούρες της εποχής), που τους χαρίζουν το παγκόσμιο κύπελλο και
τα πανηγύρια του στρατηγού Βιδέλα, τα άσπρα χαρτάκια γεμίζουν τον αγωνιστικό
χώρο καθώς οι φυλακές γεμίζουν από νεκρούς και βασανισμένους. “Η εσχάτη των
ποινών” - τίτλος αμφίσημος, που σημαίνει την εκτέλεση του πέναλτυ στο
ποδόσφαιρο, όπως, και την καταδίκη σε θάνατο - είναι ένα θαυμάσιο και πολύ
ζωντανό, χορταστικό πολιτικό θρίλερ όπου η προσπάθεια για επιβίωση και εξουσία,
για τον έρωτα και τον θάνατο και όπου τα πολιτικά παιχνίδια εξουσίας κυριαρχούν
και όλα αυτά στροβιλίζονται σε ένα μεθυστικό λογοτεχνικό χορό με θύτες και
θύματα. Νικητές και ηττημένοι δεν υπάρχουν σ' αυτό το μυθιστόρημα-πολιτικό
σχόλιο, με την αμφισημία να κυριαρχεί στην ιστορία όπως και στον τίτλο του.